Newsletter 3/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-50

Σχετικά έγγραφα
Άρειος Πάγος Β2' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 93/2009

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Εργασιακά Θέματα. Καταχρηστική καταγγελία σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου εκ μέρους του εργοδότη

Άρειος Πάγος 171/2016 Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και πλασιέ

ΑΠ 930/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Newsletter 03-04/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-201

ίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής εργαζομένων

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Άρειος Πάγος: 166/1996 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 8-9, σελ. 867, 1996

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 7 Οκτωβρίου 2014, με την παρουσία και της Γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει μεταξύ:

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Αρείου Πάγου 1185/1993 (Τµ. Β') Πηγή: Ε.Ε.. 54/95, σ.231,.ε.ν.52/96, σ.237&238

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Άρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Newsletter 05-06/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-245

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 3 Δεκεμβρίου 2010, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει μεταξύ:

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Αριθμός 450/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

-Προϋποθέσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου.»

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Newsletter 4/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-67 [ 2 ]

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

Newsletter 9/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Newsletter 01-02/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-288

Newsletter 05-06/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-226

ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Newsletter 12/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-52

Newsletter 11/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-57

Newsletter 11/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-178

Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr

Newsletter 01-02/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-85

Εφετείο Αθηνών 11116/1996 Πηγή: Ε.Ε.. 56/97, σ ΕΑΕ 2000, σελ. 959

Newsletter 09-10/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-76 [ 2 ]

λειτουργεί αποτρεπτικά και εξυπηρετεί την τακτική της καθυστέρησης της γενικευµένης χορήγησης του επιδόµατος σε όλους τους δικαιούχους, πάγια θέση και

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΑΠ 296/2001

Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 26 Μαρτίου 2013, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη, για να δικάσει μεταξύ:

Θέµα εργασίας. Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας (Εφετείο Λάρισας408/2002)

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης για µέλη δ.σ., στελέχη, µετόχους, εταίρους κ.λπ. εργοληπτικών επιχειρήσεων.

Αριθμός 925/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα

ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΡΟΕ ΡΟ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΙΚΑΣΤΩΝ ΕΛΛΑ ΟΣ Κα ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑ ΑΚΗ ΠΡΟΕ ΡΟ ΕΦΕΤΩΝ ΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4203, 24/4/2009

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. 1. Σύμβαση εξηρτημένης εργασίας

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

1 4. δ ι κ η γ ο ρ ο ι

ΠΑΝΟ ΕΤΓΟΤΡΖ -ΓΗΚΖΓΟΡΟ ΑΘΖΝΩΝ ΝΟΜΗΚΟ ΤΜΒΟΤΛΟ ΚΔΝΣΡΗΚΖ ΔΝΩ Ζ ΓΖΜΩΝ ΚΑΗ ΚΟΗΝΟΣΖΣΩ Ν ΔΛΛΑΓΟ ΜΠΟΤΜΠΟΤΛΗΝΑ

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 12η Ιανουαρίου 2010, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/499/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 07/2018

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΚΟ ΟΣΙΑ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Αριθμός 63/2013 ΑσΜ 482/2012 ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΤΟ ΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΙΓ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Newsletter 07-08/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-201

Αρείου Πάγου 197/1994 (Τµ. Β') Πηγή: Ε.Ε.. 54/95, σ. 726,.Ε.Ν. 52/96, σ. 239

ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗ ΠΡΟΣΤΗΣΑΝΤΟΣ ΑΠΟ ΠΡΑΞΗ ΥΠΟΠΡΟΣΤΗΘΕΝΤΟΣ

Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-191

Newsletter 05-06/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας και δικαιώματα των θυμάτων

Newsletter 03-04/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-91

Εργασιακά Θέματα. Συμβάσεις ορισμένου χρόνου

Newsletter 07-08/2013 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-214

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων και Ανέργων

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Newsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Αστικό 3-158

ΝΑΥΤΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΚΛΗΤΟ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

ΑΤΟΜΙΚΗ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ: 35/2016

Newsletter 07-08/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-94 [ 2 ]

Newsletter 10/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-87 [ 2 ]

Όταν οι εργαζόμενοι αυτοί διαμένουν και διατρέφονται στην οικία του εργοδότη, χαρακτηρίζονται ως οικόσιτοι οικιακοί μισθωτοί.

Κων/νος Τσουμάνης, Δικηγόρος, Νομικός Σύμβουλος ΣΠΕΔΕΘ & ΚΜ

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πηγές Συντακτική ομάδα

Newsletter 5/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-39 [ 2 ]

Άρειος Πάγος Δ Πολιτικό Τμήμα Αριθμός απόφασης 1745/2007

Newsletter 11-12/2012 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία [ 2 ]

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1091/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 4 /2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

Άρειος Πάγος: 1486/1995 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 4 (1996) σελ. 415, Ε.Ε..56/97, σ.325,.ε.ν. 52/96, σ. 238

Newsletter 3/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πολιτική ικονοµία 3-69 [ 2 ]

Transcript:

www.inlaw.gr Newsletter 3/2011 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εργατικό 3-50 [ 2 ]

ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΕΙΣ ούβλης Βασίλης: Ο Ν. 1387/1983 για τον έλεγχο των οµαδικών απολύσεων και πάλι ενώπιον του Αρείου Πάγου ηµοσίευση: Επιθεώρηση Εργατικού ικαίου, 2011, σελίδα 132 ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ικηγόροι - ικηγορική αµοιβή - Ελάχιστα όρια αµοιβών ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1423 Έτος: 2010 - Αµοιβή δικηγόρου για τη σύνταξη αγωγής και προτάσεων. Μη λήψη υπόψη αποδεικτικών µέσων. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση (άρθ. 559 αριθ. 11γ). Απαράδεκτοι και αυτεπάγγελτοι αναιρετικοί λόγοι. Νοµική αοριστία ένστασης. Επαναφορά των πραγµάτων στην πρωτέρα κατάσταση. - Κατά µεν τη διάταξη του 100 παρ. 1 του Ν 3026/1954 "του Κώδικα περί ικηγόρων", το ελάχιστο όριο της αµοιβής για τη σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται σε ποσοστό 2% επί της αξίας του αντικειµένου της αγωγής, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 107 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, για τη σύνταξη προτάσεων επί της πρώτης συζητήσεως της υποθέσεως, το ελάχιστο όριο της αµοιβής του µεν δικηγόρου του εναγοµένου είναι ίσο προς το για τη σύνταξη της αγωγής κλπ οριζόµενο στα άρθρα 100 επ., του δε δικηγόρου του ενάγοντος είναι το ήµισυ αυτού. Κατά τους ορισµούς και την έννοια των εν λόγω διατάξεων, στις οποίες γίνεται λόγος "για τη σύνταξη", το δικαίωµα του δικηγόρου να απαιτήσει την προβλεπόµενη από τις εν λόγω διατάξεις αµοιβή προϋποθέτει ολοκληρωµένη την ενέργεια σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση για την οποία προβλέπεται η εν λόγω αξίωση του και ειδικότερα διατύπωση από το δικηγόρο του περιεχοµένου του οικείου διαδικαστικού εγγράφου και υπογραφή του από τον ίδιο. Η νοµική αυτή παραδοχή δεν αναιρείται από το άρθρο 173 του ιδίου Κώδικα, κατά τους ορισµούς του οποίου "Η υπογραφή εγγράφου παρά δικηγόρου χορηγεί αυτώ το δικαίωµα της κατά τον παρόντα νόµον πλήρους δια την σύνταξιν του εγγράφου αµοιβή". Με το άρθρο αυτό ορίζεται ως επιπρόσθετη προϋπόθεση για να δικαιούται ο δικηγόρος της απόληψη της προβλεποµένης αµοιβής η υπογραφή του δικογράφου της αγωγής, το περιεχόµενο της οποίας εκείνος έχει διατυπώσει, µε την οποία και ολοκληρώνεται η σύνταξη της. Μόνο η σύνταξη του κειµένου αυτής ή η υπογραφή της δεν αρκεί. Με τη ρύθµιση αυτή γίνεται αντιδιαστολή προς εκείνη των προηγουµένων άρθρων 160 και 161, µε τα οποία προβλέπεται αµοιβή για τη σύνταξη εκθέσεως για τον έλεγχο τίτλων ιδιοκτησίας ακινήτου (άρθρο 160) ή ιδιωτικών εγγράφων ή σχεδίων δηµοσίων εγγράφων για κάθε είδους δικαιοπραξίες (άρθρο 161) χωρίς να απαιτείται στις περιπτώσεις αυτές και η υπογραφή του δικηγόρου για τη λήψη της αµοιβής του. Προς την ακολουθούµενη ερµηνεία του άρθρου 173 του Κώδικα Περί ικηγόρων συµπορεύεται και το άρθρο 51 παρ. 1, 3 του ιδίου Κώδικα, µε το οποίο τιµωρείται πειθαρχικώς τουλάχιστον µε πρόστιµο ο δικηγόρος που υπογράφει γνωµοδοτήσεις, δικόγραφα ή άλλα έγγραφα, τα οποία δεν έχουν συνταχθεί από εκείνον ή για τα οποία δεν διασκέφθηκε µε τον συντάκτη τους. Η απόληψη αµοιβής για πειθαρχικώς ελεγχόµενη δικαστική ενέργεια δεν ανταποκρίνεται στη νοµοθετική βούληση και δεν δικαιολογείται (ΟλΑΠ 9/2008). - Στο άρθρο 152 του αυτού ως άνω Ν 3026/1954 "Περί του Κώδικος ικηγόρων", που είναι εντεταγµένο στο Γ Κεφάλαιο υπό τον τίτλο "Εργασία εις διοικητικός υποθέσεις", το οποίο ρυθµίζει ειδικώς την αµοιβή των δικηγόρων για τις εργασίες σε διοικητικές υποθέσεις ορίζεται: " ια την σύνταξιν αιτήσεως, υποµνήµατος ή

