ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 4ης Δεκεμβρίου 1986 * Στην υπόθεση 205/84, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από το νομικό της σύμβουλο F.-W. Albrecht, επικουρούμενο από τον Ε. Steindorff, καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Μονάχου, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Μ. Beschel, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, κτίριο Jean Monnet, Kirchberg, υποστηριζόμενη από προσφεύγουσα, 1) το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τον Ι. Verkade, γενικό γραμματέα του Υπουργείου Εξωτερικών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την εδώ ολλανδική πρεσβεία, 5, rue C. Μ. Spoo, 2) το Ηνωμένο Βασίλειο, εκπροσωπούμενο από τον J. R. J. Braggins, του Treasury Solicitors' Department, Queen Anne' s Chambers, Λονδίνο, επικουρούμενο από τον Ν. Phillips, QC, και τον Ρ. Lasok, Barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την εδώ βρετανική πρεσβεία, 28, boulevard Royal, κατά παρεμβαίνοντες, Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενης από τον Μ. Seidel, Ministerialrat στο ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, επικουρούμενο από τον R. Lukes, καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Münster, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την εδώ γερμανική πρεσβεία, 20-22, avenue Emile-Reuter, υποστηριζόμενης από καθής, * Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική. 3793
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 4. 12. 1986 - ΥΠΟΘΕΣΗ 205/84 1) το Βασίλειο του Βελγίου, διά του Υπουργού Εξωτερικών, εκπροσωπούμενου από τον R. Hoebaer, διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών Υποθέσεων, Εξωτερικού Εμπορίου και Συνεργασίας με τις Αναπτυσσόμενες Χώρες, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την εδώ βελγική πρεσβεία, 4, rue des Girondins, 2) το Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο από τον L. Mikaelsen, νομικό σύμβουλο στο Υπουργείο Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Claus Gulmann, καθηγητή Νομικής, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο το δανό επιτετραμμένο Ib Bodenhagen, υπουργικό σύμβουλο, βασιλική πρεσβεία της Δανίας, 11 Β, boulevard Joseph-Il, 3) τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον G. Guillaume, διευθυντή νομικών υποθέσεων στο Υπουργείο Εξωτερικών, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την εδώ γαλλική πρεσβεία, 2, rue Bertholet, 4) την Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τον L. J. Dockery, Chief State Solicitor, Dublin Castle, Δουβλίνο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την εδώ ιρλανδική πρεσβεία, 28, route d'arlon, 5) την Ιταλική Δημοκρατία, διά του L. Ferrari Bravo, προϊσταμένου της Υπηρεσίας Διπλωματικών Διαφορών, Συνθηκών και Νομοθετικών Υποθέσεων, εκπροσωπούμενου και επικουρούμενου από τον Ο. Fiumara, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την εδώ ιταλική πρεσβεία, 5, rue Marie-Adélaïde, παρεμβαίνοντες, που έχει ως αντικείμενο να αναγνωριστεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ, ιδίως από τα άρθρα της 59 και 60, στον τομέα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών ασφαλίσεως, συμπεριλαμβανομένης της συνασφαλίσεως, και από την οδηγία 78/473 του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 1978, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων στον τομέα της κοινοτικής συνασφαλίσεως (ΕΕ ειδ. έκδ. 06/002, σ. 14), ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ συγκείμενο από τους Mackenzie Stuart, πρόεδρο, Y. Galmot, Κ. Κακούρη, Τ. F. Ο' Higgins και F. Schockweiler, προέδρους τμήματος, G. Bosco, Τ. Koopmans, Ο. Due, U. Everling, Κ. Bahlmann και R. Joliét, δικαστές, γενικός εισαγγελέας: Sir Gordon Slynn γραμματέας: J. A. Pompe, βοηθός γραμματέας 3794
έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση όπως συμπληρώθηκε μετά την προφορική διαδικασία της 6ης και 7ης Νοεμβρίου 1985, αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 20ής Μαρτίου 1986, εκδίδει την ακόλουθη ΑΠΟΦΑΣΗ 1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Αυγούστου 1984, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, α) εφαρμόζοντας τον Versicherungsaufsichtsgesetz ( νόμο σχετικά με τον έλεγχο των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, εφεξής: VAG), όπως ισχύει με το δέκατο τέταρτο τροποποιητικό νόμο της 29ης Μαρτίου 1983 ( BGBl. Ι, r. 377 ), ο οποίος επιβάλλει την υποχρέωση εγκαταστάσεως και λήψεως άδειας στις κοινοτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις που επιδιώκουν την παροχή εντός της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας μέσω αντιπροσώπων, εντολοδόχων, πρακτόρων και άλλων μεσαζόντων υπηρεσιών πρωτασφαλίσεως ( εκτός των ασφαλίσεων μεταφορών ) και απαγορεύει στους μεσίτες ασφαλειών που είναι εγκατεστημένοι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να μεσολαβούν στη σύναψη συμβάσεων ασφαλίσεως με ασφαλιστές που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης β ) θέτοντας σε ισχύ και εφαρμόζοντας τον προαναφερθέντα δέκατο τέταρτο τροποποιητικό νόμο του VAG περί μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 78/473 του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 1978, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων στον τομέα της κοινοτικής συνασφαλίσεως ( ΕΕ ειδ. έκδ. 06/002, σ. 14), παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης και την προαναφερθείσα οδηγία, κατά το μέτρο που οι διατάξεις του νόμου αυτού ορίζουν για την κοινοτική συνασφάλιση ότι ( στην περίπτωση κινδύνων κείμενων στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ) ο κύριος ασφαλιστής πρέπει να είναι εγκατεστημένος εκεί και να έχει λάβει άδεια να καλύπτει επίσης μόνος του τους ασφαλιζόμενους κινδύνους 3795
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 4. 12. 1986 - ΥΠΟΘΕΣΗ 205/84 γ) ορίζοντας, μέσω του Bundesaufsichtsamt für das Versicherungswesen (Ομοσπονδιακού Γραφείου Ελέγχου των Ασφαλίσεων ) και στο πλαίσιο της μεταφοράς της προαναφερθείσας οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, εξαιρετικά υψηλά κατώτατα όρια ασφαλιστικού ποσού όσον αφορά τους κινδύνους των κλάδων ασφαλίσεως έναντι πυρκαγιάς, αστικής ευθύνης, ασφαλίσεως ευθύνης από αεροσκάφη και γενικής αστικής ευθύνης κινδύνους που μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο κοινοτικής συνασφαλίσεως κατά το μέτρο που η συνασφάλιση ως υπηρεσία αποκλείεται ως εκ τούτου στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για τους κάτω των κατώτατων αυτών ορίων κινδύνους, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 1, παράγραφος 2, και το άρθρο 8 της οδηγίας 78/473, καθώς και από τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης. 2 Η Επιτροπή άσκησε επίσης προσφυγές λόγω παραβάσεως κατά της Γαλλικής Δημοκρατίας ( υπόθεση 220/83 ), της Δανίας ( υπόθεση 252/83 ) και της Ιρλανδίας ( υπόθεση 206/84), σχετικές με τη μεταφορά από αυτά τα κράτη μέλη της προαναφερθείσας οδηγίας 78/473 στην εσωτερική έννομη τάξη. Με τις προσφυγές αυτές η Επιτροπή προβάλλει αιτιάσεις που συμπίπτουν ευρέως με τις αιτιάσεις των στοιχείων β ) και γ ) της παρούσας υπόθεσης. Αντιθέτως, στις προσφυγές αυτές δεν περιλαμβάνονται αιτιάσεις αντίστοιχες προς αυτή του στοιχείου α ), καίτοι, στα εν λόγω κράτη μέλη, οι γενικές νομοθεσίες περί του ελέγχου των ασφαλιστικών επιχειρήσεων περιέχουν περιορισμούς παρόμοιους με αυτούς που αποτελούν το αντικείμενο της αιτίασης αυτής. 