ΤΙΤΛΟΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: «Η ΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΛΛΑΔΑΣ - ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ»



Σχετικά έγγραφα
Περίληψη. Περιεχόμενα

Δράση 1.2. Υλοτομία και προσδιορισμός ποσοτήτων υπολειμμάτων.

«Φιλολογικό» Φροντιστήριο Επαναληπτικό διαγώνισμα στη Νεοελληνική Γλώσσα. Ενδεικτικές απαντήσεις. Περιθωριοποίηση μαθητών από μαθητές!

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΤΥΠΟΥ. Η ολοκληρωμένη προσέγγιση θα εφαρμοστεί με τα παρακάτω Εργαλεία

Ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής

ιδάσκοντας Ιστορία στο Γυμνάσιο

ΕΚΘΕΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ «ΒΙΟΤΡΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΣΚΕΥΑΣΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΓΑΛΑΚΤΟΣ Α.Β.Ε.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ 13 Α' ΜΕΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΟΥ 1897 ΣΤΟ ΓΟΥΔΙ

ΕΠΟΝ. Ιστορία γραμμένη με αγώνες και αίμα

ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΓΝΩΣΗΣ ΑΝΑΓΚΩΝ ΑΓΟΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΠΑΡΑΔΟΤΕΟ ΕΘΝΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ A1. Ο συγγραφέας ορίζει το φαινόμενο του ανθρωπισμού στη σύγχρονη εποχή. Αρχικά προσδιορίζει την

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

Τοποθέτηση Δημάρχου Γ. Πατούλη. για τεχνικό πρόγραμμα 2010

Α. ΟΡΓΑΝΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ. Α. Να αποδώσετε την περίληψη του κειμένου ( λέξεις)

ΚΟΡΙΝΘΟΥ 255, ΚΑΝΑΚΑΡΗ 101 ΤΗΛ , , FAX

Αξιολόγηση του Εκπαιδευτικού Έργου. Διαδικασία Αυτοαξιολόγησης στη Σχολική Μονάδα

ΣΥΝΘΗΚΗ SCHENGEN (ΣΕΝΓΚΕΝ)

ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ (ΦΛΩΡΙΝΑ) ΤΜΗΜΑ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗΣ ΦΥΣΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟΥ ΥΛΙΚΟΥ

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗΣ

ΑΣΤΡΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ

Η ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΗ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΩΝ ΜΙΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ. ( Διοικητική Ενημέρωση, τ.51, Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος 2009)

Επίσηµη Εφηµερίδα αριθ. C 372 της 09/12/1997 σ

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΒΙΒΑΙΟΥ

Εσωτερικοί Κανονισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης

Πρακτικό 6/2012 της συνεδρίασης της Επιτροπής Ποιότητας Ζωής, του Δήμου Λήμνου, της 4ης Μαΐου 2012.

Ενότητα 2. Γενικά Οργάνωση Ελέγχου (ΙΙ) Φύλλα Εργασίας Εκθέσεις Ελέγχων

ΕΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΗ ΙΑΚΙΝΗΣΗ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ. Αγγελική Περιστέρη Α 2

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

Γ. ΙΩΑΝΝΟΥ, «ΣΤΟΥ ΚΕΜΑΛ ΤΟ ΣΠΙΤΙ»

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΓΟΝΕΩΝ & ΚΗΔΕΜΟΝΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟΥ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ 1 ου ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΥ ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Η Φυσική με Πειράματα

Σημειώσεις Κληρονομικού Δικαίου

Επαρχιακός Γραμματέας Λ/κας-Αμ/στου ΠΟΑ Αγροτικής

ΠΟΛΙΤΙΚΉ ΠΑΙΔΕΙΑ. Α Γενικού Λυκείου και ΕΠΑ.Λ. Καζάκου Γεωργία, ΠΕ09 Οικονομολόγος

Η Λίμνη Λαγκαδά και η Μυγδονία Λεκάνη Η Πράσινη Χημεία και η Προστασία του Περιβάλλοντος

ΙΕΘΝΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ 183 «για την αναθεώρηση της (αναθεωρηµένης) σύµβασης για την προστασία της µητρότητας,»

«Πολιτιστικές διαδροµές στα µεταλλευτικά τοπία της Kύθνου»

ΙΙ, 3-4. Α. Ερωτήσεις ανοικτού τύπου ή ελεύθερης ανάπτυξης

...ακολουθώντας τη ροή... ένα ημερολόγιο εμψύχωσης

ΤΙΤΛΟΣ I ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

Απομόνωση χλωροφύλλης

KATATAΞH APΘPΩN. 6. Αρχές της προσφοράς και προμήθειας, ανθρώπινων ιστών και/ ή κυττάρων

ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ: Μάθημα Θρησκευτικών, Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, Αξιοποίηση, Σχολικά Προγράμματα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης

ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ 42, ΑΘΗΝΑ ΙΝΕΜΥ - ΕΣΕΕ

ΔΛΠ 17. ΔΛΠ 17 Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 17. Μισθώσεις

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ Εξώφυλλο του Συντάγµατος του 1844 (Βιβλιοθήκη Βουλής των

Ο ΡΟΛΟΣ ΚΑΙ Η ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

Όλα όσα πρέπει να γνωρίζουν οι απόφοιτοι των ΕΠΑΛ για τις πανελλαδικές εξετάσεις

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 15 ΜΑΪΟΥ 2009 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΧΩΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ 20 Ο ΣΤΟΝ 21 Ο ΑΙΩΝΑ

Πόθεν Έσχες των Δημοσίων Λειτουργών και Προστασία Προσωπικών Δεδομένων. «Πόθεν έσχες των δημοσίων λειτουργών και προστασία προσωπικών δεδομένων.

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΩ ΥΠΕΡ Η ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΣΥΜΒΑΤΙΚΩΝ ΤΖΑΚΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΥΣΗΣ ΞΥΛΕΙΑΣ ΓΙΑ ΟΙΚΙΑΚΉ ΘΕΡΜΑΝΣΗ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ. Η πολιτική πρόταση και το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Στεκόμαστε αλληλέγγυοι σ όσους, ατομικά ή συλλογικά επανακτούν αυτά που νόμιμα μας κλέβουν οι εξουσιαστές.

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί συνδυασμό μεθόδων για την ανάπτυξη της έβδομης παραγράφου.

Η παρακμή του εργατικού κινήματος είναι μια διαδικασία που έχει ήδη διαρκέσει. πολλά χρόνια, τώρα ζούμε τα επεισόδια του τέλους της.

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3638, 27/9/2002

ΑΠΟΦΑΣΗ 34750/2006 (Αριθμός καταθέσεως πράξεως 43170/2006) ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από

Ο κόσμος μέσα από τα μάτια μιας κουζίνας. 2. Ορεκτικά με θαλασσινά

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ. Άρθρο πρώτο.

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΩΡΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

2. Περίληψη των τοποθεσιών. 3. Τοποθεσίες. 4. Κάρτες εδάφους

Μακρογιαννάκη Ροδαμία Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΕΜΠΕΙΡΟΓΝΩΜΟΣΥΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΤΗΣ ΕΚΤΡΟΦΗΣ ΤΩΝ ΓΟΥΝΟΦΟΡΩΝ

Αξιολόγηση Προγράμματος Αλφαβητισμού στο Γυμνάσιο Τρίτο Έτος Αξιολόγησης

Ο ΠΕΡΙ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΔΗΜΟΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ ΝΟΜΟΣ

Μια Ιστορία Πολλοί Συγγραφείς

Ο Οδικός Χάρτης για την Ελλάδα της δημιουργίας

Έχοντας υπόψη: τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 175 παράγραφος 1, την πρόταση της Επιτροπής ( 1 ),

1 Επιμέλεια: Γράβαλος Βασίλειος, Χρυσανθάκης Ιωάννης

Α. ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΟΙΝΟΠΡΑΞΙΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΠΩΝΥΜΙΑ

ΙΣΤΟΡΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 30 ΜΑΪΟΥ 2012 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΟΜΑΔΑ ΠΡΩΤΗ ÁÍÉÁ

Oδηγία 94/33/ΕΚ του Συµβουλίου της 22ας Ιουνίου 1994 για την προστασία των νέων κατά την εργασία

Σύμβαση για την πρόσληψη, τοποθέτηση και τις συνθήκες εργασίας των εργαζόμενων μεταναστών, 1939, Νο. 66 1

ΕΡΓΟ: ΕΙ ΙΚΗ ΣΥΓΓΡΑΦΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

Γ Τάξη Δημοτικού. 2. Ζωντανοί οργανισμοί-ζώα (Πρώτα βήματα στην Επιστήμη) Ζώα του τόπου μας

Τα αποτελέσματα εκτέλεσης του προϋπολογισμού, τα ταμειακά διαθέσιμα, η άγνοια και η σκοπιμότητα.

