της 3ης Ιουνίου 1971 της 14ης αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς

Σχετικά έγγραφα
BERTRAND ΚΑΤΑ OTT ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση. Handelskwekerij G. J. Bier BV, εγκατεστημένης

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα) της 12ης Νοεμβρίου 1992 *

κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παραπέμποντος δικαστηρίου

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Cour de cassation του Βελγίου προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία το

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 8ης Ιουνίου 1971<appnote>*<appnote/>

της 25ης Οκτωβρίου 1979 *

διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 21ης Μαΐου 1980 *

Ομόσπονδου κράτους Rheinland/Pfalz, εκπροσωπουμένου από τον υπουργό Οικονομίας και Μεταφορών, 65 Mainz,

Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, R. Monaco, J. Mertens de Wilmars (εισηγητή), της 12ης. προς το Δικαστήριο, δικαστηρίου μεταξύ

δικαστή), δικαστές, Δικαστήριο, της 31ης καθώς και της εταιρίας Winthrop BV, εγκατεστημένης στο Haarlem, η έκδοση

προς την εφαρμογή, στο κοινοτικό δίκαιο, των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σύμβασης περί των δικαιωμάτων του ανθρώπου, ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

AMMINISTRAZIONE DELLE FINANZE DELLO STATO ΚΑΤΑ SIMMENTHAL ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 19ης Νοεμβρίου 1975 *

REGINA ΚΑΤΑ THOMPSON κ.λπ. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 30ής Ιουνίου 1966<appnote>*</appnote>

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

INTERNATIONAL FRUIT COMPANY ΚΑΤΑ PRODUKTSCHAP VOOR GROENTEN EN FRUIT ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 31ης Δικαστήριο, Οκτωβρίου 1974 εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, καθώς και

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 5ης Απριλίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ της ΥΠΟΘΕΣΗ C-106/95. ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 20ής Φεβρουαρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 30ής Απριλίου 2002 *

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ Τροποποιήσεις του κανονισμού διαδικασίας του δικαστηρίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 14ης Μαρτίου 1991 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 18ης Μαρτίου 1980 *

«Σύμβαση των Βρυξελλών Ασφαλιστικά μέτρα Εξέταση μάρτυρα»

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 148/78 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 10ης Μαρτίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

της 21ης της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του με δικαστηρίου αιτούντος Βελγικού Δημοσίου, εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Δικαιοσύνης,

της 3ης Απριλίου 1968*

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 'της 17ης Ιουνίου 1992 *

Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εκπροσωπουμένης από

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 18ης Μαρτίου 1980 *

Συνθήκης ΕΟΚ, Δικαστήριο, της 8ης. Στην υπόθεση 43/75, εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 2ας Μαΐου 1996 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 17ης Μαρτίου 1998*

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

της 18ηςΜαρτίου 1970<appnote>*</appnote>

της 10ης Δεκεμβρίου 1968*

της 17ης Δεκεμβρίου 1970<appnote>*</appnote>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 34/79 ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr, A. La Pergola, M. Wathelet (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 9, παράγραφος 1, 12, 13, παράγραφος 2, 92, 93 και 95 της Συνθήκης ΕΟΚ,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 18ης Μαρτίου 1986 *

Συλλογή της Νομολογίας

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ 1/76 ΤΗΣ του. Υιοθετηθείσα από το Δικαστήριο άποψη

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 22ας Νοεμβρίου 2001 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 18ης Νοεμβρίου 1999 *

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 *

Οικονομικής Κοινότητας, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα) της 13ης Μαρτίου 2014 (*)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

θεσπίσεως κοινής πολιτικής δομών στον τομέα της αλιείας και κοινής οργανώσεως Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 3/76, 4/76 και 6/76, 6/76) αντιστοίχως,

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 9ης Νοεμβρίου 2000 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 10ης Νοεμβρίου 1992 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 24ης Νοεμβρίου 1993 *

συγκείμενο από τους L. Bay Larsen, πρόεδρο τμήματος, K. Jürimäe (εισηγήτρια), J. Malenovský, M. Safjan και A. Prechal, δικαστές,

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 2004 *

JUR.4 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0900 (COD) PE-CONS 1/19 JUR 15 COUR 2 INST 4 CODEC 46

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 30ής Σεπτεμβρίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 27ης Σεπτεμβρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 7ης Δεκεμβρίου 2000 *

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I Σουηδική ειδική έκδοση σελίδα I Φινλανδική ειδική έκδοση σελίδα I 00477

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα) της 2ας Μαρτίου 2017 (*)

της 31ης Μαρτίου 1971<appnote>*</appnote>

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 13ης Ιουλίου 2006 *

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. της. απόφασης του Συμβουλίου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 9ης Οκτωβρίου 1997 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1988 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( πέμπτο τμήμα ) της 11ης Ιουνίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( έκτο τμήμα ) της 27ης Σεπτεμβρίου 1989 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 12ης Φεβρουαρίου 1987 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗ 71/83