3 Στην παρούσα υπόθεση, οι κυβερνήσεις του Βελγίου, της Δανίας, της Γαλλίας, της Ιρλανδίας και της Ιταλίας παρενέβησαν υπέρ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, ενώ οι κυβερνήσεις του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ολλανδίας παρενέβησαν υπέρ της Επιτροπής. 4 Όσον αφορά τις επίδικες διατάξεις της γερμανικής νομοθεσίας, τις κοινοτικές οδηγίες περί συντονισμού στον τομέα της ασφάλισης και τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα τόσο των κυρίων διαδίκων όσο και των παρεμβαινόντων, γίνεται παραπομπή στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση. Τα στοιχεία αυτά του φακέλου δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο. Ι Ως προς το παραδεκτό 5 Προκαταρκτικώς, πρέπει να εξεταστούν ορισμένα προβλήματα παραδεκτού τα οποία συζητήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου. 3796
6 Η ιρλανδική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, ασκώντας όλες αυτές τις προσφυγές, επιχειρεί να προτρέξει των διαδικασιών που έχει ήδη κινήσει το Συμβούλιο δυνάμει του άρθρου 57, παράγραφος 2, της Συνθήκης. Η πρόταση περί της δεύτερης οδηγίας σχετικά με την πρωτασφάλιση εκτός της ασφαλίσεως ζωής ( ABl. 1976, C 32, σ. 2, καλούμενη εφεξής πρόταση δεύτερης οδηγίας), η οποία εκκρεμεί ενώπιον του Συμβουλίου, αφορά τα ίδια ακριβώς προβλήματα οριοθετήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών τα οποία αποτελούν αντικείμενο της παρούσας δίκης. Πράγματι, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να διασφαλίσει την αποστολή που, βάσει της Συνθήκης, έχει ανατεθεί στο Συμβούλιο. 7 Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 155 της Συνθήκης, η Επιτροπή μεριμνά για την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης. Στο πλαίσιο της εκπλήρωσης της αποστολής αυτής, στο Όργανο αυτό εναπόκειται, εφόσον κρίνει ότι ένα κράτος μέλος έχει παραβεί υποχρέωση που υπέχει από τη Συνθήκη, να ασκήσει κατ' εφαρμογή του άρθρου 169 προσφυγή. Το γεγονός και μόνο ότι έχει ήδη υποβληθεί στο Συμβούλιο πρόταση νομοθετικής πράξεως, η έκδοση και μεταφορά στο εθνικό δίκαιο της οποίας θα μπορούσαν να θέσουν τέρμα στην προβαλλόμενη από την Επιτροπή παράβαση, δεν εμποδίζει την Επιτροπή να ασκήσει μια τέτοια προσφυγή λόγω παραβάσεως. 8 Η γαλλική και η ιρλανδική κυβέρνηση υποστήριξαν ότι, στην πραγματικότητα, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι η οδηγία 78/473 είναι σύμφωνη προς τη Συνθήκη και, ως εκ τούτου, τη νομιμότητα της οδηγίας αυτής. Η Επιτροπή όμως δεν άσκησε εμπροθέσμως προσφυγή ακυρώσεως κατά της οδηγίας αυτής. Συνεπώς, οι κυβερνήσεις αυτές εκφράζουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της προσφυγής της Επιτροπής, με την οποία αμφισβητείται πάλι ένα κείμενο κοινοτικού δικαίου θεωρούμενο ως οριστικό. 9 Διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία αυτή φέρει στο φως μια διάσταση ως προς την ερμηνεία της οδηγίας. Με προσφυγή της, η Επιτροπή εννοεί την οδηγία σύμφωνα με την ερμηνεία που αυτή δίνει στα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης, ενώ οι δύο κυβερνήσεις την εννοούν κατά τρόπο αντίθετο προς την εν λόγω ερμηνεία των άρθρων 59 και 60. Όμως, αυτά τα προβλήματα ερμηνείας μπορούν να επιλυθούν μόνο κατά την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. 10 Υπό τις συνθήκες αυτές, τίποτα δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να προβεί στην εξέταση της ουσίας. 3797
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 4. 12. 1986 - ΥΠΟΘΕΣΗ 205/84 II Ως προς την ουσία Α Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση της Επιτροπής 1) Ως προς το αντικείμενο της αιτίασης 1 1 Από την ίδια τη διατύπωση των αιτημάτων της Επιτροπής προκύπτει ότι η πρώτη αιτίαση αφορά τις υποχρεώσεις λήψεως άδειας και εγκαταστάσεως που έχουν επιβληθεί από τον VAG σε κάθε παρέχοντα υπηρεσίες στον τομέα γενικά της πρωτασφάλισης εκτός των ασφαλίσεων μεταφορών, που δεν υπόκεινται στις υποχρεώσεις αυτές, και της κοινοτικής συνασφάλισης, η οποία αποτελεί αντικείμενο της δεύτερης και τρίτης αιτίασης. Εξάλλου, το Δικαστήριο σημειώνει το γεγονός ότι, κατά την προφορική διαδικασία, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η προσφυγή δεν αφορά τις υποχρεωτικές ασφαλίσεις. 12 Άλλωστε, σε απάντηση ερωτήματος του Δικαστηρίου, η Επιτροπή εξήγησε ότι, αντίθετα προς τις σχετικές με την κοινοτική συνασφάλιση αιτιάσεις, η πρώτη αιτίαση αφορά επίσης τις ασφαλίσεις ζωής. Κατά τη διάρκεια της προφορικής διαδικασίας, η γερμανική κυβέρνηση υποστήριξε ότι ουδέποτε αμφισβήτησε ότι οι ασφαλίσεις αυτές αποτέλεσαν αντικείμενο της διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως. Εντούτοις, ορισμένες από τις κυβερνήσεις που παρενέβησαν υπέρ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας θεώρησαν την απάντηση της Επιτροπής ως απόπειρα διευρύνσεως του αντικειμένου της προσφυγής, πράγμα που τους στερεί έτσι τη δυνατότητα να τονίσουν ιδιαίτερες καταστάσεις του τομέα των ασφαλίσεων ζωής. 1 3 Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τόσο η αιτιολογημένη γνώμη όσο και το δικόγραφο της προσφυγής έχουν γενική διατύπωση και αφορούν γερμανικές διατάξεις που εφαρμόζονται και επί των ασφαλίσεων ζωής. Είναι αλήθεια ότι και τα δύο πιο πάνω έγγραφα αναφέρουν μόνο την οδηγία 73/239 του Συμβουλίου της 24ης Ιουλίου 1973, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη δραστηριότητας πρωτασφαλίσεως, εκτός της ασφαλίσεως ζωής και την άσκηση αυτής ( ΕΕ ειδ. έκδ. 06/001, σ. 157 ) και την προαναφερθείσα οδηγία 78/473 περί της κοινοτικής συνασφαλίσεως και όχι την οδηγία 79/267 του Συμβουλίου της 5ης Μαρτίου 1979, περί συντονισμού των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη της δραστηριότητας της πρωτασφαλίσεως ζωής και την άσκηση αυτής ( ΕΕ ειδ. έκδ. 06/002, σ. 57 ). Πάντως, αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι, όσον αφορά τα ασκούντα επιρροή στην υπό κρίση προσφυγή σημεία, η οδηγία του 1979 δεν διαφέρει από την του 1973. Καίτοι οι ασφαλίσεις ζωής θέτουν πράγματι προβλήματα, ιδίως όσον αφορά τους όρους ασφαλίσεως και τον τόπο όπου πρέπει να βρίσκονται τα τεχνικά αποθεματικά, τα προβλήματα αυτά μπορούν να διακριθούν από τα των απαιτήσεων εγκαταστάσεως και λήψεως 3798
