ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ ΓΕΩΒΟΤΑΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΤΥΜΦΡΗΣΤΟΥ (ΒΔ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ) Χλωρίδα Βλάστηση Αξιολόγηση - Διαχείριση ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ν. ΔΗΜΗΤΡΕΛΛΟΥ ΔΑΣΟΛΟΓΟΥ ΠΑΤΡΑ 2005
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΤΜΗΜΑ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΦΥΤΩΝ ΓΕΩΒΟΤΑΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΤΥΜΦΡΗΣΤΟΥ (ΒΔ ΣΤΕΡΕΑ ΕΛΛΑΔΑ) Χλωρίδα-Βλάστηση-Αξιολόγηση-Διαχείριση ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Ν. ΔΗΜΗΤΡΕΛΛΟΥ ΔΑΣΟΛΟΓΟΥ ΠΑΤΡΑ 2005 1
Η έγκριση της παρούσας διδακτορικής διατριβής από το Τµήµα Βιολογίας του Πανεπιστηµίου Πατρών δεν υποδηλώνει αποδοχή των γνωµών του συγγραφέα Ν. 5343/1932 άρθρο 202 2
UNIVERSITY OF PATRAS DEPARTMENT OF BIOLOGY DIVISION OF PLANT BIOLOGY GEOBOTANICAL RESEARCH OF TIMFRISTOS MOUNTAIN (NW STEREA ELLAS) Flora-Vegetation-Evaluation-Management Ph. D. Thesis by GEORGIOS N. DIMITRELLOS FORESTER PATRAS 2005 3
4
ΑΦΙΕΡΩΣΗ. 5
6
Συµβουλευτική επιτροπή 1. Δηµήτριος Χριστοδουλάκης, Καθηγητής Τµήµατος Βιολογίας Πανεπιστηµίου Πατρών (επιβλέπων καθηγητής) 2. Θεόδωρος Γεωργιάδης, Καθηγητής Τµήµατος Βιολογίας Πανεπιστηµίου Πατρών 3. Σπύρος Ντάφης, Καθηγητής Τµήµατος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Α. Π. Θ. Εξεταστική επιτροπή 1. Δηµήτριος Χριστοδουλάκης, Καθηγητής Τµήµατος Βιολογίας Πανεπιστηµίου Πατρών (επιβλέπων καθηγητής) 2. Θεόδωρος Γεωργιάδης, Καθηγητής Τµήµατος Βιολογίας Πανεπιστηµίου Πατρών 3. Γεωργία Καµάρη, Καθηγήτρια Τµήµατος Βιολογίας Πανεπιστηµίου Πατρών 4. Δηµήτριος Τζανουδάκης, Καθηγητής Τµήµατος Βιολογίας Πανεπιστηµίου Πατρών 5. Γρηγόρης Ιατρού, Αναπληρωτής καθηγητής Τµήµατος Βιολογίας Πανεπιστηµίου Πατρών 6. Κωνσταντίνος Θεοδωρόπουλος, Επίκουρος καθηγητής Τµήµατος Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος Α. Π. Θ. 7. Αργυρώ Λιβανίου Τηνιακού, Λέκτορας Τµήµατος Βιολογίας Πανεπιστηµίου Πατρών 7
8
Πίνακας περιεχοµένων 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ...13 2. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ...15 2.1 Θέση, οριοθέτηση...15 2.2 Αρχαιολογικά, ιστορικά, πολιτισµικά στοιχεία και λαϊκές παραδόσεις...15 2.3 Φυσιογραφία - Υδρολογία...17 2.4 Παλαιογεωγραφία...18 2.5 Γεωτεκτονική εξέλιξη...19 2.6 Γεωλογικά στοιχεία...20 2.7 Εδαφολογικά στοιχεία...23 2.8 Κλιµατικά στοιχεία...26 2.8.1 Χιόνι...27 2.8.2 Νέφωση - ηλιοφάνεια...30 2.8.4 Άνεµος...33 2.9 Βιοκλιµατικά στοιχεία...35 2.10 Το κλίµα των µεσογειακών