ενστάσεως ή προσφυγής ή αντιρρήσεων ή ανακοπής ή εφέσεως ή οιουδήποτε άλλου εγγράφου, απευθυνόµενων κατά τους διοικητικούς, φορολογικούς τελωνειακούς, στρατολογικούς, εκλογικούς κ.λ.π. νόµους προς Ειρηνοδίκην ή διοικητικήν επιτροπήν ή άλλο διοικητικόν δικαστήριον, το ελάχιστον όριον της αµοιβής είναι δρχ. 30. 2) Εάν τα ως άνω έγγραφα απευθύνονται προς δευτεροβάθµιον διοικητικόν δικαστήριον ή Επιτροπήν β' βαθµού, προς Ειρηνοδίκην δικάζονται κατά β' βαθµόν, το όριον τούτο είναι δραχµαί 40". Με το άρθρο 4 παρ.2 του N. 4507/1966 "περί ρυθµίσεως θεµάτων τινών των δικηγόρων..." στο τέλος του άρθρου 155 του Κώδικα ικηγόρων προστέθηκε παράγραφος 2, στην οποία ορίζεται ότι " ια τας ενώπιον των Φορολογικών ικαστηρίων υποθέσεις εφαρµόζονται αϊ διατάξεις, αϊ αφορώσαι τας πολιτικός υποθέσεις κατά την εξής διάκρισιν: α) ια τα ενώπιον του µονοµελούς πρωτοβαθµίου δικαστηρίου αϊ διατάξεις αϊ αφορώσαι τας ενώπιον του Πρωτοδικείου υποθέσεις, β) δια τας ενώπιον του τριµελούς πρωτοβαθµίου δικαστηρίου αϊ διατάξεις αϊ αφορώσαι τας ενώπιον του Πρωτοδικείου υποθέσεις και γ) δια τας ενώπιον του δευτεροβαθµίου φορολογικού δικαστηρίου (ανεξαρτήτως συνθέσεως) αϊ διατάξεις αϊ αφορώσαι τα ενώπιον του Εφετείου υποθέσεις. Στη συνέχεια µε το άρθρο 8 του Ν. 950/1979 "περί ρυθµίσεως θεµάτων τινών των δικηγόρων" ορίσθηκε ότι: "Αι διατάξεις του άρθρου 155 του Ν 3026/1954, αϊ προστεθείσαι εις τούτο υπό της παρ. 2 του αρθρ. 4 του Ν. 4507/1966 εφαρµόζονται και επί των ενώπιον παντός διοικητικού δικαστηρίου κατά πάσαν διαδικασίαν εκδικαζοµένων υποθέσεων". Με τις επιγενόµενες ως άνω ρυθµίσεις δια των άρθρων 4 παρ. 2 του Ν. 4507/1966 και 8 του Ν. 950/1979 σκοπήθηκε ο καθορισµός της αµοιβής των δικηγόρων επί υποθέσεων στα µετά την θέσπιση του Κώδικα ικηγόρων ιδρυθέντα φορολογικά και ήδη διοικητικά δικαστήρια, κατά τρόπο οµοιόµορφο προς τα ισχύοντα επί πολιτικών υποθέσεων, και έτσι καταργήθηκε σιωπηρώς το άρθρο 152 του Κώδικα ικηγόρων και ως προς τις αναγόµενες στην προδικασία των διοικητικών δικαστηρίων δικηγορικές εργασίες. Με την ως άνω ρύθµιση ο νοµοθέτης θέλησε κατ' αντιστοιχία των διατάξεων που ισχύουν και ρυθµίζουν τα των αµοιβών εν γένει των δικηγόρων επί υποθέσεων ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων, να ισχύουν και οι αµοιβές των δικηγόρων για τις ενώπιον των φορολογικών και ήδη διοικητικών δικαστηρίων δικηγορικές εργασίες. Αντίθετο επιχείρηµα δεν παρέχεται από τη λεκτική διατύπωση στο κείµενο του νόµου 4507/1966 διότι η λέξη "ενώπιον" που χρησιµοποιείται προς υποδήλωση της αρµοδιότητας των δικαστηρίων στα οποία η διάταξη αναφέρεται και όχι του σταδίου παροχής των εργασιών ενώπιον των δικαστηρίων τούτων, δηλαδή κατ' αποκλεισµόν των εργασιών της προδικασίας. Με την ίδια άλλωστε έννοια χρησιµοποιείται η διατύπωση "... ενώπιον των..." και σε άλλες διατάξεις του Κώδικα ικηγόρων όπως στα άρθρα 99, 155 παρ. 1. (ΑΠ 337/2008). - Από το συνδυασµό των διατάξεως των αρθρ. 100 παρ. 1, 102 και 107 του αυτού ως άνω Ν 3026/1934 "περί του Κώδικος των δικηγόρων" σαφώς προκύπτει, ότι το δικαστήριο, προκειµένου να καθορίσει και επιδικάσει στο δικηγόρο αµοιβή για σύνταξη αγωγής και προτάσεων οφείλει να λάβει υπόψη του το αίτηµα της αγωγής που συνίσταται σε ορισµένη χρηµατική απαίτηση, εκτός αν προταθεί και αποδειχθεί από τον εναγόµενο ένσταση από το άρθρο 102 του κώδικα δικηγόρων, ότι το αγωγικό αίτηµα είναι προφανώς εξογκωµένο, κάτι που µπορούσε να αντιληφθεί ο δικηγόρος, αν εξακρίβωνε επιµελέστερα τα πράγµατα, οπότε ο κανονισµός της αµοιβής δεν θα γίνει µε βάση το αίτηµα της αγωγής, αλλά µε βάση το ποσό που έπρεπε να ζητηθεί ύστερα από επιµεληµένη εξακρίβωση των πραγµάτων. Τα ίδια ισχύουν και ως προς τον υπολογισµό της αµοιβής του δικηγόρου του εναγοµένου, µε την έννοια ότι, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις µείωσης της αµοιβής του δικηγόρου του ενάγοντος, µεταξύ των οποίων είναι, όπως αναφέρθηκε και ότι αυτός µπορούσε να αντιληφθεί τη διόγκωση του αγωγικού αιτήµατος, αυτοδικαίως και ο υπολογισµός της αµοιβής του [4]

δικηγόρου αυτού θα γίνει επί τη βάσει του ποσού που έπρεπε να ζητηθεί µε τη αγωγή και αποτελεί, σύµφωνα και µε τις διατάξεις του άρθρου 107 παρ. 1-4 του ίδιου κώδικα, το νια τον καθορισµό της αµοιβής των δικηγόρων των διαδίκων χρηµατικό αντικείµενο της δίκης, αδιαφόρως αν (και) ο εν λόγω δικηγόρος γνώριζε ή µπορούσε να αντιληφθεί την πραγµατική αξία του αντικειµένου της αγωγής και τη διόγκωση της µε το αγωγικό αίτηµα (ΑΠ 140/2007). - Από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 335, 338, 339, 340 ΚΠολ, προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειµένου να σχηµατίσει την κρίση για το αποδεικτικό του πόρισµα, αναφορικά µε τους πραγµατικούς ισχυρισµούς των διαδίκων, που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, όπως είναι και εκείνοι που στηρίζουν την έµµεση απόδειξη µε δικαστικά τεκµήρια, υποχρεούται να λαµβάνει υπόψη του όλα τα αποδεικτικά µέσα, τα οποία νόµιµα επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι. Η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής ιδρύει το λόγο αναίρεσης από το άρθρο 559 αριθ. 11γ' ΚΠολ, ο οποίος θεµελιώνεται όχι µόνον όταν το δικαστήριο της ουσίας δεν βεβαιώνει ότι έλαβε υπόψη του και τα αποδεικτικά µέσα, τα οποία επικαλέσθηκαν και προσκόµισαν οι διάδικοι, αλλά και όταν, παρά τη βεβαίωση αυτή, από το περιεχόµενο της απόφασης δεν καθίσταται αδιστάκτως βέβαιο ότι λήφθηκαν υπόψη όλα ή ορισµένα από αυτά τα αποδεικτικά µέσα. - Από την υπάρχουσα στην προσβαλλόµενη απόφαση βεβαίωση, κατά την οποία, τα περιστατικά τα οποία έγιναν δεκτά από το Εφετείο, αναφορικά µε τους ισχυρισµούς των διαδίκων, αποδείχθηκαν, εκτός των άλλων, και από τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκοµίζουν, σε συνδυασµό µε το όλο περιεχόµενο της απόφασης, δηµιουργείται αµφιβολία αν το Εφετείο έλαβε υπόψη του και συνεκτίµησε για τον σχηµατισµό του αποδεικτικού πορίσµατος του και το ανωτέρω αποδεικτικό στοιχείο (έγγραφο), ενόψει και των παραδοχών του Εφετείου, ότι "οι ισχυρισµοί της εναγοµένης ότι τις προτάσεις...τις τρεις πρώτες αγωγές κ.λπ. συνέταξε ο δικηγόρος Καβάλας Γ. Μ. και Τ, δεν αποδείχθηκε από κανένα αποδεικτικό στοιχείο και ότι, σε περίπτωση που άλλος δικηγόρος διατύπωσε το περιεχόµενο της αγωγής (ή προτάσεων) και άλλος υπόγραψε, τότε η κατά το άρθρο 100 το Κ αµοιβή, για τη σύνταξη της αγωγής ή των προτάσεων, οφείλεται ολόκληρη στον δικηγόρο, που υπογράφει την αγωγή. Συνεπώς ο λόγος αυτός είναι βάσιµος. - Κατά το άρθρο 562 παρ. 2 του ΚΠολ, είναι απαράδεκτος λόγος αναίρεσης, που στηρίζεται σε ισχυρισµό ο οποίος δεν προτάθηκε νόµιµα στο δικαστήριο της ουσίας, εκτός αν πρόκειται α) για παράβαση που δεν µπορούσε να προβληθεί στο δικαστήριο της ουσίας, β) για σφάλµα που προκύπτει από την ίδια την απόφαση, γ) για ισχυρισµό που αφορά τη δηµόσια τάξη. Η διάταξη αυτή, που αποτελεί εκδήλωση της θεµελιώδους αρχής, ότι ο Άρειος Πάγος ελέγχει τη νοµιµότητα της απόφασης του δικαστηρίου της ουσίας µε βάση την πραγµατική κατάσταση που όφειλε να λάβει υπόψη του ο ουσιαστικός δικαστής, καθιερώνει ειδική προϋπόθεση του παραδεκτού των λόγων αναίρεσης, η συνδροµή της οποίας πρέπει να προκύπτει από το αναιρετήριο. Πρέπει, δηλαδή, να αναφέρεται στο αναιρετήριο, ότι ο ισχυρισµός που στηρίζει το λόγο αναίρεσης είχε προταθεί και, µάλιστα, νόµιµα, στο δικαστήριο το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόµενη απόφαση, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόµενες στη διάταξη αυτή εξαιρέσεις. Αν µε την αναίρεση προσβάλλεται απόφαση του δευτεροβάθµιου δικαστηρίου, δεν αρκεί ο ισχυρισµός, που στηρίζει τον λόγο αναίρεσης, να είχε προταθεί παραδεκτά και νόµιµα στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο, αλλά πρέπει να είχε επαναφερθεί νόµιµα και στο δεύτερο βαθµό. Ο ηττηµένος στον πρώτο βαθµό αναιρεσείων επαναφέρει νόµιµα τους ισχυρισµούς του στο εφετείο, πριν από την εξαφάνιση της εκκαλούµενης απόφασης, µόνο µε το δικόγραφο της έφεσης ή µε το δικόγραφο των πρόσθετων λόγων (άρθρ.520κπολ ). [5]