άδειας, τα οποία αποτελούν και το μόνο αντικείμενο της πρώτης της αιτίασης. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η απάντηση της Επιτροπής πρέπει να θεωρηθεί ως διευκρίνιση και όχι ως διεύρυνση της προσφυγής. 14 Με το αίτημα της σχετικά με την πρώτη αιτίαση, η Επιτροπή αναφέρθηκε μεμονωμένα στην απαγόρευση που έχει επιβληθεί με τον VAG σχετικά με τη δυνατότητα των μεσαζόντων που είναι εγκατεστημένοι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να προτείνουν σε κατοίκους του κράτους αυτού τη σύναψη συμβάσεων ασφαλίσεως με ασφαλιστές εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος. Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, η Επιτροπή και η βρετανική κυβέρνηση υποστήριξαν ότι τέτοιοι μεσάζοντες, με το να παρέχουν συμβουλές όσον αφορά την επιλογή ασφαλίσεων και ασφαλιστών, ενεργούν προς το συμφέρον και μόνο των συμβαλλόμενων σε συμβάσεις ασφαλίσεως. Επομένως, οι σχετικοί με την προστασία των τελευταίων λόγοι που επικαλέστηκε η γερμανική κυβέρνηση δεν μπορούν με κανένα τρόπο να δικαιολογήσουν την απαγόρευση αυτή, και αυτό ακόμα λιγότερο αφού, σύμφωνα με την κυβέρνηση αυτή, ο VAG δεν απαγορεύει στους συμβαλλόμενους σε σύμβαση ασφαλίσεως οι οποίοι διαμένουν σε γερμανικό έδαφος να έρχονται σε απευθείας διαπραγματεύσεις με την οικεία αλλοδαπή ασφαλιστική επιχείρηση. 15 Η γερμανική κυβέρνηση απάντησε ότι, όταν ο συμβαλλόμενος σε σύμβαση ασφαλίσεως έρχεται με δική του πρωτοβουλία σε απευθείας διαπραγματεύσεις με την αλλοδαπή ασφαλιστική εταιρία, εν γνώσει του παραιτείται από την προστασία της νομοθεσίας της χώρας του. Αντιθέτως, στην περίπτωση μεσάζοντος εγκατεστημένου στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, ο συμβαλλόμενος απευθύνεται σε εγχώρια επιχείρηση η οποία όμως ασκεί τις δραστηριότητές της προς το συμφέρον ασφαλιστικών επιχειρήσεων και, εν προκειμένω, προς το συμφέρον επιχειρήσεως που δεν είναι εγκατεστημένη ούτε έχει λάβει άδεια στη Γερμανία. Επομένως, η επίδικη απαγόρευση συνιστά, κατά την εν λόγω κυβέρνηση, αναγκαίο συμπλήρωμα στις απαιτήσεις εγκαταστάσεως και λήψεως άδειας. 16 Επί του σημείου αυτού, πρέπει να υπομνηστεί ότι το επάγγελμα του μεσάζοντος στον τομέα των ασφαλίσεων δεν αποτελεί αντικείμενο καμιάς κοινοτικής ρύθμισης βάσει της οποίας θα μπορούσε το Δικαστήριο να δεχτεί ότι ένας τέτοιος μεσάζων ασκεί τις δραστηριότητες του προς το συμφέρον του ενός ή του άλλου μέρους συμβάσεως ασφαλίσεως. Εξάλλου, το γεγονός ότι μια σύμβαση ασφαλίσεως διαπραγματεύτηκε μεσάζων που δεν ενήργησε κατ' εντολή της αλλοδαπής ασφαλιστικής επιχείρησης δεν μπορεί να αλλοιώσει το χαρακτήρα της σύμβασης αυτής ως παροχής υπηρεσίας εκ μέρους της τελευταίας αυτής επιχείρησης προς το συμβαλλόμενο στη σύμβαση ασφαλίσεως. Από τις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται ότι, όσον αφορά τους κανόνες περί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, η επίδικη απαγόρευση δεν μπορεί να διαχωριστεί 3799
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 4. 12. 1986 ΥΠΟΘΕΣΗ 205/84 από την αιτίαση περί των υποχρεώσεων εγκαταστάσεως και λήψεως άδειας που έχουν επιβληθεί στην ασφαλιστική επιχείρηση ως παρέχουσα υπηρεσίες και ότι, επομένως, αρκεί να αποφανθεί το Δικαστήριο ως προς αυτή την αιτίαση. 1 7 Συνεπώς, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής αναφέρεται στον τομέα της ασφάλισης στο σύνολο του, εκτός των ασφαλίσεων μεταφορών, της κοινοτικής συνασφάλισης και των υποχρεωτικών ασφαλίσεων, και ότι αφορά τις απαιτήσεις εγκαταστάσεως και λήψεως άδειας που έχουν επιβληθεί από τη γερμανική νομοθεσία στους κοινοτικούς ασφαλιστές ως παρεχόντων υπηρεσίες κατά την έννοια της Συνθήκης. 2) Ως προς την έννοια της παροχής υπηρεσιών στον νομέα της ασφάλιοης 18 Σύμφωνα με το άρθρο 59, παράγραφος 1, της Συνθήκης, η κατάργηση των περιορισμών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Κοινότητας εκτείνεται επί όλων των υπηρεσιών που παρέχονται από υπηκόους των κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε χώρα της Κοινότητας διαφορετική από αυτή του αποδέκτη παροχής. Σύμφωνα με το άρθρο 60, παράγραφος 1, ως υπηρεσίες κατά την έννοια της Συνθήκης νοούνται οι παροχές που κατά κανόνα προσφέρονται αντί αμοιβής εφόσον δεν διέπονται από τις διατάξεις τις σχετικές με την ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, των κεφαλαίων και των προσώπων. 19 Όσον αφορά τις κατ' αυτό τον τρόπο προσδιορισθείσες παροχές υπηρεσιών, τα άρθρα αυτά, με την επιφύλαξη, πάντως, των διατάξεων του άρθρου 61 και των άρθρων 55 και 56 στις οποίες ρητώς παραπέμπει το άρθρο 66, επιβάλλουν την κατάργηση κάθε περιορισμού στην ελεύθερη κυκλοφορία τους. Ενώ ως προς τις τελευταίες αυτές διατάξεις δεν τίθεται θέμα στην υπό κρίση προσφυγή, η ιταλική κυβέρνηση υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 61, παράγραφος 2, η ελευθέρωση των ασφαλιστικών υπηρεσιών που συνδέονται με τις κινήσεις κεφαλαίων πρέπει να πραγματοποιηθεί σε αρμονία με την προοδευτική ελευθέρωση της κυκλοφορίας κεφαλαίων. Εντούτοις, πρέπει σχετικά να επισημανθεί ότι ήδη με την πρώτη οδηγία του Συμβουλίου της 11ης Μαΐου 1960, περί της εφαρμογής του άρθρου 67 της Συνθήκης ( ΕΕ ειδ. έκδ. 10/001, σ. 4 ), προβλέφθηκε ότι τα κράτη μέλη χορηγούν κάθε έγκριση συναλλάγματος το οποίο αφορά την κίνηση κεφαλαίων που απαιτείται για την εκτέλεση συμβάσεων ασφαλίσεως, καθόσον οι συμβάσεις αυτές τυγχάνουν του ευεργετήματος της ελεύθερης κυκλοφορίας υπηρεσιών, σε εκτέλεση του άρθρου 59 και επ. της Συνθήκης. 3800
20 Επομένως, καίτοι οι κανόνες περί κινήσεως κεφαλαίων δεν είναι ικανοί να περιορίσουν την ελευθερία συνάψεως συμβάσεων ασφαλίσεως υπό μορφή παροχής υπηρεσιών δυνάμει των άρθρων 59 και 60, τίθεται, εντούτοις, το πρόβλημα της οριοθέτησης του πεδίου εφαρμογής των άρθρων αυτών σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης σχετικά με το δικαίωμα εγκαταστάσεως. 21 Εν προκειμένω, πρέπει να αναγνωριστεί ότι μια ασφαλιστική επιχείρηση άλλου κράτους μέλους, η οποία ασκεί δραστηριότητα κατά τρόπο μόνιμο στο εν λόγω κράτος μέλος, υπάγεται στις διατάξεις της Συνθήκης περί του δικαιώματος εγκαταστάσεως, και αυτό έστω και αν η σχετική δραστηριότητα της επιχείρησης δεν ασκείται μέσω υποκαταστήματος ή πρακτορείου, αλλά μέσω απλού γραφείου, το οποίο διευθύνεται από το δικό της προσωπικό ή από ανεξάρτητο πρόσωπο, στο οποίο όμως έχει δοθεί η εντολή να ενεργεί γι' αυτή κατά τρόπο μόνιμο όπως θα έπραττε ένα πρακτορείο. Επομένως, κατόπιν του προαναφερθέντος ορισμού, που περιέχεται στο άρθρο 60, παράγραφος 1, μια τέτοια επιχείρηση ασφαλίσεως δεν μπορεί να επικαλεστεί τα άρθρα 59 και 60 όσον αφορά τις δραστηριότητές της στο εν λόγω κράτος μέλος. 22 Ομοίως, όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με την απόφαση του της 3ης Δεκεμβρίου 1974 ( Van Binsbergen, 33/74, Sig. σ. 1299 ), δεν μπορεί ένα κράτος μέλος να στερηθεί του δικαιώματος θεσπίσεως διατάξεων που αποσκοπούν στο να εμποδιστεί ώστε η ελευθερία που εγγυάται το άρθρο 59 να χρησιμοποιηθεί από παρέχον υπηρεσίες πρόσωπο του οποίου η δραστηριότητα κατευθύνεται εξ ολοκλήρου ή κυρίως προς το έδαφός του με σκοπό να μην υπαχθεί το πρόσωπο αυτό στους επαγγελματικούς κανόνες που θα εφαρμόζονταν επί αυτού σε περίπτωση που θα ήταν εγκατεστημένο στο έδαφος του κράτους αυτού, ενώ μια τέτοια κατάσταση μπορεί να διέπεται από το κεφάλαιο περί του δικαιώματος εγκαταστάσεως και όχι από αυτό που αφορά την παροχή υπηρεσιών. 