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Απριλίου 2008,

ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του παράπέμποντος

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 28ης Μαρτίου 2000 *

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τέταρτο τμήμα ) 27 Νοεμβρίου 1985 *

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από το νομικό της

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2016/1103 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Transcript:

κατ' ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 14ης Δεκεμβρίου 1976 <appnote>*</appnote> Στην υπόθεση 25/76, που έχει ως αντικείμενο αίτηση του BUNDESGERICHTSHOF προς το Δικαστήριο, εφαρμογή του άρθρου 1 του πρωτοκόλλου σχετι της 3ης Ιουνίου 1971 κά με την εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ εταιρίας Galeries Segoura SPRL, με έδρα τις Βρυξέλλες, και εταιρίας Rahim Bonakdarian, με έδρα το Αμβούργο, η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 17, πρώτη παράγραφος της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, συγκείμενο από τους Η. Kutscher, πρόεδρο, Α. Μ. Donner και P. Pescatore, προέδρους τμήματος, J. Mertens de Wilmars, P. Μ. Sørensen, A. J. Mackenzie Stuart και A. O'Keeffe, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: F. Capotorti γραμματέας: A. Van Houtte * Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική. 671

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 14.12.1976 25/76 εκδίδει την ακόλουθη Απόφαση (το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται) Σκεπτικό 1 Με Διάταξη της 18ης Φεβρουαρίου 1976, η οποία περιήλθε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 11 Μαρτίου 1976, το BUNDESGERICHTSHOF υπέβαλε, δυνάμει του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 σχετικά με την ερμηνεία της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (στο εξής η Σύμβαση), προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 17 της εν λόγω Συμβάσεως. 2 Από τη Διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι στο παρόν στάδιο η διαφορά που εκκρεμεί κατόπιν αναιρέσεως ενώπιον του BUNDESGERICHTSHOF αναφέρεται στην αρμοδιότητα του LANDGERICHT του Αμβούργου να επιληφθεί αγωγής που άσκησε εμπορική επιχείρηση, εδρεύουσα στην περιφέρεια του δικαστηρίου αυτού, κατά εμπορικής εταιρίας με έδρα τις Βρυξέλλες με την αγωγή ζητείται η καταβολή του υπολοίπου του τιμήματος για την αγορά ταπήτων στην οποία προέβη η εταιρία των Βρυξελλών στο Αμβούργο. Η συνήφθη προφορικώς μεταξύ των συμβαλλομένων, εκτελέστηκε αυθημερόν από σύμβαση, η οποία τον πωλητή έναντι μερικής καταβολής του τιμήματος εκ μέρους του αγοραστή. Κατά την παράδοση του εμπορεύματος, ο πωλητής εγχείρισε στον αγοραστή έγγραφο που χαρακτηρίστηκε ως «βεβαίωση παραγγελίας και τιμολόγιο», σύμφωνα με το οποίο η πώληση και η παράδοση πραγματοποιούνταν «υπό τους αναγραφόμενους στην οπίσθια όψη όρους». Οι «όροι πωλήσεως, παραδόσεως και πληρωμής» που αναγράφονται στην οπίσθια όψη του εγγράφου αυτού περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων και ρήτρα περί αποκλειστικής αρμοδιότητας των δικαστηρίων του Αμβούργου για τυχόν διαφορές. Το έγγραφο αυτό δεν επιβεβαιώθηκε από τον αγοραστή. 3 Δεδομένου ότι ο αγοραστής κατέστη υπερήμερος όσον αφορά την καταβολή του υπολοίπου τιμήματος, ο πωλητής άσκησε αγωγή ενώπιον του LANDGERI CHT του Αμβούργου το οποίο, με απόφαση που εκδόθηκε ερήμην στις 16 Μαΐου 1973, καταδίκασε τον αγοραστή στην καταβολή του υπολοίπου τιμήματος, προσαυξημένου κατά τους τόκους υπερημερίας. Κατόπιν ανακοπής του αγοραστή, το LANDGERICHT, με απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1973, εξαφάνισε την ερήμην εκδοθείσα απόφασή του και διαπίστωσε την έλλειψη διεθνούς δικαιοδοσίας του, διότι οι διάδικοι δεν είχαν συνάψει συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας κατά την έννοια του άρθρου 17 της Συμβάσεως. Κατόπιν εφέσεως του πωλητή, το HANSEATISCHE OBERLANDESGERICHT, κρίνοντας ότι οι διάδικοι είχαν 672

