ένα ΟΝΕΙΡΟ, ΔΥΟ ΧΡΩΜΑΤΑ

Σχετικά έγγραφα
κοντά του, κι εκείνη με πόδια που έτρεμαν από το τρακ και την καρδιά της να φτερουγίζει μες στο στήθος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα.

Γεράσιμος Μηνάς. Εγώ κι εσύ

ÄÉÌÇÍÉÁÉÁ ÅÊÄÏÓÇ ÅÍÇÌÅÑÙÓÇÓ ÊÁÉ ÐÍÅÕÌÁÔÉÊÇÓ ÏÉÊÏÄÏÌÇÓ ÉÅÑÁ ÌÇÔÑÏÐÏËÉÓ ÈÅÓÓÁËÏÍÉÊÇÓ ÉÅÑÏÓ ÍÁÏÓ ÌÅÔÁÌÏÑÖÙÓÅÙÓ ÔÏÕ ÓÙÔÇÑÏÓ

Λόγος Επίκαιρος. Αυτοί που είπαν την αλήθεια, τι κατάλαβαν από τη ζωή; ΛΕΝΕ!!! Και αυτοί που δεν την είπαν, τι κατάλαβαν από τη ζωή; ΛΕΜΕ!!!

Μα ναι, τι χαζός που ήταν! Γυναικεία ήταν η φιγούρα που στεκόταν μπροστά στη μεγάλη μπαλκονόπορτα του δεύτερου

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ 13 ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΦΑΙΔΩΝ (Περί Ψυχής) (αποσπάσματα)

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Γενικές πληροφορίες Πού βρίσκομαι;

Άδειο που φαίνεται το σπίτι ε, σκύλε; Εσύ κοίτα να κάτσεις ήσυχος σε τούτα δω τα βράχια, Γουίλο.

με περίμενε τόσο καιρό. σ εκείνη, λοιπόν

ΘΥΜΙΟΥ ΑΓΓΕΛΙΔΗ-ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗ ΕΛΠΙΝΙΚΗ

Στον 20ό αιώνα ζούμε, μαμά, όχι στο Μεσαίωνα. Για όνομα του Θεού! Οι γυναίκες έχουν πάρει πια τη ζωή στα χέρια τους. Άσε με στην ησυχία μου, έχω άλλα

ΑΝΝΑ ΤΕΝΕΖΗ. ΑΝΤΙΟ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, ΜΗΤΕΡΑ (Θεατρικό μονόπρακτο)

Η Πλουσία, μια γυναίκα με πάθος και θέληση για ζωή, δεν είναι μόνο η ευνοημένη των κερασιών και της μοίρας μάνα, σύζυγος, αδελφή όχι μόνο αυτή που

Γεράσιμος Μηνάς. Γυναίκα ΠΡΩΤΟ ΑΝΤΙΤΥΠΟ

Ένα βιβλίο βασισμένο στο μυθιστόρημα της Λενέτας Στράνη «Το ξενοπούλι και ο Συνορίτης ποταμός»

Η Ιστορία του Αγγελιοφόρου Όπως αποκαλύφθηκε στον Μάρσαλ Βιάν Σάμμερς στης 23 Μάιου 2011 στο Μπόλντερ, Κολοράντο, ΗΠΑ

ΕΤΣΙ ΚΙ ΑΛΛΙΩΣ... ΚΑΛΗΜΕΡΑ

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ενορία Ι. Ν. Αγ. Αθανασίου Ευόσµου Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών Γυµνασίου-Λυκείου

ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΛΕΜΟΝΟΔΑΣΟΣ

Σειρά: ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Tίτλος: Η ΓΙΟΛΑ ΜΕ ΤΟ ΜΠΑΛΟΝΙ Συγγραφέας: ΝΑΝΝΙΝΑ ΣΑΚΚΑ-ΝΙΚΟΛΑΚΟΠΟΥΛΟΥ Εικονογράφηση: ΔΙΑΤΣΕΝΤΑ ΠΑΡΙΣΗ

Ο έρωτας ήρθε από την στέπα Μυθιστόρημα - Περίληψη

Ανδρέας Γούτης. Δάσκαλε... όταν δίδασκες. Μυθιστόρημα

«Η Σ Κ Ο Ν Η Τ Ο Υ Ρ Ο Μ Ο Υ»

Εκπαιδευτική Προσέγγιση Ψηφιδωτού «Θησέας και μινώταυρος» για παιδιά προσχολικής ηλικίας

Παραμύθια. που γράφτηκαν από εκπαιδευόμενους / ες του πρώτου επιπέδου κατά τη σχολική χρονιά στο 1ο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας Λάρισας

Μικρός Ευεργετινός. Μεταφρασμένος στη Δημοτική

Τρέχω στο μπάνιο και βγάζω όλη τη μακαρονάδα.

Ο ΚΑΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΚΟΣ. Μαρία και Ιωσήφ

προβλήματα, εγώ θέλω να είμαι συγκεκριμένος. Έχω μπροστά μου και σας την αναφέρω την

Η ΨΥΧΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ( 1 )


Το Ταξίδι Απελευθέρωσης

ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ... Αναρωτηθήκατε ποτέ, άραγε, γιατί αν όλ αυτά που θα θέλαμε

ΔΈΚΑ ΕΓΓΌΝΙΑ έχει η νόνα Χελώνα και τους λέει κάθε

Λες, δεν διαφέρεις. Δεν είναι ομαδική παράκρουση, ο πόνος. Σκυμμένοι άνθρωποι, στα στασίδια.

Ιωάννά νοτάρά Χαμένες άγάπες

Στις κόρες µου Χριστίνα και Θάλεια

TA BIBΛIA ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ ΣTIΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

O Μικρός Πρίγκιπας συναντά τον Κύριο Καζαντζάκη

ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΣΙΛΕΡ. ποιήματα

Το Κάλεσμα του Αγγελιοφόρου

Κρύων της Μαγνητικής Υπηρεσίας. Πνευματική Ανατομική. Μάθημα 3ο ~ Εργασία με το Κόλον

Εκείνα τα χαράματα που σημάδεψαν την αρχή του τέλους

Κεφάλαιο 2. αβάλα στ άλογά τους, οι ιππότες πέρασαν

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που ένα αγόρι από τον Πειραιά ξεκίνησε να γράφει μια φανταστική ιστορία για μια παρέα παιδιών που ανοίχτηκαν στη

Γιάννης Υφαντής ΓΚΆΤΣΟΣ Ο ΠΕΛΑΣΓΙΚΌΣ. Οι ποιητές

Κάκια Ξύδη. Σε ελεύθερη πτώση ΕΚΔΟΣΕΙΣ. οσελότος

Αρμέγει δήθεν ο Γιώργος τα πρόβατά του κάθε πρωί και γεμίζει καρδάρες με γάλα το οποίο αποθηκεύεται σε δοχεία μεγάλης χωρητικότητας και μεταφέρεται σ

και, όταν σκοτείνιασε, στο φως του φάρου. Η παγωνιά ήταν άλλος ένας λόγος που ο Μάγκνους δεν ήθελε να κουνηθεί. Στην κρεβατοκάμαρα το παράθυρο θα

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

ΤΡΥΦΩΝΑΣ ΤΥΠΟΥ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΜΟΥΣΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Διήγημα με τίτλο: «Πορτραίτα τριών γυναικών, μιας γαρδένιας κι ενός ερωτευμένου σκύλου»

Mona Perises. Όμ Άλι, το γλυκό της ζωής Μυθιστορηματική βιογραφία Μέρος πρώτο

Κώστας Σφενδουράκης ΝΙΚΗ ΤΩΝ ΤΕΤΡΙΜΜΕΝΩΝ.

Ας προσπαθήσουμε να δούμε ποιες είναι αυτές, μία προς μία, εξετάζοντας τις πιο εξόφθαλμες και αναντίρρητες από αυτές.

«Λοιπόν, έχουμε και λέμε Αθανάσιος Παπανικολάου, ετών 99, Κωνσταντίνα η σύζυγος, τρία παιδιά, οχτώ εγγόνια»

ΟΜΙΛΙΑ ΕΥΑΓ.ΜΠΑΣΙΑΚΟΥ, ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΙΣΗΓΗΤΗ ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ

Το ωραιότερο πράγμα του κόσμου

ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ να είχα πεθάνει πριν από τρεις μήνες. Από τότε, τα πράγματα δεν έχουν επανέλθει στην προηγούμενη κατάστασή τους. Όλα έγιναν την τελευταία

ΜΑΡΙΑ ΓΕΩΡΓΑΛΑ. Ουρανός από Χώμα Γη από Σύννεφα. Γη από Σύννεφα ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ. οσελότος

ΠΛΑΤΩΝΟΣ «ΠΟΛΙΤΕΙΑ» ΕΒΔΟΜΟ ΒΙΒΛΙΟ. ( «Ο Μύθος του Σπηλαίου» )

Ευρετήριο πινάκων. Ασκήσεις και υπομνήματα

ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΟΥΔΟΥΡΗΣ Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΣΤΟ ΑΣΥΛΗΠΤΟ ΑΝΑΤΡΕΠΟΝΤΑΣ ΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΣΤΟ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ


Υγρά και Εμφάνιση δοντιών (Π.Ε. ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ)

Δανάη Τασιούλη ΔΙΔΥΜΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ. Η Στοιχειωμένη Μοίρα. εκδόσεις ΙΒΙΣΚΟΣ

Διαθεματική προσέγγιση στον Καβάφη μια απόπειρα διδακτικής προσέγγισης

Μετάφραση: Κέλλυ Δημοπούλου Διορθώσεις: Ελένη Μπολοβίνου Σχεδιασμός εξωφύλλου Σελιδοποίηση: Ιάκωβος Ψαρίδης

Εντυπώσεις σεμιναρίου γονέων

Πρίστινα, Κόσοβο Σήμερα

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΚΑΣ ΝΙΚΟΛΕΤΑΣ

Το σύμπαν μέσα στο οποίο αναδύεστε

O δράκος. o... «Ημιτελής»

1 Ένα κορίτσι με όνειρα

και άσε τον Κύριο να βρει ποιοί είναι σι δικοί του. Και τώρα, σ' αυτό το παλτό κάστρο του δάσους, οι κόρες του, που μόλις γίνανε γυναίκες,

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 20 ου ΚΑΙ ΤΟΥ 21 ου ΑΙΩΝΑ.

κρικοθυρεοειδής σύνδεσμος

ΤΟ ΦΩΣ ΤΩΝ ΠΛΑΝΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ 11. Πριν...

ΠΡΩΤΟΣ ΕΠΕΡΩΤΩΝ ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΠΑΣΙΑΚΟΣ (ΕΛΑΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΙΑ)

ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΑΝΑΨΕΙΣ ΕΝΑ ΚΕΡΙ ΠΑΡΑ ΝΑ ΚΑΤΑΡΙΕΣΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

συνήλθε στην Αίθουσα των συνεδριάσεων του Βουλευτηρίου η Βουλή σε ολομέλεια για να συνεδριάσει υπό την προεδρία του Ε Αντιπροέδρου αυτής κ.