23 Τέλος, πρέπει να αναφερθεί ότι, εφόσον το πεδίο εφαρμογής των άρθρων 59 και 60 έχει καθοριστεί σύμφωνα με τους τόπους εγκαταστάσεως ή διαμονής του παρέχοντος τις υπηρεσίες και του αποδέκτη των υπηρεσιών, είναι δυνατό να ανακύψουν ιδιαίτερα προβλήματα όταν ο καλυπτόμενος από τη σύμβαση ασφαλίσεως κίνδυνος βρίσκεται στο έδαφος κράτους διαφορετικού από το του συμβαλλομένου στη σύμβαση ασφαλίσεως αποδέκτη των υπηρεσιών. Τα προβλήματα αυτά, που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ενώπιόν του συζητήσεως, δεν θα εξεταστούν από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης. Επομένως, η εξέταση που ακολουθεί αφορά μόνο τις ασφαλίσεις έναντι κινδύνων ευρισκόμενων στο κράτος μέλος του συμβαλλόμενου σε σύμβαση ασφαλίσεως ( καλούμενο εφεξής «το κράτος όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες» ). 3801
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 4. 12. 1986 - ΥΠΟΘΕΣΗ 205/84 24 Από τις προηγούμενες σκέψεις απορρέει ότι οι παροχές υπηρεσιών που πρέπει να εξεταστούν προκειμένου το Δικαστήριο να αποφανθεί επί της υπό κρίση προσφυγής αφορούν μόνο συμβάσεις ασφαλίσεως έναντι κινδύνων κείμενων σε ένα κράτος μέλος, οι οποίες έχουν συναφθεί από συμβαλλόμενο που είναι εγκατεστημένος ή διαμένει στο κράτος αυτό με ασφαλιστή που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος και ο οποίος ουδόλως βρίσκεται μονίμως στο πρώτο κράτος ούτε κατευθύνει τις δραστηριότητες του, εξ ολοκλήρου ή κυρίως, προς το έδαφος του κράτους αυτού. 3) Ως προς τo αν συμβιβάζονται οι επίδικες υποχρεώσεις με τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης 25 Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης έχουν άμεση εφαρμογή μετά το πέρας της μεταβατικής περιόδου χωρίς η δυνατότητα εφαρμογής τους να εξαρτάται από την εναρμόνιση ή το συντονισμό των νομοθεσιών των κρατών μελών. Τα άρθρα αυτά επιβάλλουν την κατάργηση όχι μόνο κάθε διακρίσεως λόγω ιθαγενείας εις βάρος του παρέχοντος υπηρεσίες, αλλά και την κατάργηση κάθε περιορισμού στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών που έχει επιβληθεί λόγω του ότι ο παρέχων τις υπηρεσίες είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό εντός του οποίου πρέπει να παρασχεθεί η υπηρεσία. 26 Δεδομένου ότι η γερμανική κυβέρνηση και ορισμένες από τις κυβερνήσεις που παρενέβησαν υπέρ αυτής επικαλέστηκαν το άρθρο 60, παράγραφος 3, για να υποστηρίξουν ότι το κράτος όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες μπορεί να εφαρμόζει την περί ελέγχου νομοθεσία του και επί των εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος ασφαλιστών, πρέπει να προστεθεί, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, ιδίως, με την απόφαση του της 17ης Δεκεμβρίου 1981 ( Webb, 279/80, Συλλογή σ. 3305 ), ότι η εν λόγω παράγραφος αποσκοπεί, πρώτον, στο να παράσχει τη δυνατότητα στον παρέχοντα υπηρεσίες να ασκήσει τη δραστηριότητα του εντός του κράτους μέλους όπου παρέχεται η υπηρεσία, χωρίς διάκριση σε σχέση με τους υπηκόους του εν λόγω κράτους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κάθε εθνική νομοθεσία, η οποία εφαρμόζεται στους υπηκόους του εν λόγω κράτους και αφορά συνήθως μια μόνιμη δραστηριότητα των εγκατεστημένων στο τελευταίο επιχειρήσεων, μπορεί να εφαρμοστεί στο σύνολό της και κατά τον ίδιο τρόπο επί δραστηριοτήτων προσωρινού χαρακτήρα που ασκούν οι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη επιχειρήσεις. 27 Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει δεχτεί, ιδίως με τις αποφάσεις του της 18ης Ιανουαρίου 1979 (Van Wesemael, 110 και 111/78, Sig. σ. 35) και της 17ης Δεκεμβρίου 1981 (η προαναφερθείσα απόφαση Webb, 279/80 ), ότι, δεδομένης της ιδιάζουσας φύσης ορισμένων παροχών υπηρεσιών, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ασυμβίβαστες προς τη 3802
Συνθήκη ειδικές υποχρεώσεις επιβαλλόμενες στον παρέχοντα την υπηρεσία, οι οποίες δικαιολογούνται από την εφαρμογή κανόνων που διέπουν αυτό το είδος δραστηριοτήτων. Πάντως, η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ως θεμελιώδης αρχή της Συνθήκης, μπορεί να περιοριστεί μόνο από ρυθμίσεις δικαιολογούμενες από το γενικό συμφέρον και επιβαλλόμενες σε κάθε πρόσωπο ή επιχείρηση που ασκεί δραστηριότητα στο έδαφος του κράτους όπου παρέχονται οι υπηρεσίες, εφόσον το συμφέρον αυτό δεν διασφαλίζεται από τους κανόνες στους οποίους υπόκειται ο παρέχων τις υπηρεσίες εντός του κράτους μέλους όπου έχει την εγκατάσταση του. Εξάλλου, οι εν λόγω υποχρεώσεις πρέπει να είναι εξ αντικειμένου αναγκαίες για την εξασφάλιση της τήρησης των επαγγελματικών κανόνων και τη διασφάλιση της προστασίας των συμφερόντων, πράγμα που αποτελεί και το στόχο των τελευταίων. 28 Πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι επίδικες στην υπό κρίση υπόθεση υποχρεώσεις, δηλαδή οι επιβαλλόμενες σε ασφαλιστή που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, έχει λάβει άδεια της ελεγκτικής αρχής του κράτους αυτού και υπόκειται στον έλεγχο της αρχής αυτής, να έχει μόνιμη εγκατάσταση στο έδαφος του κράτους όπου παρέχονται οι υπηρεσίες και να λάβει χωριστή άδεια από την ελεγκτική αρχή του κράτους αυτού, συνιστούν περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών κατά το μέτρο που καθιστούν επαχθέστερες τις παροχές αυτές στο κράτος όπου παρέχονται οι υπηρεσίες, ιδίως όταν οι δραστηριότητες του ασφαλιστή στο κράτος αυτό εμφανίζουν χαρακτήρα καθαρώς περιστασιακό. 29 Από τις προηγούμενες σκέψεις συνάγεται ότι οι υποχρεώσεις αυτές μπορούν να θεωρηθούν ότι συμβιβάζονται με τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης μόνο εφόσον αποδεικνύεται ότι υφίστανται, στον τομέα της εξεταζόμενης δραστηριότητας, επιτακτικοί λόγοι συνδεόμενοι με το γενικό συμφέρον δικαιολογούντες περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, ότι το συμφέρον αυτό δεν έχει ήδη διασφαλιστεί από τους κανόνες του κράτους εγκαταστάσεως και ότι το ίδιο αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί με κανόνες λιγότερο αναγκαστικούς. α) Ως προς την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος που δικαιολογεί ορισμένους περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στον τομέα της ασφάλισης 30 Όπως ισχυρίστηκαν η γερμανική κυβέρνηση και οι παρεμβαίνοντες υπέρ αυτής, χωρίς να αντικρουστούν ούτε από την Επιτροπή ούτε από τη βρετανική και την ολλανδική κυβέρνηση, οι ασφαλίσεις αποτελούν έναν ιδιαίτερα ευαίσθητο τομέα από την άποψη της προστασίας του καταναλωτή τόσο ως συμβαλλομένου σε σύμβαση ασφαλίσεως όσο και ως ασφαλισμένου. Αυτό προκύπτει ιδίως από τον ιδιάζοντα χαρακτήρα της παροχής του ασφαλιστή, η οποία συνδέεται με γεγονότα μέλλοντα η επέλευση ή, εν 3803
