Αλέξανδρος Αδαμόπουλος οχιναιλέγοντας Ι Κ Α Ρ ΟΣ
Απαγορεύεται κάθε χρήση του έργου αυτού χωρίς την έγγραφη άδεια του δημιουργού. alexadam48@hotmail.com 2011, Εκδόσεις Ίκαρος & Αλέξανδρος Αδαμόπουλος ISBN 978-960-9527-19-4
οχιναιλέγοντας
ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΙΔΙΟΥ ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΡΗΣΤΟΥ (βιογραφικά), Περιοδικό το Τέταρτο, τ. 3, Ιούλιος 1985 ΔΩΔΕΚΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΨΕΜΑΤΑ (διηγήματα), Ίκαρος, 1991 / 2η έκδοση, Άγρα, 2009 Ο ΣΙΜΙΓΔΑΛΕΝΙΟΣ (θεατρικό), Εστία, 1993, 10η έκδοση ΨΕΜΑΤΑ ΠΑΛΙ (διηγήματα), Άγρα 1999 ΜΝΗΜΗ ΓΙΑΝΝΗ ΧΡΗΣΤΟΥ Τριάντα χρόνια μετά το θάνατό του, Περιοδικό ΜΟΥ.Σ.Α, τ. 7, Μάιος 2000 ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΙ (λιμπρέτο όπερας), Εθνική Λυρική Σκηνή, 2000-2001 THE MASK IN THE HELLENIC CLASSICAL THEATRE (διεθνές σεμινάριο Man, Mind and Mask ), Aryan Books International, Νέο Δελχί 2001 ΑΥΤΟ (διήγημα στη συλλογή Χάριν παιδιάς), Ίκαρος, 2001 THE SPICEMAN (αγγλική μεταγραφή του Σιμιγδαλένιου), Ithaca Editions, Μελβούρνη 2004 ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ ΚΑΙ Η ΓΙΟΓΚΑ (ηθιστόρημα), Άγρα 2008 ΙΝΑΧΟΣ Ο ΓΙΟΣ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ (χοροθέατρο για παιδιά), Σητεία 2010 Μεταφράσεις έργων του TWELVE AND ONE LIES, Samkeleen Prakashan, New Delhi 1999 ON IKI ARTI BIR YALAN, IMGE Kitabevi, Ankara 2000 ZWÖLF UND EINE LÜGE, Elfenbein Verlag, Heidelberg 2001 DOUZE ET UN MENSONGES, Editions Alteredit, Paris 2005 IRMIKOĞLAN, Albatros Yayinlari, İstanbul 2005 YENI AZIZLER, IMGE Öyküler, τ. 4, İstanbul 2005 Μεταφράσεις Αλμπέρ Καμύ: ΟΙ ΔΑΙΜΟΝΙΣΜΕΝΟΙ, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 1991 Ανρύ ντε Μοντερλάν: Η ΠΟΛΗ ΠΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΗΣ ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ, Εθνικό Θέατρο Λιβάνης, 1993 Αλφρέ ντε Μυσσέ: ΔΕΝ ΠΑΙΖΟΥΝΕ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ, Εστία, 2003 Ρόαλντ Νταλ: Ο ΘΕΙΟΣ ΟΣΒΑΛΝΤ, Άγρα, 2004 Auguste Rodin: ΔΙΑΘΗΚΗ, Άγρα, 2005 Λεβ Τολστόι: Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΣΚΟΤΟΥΣ, Ροές, 2007
Αλέξανδρος Αδαμόπουλος οχιναιλέγοντας παραμυθόδραμα Ι Κ Α Ρ ΟΣ
TA Π Ρ Ο Σ Ω Π Α Χορός των Φρουρών του Έρωτα Λίβιος Φίλων Αγάπη Πόθος Έρωτας Ροδή Βάγια Παπαγάλος Ψούθος Βασιλιάς Χρυσός Κλίτος Ευφρώ Υπηρέτρια