Η φιλοσοφία στην τέχνη

ΜΑΡΚΟΣ ΜΠΟΛΑΡΗΣ (Υφυπουργός Υγείας και Κοινωνικής. Ευχαριστώ και το συνάδελφο γιατί θέτει ένα θέμα το οποίο βέβαια, όπως

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΘΑΥΜΑΤΩΝ. Κεφάλαια 11 έως 20

ΛΑΪΟΝΙΣΜΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗ ΠΟΡΕΙΑ

ο σούρουπο είχε απλώσει το σκοτεινό υφάδι του, κεντημένο με περισσή στοργή από τη μητέρα του, τη μαρμαρυγή. Τιτιβίσματα πτηνών ορμούσαν μες στην

Θερινά ΔΕΝ 2011 "ακολουθώντας τη ροή" - η ματιά μου

ΤΑΤΙΑΝΑ. θέλω..." Δεν πρέπει να θέλω! Ξέρω το πρέπει θα μου πεις δεν υπάρχει. Ή φλερτάρεις με το ρίσκο ή μένεις στο ίδιο σημείο μιά ζωή...

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ, ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ ΣΤΗΝ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΗ ΣΥΣΚΕΨΗ 29/8/2015

Μες στις παλάμες η αγάπη

ΜΝΗΣΙΚΑΚΙΑ Μεγάλο κακό η µνησικακία. Είναι µεγαλύτερο κι από την πορνεία. Πόσο µεγάλη η αρετή της συγχωρητικότητας!

Ασκήσεις ΙΙΙ Brno

ΤΟ ΒΑΛΣ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ ΒΑΣΩ ΑΠΟΣΤΟΛΟΠΟΥΛΟΥ-ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ. εκδόσεις ΙΒΙΣΚΟΣ. Βάσω Αποστολοπούλου-Αναστασίου:

ΟΙ ΕΥΘΥΜΕΣ ΚΥΡΑΔΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ. Oι εύθυμες κυράδες της ζωής μου

Ο Λέξους Μανταλέξους

Ναι! Αυτό είναι! Θα την κάνω από το σχολείο! Θα πάρω ρεπό! Θα προσποιηθώ πως κάποιος μόλις ανακάλυψε μια καινούρια γιορτή!

Για το βιβλίο του Αντώνη Κακαρά ΟΞΩ ΑΠ Τ ΑΜΠΕΛΙΑ ΡΕΕΕ. της Νάντιας Βαλαβάνη. Ομιλία στην παρουσίασή του στη Στοά του Βιβλίου, την

ΟΜΙΛΙΑ MARTIN SCHULZ ΥΠΟΨΗΦΙΟΥ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΕΔΡΕΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

Μια «γριά» νέα. Εύα Παπώτη

Transcript:

ΚΑΘΡΙΝ ΣΤΟΚΕΤ ένα ΟΝΕΙΡΟ, ΔΥΟ ΧΡΩΜΑΤΑ Μετάφραση: Αναστασία Δεληγιάννη

Σειρά: ΣYΓXPONH ΞENH ΛOΓOΤΕΧNΙΑ Συγγραφέας και τίτλος πρωτοτύπου: Kathryn Stockett, The Help First published by the Penguin Group (USA) Inc. Copyright 2009 by Kathryn Stockett Εικονογράφηση εξωφύλλου: Ellen Granter Φωτογραφία συγγραφέα: Kem Lee All rights reserved. Παραγωγή: MINΩAΣ A.E.E. 1η έκδοση στην Ελλάδα: Νοέμβριος 2010 Mετάφραση: Αναστασία Δεληγιάννη Eπιμέλεια κειμένου: Αλεξάνδρα Σφυρή Προσαρμογή εξωφύλλου Σελιδοποίηση: Ιάκωβος Ψαρίδης Copyright για την παρούσα έκδοση: Εκδόσεις MINΩAΣ Τ.Θ. 504 88, 141 10 N. Hράκλειο, AΘHNA τηλ.: 210 27 11 222 fax: 210 27 76 818 www.minoas.gr e-mail: info@minoas.gr ISBN 978-960-481-189-2

Στον παππού Στόκετ, τον καλύτερο παραμυθά που υπήρξε ποτέ

Η λέξη «βοήθεια» (στο πρωτότυπο «Τhe Help») όπου αναφέρεται μέσα στο βιβλίο παραπέμπει στην οικιακή βοηθό. (Σ.τ.Μ.)

Εϊμπιλιν Κεφάλαιο 1 Αύγουστος 1962 Η Μέι Μόμπλεϊ γεννήθηκε ένα κυριακάτικο πρωινό του Αυγούστου, το 1960. Αγιογεννημένα, έτσι τα λέγαμε εκείνα τα μωρά. Λοιπόν, να τι κάνω: φροντίζω λευκά μωρά. Μαγειρεύω κιόλας και καθαρίζω. Δεκαεφτά μωρά έχω αναθρέψει μέχρι σήμερα. Ξέρω πώς να τα κοιμίζω, πώς να τα ησυχάζω, πώς να τα βάζω να κάτσουν στο κανάτι, πριν ακόμα η μαμά τους σηκωθεί από το κρεβάτι. Όμως, ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί μωρό να σκούζει σαν τη Μέι Μόμπλεϊ Λίφολτ. Την πρώτη μέρα, με το που περνάω το κατώφλι, να σου την κατακόκκινη και ουρλιάζοντας από τους κολικούς να πετάει πέρα εκείνο το μπουκάλι σαν να ήταν δεν ξέρω κι εγώ τι. Η κυρία Λίφολτ, πάλι, έδειχνε καταφοβισμένη από το ίδιο της το παιδί. «Τι κάνω λάθος; Γιατί δεν μπορώ να κάνω αυτό το πράγμα να σταματήσει;» Αυτό το πράγμα; Αμέσως μπήκα στο νόημα. Κάτι δεν πήγαινε καλά εδώ πέρα. Έτσι, πήρα στην αγκαλιά μου εκείνο το μωρό που έσκουζε κι είχε γίνει ροζ απ το κλάμα. Με το ένα χέρι το κούνησα για να ρευτεί και μέσα σε δύο λεπτά η μπεμπούλα σταμάτησε το ~9~

Καθριν Στοκετ κλάμα, σήκωσε το κεφαλάκι και μου χαμογέλασε. Η κυρία Λίφολτ όμως δεν πήρε στα χέρια της το μωρό της ούτε μία φορά όλη την υπόλοιπη μέρα. Έχω δει ένα σωρό γυναίκες να είναι στις μαύρες τους μετά τη γέννα. Εκείνη τη στιγμή είπα πως ήταν κάτι τέτοιο. Να και κάτι για την κυρία Λίφολτ: δεν φτάνει που είναι κατσούφα όλη την ώρα, είναι και κοκαλιάρα. Τα κανιά της μοιάζουν με τηλεγραφόξυλα είκοσι τριών χρονών κι είναι ξερακιανή σαν δεκατετράχρονο αγόρι. Ακόμα και τα μαλλιά της είναι αραιά, καστανά και αδύναμα. Προσπαθεί να τα φουλάρει, αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να τα κάνει να φαίνονται χειρότερα. Το σουλούπι της μοιάζει μ εκείνου του διαβόλου στο κατακόκκινο κουτί με τα ζαχαρωτά μυτερό σαγόνι και τα λοιπά. Όλο το κορμί της είναι γεμάτο γρομπαλάκια και γωνίες, κι έτσι δεν είναι ν απορείς γιατί δεν μπορεί να ηρεμήσει εκείνο το μωρό. Στα μωρά αρέσουν τα πιασίματα. Τους αρέσει να χώνουν το μουτράκι τους στη μασχάλη σου και να αποκοιμιούνται. Και τα μεγάλα, χοντρά πόδια τούς αρέσουν. Κάτι ξέρω κι εγώ. Όταν ήταν ενός χρόνου, η Μέι Μόμπλεϊ με ακολουθούσε παντού. Μόλις πήγαινε πέντε το απόγευμα, ερχόταν και κρεμόταν από τα πόδια μου και κυλιόταν στο πάτωμα κλαίγοντας, λες και δεν θα ξαναγυρνούσα στο σπίτι ποτέ ξανά. Η κυρία Λίφολτ με κοίταζε με μάτια μισόκλειστα, σαν να είχα κάνει κάτι στραβό, και τραβούσε το γκρινιάρικο μωρό από τα πόδια μου. Όταν βάζεις άλλους να μεγαλώνουν τα παιδιά σου, πρέπει να τα περιμένεις αυτά, λέω εγώ. Η Μέι Μόμπλεϊ είναι τώρα δύο χρονών. Έχει μεγάλα, καστανά μάτια και χρυσοκάστανες μπουκλίτσες. Όμως, το φαλακρό σημείο στο πίσω μέρος του κεφαλιού της χαλάει λίγο τα πράγματα. Όταν κάτι την ανησυχεί, κάνει την ίδια ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια της όπως κι η μαμά της. Μοιά- ~10~

Ενα ονειρο, δυο χρωματα ζουν, μόνο που η Μέι Μόμπλεϊ είναι χοντρούλα. Δεν πρόκειται να γίνει και καμιά καλλονή. Νομίζω πως αυτό ενοχλεί την κυρία Λίφολτ, όμως για μένα η Μέι Μόμπλεϊ είναι το καλύτερο μωρό μου. Έχασα το παλικάρι μου, τον Τρίλορ, αμέσως πριν πιάσω δουλειά στης κυρίας Λίφολτ. Ήταν είκοσι τεσσάρων χρονών. Τα καλύτερα χρόνια στη ζωή κάποιου. Μόνο που είναι πολύ λίγα. Είχε ένα μικρό διαμέρισμα πάνω, στην οδό Φόλεϊ. Έβγαινε μ ένα πολύ καλό κορίτσι που το έλεγαν Φράνσις και νομίζω πως σκέφτονταν να παντρευτούν, όμως ο γιος μου ήταν αργός σε τέτοια πράγματα. Όχι πως έψαχνε για κάτι καλύτερο, απλώς ήταν τέτοιος ο τύπος του, να τα μετράει όλα. Φορούσε χοντρά γυαλιά και διάβαζε όλη την ώρα. Είχε αρχίσει να γράφει και δικό του βιβλίο, για το πώς είναι να είσαι μαύρος και να ζεις και να δουλεύεις στο Μισισίπι. Όμως, ένα βράδυ που έμεινε παραπάνω στη δουλειά του και φόρτωνε κάτι μαδέρια σ ένα φορτηγό, οι σκλήθρες έσκισαν το γάντι του πέρα ως πέρα. Ήταν τόσο μικρόσωμος γι αυτήν τη δουλειά, τη χρειαζόταν όμως. Ήταν κουρασμένος κι έβρεχε. Από την πλατφόρμα όπου φόρτωναν γλίστρησε στο δρόμο, όπου ήταν τα φορτηγά. Ο οδηγός της νταλίκας δεν τον είδε και τον έλιωσε πριν προλάβει να κουνηθεί. Όταν τον βρήκα, ήταν ήδη νεκρός. Εκείνη τη μέρα ολάκερος ο κόσμος μου σκοτείνιασε. Ο αέρας, ο ήλιος. Έμεινα ξαπλωμένη στο κρεβάτι και κοίταζα τους μαύρους τοίχους του σπιτιού μου. Η Μίνι ερχόταν κάθε μέρα για να δει αν ανάσαινα και με τάιζε για να μην πεθάνω απ την πείνα. Έκανα τρεις μήνες να κοιτάξω έξω απ το παραθύρι μου, για να δω αν ο κόσμος ήταν ακόμη εκεί. Ξαφνιασμένη, είδα πως συνέχιζε να υπάρχει, παρ όλο που το παλικάρι μου είχε φύγει. ~11~