υψηλών βουνών της Ελλάδας...38 3. ΧΛΩΡΙΔΑ...39 3.1. Υλικά και µέθοδοι...39 3.2 Χλωριδικός κατάλογος...39 3.3 Αποτελέσµατα - Συµπεράσµατα...113 3.4 Είδη της χλωρίδας του Τυµφρηστού που περιλαµβάνονται σε συνθήκες προστασίας µε τις αντίστοιχες κατηγορίες...116 4. ΦYΤΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΧΛΩΡΙΔΑΣ ΤΟΥ ΤΥΜΦΡΗΣΤΟΥ 125 4.1 Υλικά και µέθοδοι...125 4.2 Αποτελέσµατα...125 4.2.1 Γενικό σχέδιο κατανοµής της χλωρίδας του Τυµφρηστού...125 4.2.2 Ενδηµισµός...126 4.3 Συζήτηση - Συµπεράσµατα...128 5. ΦΥΤΟΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ...142 5.1 Υλικά και µέθοδοι...142 5.2 Μονάδες βλάστησης στα αείφυλλα σκληρόφυλλα...145 9
5.2.1. Η Φυτοκοινωνία Phillyreo latifoliae-quercetum cocciferae Barbero & Quézel 1976...146 5.3 Μονάδες βλάστησης στα φυλλοβόλα δάση...153 5.3.1 Η κοινότητα Quercus pubescens comm. nov. propos....154 5.3.2 Η Φυτοκοινωνία Huetio Quercetum frainetto Raus ex Raus 1980...157 5.3.3 Η κοινότητα Castanea sativa comm. nov. propos...160 5.4 Μονάδες βλάστησης στα κωνοφόρα δάση...167 5.4.1 Η Φυτοκοινωνία Helictotricho convoluti Abietum cephalonicae Barbero & Quézel 1976..167 5.4.2 Η Φυτοκοινωνία Lilio chalcedonici Abietum cephalonicae Barbero & Quezel 1976...170 5.4.3 Η Φυτοκοινωνία Crataego orientalae Juniperetum oxycedri ass. nov. propos. (Φυτοκ. Πίν. 3, στήλη G, holotypus rel. 225)...174 5.4.4. Η Φυτοκοινωνία Trifolio speciosi -Abietum borisii-regis Barbero & Quézel 1976 mom. mut. propos. (Abies borisii-regis-trifolium speciosum Barbero & Quézel 1976)...176 5.5 Η βλάστηση των ασβεστολιθικών βράχων...178 5.5.1 Η Φυτοκοινωνία Erodio guicciardii Centauretum principis ass. nov. propos. (Φυτοκ. Πίν. 4, στήλη B, holotypus rel. 1171)...181 5.5.2 Η φυτοκοινωνία Achilleo pindicolae Minuartietum stellatae ass. nov. propos. ( Φυτοκ. Πίν. 4, στήλη A, holotypus rel. 203)...182 5.5.3 Η Φυτοκοινωνία Saturejo macrophyllae Scabiosetum crenatae ass. nov. propos. (Φυτοκ. Πίν. 4, στήλη G, holotypus rel. 1187)...184 5.6 Η Βλάστηση των ασβεστολιθικών σαρρών...186 5.6.1. Η Φυτοκοινωνία Lamio picti Scutellarietum alpinae Quezel 1973 nom. invers. (Valachovic & al. 1997)...187 5.6.2 Sclerochorto juncei Euphorbietum deflexae subass. festucetosum affinnae Quezel 1964...188 5.7 Η βλάστηση των ασβεστολιθικών χαλικωµάτων στις ράχες των κορυφογραµµών (Rocailles)...191 5.7.1 Η φυτοκοινωνία Paronychio macedonicae - Asperuletum oeteae ass. nov. propos. (Φυτοκ. Πίν. 6 στήλη Κ, holotypus rel. 621)...191 5.8 Η βλάστηση των «στεππόµορφων» λιβαδιών...192 5.8.1 Η φυτοκοινωνία Juniperetum