Ερευνητική εργασία Α Λυκείου 1 ο Επάλ Αχαρνών
Χριστιανισμός ονομάζεται το θρησκευτικό σύστημα πίστης το οποίο αναγνωρίζει ως ιδρυτή και κεντρικό πρόσωπο του συνόλου της διδασκαλίας του, τον Ιησού Χριστό, όπως παρουσιάζεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Αυτό σημαίνει, πως πέρα από κάθε άλλη έννοια που περιλαμβάνει η θρησκεία αυτή, οι οπαδοί του Χριστιανισμού εστιάζουν την προσοχή τους και έχουν ως κοινό σημείο αναφοράς το πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Αποτελείται κυρίως από την Καθολική Εκκλησία, την Ορθόδοξη Εκκλησία και τις Προτεσταντικές Εκκλησίες.
Ο Χριστιανισμός ως μονοθεϊστική θρησκεία δέχεται ένα Θεό, που δημιούργησε τον κόσμο "εκ του μη όντος" υποδηλώνοντας έτσι τη διαφορετική ουσία του "όντος" και άκτιστου θεού, από αυτήν του "μη όντος" και κτιστού κόσμου.
«Ιησούς Χριστός» είναι το όνομα και ο τίτλος (που έλαβε αφού χρίστηκε κατά το βάφτισμά του) του Ιουδαίου Ιησού από την Ναζαρέτ, ο οποίος αποκαλείται στην Αγία Γραφή «Γιος του Θεού». Το όνομα Ιησούς είναι το αντίστοιχο του εβραϊκού ονόματος Γιεσούα (ישוע) ή, στην πλήρη του μορφή, (יהושע)' Γεχοσούα που σημαίνει «ο Ιεχωβά/Γιαχβέ Είναι Σωτηρία». Το συγκεκριμένο όνομα δεν ήταν ασυνήθιστο την περίοδο που έζησε ο Ιησούς. Γι' αυτό συνήθως πρόσθεταν επιπλέον προσδιορισμούς, αποκαλώντας τον «Ιησούς ο Ναζαρηνός» ή «Ναζωραίος» (Strong's Concordance, αρ. 3479 και 3480). Ο όρος Χριστός(Strong's Concordance, αρ. 5547) είναι ισοδύναμος με τον εβραϊκό όρο Μασίαχ (Μεσσίας) (Strong's Concordance, αρ. 4899) και σημαίνει «Χρισμένος». Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται στην Αγία Γραφή και για άλλα άτομα πριν τον Ιησού, όπως ο Μωυσής, ο Ααρών και ο Δαβίδ (Εβραίους 11:24-26 Λευιτικό 4:3 8:12 2 Σαμουήλ 22:51) ως συμβολισμοί για τη θέση, το αξίωμα ή την υπηρεσία που θα κατείχε στον μέγιστο βαθμό ο Μεσσίας. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις τον Ευαγγελίων ο Ιησούς Χριστός περιγράφεται με εξέχοντα και μοναδικό τρόπο ως «ο Χριστός ο υιος του Θεού του ζώντος». (Ματθαίος 16:16)
Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, ο αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέφθηκε την μέλλουσα μητέρα του Ιησού, τη Μαριάμ και της είπε ότι θα φέρει στον κόσμο ένα ξεχωριστό παιδί που θα ήταν ο γιος του Θεού και μάλιστα με έναν ξεχωριστό τρόπο αφού ήρθε στον κόσμο όχι με την συμβολή ανδρός αλλά με την θαυματουργή δύναμη του Θεού. Έτσι, ο Ιησούς γεννήθηκε περίπου το 6 π.χ. στη Βηθλεέμ, μια πόλη του Ισραήλ, κοντά στην Ιερουσαλήμ. Κατόπιν, η Μαριάμ (Μαρία) και ο σύζυγός της Ιωσήφ, ένας πιστός άνθρωπος και μαραγκός στο επάγγελμα, πήραν τον Ιησού στην φτωχική κωμόπολη Ναζαρέτ όπου και τον μεγάλωσαν. Τα Ευαγγέλια δεν γράφουν πολλά για την παιδική και εφηβική ηλικία του Ιησού. Από τα λίγα που είναι γνωστά είναι ότι, άγγελος Κυρίου φάνηκε σε όνειρο στον Ιωσήφ και του είπε να πάρει το παιδί με τη μητέρα του και να φύγει στην Αίγυπτο και έμειναν εκεί, μέχρι πού πέθανε ο Ηρώδης, που ήταν βασιλιάς της Ιουδαίας από το 44 π.χ.. Ακόμα γνωρίζουμε ότι, ο Ιησούς επισκέφθηκε με τους γονείς του την Ιερουσαλήμ όπου ξαφνικά ανακάλυψαν ότι έλειπε. Τον βρήκαν στο ναό όπου συνομιλούσε με μορφωμένους άνδρες της πόλης οι οποίοι εξεπλάγησαν από τη σοφία του. Αργότερα, σύμφωνα πάντα με τα Ευαγγέλια, ο Ιησούς μεγάλωνε με τους γονείς του στη Ναζαρέτ ασκώντας το επάγγελμα του ξυλουργού όπως κι ο Ιωσήφ.