ΤΑ ΤΣΑΚΑΛΙΑ. Οχειμώνας του στη. της Κατοχής... τοτε και σημερα

Σε ποιες κατηγορίες μειώνεται η σύνταξη από 1/1/2009 (σε εφαρμογή του Ν.3655/2008)

ΣΩΜΑ ΠΡΟΣΚΟΠΩΝ ΚΥΠΡΟΥ

ΕΘΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΗΜΟΣΙΑΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΜΑΘΗΜΑ: ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ (ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ)

Οι 21 όροι του Λένιν

O ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΕΦΗΒΟΥ ΓΙΑ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. Επιμέλεια: Ομάδα Φιλολόγων της Ώθησης

ΑΡΧΑΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 26/5/2010

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΑΣΕΠ ΝΗΠΙΑΓΩΓΩΝ

Πρόγραμμα Σπουδών για το "Νέο Σχολείο"

ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ & ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΕΠΑΛ (ΟΜΑΔΑ Β )

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Γ. «Γενικές προδιαγραφές τοπικού συμφώνου μεταποιητικών επιχειρήσεων και επιχειρήσεων παραγωγής ειδών διατροφής μετά την α μεταποίηση»

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. (Μη νομοθετικές πράξεις) ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΙ

ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΦΑΡΜΟΓΩΝ Κεφάλαιο 3 ο

Πρότυπο Σχέδιο Δράσης για τα Συμβούλια Ένταξης Μεταναστών

Δαλιάνη Δήμητρα Λίζας Δημήτρης Μπακομήτρου Ελευθερία Ντουφεξιάδης Βαγγέλης

Transcript:

ΤΙΤΛΟΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ: «Η ΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΛΛΑΔΑΣ - ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑΣ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ» ΔΙΔΑΣΚΩΝ: Π.ΣΙΟΥΣΙΟΥΡΑΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: ΜΠΑΤΑΛΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α.Μ. :22101064 ΧΙΟΣ 2005

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ... 2 ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 3 ΜΕΡΟΣ Α... 4 1. Η ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑ... 4 1.1.Η γεωλογική έννοια... 4 1.2. Η νομική έννοια... 5 2.ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΕΝΕΥΗΣ... 7 2.1.Οι παγκόσμιες εξελίξεις μετά το 1960... 10 2.1.1. Η διαφορά για τη Βόρεια Θάλασσα... 12 3.ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΟΥ 1982... 16 3.1. Το δικαίωμα υφαλοκρηπίδας των νησιών... 17 4. Η ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑΣ... 18 ΜΕΡΟΣ Β... 19 5. ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ... 19 6. ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ... 22 6.1 Ιστορικό... 22 7. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΗΣ... 25 8. ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ... 38 9. ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ... 40 9.1. Υποβολή της διαφοράς σε συνδιαλλαγή (Ελληνοτουρκική Συνθήκη φιλίας και ουδετερότητας, συνδιαλλαγής και διαιτησίας του 1930)... 41 9.2. Επίλυση της διαφοράς στα πλαίσια των διαδικασιών της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη ( Δ.Α.Σ.Ε.)... 43 9.3. Διαιτησία... 47 9.4. Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης... 49 9.4.1. Ολομέλεια ή Τμήμα... 51 10. ΧΑΓΗ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ: ΤΑ ΥΠΕΡ... 54 11. ΤΑ ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΟΔΟΥ... 58 12. ΆΛΛΑ ΜΕΙΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΜΜΟΝΗΣ ΣΤΗ ΧΑΓΗ... 60 13. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ... 62 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ... 64 1. ΑΡΘΡΑ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΕΝΕΥΗΣ... 64 2. ΆΡΘΡΑ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΤΟΥ 1982:... 65 3.Άρθρα Συνθήκης φιλίας και ουδετερότητας, συνδιαλλαγής και διαιτησίας του 1930... 73 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ... 76 2

ΕΙΣΑΓΩΓΗ Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η παρουσίαση της νομικής διαφοράς Ελλάδας και Τουρκίας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Η διαφορά αυτή που δηλητηρίασε τις σχέσεις των δύο κρατών από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 μέχρι και σήμερα έχει περάσει από πολλές φάσεις χωρίς όμως να υπάρξει αποτέλεσμα που να ικανοποιεί και τα δύο κράτη. Η εργασία αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος επιδιώκεται μια περιγραφή του όρου «ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα». Κατ αρχήν ορίζεται η υφαλοκρηπίδα ως προς την γεωλογική της έννοια. Στη συνέχεια δίνεται ο νομικός ορισμός της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας ο οποίος είναι και αυτός που απασχολεί το διεθνές δίκαιο. Μέσα από τη νομική έννοια της υφαλοκρηπίδας εμφανίστηκαν νέοι όροι που σηματοδότησαν τις σχέσεις μεταξύ των κρατών όπως τα κυριαρχικά δικαιώματα. Στη συνέχεια του πρώτου μέρους παρουσιάζονται οι δύο σπουδαιότερες συμβάσεις που αφορούν την ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα, η Σύμβαση της Γενεύης και η Σύμβαση του 1982. Οι δύο αυτές συμβάσεις έθεσαν τις βάσεις για τη διαμόρφωση του δικαίου που έχει να κάνει με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Στο δεύτερο μέρος της μελέτης, παρουσιάζεται η ελληνοτουρκική διαφορά για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Γίνεται μια ιστορική αναδρομή που περιγράφει τις φάσεις των ελληνοτουρκικών σχέσεων και τις απόπειρες που έγιναν για την επίλυση της διαφοράς. Παράλληλα αναλύονται οι θέσεις των δύο κρατών και οι τα επιχειρήματα που χρησιμοποίησαν κατά καιρούς. Ακόμα, παρουσιάζονται οι μέθοδοι επίλυσης της διαφοράς με ιδιαίτερη έμφαση στα δικαστικά όργανα που είναι αρμόδια για τέτοιες περιπτώσεις. Τέλος, 3

περιγράφεται η δομή και η λειτουργία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης και η Διαιτησία αλλά και τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα που παρουσιάζουν αυτοί οι δύο δικαστικοί φορείς. ΜΕΡΟΣ Α 1. Η ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑ 1.1.Η γεωλογική έννοια 1 Η υφαλοκρηπίδα ως προς την γεωλογική της έννοια ορίζεται ως η προέκταση της ξηράς στη θάλασσα μέχρι του σημείου που αρχίζει η ωκεάνια άβυσσος. Γεωλογικά λοιπόν υπάρχει στενή συνάφεια ανάμεσα στο έδαφος της ξηράς και στο έδαφος του θαλάσσιου βυθού. Από τις παρατηρήσεις που έχουν γίνει μέχρι σήμερα, έχει φανεί πως η μορφολογία του θαλάσσιου βυθού παρουσιάζει στα περισσότερα τμήματα του γήινου πλανήτη μια σχηματική ομοιομορφία, ακολουθώντας μια καθοδική πορεία από την ξηρά στα μεγάλα βάθη ( η κλίση καθόδου απ το σημείο που συναντιέται η θάλασσα με τη γη αρχίζει στο 1/10 της μοίρας). Αυτός ο ομαλός ρυθμός στην κλίση συνεχίζεται συνήθως μέχρι τα 130 ως τα 200 μέτρα βάθους 2. Το επίπεδο του βυθού που καθορίζεται από αυτήν την κλίση έχει ονομαστεί υφαλοκρηπίδα. Στη συνέχεια παρουσιάζεται ένας αυξημένος βαθμός κλίσης στο επίπεδο περίπου της 1 ½ μοίρας. Αυτό το επίπεδο του βυθού έχει ονομαστεί υφαλοπρανές. Τέλος, μετά απ αυτήν την κλίση, η διαμόρφωση του βυθού παρουσιάζει μια απότομη κάμψη με κλίσεις 3 ο ως 6 ο, που οδηγεί στα αχανή ωκεάνια βάθη. 1 Βλ. Χ. ΡΟΖΑΚΗΣ,ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΉΣ 1974-1977 σελ. 80-81 2 Πηγή : Report on Marine Science and Technology, Cmnd. 3992, Annex D, σελ. 51 4

1.2. Η νομική έννοια 3 Η δημιουργία της νομικής έννοιας της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας ξεκίνησε να διαμορφώνεται με τη γνωστή «διακήρυξη του Τρούμαν» το 1945, που με τη σειρά της, είναι αποτέλεσμα του ολοένα αυξανόμενου ενδιαφέροντος των τεχνολογικά προηγμένων κρατών για τους βυθούς των ανοιχτών θαλασσών. Πραγματικά οι νέες τεχνικές ανάγκες που παρουσιάστηκαν μέσα στον 20 ο αιώνα κι ο πολλαπλασιασμός τους οδήγησαν τα κράτη σε μια στροφή του ενδιαφέροντος τους για τις θάλασσες και τους βυθούς τους σαν μια πηγή απ όπου μπορούν να αποκομίσουν μέσα ικανοποίησης των αναγκών τους. Το ενδιαφέρον για τις θάλασσες αυξανόταν κι ακόμα αυξάνει ευθέως ανάλογα προς τις τεχνικές προόδους που δίνουν τη δυνατότητα όλο και μεγαλύτερης εκμετάλλευσης του θαλάσσιου πλούτου κι όλο και περισσότερης διεύρυνσης των ορίων συμφέρουσας ανόρυξης του υποθαλάσσιου πλούτου. Η Υφαλοκρηπίδα δεν αποτελεί καινοτόμο όρο. Στην ουσία όμως, δεν είχε ποτέ προσελκύσει το πραγματικό ενδιαφέρον των κρατών για όσο καιρό δεν το απαιτούσαν οι πραγματικές ανάγκες. Η Διακήρυξη του Προέδρου των Η.Π.Α., Χ. Τρούμαν φέρνει στο προσκήνιο μια νομική διεκδίκηση, η οποία αρχίζει να προκαλεί αλλεπάλληλες αντίστοιχες διεκδικήσεις σ όλα τα τμήματα του πλανήτη μας. Έτσι από το 1945 έχουμε την ανάπτυξη μιας πρακτικής κρατών, η οποία παρουσιάζει δύο κύρια χαρακτηριστικά: α) αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από διακηρύξεις κυριαρχίας ή δικαιωμάτων πάνω στους βυθούς και το υπέδαφος των γειτονικών τους θαλασσών. β) οι διεκδικήσεις πάνω στους γειτονικούς βυθούς και το υπέδαφος τους δεν είναι ομοιόμορφες για όλα τα κράτη. Οι εθνικές, δηλαδή, διεκδικήσεις διαφέρουν 3 Χ. ΡΟΖΑΚΗΣ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ και η διαμόρφωση του από τις διεκδικήσεις των παράκτιων κρατών σελ. 85-88 5

μεταξύ τους τόσο στο είδος του δικαιώματος που καθιερώνουν σχετικά με τους βυθούς και το υπέδαφος όσο και στην έκταση του δικαιώματος αυτού. Άλλα κράτη αναφέρονται στην κυριαρχία, άλλα σε κυριαρχικά δικαιώματα, άλλα αναφέρονται απλά σ εκμεταλλευτικά δικαιώματα. Ταυτόχρονα, στις περισσότερες διακηρύξεις δικαιωμάτων ή και στους εσωτερικούς νόμους των επιμέρους κρατών δεν γίνεται πάντοτε μνεία των ακριβών ορίων των βυθών πάνω στα οποία ασκούνται δικαιώματα και της μεθόδου με την οποία αυτά μετριούνται. Έτσι η διεθνής πρακτική που μορφοποιείται μετά το 1945 είναι εξαιρετικά ανομοιογενής σε βαθμό που να δυσχεραίνει την προσπάθεια για τη συναγωγή κάποιου διεθνούς εθιμικού κανόνα πάνω στο θέμα αυτό. Στη δεκαετία του 50 εμφανίζεται ένας καθιερωμένος, γενικά αποδεκτός κανόνας για την εκμετάλλευση της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας. Υπάρχουν φυσικά άλυτα προβλήματα και εκκρεμότητες ακόμα. Η νέα όμως νομική κατασκευή, που έρχεται να καλύψει τις ανάγκες που η τεχνολογία προκάλεσε, είναι πια γεγονός. Η Συνδιάσκεψη της Γενεύης για το Δίκαιο της Θάλασσας θα κληθεί να λύσει, μέσα από μια απεριόριστη ποικιλία προτάσεων κι αντιλήψεων πάνω στα κεντρικά προβλήματα του νέου θεσμού: να προσφέρει ένα ενιαίο νομικό καθεστώς που να καθορίζει την ακριβή έννοια της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας. Τα ακριβή δικαιώματα του παράκτιου κράτους και τα ακριβή όρια της. Μετά από εξαιρετικά δυσχερείς διαπραγματεύσεις η Συνδιάσκεψη υιοθετεί τη Σύμβαση για την Ηπειρωτική Υφαλοκρηπίδα, που απαντάει στα βασικά προβλήματα. 6