Π ΡΑ Ξ Η Π Ρ Ω Τ Η Ένα ξέφωτο σ ένα πυκνό ευτυχισμένο δάσος. Στο βάθος το παλάτι του βασιλιά Χρυσού. Μπαίνει ο νεαρός άρχοντας Λίβιος, μαζί μ ένα φίλο του, πιο νέο, τον Φίλωνα, ντυμένοι κι οι δυο τους κυνηγετικά. Ο Λίβιος ξάφνου βλέπει δυο τρυγόνια, καθισμένα δίπλα δίπλα σ ένα κλαδί. Τοξεύει το ένα και το σκοτώνει. Όταν πάει να το μαζέψει, το άλλο φεύγει, πετά ψηλά στον ουρανό κι ύστερα πέφτει σε ελεύθερη πτώση και καρφώνεται, νεκρό κι αυτό, δίπλα στο σκοτωμένο ταίρι του. Ο Λίβιος παραξενεύεται, σκέφτεται λίγο, βάζει και τα δυο πουλιά στο σάκο του και πέφτει για ύπνο στη ρίζα ενός δέντρου, δίπλα στο φίλο του. ~ Ατμόσφαιρα ονείρου. Το παλάτι του βασιλιά Χρυσού έρχεται λίγο πιο κοντά και μεταμορφώνεται σε κάστρο του Έρωτα, λουσμένο στο φως, γεμάτο αγάλματα γυμνά, γεμάτο χρώματα και ήχους παράξενους. Σιγά σιγά ακούγεται ο Χορός των Φρουρών του Έρωτα, που ξεπροβάλλουν άταχτα κι ορμητικά από παντού ξυπόλητοι, μισόγυμνοι, προβιές φορώντας και παίζοντας σείστρα, νταούλια, ντέφια, κουδούνες και τσαμπούνες, σουραύλια, βούκινα, ζουρνάδες, ούτια, λύρες και λαούτα.
Ψάλλουν αργά, βαριά, σοβαρά τον Ύμνο στον Έρωτα, φροντίζοντας να μην είναι κοντά στους δυο φίλους, που κοιμούνται του καλού καιρού κάτω απ το δέντρο. Χ Ο Ρ Ο Σ Έρωτα, εσύ, αχόρταγε, σε καθενός αμάχη, που όλους μας μας κουβαλάς στη φτερωτή σου ράχη από τη μύτη μάς τραβάς, στην Άβυσσο μας ρίχνεις και τ Ουρανού την αγκαλιά συ μόνο μας τη δείχνεις. Τριμορφοπρόσωπε, αιώνιε πάντα στρατηλάτη, που τ είναι τίμιο δε νογάς, ούτε και τ είν απάτη, με όνειρα, με ψέματα, μ αλήθειες μ ένα κάτι, του κάθε νέου κι ώριμου και γέρου η μανία, όλου του βίου τα κρατάς, μόνος σου, τα ηνία. Χαμογελώντας πονηρά, στην πίκρα κάθε οδύνης ηδονικά με τα φτερά, γλυκό φαρμάκι δίνεις. Ταρακουνάς συθέμελα τη ρίζα κάθε σχέσης μοιράζοντας απλόχερα ουράνιες υποσχέσεις. Οχιναιλέγοντας φριχτά, μ απέραντη ευκολία, δούλους μάς έχεις όλους μας, μες στην αμφιβολία: καν ορειβάτης, καν πολεμιστής, γενναίος καταδύτης που βούτηξε ολόψυχα στ όρος της Αφροδίτης εσύ σαι ο αιώνια ζωντανός, ο μόνος καταλύτης. Μέσα στο όνειρο, ο Λίβιος ξυπνά, σηκώνεται. Οι Φρουροί, δίχως να φύγουν, κρύβοντ εδώ κι εκεί και τον παρακολουθούν συνέχεια, σωπαίνοντας, μα βαστώντας του το ίσο σε μια χαρούμενη μελωδία, που τραγουδάει μόνος του.