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 4. 12. 1986 ΥΠΟΘΕΣΗ 205/84 πάση περιπτώσει, ο χρόνος επελεύσεως των οποίων είναι αβέβαιος κατά το χρόνο συνάψεως της συμβάσεως. Ο ασφαλισμένος που δεν αποζημιώνεται μετά το ατύχημα μπορεί να βρεθεί σε λίαν επισφαλή κατάσταση. Ομοίως, είναι, κατά γενικό κανόνα, εξαιρετικά δύσκολο για το συμβαλλόμενο σε σύμβαση ασφαλίσεως να εκτιμήσει αν οι προοπτικές εξελίξεως της οικονομικής κατάστασης του ασφαλιστή και οι όροι του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, που πολύ συχνά επιβάλλονται από τον τελευταίο, του παρέχουν επαρκή εγγύηση ότι θα αποζημιωθεί σε περίπτωση ατυχήματος. 31 Εξάλλου, πρέπει να ληφθεί υπόψη, όπως επισήμανε η γερμανική κυβέρνηση, ότι, σε ορισμένους κλάδους, η ασφάλιση έχει καταστεί μαζικό φαινόμενο. Πράγματι, οι συνάπτοντες συμβάσεις ασφαλίσεως είναι παρά πολλοί, σε σημείο μάλιστα ώστε η διασφάλιση των συμφερόντων των ασφαλισμένων και των ζημιουμένων τρίτων να αφορά κατ' ουσίαν ολόκληρο τον πληθυσμό. 32 Τα ιδιαίτερα αυτά χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στον τομέα της ασφάλισης οδήγησαν όλα τα κράτη μέλη στο να θεσπίσουν νομοθεσίες που υποβάλλουν τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, όσον αφορά τόσο την οικονομική τους κατάσταση όσο και τους όρους ασφαλίσεως που επιβάλλουν, σε επιτακτικούς κανόνες και σε διαρκή έλεγχο τηρήσεως των κανόνων αυτών. 33 Επομένως, αποδεικνύεται ότι υφίστανται στον εν λόγω τομέα επιτακτικοί λόγοι συνδεόμενοι προς το γενικό συμφέρον οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, υπό τον όρον όμως ότι οι κανόνες του κράτους εγκαταστάσεως δεν αρκούν για την επίτευξη του αναγκαίου επιπέδου προστασίας, οι δε απαιτήσεις του κράτους όπου παρέχονται οι υπηρεσίες δεν υπερβαίνουν το μέτρο που είναι εν προκειμένω αναγκαίο. β) Ως προς το ζήτημα αν το γενικό συμφέρον έχει ήδη διασφαλιστεί από τους κανόνες του κράτους εγκαταστάσεως 34 Η Επιτροπή καθώς και η βρετανική και η ολλανδική κυβέρνηση υποστηρίζουν ότι, εν πάση περιπτώσει, μετά την έκδοση των πρώτων οδηγιών συντονισμού 73/239 και 79/267, η προαναφερθείσα μέριμνα προστασίας έχει σε σημαντικό βαθμό διασφαλιστεί μέσω του ελέγχου των αρχών του κράτους εγκαταστάσεως. 3804
35 Εν προκειμένω, πρέπει προκαταρκτικούς να επισημανθεί ότι οι δύο αυτές οδηγίες, σύμφωνα με τα «υπόψη» τους, τις αιτιολογικές τους σκέψεις και το κείμενο των διατάξεων τους, αποσκοπούν στο να διευκολυνθεί η ίδρυση υποκασταστημάτων ή πρακτορείων σε κράτη μέλη διαφορετικά από το κράτος της έδρας. Οι εν λόγω οδηγίες ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ, αφενός, της νομοθεσίας και της ελεγκτικής αρχής του κράτους της έδρας και, αφετέρου, μεταξύ της νομοθεσίας και της ελεγκτικής αρχής του κράτους μέλους όπου η επιχείρηση έχει ιδρύσει υποκαταστήματα ή πρακτορεία, χωρίς όμως να αφορούν τις δραστηριότητες που ασκεί η επιχείρηση υπό μορφή παροχής υπηρεσιών κατά την έννοια της Συνθήκης. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν οι διατάξεις των οδηγιών αυτών στη σχέση μεταξύ του κράτους εγκαταστάσεως, όπου βρίσκονται η έδρα, το υποκατάστημα ή το πρακτορείο και του κράτους εντός του οποίου παρέχεται η υπηρεσία. Η σχέση αυτή ρυθμίζεται μόνο στην πρόταση δεύτερης οδηγίας. 36 Επιβάλλεται, πάντως, να εξεταστεί μήπως οι δύο πρώτες οδηγίες έχουν, παρ' όλ' αυτά, προβλέψει, σ' ολόκληρη την Κοινότητα, προϋποθέσεις ασκήσεως των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων αρκετά ισοδύναμες και δυνατότητες ελέγχου αρκετά αποτελεσματικές, ώστε να καταργηθούν στο σύνολο τους ή, τουλάχιστον, εν μέρει οι περιορισμοί που επιβάλλουν τα κράτη όπου παρέχονται οι υπηρεσίες στις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών. 37 Όσον αφορά τη χρηματοοικονομική κατάσταση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, οι δύο οδηγίες περιέχουν λεπτομερέστατες διατάξεις σχετικά με τα ελεύθερα στοιχεία ενεργητικού της επιχείρησης, ήτοι το δικό της κεφάλαιο. Οι διατάξεις αυτές αποσκοπούν στο να διασφαλίζεται η φερεγγυότητα της επιχείρησης, οι δε οδηγίες επιβάλλουν στην ελεγκτική αρχή του κράτους μέλους της έδρας της επιχείρησης να ελέγχει την κατάσταση φερεγγυότητάς της «για το σύνολο των δραστηριοτήτων της». Η έκφραση αυτή πρέπει να νοηθεί ως περιλαμβάνουσα και τις δραστηριότητες που ασκούνται υπό τη μορφή παροχής υπηρεσιών. Από τα προηγούμενα συνάγεται ότι το κράτος όπου παρέχονται οι υπηρεσίες δεν δικαιούται να προβαίνει το ίδιο σε τέτοιους ελέγχους, αλλά οφείλει να αποδέχεται το πιστοποιητικό φερεγγυότητας που εκδίδει η ελεγκτική αρχή του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η έδρα της παρέχουσας υπηρεσίες επιχείρησης. Κατά την άποψη της γερμανικής κυβέρνησης, την οποία δεν αντέκρουσε η Επιτροπή, αυτό ακριβώς συμβαίνει στην περίπτωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. 38 Αντιθέτως, με τις δύο οδηγίες δεν πραγματοποιήθηκε εναρμόνιση των εθνικών κανόνων όσον αφορά τα τεχνικά αποθεματικά, δηλαδή τα χρηματοοικονομικά μέσα τα οποία δεσμεύονται για να χρησιμεύσουν ως εγγύηση εκπληρώσεως των υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί δυνάμει συναφθεισών συμβάσεων και τα οποία διακρί- 3805
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 4. 12. 1986 ΥΠΟΘΕΣΗ 205/84 νονται από το κεφάλαιο της επιχείρησης. Σχετικά με το ζήτημα αυτό, οι οδηγίες έχουν ρητώς επιφυλάξει την αναγκαία εναρμόνιση σε μεταγενέστερες οδηγίες. Επομένως, με τις οδηγίες 73/239 και 79/267 έχει ανατεθεί σε κάθε χώρα στην οποία ασκούνται δραστηριότητες η μέριμνα της ρυθμίσεως, σύμφωνα με το δικό της δίκαιο, του υπολογισμού τέτοιων αποθεματικών και του καθορισμού της φύσεως και της εκτιμήσεως των στοιχείων ενεργητικού που συνιστούν τα αποθέματα αυτά. Καίτοι οι οδηγίες προβλέπουν ότι το κράτος της έδρας υποχρεούται να μεριμνά ώστε ο ισολογισμός της επιχείρησης να παρουσιάζει ενεργητικό ανάλογο και ισοδύναμο προς τις αναληφθείσες σ' όλες τις χώρες όπου μια επιχείρηση ασκεί τις δραστηριότητες της υποχρεώσεις, τα στοιχεία ενεργητικού που καλύπτουν τις δραστηριότητες που ασκούνται στο οικείο κράτος μέλος πρέπει να βρίσκονται στο κράτος αυτό, η δε ύπαρξη τους να τελεί υπό τον έλεγχο της ελεγκτικής αρχής του τελευταίου. Κατάργηση της υποχρεώσεως αυτής όσον αφορά τη χώρα που πρέπει να βρίσκονται τα στοιχεία του ενεργητικού της επιχείρησης προτείνεται μόνο στο σχέδιο δεύτερης οδηγίας που αποσκοπεί, ιδίως, στην εναρμόνιση των εθνικών διατάξεων σχετικά με τα τεχνικά αποθεματικά. 39 Κατά τη διάρκεια της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, η γερμανική κυβέρνηση και οι κυβερνήσεις που παρενέβησαν υπέρ αυτής απέδειξαν την ύπαρξη σημαντικών διαφορών μεταξύ των ισχυόντων σήμερα εθνικών κανόνων περί τεχνικών αποθεματικών και στοιχείων ενεργητικού που αντιστοιχούν στα αποθεματικά αυτά. Ελλείψει σχετικής εναρμονίσεως καθώς και κάθε κανόνα επιβάλλοντος στην ελεγκτική αρχή του κράτους μέλους εγκαταστάσεως τον έλεγχο της τηρήσεως των κανόνων που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το τελευταίο δικαιολογημένα απαιτεί και ελέγχει την τήρηση των δικών του κανόνων ως προς τα τεχνικά αποθεματικά που έχουν σχέση με τις υπηρεσίες που παρέχονται στο έδαφός του, εφόσον οι κανόνες αυτοί δεν υπερβαίνουν το μέτρο που είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της προστασίας των συμβαλλομένων σε συμβάσεις ασφαλίσεως και των ασφαλισμένων. 