2.ΣΥΜΒΑΣΗ ΓΕΝΕΥΗΣ 4 Απ τα βασικά άρθρα της Σύμβασης της Γενεύης προκύπτει η φυσιογνωμία του θεσμού της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας. Το πρώτο βασικό χαρακτηριστικό, που διαφαίνεται από τον ορισμό του άρθρου 1 της Σύμβασης για την Υφαλοκρηπίδα, είναι η αποκόλληση του νομικού καθεστώτος από το γεωλογικό περίβλημα του παρελθόντος. Ο θεσμός της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας αναπτύχθηκε τα πρώτα χρόνια της εφαρμογής του με τη δικαιολογία της γεωλογικής συνάφειας που υπάρχει ανάμεσα στο έδαφος της ξηράς ενός κράτους και στο έδαφος του παρακείμενου βυθού. Ένας αριθμός από κράτη χρησιμοποίησε το αρκετά εκτεταμένο γεωλογικό φαινόμενο της σχετικά ομαλής καθόδου του βυθού απ το έδαφος της ξηράς στα ωκεάνια βάθη για να δικαιολογήσει τη στενή συνάρτηση ξηράς και παρακείμενου βυθού και το δικαίωμα του παράκτιου κράτους να ασκεί κυριαρχία πάνω στον τελευταίο. Έτσι μέσα στη δεκαετία του 50 θα αναπτυχθεί η θεωρητική άποψη πως τα δικαιώματα πάνω στην ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα είναι φυσικά δικαιώματα που ανήκουν στο παρακείμενο παράκτιο κράτος. Η γεωλογική όμως παρέμβαση σ ένα θέμα καθαρά οικονομικό κι ο φόβος της τελικής εξάρτησης του δεύτερου απ το πρώτο δημιούργησε αντιδράσεις από έναν άλλο αριθμό κρατών. Η φυσιολογία της ομαλής καθόδου του βυθού προς τα μεγάλα ωκεάνια βάθη ίσχυε σ ένα μεγάλο τμήμα των ηπειρωτικών ακτών της υφηλίου, αλλά όχι σε όλες. Ορισμένες ιδιομορφίες της φύσης, όπως η τέλεια έλλειψη υφαλοκρηπίδας, οι ρηχές θάλασσες, η ύπαρξη μεγάλων νησιών, κ.λπ. προκάλεσαν ένα συγκεκριμένο πρόβλημα: αν δεχτούμε ότι η νομική έννοια της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας είναι αδιάσπαστα συνδεμένη με την αντίστοιχη 4 Χ.ΡΟΖΑΚΗΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ και η διαμόρφωση του από τις διεκδικήσεις των παράκτιων κρατών σελ. 88-95 7

γεωλογική, τότε, μοιραία μπορεί να προκύψει το εύλογο συμπέρασμα ότι τα κράτη που δεν έχουν φυσική υφαλοκρηπίδα δεν μπορούν να αξιώσουν και νομική. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν ήταν δυνατό να γίνει δεκτό. Για το λόγο αυτόν, ήδη πριν από την Συνδιάσκεψη της Γενεύης για το Δίκαιο της Θάλασσας έχουμε το φαινόμενο της βαθμιαίας απόσπασης του νομικού θεσμού από τα γεωλογικά χαρακτηριστικά. Η Σύμβαση για την υφαλοκρηπίδα καταργεί ουσιαστικά κάθε δεσμευτική συνάρτηση με το να δέχεται πως κάθε κράτος δικαιούται να εκμεταλλεύεται τους γειτονικούς του βυθούς, είτε ως το βάθος των διακοσίων μέτρων από την επιφάνεια της θάλασσας, είτε ως το σημείο εκείνο που απόσπασε οριστικά τη νομική απ την γεωλογική έννοια. Το κριτήριο όμως της εκμετάλλευσης υπήρξε παράλληλα κι ένα από τα πιο αμφισβητήσιμα επιτεύγματα της Συνδιάσκεψης της Γενεύης. Επέτρεψε την ελαστικοποίηση του θεσμού και τη συνεχή μεταβλητότητα των ορίων της υφαλοκρηπίδας προς τους βυθούς των ανοιχτών θαλασσών με γνώμονα την πρόοδο της τεχνολογίας. Το 1958 βέβαια, που η τεχνολογία που είχε αναπτυχθεί, δεν επέτρεπε ουσιαστικές εκμεταλλεύσεις σε βάθη μεγαλύτερα από το βάθος της γεωλογικής υφαλοκρηπίδας. Αυτό το δεδομένο παρέσυρε τους νομοθέτες σε μια υποεκτίμηση των προοπτικών για σοβαρότερες εξελίξεις. Η αποκόλληση του νομικού όρου απ τον αντίστοιχο γεωλογικό διαφαίνεται και από το γεγονός ότι το άρθρο 1 της Σύμβασης προβλέπει υφαλοκρηπίδα και για τα νησιά. Η γεωλογική άποψη, που φαίνεται πως είχε επιδράσει αρνητικά, ήταν πως τα νησιά δεν έχουν δική τους γεωλογική υφαλοκρηπίδα, μια και στην ουσία δεν αποτελούν παρά εξάρσεις του βυθού, ο οποίος πάντοτε αποτελεί συνέχεια των ηπειρωτικών εδαφών. Με την καθιέρωση της νησιωτικής υφαλοκρηπίδας (insular shelf) από την σύμβαση έχουμε άλλη μια διαφοροποίηση του νομικού από τον γεωλογικό θεσμό. Μια ανάγκη που δεν θα μπορούσε να αγνοηθεί είναι τα νησιωτικά κράτη, με την έννοια ότι είτε ολόκληρο το έδαφος τους είτε σημαντικό μέρος τους απαρτίζεται από την ξηρά νησιών. 8

Η μορφή της νομικής σχέσης που καθιερώνει η Σύμβαση για την Ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα ανάμεσα στο παράκτιο κράτος και στους γειτονικούς βυθούς του και το υπέδαφος τους καθορίζεται από το άρθρο 2. Το παράκτιο κράτος και μόνο αυτό έχει κυριαρχικά δικαιώματα για τον σκοπό της εξερεύνησης και της εκμετάλλευσης των φυσικών πόρων του βυθού και του υπεδάφους της υφαλοκρηπίδας. Ο όρος κυριαρχικά δικαιώματα αποτελεί ένα νεολογισμό που προκάλεσε μια σειρά από προβλήματα στη Συνδιάσκεψη της Γενεύης. Η αρχική πρόταση της επιτροπής Διεθνούς Δικαίου σε σχέδιο της το 1951 αναφερόταν μόνο στους όρους «δικαιοδοσία κι έλεγχος» που θα μπορούσε να ασκήσει το παράκτιο κράτος πάνω στη γειτονική του υφαλοκρηπίδα. Η πρόταση, όμως, αυτή απορρίφθηκε από την ίδια την επιτροπή, η οποία στο τελευταίο της σχέδιο άρθρων πρότεινε την υποκατάσταση της με τον όρο «κυριαρχικά δικαιώματα». Η βασική πρόθεση της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου ήταν να διασαφηνίσει την πεποίθηση της πως τα δικαιώματα που θα είχε το παράκτιο κράτος πάνω στην γειτονική του υφαλοκρηπίδα θα ήταν περιορισμένα στους συγκεκριμένους σκοπούς που το σχέδιο προέβλεπε και πως το καθεστώς της ελευθερίας των ανοιχτών θαλασσών πάνω από την υφαλοκρηπίδα δεν θα επηρεαζόταν από τα κυριαρχικά δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην υφαλοκρηπίδα. Στην διάρκεια της Συνδιάσκεψης της Γενεύης αναπτύχθηκαν δύο βασικές τάσεις: απ τη μια μεριά, ένας αριθμός κρατών πρέσβευε την πλήρη κυριαρχία πάνω στην υφαλοκρηπίδα, όπως είχαν καθιερώσει και στην πρακτική τους, χωρίς καμία αναφορά στο αντικείμενο της κυριαρχίας και στην έκταση του. Απ την άλλη μεριά, η πλειοψηφία των παρευρισκομένων στη Συνδιάσκεψη αντιπροσώπων δεν ήθελε μια τέτοια κυριαρχική απολυτότητα, η οποία θα επηρέαζε σοβαρότατα το καθεστώς της ελευθερίας των ανοικτών θαλασσών. Αντί για κυριαρχία προτιμούσαν τον όρο «κυριαρχικά δικαιώματα» που κατά τη γνώμη τους είχε μια επιμεριστικότητα που απέτρεπε την πιθανότητα συγχύσεων στη διάρκεια της εφαρμογής της Σύμβασης για την Υφαλοκρηπίδα. Το πνεύμα 9