- Η νοµική αοριστία της αγωγής ή ένστασης, που συνδέεται µε την νοµική εκτίµηση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που πρέπει να εφαρµοσθεί, ελέγχεται µε τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ.1 ΚΠολ, αν το δικαστήριο αξίωσε περισσότερα ή αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία από τα απαιτούµενα από το νόµο για τη θεµελίωση του ασκούµενου δικαιώµατος προκειµένου να κρίνει την αγωγή ή την ένσταση νόµιµη ή αντίθετα αρκέσθηκε σε λιγότερα από τα απαιτούµενα στοιχεία., ενώ η ποσοτική και η ποιοτική αοριστία αυτής, που συνίστανται, η µεν στο ότι το δικόγραφο δεν αναφέρει µε πληρότητα τα πραγµατικά περιστατικά που αποτελούν την προϋπόθεση εφαρµογής του κανόνα δικαίου στον οποίο στηρίζεται το αίτηµα της αγωγής ή της ένστασης, η δε στο ότι στο ίδιο δικόγραφο γίνεται επίκληση απλώς των όρων του νόµου χωρίς να αναφέρονται τα περιστατικά που είναι αναγκαία για την εφαρµογή του, ελέγχονται από τους αριθ. 8 και 14 του αρθρ. 559 ΚΠολ., αντιστοίχως Η αοριστία της αγωγής εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας, για να δηµιουργηθεί όµως λόγος αναίρεσης, πρέπει να προτείνεται στο Εφετείο και να αναγράφεται η πρόταση αυτή στο αναιρετήριο. - Από τις διατάξεις των αρθρ. 677, 679, 681, 591 παρ. 1β, 666 παρ. 1, 115 παρ. 3 και 256 παρ. 1δ'του ΚΠολ προκύπτει ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αµοιβές για την παροχή εργασίας δεν είναι υποχρεωτική η κατάθεση προτάσεων ενώπιον του µονοµελούς πρωτοδικείου και οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους ισχυρισµούς τους, όπως είναι οι ενστάσεις και οι αντενστάσεις, προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, επί πλέον δε οι ισχυρισµοί αυτοί πρέπει να καταχωρηθούν στα πρακτικά µε συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεµελιώνουν, εκτός αν τα γεγονότα αυτά περιέχονται στις κατατιθέµενες στο ακροατήριο προτάσεις. Τα ανωτέρω ισχύουν και για την ένσταση καταχρήσεως δικαιώµατος (ΟλΑΠ 2/2005). Εξάλλου, κατά το αρθρ. 527 του ΚΠολ είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ' έφεση δίκη πραγµατικών ισχυρισµών που δεν προτάθηκαν πρωτοδίκως εκτός αν 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο προς υπεράσπιση κατά της εφέσεως, 2) γεννήθηκαν µετά την τελευταία συζήτηση στο πρωτοβάθµιο δικαστήριο και 3) συντρέχουν οι προϋποθέσεις του αρθ. 269. Από τον συνδυασµό των παραπάνω διατάξεων προκύπτει ότι α) όλοι οι πραγµατικοί ισχυρισµοί πρέπει να προτείνονται στην πρωτόδικη δίκη, β) στη διαδικασία εκδικάσεως διαφορών από αµοιβή για παροχή εργασίας (ταυτόσηµη µε την διαδικασία των εργατικών διαφορών) πρέπει να προτείνονται κατά τον προαναφερθέντα στην αρχή του σκεπτικού τρόπο και γ) στην κατ' έφεση δίκη επιτρέπεται για πρώτη φορά η προβολή των ισχυρισµών αυτών µόνο αν συντρέχουν οι προαναφερθείσες εξαιρετικές περιπτώσεις (ΑΠ 89/2009). - Από τη διάταξη του άρθρου 262 ΚΠολ, σύµφωνα µε την οποία "η ένσταση πρέπει να περιλαµβάνει ορισµένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων, τα οποία την θεµελιώνουν", συνάγεται ότι σηµείωση της προφορικής προτάσεως του ισχυρισµού στα πρακτικά, πρέπει να προκύπτει ευθέως εκ του περί των προτάσεων και των δηλώσεων τµήµατος αυτών και δεν επιτρέπεται έµµεση συναγωγή της προτάσεως αυτών, είτε από το περιεχόµενο των µαρτυρικών καταθέσεων είτε από το περιεχόµενο των εγγράφων προτάσεων (ΑΠ 13 2008). - Κατά το άρθρο 559 αριθµ.14 ΚΠολ, η απόφαση είναι αναιρετέα, "αν το δικαστήριο, παρά το νόµο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από το δικαίωµα ή απαράδεκτο". Ο λόγος αυτός ιδρύεται, όταν η πληµµέλεια αναφέρεται σε ακυρότητα ή απαράδεκτο ή έκπτωση από δικαίωµα, που προέρχεται από παράβαση δικονοµικής διατάξεως. - Από τις διατάξεις του αρθρ. 579 του ΚΠολ, προκύπτει ότι αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση, αν δε αποδεικνύεται προαποδεικτικώς εκούσια ή αναγκαστική [6]