Καθριν Στοκετ Πέντε μήνες μετά την κηδεία πίεσα τον εαυτό μου να σηκωθεί από το κρεβάτι. Φόρεσα την άσπρη μου στολή, κρέμασα το χρυσό σταυρουδάκι μου στο λαιμό και πήγα να συναντήσω την κυρία Λίφολτ, που μόλις είχε κάνει την μπέμπα της. Όμως, πολύ σύντομα κατάλαβα πως κάτι μέσα μου είχε αλλάξει. Ένας πικρός σπόρος είχε φυτρώσει στην καρδιά μου και δεν τα δεχόμουν όλα όπως πριν. «Λοιπόν, πρώτα τακτοποίησε το σπίτι και μετά πήγαινε και φτιάξε μια σαλάτα με κοτόπουλο» λέει η κυρία Λίφολτ. Είναι η μέρα που παίζουν μπριτζ, η τέταρτη Τετάρτη κάθε μήνα. Φυσικά, τα έχω ετοιμάσει ήδη όλα: σήμερα το πρωί έφτιαξα τη σαλάτα με το κοτόπουλο και χθες σιδέρωσα το τραπεζομάντιλο και τις πετσέτες. Η κυρία Λίφολτ με είδε να τα ετοιμάζω. Είναι δεν είναι είκοσι τριών χρονών και της αρέσει ν ακούει τον εαυτό της να μου δίνει διαταγές. Φοράει το μπλε φόρεμα που σιδέρωσα σήμερα το πρωί, αυτό που έχει είκοσι πέντε πιέτες στη μέση, τόσο λεπτές, που μου είχαν γίνει τα μάτια κουμπότρυπες πίσω από τα γυαλιά μου για να μπορέσω να τις σιδερώσω. Δεν μισώ πολλά πράγματα στη ζωή μου, όμως εγώ κι εκείνο το φουστάνι δεν τα πάμε καλά. «Και να φροντίσεις να μην μας ενοχλήσει η Μέι Μόμπλεϊ. Είμαι έξαλλη μαζί της. Έκανε το καλό μου σετ αλληλογραφίας χίλια κομμάτια κι έχω να γράψω δεκαπέντε ευχαριστήριες κάρτες για την Ένωση Νεανίδων» Κανονίζω όλα τα «κάνε αυτό και κάνε εκείνο» για τις φίλες της βγάζω τα κρυστάλλινα ποτήρια και το ασημένιο σερβίτσιο. Η κυρία Λίφολτ δεν ετοιμάζει κανένα πρόχειρο τραπέζι για χαρτιά, όπως οι άλλες κυρίες. Στρώνουμε το τραπέζι της τραπεζαρίας. Το σκεπάζουμε μ ένα τραπεζομάντιλο, για να κρύψουμε ένα μεγάλο σκάσιμο που κάνει γωνία, και ~12~

Ενα ονειρο, δυο χρωματα μετακινούμε τη σύνθεση με τα κόκκινα λουλούδια από το κέντρο του τραπεζιού στα πλάγια, για να κρύψουμε το ξύλο που είναι καταγδαρμένο. Η κυρία Λίφολτ, όταν κάνει τραπέζι, του δίνει και καταλαβαίνει. Ίσως έτσι προσπαθεί να κρύψει πως το σπίτι είναι μια σταλιά. Δεν είναι δα και τίποτε πλούσιοι, αυτό το ξέρω. Οι πλούσιοι δεν προσπαθούν τόσο σκληρά. Είμαι συνηθισμένη να δουλεύω για νεαρά ζευγάρια, όμως τούτο δω είναι το μικρότερο σπίτι όπου έχω δουλέψει. Η κυρία Λίφολτ πληρώνει μόνο ενενήντα πέντε σεντς την ώρα, λιγότερα απ όσα παίρνω εδώ και χρόνια, όμως μετά που πέθανε ο Τρίλορ, δέχτηκα ό,τι μου έδωσαν. Ο σπιτονοικοκύρης μου δεν περίμενε άλλο. Και παρ όλο που είναι μικρό, η κυρία Λίφολτ προσπαθεί να το φτιάξει όσο μπορεί. Είναι αρκετά καλή στη ραπτομηχανή. Ό,τι δεν μπορεί να το αγοράσει καινούριο, παίρνει λίγο μπλε ύφασμα και το σκεπάζει. Χτυπάει το κουδούνι κι ανοίγω εγώ. «Γεια σου, Έιμπιλιν» λέει η κυρία Σκίτερ, γιατί είναι απ αυτές που μιλάνε στη βοήθεια. «Τι κάνεις;» «Γεια σας, κυρία Σκίτερ. Είμαι μια χαρά. Ποπό, τι ζέστη κάνει!» Η κυρία Σκίτερ είναι πανύψηλη και αδύνατη. Τα μαλλιά της είναι ξανθά και κομμένα κάπως κοντά κι είναι κατσαρά όλο το χρόνο. Είναι είκοσι τριών χρονών πάνω κάτω, όπως και η κυρία Λίφολτ και οι υπόλοιπες φίλες τους. Ακουμπάει την τσάντα της πάνω στην καρέκλα και για μια στιγμή φαίνεται να μην νιώθει άνετα μες στα ρούχα της. Φοράει μπλούζα από λευκή δαντέλα, που την έχει κουμπώσει μέχρι επάνω, σαν καλόγρια, και ίσια παπούτσια, για να μην δείχνει ψηλότερη. Η γαλάζια φούστα της χορεύει στη μέση της. Η κυρία Σκίτερ πάντα μοιάζει σαν να την έβαλε κάποιος κάτω και να την έντυσε με το ζόρι. Ακούω την κυρία Χίλι και τη μαμά της, την κυρία Γουόλ- ~13~

Καθριν Στοκετ τερς, να μπαίνουν με το αυτοκίνητο στον παράδρομο και να πατάνε την κόρνα. Η κυρία Χίλι μένει πέντε μέτρα παραπέρα, αλλά πάντα έρχεται με το αυτοκίνητο. Την αφήνω να μπει, εκείνη περνάει από μπροστά μου κι εγώ σκέφτομαι πως είναι καιρός να σηκώσω τη Μέι Μόμπλεϊ από τον υπνάκο που έχει πάρει. Μόλις μπαίνω στο δωμάτιό της, η Μέι Μόμπλεϊ μου χαμογελάει και μου απλώνει τα στρουμπουλά χεράκια της. «Σηκώθηκες κιόλας, μπεμπούλα; Γιατί δεν με περίμενες;» Γελάει, χορεύει πάνω κάτω και περιμένει να τη βγάλω. Της κάνω μια μεγάλη αγκαλιά. Πιστεύω πως, όταν γυρνάω σπίτι μου, δεν έχει και πολλές τέτοιες αγκαλιές. Πολύ συχνά, όταν έρχομαι στη δουλειά, τη βρίσκω να σπαράζει στο κλάμα στην κούνια της, ενώ η κυρία Λίφολτ είναι απασχολημένη με τη ραπτομηχανή της και δείχνει ενοχλημένη, λες και κάποια αδέσποτη γάτα έχει πιαστεί στην πόρτα με τη σήτα. Η κυρία Λίφολτ, βλέπεις, ντύνεται ωραία κάθε μέρα. Πάντοτε είναι μακιγιαρισμένη, έχει γκαράζ για το αυτοκίνητό της, έχει ψυγείο με χωριστό καταψύκτη. Τη βλέπεις στο μπακάλικο Τζίτνεϊ 17 και ούτε που σου περνά απ το μυαλό πως αυτή η γυναίκα αφήνει το μωρό της να σπαράζει στην κούνια του. Η βοήθεια όμως πάντοτε ξέρει καλύτερα. Αλλά σήμερα είναι μια καλή μέρα. Το κοριτσάκι χαμογελάει συνεχώς. Της λέω: «Έιμπιλιν». Μου λέει: «Έιμπ-ιι». Της λέω: «Αγαπούλα». Μου λέει: «Αγαπούλα». Της λέω: «Μέι Μόμπλεϊ». Μου λέει: «Έιμπ-ιι». Και μετά γελάει με την ψυχή της. Χαίρεται τόσο που μιλάει κι εγώ λέω πως καιρός ήταν πια. Κουβαλάω τη Μέι Μόμπλεϊ στην κουζίνα και τη βάζω στο ~14~

Ενα ονειρο, δυο χρωματα καρεκλάκι της, ενώ στο μυαλό μου έχω δύο δουλειές που πρέπει να τελειώσω σήμερα, πριν η κυρία Λίφολτ γίνει έξαλλη: να βάλω στην άκρη τις πετσέτες του φαγητού που έχουν αρχίσει να φθείρονται και να τακτοποιήσω το ασημένιο σερβίτσιο μέσα στο σκρίνιο. Θεέ μου, μάλλον θα πρέπει να το κάνω όταν θα έχουν έρθει οι κυρίες. Με το κυλιόμενο τραπεζάκι πηγαίνω τα αυγά στην τραπεζαρία. Η κυρία Λίφολτ στην κορυφή του τραπεζιού και στ αριστερά της η κυρία Χίλι Χόλμπρουκ και η μαμά της κυρίας Χίλι, η κυρία Γουόλτερς, στην οποία η κυρία Χίλι δεν συμπεριφέρεται με σεβασμό. Στα δεξιά της κυρίας Λίφολτ κάθεται η κυρία Σκίτερ. Πηγαίνω γύρω γύρω τ αυγά, αρχίζοντας πρώτα από τη γριά κυρία Γουόλτερς, γιατί είναι η μεγαλύτερη. Μετά προχωράω στην κυρία Χίλι, που χαμογελάει και παίρνει δύο. Η κυρία Χίλι έχει στρογγυλό πρόσωπο και σκούρα καστανά μαλλιά πιασμένα σ έναν κότσο που θυμίζει κυψέλη. Το δέρμα της είναι σχεδόν λαδί και γεμάτο φακίδες και ελιές. Φοράει συνέχεια κόκκινα καρό κι έχει αρχίσει να κάνει περιφέρειες. Σήμερα, επειδή έχει πολλή ζέστη, φοράει ένα κόκκινο αμάνικο φουστάνι χωρίς μέση. Είναι απ αυτές τις γυναίκες που ντύνονται σαν να είναι ακόμη μπεμπέκες, με μεγάλους φιόγκους, ασορτί καπέλα και τα παρόμοια. Δεν μου πολυαρέσει. Προχωράω στην κυρία Σκίτερ, που ζαρώνει τη μύτη της και μου λέει «όχι, ευχαριστώ», γιατί δεν τρώει αυγά. Κάθε φορά που η κυρία Λίφολτ φωνάζει τις φίλες της για μπριτζ, της το λέω, όμως εκείνη μου λέει να τα κάνω τ αυγά όπως και να χει. Τρέμει μην τυχόν κι η κυρία Χίλι δυσαρεστηθεί. Τέλος, φτάνω στην κυρία Λίφολτ. «Μαντέψτε πάνω σε ποια έπεσα στο σαλόνι ομορφιάς» λέει η κυρία Χίλι στις υπόλοιπες κυρίες. «Σε ποια;» ρωτάει η κυρία Λίφολτ. ~15~