αυτής της πρότασης έγινε αποδεκτό κι από έναν άλλο αριθμό κρατών που διαφωνούσε με τον όρο «κυριαρχικά δικαιώματα» και δεν δεχόταν πως η κυριαρχία είναι δυνατόν να κατατμηθεί σε διάφορα συστατικά στοιχεία, που καθένα αυτόνομα θα συνιστούσε ένα κυριαρχικό δικαίωμα. Μετά από σειρά αντεγκλήσεων, η γνώμη της πλειοψηφίας επιβλήθηκε και το πνεύμα της πρότασης της συνόδεψε ως την υιοθεσία της Σύμβασης το γράμμα του σχετικού κανόνα. Η Σύμβαση για την Ηπειρωτική Υφαλοκρηπίδα καθορίζει ρητά τα πλαίσια μέσα στα οποία ασκούνται αυτά τα κυριαρχικά δικαιώματα: α) τα κυριαρχικά δικαιώματα που καλύπτονται από το κείμενο της είναι η εξερεύνηση κι η εκμετάλλευση. Έχει δηλαδή το παράκτιο κράτος το αποκλειστικό δικαίωμα να εξερευνήσει και να εκμεταλλευτεί τον θαλάσσιο βυθό και το υπέδαφος της υφαλοκρηπίδας που γειτονεύει μαζί του. β) Η εξερεύνηση και η εκμετάλλευση του βυθού και του υπεδάφους περιορίζεται στους φυσικούς πόρους των τμημάτων αυτών. γ) Τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους πάνω στη γειτονική του υφαλοκρηπίδα δεν επηρεάζουν το νομικό καθεστώς της ελευθερίας των ανοικτών θαλασσών σχετικά μ όλα τα άλλα συστατικά του, δηλαδή το δικαίωμα της ναυσιπλοΐας, της αλιείας, της επιστημονικής έρευνας, της αεροπλοΐας πάνω από τις ανοικτές θάλασσες κ.λπ. 2.1.Οι παγκόσμιες εξελίξεις μετά το 1960 5 Τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη αντιμετώπισαν το πρόβλημα της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας κυρίως σαν πρόβλημα εφαρμογής των διατάξεων της σχετικής Σύμβασης της Γενεύης (1958). Οι χώρες αυτές, είτε έχοντας επικυρώσει τη Σύμβαση είτε όχι, έπρεπε να διαχωρίσουν μεταξύ τους τα κυριαρχικά τους δικαιώματα μια και στις περισσότερες περιπτώσεις, η γειτνίαση κι οι κλειστές 5 Χ. ΡΟΖΑΚΗΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ και η διαμόρφωση του από τις διεκδικήσεις των παράκτιων κρατών, σελ. 193-195 10

θάλασσες ή τα στενά που τις περιβάλλουν δεν επιτρέπουν την απρόσκοπτη επέκταση τους στους θαλάσσιους βυθούς με βάση απλά και μόνο το κριτήριο της εκμετάλλευσης. Για τον λόγο αυτόν αρχίζει να παρουσιάζεται στη δεκαετία του 60 μια δραστηριότητα συμβατικής ρύθμισης των ορίων της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας μεταξύ των δυτικοευρωπαϊκών κρατών που για λόγους γεωγραφικούς και γεωλογικούς είχαν αμφισβητήσεις για τα ακριβή τους όρια κι αδυνατούσαν να ρυθμίσουν το πρόβλημα με μονομερείς ενέργειες εσωτερικού δικαίου. Μέσα σ αυτό το πνεύμα έχουμε συμβατική οριοθέτηση της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας, που αναλογεί σε κάθε κράτος ανάμεσα στην Ολλανδία και στη Μεγάλη Βρετανία, στη Νορβηγία και στη Μεγάλη Βρετανία, στη Δανία και στη Μεγάλη Βρετανία, στη Δανία και στη Νορβηγία, στη Νορβηγία και τη Σουηδία, στη Δανία και στη Δυτική Γερμανία, στη Γερμανία και στην Ολλανδία, στη Δανία και στην Ολλανδία, και στην Ιταλία και στη Γιουγκοσλαβία. Οι συμφωνίες αυτές ακολούθησαν, σε μεγάλο βαθμό, τις επιταγές της Σύμβασης για την Ηπειρωτική Υφαλοκρηπίδα του 58 κι ειδικότερα τις κατευθύνσεις του άρθρου 6, που αναφέρεται στη μέθοδο της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας κρατών που γειτονεύουν ή που μοιράζονται ένα κοινό τμήμα θάλασσας, όντας το ένα απέναντι στο άλλο. Σε δύο περιπτώσεις δυτικοευρωπαϊκά κράτη δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν: στην περίπτωση της διανομής της υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας που αναλογεί στις χώρες της Ολλανδίας, Δυτικής Γερμανίας και Δανίας και στην περίπτωση της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας της Ελλάδας και της Τουρκίας. Στην πρώτη περίπτωση τα ενδιαφερόμενα κράτη κατέφυγαν στο Διεθνές Δικαστήριο της Δικαιοσύνης για τη λύση της διαφοράς τους, ενώ στη δεύτερη η διαφορά δεν έχει λυθεί, πράγμα που εντείνει τις σχέσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας. 11

2.1.1. Η διαφορά για τη Βόρεια Θάλασσα 6 Η διαφορά προέκυψε όταν η Δανία κι η Ολλανδία συμφώνησαν τον Μάρτιο του 1966 για μια οριοθετική γραμμή που να διαχωρίζει τις δύο υφαλοκρηπίδες. Η γραμμή που προτιμήθηκε από τις δύο αυτές χώρες ήταν μια γραμμή που ξεκινούσε από τα όρια της υφαλοκρηπίδας της Μεγάλης Βρετανίας για να καταλήξει ακριβώς έξω από τις ακτές της Δυτικής Γερμανίας. Μια τέτοια ρύθμιση εμπόδιζε τη Δυτική Γερμανία από το να προεκτείνει τη δική της υφαλοκρηπίδα ως τα βρετανικά όρια και να συμμετέχει στην κατανομή της θαλάσσιας αυτής περιοχής με τρόπο ικανοποιητικό. Η επιχειρηματολογία της Ολλανδίας και της Δανίας ήταν ότι η γραμμή που ακολούθησαν στην οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας τους ανταποκρινόταν προς τις επιταγές της Σύμβασης για την Ηπειρωτική Υφαλοκρηπίδα (1958) κι ειδικότερα στο άρθρο 6 της σύμβασης: η οριοθετική γραμμή, που αμφισβητούσε η Δυτική Γερμανία, αποτελούσε την πρακτική εφαρμογή της μέσης γραμμής και της αρχής της ίσης απόστασης που την εμπεδώνει. Η Δυτική Γερμανία αντέταξε, μεταξύ άλλων, ότι η ίδια δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη σχετική σύμβαση της Γενεύης κι ότι έτσι η αρχή της ίσης απόστασης δεν μπορούσε να εφαρμοστεί σε βάρος της, μία κι είχε inter partes χαρακτήρα και δεν είχε μεταφυτευτεί στον χώρο του γενικού Διεθνούς Δικαίου, σαν εθιμικός κανόνας εφαρμογής. Τα τρία κράτη που διαφωνούσαν αποφάσισαν να προσφύγουν στο Διεθνές Δικαστήριο της Δικαιοσύνης για την επίλυση της διαφοράς τους. Μετά από σύναψη συνυποσχετικών, το Διεθνές Δικαστήριο ανέλαβε τις δύο παράλληλες υποθέσεις (Δυτική Γερμανία Δανία, Δυτική Γερμανία Ολλανδία), φέρνοντας σε πέρας τη διαδικασία, κι εκδίδοντας την απόφαση του στις 20 Φεβρουαρίου 1969. Tα κυριότερα σημεία της απόφασης, που φανερώνουν τις θέσεις του Διεθνούς 6 Χ. ΡΟΖΑΚΗΣ, ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ και η διαμόρφωση του από τις διεκδικήσεις των παράκτιων κρατών, σελ. 195-201 12

Δικαστηρίου στο ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας μπορούν να συνοψιστούν με τις πιο κάτω αναφορές: Πρώτο, το Δικαστήριο θεώρησε ότι υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην οριοθέτηση και στη διανομή της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας μεταξύ δύο κρατών που συνορεύουν ή αντίκεινται. «οριοθέτηση είναι μια διαδικασία η οποία ενέχει την καθιέρωση των συνόρων μιας περιοχής που, κατ αρχήν, ανήκει ήδη στο παράκτιο κράτος και όχι ο καθορισμός de novo μιας τέτοιας περιοχής. Η οριοθέτηση μ ένα δίκαιο τρόπο είναι ένα θέμα, αλλά δεν είναι το ίδιο πράγμα με την κατανομή κατά δίκαιο και αμερόληπτο τρόπο μιας περιοχής προηγούμενα ακαθόριστης, παρά το γεγονός ότι σ έναν αριθμό περιπτώσεων τα αποτελέσματα μπορεί να προσομοιάζουν ή να είναι ακόμα και ταυτόσημα». Δεύτερο, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η διαφορά ανάμεσα στην οριοθέτηση και στη διανομή οφείλεται στο γεγονός ότι κάθε παράκτιο κράτος έχει φυσικά δικαιώματα πάνω στην υφαλοκρηπίδα των γειτονικών του θαλασσών, που απλά ενεργοποιούνται με τη διαδικασία της οριοθέτησης και δεν αποκτούνται μ αυτήν. Με άλλα λόγια, η οριοθέτηση δεν συνιστά τα δικαιώματα αλλά απλά και μόνο δηλώνει τη χωρική έκταση μέσα στην οποία αυτά μπορούν να ασκούνται. «Το Δικαστήριο δεν αμφιβάλλει ότι ο πιο θεμελιώδης από τους κανόνες που αφορούν την ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα και που καθιερώνεται από το άρθρο 2 της Σύμβασης της Γενεύης ότι τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους σχετικά με την περιοχή της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας, η οποία συνιστά φυσική προέκταση του εδάφους της ξηράς μέσα και κάτω από τη θάλασσα, υπάρχουν ipso facto και ab initio, δυνάμει της κυριαρχίας πάνω στο έδαφος της ξηράς και σαν προέκταση της για την άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων με σκοπό την εξερεύνηση του βυθού και την εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της. Σε συντομία, υπάρχει ένα φυσικό δικαίωμα». Τρίτο, ότι τα βασικά άρθρα της Σύμβασης για την Ηπειρωτική Υφαλοκρηπίδα, δηλαδή τα άρθρα 1,2 και 3 κλείνουν μέσα τους κανόνες που 13