εκτέλεση της αποφάσεως αυτής, ο Άρειος Πάγος, εφόσον υποβληθεί αίτηση µε το αναιρετήριο ή µε τις προτάσεις ή µε αυτοτελές δικόγραφο που κατατίθεται στη γραµµατεία του ως την παραµονή της συζητήσεως, διατάσσει µε την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγµάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Με την αίτηση επαναφοράς ζητείται η απόδοση των καταβληθέντων από τον αναιρεσείοντα προς τον αναιρεσίβλητο χρηµατικών ποσών, δηλαδή του επιδικασθέντος κεφαλαίου και των τόκων αυτού και των επιδικασθέντων δικαστικών εξόδων. Στην αίτηση πρέπει να προσδιορίζονται, κατά τα αρθρ. 216 και 217 του ΚΠολ, οι αιτίες για τις οποίες καταβλήθηκαν και τα επί µέρους ποσά που συνθέτουν το επιδιωκόµενο συνολικό ποσό, ώστε στην περίπτωση που αναιρεσιβαλλόµενη απόφαση αναιρείται κατά ένα µέρος να είναι εφικτός ο προσδιορισµός του ποσού που θα αποδοθεί. Κωδ ικ: 51, 99, 100, 107, 152, 155, 160, 161, 173, ΚΠολ : 115, 256, 262, 559 αριθ. 8, 559 αριθ. 11γ, 559 αριθ. 14, 559 αριθ. 19, 562, 579, 591, 666, 677, 679, 681, Σχόλια: ηµοσίευση: INLAW 2010 ικηγόροι - ικηγορική αµοιβή - Καταγγελία έµµισθης εντολής δικηγόρου ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 87 Έτος: 2010 - Καταγγελία σύµβασης παροχής νοµικών υπηρεσιών. Μονοµερής βλαπτική µεταβολή των όρων εργασίας.βλαπτική µεταβολή των όρων της συµβάσεως. - Κατά τη διάταξη του άρθρου 63 παρ. 5 περ. 4 του Κώδικα των ικηγόρων (Ν 3026/1954), η σύµβαση παροχής νοµικών υπηρεσιών από δικηγόρο για αόριστο χρόνο λύεται µε καταγγελία του εντολέα ή του εντολοδόχου. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 94 παρ. 1 ίδιου Κώδικα, ο δικηγόρος, του οποίου καταγγέλλεται η σύµβαση, δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του την προβλεπόµενη στο άρθρο αυτό αποζηµίωση και σε περίπτωση µη καταβολής αυτής δικαιούται να λαµβάνει τη συµφωνηµένη αµοιβή του µέχρι πλήρους καταβολής της αποζηµιώσεως. - Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις και τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 38, 44 ίδιου Κώδικα, σε συνδυασµό µε τις διατάξεις των άρθρων 648 επ., 713 ΑΚ, συνάγεται ότι η κατ' εξαίρεση επιτρεπόµενη στο δικηγόρο παροχή νοµικών υπηρεσιών µε πάγια ετήσια ή µηνιαία αµοιβή (σχέση έµµισθης εντολής), που είναι πάντοτε αορίστου χρόνου, ρυθµίζεται από τον Κώδικα αυτόν και συµπληρωµατικά από τους περί ανεξαρτήτων υπηρεσιών ορισµούς και περί εντολής κανόνες του ΑΚ, εφόσον δεν αντίκεινται στο δηµόσιο χαρακτήρα της σχέσης αυτής. Η εν λόγω παροχή υπηρεσιών από δικηγόρο δεν µπορεί να αποτελέσει αντικείµενο σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας και επί της σχέσης αυτής δεν εφαρµόζονται οι γνήσιες διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας παρά µόνο εφόσον επιτρέπει αυτό ειδικός νόµος ή αναλογικά αν προσαρµόζονται προς τις άνω διατάξεις του Κώδικα των ικηγόρων και δεν αντίκεινται στο δηµόσιο χαρακτήρα του δικηγορικού επαγγέλµατος. - Κατά το άρθρο 7 του Ν. 2112/1920 "πάσα µονοµερής µεταβολή των όρων της υπαλληλικής συµβάσεως, βλάπτουσα τον υπάλληλον, θεωρείται ως καταγγελία ταύτης, δι' ην ισχύουσιν οι διατάξεις του παρόντος νόµου". Η διάταξη αυτή, που ισχύει στις εργασιακές συµβάσεις αορίστου χρόνου, έχει ανάλογη εφαρµογή, συνδυαζόµενη και προσαρµοζόµενη προς τις διατάξεις του Κώδικα των ικηγόρων, στη σχέση έµµισθης εντολής δικηγόρου - εντολέα, αφού πλήρως εναρµονίζεται προς [7]