40 Τέλος, όσον αφορά τις προϋποθέσεις ασφαλίσεως, οι δύο πρώτες οδηγίες συντονισμού δεν προβαίνουν σε καμιά εναρμόνιση και αφήνουν σε κάθε κράτος μέλος όπου ασκούνται ασφαλιστικές δραστηριότητες τη μέριμνα της επαγρύπνησης για την τήρηση των δικών του επιτακτικών κανόνων σχετικά με τις δραστηριότητες που ασκούνται στο έδαφός του. Η πρόταση περί δεύτερης οδηγίας προσδιορίζει το πεδίο εφαρμογής τέτοιων επιτακτικών κανόνων και αποκλείει την εφαρμογή τους επί ορισμένων λεπτομερώς καθοριζόμενων ασφαλίσεων εμπορικής φύσεως. Λαμβανομένων υπόψη των σημαντικών διαφορών που υφίστανται εν προκειμένω μεταξύ των εθνικών κανόνων, πρέπει να αναγνωριστεί ότι, επί του σημείου αυτού και με την ίδια επιφύλαξη, το κράτος μέλος όπου παρέχονται ασφαλιστικές υπηρεσίες δικαιολογημένα απαιτεί και ελέγχει την τήρηση των δικών του κανόνων σχετικά με την παροχή υπηρεσιών στο έδαφός του. 3806
41 Επομένως, πρέπει να αναγνωριστεί ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, το πιο πάνω περιγραφέν ενδιαφέρον για την προστασία των συμβαλλομένων σε συμβάσεις ασφαλίσεως και των ασφαλισμένων δικαιολογεί το ότι το κράτος μέλος όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες διασφαλίζει την εφαρμογή της δικής του νομοθεσίας όσον αφορά τα τεχνικά αποθεματικά και τις προϋποθέσεις ασφαλίσεως, εφόσον οι απαιτήσεις της νομοθεσίας αυτής δεν υπερβαίνουν το μέτρο που είναι αναγκαίο για τη διασφάλιση της προστασίας των συμβαλλομένων σε συμβάσεις ασφαλίσεως και των ασφαλισμένων. Συνεπώς, απομένει να εξεταστεί αν είναι ανάγκη ο έλεγχος αυτός να διενεργείται στο πλαίσιο συστήματος λήψεως άδειας και υπό την προϋπόθεση ότι η ασφαλιστική επιχείρηση διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση στο κράτος όπου παρέχει τις υπηρεσίες. γ) Ως προς την ανάγκη υπάρξεως συστήματος λήψεως άδειας 42 Η Επιτροπή δεν αμφισβητεί στο κράτος στο οποίο παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες το δικαίωμα να ασκεί κάποιο έλεγχο επί των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που παρέχουν υπηρεσίες στο έδαφός του. Κατά τη διάρκεια, μάλιστα, της προφορικής διαδικασίας δέχτηκε ότι είναι δυνατό να προβλεφθούν ορισμένα μέτρα ελέγχου που πρέπει να προηγούνται της ασκήσεως εκ μέρους της ενδιαφερόμενης επιχειρήσεως οποιωνδήποτε δραστηριοτήτων υπό τη μορφή παροχής υπηρεσιών. Υποστήριξε, πάντως, ότι τέτοια μέτρα πρέπει να λαμβάνονται στο πλαίσιο ενός συστήματος λιγότερο περιοριστικού από αυτό της λήψεως άδειας, χωρίς, πάντως, να διευκρινίσει με ποιο τρόπο θα μπορούσε ενδεχομένως να λειτουργήσει ένα τέτοιο σύστημα. 43 Η γερμανική κυβέρνηση και οι κυβερνήσεις που παρενέβησαν υπέρ αυτής ισχυρίζονται ότι ο αναγκαίος έλεγχος δεν μπορεί να ασκείται εκτός του πλαισίου ενός συστήματος άδειας, το οποίο καθιστά δυνατό τον έλεγχο πριν από την έναρξη των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων, τη συνεχή επιτήρηση των τελευταίων και τη δυνατότητα ανακλήσεως της άδειας σε περίπτωση σοβαρών και διαρκών παραβάσεων. 44 Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι, σ' όλα τα κράτη μέλη, ο έλεγχος των ασφαλιστικών επιχειρήσεων έχει οργανωθεί στο πλαίσιο συστήματος λήψεως άδειας, η ανάγκη δε ενός τέτοιου συστήματος έχει αναγνωριστεί από τις δύο πρώτες οδηγίες συντονισμού όσον αφορά τις δραστηριότητες στις οποίες αναφέρονται. Σύμφωνα με το άρθρο 6 των οδηγιών αυτών, κάθε κράτος μέλος εξαρτά την ανάληψη ασφαλιστικής δραστηριότητας στο έδαφός του από τη λήψη άδειας της διοικητικής αρχής. Επομένως, η επιχείρηση που ιδρύει υποκαταστήματα ή πρακτορεία σε κράτη μέλη διαφορετικά από το της έδρας της οφείλει να λάβει άδεια από την ελεγκτική αρχή καθενός από τα κράτη αυτά. 3807
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 4. 12. 1986 - ΥΠΟΘΕΣΗ 205/84 45 Πρέπει, άλλωστε, να σημειωθεί ότι στην πρόταση δεύτερης οδηγίας προβλέπεται η διατήρηση του συστήματος αυτού. Από κάθε κράτος μέλος όπου επιδιώκει να ασκήσει δραστηριότητες υπό τη μορφή της παροχής υπηρεσιών, η επιχείρηση οφείλει να λάβει άδεια των διοικητικών αρχών του. Καίτοι, σύμφωνα με το σχέδιο, η άδεια αυτή πρέπει να χορηγηθεί από την ελεγκτική αρχή του κράτους εγκαταστάσεως, εντούτοις, η εν λόγω αρχή οφείλει να ζητεί προηγουμένως τη γνώμη της αντίστοιχης αρχής του κράτους όπου πρόκειται να παρασχεθούν οι ασφαλιστικές υπηρεσίες, διαβιβάζοντας σ' αυτή αντίγραφο ολοκλήρου του σχετικού φακέλου. Εξάλλου, το σχέδιο προβλέπει μόνιμη συνεργασία των δύο ελεγκτικών αρχών, πράγμα που θα επιτρέπει ιδίως στην αρχή του κράτους εγκαταστάσεως να λαμβάνει κάθε ενδεδειγμένο πρόσφορο μέτρο, δυνάμενη να φτάσει μέχρι την ανάκληση της άδειας, προκειμένου να θέσει τέρμα στις παραβάσεις που της γνωστοποιεί η ελεγκτική αρχή του κράτους όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες. 46 Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν μπορεί να απορριφθεί το επιχείρημα της γερμανικής κυβέρνησης σύμφωνα με το οποίο μόνο η υποχρέωση λήψεως άδειας από τις διοικητικές αρχές μπορεί να εξασφαλίσει αποτελεσματικά έλεγχο ο οποίος, λαμβανομένων υπόψη των προηγούμενων σκέψεων, δικαιολογείται από λόγους προστασίας των καταναλωτών, τόσο ως συμβαλλομένων σε συμβάσεις ασφαλίσεως όσο και ως ασφαλισμένων. Δεδομένου ότι ένα σύστημα, όπως το προτεινόμενο με το σχέδιο δεύτερης οδηγίας, το οποίο αναθέτει τη διαχείριση του συστήματος λήψεως άδειας στο κράτος μέλος εγκαταστάσεως σε στενή συνεργασία με το κράτος όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες, μπορεί να θεσπιστεί μόνο διά της νομοθετικής οδού, πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του κοινοτικού δικαίου, στο κράτος όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες εναπόκειται να χορηγεί ή να ανακαλεί τη σχετική άδεια. 47 Εντούτοις, επιβάλλεται να τονιστεί ότι η άδεια πρέπει να χορηγείται κατόπιν αιτήσεως κάθε επιχειρήσεως που είναι εγκατεστημένη σε άλλο κράτος μέλος και συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τη νομοθεσία του κράτους στο οποίο πρόκειται να παρασχεθούν οι ασφαλιστικές υπηρεσίες, ότι οι προϋποθέσεις αυτές δεν είναι δυνατό να αποσκοπούν στο ίδιο αποτέλεσμα με αυτό στο οποίο στοχεύουν οι αντίστοιχες νομικές προϋποθέσεις που έχουν ήδη πληρωθεί στο κράτος εγκαταστάσεως και ότι η ελεγκτική αρχή του κράτους όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες πρέπει να λαμβάνει υπόψη τους ελέγχους και τις επαληθεύσεις που έχουν ήδη γίνει στο κράτος μέλος εγκαταστάσεως. Κατά τη γερμανική κυβέρνηση, η οποία, όσον αφορά το σημείο αυτό, δεν αντικρούστηκε από την Επιτροπή, το γερμανικό σύστημα λήψεως άδειας είναι απολύτως σύμφωνο προς τις απαιτήσεις αυτές. 48 Επιβάλλεται ακόμη να εξεταστεί αν δικαιολογείται εν γένει η υποχρέωση λήψεως άδειας η οποία, σύμφωνα με τον VAG, αφορά κάθε ασφαλιστική δραστηριότητα εκτός των ασφαλίσεων μεταφοράς. Σχετικά, από τη βρετανική, ιδίως, κυβέρνηση τονί- 3808