Σύμφωνα με τις Εβραϊκές Γραφές, επρόκειτο να υπάρξει ένα πρόσωπο που θα προετοίμαζε τον κόσμο για τον ερχομό του Μεσσία σύμφωνα με τους Ευαγγελιστές, αυτός ήταν ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ο οποίος ανέλαβε αυτό το προπαρασκευαστικό έργο. Όταν ο Ιησούς ήταν περίπου 30 ετών, ο Ιωάννης τον βάπτισε μέσα στον Ιορδάνη ποταμό καθώς αναγνώρισε στο πρόσωπό του τον αναμενόμενο Μεσσία. Όχι πολύ αργότερα από το γεγονός αυτό, ο Ιησούς ξεχώρισε μια ομάδα 12 πιστών ανθρώπων που ονομάστηκαν απόστολοι και οι οποίοι θα τον βοηθούσαν να διαδώσει το μήνυμά του. Ο Ιησούς κήρυξε στον κόσμο της υπαίθρου, στους ναούς και στις πόλεις και μίλησε για την εμπιστοσύνη που πρέπει να έχει άνθρωπος στο Θεό, δίδαξε τη συγχώρεση, και την υιοθέτηση μιας στάσης ζωής που να αγκαλιάζει με αγάπη τον συνάνθρωπο. Επίσης δίδαξε την ύπαρξη της αιώνιας ζωής που συνεχίζεται και μετά τον φυσικό θάνατο. Μια ζωή μέσα στην "Βασιλεία του Θεού". Η διδασκαλία του, έκανε τον Ιησού σύντομα γνωστό και η φήμη του εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα, όχι μόνο στο βορρά και στις περιοχές της Γαλιλαίας άλλα και στο νότο με τα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στην ιερή πόλη του Ιουδαϊσμού, στα Ιεροσόλυμα. Τα Ευαγγέλια περιγράφουν επίσης και διάφορα θαύματα που έγιναν από τον Ιησού, όπως η ανάσταση νεκρών, η μετατροπή του νερού σε κρασί, η θεραπεία αρρώστων, κ.ά.
Το μήνυμα του Ιησού είχε μεγάλη επίδραση στους ακροατές του και πολλοί από αυτούς θεώρησαν ότι πράγματι αυτός ήταν ο Μεσσίας. Άλλοι πάλι θεώρησαν ότι απλά ήρθε να προετοιμάσει τον ερχομό του πραγματικού Μεσσία ενώ κάποιοι είπαν πως ήταν κάποιος παλιός προφήτης που ήρθε και πάλι στη γη για να διδάξει. Μια ομάδα Εβραίων θρησκευτικών ηγετών κατηγόρησε τον Ιησού επειδή τα Σάββατα, την ιερή ημέρα ανάπαυσης των Ιουδαίων, συνέχιζε την διδασκαλία του. Επίσης κάποιοι από αυτούς δυσανασχετούσαν επειδή ο Ιησούς πλησίαζε με καλοσύνη ανθρώπους που θεωρούνταν ανάξιοι και ασεβείς. Μια μερίδα από τους Εβραίους ηγέτες ανησύχησε μήπως αυτός, που πολλοί νόμιζαν για Μεσσία, ξεκινήσει κάποια εξέγερση ενάντια στους Ρωμαίους και έτσι υπάρξει αναταραχή. Έτσι, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να θανατώσουν τον Ιησού και άρχισαν να ψάχνουν για οπαδούς του που θα ήταν πρόθυμοι να τον προδώσουν. Και βρήκαν τον μαθητή του Ιησού τον Ιούδα. Τα Ευαγγέλια μας περιγράφουν πως ο Ιησούς γνώριζε ότι έπρεπε να προετοιμαστεί για το τέλος του.