τις άνω περί καταγγελίας της συµβάσεως παροχής νοµικών υπηρεσιών διατάξεις του Κώδικα αυτού, οι οποίες δεν περιέχουν όµοια ρύθµιση, παρέχει δε στους παρέχοντας εργασία µε οποιαδήποτε σχέση µείζονα προστασία των σχετικών δικαιωµάτων τους έναντι του πάντοτε ισχυρότερου εργοδότη τους και δεν αντίκειται στο δηµόσιο χαρακτήρα αυτής. Εποµένως, στη περίπτωση µονοµερούς βλαπτικής µεταβολής των όρων της σχέσης αυτής, που επιχειρείται, από τον εντολέα, δεν επέρχεται αφ' εαυτής η λύση της σχέσης, αλλά παρέχει στον εντολοδόχο δικηγόρο το δικαίωµα να τη θεωρήσει ως καταγγελία της σύµβασης και να απαιτήσει την καταβολή της νόµιµης αποζηµίωσης και τη µέχρι καταβολής αυτής συµφωνηµένη αµοιβή (ΟλΑΠ 25/2002). Ως µονοµερής βλαπτική µεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση των όρων της σύµβασης έµµισθης εντολής από τον εντολέα, χωρίς να έχει δικαίωµα από το νόµο ή από τη σύµβαση, κατά τρόπο που να επέρχεται στον εντολοδόχο δικηγόρο άµεσα ή έµµεσα υλική ή ηθική αυτού βλάβη. Αλλά και αν ακόµη η σύµβαση ή ο νόµος παρέχουν στον εργοδότη εντολέα δικαίωµα ανάθεσης στον δικηγόρο και άλλων καθηκόντων, το διευθυντικό του αυτό δικαίωµα υπόκειται στους περιορισµούς που θέτουν τα αντικειµενικά κριτήρια του άρθρου 281 ΑΚ. Και τούτο γιατί η καλή πίστη επιβάλλει στο φορέα του δικαιώµατος να λαµβάνει υπόψη κατά την άσκηση του, κατά το µέτρο που επιβάλλουν οι περιστάσεις, τα δικαιολογηµένα συµφέροντα και τις δικαιολογηµένες προσδοκίες του άλλου µέρους. - Ο µονοµερής προσδιορισµός των όρων εργασίας, που επιχειρεί ο εντολέας, πρέπει να υπηρετεί τους σκοπούς του δικαιώµατος αυτού, δηλαδή την κατά το δυνατόν καλύτερη αξιοποίηση της εργασίας και την προσφορότερη οργάνωση της επιχείρησης και όχι άλλες άσχετες µε αυτούς επιδιώξεις, όπως από λόγους εκδίκησης ή εχθρότητας συνεπεία προηγούµενης συµπεριφοράς του εργαζοµένου µη αρεστής σ' αυτόν, γιατί τότε δεν υπάρχει χρήση αλλά κατάχρηση του δικαιώµατος και ελέγχεται κατ' άρθρο 281 ΑΚ. - Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 57, 59, 281, 288, 914, 932 ΑΚ, 5 παρ. 1 και 22 παρ. 1 του Συντάγµατος προκύπτει ότι, αν η ως άνω βλαπτική µεταβολή των όρων της συµβάσεως, υπό τις περιστάσεις υπό τις οποίες επιχειρείται, είναι αντίθετη προς την καλή πίστη και ενέχει καταχρηστική ενάσκηση του άνω δικαιώµατος του εργοδότη εντολέα, µε αποτέλεσµα την παράνοµη προσβολής της προσωπικότητας του εντολοδόχου-δικηγόρου, µπορεί ο τελευταίος να αξιώσει από τον υπαίτιο πλην των άλλων και χρηµατική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τυχόν υποβιβασµό ή ανεπίτρεπτη ηθική ή επαγγελµατική του µείωση. Κατά το άρθρο 94 παρ. 1 του Κώδικα των ικηγόρων, η αποζηµίωση, την οποία δικαιούται να λάβει ο δικηγόρος που προσφέρει τις υπηρεσίες του µε πάγια περιοδική αµοιβή σε περίπτωση καταγγελίας της σύµβασης έµµισθης εντολής εκ µέρους του εντολέα, υπολογίζεται µε βάση τις τακτικές αποδοχές που καταβάλλονται σ' αυτόν "σταθερώς υφ' οιανδήποτε µορφή", κατά τον τελευταίο πριν από την απόλυση του µήνα. Ως τακτικές αποδοχές, κατά την έννοια του άρθρου 648 ΑΚ, θεωρούνται ο συµφωνηµένος µισθός (πάγια µηνιαία αντιµισθία) και κάθε άλλη παροχή που χορηγείται σταθερά και µόνιµα, ως συµβατικό αντάλλαγµα των παρεχοµένων υπηρεσιών. - Οι αναιρετικοί λόγοι των αριθµών 1 εδαφ. α και 19 του άρθρου 559 ΚΠολ, ιδρύονται, ο µεν πρώτος, αν το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε εσφαλµένη ή µη υπαγωγή των πραγµατικών διαπιστώσεων του στο εννοιολογικό περιεχόµενο του εν λόγω κανόνα, ο δε δεύτερος, όταν στο αιτιολογικό της αποφάσεως του δικαστηρίου της ουσίας δεν περιέχονται καθόλου ή δεν περιγράφονται µε πληρότητα, σαφήνεια και χωρίς αντιφάσεις τα πραγµατικά εκείνα γεγονότα που είναι αναγκαία για να κριθεί αν στη συγκεκριµένη περίπτωση συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρµογής του εφαρµοσθέντος κανόνα ουσιαστικού δικαίου ή αν έγινε ή όχι ορθός νοµικός [8]