πρέπει να θεωρούνται σαν εθιμικοί, άρα υποχρεωτικοί για όλα τα κράτη της διεθνούς κοινότητας, ανεξάρτητα από την συμμετοχή τους, σαν μέρη, στη Σύμβαση για την Ηπειρωτική Υφαλοκρηπίδα. «Τα άρθρα 1 ως 3 θεωρούνταν σαν να αντανακλούν αποδεκτούς ή τουλάχιστον υπό διαμόρφωση κανόνες εθιμικού Διεθνούς Δικαίου σχετικούς με την ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα, όπως το θέμα της έκτασης της υφαλοκρηπίδας στη θάλασσα, ο νομικός χαρακτήρας των δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους, η φύση των δικαιωμάτων που μπορούν να ασκηθούν, το είδος των φυσικών πλουτοπαραγωγικών πηγών με τα οποία συνδέονται και τέλος η διατήρηση αδιατάρακτου του νομικού καθεστώτος της υπερκείμενης θάλασσας σαν ελεύθερης θάλασσας και του νομικού καθεστώς του υπερκείμενου αέρα». Τέταρτο, ότι ο κανόνας της μέσης γραμμής κι η αρχή της ίσης απόστασης δεν αποτελούν εθιμικό δίκαιο, που πρέπει να είναι σεβαστό από τα τρίτα κράτη. Πέμπτο, ότι με βάση τα κεντρικά σημεία της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε το Δικαστήριο, η απόφαση είναι πως η χρήση της μέσης γραμμής δεν είναι υποχρεωτική για τη Δυτική Γερμανία όπως δεν είναι απαραίτητα κι η μοναδική για τα υπόλοιπα μέρη, παρά το γεγονός ότι αυτά είναι συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης της Γενεύης. «Οι αρχές και οι κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που είναι εφαρμόσιμοι στην οριοθέτηση μεταξύ των μερών για τις περιοχές της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας στη Βόρεια Θάλασσα, που ανήκουν στο καθένα απ αυτά, πέρα από τα μερικά όρια που καθορίστηκαν από τις συμφωνίες της 1 ης Δεκεμβρίου 1964 και της 9 ης Ιουνίου 1965, αντίστοιχα είναι οι εξής: 1) η οριοθέτηση πρέπει να γίνει με συμφωνία, σύμφωνα με τις αρχές της δικαιοσύνης, και παίρνοντας υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες, με τέτοιο τρόπο ώστε να δίνει σε κάθε μέρος όλα εκείνα τα τμήματα της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας που συνιστούν φυσική προέκταση του εδάφους της ξηράς του μέσα και κάτω από τη θάλασσα, χωρίς να σφετερίζεται κανείς τη φυσική προέκταση του εδάφους της ξηράς του άλλου. 2) Εάν, η οριοθέτηση προκαλεί σύγχυση περιοχών, τότε αυτές οι περιοχές πρέπει να χωριστούν μεταξύ τους σε συμφωνημένη αναλογία ή σε 14

περίπτωση αδυναμίας συμφωνίας, ισομερώς, εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν σε ένα καθεστώς κοινής δικαιοδοσίας εκμετάλλευσης για τις ζώνες που συγχέονται ή για κάθε τμήμα από αυτές. Στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, οι συντελεστές που πρέπει να παρθούν υπόψη περιλαμβάνουν: α) τη γενική διαμόρφωση των ακτών των μερών όπως και την παρουσία κάθε ειδικού ή ασυνήθιστου χαρακτηριστικού. β) Στο μέτρο που είναι δυνατό ή εύκολα εξακριβώσιμο, τη φυσική και γεωλογική δομή και τις φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας. γ) Το στοιχείο ενός λογικού βαθμού αναλογικότητας, που μια οριοθέτηση η οποία παίρνει χώρα σύμφωνα με τις αρχές της δικαιοσύνης θα πρέπει να κατοχυρώσει, ανάμεσα στην έκταση των περιοχών της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας που ανήκει στο παράκτιο κράτος και το μήκος της ακτής, μετρημένο με βάση τη γενική κατεύθυνση της γραμμής της ακτής». Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Δικαιοσύνης διαιωνίζει, κατά τρόπο αναχρονιστικό, την αντίληψη της φυσικής προέκτασης που δεν μπορεί να θεωρείται η αιτιολογική βάση της απόκτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων από τα παράκτια κράτη στους γειτονικούς βυθούς τους. Η αλήθεια είναι ότι ο θεσμός της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας ξεκίνησε τη νομική ζωή του συνδεμένος με τη γεωλογική αντιστοιχία και με το δικαιολογητικό της σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στο έδαφος της ξηράς και στους παρακείμενους θαλάσσιους βυθούς. Στη διάρκεια όμως της εξέλιξης του θεσμού, και σαν αποτέλεσμα της αλυσιτέλειας της σύνδεσης γεωλογικού και νομικού καθεστώτος, το δεύτερο αποκολλήθηκε από την κηδεμονία του πρώτου και ανεξαρτητοποιήθηκε. Και τούτο γιατί η προσκόλληση στη γεωλογική αντιστοιχία είχε σαν συνέπεια να βλάπτονται τα κράτη εκείνα που δεν είναι γεωλογικά ευνοημένα με ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα και παράλληλα, να μην μπορούν τα κράτη να υπερβούν το φυσικό όριο της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας και να εκταθούν σε χώρους που ανήκουν σε διάφορες γεωλογικές κατηγορίες. 15

Θα μπορούσαμε να επισημάνουμε και μια εσωτερική ασυνέπεια του Δικαστηρίου στην απόφαση του: ενώ από τη μια μεριά γίνεται υπέρμαχος της ιδέας της φυσικής συνέχειας, που υποτίθεται ότι μπορεί γεωλογικά να εξακριβωθεί και να βοηθήσει στην οριοθέτηση της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας κάθε κράτους, από την άλλη διαπιστώνει, στην ίδια αυτή απόφαση, την αδυναμία των γεωλογικών χαρακτηριστικών να εξυπηρετήσουν τον διαχωρισμό της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας ανάμεσα σε δύο κράτη. Και καταφεύγει, στο τελευταίο τμήμα της απόφασης του, σ αναζήτηση κριτηρίων για την κατανομή των βυθών μεταξύ των κρατών, που απέχουν πολύ από το απλοποιημένο κριτήριο της γεωλογικής συνέχειας. Με άλλα λόγια συνιστά στα διιστάμενα μέρη να διανείμουν την υφαλοκρηπίδα τους με βάση κριτήρια δικαιοσύνης, οικονομίας, και σκοπιμότητας που είναι άλλο πράγμα από το κριτήριο του φυσικού δικαιώματος που θα μπορούσε να προκαλέσει αυτόματη διανομή της υφαλοκρηπίδας που φυσικά ανήκει σε κάθε κράτος. Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου οδήγησε τα τρία κράτη σε μακρόχρονες διαπραγματεύσεις που κατέληξαν το 1971 στην υπογραφή ενός πρωτοκόλλου και δύο συνθηκών που όριζαν με τρόπο πιο ευνοϊκό για τα δυτικογερμανικά συμφέροντα την υφαλοκρηπίδα καθενός από τα τρία κράτη που διαφωνούσαν. Με την υπογραφή των σχετικών κειμένων έκλεισε ένα πρόβλημα που απασχόλησε για σειρά χρόνων την παγκόσμια κοινή γνώμη. 3.ΣΥΜΒΑΣΗ ΤΟΥ 1982 7 Η Σύμβαση υπογράφτηκε και παρουσιάστηκε από τη Συνδιάσκεψη στο Montego Bay στις 10 Οκτωβρίου του 1982. Με το νέο δίκαιο αλλάζει ριζικά ο νομικός ορισμός της υφαλοκρηπίδας. Τα κριτήρια του βάθους των 200 μέτρων και της εκμεταλλεύσεως εγκαταλείπονται. Η υφαλοκρηπίδα με το νέο δίκαιο έχει 7 Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ, ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ σελ 35-36 16

ελάχιστη έκταση 200 ν.μ, μπορεί όμως να υπερβεί και το όριο αυτό όταν το υφαλοπλαίσιο του παράκτιου κράτους εκτείνεται πέρα από τα 200 ν.μ., οπότε στην περίπτωση αυτή το εξωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας, όπως προβλέπει η νέα Σύμβαση (άρθρο 76), μπορεί να φτάσει μέχρι τα 350 ν.μ. ή σε απόσταση 100 ν.μ. πέρα από την ισοβαθή των 2500 μέτρων. Τα νέα επομένως κριτήρια που εισάγονται για την υφαλοκρηπίδα είναι αυτό της αποστάσεως και το γεωλογικό του υφαλοπλαισίου. Με τη νέα ρύθμιση το εξωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας είναι πια σταθερό. 3.1. Το δικαίωμα υφαλοκρηπίδας των νησιών 8 Σύμφωνα με τη νέα Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, τα νησιά έχουν τα ίδια δικαιώματα πάνω στην υφαλοκρηπίδα όπως και τα ηπειρωτικά εδάφη. Το καθεστώς και των με και των δε είναι το ίδιο. Η νέα ρύθμιση είναι, κατά συνέπεια, ταυτόσημη με εκείνη της Συμβάσεως της Γενεύης του 1958 για την υφαλοκρηπίδα με μια μόνο εξαίρεση. Σύμφωνα με αυτή «οι βράχοι οι οποίοι δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζωή, δεν θα έχουν αποκλειστική οικονομική ζώνη ή υφαλοκρηπίδα». Αλλά θα πρέπει να επισημάνουμε ότι οι βράχοι αυτοί έχουν, εντούτοις δικαίωμα σε δική τους χωρική θάλασσα και συνορεύουσα ζώνη. Εντούτοις, η μοναδική αυτή εξαίρεση επιβεβαιώνει μάλλον τον κανόνα αντί να τον αποδυναμώνει, διότι η ύπαρξη της σημαίνει ότι σε όλες τις άλλες περιπτώσεις εκτός από εκείνη των βράχων, τα νησιά έχουν δικαίωμα σε δική 8 Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ, ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ σελ 49-50 17