στηκε ότι η ελευθερία παροχής υπηρεσιών έχει σημασία όσον αφορά κυρίως τις εμπορικές ασφαλίσεις και ότι, προκειμένου ακριβώς περί των ασφαλίσεων αυτών, δεν ισχύουν οι λόγοι προστασίας του συμβαλλομένου που επικαλούνται η γερμανική κυβέρνηση και οι κυβερνήσεις που παρενέβησαν υπέρ αυτής. 49 Από τις προηγούμενες σκέψεις απορρέει ότι η υποχρέωση λήψεως άδειας μπορεί να γίνει δεκτή μόνο κατά το μέτρο που δικαιολογείται από τους επικαλούμενους από τη γερμανική κυβέρνηση λόγους προστασίας του συμβαλλομένου σε ασφαλιστική σύμβαση και του ασφαλισμένου. Πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι οι λόγοι αυτοί δεν έχουν την ίδια σημασία για ολόκληρο τον ασφαλιστικό τομέα και ότι είναι, μάλιστα, δυνατό να υπάρξουν περιπτώσεις όπου, λόγω της φύσεως του ασφαλιζόμενου κινδύνου και του συμβαλλομένου, δεν υφίσταται καμιά ανάγκη προστασίας του τελευταίου μέσω της εφαρμογής των επιτακτικών κανόνων του εθνικού δικαίου. 50 Εντούτοις, καίτοι είναι αληθές ότι στην πρόταση δεύτερης οδηγίας ελήφθησαν υπόψη οι λόγοι αυτοί, με τον αποκλεισμό, ιδίως, λεπτομερώς προσδιορισμένων ασφαλίσεων εμπορικής φύσεως από το πεδίο εφαρμογής των επιτακτικών κανόνων του κράτους όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες, πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι το Δικαστήριο, έχοντας υπόψη τα νομικά και πραγματικά περιστατικά που έχει στη διάθεση του, δεν είναι σε θέση να προβεί σε μια τέτοια γενική διάκριση και να καθορίσει με αρκετή ακρίβεια τα όριά της προκειμένου να προσδιοριστούν οι συγκεκριμένες περιπτώσεις στις οποίες οι ανάγκες προστασίας, που χαρακτηρίζουν τις ασφαλιστικές εν γένει δραστηριότητες, δεν δικαιολογούν την υποχρέωση λήψεως άδειας. 51 Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η πρώτη αιτίαση της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί κατά το μέτρο που βάλλει κατά της υποχρεώσεως λήψεως άδειας. δ) Ως προς την ανάγκη εγκαταστάσεως 52 Αν η υποχρέωση λήψεως άδειας συνιστά περιορισμό στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, η υποχρέωση μόνιμης εγκατάστασης αποτελεί στην πραγματικότητα, αυτή καθαυτή, άρνηση της εν λόγω ελευθερίας. Η υποχρέωση αυτή έχει ως συνέπεια να αφαιρεί κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα από το άρθρο 59 της Συνθήκης, το οποίο αποσκοπεί ακριβώς στην κατάργηση των περιορισμών της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών εκ μέρους προσώπων που δεν είναι εγκατεστημένα στο κράτος όπου πρέπει να παρασχεθεί η υπηρεσία ( βλέπε ιδίως τις αποφάσεις της 3ης Δεκεμβρίου 1974, προαναφερθείσα, της 26ης Νοεμβρίου 1975, Coenen, 39/75, Sig. σ. 1547, και της 10ης Φεβρουαρίου 1982, Transporoute, 76/81, Συλλογή σ. 417 ). Για να γίνει αποδεκτή μια 3809
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 4. 12. 1986 ΥΠΟΘΕΣΗ 205/84 τέτοια υποχρέωση, πρέπει να αποδεικνύεται ότι αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου. 53 Σχετικά, η γερμανική κυβέρνηση παρατηρεί, ιδίως, ότι η υποχρέωση εγκαταστάσεως στο κράτος όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες επιτρέπει στην ελεγκτική αρχή του κράτους αυτού να ελέγχει επιτόπου και διαρκώς τη δραστηριότητα του αδειούχου εγκεκριμένου ασφαλιστή, ενώ, αν δεν υφίστατο η υποχρέωση αυτή, η εν λόγω αρχή θα αδυνατούσε να εκτελέσει την αποστολή της. 54 Με τη νομολογία του, όπως έχει με την τελευταία απόφαση του της 3ης Φεβρουαρίου 1983 (Van Luipen, 29/82, Συλλογή σ. 151 ), το Δικαστήριο έχει ήδη τονίσει ότι η εκ μέρους κράτους μέλους παρέκκλιση από τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από διοικητικής φύσεως λόγους. Η κρισιολόγηση αυτή ισχύει ακόμα περισσότερο όταν η εν λόγω παρέκκλιση καταλήγει στο να αποκλείει την άσκηση μιας από τις θεμελιώδεις ελευθερίες που εγγυάται η Συνθήκη. Επομένως, το να υπάρχουν, εν προκειμένω, στα γραφεία της επιχείρησης όλα τα έγγραφα που είναι αναγκαία για τον έλεγχο των αρχών του κράτους όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες δεν αρκεί για να διευκολύνεται η εκπλήρωση της αποστολής τους. Πρέπει ακόμα να αποδεικνύεται ότι, ακόμα και στο πλαίσιο ενός συστήματος λήψεως άδειας, οι αρχές αυτές δεν θα μπορούσαν να επιτελέσουν αποτελεσματικά την αποστολή τους, αν επιχείρηση δεν διέθετε στο εν λόγω κράτος μέλος μόνιμη εγκατάσταση με όλα τα αναγκαία έγγραφα. 55 Κάτι τέτοιο δεν αποδείχτηκε. Όπως διαπιστώθηκε πιο πάνω, το κοινοτικό δίκαιο περί ασφαλίσεως δεν αντιτίθεται, στο παρόν στάδιο εξελίξεώς του, στο να απαιτείται από το κράτος όπου παρέχονται οι ασφαλιστικές υπηρεσίες όπως τα στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούν στα τεχνικά αποθεματικά τα οποία καλύπτουν τις ασκούμενες στο έδαφός του δραστηριότητες βρίσκονται στο εν λόγω κράτος. Στην περίπτωση αυτή, η παρουσία των στοιχείων αυτών μπορεί να ελεγχθεί επιτόπου, έστω κι αν η επιχείρηση δεν διαθέτει μόνιμη εγκατάσταση στο εν λόγω κράτος. Όσον αφορά τις λοιπές προϋποθέσεις ασκήσεως δραστηριότητας που υπόκεινται σε έλεγχο, το Δικαστήριο θεωρεί ότι ο έλεγχος αυτός μπορεί να ασκηθεί βάσει αντιγράφων ισολογισμών, λογαριασμών και εμπορικών εγγράφων, συμπεριλαμβανομένων των όρων ασφαλίσεως και των προγραμμάτων δραστηριότητας τα οποία αποστέλλονται από το κράτος εγκαταστάσεως δεόντως επικυρωμένα από τις αρχές αυτού του κράτους μέλους. Στο πλαίσιο ενός συστήματος λήψεως άδειας, είναι δυνατό μια επιχείρηση να υποβληθεί σε τέτοιες προϋποθέσεις ελέγχου με την πράξη χορηγήσεως άδειας της διοικητικής αρχής και να διασφαλιστεί η τήρηση του εν λόγω ελέγχου με την ανάκληση της πράξεως αυτής, ανάλογα με την περίπτωση. 3810
56 Έτσι, δεν αποδείχτηκε ότι οι σκέψεις που επικράτησαν πιο πάνω και που έχουν σχέση με την προστασία του συμβαλλομένου σε σύμβαση ασφαλίσεως και του ασφαλισμένου καθιστούν απαραίτητη την εγκατάσταση του ασφαλιστή στο έδαφος του κράτους όπου παρέχονται οι υπηρεσίες. 