Για την πατρίδα και τον έρωτα Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ Λεμεσός Αθήνα 2004 1
Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΥΠΡΟΕΠΕΙΑ ΣΕΙΡΑ: Ιστορικό Μυθιστόρημα Διευθυντής Σειράς: Μ.Α. Σοφοκλέους. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Ανδρέας Πανάτος, Άννα Γκονζάλες Σχέδιο και σχεδιασμός Εξωφύλλου: Άννα Παπαδοπούλου Διεύθυνση Συγγραφέα: Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος Αγίου Επικτήτου, 45 4107, Άγιος Αθανάσιος, Λεμεσός Τηλ. +357 25729819 e-mail: kdp@kyripap.com web page: www.kyripap.com Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος (1945- ) Εκδόσεις Κυπροέπεια, 2004 Εκτύπωση: Τυπογραφεία ΠΡΙΝΤΚΟ ΛΤΔ Αγίου Ιλαρίωνος 227, 2048 Καϊμακλί Τ.Θ. 22048, 1517 Λευκωσία, Κύπρος Τηλ.: +357 22432238, Φαξ: +357 22347918 ISBN. : 2
Για την πατρίδα και τον έρωτα ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ 3
4 Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος
Για την πατρίδα και τον έρωτα Όλα γιορτάζουν μέσα μου απόψε, το μίσος χάθηκε, έγινε αγάπη όλη μου η ζωή. Λουσμένος ιδρώτα ήρθε ο έρως να με πάρει. «Τι ωραίο», μου είπες, «είναι απόψε το φεγγάρι!» Λιώνω, χάνομαι, σβήνω μεσ την αγκαλιά σου, μια ανάσα γίνομαι του αγέρα, που παίζει στα μαλλιά σου το πρωί, το φως σε λούζει πέρα ως πέρα, γίνομαι στα χέρια σου, ψυχή μου, μια χορδή. Κι όταν σιωπώ η σκέψη μου δεν παύει, είναι ένας μύλος που αλέθει τη ζωή. Αίμα τρέχει, ιδρώτας, δάκρυ κι όλα ξεκινάνε πάλι απ την αρχή. Τρέχω να προλάβω τη σκιά μου, κι όλο κάποιο βέλος μου σκίζει την καρδιά, είναι ο έρωτας γυμνός καβάλα στο φεγγάρι, πόνος αγάπης η ζωή μου ζοφερή. Οι ίσκιοι χάνονται και πάνε, σκοτάδι πλάκωσε σ όλο το ντουνιά, τα μάτια σου καίνε, λάμπουν σαν άστρα στη νυχτιά. Είσαι βασίλισσα του νου μου, γυναίκα είσαι της φωτιάς. Κι εγώ είμαι ένα τίποτε απόψε, είμαι ζητιάνος που πεινά. Εγώ επαίτης, εσύ η χάρη. Του έρωτα είσαι το καμάρι. «Για δες», μου είπες,«πόσο ωραίο είναι απόψε το φεγγάρι!» 5
6 Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος
Για την πατρίδα και τον έρωτα Το πουλί ΉΜΑΣΤΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΥΣ! ΈΤΣΙ ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΜΑΣ συμβούλεψε. Πήγαμε για να καταταγούμε σαν αρνιά, με σκυφτό κεφάλι και με μόνο φυλακτό την ευχή της μάνας μας. Εγώ, ήμουνα ακόμη ένα ντροπαλό αγόρι. Θα μπορούσε να με κοροϊδέψει κι ένα κοριτσάκι ακόμη. Θυμάμαι που κοκκίνισα από ντροπή όταν μ έγδυσαν κι έμεινα ολόγυμνος, έτσι όπως με γέννησε η μάνα μου. Νόμιζα εκείνη τη στιγμή, πως όλοι εμένα κοίταζαν και γελούσαν από μέσα τους για το πουλί μου, που συμμαζεύτηκε το ευλογημένο και χάθηκε. Σάμπως να μην υπήρχε, να πούμε. Έτσι ολόγυμνος στάθηκα απέναντι στον Ελλαδίτη αξιωματικό. Αυτός με κοίταζε άγρια στα μάτια, αλλά εμένα ο νους μου ήτανε αλλού. Εκεί, στο πουλί μου! Δε μπορούσα να μη σκέφτομαι ότι έγινα ρεζίλι, κι ότι πάει, θα με νόμιζαν για θηλυκό. Έτσι δεν είχα τη δύναμη να αντιμετωπίσω την άγρια ματιά του αξιωματικού. Το βλέμμα μου στριφογύριζε κάπου εκεί στα χαμηλά, παρακαλώντας το Θεό να δώσει έτσι που το πουλί μου να πάρει το κανονικό του μέγεθος και να πάψει να ναι σουρωμένο. 7
Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος Αργότερα κατάλαβα τη σημασία εκείνης της δοκιμασίας. Ο αξιωματικός κοίταζε τον κάθε υποψήφιο στρατιώτη στα μάτια κι αν εκείνος δεν λύγιζε τη ματιά του, τότες τον έστελνε στους καταδρομείς. Έτσι, το ανδρικό μου όργανο έγινε η κύρια αιτία της πρώτης μου αποτυχίας να καταταγώ σ ένα σώμα της προκοπής. Γι αυτό λοιπόν, εμάς τους πιο μαλακούς (το θήτα μετά το λάμδα το ξέχασα επίτηδες), μας στρίμωξαν σαν σαρδέλες στα φορτηγά και μας πήρανε στο Κ.Ε.Ν. στον Καράολο. Το καψόνι τότες έδινε κι έπαιρνε. Μόλις κατεβήκαμε, νηστικοί και κουρασμένοι, στραγγισμένοι απ τη δίψα και τη νοσταλγία, δε βρήκαν καλύτερο τρόπο να μας καλωσορίσουν, παρά μόνο το καψόνι. Πρώτα βέβαια σε πορεία τροχάδην ντυθήκαμε στα στρατιωτικά και φορέσαμε τ άρβυλα. Ύστερα ξανά δρόμο, να τρέχουμε στη μεγάλη τσιμεντένια αυλή του στρατοπέδου, ώρες ολόκληρες. Το παντελόνι μού έπεφτε μεγάλο και τ άρβυλα μικρά. Υπέφερα αλλά δεν είχα το θάρρος να το πω σε κανένα. Έτρεχα ασταμάτητα μαζί με τους άλλους γύρω από το στρατόπεδο. Άρχισα να χάνω και τις τελευταίες μου δυνάμεις. Κάποιος, που έτρεχε μπροστά μου, έπεσε. Σταμάτησα να του δώσω ένα χέρι βοήθειας, ένα καλό λόγο να του πω. 8
Για την πατρίδα και τον έρωτα Ας τονε γαμώ το κέρατό σου, ούρλιαξε ο Ελλαδίτης α- ξιωματικός. Ας τονε και προχώρα, διαφορετικά θα σας θάψω και τους δυο στον ίδιο λάκκο. Τον άφησα, τι να έκανα, και συνέχισα να τρέχω. Όμως τα πόδια μου δεν με σήκωναν πια. Τα πόδια μου λύγιζαν, όπως λυγίζουν τα πόδια κάποιου που αυνανίστηκε καμιά δεκαριά φορές, τη μια πίσω από την άλλη. Και τότες θυμήθηκα! Θα απορείτε, και με το δίκαιό σας βέβαια, πώς διάολο γίνεται και σ αυτές τις δύσκολες στιγμές μού κατεβαίνουν τέτοιες σκέψεις. Κι όμως όλα έγιναν πράγματι έτσι, όπως τα εξιστορώ. Θυμήθηκα, που λέτε, τη μικρή Αλεξάνδρα, τότες που τη ρίξαμε κάτω, εγώ κι ο κουτσός ο Νίκος, και μάταια πασκίζαμε να της κάνουμε έρωτα. Ήμασταν τότες μόλις ο- κτώ χρονών, το πουλί μας μόλις άρχιζε να στήνει. Κάποτε ναι, αλλά τις πιότερες φορές όχι. Η μικρή Αλεξάνδρα περίμενε κι αυτή με περιέργεια και υπομονή. Ήτανε ξαπλωμένη κάτω κι εμείς αλλάζαμε κάθε τόσο. Μια εγώ προσπαθούσα, μια ο κουτσός ο Νίκος. Αγκομαχούσαμε από την προσπάθεια, ιδρώναμε, η καρδιά μας κτυπούσε, τα γόνατά μας τρέμανε, αλλά τίποτα. Όμως, σαν καλά παλικάρια, δεν το βάζαμε κάτω. Δεν θυμάμαι πόση ώρα κράτησε αυτή η ιστορία. Πρώτος από- 9
Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος καμε ο κουτσός ο Νίκος, τα γόνατά του λύγισαν κι έπεσε λαχανιασμένος. Μπροστά μου έπεσε άλλος στρατιώτης! Ο Καλαμαράς ούρλιαξε κλοτσώντας με μανία τον πεσμένο φαντάρο. Μωρέ εσείς πώς θα πηδήξετε τη γκόμενά σας, αν δεν αντέχετε ένα μικρό καψόνι! Και ξαφνικά η εικόνα γύρω μου άλλαξε. Ως δια μαγείας μου φάνηκε ότι όλοι εκεί προσπαθούσαν να πηδήξουν τη μικρή Αλεξάνδρα. Άκουγα τα αγκομαχητά και τις βαριές, κουρασμένες ανάσες τους και μ έπιασε ένα είδος τρόμου κι αποστροφής. Η ματιά μου έψαχνε με αγωνία να διακρίνει τη μικρή. Μου φάνηκε πως άκουσα τη φωνή της να φωνάζει ικετεύοντας «Όχι, όχι!» Όχι, φώναξα με δύναμη. Όχι! Ο αξιωματικός με κοίταξε με απορία. Ήταν όμως κουρασμένος κι αυτός. Αγκομαχούσε περισσότερο από ό- λους Διαλυθείτε! Είπε. Το καψόνι τέλος! 10
Για την πατρίδα και τον έρωτα Η Βέρα ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΟΡΚΩΜΟΣΙΑ ΜΑΣ ΑΦΗΣΑΝ ΝΑ ΒΓΟΥΜΕ ΣΤΗΝ πόλη. Ήταν η πρώτη μας έξοδος από το στρατόπεδο και νιώθαμε σαν να βγαίναμε από φυλακή. Βέβαια, αν κάποιος έλεγε τέτοιο πράγμα την τότε εποχή, ότι δηλαδή το στρατόπεδο ήταν φυλακή, θα τον βάφτιζαν προδότη και θα ήταν μαυροπινακισμένος μέχρι την απόλυσή του. Αυτό θα σήμαινε επίσης να κάνει όλες τις αγγαρείες και να τιμωρείται για ψύλλου πήδημα. Έτσι, κανένας δεν τολμούσε να πει γρυ, ούτε να παραπονεθεί ούτε και να βογκήξει. Σχεδόν βγήκε όλο το τάγμα. Παρέμειναν μόνο οι σκοποί που διαλέχτηκαν από τους πιο παλιούς στρατιώτες που βρίσκονταν μόνιμα στην περιοχή. Στην παρέα ήμασταν τρεις. Ο Πέτρος Βόρτακος, ο Σίμος Πατάτας κι εγώ. Όλοι μας από άλλες πόλεις. Δεν ξέραμε ούτε τα κατατόπια ούτε και τα μπουρδέλα της Αμμοχώστου. Εκτός απ αυτό ήμασταν κι άβγαλτοι, καλά-καλά δεν ξέραμε πώς κάνουν έρωτα. Ζούσαμε με τις φαντασιώσεις και ερεθιζόμασταν με το παραμικρό. Σουλατσάραμε στην πόλη με την ελπίδα ότι κάτι θα βρισκόταν και για μας. Πιστεύαμε ότι κάποια από εκείνες θα μας έβλεπε, θα έλεγε «μωρέ τι παίδαροι είν αυτοί!» 11
Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος και θα μας καλούσε να κάνουμε το κέφι μας, κι αυτή το δικό της. Φυσικά δεν έγινε κάτι τέτοιο. Όταν καταλάβαμε, ότι δεν είναι έτσι απλά τα πράγματα κι ότι χρειαζόταν ακόμη κάτι άλλο, που εμείς, όπως φαίνεται, δεν κατέχαμε, πέρασαν δυο ώρες κι ήμασταν ψόφιοι από την κούραση. Ακολουθήσαμε κάποιους στρατιώτες και μπήκαμε μαζί τους σ ένα μπαρ με φωτεινές επιγραφές. Άντε Καρακούλη, μου είπε ο Βόρτακος, σκάσε χαμόγελο. Όπως φαίνεται είμαστε στο σωστό δρόμο. Το μπαρ ήτανε γεμάτο στρατιώτες. Όλοι τους φουγάρα. Η ατμόσφαιρα όλο καπνούς από τα τσιγάρα, μια μπόχα ανθρωπίλας ανάκατης με τη μπόχα της μπίρας μού έπνιγε το λαρύγγι. Πίσω από ένα μεγάλο