εγκύρως συνάψει συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας σύμφωνα με το άρθρο 17 της Συμβάσεως, εξαφάνισε την απόφαση του LANDGERICHT και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιόν του. 4 Ο αγοραστής άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του BUNDESGERICHTSHOF, το οποίο υπέβαλε δύο ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 17, πρώτη παράγραφος. Επί της ερμηνείας του άρθρου 17 της Συμβάσεως γενικά 5 Σύμφωνα με το άρθρο 17, πρώτη παράγραφος της Συμβάσεως, «αν τα μέρη, από τα οποία ένα τουλάχιστον έχει την κατοικία του στο έδαφος συμβαλλόμενου κράτους, συμφώνησαν, είτε γραπτά είτε προφορικά με γραπτή επιβεβαίωση, ότι ένα δικαστήριο ή τα δικαστήρια συμβαλλόμενου κράτους θα δικάζουν τις διαφορές που έχουν προκύψει ή που θα προκύψουν από συγκεκριμένη έννομη σχέση, το δικαστήριο αυτό ή τα δικαστήρια του κράτους αυτού έχουν αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσία. 6 Κατά την ερμηνεία των προϋποθέσεων εφαρμογής της διατάξεως αυτής, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα αποτελέσματα της παρεκτάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, που συνίστανται στον αποκλεισμό τόσο της διεθνούς δικαιοδοσίας που θεμελιώνεται βάσει της γενικής αρχής του άρθρου 2, όσο και των ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6 της Συμβάσεως. Λαμβανομένων υπόψη των συνεπειών που μπορεί να έχει τέτοια επιλογή για τη δικονομική θέση των διαδίκων, οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτά το άρθρο 17 την ισχύ συμφωνιών διεθνούς δικαιδοσίας πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Εφόσον το άρθρο 17 απαιτεί την ύπαρξη «συμφωνίας», το επιληφθέν δικαστήριο οφείλει καταρχάς να εξετάσει αν η συμφωνία που θεμελιώνει τη διεθνή δικαιοδοσία του αποτέλεσε πράγματι αντικείμενο συμπτώσεως της βουλήσεως των συμβαλλομένων, η οποία διατυπώθηκε κατά τρόπο σαφή Σκοπός των τυπικών προϋποθέσεων του άρθρου 17 είναι η εξασφάλιση ντρέχει πράγματι σύμπτωση της βουλήσεως και ακριβή. ότι συ των συμβαλλόμενων. Τα ερωτήματα του BUNDESGERICHTSHOF αυτών. πρέπει να εξεταστούν υπό το φως των σκέψεων Επί των ερωτημάτων που υπέβαλε το BUNDESGERICHTSHOF 7 Με το πρώτο ερώτημα ερωτάται αν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 17 της Συμβάσεως όταν, κατά την προφορική σύναψη συμβάσεως πωλήσεως, ο πωλητής δήλωσε ότι προετίθετο να συνάψει τη σύμβαση υπό τους γενικούς όρους υπό τους οποίους συνάπτει τέτοιες συμβάσεις, στη συνέχεια δε απέστειλε στον αγοραστή γραπτή επιβεβαίωση της συναφθείσας συμβάσεως, επισυνάπτοντας 673