foetidissimae Georgiadis & Dimopoulos 1999...193 5.8.2 Η φυτοκοινωνία Marrubio velutini Astragaletum rumelici Qué zel 1964 achilletosum fraasii subass. nov. propοs....196 5.8.3 Η φυτοκοινωνία Bupleuro falcati - Brachypodietum pinnati ass. nov. propos. ( Φυτοκ. Πίν. 6 στήλη F, holotypus rel. 1128)...197 5.8.4 Η φυτοκοινωνία Epilobio dodonaei - Hypericetum tymphrestei ass. nov. propos. (Φυτοκ. Πίν. 6, στήλη J, holotypus rel. 1203)...198 5.8.5 Η φυτοκοινωνία Scutellario alpinae - Festucetum graecae ass. nov. propos. (Φυτοκ. Πίν. 6, στήλη H, holotypus rel. 1106)...199 5.8.6 Κοινότητα µε Juniperus communis subsp. hemisphαerica comm. nov. propos...200 5.9 Η βλάστηση στα «αποψιλωµένα» λιβάδια και στους «λειµώνες» (pelouses rases et prairies Quézel 1964, 1967, 1973) (Λιβάδια της Trifolietalia parnassi)...221 5.9.1 Η βλάστηση στα «αποψιλωµένα» λιβάδια...222 5.9.1.1 Η φυτοκοινωνία Alopecuro gerardii Crocetum veluchensis Quézel 1967...222 5.9.2 Η βλάστηση στoυς λειµώνες (prairies, Quézel 1964, 67)...224 5.9.2.1 Η φυτοκοινωνία Luzulo pindicae - Nardetum strictae Quézel 1964...224 5.9.2.2 Η φυτοκοινωνία Astragalο sirinici Trifolietum norici Quézel 1964 nom. mut propos. (Astragalus tymphresteus-trifolium ottonis Quézel 1964)...225 5.9.2.3 Η φυτοκοινωνία Sileno roemeri-bellardiochloetum variegatae nom. mut. propos. Quézel 1967 (Poa violacea-silene roemeri Quézel 1967)...227 5.9.2.4 Η φυτοκοινωνία Astragalo sirinici-plantaginetum holostei Quézel 1973 nom. mut. propos. (Plantago holosteum-astragalus tymphresteus Quézel 1973)...228 5.9.2.5 Η φυτοκοινωνία Plantagini lanceolatae- Trifolietum alpestri Quézel 1964 nom. mut. propos. (Plantago lanceolata-trifolium alpestre Quézel 1964)...229 10
5.10 Ελοφυτικές µονάδες βλάστησης...232 5.10.1 Η φυτοκοινωνία Apietum nodiflori Br.-Bl. 1931...233 5.10.2 Η φυτοκοινωνία Phragmitetum australis (Allorge 1921) Pignatti 1953...235 5.10.2.1 Οµάδα µε Typha latifolia...237 5.10.2.2 Οµάδα µε Sparganium erectum...237 5.11 Παραποτάµια βλάστηση...240 5.11.1 Η Φυτοκοινωνία Platanetum orientalis balkanicum I. & V. Karpati 1961...240 5.11.2 Η φυτοκοινωνία Equiseto telmateiae - Platanetum orientalis Bergmeier 1990...243 5.11.3 Κοινότητα µε Platanus orientalis comm....247 5.12 Η υγρόφιλη βλάστηση των ανωδασικών βιοτόπων...253 5.12.1 Η φυτοκοινωνία Junco thomasii-blysmetum compressi Quézel 1964 nom. mut. propos. (Blysmus compressus και Juncus thomasii Quézel 1964)....254 5.12.2 Η κοινότητα Caltha palustris-cirsium mairei comm. nov. propos...255 5.12.3 Η κοινότητα Eleocharis palustris - Polygonum aviculare comm. nov. propos....257 5.13 Η συνανθρωπική βλάστηση στα ανωδασικά διαταραγµένα περιβάλλοντα...258 5.13.1 Η φυτοκοινωνία Chenopodietum boni - henrici Müller in Seyb. et Müller 1972. [Rumici - Chenopodietum boni henrici Oberd. 