τους υφαλοκρηπίδα όπως και τα χερσαία εδάφη. Ο συμβατικός νομοθέτης, εκεί όπου θέλησε να εισαγάγει μια εξαίρεση το έκανε ρητά. 4. Η ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΗΣ ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑΣ 9 Για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, η Σύμβαση της Γενεύης του 1958 προβλέπει, κατά πρώτο λόγο, συμφωνία μεταξύ των κρατών των οποίων οι ακτές βρίσκονται η μια απέναντι στην άλλη (μετωπική οριοθέτηση) ή είναι όμορες (πλευρική οριοθέτηση). Εάν αυτά τα κράτη δεν καταλήξουν στη σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας, τότε το θέμα ρυθμίζεται με την αυτόματη εφαρμογή του κανόνα της μέσης γραμμής ή της αρχής της ίσης αποστάσεως ανάλογα με την περίπτωση, εκτός αν ειδικές περιστάσεις δικαιολογούν άλλη οριοθέτηση. Η λύση αυτή, η οποία δέχεται ως κανόνα τη μέση γραμμή ή την αρχή της ίσης αποστάσεως και δεν διατηρεί παρά ως εξαίρεση τις ειδικές περιστάσεις, είναι ιδιαίτερα ευνοϊκή για την Ελλάδα. Η νέα Σύμβαση του 1982 τόσο για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας όσο και για την οριοθέτηση της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης προβλέπει μια άλλη λύση. Σύμφωνα με το άρθρο 83 παρ. 1, «Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ κρατών με έναντι ή παρακείμενες ακτές πραγματοποιείται κατόπιν συμφωνίας με βάση το διεθνές δίκαιο, όπως αναφέρεται στο άρθρο 38 του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου, προκειμένου να επιτευχθεί μια δίκαιη λύση». Η νέα ρύθμιση είναι επομένως ουδέτερη. Σε αντίθεση με τη Σύμβαση της Γενεύης, δεν περιλαμβάνει πια ρητά κανόνες οριοθέτησης αυτόματης εφαρμογής, όπως είναι η μέση γραμμή και η αρχή ίσης αποστάσεως. Απλώς περιορίζεται στο 9 Κ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΔΗΣ, ΘΕΜΑΤΑ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΔΙΚΑΙΟΥ & ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ σελ. 57-58 18

να παραπέμψει στην εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, που είναι εφαρμοστέο δίκαιο εν προκειμένω, και τούτο προς τον σκοπό κατάληξης σε δίκαιη λύση. Εξυπακούεται ότι η λύση αυτή, πρέπει σε όλες τις περιπτώσεις να απορρέει από την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου και όχι εξωδικαιικών αντιλήψεων και να είναι πάντοτε απόλυτα σύμφωνη με το δίκαιο αυτό. Πάντως είναι φανερό ότι ο νέος κανόνας, ο οποίος είναι ουδέτερος όπως είπαμε παραπάνω, είναι οπωσδήποτε λιγότερο ευνοϊκός για τη χώρα μας από τον αντίστοιχο κανόνα της Συμβάσεως της Γενεύης. ΜΕΡΟΣ Β 5. ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ 10 Στο Αιγαίο οι κύριες και πλέον δυσεπίλυτες διαφορές συμπεριλαμβάνουν: α) τα κυριαρχικά δικαιώματα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, β) το θέμα των ορίων της αιγιαλίτιδας ζώνης, γ) τα όρια του εναέριου χώρου και δ) τη στρατικοποίηση των νήσων του ανατολικού αιγαίου. Στις παρεπόμενες διαφορές που, δεν αφορούν την κυριαρχία και είναι πιο εύκολα επιλύσιμες, αν λυθούν οι κύριες διαφορές, περιλαμβάνονται: ε) ο επιχειρησιακός έλεγχος της στρατιωτικής και πολιτικής αεροπλοΐας ή περιοχή πληροφόρησης πτήσεων (FIR) που ορίζεται από τον ICAO και στ)ο επιχειρησιακός έλεγχος του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο. Για την αντιμετώπιση των διαφορών στο Αιγαίο, έχουν επικρατήσει από το 1974 μέχρι σήμερα στην ελληνική εξωτερική πολιτική δύο κυρίως πολιτικές σε 10 Α. ΗΡΑΚΛΕΙΔΗΣ, Η ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Ο «ΕΞ ΑΝΑΤΟΛΩΝ ΚΙΝΔΥΝΟΣ», σελ. 202-206 19

κυβερνητικό επίπεδο: η απόρριψη οποιασδήποτε συζήτησης για τα θέματα αυτά και η ειρηνική επίλυση δια της δικαστικής οδού. Η απορριπτική στάση, που είχε επικρατήσει στη δεκαετία του 1980, φέρει τη σφραγίδα του Α. Παπανδρέου. Στηρίζεται στη θέση ότι δεν υπάρχουν καν διαφορές προς επίλυση. Το σκεπτικό στο οποίο βασίζεται είναι ότι οποιαδήποτε διαδικασία επίλυσης ακόμη και η δικαστική οδός, θα είναι επιζήμια, μια και η Ελλάδα δεν ζητάει τίποτα από την Τουρκία στο Αιγαίο. Η θέση αυτή όπως φάνηκε, δεν διευκόλυνε τη βελτίωση του κλίματος μεταξύ των δύο χωρών ούτε βέβαια εξαφάνισε ως δια μαγείας τις διαφορές. Επιπλέον, εμφάνισε την Ελλάδα αρνητική και αδιάλλακτη, και έδωσε επιπλέον εντύπωση ότι η Αθήνα δεν ήταν τόσο βέβαιη για το δίκιο των θέσεων της στα θέματα του Αιγαίου. Πάνω από όλα όμως, η θέση αυτή πόλωσε ιδιαίτερα το κλίμα, με τη διπλωματική αντιπαράθεση που εγκαινιάστηκε σε όλα τα διεθνή fora και κυρίως με το κλείσιμο, με ελληνική πρωτοβουλία, της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας. Η αδιαλλαξία του Α. Παπανδρέου έχει τη σημασία της ως αρχική διαπραγματευτική θέση και αναδεικνύει μια βασική πτυχή των ζητημάτων στο Αιγαίο η οποία τα κάνει να διαφέρουν από το κυπριακό. Στο Αιγαίο η Τουρκία επιδιώκει την αλλαγή, ενώ στο κυπριακό είναι η ελληνική πλευρά που ζητάει την αλλαγή. Έτσι η Τουρκία δηλώνει ότι το κυπριακό δεν υφίσταται ως διαφορά, ενώ η Ελλάδα ότι μόνο εκεί βρίσκεται η διαφορά. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει με το Αιγαίο. Όμως είτε το θέλουμε είτε όχι, διαφορές υπάρχουν από τη στιγμή που υπάρχει αντικείμενο διαφοράς, ένα σοβαρό ζήτημα στο οποίο η διαφωνία δηλητηριάζει τις ομαλές σχέσεις μεταξύ δύο κρατών. Πιο πρακτικά διαφορά υπάρχει αν ένα από τα δύο μέρη θεωρεί καλώς ή κακώς ότι υφίσταται διένεξη και επιζητεί αλλαγή της υπάρχουσας κατάστασης που θεωρεί άδικη. Η νομική προσέγγιση που επικράτησε επί των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας στη δεκαετία του 1970 και του 1990, πρεσβεύει ότι οι διαφορές στο Αιγαίο είναι νομικής υφής και αφορούν κυρίως το θέμα της υφαλοκρηπίδας. Το σκεπτικό εδώ είναι ότι τα νομικά εργαλεία, δηλαδή το υπάρχον διεθνές δίκαιο και 20

η διαδικασία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, εξασφαλίζουν κατά τον καλύτερο τρόπο τα ελληνικά συμφέροντα και κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο. Αν και τα ελληνικά νομικά επιχειρήματα δεν είναι τόσο αδιάσειστα όσο γενικά θεωρείται, η τοποθέτηση αυτή είναι λογική ως «πρώτη γραμμή άμυνας» εφόσον η χώρα στα θέματα του Αιγαίου τάσσεται υπέρ του υπάρχοντος καθεστώτος. Ο Κ. Καραμανλής κινήθηκε το 1975 με στόχο τη Χάγη, και αρχικά μάλιστα είχε βρει ανταπόκριση από τη μη πολιτική κυβέρνηση της Τουρκίας υπό τον καθηγητή Irmak. Ωστόσο ο εφήμερος Τούρκος πρωθυπουργός δεν μπόρεσε να προχωρήσει μπροστά στη δριμύτατη κριτική που υπέστη από το σύνολο του πολιτικού κόσμου της Τουρκίας. Στη συνέχεια ο Καραμανλής και ο νέος τούρκος πρωθυπουργός Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ συμφώνησαν να λύσουν τα ελληνοτουρκικά προβλήματα με ειρηνικό τρόπο και διαπραγματεύσεις, με εξαίρεση την υφαλοκρηπίδα που δέχθηκαν να την παραπέμψουν στη Χάγη. Όταν οι προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης για παραπομπή στη Χάγη δεν στέφθηκαν με επιτυχία έγινε μονομερής προσφυγή από την Ελλάδα, σε μια προσπάθεια να συρθεί και η Τουρκία. Η Ελλάδα επικαλέστηκε το Ανακοινωθέν των Βρυξελλών καθώς και μία μάλλον ξεπερασμένη διεθνή συμφωνία, τη Γενική Πράξη της Γενεύης για την Ειρηνική Επίλυση των Διαφορών του 1928, στην οποία είχαν προσχωρήσει οι δύο χώρες. Το Διεθνές Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση με το αιτιολογικό ότι δεν διαπίστωνε βούληση για την εκδίκαση από την τουρκική πλευρά. Η απόφαση της Χάγης ήταν δικαιολογημένη όχι μόνο νομικά αλλά και ουσιαστικά: δεν σύρεται κανείς στη Χάγη χωρίς τη θέληση του. Η Αθήνα έμεινε με την παρηγοριά ότι κέρδισε έναν πόντο αφού το δικαστήριο ότι το θέμα ήταν όντως νομικής υφής. Η ελληνική κυβέρνηση προσέφυγε και στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας νομιμοποιεί τόσο τη διαδικασία διαπραγμάτευσης όσο και τη δικαστική οδό, με αποτέλεσμα να θριαμβολογήσουν και οι δύο πλευρές. Με βάση αυτήν την απόφαση οι δύο πλευρές ξεκίνησαν 21