Καθριν Στοκετ «Στη Σίλια Φούτι. Και ξέρετε τι με ρώτησε; Αν μπορεί να βοηθήσει στη Φιλανθρωπική φέτος». «Ωραία» λέει η κυρία Σκίτερ. «Τη χρειαζόμαστε». «Μπα, δεν νομίζω. Της είπα: Σίλια, αν δεν είσαι μέλος της Ένωσης ή συνδρομήτρια, δεν μπορείς να συμμετάσχεις. Μα καλά, τι νομίζει πως είναι η Ένωση Τζάκσον; Ξέφραγο αμπέλι;» «Δεν είπαμε πως φέτος θα πάρουμε και μη μέλη, επειδή η Φιλανθρωπική έχει μεγαλώσει τόσο;» ρωτάει η κυρία Σκίτερ. «Ε, ναι» λέει η κυρία Χίλι. «Όμως, σιγά μην της το έλεγα». «Δεν το πιστεύω πως ο Τζόνι παντρεύτηκε μια τόσο κακόγουστη κοπέλα σαν αυτήν» είπε η κυρία Λίφολτ και η κυρία Χίλι συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι της. Μετά άρχισε να μοιράζει τα χαρτιά του μπριτζ. Εγώ δεν μπορώ να μην ακούω αυτά που λένε, μια και σερβίρω την παγωμένη σαλάτα και τα σάντουιτς με ζαμπόν. Αυτές οι κυρίες μιλάνε μόνο για τρία πράγματα: τα παιδιά τους, τα ρούχα τους και τις φίλες τους. Άκουσα τη λέξη Κένεντι, όμως ξέρω πως δεν μιλάνε για πολιτική. Αυτό που τις ενδιαφέρει είναι τι φορούσε η κυρία Τζάκι στην τηλεόραση. Αρχίζω ξανά από την κυρία Γουόλτερς, που δεν παίρνει παρά μόνο μισό σάντουιτς. «Μαμά!» της βάζει τις φωνές η κυρία Χίλι. «Πάρε κι άλλο σάντουιτς. Έχεις γίνει σαν τηλεγραφόξυλο». Η κυρία Χίλι κοιτάζει τις υπόλοιπες κυρίες στο τραπέζι. «Συνέχεια της λέω, αν αυτή η Μίνι δεν ξέρει να μαγειρεύει, να τη διώξει». Εγώ τεντώνω τ αυτιά μου. Μιλάνε για τη βοήθεια. Η Μίνι είναι η καλύτερή μου φίλη. «Η Μίνι μαγειρεύει μια χαρά» λέει η γριά κυρία Γουόλτερς. «Απλώς δεν πεινάω πια όπως άλλοτε». Η Μίνι ίσως είναι η καλύτερη μαγείρισσα σ ολόκληρη την επαρχία Χιντς, μπορεί και σ ολόκληρο το Μισισίπι. Η Φι- ~16~

Ενα ονειρο, δυο χρωματα λανθρωπική Αγορά της Ένωσης Νεανίδων συσκέπτεται κάθε φθινόπωρο και την καλούν να τους κάνει δέκα τούρτες με καραμέλα για το παζάρι τους. Θα έπρεπε να ήταν η πιο περιζήτητη βοήθεια σ ολάκερη την πολιτεία. Όμως, το πρόβλημα είναι πως η Μίνι έχει στόμα. Πάντοτε βγάζει γλώσσα. Τη μια τα βάζει με το λευκό διευθυντή στο μπακάλικο Τζίτνεϊ Τζαγκλ, την άλλη με τον άντρα της και κάθε μέρα με την όποια λευκή κυρία την έχει προσλάβει να της καθαρίζει. Ο μόνος λόγος που δουλεύει ακόμη στης κυρίας Γουόλτερς είναι πως η κυρία Γουόλτερς είναι κουφή σαν παλιάλογο. «Νομίζω πως υποσιτίζεσαι, μαμά» φωνάζει η κυρία Χίλι. «Η Μίνι δεν σε ταΐζει, για να μπορεί να σου κλέβει όσα ασημικά σού άφησα». Η κυρία Χίλι σηκώνεται φουριόζα από την καρέκλα της. «Πάω στην τουαλέτα. Εσείς προσέξτε την, μην τυχόν και τα τινάξει από την πείνα». Όταν φεύγει η κυρία Χίλι, η κυρία Γουόλτερς λέει ψιθυριστά: «Άλλο που δεν θα θελες». Όλες κάνουν σαν να μην την άκουσαν. Καλύτερα να περάσω απόψε από τη Μίνι και να της πω τι είπε η κυρία Χίλι. Πηγαίνω μέχρι την κουζίνα και φέρνω το παγωμένο τσάι. Η κυρία Χίλι έχει επιστρέψει στην καρέκλα της και τώρα δείχνει να την έχει πειράξει κάτι άλλο. «Αχ, Χίλι, έπρεπε να χρησιμοποιήσεις την τουαλέτα των ξένων» λέει η κυρία Λίφολτ, τακτοποιώντας τα χαρτιά της. «Η Έιμπιλιν αρχίζει να καθαρίζει τα πίσω δωμάτια μετά το φαγητό». Η Χίλι σηκώνει τη μύτη της και κάνει το συνηθισμένο ήχο, λες και καθαρίζει το λαιμό της πολύ διακριτικά, κάτι που τραβάει την προσοχή όλων χωρίς εκείνες να το παίρνουν χαμπάρι. «Μα δεν χρησιμοποιεί κι η βοήθεια την τουαλέτα των ξένων;» λέει. Καμιά τους δεν βγάζει άχνα για ένα λεπτό. Μετά η κυρία ~17~

Καθριν Στοκετ Γουόλτερς κουνάει το κεφάλι της, λες κι έχει την εξήγηση για τα πάντα. «Είναι ταραγμένη, γιατί η αραπίνα χρησιμοποιεί την ίδια τουαλέτα μ εμάς». Θεέ μου, όχι πάλι. Όλες με κοιτάζουν που τακτοποιώ το ασημένιο σερβίτσιο στο βοηθητικό τραπεζάκι και καταλαβαίνω πως είναι ώρα να φεύγω. Όμως, πριν προλάβω ν αφήσω το τελευταίο κουταλάκι, η κυρία Λίφολτ με αγριοκοιτάζει και λέει: «Έιμπιλιν, φέρε μας λίγο τσάι ακόμα». Κάνω ό,τι μου λέει, παρ όλο που τα φλιτζάνια τους είναι γεμάτα μέχρι πάνω. Τριγυρνάω για λίγο μες στην κουζίνα, αλλά δεν έχω τίποτε να κάνω εδώ. Πρέπει να πάω στην τραπεζαρία για να τελειώσω με τα ασημικά. Κι έχω να τακτοποιήσω τις πετσέτες του φαγητού στη λινοθήκη, όμως αυτή βρίσκεται στο διάδρομο, έξω ακριβώς από εκεί όπου κάθονται οι κυρίες. Δεν θέλω να καθυστερήσω να γυρίσω σπίτι μου μόνο και μόνο γιατί η κυρία Λίφολτ παίζει χαρτιά. Περιμένω για λίγο, σκουπίζω έναν πάγκο. Δίνω στην μπέμπα λίγο ακόμα ζαμπόν κι εκείνη το καταβροχθίζει. Τελικά βγαίνω σιγά στο διάδρομο, παρακαλώντας από μέσα μου να μην με δει κανείς. Όλες τους κρατάνε το τσιγάρο στο ένα χέρι και τα χαρτιά στο άλλο. «Ελίζαμπεθ, αν μπορούσες, δεν θα προτιμούσες να έκαναν ό,τι έχουν να κάνουν έξω;» ακούω την κυρία Χίλι να λέει. Εντελώς αθόρυβα ανοίγω το συρτάρι με τις πετσέτες και πιο πολύ με νοιάζει να μην με δει η κυρία Λίφολτ παρά αυτά που λένε. Αυτές οι συζητήσεις δεν είναι καινούριες για μένα. Παντού στην πόλη έχουν τουαλέτες για τους μαύρους, όπως και στα περισσότερα σπίτια. Όμως, σηκώνω το κεφάλι μου και παγώνω, γιατί η κυρία Σκίτερ με παρακολουθεί και φοβάμαι πως έχω μπλέξει. ~18~

Ενα ονειρο, δυο χρωματα «Δηλώνω άσο κούπα» λέει η κυρία Γουόλτερς. «Δεν ξέρω» λέει η κυρία Λίφολτ, κοιτάζει τις κάρτες της και κατσουφιάζει. «Με τον Ράλεϊ να έχει αρχίσει δική του δουλειά και χωρίς να γίνονται φορολογικές δηλώσεις για έξι μήνες ακόμη στενευόμαστε πραγματικά αυτήν τη στιγμή». Η κυρία Χίλι μιλάει σιγά, σαν ν απλώνει σαντιγί σε κέικ. «Πες απλώς στον Ράλεϊ πως κάθε πένα που θα ξοδέψετε γι αυτό το μπάνιο θα την πάρετε πίσω όταν πουλήσετε το σπίτι». Κουνάει το κεφάλι της σαν να συμφωνεί με τον εαυτό της. «Όλα αυτά τα σπίτια που χτίζουν χωρίς δωμάτιο υπηρεσίας είναι σαφώς επικίνδυνα. Όλοι ξέρουν πως κουβαλούν διαφορετικές αρρώστιες από μας. Διπλασιάζω». Σηκώνω μια στοίβα πετσέτες. Δεν ξέρω γιατί, αλλά ξαφνικά με νοιάζει ν ακούσω τι θα απαντήσει η κυρία Λίφολτ. Είναι το αφεντικό μου. Μάλλον όλοι οι άνθρωποι νοιάζονται για το τι πιστεύει γι αυτούς το αφεντικό τους. «Θα ήταν καλό η δική μας να μην χρησιμοποιεί αυτήν του σπιτιού. Δηλώνω τρία σπαθί». «Γι αυτό ακριβώς έχω σχεδιάσει την Πρωτοβουλία για την Υγιεινή των Οικιακών Βοηθών ως μέτρο πρόληψης ασθενειών» είπε η κυρία Χίλι. Ξαφνιάζομαι από το πόσο έχει σφίξει ο λαιμός μου. Είναι ένα αίσθημα ντροπής που έχω μάθει να πνίγω εδώ και πολύ καιρό. Η κυρία Σκίτερ φαίνεται πραγματικά μπερδεμένη. «Το ποιο;» «Ένα νόμο που θα ορίζει ότι κάθε λευκό σπίτι θα πρέπει να έχει χωριστή τουαλέτα για την έγχρωμη βοήθεια. Το γνωστοποίησα και στο διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας του Μισισίπι, για να δω αν θα εγκρίνει την ιδέα μου». Η κυρία Σκίτερ κοιτάζει αυστηρά την κυρία Χίλι. Αφήνει κάτω τα χαρτιά της, ανοιχτά, και λέει κοφτά: «Ίσως το καλύ- ~19~