57 Επομένως, όσον αφορά την πρώτη αιτίαση της Επιτροπής πρέπει να συναχθεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, επιβάλλοντας, μέσω του Versicherungsaufsichtsgesetz, την υποχρέωση εγκαταστάσεως στο έδαφός της στις κοινοτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις που επιδιώκουν την παροχή σ' αυτό το κράτος μέλος, μέσω αντιπροσώπων, εντολοδόχων, πρακτόρων ή άλλων μεσαζόντων, υπηρεσιών πρωτασφαλίσεως, εκτός των ασφαλίσεων μεταφορών, με την επιφύλαξη πάντως των υποχρεωτικών ασφαλίσεων και των ασφαλίσεων για τις οποίες ο ασφαλιστής είτε βρίσκεται μονίμως στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, πράγμα που πρέπει να εξομοιωθεί προς την ύπαρξη πρακτορείου ή υποκαταστήματος, είτε κατευθύνει τις δραστηριότητες του, εξ ολοκλήρου ή κυρίως, προς το έδαφος της χώρας αυτής, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης ΕΟΚ. Β Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση της Επιτροπής 58 Με τη δεύτερη αιτίαση της, η Επιτροπή ζητεί να αναγνωριστεί ότι παραβιάστηκαν τόσο η οδηγία 78/473 περί της κοινοτικής συνασφαλίσεως όσο και τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης. Εντούτοις, η αιτίαση αυτή στηρίζεται, όπως ακριβώς και η πρώτη αιτίαση, στην άποψη ότι οι υποχρεώσεις λήψεως άδειας και εγκαταστάσεως είναι, όσον αφορά ολόκληρο τον τομέα της ασφάλισης, αντίθετες προς τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης. Επομένως, κατά την Επιτροπή δεν συντρέχει κανένας λόγος να γίνεται εν προκειμένω διάκριση μεταξύ της κατάστασης του ασφαλιστή, γενικά, και της κατάστασης του κύριου ασφαλιστή, ειδικότερα. Επομένως, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παρέβη τα εν λόγω άρθρα όταν, μεταφέροντας στην εσωτερική της έννομη τάξη την οδηγία 78/473, απάλλαξε μόνο τους λοιπούς συνασφαλιστές, και όχι τον κύριο ασφαλιστή, από τις υποχρεώσεις αυτές. 59 Η Επιτροπή, αναγνωρίζουσα ότι η οδηγία είναι ασαφής στο σημείο αυτό, υποστηρίζει ότι πρέπει να ερμηνευτεί κατά τρόπο συνάδοντα προς τη Συνθήκη, πράγμα που και τα κράτη μέλη αναγνώρισαν στην κοινή δήλωση τους που περιέχεται στα πρακτικά της συνεδρίασης του Συμβουλίου της 23ης Μαΐου 1978. Κατά συνέπεια, κατ' ουδένα τρόπο μπορεί να θεωρηθεί ότι η οδηγία υποχρεώνει τον κύριο ασφαλιστή να λάβει άδεια και να εγκατασταθεί στο κράτος μέλος όπου βρίσκεται ο κίνδυνος. 3811
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ 4. 12. 1986 ΥΠΟΘΕΣΗ 205/84 60 Η γερμανική κυβέρνηση παραπέμπει στη διάκριση που κάνει η οδηγία 78/473 μεταξύ κύριου ασφαλιστή και λοιπών συνασφαλιστών. Οι σχετικές με τον κύριο ασφαλιστή διατάξεις της οδηγίας αυτής, και ιδίως το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο γ), κατά το μέτρο που παραπέμπουν στην οδηγία 73/239, δεικνύουν ότι η χώρα όπου βρίσκεται ο κίνδυνος μπορεί να απαιτήσει από τον κύριο ασφαλιστή να εγκατασταθεί και να λάβει άδεια στο έδαφός της, ώστε να μπορεί να καλύπτει μόνος ολόκληρο τον κίνδυνο. Κατά συνέπεια, η γερμανική νομοθεσία δεν παραβιάζει ούτε την οδηγία 78/473 ούτε τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης. 61 Είναι αλήθεια ότι η εν λόγω διάταξη της οδηγίας προβλέπει ότι «ο κύριος ασφαλιστής αναλαμβάνει την εντολή υπό τους όρους που προβλέπονται στην πρώτη οδηγία συντονισμού, δηλαδή θεωρείται ως ο ασφαλιστής που θα κάλυπτε ολόκληρο τον κίνδυνο». Εντούτοις, η οδηγία δεν αναφέρει σε ποιο κράτος μέλος ο κύριος ασφαλιστής πρέπει να έχει λάβει άδεια, από τα προεκτεθέντα δε στο σημείο Α προκύπτει ότι, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, ένας ασφαλιστής, που έχει ήδη λάβει άδεια και εγκατασταθεί σε ένα κράτος μέλος, δεν υποχρεούται οπωσδήποτε να είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος για να μπορεί να καλύπτει το σύνολο κινδύνου ευρισκομένου στο έδαφος του τελευταίου αυτού κράτους. 62 Όπως δέχτηκε το Δικαστήριο με την απόφαση του της 13ης Δεκεμβρίου 1983 ( Επιτροπή κατά Συμβουλίου, 218/82, Συλλογή σ. 4063), όταν μια διάταξη κοινοτικού παραγώγου δικαίου επιδέχεται περισσότερες από μια ερμηνείες, πρέπει να προτιμηθεί εκείνη που καθιστά τη διάταξη σύμφωνη με τη Συνθήκη και όχι εκείνη που συνεπάγεται το ασυμβίβαστό της προς τη Συνθήκη. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν πρέπει να ερμηνευτεί η οδηγία μεμονωμένα, αλλά είναι ανάγκη να εξεταστεί αν οι εν λόγω απαιτήσεις είναι ή όχι αντίθετες προς τις προαναφερθείσες διατάξεις της Συνθήκης και να εφαρμοστεί το αποτέλεσμα της εξέτασης αυτής υπό το φως της ερμηνείας της οδηγίας. 63 Όσον αφορά τον τομέα της ασφάλισης γενικά, το Δικαστήριο ήδη δέχτηκε πιο πάνω ότι η υποχρέωση εγκαταστάσεως είναι ασυμβίβαστη προς τα άρθρα 59 και 60 της Συνθήκης. Κατά συνέπεια, μια τέτοια υποχρέωση έναντι του κύριου ασφαλιστή, δεν μπορεί να βρει έρεισμα στην οδηγία 78/473. Επομένως, αρκεί να εξεταστεί αν η υποχρέωση του κύριου ασφαλιστή να λάβει άδεια στη χώρα όπου βρίσκεται ο κίνδυνος είναι σύμφωνη προς το κοινοτικό δίκαιο. 3812
64 Σχετικά με το ζήτημα αυτό, από την εξέταση της πρώτης αιτιάσεως προκύπτει ότι η υποχρέωση λήψεως άδειας μιας ασφαλιστικής επιχειρήσεως στο κράτος όπου παρέχονται οι υπηρεσίες μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβιβάζεται με τη Συνθήκη μόνο κατά το μέτρο που η εν λόγω υποχρέωση δικαιολογείται από λόγους αναγόμενους στην προστασία του καταναλωτή, τόσο ως συμβαλλομένου σε ασφαλιστική σύμβαση όσο και ως ασφαλισμένου. Σύμφωνα με το άρθρο της 1, παράγραφος 2, η οδηγία 78/473 αφορά μόνο τις ασφαλίσεις έναντι κινδύνων οι οποίοι, λόγω της φύσεως ή του μεγέθους τους, απαιτούν τη συμμετοχή περισσοτέρων του ενός ασφαλιστών για την κάλυψη τους. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο της 1, παράγραφος 1, η οδηγία εφαρμόζεται μόνο επί πράξεων κοινοτικής συνασφαλίσεως που αφορούν ορισμένους από τους απαριθμούμενους στο παράρτημα της οδηγίας 73/239 κινδύνους. Για παράδειγμα, η εν λόγω οδηγία δεν αφορά ούτε τις ασφαλίσεις ζωής ούτε τις ασφαλίσεις ατυχημάτων ή ασθενείας ούτε τις ασφαλίσεις αστικής ευθύνης από οδική κυκλοφορία. Οι ασφαλίσεις που αφορά η οδηγία αναλαμβάνονται μόνο από μεγάλες επιχειρήσεις ή ομίλους επιχειρήσεων που μπορούν να εκτιμήσουν και να διαπραγματευτούν τα ασφαλιστήρια συμβόλαια που τους προτείνονται' κατά συνέπεια, τα στηριζόμενα στην προστασία των καταναλωτών επιχειρήματα δεν ασκούν την ίδια επιρροή όπως στα άλλα είδη ασφαλίσεως. 65 Από την εξέταση της πρώτης αιτίασης προκύπτει επίσης ότι δεν δικαιολογείται η υποχρέωση λήψεως άδειας στο κράτος όπου παρέχονται οι υπηρεσίες, εφόσον η παρέχουσα τις υπηρεσίες επιχείρηση συγκεντρώνει ήδη τις αντίστοιχες προϋποθέσεις που ισχύουν στο κράτος μέλος εγκαταστάσεως και εφόσον έχει καθιερωθεί ένα σύστημα συνεργασίας μεταξύ των ελεγκτικών αρχών των ενιδαφερόμενων κρατών μελών, το οποίο διασφαλίζει αποτελεσματικό έλεγχο της τήρησης τέτοιων προϋποθέσεων όσον αφορά επίσης τις παροχές υπηρεσιών. Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές της σκέψεις, η οδηγία 78/473 αποσκοπεί στην πραγματοποίηση του ελάχιστου συντονισμού που θεωρείται αναγκαίος για τη διευκόλυνση της πραγματικής άσκησης των δραστηριοτήτων της κοινοτικής συνασφάλισης, προβλέποντας ειδική συνεργασία μεταξύ των ελεγκτικών αρχών των κρατών μελών και μεταξύ των αρχών αυτών και της Επιτροπής, πράγμα το οποίο, όσον αφορά τις παροχές υπηρεσιών στον τομέα της ασφάλισης γενικά, προβλέπεται μόνο στην πρόταση δεύτερης οδηγίας. 66 Εξάλλου, δεν φαίνεται να δικαιολογείται εν προκειμένω από αντικειμενικούς λόγους διαφορετική μεταχείριση μεταξύ του κύριου ασφαλιστή και των λοιπών συνασφαλιστών. Πράγματι, καίτοι ο κύριος ασφαλιστής διαπραγματεύεται τη σύμβαση και εξασφαλίζει την εκτέλεση της, τίποτα δεν τον εμποδίζει να καλύπτει ένα μέρος του κινδύνου σαφώς μικρότερο αυτού που καλύπτουν οι λοιποί συνασφαλιστές. 3813