διάλογο και διαπραγματεύσεις που απ ότι φαίνεται είχαν οδηγήσει σε ορισμένα θετικά αποτελέσματα. Στη δεκαετία του 1990 μέχρι και σήμερα η ελληνική πλευρά κινείται με βάση τη γραμμή της δικαστικής επίλυσης του ζητήματος, ενώ η Τουρκία φαίνεται ακόμη πιο αποφασισμένη για την ανάγκη πολιτικής επίλυσης. 6. ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ 11 Μικρή εμπειρική γνώση των σχέσεων μας με την Τουρκία και των διεθνών συγκυριών τα τελευταία χρόνια αρκεί για να εντοπίσει τους λόγους, που μια συνηθισμένη διαφορά, σαν αυτή της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, έφτασε στη σημερινή εκρηκτικότητα της. Ο κύριος μοχλός που μετέβαλε αυτήν την αντίθεση δύο κρατών σε αιτία απειλής ένοπλης ρήξης πρέπει να αναζητηθεί στην κατευθυνόμενη οξύτητα, στη διάβρωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Τα Βαλκάνια αποτελούνταν πάντοτε από χώρες μικρές σε δύναμη που έγιναν μαζί με τη Μέση Ανατολή πεδίο ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων. Ενός ανταγωνισμού απόλυτα δικαιολογημένου από την καίρια γεωγραφική και συνεπώς στρατηγική θέση αυτών των χωρών. 6.1 Ιστορικό Το γενικό πλαίσιο εχθρότητας και δυσπιστίας που καλλιεργήθηκε στις σχέσεις Ελλάδας και Τουρκίας συμπίπτει με τη στρατιωτική εισβολή στην Κύπρο. Ο ανταγωνισμός στο χώρο της μεγαλονήσου συνεχίζει την αδιάσπαστη 11 Χ. ΡΟΖΑΚΗΣ, ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ 1974-1977, σελ 77-80 22

ψυχροπολεμική παράδοση, που ουσιαστικά ποτέ δεν πέθανε αλλά μετατοπίσθηκε σε περιόδους, γεωγραφικά. Η πολιτική των δύο υπερδυνάμεων χρησιμοποίησε την εξωτερική πολιτική τόσο της Ελλάδας, όσο και της Τουρκίας για να διαιωνίσει επιτήδεια την εσωτερική αναταραχή στην Κύπρο και να αποκλείσει οριστικά κάθε πιθανότητα δυσμενών σταθεροποιήσεων στο χώρο αυτό. Σ αυτό το παιχνίδι των τεχνητών εντάσεων φθάρθηκαν ανώφελα κι η ελληνοτουρκική φιλία. Μέσα σε τέτοιο κλίμα αδιαλλαξίας αναπτύχθηκε η διαφορά για την υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου. Σ αυτή τη φάση η Τουρκία πρωτοστάτησε για να μεγιστοποιήσει τη ρήξη. Όχι χωρίς λόγο. Γιατί, πρώτον, η πρόσφατη ενεργειακή κρίση έχει ευρύτατα μετακινήσει το ενδιαφέρον των κρατών προς τη θάλασσα. Επόμενο ήταν ν αναζητηθεί από την Τουρκία, μετά μάλιστα από την επιβεβαίωση των αποθεμάτων της Θάσου, μια οικονομική διέξοδος στα προβλήματα της. Δεύτερο στοιχείο που οικοδόμησε τη διένεξη είναι ότι τα δύο ενδιαφερόμενα κράτη αμέλησαν να λύσουν σε χρόνο ανύποπτο τα ληξιαρχικά αιτήματα του Αιγαίου. Η Ελλάδα και η Τουρκία δεν ήλθαν ποτέ σε συμφωνία σχετικά με τον καθορισμό των ορίων της υφαλοκρηπίδας της θάλασσας αυτής. Έτσι απέτρεψαν την επούλωση μιας πληγής που κάποτε αναπόδραστα θα αιμορραγούσε. Πράγμα που έγινε βέβαια όταν η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε καίρια την αδυναμία της Ελλάδας, διπλωματικά και στρατιωτικά, στη διάρκεια της χειρότερης καμπής της δικτατορίας. Η Ελλάδα έγινε εξαιρετικά ευάλωτη τα χρόνια αυτά, σαν αποτέλεσμα της ασυνάρτητης πολιτικής μας, της ηθικής μας απομόνωσης από τις δημοκρατικές δυνάμεις του εξωτερικού και της μείωσης της στρατιωτικής ισχύος μας, μια κι ο στρατός, σε μεγάλο μέρος του, είχε μεταβληθεί σε χωροφύλακα για το φόβο της εσωτερικής αποσύνθεσης του απολυταρχισμού. Κάτω από τέτοιες συνθήκες ιδανικής αδυναμίας η Τουρκία έσπευσε να αξιοποιήσει αλαζονικές προθέσεις. 23

Η αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών στην Ελλάδα τοποθετεί το πρόβλημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε ψύχραιμες βάσεις. Είναι φανερό ότι αυτή τη στιγμή έχει γίνει κοινή αντίληψη στην Ελλάδα πως ο αντικειμενικός μας στόχος δεν είναι να επιτείνουμε την οξύτητα και να παρασυρθούμε σε μια στρατιωτική περιπέτεια, στην οποία μας ωθεί η αδιαλλαξία της Τουρκίας. Ο αντικειμενικός στόχος είναι μια ειρηνική επίλυση των διαφορών, ή τουλάχιστον μια έντονη προσπάθεια για κάτι τέτοιο. Ειδικότερα για το Αιγαίο το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση έγινε. Η κατ αρχήν αποδοχή της ελληνικής πρότασης να παραπεμφθεί η διαφορά στη διαδικασία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, αποτελεί μια νίκη και προξενεί μια ανακούφιση. Ο χειρισμός αυτός της ελληνοτουρκικής αντιδικίας από μέρους της ελληνικής κυβέρνησης κομίζει σίγουρα πολλά. Πρώτο, την εύνοια της διεθνούς κοινής γνώμης, που βλέπει στην ενέργεια της Ελλάδας το σεβασμό στις νόμιμες, διεθνείς διαδικασίες. Δεύτερο, τη μεταφορά του βάρους της ευθύνης για ενδεχόμενες δυναμικές αυθαιρεσίες, στην πλάτη της Τουρκίας. Τρίτο, την υποχρεωτική για τους αντίδικους απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου 12. Η διαπίστωση αυτή, ότι δηλαδή νομικά υποχρεωτικές λύσεις, από όργανα γενικής αποδοχής είναι σεβαστές κι εφαρμόσιμες, έχει μεγάλη σημασία κυρίως για όσους αμφισβητούν την σκοπιμότητα της παραπομπής σ ένα δικαστήριο. Τέταρτο, τη χειρονομία καλής θέλησης απέναντι στη Τουρκία, που σταθεροποιεί ένα βάθρο για την εποικοδόμηση μιας μελλοντικής φιλίας, όταν οι πολιτικοί συσχετισμοί το επιτρέψουν. Και τέλος, την αποφυγή, ή τουλάχιστον την αναβολή, μιας άμεσης σύρραξης, που δεν γνωρίζουμε που μπορεί να οδηγήσει και τι άνομα συμφέροντα μπορεί να εξυπηρετήσει. 12 Στην υπόθεση των στενών της Κέρκυρας, μεταξύ της Μεγάλης Βρετανίας και της Αλβανίας (1949), η δεύτερη αρνήθηκε να συμμορφωθεί με την υποχρεωτική απόφαση του Δικαστηρίου. 24

7. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΚΑΙ ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΗΣ 13 Η Τουρκία υιοθέτησε μια αρκετά συνεπή στάση, σύμφωνα με την οποία η διαφορά είναι πολιτική και πρέπει να λυθεί με διμερείς διαπραγματεύσεις. Αντίθετα η ελληνική στάση σχετικά με το θέμα αυτό διήλθε από τέσσερις διαδοχικές φάσεις. Η πρώτη αρχίζει από το 1973, όταν εκδηλώθηκαν για πρώτη φορά οι τουρκικές διεκδικήσεις, και μάλιστα καλύπτει τη χρονική περίοδο έως το 1981 14. Τα ελληνικά επιχειρήματα, όπως τα βρίσκουμε στις πρώτες ρηματικές διακοινώσεις που απαντούν στις τουρκικές προκλήσεις, επικαλούνται το διεθνές δίκαιο συμβατικό και εθιμικό σχετικά με την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αρχικά η Τουρκία απαντά επίσης με νομικά επιχειρήματα, επικαλούμενη επίσης το διεθνές δίκαιο, αλλά ερμηνεύοντας το με τρόπο διαφορετικό από αυτόν της Ελλάδας. Γρήγορα όμως η στάση της αλλάζει και από το 1974 και μετά, η Τουρκία επικαλείται τον πολιτικό χαρακτήρα και τη ζωτική σπουδαιότητα της υπόθεσης 15. Από το σημείο αυτό και μετά, η Τουρκία θα μείνει προσηλωμένη στη θέση αυτή, έστω και αν κατά καιρούς μοιάζει να δέχεται την ελληνική άποψη για δικαστική επίλυση της διαφοράς. Πράγματι, στο κοινό Ανακοινωθέν των Βρυξελλών της 31 ης Μαΐου 1975 μεταξύ Καραμανλή και Ντεμιρέλ, οι δύο πρωθυπουργοί συμφώνησαν ότι κατ εξαίρεση των άλλων διαφορών που χωρίζουν τις δύο χώρες, η διαφορά για την υφαλοκρηπίδα θα παραπέμπετο στο Δικαστήριο της Χάγης. Απέμενε βέβαια να συνταχθεί το συνυποσχετικό με το οποίο τα δύο μέρη θα υπέβαλλαν τη διαφορά τους στο Δικαστήριο, εφόσον ούτε η Ελλάδα, ούτε η Τουρκία έχουν αποδεχθεί 13 Χ.ΔΙΠΛΑ, Η ΕΛΛΗΝΟ-ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ, Εναλλακτικές λύσεις και προτάσεις, σελ.6-19 14 Βλ. Ροζάκης, op. cit. σελ. 276 15 Τουρκική ρηματική διακοίνωση της 6.02.1975, Ροζάκης, op. Cit. σελ.283 25