57 (syntax. syn.)]...259 5.13.2 Η φυτοκοινωνία Verbasco longifolii-carduetum tmolei ass. nov. propos. (Πίν. 11, στήλη B, holotypus rel. 1082)....262 5.13.3 Η κοινότητα Secale montanum comm. nov. propos...263 5.13.4 Η κοινότητα Dasypyrum villosum comm. nov. propos...264 5.14 Συνοπτικός συνταξινοµικός πίνακας βλάστησης...267 5.15 Όροφοι βλάστησης του Τυµφρηστού...271 5.16 Δυναµική της βλάστησης...272 5.17 Χαρτογράφηση της βλάστησης...274 6. ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΤΥΜΦΡΗΣΤΟΥ ΑΠΟ ΒΟΤΑΝΙΚΗ ΑΠΟΨΗ...276 6.1 Αξιολόγηση σηµαντικών φυτικών ειδών...276 6.1.2 Αξιολόγηση οικοτόπων...283 6.1.3 Φυσικά λειτουργικά γνωρίσµατα...289 6.1.4 Αξίες...290 6.1.5 Αξιολόγηση ανθρώπινων δραστηριοτήτων...290 6.1.6 Συνολική αξιολόγηση της περιοχής έρευνας...297 7. ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΟΡΟΣ ΤΥΜΦΡΗΣΤΟΣ...298 ΠΕΡIΛΗΨΗ... ERROR! BOOKMARK NOT DEFINED. SUMMARY...301 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ...305 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΧΑΡΤΩΝ...313 11
Ευχαριστίες Με την ολοκλήρωση της παρούσας διατριβής, θα ήθελα να εκφράσω τις ευχαριστίες στον επιβλέποντα καθηγητή κ. Δ. Χριστοδουλάκη για την καθοδήγηση και την εποικοδοµητική συνεργασία σε όλες τις φάσεις εκπόνησης της διατριβής αλλά και για την επιµονή και υποµονή του, στον καθηγητή κ. Θ. Γεωργιάδη (υπεύθυνο του εργαστηρίου Οικολογίας Φυτών ) για την συµβολή του σε θέµατα βλάστησης και όχι µόνο και για την διάθεση του απαραίτητου εξοπλισµού (προγράµµατα ανάλυσης της βλάστησης, εξοπλισµό Γ.Σ.Π. (G.S.I.), Φωτοερµηνίας αεροφωτογραφιών, χαρτών, Η/Υ κ.ά.) και στον καθηγητή κ. Σ. Ντάφη, µέλους της τριµελούς επιτροπής, για την συµβολή του σε θέµατα βλάστησης και οικολογίας. Ευχαριστώ επίσης τα υπόλοιπα µέλη της επταµελούς επιτροπής και συγκεκριµένα τους καθηγητές κ. Δ. Τζανουδάκη και Γρ. Ιατρού, την καθηγήτρια κ.. Γ. Καµάρη, τον Επ. καθηγητή κ. Κ. Θεοδωρόπουλο, την Λέκτορα κ. Α. Τηνιακού για όλη τη βοήθειά τους στην ολοκλήρωση και παρουσίαση της παρούσας εργασίας. Ευχαριστίες απευθύνω στον διδάκτορα κ. Γ. Χρονόπουλο, για τις συζητήσεις σε θέµατα βλάστησης τη βοήθειά του στην παρουσίαση της διατριβής, στον κ. Μ. Θεοχαρόπουλο για τις πολύτιµες συζητήσεις σε θέµατα βλάστησης, στον Δασοπόνο κ. Ξ. Χριστοδούλου για την πολύτιµη βοήθειά του στις εφαρµογές G.I.S., στον διδάκτορα κ Γ. Καρέτσο για τις πολύωρες συζητήσεις σε κοινά θέµατα και την παραχώρηση στοιχείων και βιβλιογραφικών βοηθηµάτων. Τέλος θα ήθελα όλως ιδιαιτέρως να ευχαριστήσω την οικογένειά µου για την υποµονή της και την στήριξη σ όλη τη διάρκεια της εργασίας. 12