Καθριν Στοκετ τερο θα ήταν να σου χτίσουμε εσένα μια τουαλέτα εκεί έξω, Χίλι». Το δωμάτιο παγώνει. Η κυρία Χίλι λέει: «Δεν νομίζω πως είναι πρέπον να αστειεύεσαι με το θέμα των μαύρων. Όχι, αν θέλεις να παραμείνεις συντάκτρια στην Ένωση, Σκίτερ Φίλαν». Η κυρία Σκίτερ κάνει πως γελάει, αλλά δεν νομίζω πως το βρίσκει αστείο. «Τι; Θα με πετάξεις έξω; Επειδή διαφώνησα μαζί σου;» Η κυρία Χίλι σηκώνει το ένα της φρύδι. «Θα κάνω ό,τι χρειαστεί για να προστατεύσω την πόλη μας. Σειρά σου να παίξεις, μαμά». Πηγαίνω στην κουζίνα και δεν βγαίνω μέχρι ν ακούσω την πόρτα να κλείνει πίσω από την κυρία Χίλι. Όταν καταλαβαίνω πως η κυρία Χίλι έχει φύγει, βάζω τη Μέι Μόμπλεϊ στο πάρκο της και βγάζω το σκουπιδοτενεκέ στο δρόμο, γιατί σήμερα περνάει το σκουπιδιάρικο. Στην αρχή του παράδρομου, η κυρία Χίλι και η τρελή μαμά της παραλίγο να με πατήσουν με το αυτοκίνητό τους. Ύστερα μου φωνάζουν φιλικά πόσο λυπούνται. Γυρνάω στο σπίτι χαρούμενη που δεν έχω δύο σπασμένα πόδια. Μόλις μπαίνω στην κουζίνα, βρίσκω εκεί την κυρία Σκίτερ. Ακουμπάει πάνω στον πάγκο και το πρόσωπό της είναι σοβαρό, πολύ περισσότερο απ ό,τι συνήθως. «Έι, κυρία Σκίτερ, να σας φέρω κάτι;» Εκείνη κοιτάζει έξω, στο δρόμο, την κυρία Λίφολτ, που έχει σκύψει στο παράθυρο του αυτοκινήτου της κυρίας Χίλι και μιλάνε. «Όχι. Απλώς περιμένω». Σκουπίζω ένα δίσκο με μια πετσέτα. Όταν της ρίχνω μια κλεφτή ματιά, τη βλέπω να κοιτάζει ακόμη ανήσυχη έξω από το παράθυρο. Έτσι ψηλή που είναι, δεν μοιάζει με τις άλλες ~20~

Ενα ονειρο, δυο χρωματα κυρίες. Τα μήλα του προσώπου της είναι πολύ τονισμένα. Τα γαλάζια της μάτια, που πέφτουν προς τα κάτω, την κάνουν να φαίνεται ντροπαλή. Όλα είναι ήσυχα, πέρα από το ραδιάκι στον πάγκο που παίζει το σταθμό των γκόσπελ. Μακάρι να έβγαινε από την κουζίνα μου. «Αυτό που ακούς στο ράδιο είναι η λειτουργία του αιδεσιμότατου Γκριν;» με ρωτάει. «Ναι, κυρία. Αυτή είναι». Η κυρία Σκίτερ σκάει ένα χαμόγελο. «Αυτό μου θυμίζει την νταντά μου». «Α, ναι. Η Κονσταντάιν» λέω. Η κυρία Σκίτερ στρέφει τα μάτια της από το παράθυρο πάνω μου. «Αυτή με μεγάλωσε, το ήξερες;» Γνέφω, λέγοντας από μέσα μου πως καλύτερα να μην είχα πει κουβέντα. Ξέρω τόσο πολλά γι αυτή την περίπτωση. «Προσπάθησα να βρω κάποια διεύθυνση της οικογένειάς της στο Σικάγο, όμως κανείς δεν μπορεί να μου πει τίποτε» μου λέει. «Ούτε εγώ την έχω, κυρία». Η κυρία Σκίτερ γυρνάει πάλι τα μάτια της στο παράθυρο, στην Μπιούικ της κυρίας Χίλι. Κουνάει το κεφάλι της λιγάκι. «Έιμπιλιν, αυτά που λέγαμε εδώ αυτά που έλεγε η Χίλι δηλαδή» Σηκώνω ένα φλιτζάνι του καφέ και αρχίζω να το τρίβω με την πετσέτα για τα καλά. «Εύχεσαι ποτέ να μπορούσες να το αλλάξεις όλο αυτό;» Δεν μπορώ να συγκρατηθώ. Την κοιτάζω κατάματα, γιατί αυτή είναι η πιο χαζή ερώτηση που άκουσα ποτέ. Δείχνει μπερδεμένη, αηδιασμένη, σαν να έβαλε αλάτι αντί για ζάχαρη στον καφέ της. Γυρνάω πίσω στη λάντζα μου, για να μην δει το ύφος μου. «Μπα, όχι, κυρία. Όλα είναι μια χαρά». ~21~

Καθριν Στοκετ «Όμως, αυτά που λέγαμε εδώ μέσα για τις τουαλέτες» Και πάνω σ αυτήν τη λέξη, να σου και μπαίνει στην κουζίνα η κυρία Λίφολτ. «Α, εδώ είσαι, Σκίτερ». Μας κοιτάζει κάπως παραξενεμένη. «Συγγνώμη. Μήπως διακόπτω κάτι;» Στεκόμαστε κι οι δύο εκεί κι αναρωτιόμαστε τι έχει ακούσει άραγε. «Πρέπει να φύγω» λέει η κυρία Σκίτερ. «Τα λέμε αύριο, Ελίζαμπεθ». Ανοίγει την πίσω πόρτα και λέει: «Σ ευχαριστώ, Έιμπιλιν, για το γεύμα». Και φεύγει. Πηγαίνω στην τραπεζαρία κι αρχίζω να καθαρίζω το τραπέζι του μπριτζ κι όπως ακριβώς περίμενα, η κυρία Λίφολτ έρχεται στο κατόπι μου, με το θυμωμένο της χαμόγελο. Ο λαιμός της είναι πεταμένος μπροστά, σαν να προετοιμάζεται να με ρωτήσει κάτι. Δεν θέλει να μιλάω με τις φίλες της όταν δεν είναι αυτή μπροστά, ποτέ δεν της άρεσε αυτό. Θέλει να ξέρει πάντοτε τι λέμε. Περνάω από μπροστά της και μπαίνω στην κουζίνα. Βάζω την μπέμπα στο καρεκλάκι της και καταπιάνομαι με το καθάρισμα του φούρνου. Η κυρία Λίφολτ με ακολουθεί, περιεργάζεται έναν κουβά Κρίσκο, τον αφήνει κάτω. Η μπέμπα απλώνει τα χεράκια της στη μαμά της να την πάρει αγκαλιά, όμως η κυρία Λίφολτ ανοίγει ένα ντουλάπι και κάνει πως δεν τη βλέπει. Μετά το κλείνει με θόρυβο και ανοίγει άλλο. Τελικά στέκεται απλώς εκεί, χωρίς να κάνει τίποτε. Εγώ είμαι πεσμένη στα τέσσερα. Σύντομα το κεφάλι μου έχει χωθεί τόσο βαθιά στο φούρνο, που μοιάζω σαν να θέλω ν αυτοκτονήσω με το γκάζι. «Εσύ κι η κυρία Σκίτερ δείχνατε να μιλάτε πολύ σοβαρά για κάτι». «Όχι, κυρία. Απλώς με ρώτησε αν ήθελα κάτι παλιά ρούχα» λέω και η φωνή μου ακούγεται λες και βρίσκομαι στον πάτο κανενός πηγαδιού. Ήδη έχω γεμίσει με λίγδα μέχρι τα μπράτσα. Εδώ μέσα μυρίζει σαν μασχάλη. Δεν σταματάω ούτε ~22~

Ενα ονειρο, δυο χρωματα καν για να σκουπίσω τον ιδρώτα που στάζει από τη μύτη μου. Κάθε φορά που τρίβω, πέφτει και μια φλούδα καμένο λίπος πάνω στο πρόσωπό μου. Το εσωτερικό του φούρνου θα πρέπει να είναι το χειρότερο πράγμα στον κόσμο. Μπαίνεις ή για να τον καθαρίσεις ή για να σε μαγειρέψουν. Απόψε ξέρω ότι θα δω στον ύπνο μου πως έχω κολλήσει μέσα σ ένα φούρνο και πως κάποιος ανοίγει το γκάζι. Όμως, κρατάω το κεφάλι μου χωμένο σ αυτό το απαίσιο μέρος, γιατί προτιμώ να είμαι οπουδήποτε παρά να πρέπει να απαντήσω στην κυρία Λίφολτ τι προσπαθούσε να μου πει η κυρία Σκίτερ. Ότι με ρωτούσε αν θα ήθελα ν αλλάξω τα πράγματα. Έπειτα από λίγο, η κυρία Λίφολτ ξεφυσάει και πάει έξω, στο γκαράζ. Σκέφτομαι πως πάει να δει πού θα φτιάξει την καινούρια τουαλέτα μου. ~23~

Κεφάλαιο 2 Μένοντας εδώ, δεν μπορείς να το φανταστείς, αλλά το Τζάκσον του Μισισίπι έχει διακόσιες χιλιάδες κόσμο. Βλέπω αυτούς τους αριθμούς στην εφημερίδα και αναρωτιέμαι από μέσα μου πού ζει όλος αυτός ο κόσμος. Κάτω απ τη γη; Γιατί τους δικούς μου τους ξέρω όλους όπως κι ένα σωρό λευκές οικογένειες και στα σίγουρα όλοι αυτοί δεν φτάνουν τις διακόσιες χιλιάδες. Έξι μέρες τη βδομάδα παίρνω το λεωφορείο που περνάει τη γέφυρα Γούντροου Γουίλσον και πάω εκεί όπου μένει η κυρία Λίφολτ και όλες οι λευκές φίλες της, σε μια γειτονιά που λέγεται Μπελχέβεν. Στα δεξιά το Μπελχέβεν συνορεύει με το κέντρο της πόλης που είναι η πρωτεύουσα της πολιτείας μας. Το Καπιτώλιο είναι πραγματικά μεγάλο και όμορφο απέξω, άλλα ποτέ μου δεν μπήκα μέσα να δω. Θα θελα να ξέρω τι πληρώνουν για να το καθαρίσει κανείς. Ο δρόμος από το Μπελχέβεν οδηγεί στο Γούντλαντ Χιλς, συνοικία των λευκών, και μετά στο δάσος Σέργουντ, μίλια ολόκληρα με μεγάλες φουντωτές βελανιδιές και με βρύα που κρέμονται μέχρι κάτω. Κανείς δεν μένει εκεί ακόμη, όμως ~24~