Πέρα όμως από τις παραβολές, στο Κατά Ιωάννη ευαγγέλιο, βρίσκουμε κάποια νέα στοιχεία στον τρόπο διδασκαλίας. Το δ Ευαγγέλιο που δεν διασώζει καμία από τις 50 και πλέον παραβολές του Ιησού που παραδίδουν οι Συνοπτικοί, ούτε και μεμονωμένα λόγια ή συλλογές λογίων προερχόμενα από την υποτιθέμενη αρχική (γραπτή;) πηγή πίστεως της πρώτης εκκλησίας, αλλά παραθέτει μακρούς λόγους του Ιησού με ενιαίο θέμα. Εκεί διαπιστώνεται συχνά η λεγόμενη «τεχνική των παρανοήσεων». Οι διδασκαλίες του Ιησού δεν κατανοούνται αρχικά από τους ακροατές του στο πνευματικό τους βάθος, αλλά στην επιφάνεια τους. Έτσι ο Ιησούς έχει την ευκαιρία να τις διασαφηνίζει περισσότερο έως ότου τις αντιληφθούν σωστά οι ακροατές του. Όταν π.χ. ο Ιησούς λέει στον Νικόδημο ότι ο άνθρωπος πρέπει να αναγεννηθεί για να μπορέσει να ζήσει τη νέα ζωή πού προσφέρει στον κόσμο ο Θεός, ο συνομιλητής του ρωτά, πως είναι δυνατό να ξαναμπεί κανείς στην κοιλιά της μάνας του. Όταν μιλάει στη Σαμαρείτιδα για το «ύδωρ το ζων», εκείνη τον ρωτά πως είναι δυνατόν να διαθέτει τέτοιο ύδωρ αφού δεν έχει «άντλημα» και το φρέαρ είναι βαθύ κ.λπ. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η τεχνική αυτή επιτρέπει στο να παρουσιαστεί το βαθύτερο νόημα της διδασκαλίας του Ιησού, πέρα από την επιφάνεια. Στο σημείο όπου καταγράφεται η συνάντηση με τον Νικόδημο, περιέχεται μια πολύ σημαντική διδασκαλία του Ιησού που αφορά στο βασικό θέμα της ανάγκης για πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου, προκειμένου να γίνει μέλος της Βασιλείας του Θεού.
Πολύς λόγος έχει γίνει για την περίφημη «επί του Όρους Ομιλία» του Ιησού. Ο Ματθαίος αφιερώνει τρία ολόκληρα κεφάλαια του Ευαγγελίου του στην ομιλία αυτή και αυτό σημαίνει ότι κατέχει πολύ κεντρική θέση στην όλη έκθεση των γεγονότων. Βέβαια για το χριστιανισμό, η «επί του Όρους Ομιλία» δεν αποτελεί την πεμπτουσία του, καθώς δεν περιέχει ούτε το σύνολο της διδασκαλίας του Ιησού, ούτε και τη λυτρωτική προσφορά του έργου του, όμως το περιεχόμενο της εκφράζει κατά ουσιαστικό τρόπο το πνεύμα της χριστιανικής διδασκαλίας και πίστης, που διαφοροποιείται από το ιουδαϊκό πνεύμα άλλα και από την γενικότερη ιδεολογία και ηθική δεοντολογία της εποχής εκείνης. Πάντως κατά την άποψη των χριστιανών, η πίστη δεν περιορίζεται μόνο στα ηθικά πλαίσια μιας διδασκαλίας περί κοινωνικών και διαπροσωπικών σχέσεων αλλά περιλαμβάνει άρρηκτα όλα τα παραδομένα υπερφυσικά γεγονότα και κυρίως την ανάσταση του Ιησού που αποτελεί ελπίδα για την οριστική νίκη επί του πόνου, της φθοράς και του θανάτου.