Σύντροφον έχω τη χαρά, δίχως καμία θλίψη και ηδονές και αγκαλιές ποτέ δε μου χουν λείψει. Ο νους μου όμως είν αλλού, δίχως κανέναν πόθο έρωτα για οτιδήποτε δεν ξέρω ούτε νιώθω. Έξω απ τον έρωτα κι απ την αγάπη πέρα περνώ τις νύχτες μου και ζω την κάθε μέρα. Στο λογισμό, αγάπης θύμηση δεν έχω ούτε μία μόνος μου ζω, δίχως δεσμά, γλυκειάν ελευθερία. Όσην ώρα ο Λίβιος τραγουδάει ανέμελα, μέσ απ τα χορτάρια τον παρακολουθούν τέσσερις αρματωμένοι Φρουροί του Έρωτα δίχως νταούλια ούτε σουραύλια αυτοί με τόξα, με σπαθιά και με σκοινιά τον κυκλώνουν με άγριες διαθέσεις, μιλώντας θυμωμένα μεταξύ τους. Α Φ Ρ Ο Υ Ρ Ο Σ Κοίτα θράσος! Άκου τον τι λόγια κούφια! Β Φ Ρ Ο Υ Ρ Ο Σ Να του ρίξω μία έτσι, πάνω από τη σκούφια. Γ Φ Ρ Ο Υ Ρ Ο Σ Τόσο χορτασμένος με τις ίδιες του τις λέξεις Δ Φ Ρ Ο Υ Ρ Ο Σ Λες δεν έχει αίμα, ούτε νεύρα, ούτ ορέξεις. Β Φ Ρ Ο Υ Ρ Ο Σ Στα χρυσά αρματωμένος έχει και ωραίο ρούχο
Α Φ Ρ Ο Υ Ρ Ο Σ και πολύ φτιασιδωμένος μάλλον μοιάζει με ευνούχο. Ο Λ Ο Ι Μ Α Ζ Ι Απάνω του! Όλοι μαζί ορμούν στον Λίβιο και τον συλλαμβάνουν. Α Φ Ρ Ο Υ Ρ Ο Σ Ρίξε τ άρματα αν θέλεις τη ζωή σου. Όλοι σας καταπάνω μου Δειλέ ντροπή σου! Β Φ Ρ Ο Υ Ρ Ο Σ Τον εαυτό σου, ανόητε, κοίταξε και λυπήσου. Γ Φ Ρ Ο Υ Ρ Ο Σ Στην Αφροδίτη πρόσπεσε, στον Έρωτα ευχήσου. Σιγά! Και ποιοι είν αυτοί; Τι μπορούν να μου χαρίσουν; Δ Φ Ρ Ο Υ Ρ Ο Σ Τίποτα δε χαρίζεται, θνητέ δεν το μαθες αυτό πού ήσουν; Μα ποιοι είσαστε, τι θέλετ από μένα;
Δ Φ Ρ Ο Υ Ρ Ο Σ Της ψυχής σου τον πάτο, τα βαθιά, τα κρυμμένα που τα έχεις εκεί σιωπηλά, ξεχασμένα. Της ψυχής μου τον πάτο Α Φ Ρ Ο Υ Ρ Ο Σ Τόσο ανδρείος και δυνατός και νέος, τις χάρες έχεις όλες του Αχιλλέως, κι όλα τα καλά τα περιφρονείς της φύσης και δεν μπορείς ολόκληρος ούτε στιγμή να ζήσεις. Ολόκληρος Β Φ Ρ Ο Υ Ρ Ο Σ Μισά βλέπεις, μισά σπέρνεις, μισά δίνεις, μισά παίρνεις, κι ένα ολόκληρο ποτέ δεν έχεις στο πουγκί σου μισή η ζωή, το σώμα σου μισή και η ψυχή σου. Μισά Γ Φ Ρ Ο Υ Ρ Ο Σ Αν ήσουν από σίδερο κι ας ήσουν κι από πέτρα, θα νιωθες περισσότερο πώς ζεις και πού πηγαίνεις. Μα είσαι αναλφάβητος, μικρέ, και δεν καταλαβαίνεις. Άλλαξε ρότα, άνθρωπε τα βήματά σου μέτρα! Αναλφάβητος εγώ! Στη χώρα μου είμαι βασιλιάς