Ενα ονειρο, δυο χρωματα θα είναι διαθέσιμο όταν οι λευκοί θελήσουν να πάνε κάπου αλλού να μείνουν. Μετά είναι η εξοχή, εκεί όπου ζει η κυρία Σκίτερ, στη βαμβακοφυτεία Λόνγκλιφ. Εκείνη δεν το ξέρει, όμως εγώ μάζευα βαμβάκι εκεί το 1931, την εποχή της Ύφεσης, όταν το μόνο που είχαμε να φάμε ήταν τυρί με το δελτίο. Το Τζάκσον, λοιπόν, είναι η μια γειτονιά μετά την άλλη, στη σειρά, κατά μήκος του δρόμου. Όμως, γύρω από το κομμάτι όπου ζουν οι μαύροι, γύρω απ τη μεγάλη μας μυρμηγκοφωλιά, η γη ανήκει όλη στην πολιτεία και δεν είναι για πούλημα. Όσοι και να γίνουμε, δεν μπορούμε ν απλωθούμε. Το δικό μας μέρος της πόλης γίνεται όλο και πιο πυκνό. Εκείνο το απόγευμα, λοιπόν, μπαίνω στο λεωφορείο με τον αριθμό έξι, που πηγαίνει από το Μπελχέβεν στην οδό Φαρίς. Στο λεωφορείο σήμερα είμαστε μόνο υπηρέτριες που, ντυμένες με τις λευκές μας στολές, γυρνάμε σπίτια μας. Μιλάμε και χαμογελάμε η μια στην άλλη, λες και το λεωφορείο είναι δικό μας (όχι πως μας νοιάζει αν έχει και λευκούς, αφού καθόμαστε όπου θέλουμε, να ναι καλά η κυρία Παρκς), γιατί νιώθουμε φίλες μεταξύ μας. Βλέπω τη Μίνι να κάθεται στη μεσαία θέση, στη γαλαρία. Η Μίνι είναι κοντή και χοντρή, με λαμπερές μαύρες μπούκλες. Κάθεται με τα πόδια της τεντωμένα μπροστά και τα χοντρά της μπράτσα σταυρωμένα. Είναι δεκαεφτά χρόνια πιο μικρή από μένα. Η Μίνι, αν ήθελε, θα μπορούσε, λέω εγώ, να σηκώσει αυτό το λεωφορείο πάνω από το κεφάλι της. Γριές σαν κι εμένα είναι τυχερές αν την έχουν φίλη τους. Κάθομαι μπροστά της, γυρνάω προς τα πίσω και την ακούω. Σ όλους αρέσει ν ακούν τη Μίνι. «έτσι κι εγώ της είπα: Κυρία Γουόλτερς, ο κόσμος δεν θέλει να βλέπει γυμνά τα λευκά σας πισινά περισσότερο απ ό,τι θέλει να βλέπει τα μαύρα τα δικά μου. Τώρα, μπείτε στο σπίτι, βάλτε τα βρακιά σας και φορέστε κανένα ρούχο». ~25~

Καθριν Στοκετ «Στην μπροστινή πόρτα; Ολοτσίτσιδη;» ρωτάει η Κίκι Μπράουν. «Με τα πισινά της να κρέμονται μέχρι τα γόνατα». Το λεωφορείο γεμίζει με γέλια και χάχανα και κάποιες κουνάμε το κεφάλι μας. «Θεούλη μου, αυτή η γυναίκα είναι για δέσιμο» λέει η Κίκι. «Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνεις και πέφτεις συνέχεια σε τρελάρες, Μίνι». «Γιατί η δική σου η κυρία Πάτερσον είναι καλύτερη;» λέει η Μίνι στην Κίκι. «Χριστέ μου, αν οι τρελοί έφτιαχναν σύλλογο, θα την έπαιρναν για πρόεδρο». Τώρα όλο το λεωφορείο ξεσπάει σε γέλια, γιατί η Μίνι δεν θέλει να λέει κανείς κουβέντα για τη λευκή της κυρία, πέρα απ την ίδια. Δική της αφεντικίνα είναι, αυτή έχει το δικαίωμα. Το λεωφορείο διασχίζει τη γέφυρα και κάνει την πρώτη του στάση στη γειτονιά των μαύρων. Βγαίνουν καμιά ντουζίνα υπηρέτριες. Πάω και κάθομαι στην άδεια θέση δίπλα στη Μίνι. Εκείνη μου χαμογελάει και μου δίνει μια σκουντιά για να με χαιρετήσει. Μετά χαλαρώνει στη θέση της, γιατί δεν έχει ανάγκη να μου κάνει εμένα επίδειξη. «Πώς τα πήγες; Είχες πάλι να σιδερώσεις πιέτες σήμερα το πρωί;» Γελάω και κουνάω το κεφάλι μου: «Μου πήραν μιάμιση ώρα». «Τι τάισες την κυρία Γουόλτερς στο μπριτζ σήμερα; Έφαγα όλη τη μέρα μου για να φτιάξω σ αυτή την ηλίθια μια τούρτα με καραμέλα κι εκείνη δεν έφαγε ούτε ψίχουλο». Αυτό με κάνει να θυμηθώ τι έλεγε η κυρία Χίλι σήμερα στο τραπέζι. Αν τα έλεγε καμιά άλλη λευκή κυρία, δεν θα ένοιαζε κανέναν, όμως όλες μας θέλουμε να ξέρουμε αν η κυρία Χίλι μας έχει βάλει στο μάτι. Μόνο που δεν ξέρω πώς να της το φέρω. ~26~

Ενα ονειρο, δυο χρωματα Κοιτάζω από το παράθυρο που περνάμε μπροστά από το νοσοκομείο για μαύρους, μετά από έναν πάγκο με φρούτα. «Νομίζω πως άκουσα την κυρία Χίλι να λέει κάτι γι αυτό, για τη μαμά της, πως έχει αδυνατίσει πολύ» της λέω απέξω απέξω. «Λέει πως ίσως υποσιτίζεται». Η Μίνι με κοιτάζει. «Ώστε έτσι;» Και μόνο στο όνομα της κυρίας Χίλι, τα μάτια της γίνονται σαν κουμπότρυπες. «Και τι άλλο λέει η κυρία Χίλι;» Καλύτερα ν αφήσω τα πολλά πολλά και να της πω. «Νομίζω πως σ έχει βάλει στο μάτι, Μίνι. Να φυλάξου απ αυτήν». «Η κυρία Χίλι θα έπρεπε να φυλάγεται από μένα. Τι λέει; Πως δεν ξέρω να μαγειρεύω; Λέει πως εκείνο το γερο-σάψαλο δεν τρώει γιατί δεν την ταΐζω;» Η Μίνι σηκώνεται και περνάει την τσάντα της στο ένα της μπράτσο. «Λυπάμαι, Μίνι. Εγώ σ τα είπα μόνο για να μείνεις μακριά από» «Αν ποτέ μου πει κάτι τέτοιο κατάμουτρα, θα φάει ένα κομμάτι από τη Μίνι, που θα τη χορτάσει για τα καλά» λέει και κατεβαίνει ξεφυσώντας τις σκάλες. Την παρακολουθώ από το παράθυρο να πηγαίνει προς το σπίτι της με μεγάλα, θυμωμένα βήματα. Η κυρία Χίλι δεν είναι απ αυτές που θέλεις να μπλέξεις μαζί τους. Θεούλη μου, ίσως έπρεπε να μην πω κουβέντα. Κάνα δυο πρωινά πιο μετά, βγαίνω απ το λεωφορείο και πάω με τα πόδια μέχρι το τετράγωνο της κυρίας Λίφολτ. Μπροστά στο σπίτι βρίσκεται παρκαρισμένο ένα παλιό φορτηγό. Μέσα είναι δύο μαύροι άντρες ο ένας πίνει ένα φλιτζάνι καφέ κι ο άλλος κοιμάται καθισμένος όρθιος. Περνάω από μπροστά τους και μπαίνω στην κουζίνα. Σήμερα ο κύριος Ράλεϊ Λίφολτ δεν έχει φύγει ακόμη από ~27~

Καθριν Στοκετ το σπίτι, κάτι που συμβαίνει σπάνια. Όποτε είναι εδώ, μοιάζει σαν να μετράει τα λεπτά μέχρι να βρεθεί ξανά στο λογιστικό του γραφείο. Ακόμα και τα Σάββατα. Όμως, σήμερα έχει άλλα στο μυαλό του. «Αυτό το αναθεματισμένο το σπίτι είναι δικό μου και για όποιο αναθεματισμένο πράγμα μπαίνει εδώ μέσα πληρώνω εγώ» ουρλιάζει ο κύριος Λίφολτ. Η κυρία Λίφολτ τρέχει πίσω του και προσπαθεί να τον προλάβει μ εκείνο το χαμόγελο που σημαίνει πως δεν είναι καθόλου χαρούμενη. Εγώ χώνομαι στο πλυσταριό. Έχουν περάσει δύο μέρες από τη στιγμή που έγινε εκείνη η κουβέντα για την τουαλέτα και ήλπιζα πως το θέμα έληξε. Ο κύριος Λίφολτ ανοίγει την πίσω πόρτα, κοιτάζει το φορτηγό που είναι σταματημένο εκεί και μετά την κλείνει με θόρυβο. «Ανέχτηκα τα καινούρια ρούχα, ανέχτηκα τα αναθεματισμένα τα ταξίδια στη Νέα Ορλεάνη με τις άλλες κυράτσες της ένωσής σου, όμως αυτό ξεχείλισε το ποτήρι». «Μα θα μεγαλώσει την αξία του σπιτιού. Μου το είπε η Χίλι». Είμαι ακόμη στο πλυσταριό, όμως σχεδόν ακούω την κυρία Λίφολτ να προσπαθεί να μείνει χαμογελαστή. «Δεν έχουμε τα χρήματα. Και δεν δέχομαι διαταγές από τους Χόλμπρουκ!» Για μια στιγμή όλα ησυχάζουν. Μετά ακούω το παπ-παπ από μικρές πατούσες. «Μπα-μπά;» Βγαίνω από το πλυσταριό και μπαίνω στην κουζίνα, γιατί η Μέι Μόμπλεϊ είναι δική μου δουλειά. Ο κύριος Λίφολτ σχεδόν γονατίζει μπροστά της. Χαμογελάει λες και το στόμα του είναι από λάστιχο. «Ξέρεις κάτι, γλύκα;» Εκείνη του χαμογελάει επίσης. Περιμένει κάποια καλή έκπληξη. ~28~

Ενα ονειρο, δυο χρωματα «Δεν θα πας στο κολέγιο, γιατί οι φίλες της μαμάς δεν μπορούν να χρησιμοποιούν την ίδια τουαλέτα με την υπηρέτρια». Φεύγει με μεγάλα, θυμωμένα βήματα, βροντώντας πίσω του την πόρτα τόσο δυνατά, που η μπέμπα μου ανοιγοκλείνει τα μάτια της. Η κυρία Λίφολτ χαμηλώνει το βλέμμα της πάνω της και της κουνάει το δάχτυλο. «Μέι Μόμπλεϊ, το ξέρεις πως δεν πρέπει να κατεβαίνεις μόνη σου από την κούνια σου». Η μπέμπα κοιτάζει την πόρτα που έχει βροντήξει ο μπαμπάς της και μετά κοιτάζει τη μαμά της που την κατσαδιάζει. Το μωρό μου στραβοκαταπίνει, λες και προσπαθεί μ όλη της την καρδιά να μην κλάψει. Γρήγορα προσπερνάω την κυρία Λίφολτ και παίρνω αγκαλιά την μπέμπα. Της ψιθυρίζω: «Άντε, πάμε στο καθιστικό να παίξουμε μ αυτό το παιχνίδι που μιλάει. Τι λέει το γαϊδουράκι;». «Συνέχεια σηκώνεται. Την έβαλα πίσω στο κρεβάτι της τρεις φορές σήμερα το πρωί». «Ναι, γιατί κάποιος εδώ πρέπει ν αλλάξει πάνα. Ουουπς, κοριτσάκι!» Η κυρία Λίφολτ λέει: «Αχ, δεν το είχα καταλάβει». Όμως, ήδη κοιτάζει έξω από το παράθυρο το φορτηγό. Πηγαίνω πίσω, τόσο θυμωμένη, που τα βήματά μου ακούγονται βαριά. Η μπέμπα είναι στο κρεβάτι από τις οχτώ χθες το βράδυ. Φυσικά και χρειάζεται ν αλλάξει πάνα! Για να καθόταν η κυρία Λίφολτ χεσμένη δώδεκα ώρες! Ξαπλώνω την μπέμπα στην αλλαξιέρα, προσπαθώντας να μην δείξω το θυμό μου. Εκείνη με κοιτάζει ενώ της βγάζω την πάνα. Μετά απλώνει το χεράκι της κι αγγίζει το στόμα μου τόσο τρυφερά. «Η Μέι Μο είναι κακιά» μου λέει. «Όχι, μωρό μου, δεν είσαι κακιά» λέω και της χαϊδεύω τα μαλλιά. «Είσαι καλή. Πολύ καλή». ~29~