Καθώς οι Παραβολές βρίσκονται στο κέντρο των «λόγων» του Ιησού, τα θαύματα, αποτελούν το κέντρο των «έργων» του. Τα θαύματα, όπως και οι παραβολές, δεν πραγματοποιήθηκαν σε κάποιο ορισμένο τόπο και περιορισμένο χρονικό διάστημα, αλλά καθ όλη τη διάρκεια της δημόσιας δράσης και σε όλες τις περιοχές της Παλαιστίνης, από τη βόρεια Γαλιλαία ως τη νότια Ιουδαία, παράλληλα θαυματουργούσαν και οι μαθητές του στο όνομα του Θεού. Βέβαια η ενασχόληση με ένα τέτοιο θέμα έχει ν αντιμετωπίσει πλήθος ερωτημάτων, όχι μόνο από πλευράς ιστορικής αξιοπιστίας των σχετικών διηγήσεων και της ανάλογης επιστημονικής διερεύνησης τους, αλλά και από πλευράς καθαρά θρησκευτικής και θεολογικής σημασίας τους.
Η αφήγηση των παθών του Ιησού συνδέεται με την απόφασή του να μεταβεί στην Ιερουσαλήμ, και τα γεγονότα που ακολούθησαν, έμειναν αιώνια σύμβολα για την πίστη των Χριστιανών. Η θεολογία των αφηγήσεων των Ευαγγελίων επάνω στα γεγονότα των Παθών παρουσιάζεται να αποτελεί εκπλήρωση των λόγων των Προφητών της Παλαιάς Διαθήκης και μαρτυρία για την Μεσσιανική ταυτότητα του Ιησού.
Ο Ιησούς μάζεψε τους αποστόλους μαζί για ένα τελευταίο γεύμα, που είναι γνωστό ως «μυστικός δείπνος». Εκεί εξήγησε στους μαθητές του ότι ο θάνατός του ήταν απαραίτητος επειδή θα καθιέρωνε μια νέα σχέση ανάμεσα στον Θεό και τους ανθρώπους. Πήρε το ψωμί και το κρασί από το τραπέζι, προσευχήθηκε και σε μια συγκινητική ατμόσφαιρα αποχαιρετισμού το μοίρασε στους αποστόλους του. Οι Χριστιανοί, σε ανάμνηση του γεγονότος αυτού έχουν καθιερώσει την θρησκευτική τελετή της Θείας Κοινωνίας.
Μετά από το δείπνο, ο Ιησούς και οι απόστολοι πήγαν στο Όρος των Ελαιών, ένα λόφο στην ανατολική πλευρά της Ιερουσαλήμ, και στον κήπο της Γεσθημανής. Σε αυτόν τον κήπο, ο μαθητής του Ιησού, Ιούδας, έφερε τους στρατιώτες για να συλλάβουν τον Ιησού. Αυτοί τον οδήγησαν μπροστά στους ηγέτες των Ιουδαίων, οι οποίοι πραγματοποίησαν μια σύντομη δίκη και τον καταδίκασαν σε θάνατο. Οι νόμοι όριζαν πως για να πραγματοποιηθεί μια θανατική ποινή θα έπρεπε να εγκριθεί από τον ρωμαίο κυβερνήτη της Ιουδαίας, Πόντιο Πιλάτο. Εκείνος προσπάθησε να αθωώσει τον Ιησού καθώς δεν έβρισκε κάτι επιλήψιμο εναντίον του. Μετά όμως από την απαίτηση του συγκεντρωμένου πλήθους, ο Πιλάτος καταδίκασε τον Ιησού σε θάνατο επάνω σε έναν σταυρό. Την επόμενη ημέρα οι ηγέτες των Ιουδαίων ζήτησαν από τον Πιλάτο να σφραγιστεί ο τάφος και να τοποθετηθεί φρουρά και αυτός ικανοποίησε το αίτημα τους. Σύμφωνα με τους συγγραφείς των Ευαγγελίων, μετά από τρεις μέρες το σώμα του Ιησού είχε εξαφανιστεί από εκεί και ο Ιησούς εμφανιζόταν κατά διαστήματα σε πολλούς από τους μαθητές του. Μετά το γεγονός αυτό της Ανάστασής του, πέρασε ακόμα 40 ημέρες στη γη και μετά "αναλήφθηκε"» δηλ. ανέβηκε προς τον ουρανό. Η ιστορία της Ανάστασης του Ιησού, είναι κεντρική στη χριστιανική πίστη. Οι Απόστολοί του συνέχισαν να διδάσκουν το μήνυμά του Ιησού Χριστού που βρήκε ανταπόκριση από πολλούς ανθρώπους τότε και σήμερα.