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το ενδιαφέρον για τη Ρούµελη, τη γενέτειρα πατρίδα µου, αλλά και το γενικότερο βοτανικό, χλωριδικό και οικολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν τα βουνά της Στερεάς Ελλάδας µε ώθησαν στην εκπόνηση αυτής της διατριβής που έγινε στον Τοµέα Βιολογίας Φυτών, του Τµήµατος βιολογίας του Πανεπιστηµίου Πατρών. Ως περιοχή έρευνας επιλέχθηκε το όρος Τυµφρηστός. Είναι το βορειότερο βουνό της νότιας Ελλάδας, ο άξονας εκκίνησης και ο κόµβος όλων των ορεινών συγκροτηµάτων του ελληνικού νότου. Συγκεντρώνει ιδιαίτερο χλωριδικό, φυτογεωγραφικό και φυτοκοινωνιολογικό ενδιαφέρον λόγω της παραπάνω γεωγραφικής του θέσης, επειδή βρίσκεται στο σταυροδρόµι του δρόµου µετανάστευσης των φυτών από Βορά προς Νότο. Επίσης, το γεωλογικό υπόστρωµα του όρους, η ποικιλία σε µικροκλιµατικές συνθήκες, τοπικές εκθέσεις και κλίσεις του εδάφους, συµβάλλουν στο σχηµατισµό µιας σειράς από βιοτόπους ιδιαίτερου οικολογικού ενδιαφέροντος. Η παρούσα διδακτορική διατριβή, ως κατεξοχήν γεωβοτανική έρευνα, ασχολείται µε τη χλωρίδα, τη φυτογεωγραφία και τη βλάστηση του Τυµφρηστού. Το έναυσµα αλλά και ο σκοπός ήταν η όσο το δυνατόν πληρέστερη εξερεύνηση της χλωρίδας του όρους, αφού οι βοτανικές µελέτες που είχαν γίνει γι αυτό µέχρι την έναρξη της παρούσας µελέτης δεν ήταν πλήρεις ή λεπτοµερείς. Οι πρώτες κύριες αναφορές για τη χλωρίδα του Τυµφρηστού περιλαµβάνονται στα συγγράµµατα "Conspectus flora Graecae" (Halacsy 1901-1904), όπου αναφέρονται 178 τάξα, Γκανιάτσας (1940), όπου αναφέρονται 249 τάξα και Mountain flora of Creece I, II (Strid 1986, Strid & Tan 1991), όπου αναφέρονται 426 τάξα. Επειδή, λοιπόν, ο Τυµφρηστός από βοτανική άποψη είναι µια ενδιαφέρουσα περιοχή, η φυτογεωγραφία του όρους έχει αποτελέσει και παλαιότερα αντικείµενο επιστηµονικών συζητήσεων (Φοίτος 1960, Strid 1993). Όµως, τα συµπεράσµατα δεν βασίζονταν στη φυτογεωγραφική ανάλυση της συνολικής χλωρίδας του Τυµφρηστού, αφού αυτή µέχρι πρόσφατα δεν ήταν πλήρως γνωστή. Στην παρούσα διατριβή επιχειρείται µία ανάλυση των σχεδίων κατανοµής και του ενδηµισµού της χλωρίδας του Τυµφρηστού, που άρχισε από τη στιγµή που ολοκληρώθηκε η όσο το δυνατόν πληρέστερη καταγραφή της χλωρίδας του (Dimitrellos & Christodoulakis 1995, 1999). Η βλάστηση