Καθριν Στοκετ Ζω στη λεωφόρο Γκέσουμ, σ ένα νοικιασμένο σπίτι, από το 1942. Μπορείς να πεις πως η Γκέσουμ έχει χαρακτήρα. Όλα τα σπίτια είναι μικρά, όμως κάθε μπροστινή αυλή είναι διαφορετική μερικές είναι μίζερες και γυμνές, σαν το κεφάλι κάποιου γερο-καράφλα. Άλλες έχουν αζαλέες και τριανταφυλλιές και πυκνό καταπράσινο γρασίδι. Η δική μου αυλή είναι κάπου ανάμεσα στα δύο, λέω εγώ. Έχω μερικές κόκκινες καμέλιες μπροστά από το σπίτι. Το γρασίδι μου δεν έχει παντού το ίδιο χρώμα και έχω ακόμη ένα μεγάλο κίτρινο σημάδι εκεί όπου είχε μείνει το πικάπ του Τρίλορ για τρεις μήνες μετά το ατύχημα. Δεν έχω κανένα δέντρο. Αυτό το απόγευμα βρέχει καρεκλοπόδαρα. Βγάζω ένα βάζο με λάχανο και ντομάτα και τρώω το τελευταίο μου ξεροκόμματο από το καλαμποκένιο ψωμί. Μετά κάθομαι και λογαριάζω τα οικονομικά μου, γιατί έχουν συμβεί δύο πράγματα: το εισιτήριο του λεωφορείου ανέβηκε στα δεκαπέντε σεντς και το νοίκι μου στα είκοσι εννιά δολάρια το μήνα. Δουλεύω για την κυρία Λίφολτ οχτώ με τέσσερις, έξι μέρες τη βδομάδα, εκτός από τα Σάββατα. Μου δίνει σαράντα τρία δολάρια κάθε Παρασκευή, που μας κάνουν 172 δολάρια το μήνα. Αυτό σημαίνει πως, αφού πληρώσω το φως, το νερό, το γκάζι και το τηλέφωνο, μου μένουν δεκατρία δολάρια και πενήντα σεντς τη βδομάδα για τα ψώνια μου, τα ρούχα μου, το κομμωτήριο και τον οβολό μου στην εκκλησία. Άσε που, για να πληρώσω αυτούς τους λογαριασμούς, αφήνω άλλα πέντε σεντς στο ταχυδρομείο. Και τα παπούτσια της δουλειάς μου είναι τόσο φθαρμένα, που λες πως θα διαλυθούν από ώρα σε ώρα. Όμως, ένα καινούριο ζευγάρι κάνει εφτά δολάρια, που σημαίνει πως θα πρέπει να τρώω λάχανο και ντομάτες μέχρι να γίνω κουνέλι. Δόξα τω Θεώ που υπάρχει κι η γειτονιά, αλλιώς δεν θα έτρωγα τίποτε. ~30~

Ενα ονειρο, δυο χρωματα Το χτύπημα του τηλεφώνου με κάνει να τιναχτώ. Πριν προλάβω να πω εμπρός, ακούω τη Μίνι. Απόψε δουλεύει μέχρι αργά. «Η κυρία Χίλι βάζει την κυρία Γουόλτερς στο γηροκομείο. Πρέπει να βρω άλλη δουλειά. Και ξέρεις πότε φεύγει; Την άλλη βδομάδα!» «Οχ, όχι, Μίνι!» «Έψαξα, τηλεφώνησα σε δέκα κυρίες σήμερα. Ούτε μία δεν ενδιαφέρθηκε». Λυπάμαι που το λέω, μα δεν παραξενεύομαι. «Μόλις πάω αύριο στην κυρία Λίφολτ, θα τη ρωτήσω αμέσως αν ξέρει καμιά που να χρειάζεται γυναίκα». «Περίμενε λίγο» λέει η Μίνι. Ακούω τη γριά κυρία Γουόλτερς να μιλάει και τη Μίνι ν απαντάει: «Τι νομίζεις πως είμαι; Σοφέρ; Δεν πρόκειται να σε πάω σε καμιά επαρχιακή λέσχη μέσα στη βροχή». Πέρα απ το κλέψιμο, το χειρότερο που μπορείς να κάνεις όταν δουλεύεις ως υπηρέτρια είναι να βγάζεις γλώσσα. Όμως, είναι τόσο καλή μαγείρισσα, που μερικές φορές αυτό διορθώνει τα πράγματα. «Μην ανησυχείς, Μίνι. Θα σου βρούμε κάποια κυρία το ίδιο κουφή σαν παλιάλογο με την κυρία Γουόλτερς». «Η κυρία Χίλι μού έριξε μπηχτές να πάω να δουλέψω γι αυτήν». «Τι;» μιλάω όσο πιο αυστηρά μπορώ: «Κοίτα εδώ, Μίνι, προτιμώ να σε πληρώνω εγώ παρά να σ αφήσω να δουλέψεις γι αυτή την απαίσια κυρία». «Σε ποια νομίζεις πως μιλάς, Έιμπιλιν; Σε κάποια μαϊμού; Καλύτερα να πήγαινα να δούλευα για την Κου Κλουξ Κλαν. Άσε που δεν παίρνω τη δουλειά από τη Γιουλ Μέι». «Συγγνώμη, λάθος μου». Όταν έχω να κάνω με την κυρία Χίλι, γίνομαι τόσο νευρική. «Τηλεφώνησα στην κυρία Κάρολιν ~31~

Καθριν Στοκετ στο Χονεϊσάκλ, για να δω μήπως ξέρει καμία. Και πήρα και την κυρία Ρουθ είναι τόσο καλή, που σου ραγίζει την καρδιά. Καθάριζε το σπίτι της κάθε πρωί. Που λες, δεν είχα τίποτε άλλο να κάνω παρά να της κρατάω συντροφιά. Ο άντρας της πέθανε από κόκκινο πυρετό, αμέ». «Σ ευχαριστώ, Έι. Έλα τώρα, κυρία Γουόλτερς, φάε λίγα φασολάκια, για χάρη μου». Η Μίνι με χαιρέτησε κι έκλεισε το τηλέφωνο. Το επόμενο πρωί, να σου πάλι εκείνο το παλιό πράσινο φορτηγό. Όλη τη μέρα καρφώνουν και σκάβουν στην μπροστινή αυλή. Δεν ρωτάω τίποτε γι αυτό την κυρία Λίφολτ κι η κυρία Λίφολτ δεν μου δίνει καμιά εξήγηση. Απλώς κάθε ώρα και στιγμή κοιτάζει από την πίσω πόρτα να δει πώς τα πάνε. Στις τρεις το μεσημέρι σταματάει η φασαρία, οι άντρες μπαίνουν στην νταλίκα τους και φεύγουν. Η κυρία Λίφολτ, μόλις τους βλέπει να φεύγουν, ξεφυσάει δυνατά με ανακούφιση. Μετά μπαίνει στο αυτοκίνητό της και πάει να κάνει αυτά που κάνει πάντα όταν δεν νιώθει αμήχανα που δύο μαύροι βρίσκονται στην αυλή του σπιτιού της. Έπειτα από λίγο χτυπάει το τηλέφωνο. «Η κυρία Λιφ» «Πήγε κι είπε σ όλη την πόλη πως είμαι κλέφτρα. Γι αυτό δεν βρίσκω ούτε μία δουλειά! Αυτή η μέγαιρα με παρουσιάζει σ όλους σαν την πιο φωνακλού, ελαφροχέρα υπηρέτρια σ ολόκληρη την επαρχία Χιντ». «Μίνι, περίμενε. Πάρε μια ανάσα» «Σήμερα το πρωί, πριν από τη δουλειά, πήγα στους Ρενφρό, πάνω στη Σίκαμορ, κι η κυρία Ρενφρό μόνο που δεν με κυνήγησε έξω απ το σπίτι της. Μου είπε πως η κυρία Χίλι τής μίλησε για μένα και όλοι ξέρουν πως έκλεψα ένα κηροπήγιο από την κυρία Γουόλτερς». ~32~

Ενα ονειρο, δυο χρωματα Μπορώ να καταλάβω πώς έχει αρπάξει το ακουστικό, ακούγεται λες και προσπαθεί να το τσακίσει μες στο χέρι της. Ακούω την Κίντρα να φωνάζει και αναρωτιέμαι γιατί η Μίνι είναι ήδη σπίτι. Συνήθως δεν φεύγει από τη δουλειά πριν από τις τέσσερις. «Δεν έκανα τίποτε παρά να ταΐζω αυτήν τη γριά μια χαρά φαΐ και να τη φροντίζω». «Μίνι, ξέρω πως είσαι τίμια. Όλοι το ξέρουν πως είσαι τίμια». Η φωνή της γίνεται βαθιά, σαν βουητό μέσα σε κυψέλη. «Όταν πήγα στην κυρία Γουόλτερς, ήταν εκεί η κυρία Χίλι και προσπάθησε να μου δώσει είκοσι δολάρια. Μου είπε: Πάρ τα. Το ξέρω πως τα χρειάζεσαι. Κι εγώ παραλίγο να τη φτύσω κατάμουτρα. Όμως, δεν το έκανα. Όχι, κύριε». Άρχισε να λαχανιάζει. Είπε: «Έκανα κάτι χειρότερο». «Τι έκανες;» «Δεν σου λέω. Δεν θα πω σε κανέναν για εκείνη την τούρτα. Όμως, της έδωσα αυτό που της άξιζε!» Τώρα ουρλιάζει και νιώθω πραγματικά παγωμένη από το φόβο μου. Δεν είναι να παίζεις με τα νεύρα της κυρίας Χίλι. «Ποτέ ξανά δεν θα βρω άλλη δουλειά κι ο Λιρόι θα με σκοτώσει» Η Κίντρα στο πίσω δωμάτιο αρχίζει να κλαίει. Η Μίνι μού το κλείνει χωρίς καν να με χαιρετήσει. Δεν ξέρω τι ήταν αυτά που έλεγε για την τούρτα, όμως, Θεέ μου, ξέρω τη Μίνι και ξέρω πως θα πρέπει να είναι κάτι πραγματικά κακό. Εκείνη τη νύχτα παίρνω μια σαλάτα και ντομάτες. Τηγανίζω ένα κομματάκι χοιρομέρι, για να λαδώσω λίγο το παξιμάδι μου. Όλο το απόγευμα σκέφτομαι τη Μίνι κι ανησυχώ. Πρέπει να τη βγάλω απ το μυαλό μου, γιατί δεν θα κλείσω μάτι απόψε. Κάθομαι στο τραπέζι της κουζίνας να φάω κι ανοίγω το ράδιο. ~33~