Το Άγιο Πνεύμα είναι το τρίτο πρόσωπο της Aγίας Τριάδος, το οποίο εκπορεύεται εκ του Πατρός. Είναι ομοούσιο με τα πρόσωπα του Πατρός και του Υιού. Κατά το Σύμβολο της Πίστεως "συνπροσκυνείται και συνδοξάζεται" με τον Πατέρα και με τον Υιό, ίσο κατά τη λατρεία και την τιμή. Το Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται στην Καινή Διαθήκη εξ αρχής να μεταδίδει υπερφυσικά χαρίσματα, υποδηλώνοντας πως το Πνεύμα είναι προσωπικός παράγοντας Θείας δύναμης. «...Καὶ εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον, τὸ κύριον καὶ ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν πατρὶ καὶ υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν προφητῶν...»
Όταν ο Κύριος βαπτίσθηκε στον Ιορδάνη το Άγιο Πνεύμα εμφανίσθηκε εν είδει περιστεράς. Εμφανίσθηκε όχι για να προσθέσει κάτι στον Χριστό, αλλά συμβολικά, έτσι ώστε να δείξει αυτό που υπάρχει μέσα στον Χριστό: την ακακία, την καθαρότητα και την ταπεινότητα. Αυτό συμβολίζει το περιστέρι. Όταν οι απόστολοι συγκεντρώθηκαν την πεντηκοστή ημέρα από την ήμερα της Ανάστασης, το Άγιο Πνεύμα εμφανίσθηκε με τη μορφή πύρινων γλωσσών. Εμφανίσθηκε ως πύρινη γλώσσα για να τους αφαιρέσει κάτι και να τους προσθέσει κάτι. Δηλαδή, να αφαιρέσει από αυτούς κάθε αμαρτία, κάθε αδυναμία, φόβο και ακαθαρσία της ψυχής και να τους δωρίσει τη δύναμη, το φως και τη ζεστασιά. Οι πύρινες γλώσσες επισημαίνουν συμβολικά αυτά τα τρία: τη δύναμη, το φως και τη ζεστασιά.
Με τη χάρη Του απαλλασσόμαστε απ τη δουλεία του διαβόλου, καλούμαστε στην ελευθερία του Χριστού, οδηγούμαστε στην ουράνια υιοθεσία, αναγεννιόμαστε από την αρχή και ξεφορτωνόμαστε το βαρύ και δυσβάστακτο φορτίο των αμαρτιών μας. Με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος βλέπουμε να υπάρχουν τόσοι ιερείς κι έχουμε τάγματα διδασκάλων της Εκκλησίας. Απ την πηγή αυτή πήγασαν πλούτη προφητειών και χαρίσματα ιάσεων και όλα τα άλλα που συνήθως στολίζουν την Εκκλησία του Θεού από το Άγιο Πνεύμα προέρχονται. Και φωνάζει ο Παύλος και λέει: «Για όλα αυτά τα χαρίσματα ενεργεί το ένα και μοναδικό Πνεύμα, που τα μοιράζει όπως θέλει στον καθένα χωριστά» Χάρη στη δύναμη του Αγίου Πνεύματος απαλλαχτήκαμε από τις αμαρτίες, μ αυτήν ξεπλύναμε την ψυχή μας από κάθε ρύπο. Με τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, ενώ ήμασταν άνθρωποι, γίναμε άγγελοι, όσοι βέβαια θελήσαμε να μάς βοηθήσει η χάρη Του, χωρίς να αλλάξει η φύση μας, αλλά, κι αυτό είναι το πιο αξιοθαύμαστο, διατηρήσαμε την ανθρώπινη φύση μας και μ αυτή επιδείξαμε αγγελική συμπεριφορά. Τόσο μεγάλη είναι λοιπόν η δύναμη του Αγίου Πνεύματος! Και όπως η πραγματική φωτιά όταν δεχτεί τον μαλακό πηλό τον καθιστά σκληρό κεραμίδι, έτσι ακριβώς και η φωτιά του Αγίου Πνεύματος, όταν δεχτεί μια ψυχή συνετή, ακόμη κι αν τη βρει πιο μαλακή κι απ τον πηλό, την κάνει πιο γερή κι απ το σίδερο. Και κάνει ξαφνικά πιο καθαρό απ τον ήλιο εκείνον που έως τώρα ήταν μολυσμένος απ την ακαθαρσία των αμαρτιών.