που παρουσιάζεται µε τη διαδοχή των ορόφων δεν είχε ερευνηθεί πλήρως φυτοκοινωνιολογικά µέχρι σήµερα και µόνο ελάχιστες σχετικές αναφορές υπάρχουν (σε συνδυασµό µε τη φυτογεωγραφία). Τέτοιες έχουν γίνει από τους Φοίτος (1960), Voliotis (1976) και Barbero & Quézel (1976). Οι φυτοκοινότητες παρουσιάζουν µεγάλη ποικιλότητα στην περιοχή και οι φυτοκοινωνίες αποτελούν δείκτες των οικολογικών συνθηκών των σταθµών απεικονίζοντας το φυσικό δυναµικό τους. Παρουσιάζουν ιδιαίτερο φυτογεωγραφικό και οικολογικό ενδιαφέρον στον Τυµφρηστό λόγω και της ίδιας της γεωγραφικής του θέσης. Η σύνθεση και η δοµή τους έχει καθοριστεί τόσο από το ιστορικό της διαχείρισής τους όσο και από το κλίµα και το έδαφος. Η συστηµατική κατάταξη των φυτοκοινωνιών αποτελεί µέσον για την καλύτερη επισκόπηση των συνθηκών της βλάστησης του Τυµφρηστού. Η ερµηνεία των σχέσεων βλάστησης και περιβάλλοντος, σήµερα που οι ανθρώπινες επιδράσεις εµφανίζονται µε πολλαπλές χρήσεις και σύνθετο χαρακτήρα, αποβαίνει δυσκολότερη σε σχέση µε παλιότερα. Η διαχείριση των δασών, των λιβαδιών και γενικότερα όλων των φυσικών οικοσυστηµάτων είναι απαραίτητο να χρησιµοποιούν τη φυτοκοινωνιολογία ως βάση για τις διαχειριστικές µονάδες της. Τα στοιχεία και 13
αποτελέσµατα της φυτοκοινωνιολογικής έρευνας στην παρούσα διατριβή θα συµβάλουν στην αύξηση των επιστηµονικών γνώσεων για τα ορεινά οικοσυστήµατα και θα κάνουν περισσότερο αντιληπτή την αξία των µε σαφήνεια διακρινόµενων µονάδων βλάστησης, στην πράξη. Εξάλλου, όλες οι µονάδες βλάστησης που διακρίθηκαν χαρτογραφήθηκαν µε τη χρήση Γ.Σ.Π. (G.I.S.) σε κλίµακα 1 : 20.000 ώστε να είναι εύκολος ο εντοπισµός τους. Τέλος, γίνεται οικολογική αξιολόγιση των φυτικών ειδών και τύπων οικοτόπων που απαντώνται στον Τυµφρηστό καθώς και των φυσικών λειτουργικών γνωρισµάτων και αξιών της περιοχής και προτείνονται µέτρα µε σκοπό την διατήρηση και προστασία των φυσικών πόρων και την οικοανάπτυξή της 14
2. ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 2.1 Θέση, οριοθέτηση Η οροσειρά του Τυµφρηστού βρίσκεται στη νότια Ελλάδα (Στερεά Ελλάδα) και σχηµατίζει ένα φυσικό όριο µεταξύ βόρειας και νότιας Ελλάδας, καθώς και µεταξύ δυτικής και ανατολικής Στερεάς Ελλάδας. Η περιοχή έρευνας οριοθετείται µε βάση φυσικά όρια (ρέµατα, ποταµούς και κορυφογραµµές) όπως παρακάτω: ανατολικά από το Καστανόρεµα και το ρέµα Κατή, νότια από το Μέγα ρέµα, βόρεια από το Αγιοτριαδίτικο ρέµα και την κορυφογραµµή της Τσούκας και δυτικά από τον Ταυρωπό ποταµό. Καταλαµβάνει έκταση περίπου 40.000 εκτάρια (400 Km 2 ). Εκτείνεται σε γεωγραφικό πλάτος