χαρακτηρισµός των κρίσιµων πραγµατικών γεγονότων, όχι όµως όταν πρόκειται για ελλείψεις αναγόµενες στην εκτίµηση των αποδείξεων και ειδικότερα στην ανάλυση, στάθµιση και αιτιολόγηση του συναχθέντος από αυτές και µε σαφήνεια διατυπωµένου αποδεικτικού πορίσµατος. Η θεµελίωση του τελευταίου λόγου προϋποθέτει ελλείψεις σε ζητήµατα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης, όπως είναι οι αυτοτελείς πραγµατικοί ισχυρισµοί που συνθέτουν την ιστορική βάση και άρα στηρίζουν το αίτηµα αγωγής, ανταγωγής, ενστάσεως ή αντενστάσεως. εν υπάρχει δε έλλειψη αιτιολογιών όταν η απόφαση περιέχει συνοπτικές µεν αλλά πλήρεις αιτιολογίες. Κωδ ικ: 1, 2, 38, 44, 63, 94, ΑΚ: 57, 59, 281, 288, 648 επ., 713, 914, 932, Σ: 5, 22, ΚΠολ : 559 αριθ. 1, 559 αριθ. 19, Νόµοι: 2112/1920, άρθ. 7, Σχόλια: ηµοσίευση: INLAW 2010 ικηγόροι - ικηγορική αµοιβή - Καταχρηστική δικαστική επιδίωξη δικηγορικής αµοιβής ικαστήριο: Άρειος Πάγος Αριθµός απόφασης: 1512 Έτος: 2010 - ικηγορική αµοιβή. Καταχρηστική άσκηση δικαιώµατος. Αναιρείται η προσβαλλόµενη απόφαση. - Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, µε την οποία ορίζεται ότι η άσκηση του δικαιώµατος απαγορεύεται, αν αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονοµικός σκοπός του δικαιώµατος, καταχρηστική άσκηση του δικαιώµατος υπάρχει και όταν από την προηγούµενη συµπεριφορά του δικαιούχου ή από την πραγµατική κατάσταση που διαµορφώθηκε ή από τις περιστάσεις που µεσολάβησαν η εκ των υστέρων άσκηση του δικαιώµατος έρχεται σε προφανή αντίθεση προς την ευθύτητα και εντιµότητα, που πρέπει να κρατούν στις συναλλαγές, προς τα επιβαλλόµενα χρηστά συναλλακτικά ήθη ή προς τον κοινωνικό και οικονοµικό σκοπό του δικαιώµατος, έτσι ώστε η ενάσκηση του να προσκρούει στην περί δικαίου και ηθικής αντίληψη του µέσου κοινωνικού ανθρώπου. Για την εφαρµογή της διάταξης αυτής δεν αρκεί µόνο η µακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου ν' ασκήσει το δικαίωµα του, αλλ' απαιτείται να συντρέχουν και άλλα περιστατικά ή ειδικές συνθήκες και περιστάσεις που προέρχονται κυρίως από την προηγηθείσα συµπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, να δηµιουργήθηκε ευλόγως στον οφειλέτη η πεποίθηση της µη ενάσκησης του δικαιώµατος, οπότε η µεταγενέστερη άσκηση τούτου που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δηµιουργήθηκε υπό τις ως άνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί µακρό χρονικό διάστηµα, ν' αντίκειται προφανώς στις καθοριζόµενες από την διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ. αρχές, διότι δηµιουργεί δυσανάλογη προς την ωφέλεια του δικαιούχου επιβάρυνση του υπόχρεου (ΟλΑΠ 8/2001). Η ως άνω διάταξη έχει έντονο τον χαρακτήρα δηµόσιας τάξης, διότι αποβλέπει στην καταπολέµηση της κακοπιστίας στις συναλλαγές και γενικά κατά την ενάσκηση κάθε δικαιώµατος και συνεπώς δεν αποκλείεται να εφαρµοσθεί και στην περίπτωση άσκησης δικαιωµάτων που απορρέουν από διατάξεις δηµόσιας τάξης, όπως είναι και εκείνη του άρθρου 92 παρ. [9]

2 του κυρωθέντος µε το Ν 3026/1954 Κώδικα περί ικηγόρων, µε την οποία ορίζεται ο τρόπος καθορισµού του ελαχίστου ορίου της πάγιας περιοδικής αµοιβής του δικηγόρου για τις παρεχόµενες υπηρεσίες του (ΟλΑΠ 33 και 34/2005). Ειδικότερα (α) κατ' άρθ. 91 παρ. 1 του ως άνω Κώδικα ο δικηγόρος δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του, πλην της δικαστηριακής ή άλλης δαπάνης, την οποία κατέβαλε εξ ιδίων, και αµοιβή για κάθε εργασία του δικαστική ή εξώδικη (β) κατ' άρθ. 92 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα (όπως ισχύει µετά την προσθήκη του εδ. β' αυτής µε το άρθ. 5 παρ. 3 του Ν 4272/1962 και την αντικατάσταση του µε το άρθ. 8 Ν. 1093/1980) η δικηγορική αµοιβή κανονίζεται µε συµφωνία του δικηγόρου και του εντολέα ή αντιπροσώπου του, η οποία περιλαµβάνει είτε όλη την διεξαγωγή της δίκης είτε µέρος της είτε µεµονωµένες πράξεις ή άλλης φύσεως εργασίες, σε καµία περίπτωση, όµως, δεν επιτρέπεται να υπολείπεται των ελαχίστων ορίων που καθορίζονται από τα άρθ. 98 επ. του ως άνω Κώδικα, κάθε δε συµφωνία για λήψη κατώτερης αµοιβής από τα ως άνω καθοριζόµενα όρια είναι άκυρη ανεξάρτητα από τον χρόνο σύναψης της. Από τις προαναφερόµενες διατάξεις, οι οποίες αποσκοπούν όχι µόνο στην προστασία του δικηγόρου ως εργαζοµένου αλλά και στην κατοχύρωση του κύρους του δικηγόρου ως θεράποντος του δηµοσίου συµφέροντος, συνάγεται ότι η συµφωνία µεταξύ του εντολέα και του δικηγόρου για την λήψη αµοιβής κατώτερης των ελαχίστων ορίων που καθορίζονται στα άρθ. 98 επ. του Κώδικα των ικηγόρων, ανεξάρτητα από τον χρόνο σύναψης της (πριν ή µετά την εκτέλεση της συµφωνηµένης εργασίας) και την µορφή υπό την οποία συνάπτεται, όπως άφεση χρέους του άρθ. 454 ΑΚ, παραίτηση κατ' άρθ. 156 ΑΚ ή άλλη συµφωνία, είναι άκυρη και θεωρείται ως µη γενοµένη (άρθ. 174, 180 ΑΚ). Ο δικηγόρος, παρά την συµφωνία αυτή, δικαιούται να λάβει από τον εντολέα του για κάθε εργασία του, δικαστική ή εξώδικη, τα από το νόµο οριζόµενα ελάχιστα όρια αµοιβής, ο δε εντολέας του δεν µπορεί ν' αντιτάξει κατά της απαίτησης του ότι είχε συµφωνηθεί µικρότερη αµοιβή, αφού η συµφωνία αυτή, όπως προαναφέρθηκε, είναι άκυρη. Όµως, η αφορµή ή οι συνθήκες, µε τις οποίες έγινε η παραίτηση του δικηγόρου από κάθε απαίτηση του για δικηγορική αµοιβή, το περιεχόµενο της έγγραφης παραίτησης του κλπ. µπορούν ν' ασκήσουν επιρροή για την εκτίµηση της αντίθεσης της συµπεριφοράς του στην καλή πίστη, αφού, ανεξάρτητα από την ακυρότητα της παραίτησης η αβίαστη παραίτηση του δικηγόρου από την καταβολή της επιπλέον αµοιβής καθιστά κακόπιστη την εν συνεχεία διεκδίκηση της. - Με βάση τις παραδοχές αυτές το ως Εφετείο δίκασαν Πολυµελές Πρωτοδικείο Βέροιας κατά παραδοχή της έφεσης της ήδη αναιρεσίβλητης Τράπεζας (εναγοµένης) δέχθηκε ως ουσιαστικά βάσιµη την προταθείσα απ' αυτήν ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώµατος του αναιρεσείοντος ενάγοντος, εξαφάνισε την αντιθέτως κρίνασα απόφαση του πρωτοβαθµίου δικαστηρίου και απέρριψε την ένδικη αγωγή ως αβάσιµη κατ' ουσίαν. Με την κρίση του αυτή το δικαστήριο της ουσίας παραβίασεν ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, διότι σύµφωνα µε τα γενόµενα δεκτά µε την προσβαλλοµένη απόφαση πραγµατικά περιστατικά η άσκηση από τον αναιρεσείοντα ενάγοντα µε την ένδικη αγωγή του δικαιώµατος του για πληρωµή της νόµιµης αµοιβής του µε βάση τις διατάξεις του Κώδικα περί ικηγόρων δεν υπερβαίνει και µάλιστα προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονοµικός σκοπός του δικαιώµατος ΑΚ: 156, 174, 180, 281, 454, Κωδ ικ: 91, 92, 98, Σχόλια: ηµοσίευση: INLAW 2010 [10]