Η Κυριακή της Πεντηκοστής είναι η ημέρα που προηγείται της Δευτέρας του Αγίου Πνεύματος. Ακριβώς 50 ημέρες μετά το Πάσχα, "λαμβάνουμε" το Άγιο Πνεύμα. Σύμφωνα με την Εκκλησία μας, αυτό μας καθοδηγεί, μας νομοθετεί, μας οδηγεί σε κάθε αλήθεια, αυτό μας διδάσκει και μας δίνει εντολή να κάνουμε όλα όσα αρέσουν στο Θεό.
Στα πλαίσια της θρησκείας, η έννοια της πίστης ταυτίζεται με τη βεβαιότητα της ύπαρξης ενός ανώτερου όντος, του Θεού. Αν και η πίστη αυτή προέρχεται από τον χώρο του υπερφυσικού, διάφοροι φιλόσοφοι επιχείρησαν κατά καιρούς να αποδείξουν την ύπαρξη του υπέρτατου όντος. Η απόδειξη αυτή για να θεωρηθεί γνωστικά έγκυρη θα Η απόδειξη αυτή για να θεωρηθεί γνωστικά έγκυρη θα πρέπει να προέρχεται είτε από τη λογική, είτε από την εμπειρία. Επειδή όμως η εμπειρία δεν μπορεί να εφοδιάσει τον φιλόσοφο με αποδεικτικά επιχειρήματα δεδομένου ότι κανείς ποτέ δεν συνάντησε τον Θεό στην καθημερινή ζωή, πολλοί ήταν οι φιλόσοφοι εκείνοι που προσπάθησαν να αποδείξουν την ύπαρξη του Θεού με λογικά επιχειρήματα.
Έτσι προέκυψε η διατύπωση της οντολογικής, της κοσμολογικής και της τελεολογικής απόδειξης, καθώς και της προκαθορισμένης αρμονίας του Γερμανού φιλόσοφου Λάιμπνιτς. Όμως όπως ισχυρίστηκε αργότερα ο Καντ (στο έργο του «Κριτική του καθαρού λόγου»), κανένα από τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι άτρωτο στην κριτική. Αυτό σημαίνει ότι η ύπαρξη του Θεού δεν μπορεί να αποδειχθεί ούτε με την εμπειρία, ούτε με τη λογική, συνεπώς η θρησκεία θα πρέπει από αλλού να αντλήσει τη βεβαιότητα για την ύπαρξη του Θεού. Η πηγή αυτή είναι η διαίσθηση ή η ενόραση, η οποία βεβαιώνει για την ύπαρξη του Θεού, χωρίς όμως να παρέχει έγκυρα γνωστικά στοιχεία που να μπορούν να ελεχθούν από την εμπειρία ή τη λογική. Άρα, η ύπαρξη του Θεού βεβαιώνεται αποκλειστικά και μόνο από την πίστη.
Με τον όρο Αγία Τριάδα εννοείται το χριστιανικό δόγμα που περιγράφει την πίστη σε έναν τρισυπόστατο Θεό. Οι τρεις υποστάσεις ή πρόσωπα της Τριάδος είναι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, τα οποία είναι αδιαίρετα και ομοούσια κατά τη θεότητα, έχουν την ίδια Θεία ουσία, την ίδια δύναμη, δόξα και ενέργεια.