από 38 0 52 µέχρι 39 0 02 και και σε γεωγραφικό µήκος από 21 0 39 µέχρι 21 0 57 (Eικ.1). Η οροσειρά του Τυµφρηστού έχει κατεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ µε κατώτερο υψόµετρο τα 350 µ. (Ταυρωπός ποταµός) και ανώτερο τα 2315 µ (κορυφή Βελούχι). Ο κύριος ορεινός όγκος εκτός από το Βελούχι- περιβάλλεται από πολλές άλλες κορυφές όπως: Συµπεθεριακό (2104 µ.), Άνεµος (1998 µ.), Κουµπί (1863 µ.), Καραβάκι (1887 µ.), Πυργάκι (1880 µ.), Πλάτη (1560 µ.) κ.ά. οι οποίες χωρίζονται από βαθιές χαράδρες και ρέµατα. Η περιοχή του όρους Τυµφρηστού όπως οριοθετήθηκε στα πλαίσια του οικολογικού δικτύου «Φύση 2000» (Natura 2000) µε κωδικό GR 2430001, έχει υψοµετρικό εύρος από 1000 έως 2315 µ. και καταλαµβάνει µία έκταση 4.000 εκτάρια (Georgiou & al., 1995). Όµως µια διεύρυνση στην οριοθέτηση αυτή θεωρείται απαραίτητη για να συµπεριληφθούν τµήµατα, τα οποία αποτελούν οικοτόπους του Παραρτήµατος Ι της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ ή που αποτελούν ενδιαιτήµατα ιδιαίτερης σηµασίας (παρόχθια βλάστηση, καλαµιώνες, ελοφυτική βλάστηση κ.λπ.). Η διεύρυνση µε βάση την οριοθέτηση στην παρούσα διατριβή θα συµβάλει όχι µόνο στην αύξηση της οικολογικής αξίας της περιοχής αλλά και στην καλύτερη προστασία της. 2.2 Αρχαιολογικά, ιστορικά, πολιτισµικά στοιχεία και λαϊκές παραδόσεις Η περιοχή µελέτης µε την ευρύτερη έννοια διαθέτει ενδιαφέροντα, αρχαιολογικά, ιστορικά και πολιτισµικά στοιχεία ενώ δεν λείπουν και οι λαϊκές παραδόσεις. Η περιοχή του Τυµφρηστού κατοικήθηκε από τα πανάρχαια µυθικά χρόνια µε πρώτους κατοίκους τους Πελασγούς. Η αρχαιολογική αξία της περιοχής έγκειται στους ενδιαφέροντες αρχαιολογικούς χώρους Δοµιανοί (Αντάνια), Κορυσχάδες, Αγία Τριάδα, Κτηµανίων (Παλαιοχώρι), Στένωµα, Κλαυσί, Μεγάλο Χωριό, Αρωνιάδα και Παλαιόκαστρο. Η Ευρυτανία όπου ανήκει το µεγαλύτερο τµήµα της περιοχής µελέτης πήρε το όνοµά της από τον Βασιλιά Εύρυτο που ανήκει στους µυθικούς αρχαίους ήρωες. Η αρχική της ονοµασία «Εύρυτος χώρα» πρέπει να οφείλεται στα άφθονα και τρεχούµενα νερά της. Άλλη αναφορά υποστηρίζει ότι παράγεται από το «ευρύς» και «τανύω», (ο ευρέως τανύων το τόξον, του Ευρυτανίων = Ευρυτάνας) (Μηχιώτης 1990). 15