Καθριν Στοκετ Μια γάτα απέξω αρχίζει να γρατσουνάει. Κλείνω το ράδιο, ανάβω το πίσω φως και ψαρεύω το προσευχητάρι μου μέσα απ την τσάντα μου. Το προσευχητάρι μου είναι ένα απλό μπλε τετράδιο που αγόρασα στα καταστήματα Μπεν Φράνκλιν. Χρησιμοποιώ μολύβι για να μπορώ να σβήνω μέχρι που αυτά που γράφω να είναι σωστά. Γράφω τις προσευχές μου από τότε που ήμουν στο γυμνάσιο. Όταν είπα στη δασκάλα μου, στην πρώτη γυμνασίου, πως θα σταματούσα το σχολείο γιατί έπρεπε να βοηθάω τη μαμά μου, η κυρία Ρος μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα. «Είσαι η πιο έξυπνη μαθήτρια της τάξης σου, Έιμπιλιν» μου είπε «και ο μόνος τρόπος για να παραμείνεις έτσι είναι να διαβάζεις και να γράφεις κάθε μέρα». Έτσι, άρχισα να γράφω τις προσευχές μου, αντί να τις λέω. Όμως, κανείς άλλος από τότε δεν με ξαναείπε έξυπνη. Φυλλομετράω το προσευχητάρι μου για να δω ποια προσευχή θα πω απόψε. Μερικές φορές αυτήν τη βδομάδα σκέφτηκα να βάλω την κυρία Σκίτερ στη λίστα μου. Δεν καλοξέρω γιατί. Είναι πάντοτε καλή όταν με συναντάει. Με κάνει να νιώθω νευρική, όμως δεν μπορώ να μην αναρωτιέμαι γιατί με ρώτησε στην κουζίνα της κυρίας Λίφολτ αν θα ήθελα ν αλλάξω τα πράγματα. Άσε που με ρώτησε πού μένει η Κονσταντάιν, η νταντά της. Ξέρω τι έγινε ανάμεσα στην Κονσταντάιν και στη μαμά της κυρίας Σκίτερ, όμως δεν υπάρχει περίπτωση να της πω αυτή την ιστορία. Το θέμα όμως είναι πως, αν αρχίσω να προσεύχομαι για την κυρία Σκίτερ, ξέρω πως την επόμενη φορά που θα τη δω, εκείνη η συζήτηση θα συνεχιστεί. Και την επόμενη, και τη μεθεπόμενη. Γιατί έτσι δουλεύουν οι προσευχές. Σαν τον ηλεκτρισμό, κάνουν τα πράγματα να κινούνται συνεχώς. Και το θέμα με την τουαλέτα δεν είναι κάτι που θέλω να το συζητήσω πραγματικά. ~34~

Ενα ονειρο, δυο χρωματα Εξετάζω τη λίστα μου. Πρώτη πρώτη είναι η Μέι Μόμπλεϊ και μετά η Μπερτρίνα Μπέζεμερ. Όλοι ξέρουν πως η Μπερτρίνα κι εγώ δεν μιλιόμαστε από τότε που με είπε ηλίθια μαύρη, γιατί παντρεύτηκα τον Κλάιντ πριν από χίλια χρόνια. «Μίνι» είπα την περασμένη Κυριακή «γιατί η Μπερτρίνα μου ζητάει εμένα να προσευχηθώ για χάρη της;» Επιστρέφαμε σπίτι από τη μεσημεριανή λειτουργία. Η Μίνι μου είπε: «Λένε πως η προσευχή σου έχει κάποια δύναμη, έχει καλύτερα αποτελέσματα από των άλλων». «Τι λένε, λέει;» «Η Γιουντόρα Γκριν, όταν έσπασε το γοφό της, μπήκε στη λίστα σου και να τη σε μία βδομάδα όρθια. Ο Ισάια έπεσε από το φορτηγό με το βαμβάκι, ήταν εκείνο το βράδυ στη λίστα σου, να τον πίσω στη δουλειά την επομένη». Ακούγοντάς το αυτό, σκέφτομαι τον Τρίλορ και πως δεν είχα καν την ευκαιρία να προσευχηθώ γι αυτόν. Ίσως γι αυτό ο Θεός τον πήρε τόσο γρήγορα. Δεν ήθελε να τσακωθεί μαζί μου. «Ναι, αλλά δεν το κάνω εγώ» της είπα «το κάνει η προσευχή». «Μα η Μπερτρίνα» Η Μίνι άρχισε να γελάει: «Ξέρεις την Κακάο, αυτή που μαζί της το έσκασε ο Κλάιντ;» «Πφ, ξέρεις πως δεν υπάρχει περίπτωση να την ξεχάσω». «Μία βδομάδα απ όταν σε άφησε ο Κλάιντ, άκουσα πως η Κακάο ξύπνησε και βρήκε το πράμα της να έχει γίνει σαν χαλασμένο μύδι. Της πήρε τρεις μήνες να γίνει καλά. Η Μπερτρίνα κι η Κακάο είναι κολλητές. Έτσι, ξέρει πως οι προσευχές σου πιάνουν». Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Γιατί δεν μου το είχε πει ποτέ αυτό; «Μου λες πως ο κόσμος πιστεύει ότι κάνω μαύρα μάγια;» «Ήξερα πως θα σε αναστάτωνα αν σ το έλεγα. Απλώς ~35~

Καθριν Στοκετ σκέφτονται πως έχεις καλύτερη επαφή από τους περισσότερους. Όλοι μπορούμε να καλέσουμε το Θεό, εσύ όμως μιλάς κατευθείαν στ αυτί του». Η τσαγιέρα μου στη φωτιά αρχίζει να σφυρίζει και με ξαναφέρνει στην πραγματικότητα. Καθαρίζω φασολάκια στην κουζίνα της κυρίας Λίφολτ και χτυπάει το τηλέφωνο. Ελπίζω να είναι η Μίνι, για να μου πει πως βρήκε κάτι. Εγώ τηλεφώνησα σε όλα τα σπίτια όπου έχω δουλέψει ποτέ και όλοι μου είπαν: «Δεν χρειαζόμαστε βοήθεια». Αυτό που πραγματικά εννοούσαν ήταν: «Δεν χρειαζόμαστε τη Μίνι ως βοήθεια». Παρ όλο που η τελευταία μέρα στη δουλειά της Μίνι ήταν πριν από τρεις μέρες, η κυρία Γουόλτερς της τηλεφώνησε κρυφά χθες το βράδυ και της ζήτησε να πάει αποκεί σήμερα, γιατί το σπίτι τής φαινόταν άδειο, αφού η κυρία Χίλι τής έχει πάρει ήδη τα περισσότερα έπιπλα. Ακόμη δεν ξέρω τι έγινε με τη Μίνι και την κυρία Χίλι. Μάλλον δεν θέλω να ξέρω. «Οικία Λίφολτ». «Ε, γεια. Είμαι» Η κυρία σταματάει και καθαρίζει το λαιμό της. «Καλημέρα. Μπορώ, ε μπορώ να μιλήσω με την Ελίζαμπεθ Λίρ-φολτ;» «Η κυρία Λίφολτ δεν είναι σπίτι αυτήν τη στιγμή. Θέλετε ν αφήσετε κάποιο μήνυμα;» «Α!» λέει, λες και χάρηκε για το τίποτε. «Μπορείτε να μου πείτε τ όνομά σας;» «Είμαι η η Σίλια Φούτι. Ο άντρας μου μου έδωσε αυτό εδώ το νούμερο κι εγώ δεν γνωρίζω την Ελίζαμπεθ, αλλά να, ο άντρας μου μου είπε πως αυτή ξέρει τα πάντα για τη Φιλανθρωπική Αγορά Παίδων και για την Ένωση Νεανίδων». Ξέρω το όνομα, αλλά δεν θυμάμαι από πού. Αυτή η γυναίκα ακούγεται τόσο χωριάτισσα, που λες ότι μέχρι και στα πα- ~36~

Ενα ονειρο, δυο χρωματα πούτσια της φυτρώνει καλαμπόκι. Η φωνή της είναι γλυκιά και λεπτή. Όμως, δεν μοιάζει με τη φωνή που έχουν οι κυρίες στα μέρη μας. «Θα της δώσω το μήνυμά σας» της λέω. «Ποιος είναι ο αριθμός σας;» «Είμαι κάπως καινούρια εδώ και, ε αυτό δεν είναι αλήθεια, μένω εδώ αρκετό καιρό, Θεέ μου, πάνω από χρόνο. Απλώς να, στην πραγματικότητα δεν ξέρω κανέναν. Δεν βγαίνω και τόσο συχνά». Ξεροβήχει ξανά κι εγώ αναρωτιέμαι γιατί μου τα λέει όλα αυτά. Είμαι η υπηρέτρια και, μιλώντας μαζί μου, δεν πρόκειται να κάνει καμιά φίλη. «Σκεφτόμουν μήπως θα μπορούσα να βοηθήσω από το σπίτι τη Φιλανθρωπική Αγορά Παίδων» μου λέει. Και τότε θυμάμαι ποια είναι. Είναι αυτή την οποία η κυρία Λίφολτ και η κυρία Χίλι πάντοτε κουτσομπολεύουν γιατί παντρεύτηκε το παλιό αγόρι της κυρίας Χίλι. «Θα της δώσω το μήνυμά σας. Μου ξαναλέτε το νούμερό σας;» «Οχ, ήμουν έτοιμη να πεταχτώ μέχρι το μπακάλικο. Α, ίσως θα έπρεπε να μείνω και να περιμένω». «Αν δεν σας βρει, αφήνει ένα μήνυμα στη βοήθειά σας». «Μα δεν έχω βοήθεια. Στην πραγματικότητα σκεφτόμουν να τη ρωτήσω και γι αυτό, αν θα μπορούσε να μου δώσει το όνομα κάποιας πραγματικά καλής». «Ψάχνετε για βοήθεια;» «Προσπαθώ να βρω κάποια να έρχεται μέχρι την επαρχία Μάντισον». Κοίτα να δεις, λοιπόν. «Εγώ ξέρω κάποια πραγματικά καλή. Ξέρει και να μαγειρεύει και να προσέχει τα παιδιά σας. Έχει ακόμα και δικό της αυτοκίνητο, κι έτσι μπορεί να έρχεται μέχρι το σπίτι σας». ~37~

Καθριν Στοκετ «Ε, ωραία Όμως, θα προτιμούσα να μιλήσω με την Ελίζαμπεθ γι αυτό. Αλήθεια, σας το έδωσα το νούμερό μου;» «Όχι, κυρία» λέω αναστενάζοντας. «Πείτε μου». Η κυρία Λίφολτ ποτέ δεν θα προτείνει τη Μίνι με όλα αυτά τα ψέματα που λέει η κυρία Χίλι. Εκείνη μου λέει: «Το όνομα είναι κυρία Τζόνι Φούτι και το νούμερο δύο-εξήντα έξι-ε εννιά». Έτσι, μπας και γινόταν τίποτε, λέω: «Και το όνομά της είναι Μίνι, Λέικγουντ οχτώ-τέσσερα-τέσσερα-τρία-δύο. Το γράψατε;» Η μπέμπα μού τραβάει το φουστάνι και λέει: «Κοιλί-τσα πονάει». Και τρίβει την κοιλιά της. Διαβάστε τη συνέχεια στο βιβλίο. ~38~