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 14.12.1976 25/76 στην επιβεβαίωση αυτή τους γενικούς του όρους πωλήσεως που περιλαμβάνουν και ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας. 8 Σύμφωνα με τις ανωτέρω εκτεθείσες γενικές σκέψεις, δεν μπορεί να τεκμαίρεται η παραίτηση συμβαλλομένου από το νομικό πλεονέκτημα της διεθνούς δικαιοδοσίας που προβλέπεται στη Σύμβαση. Δεν μπορεί επομένως να θεωρηθεί ότι ο αγοραστής, ακόμη και αν δήλωσε σε προφορικώς συναπτόμενη σύμβαση ότι δέχεται να συμβληθεί υπό τους γενικούς όρους του πωλητή, αποδέχεται επίσης ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας που ενδεχομένως περιλαμβάνεται στους γενικούς αυτούς όρους. Κατά συνέπεια, η γραπτή επιβεβαίωση της συμβάσεως από τον πωλητή, στην οποία επισυνάπτεται το κείμενο των γενικών του όρων, είναι ανίσχυρη όσον αφορά ενδεχόμενη ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας, εκτός αν αποδεχτεί γραπτώς τη ρήτρα αυτή ο αγοραστής. 9 Με το δεύτερο ερώτημα ερωτάται αν το άρθρο 17 της Συμβάσεως εφαρμόζεται όταν, μεταξύ εμπόρων, ο πωλητής, μετά την προφορική σύναψη συμβάσεως πωλήσεως, αποστέλλει στον αγοραστή γραπτή επιβεβαίωση της συνάψεως της συμβάσεως υπό τους δικούς του γενικούς όρους πωλήσεως, επισυνάπτοντας στη γραπτή επιβεβαίωση τους εν λόγω ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας, χωρίς ο αγοραστής να προβάλει αντιρρήσεις γενικούς όρους που περιλαμβάνουν έναντι του εγγράφου αυτού. 10 Από την παραβολή του κειμένου των δύο ερωτημάτων και από τις διευκρινίσεις που δόθηκαν κατά τη διαδικασία προκύπτει ότι το δεύτερο ερώτημα αναφέρεται στην περίπτωση της συνάψεως συμβάσεως πωλήσεως χωρίς καμία αναφορά σε υπάρχοντες γενικούς όρους πωλήσεως. Σε τέτοια περίπτωση, είναι προφανές ότι ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας, που αποτελεί ενδεχομένως συστατικό μέρος αυτών των γενικών όρων, δεν υπήρξε αντικείμενο της συμβάσεως που συνήφθη προφορικώς μεταξύ των συμβαλλομένων. Η μεταγενέστερη ανακοίνωση των γενικών όρων που περιλαμβάνουν τέτοια ρήτρα δεν είναι συνεπώς ικανή να μεταβάλει το περιεχόμενο της συμβάσεως που συνήψαν οι συμβαλλόμενοι, εκτός αν ο αγοραστής αποδέχθηκε τους όρους αυτούς ρητώς και εγγράφως. 11 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι και στις δύο περιπτώσεις που αναφέρει το BUNDESGERICHTSHOF, μια μονομερής έγγραφη δήλωση, όπως η προκείμενη, δεν επαρκεί για να θεμελιώσει συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας. Το αντίθετο ισχύει εντούτοις όταν μια σύμβαση συνάπτεται προφορικά στα πλαίσια συνήθων εμπορικών σχέσεων μεταξύ των συμβαλλομένων και όταν είναι επί πλέον βέβαιο ότι οι σχέσεις αυτές διέπονται στο σύνολό τους από τους γενικούς όρους του συντάκτη της γραπτής επιβεβαίωσης, οι οποίοι περιλαμβάνουν ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, θα αντέβαινε προς την καλή πίστη να αρνηθεί ο αποδέκτης της επιβεβαιώσεως την ύπαρξη συμφωνίας διεθνούς δικαιοδοσίας, έστω και ελλείψει έγγραφης αποδοχής εκ μέρους του. 674

12 Είναι συνεπώς δυνατό να δοθεί ενιαία απάντηση στα δύο υποβληθέντα ερωτήματα, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση συμβάσεως που συνάπτεται προφορικά, οι τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 17, πρώτη παράγραφος πληρούνται μόνον αν ο αγοραστής αποδέχθηκε εγγράφως τη γραπτή επιβεβαίωση που απέστειλε ο πωλητής, επισυνάπτοντας τους γενικούς του όρους πωλήσεως. Το γεγονός ότι ο αγοραστής δεν προέβαλε αντιρρήσεις έναντι της μονομερούς επιβεβαιώσεως εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου δεν θεωρείται αποδοχή όσον αφορά τη ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας, εκτός αν προφορικώς η συναφθείσα σύμβαση εντάσσεται στα πλαίσια συνήθων εμπορικών σχέσεων, που υφίστανται μεταξύ των συμβαλλομένων βάσει των γενικών όρων ενός συμβαλλομένου και οι οποίοι περιλαμβάνουν ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας. Για τους λόγους αυτούς, ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ, κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε το BUNDESGERICHTSHOF με Διάταξη της 18ης Φεβρουαρίου 1976, αποφαίνεται: Σε περίπτωση συμβάσεως που συνάπτεται προφορικά, οι τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 17, πρώτη παράγραφος, της Συμβάσεως για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις πληρούνται μόνον αν ο αγοραστής αποδέχθηκε εγγράφως τη γραπτή επιβεβαίωση που απέστειλε ο πωλητής, επισυνάπτοντας τους γενικούς του όρους πωλήσεως. Το γεγονός ότι ο αγοραστής δεν προέβαλε αντιρρήσεις έναντι της μονομερούς επιβεβαιώσεως εκ μέρους του αντισυμβαλλομένου δεν θεωρείται αποδοχή όσον αφορά τη ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας, εκτός αν η προφορικώς συναφθείσα σύμβαση εντάσσεται στα πλαίσια συνήθων εμπορικών σχέσεων που υφίστανται μεταξύ των συμβαλλομένων βάσει των γενικών όρων ενός συμβαλλομένου και οι οποίοι περιλαμβάνουν ρήτρα διεθνούς δικαιοδοσίας. Κρίθηκε από το Δικαστήριο στο Λουξεμβούργο στις 14 Δεκεμβρίου 1976. Kutscher Donner Pescatore Mertens de Wilmars Sørensen Mackenzie Stuart O'Keeffe Δημοσιεύθηκε στο Λουξεμβούργο στις 14 Δεκεμβρίου 1976. Ο γραμματέας Α. Van Houtte Ο Πρόεδρος Η. Kutscher 675