την υποχρεωτική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου με βάση τις δηλώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφο 2. του καταστατικού του δικαστηρίου 16. Αλλά ενώ η ελληνική πλευρά επικέντρωνε τις προσπάθειες της στη σύνταξη συνυποσχετικού, οι Τούρκοι κωλυσιεργούσαν και πρότειναν διμερείς διαπραγματεύσεις. Η Ελλάδα προσπάθησε να χρησιμοποιήσει το Ανακοινωθέν των Βρυξελλών ως βάση της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου της Χάγης, στο οποίο κατέφυγε μετά το πρώτο επεισόδιο του Sismik-I τον Ιούλιο του 1976 17. Όμως παράλληλα με την προσφυγή στο Δικαστήριο, η χώρα μας συνεκάλεσε και το Συμβούλιο Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., το οποίο, στην απόφαση του, κάλεσε τα δύο μέρη να επιχειρήσουν να μειώσουν την ένταση και να διευκολύνουν τις διαπραγματεύσεις καθώς και να λάβουν υπόψη τους τη συμβολή που είναι σε θέση να τους προσφέρουν τα αρμόδια όργανα του Ο.Η.Ε. και ιδιαίτερα το Διεθνές Δικαστήριο στην επίλυση όσων νομικών διαφορών απομένουν και οι οποίες μπορούν να θεωρηθούν ότι σχετίζονται με την παρούσα διαφορά 18. Η ενέργεια της ελληνικής κυβέρνησης που κατέληξε σ αυτή την απόφαση, η οποία είναι φανερό, δίνει την προτεραιότητα στις διαπραγματεύσεις και με αυτή την έννοια ευνοεί την τουρκική θέση, έχει χαρακτηριστεί ορθά από ειδικούς σχολιαστές ως ανεπιτυχής 19. Και τούτο, γιατί παράλληλα και ταυτόχρονα με την προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας, η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλε μονομερή προσφυγή και στο Δικαστήριο της Χάγης, από το οποίο ζητούσε αφ ενός να λάβει προσωρινά μέτρα, αφ ετέρου να προχωρήσει σε απόφαση επί της ουσίας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ των δύο κρατών. 16 Το κείμενο της παραγράφου 2 του Άρθρου 36 έχει ως εξής: «Τα κράτη που έχουν αποδεχθεί αυτό το καταστατικό θα μπορούν οποτεδήποτε να δηλώσουν ότι αναγνωρίζουν, χωρίς ειδική σύμβαση, ως υποχρεωτική τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο κράτος που αναλαμβάνει την ίδια υποχρέωση, για όλες τις νομικές διαφορές» 17 Ροζάκης, op. cit., σελ. 287 18 Απόφαση 395 του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. της 25.8.1976 19 Ροζάκης,op. cit., σελ. 289-290 και A. WILSON, The Aegean Dispute, Adelphi Papers, 1982, σελ. 98 26

Με τη Διάταξη (Ordonnance) της 11 ης Σεπτεμβρίου 1976 επί των προσωρινών μέτρων, το Δικαστήριο αρνήθηκε να δεχθεί την ελληνική άποψη, σύμφωνα με την οποία έπρεπε επειγόντως να ληφθούν τέτοια μέτρα, δεδομένου ότι η ερευνητική δραστηριότητα του Sismik-Ι είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει ανεπανόρθωτη βλάβη στα δικαιώματα της Ελλάδας πάνω στα επίδικα τμήματα της υφαλοκρηπίδας των νησιών του Αιγαίου 20. Στα πλαίσια αυτής της διαδικασίας η Τουρκία απαξίωσε να παρουσιασθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, αλλά δεν παρέλειψε να κάνει γνωστές τις απόψεις της δι αλληλογραφίας, στέλνοντας στο Δικαστήριο γραπτές παρατηρήσεις σχετικά με τις θέσεις της. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας είχε είδη αποφανθεί και παραπέμψει τα δύο μέρη σε διαπραγματεύσεις και κατά δεύτερο λόγο στάθηκε εμπόδιο για το Δικαστήριο να υποδείξει προσωρινά μέτρα. Τελικά, στην προδικαστική απόφαση του σχετικά με την αρμοδιότητα, το Δικαστήριο της Χάγης αποφάνθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1978, με 12 ψήφους υπέρ και 2 κατά, ότι ήταν αναρμόδιο να εκδικάσει τη διαφορά. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η ελληνική προσφυγή ήταν μονομερής, εφόσον η τουρκική πλευρά αρνιόταν την σύναψη συνυποσχετικού. Στην περίπτωση αυτή, για να θεμελιωθεί η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, πρέπει να έχει δοθεί η συγκατάθεση του άλλου διάδικου μέρους είτε με δήλωση που προβλέπεται από το άρθρο 36, παράγραφος 2, του Καταστατικού του Δικαστηρίου, είτε μέσα από μια συνθήκη επίλυσης των διεθνών διαφορών, την οποία και τα δύο μέρη έχουν αποδεχθεί, είτε με κάποιον άλλο τρόπο που να εκφράζει την συναίνεση και των δύο μερών να δεχθούν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. 20 Το δικαστήριο κατέληξε σ αυτό το συμπέρασμα ακολουθώντας το σκεπτικό ότι η ενδεχόμενη καταπάτηση από την Τουρκία του δικαιώματος της Ελλάδας να έχει την αποκλειστικότητα της πληροφόρησης σχετικά με τους φυσικούς πόρους της υφαλοκρηπίδας είναι επιδεκτική αποζημίωσης με κατάλληλα μέσα. 27

Η ελληνική προσφυγή θεμελιωνόταν όντως, τουλάχιστον στο ένα σκέλος της, πάνω σε μια τέτοια πολυμερή συνθήκη, στην οποία είχαν προσχωρήσει τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία: τη Γενική Πράξη της Γενεύης για την Ειρηνική Επίλυση των Διαφορών, της οποίας το άρθρο 17 προβλέπει ότι όλες οι διαφορές, στα πλαίσια των οποίων τα μέρη αμφισβητούν αμοιβαία κάποιο δικαίωμα, θα υποβάλλονται προς εκδίκαση, με εξαίρεση των ενδεχομένων επιφυλάξεων που προβλέπονται στο άρθρο 39, στο Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης(Δ.Δ.Δ.Δ.) του οποίου διάδοχος είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης 21, εκτός αν τα μέρη συμφωνήσουν να τις παραπέμψουν σε διαιτησία. Το άρθρο 17 προβλέπει περαιτέρω ότι αυτού του είδους οι διαφορές περιλαμβάνουν ιδίως αυτές που αναφέρονται στο άρθρο 36 του καταστατικού του Δ.Δ.Δ.Δ 22. Το άρθρο 39 επιτρέπει στα κράτη μέρη να εξαιρούν με επιφυλάξεις από την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Δικαστηρίου διαφορές που αφορούν, μεταξύ των άλλων, θέματα που εμπίπτουν στην εσωτερική δικαιοδοσία των κρατών, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Το 1931, ταυτόχρονα με την προσχώρηση της στη Γενική Πράξη του 1928, η Ελλάδα είχε όντως διατυπώσει μια επιφύλαξη, με την οποία εξαιρούσε από την δικαιοδοσία του Δ.Δ.Δ.Δ., τις διαφορές που αφορούν σε υποθέσεις επί των οποίων το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει την αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών και ειδικότερα αυτές που αφορούν το εδαφικό καθεστώς της Ελλάδας, περιλαμβανομένων των διαφορών που αναφέρονται στα κυριαρχικά της δικαιώματα στα λιμάνια και τα συγκοινωνιακά μέσα 23. 21 Σύμφωνα με το άρθρο 37 του Καταστατικού όσες φορές μια ισχύουσα συνθήκη ή σύμβαση προβλέπει την παραπομπή ενός ζητήματος σε δικαστήριο που θα είχε ιδρυθεί από την Κοινωνία των Εθνών ή στο Διαρκές Δικαστήριο Διεθνούς Δικαιοσύνης, το ζήτημα θα παραπέμπεται στο Διεθνές Δικαστήριο, εφόσον θα πρόκειται για διαφορές μεταξύ κρατών που δεσμεύονται από το Καταστατικό αυτό. 22 Το άρθρο αυτό επαναλαμβάνει σχεδόν αυτούσιο το αντίστοιχο άρθρο του Καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης 23 Νόμος 5281/1931, Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ΦΕΚ 310 της 8.9.1931 28

Πάνω σ αυτή την εξαίρεση στήριξε η Τουρκία την επιχειρηματολογία της, για να αποδείξει ότι η ελληνική συναίνεση είχε αποκλείσει εξαρχής από τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τέτοιου είδους διαφορές, όπως αυτή που αναφερόταν στην υφαλοκρηπίδα, και επομένως, ότι σύμφωνα με την αρχή της αμοιβαιότητας, ούτε η Τουρκία ήταν υποχρεωμένη να δεχθεί την υποχρεωτική αρμοδιότητα του δικαστηρίου σχετικά με τη διαφορά αυτή. Παρόλο που η ελληνική πλευρά υποστήριξε ότι το 1931 δεν είχε ακόμη αναφανεί η έννοια της υφαλοκρηπίδας και επομένως δεν ήταν δυνατόν ο Έλληνας νομοθέτης να αναφερόταν σ αυτήν, το Δικαστήριο μέσα από μια διαχρονική ερμηνεία, έκρινε ότι η έκφραση εδαφικό καθεστώς στην επιφύλαξη του 1931, εξελίχθηκε με το πέρασμα του χρόνου και συμπεριλάμβανε, το 1978, και την έννοια της υφαλοκρηπίδας, δεδομένου ότι η τελευταία θεμελιώνεται στα δικαιώματα που έχει το παράκτιο κράτος πάνω στο έδαφος του 24. Με αυτό το σκεπτικό, το Δικαστήριο οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η δεδομένη διαφορά εξαιρέθηκε από την ίδια την Ελλάδα από την υποχρεωτική δικαιοδοσία του. Η δεύτερη βάση αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, πάνω στην οποία στηριζόταν η ελληνική προσφυγή, ήταν το κοινό Ανακοινωθέν των Βρυξελλών, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω. Παρόλο που δεν πρόκειται για διεθνή συνθήκη με τυπική έννοια, δηλαδή για ένα συμβατικό κείμενο που να έχει διέλθει από τις γνωστές διαδικασίες της υπογραφής και της επικύρωσης, η ελληνική πλευρά το επικαλέσθηκε ως ένα δεσμευτικό κείμενο μεταξύ των δύο πρωθυπουργών, όπου δινόταν η συγκατάθεση και των δύο για να παραπεμφθεί το θέμα στο Διεθνές Δικαστήριο. Η Τουρκία, στις γραπτές παρατηρήσεις που απηύθυνε στο Δικαστήριο, αμφισβήτησε το δεσμευτικό χαρακτήρα αυτού του κειμένου, το οποίο, κατά τη γνώμη της έδινε ούτως ή άλλως την προτεραιότητα στις διαπραγματεύσεις. 24 C.I.J., Recueil 1978, παρ.80-89 29