πάγκο, γεμάτο ποτήρια και πολύχρωμα μπουκάλια, βρίσκονταν τρεις κοπέλες κι ένας φαλακρός μπάρμαν. Είδα εκεί ένα σωρό γνωστές μου φυσιογνωμίες. Με μερικούς έκανα ήδη παρέα, έτσι μου έγνεψαν φιλικά μόλις μπήκαμε. Δεν υπήρχαν καθίσματα άδεια, οι περισσότεροι στέκονταν και κρατούσαν ποτήρια με κάποιο ποτό, είτε αναψυκτικό είτε αλκοολούχο. Τι θα πιούμε, ρώτησε ο Πατάτας. Ότι να ναι, απάντησε ο Βόρτακος και με κοίταξε ικετευτικά. 12
Για την πατρίδα και τον έρωτα Γνώριζα ότι και οι δυο είχαν ήδη ξοδέψει τα λεφτά τους και δεν κρατούσαν ούτε γρόσι. Μια φωνούλα μου τσίριζε κάθε τόσο στ αφτί ότι ο λόγος που ήρθανε μαζί μου ήταν κυρίως αυτός. Έπνιγα τη φωνή, αλλά αυτή δεν το βαζε κάτω και ξανάβγαινε το ίδιο αθυρόστομη κι επίμονη. Πήγα στον πάγκο και παράγγειλα τρία αναψυκτικά. Η κοπέλα με κοίταξε μ ένα αδειανό βλέμμα και μου πάσαρε τρία ποτήρια. Την πλήρωσα και μου έσκασε ένα ψυχρό, ψεύτικο χαμόγελο που καλύτερα να μ έφτυνε. Καρακούλη, είσαι κόπανος, είπε ο Πατάτας. Δεν διάλεξες καλά. Έπρεπε να πας στην καστανή, αυτήν εκεί ντε που χαριεντίζεται με τους φαντάρους του πρώτου λόχου. Δε βαριέσαι, απάντησα παρακολουθώντας με ζήλια την καστανή κοπέλα και τους φαντάρους του πρώτου λόχου. Ήταν σίγουρα πόρνη, φτιασιδωμένη και προκλητικά ντυμένη. Από τα στήθη της έκρυβε μόνο το κάτω μέρος, τόσο, όσο για να στηρίζονται και να μην ξεχυθούν έξω από το ρούχο, που τα πίεζε ασφυκτικά και τα φούσκωνε περισσότερο. Φορούσε μια μίνι φούστα, τόσο κοντή που την έπαιρνες για βρακί. Ένας από τους φαντάρους, τής είχε προσφέρει ένα τσιγάρο κι εκείνη τη στιγμή τής το άναβε. Αυτή έσκυψε, ενώ εγώ παρακολουθούσα τα βυζιά της αναμένοντας, 13
Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος πως από στιγμή σε στιγμή θα ξεχύνονταν έξω, ολοζώντανα. Ο Βόρτακος στο μεταξύ βρήκε μια άδεια θέση σε μια γωνιά και θρονιάστηκε εκεί σαν μοναχικός καβαλάρης. Παρακολουθούσε την όλη κατάσταση μ ένα βλέμμα γιομάτο θλίψη κι αδιαφορία, αφού ο ίδιος δεν μπορούσε να πάρει μέρος. Η καστανή πόρνη όμως τον πρόσεξε και κάτι άναψε μέσα στο ανεξερεύνητο μυαλό της. Τη μάγεψε ίσως η θλίψη που ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, ή κάτι άλλο που δε μπόρεσα ποτέ να εξηγήσω. Τόσο παράξενος κι ανεξήγητος είναι ο κόσμος της γυναίκας! Μόλις τον είδε λοιπόν άστραψαν τα μάτια της και κατευθύνθηκε προς το μέρος του σαν μαγεμένη. Τι έχει το φανταράκι, γιατί είναι τόσο θλιμμένο; Όλοι σταμάτησαν κάθε κίνηση, λες και πάγωσαν. Τα χέρια με τα ποτά έμειναν μετέωρα. Τα μάτια όλων ήταν καρφωμένα πάνω στη Βέρα που πλησίαζε το Βόρτακο λικνιστή. Ο πισινός της ανεβοκατέβαινε καθώς προχωρούσε και τέντωνε τη φούστα, κάνοντας δυο στρογγυλούς κύκλους στους γλουτούς, που χοροπηδούσαν προκλητικά. Τού χάιδεψε τα μάγουλα. Γιατί φανταράκι δεν διασκεδάζεις; 14