ικηγόροι - ικηγορική αµοιβή - Σύµβαση έµµισθης εντολής δικηγόρου ικαστήριο: Εφετείο Αθηνών Αριθµός απόφασης: 2024 Έτος: 2010 - Έµµισθη εντολή δικηγόρου. Ευρύτερος δηµόσιος τοµέας. ιαδοχικές συµβάσεις ορισµένου χρόνου. Καταγγελία. Αποζηµίωση. - Σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 63 παρ. 3, 4 και 5 του Κώδικα ικηγόρων (Ν 3026/1954) είναι ασυµβίβαστη προς το δικηγορικό λειτούργηµα πάσα έµµισθη υπηρεσία σε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται στο δικηγόρο α) η επί παγία ετησία ή µηνιαία αντιµισθία παροχή καθαρώς νοµικών εργασιών είτε ως δικαστικού ή νοµικού συµβούλου είτε ως δικηγόρου β) απαγορεύεται η συµφωνία περί παροχής νοµικών υπηρεσιών επί παγία περιοδική αµοιβή υπό προθεσµία. Τοιαύτη υπό προθεσµία σύµβαση και προ του Κώδικος γενοµένη θεωρείται ως αορίστου χρόνου, δηλαδή δεν είναι ολικά άκυρη αλλά µόνο ως προς την περιλαµβανόµενη σ' αυτή ρήτρα ότι ισχύει για ορισµένο χρόνο (πρ. βλ. αρθρ. 181 ΑΚ). Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι 1) η παροχή νοµικών υπηρεσιών από δικηγόρο µε περιοδική αµοιβή είναι επιτρεπτή και έγκυρη µόνο µε τη µορφή της (σύµβασης έµµισθης εντολής αορίστου χρόνου και 2) η σύµβαση έργου ως και η συµφωνία παροχής νοµικών υπηρεσιών µε πάγια αντιµισθία για ορισµένο χρόνο αποτελούν απαγορευµένες µορφές συµβατικής απασχόλησης του δικηγόρου, τυχόν δε συναπτόµενες θεωρούνται εξ υπαρχής από την κατάρτιση τους ως συµβάσεις µε το ανωτέρω αναγκαστικό περιεχόµενο, δηλαδή ως συµβάσεις έµµισθης εντολής παροχής νοµικών υπηρεσιών µε πάγια αντιµισθία για αόριστο χρόνο (ΑΠ 229/2004, Ελ νη 46.102, ΑΠ 758/2003, Ελ νη 45.1626). - Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ. 1, 38, 44, 63 παρ. 1-5 και 94 του Ν 3026/1954 «Περί του Κώδικος ικηγόρων» σε συνδυασµό µε τις διατάξεις των άρθρων 361, 648 επ. και 713 επ. ΑΚ συνάγεται ότι η κατ' εξαίρεση στο δικηγόρο παροχή νοµικών υπηρεσιών µε πάγια (ετήσια ή µηνιαία) αµοιβή, ρυθµίζεται από τον ως άνω Κώδικα ικηγόρων και συµπληρωµατικώς από τους περί ανεξαρτήτων υπηρεσιών ορισµούς του ΑΚ και τους περί εντολής κανόνες αυτού, εφόσον δεν αντίκειται στο δηµόσιο χαρακτήρα αυτής της σχέσεως, δεν δύναται δε η ρηθείσα παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους να αποτελέσει αντικείµενο συµβάσεως εξαρτηµένης εργασίας, καθόσον δεν ισχύουν κατ' αρχήν επ' αυτής οι διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας (ΟλΑΠ 25/2002, Ελ νη 43.1019, ΑΠ 537/2007). - Η σχετική σύµβαση για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών πρέπει να είναι αορίστου χρόνου, άλλως έστω και αν συνήφθη για ορισµένο χρόνο θεωρείται ότι είναι αορίστου (ΑΠ 1379/2007 Ελ νη 48.1387, Αθ. Βαρυµποπιώτης, Κώδικας Περί ικηγόρων έκδ. 2002, σελ. 132 επ.) λύνεται δε µε έγγραφη καταγγελία και καταβολή αποζηµιώσεως, µέχρι πλήρους καταβολής της οποίας οφείλονται (αρθρ. 63 παρ. 5 περ. 4 και 94 Κ ) οι αποδοχές, η αξίωση δε καταβολής αυτών απορρέει από τη σύµβαση έµµισθης δικηγορικής εντολής και όχι από σχέση εξαρτηµένης εργασίας (ΟλΑΠ 1/1994 Ελ νη 35.1249 και ΕΕργ 54.816, ΑΠ 537/2004, όπ.αν, ΑΠ 1379/2007, Ελ νη 48.1387). Όµως αν η σύµβαση εντολής είναι άκυρη από οποιονδήποτε λόγο, καθένα από τα µέρη µπορεί να θέσει τέρµα σ' αυτή, οπότε λύεται η σχέση. Ζήτηµα υπερηµερίας πλέον του εντολέα ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του εντολοδόχου δικηγόρου και εποµένως καταβολής µισθών υπερηµερία δεν τίθεται διότι η υπερηµερία προϋποθέτει έγκυρη σύµβαση (ΑΠ 70/2003 Ελ νη 44.733). - H πρόσληψη δικηγόρων µε πάγια αντιµισθία από νοµικά πρόσωπα του δηµοσίου τοµέα, όπως αυτός προσδιορίζεται στα άρθρα 9 Ν. 1232/1982, 9 παρ. 6 του Ν. [11]