Στους πρόποδες, στη νότια πλευρά του όρους Τυµφρηστού βρίσκεται η πρωτεύουσα του νοµού Ευρυτανίας, το Καρπενήσι. Διαθέσιµα στοιχεία για το εάν κατοικήθηκε στην αρχαιότητα το Καρπενήσι δεν είχαµε. Το Καρπενήσι πήρε το όνοµά του από το βλάχικο «Carpen» που του έδωσαν οι Κουτσόβλαχοι, επειδή η περιοχή είχε πολλά σφενδάµια (στη γλώσσα τους Carpen) ή πολλούς γαύρους (Carpinus ssp.), αντίστοιχη ονοµασία Καρπενήσι (Τουριστικός οδηγός 1994). Ας σηµειωθεί ότι σε χέρσες εκτάσεις στα ΒΔ της πόλης Καρπενησίου κοντά στο Ξενοδοχείο Μοντάνα, στη διαδροµή Ξηριάς Πέτρα αλλά και σε άλλες τοποθεσίες καταγράψαµε µεγάλης ηλικίας άτοµα του Acer campestris. Στο λόφο του Αγίου Δηµητρίου απαντώνται πολύ µικρής έκτασης σχηµατισµοί µε Acer monspessulanum και Carpinus orientalis. Κατά µια άλλη εκδοχή το όνοµα Καρπενήσι µπορεί να προέρχεται από τις τούρκικες λέξεις «Kar» και «benis» που σηµαίνουν χιόνι και σκέπασµα δηλ. «Καρ - µπενίς» = χιονοσκεπής τόπος (Τουριστικός οδηγός 1994). Το Καρπενήσι ήταν η γενέτειρα πατρίδα του Κατσαντώνη, του Γεροδήµου και του Ζαχαρία Παπαντωνίου και ο τόπος που φονεύθηκε ο Μάρκος Μπότσαρης σε µάχη µε τους Τούρκους στις 8 Αυγούστου 1923. Το 1944 η πόλη και τα γύρω χωριά καταστράφηκαν από τους Γερµανούς. Η περιοχή αποτέλεσε το κέντρο δράσης της Εθνικής αντίστασης ενάντια στους Ιταλούς και Γερµανούς κατακτητές. Στο χωριό Κορυσχάδες συνήλθε το Εθνικό Συµβούλιο που προέκυψε από τις εκλογές που προκήρυξε η πρώτη κυβέρνηση του βουνού και πήρε αποφάσεις ενάντια στην κατοχή των ξένων κατακτητών. Ο Τυµφρηστός πήρε το όνοµά του από τον οµώνυµο Βασιλιά, γιό του Θεού Σπερχειού, ο οποίος και είχε κτίσει στις πηγές του και πόλη µε το ίδιο όνοµα ή από το γιο του Ηρακλή τον Τέφραντα (Μηχιώτης 1990). Άλλη αναφορά υποστηρίζει ότι πήρε το όνοµά του από το χρώµα του που µοιάζει από µακριά µε τέφρα (Τεφραστός, Τεφρηστός, Τυµφρηστός) (Μηχιώτης 1990). Ο Δ. Αινιάνας (Τυµφρήστιος και Φιλόλογος) αναφέρει την προέλευση του ονόµατος από τη λέξη Τύµη ή Τύµβος που σηµαίνει ύψωµα. Στα «Ελληνικά χρονικά» (αρθ. φύλλου 14/16-2-24, Μεσολόγγι) αναφέρει ότι «το νύν Βελούχιον ονοµάζετο το πάλας Τυµφρηστός». Ο ποιητής Λυκόφρων συνθέτει στοίχους για τους απόκρηµνους βράχους του («Τυµφρηστόν λέπας» και τον ορεινό βράχο της κορυφής του «Τυµφρήστιος πάγος») που του έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση. Στις αναφορές του ο Άγγλος περιηγητής Λήκ που επισκέφτηκε την Ελλάδα το 1805, αποδίδει το όνοµα της υψηλότερης κορυφής Βελούχι σε σλαβική προέλευση και θεωρεί ότι σηµαίνει λευκό όρος. Ο Γερµανός Max Vasmer που µελέτησε πολλά τοπωνύµια της χώρας µας σλαβικής καταγωγής αποδίδει την ονοµασία στη λέξη «Vel» = λευκό η υπόλευκο βουνό. Αρκετοί όταν αναφέρονται στον Τυµφρηστό εννοούν πολλές φορές την υψηλότερη κορυφή του το Βελούχι, που το θεωρούν και ως µεταγενέστερη ονοµασία του Τυµφρηστού (όµως ο Τυµφρηστός είναι ορεινό συγκρότηµα και το Βελούχι είναι η υψηλότερη κορυφή του). Πολλά από τα τοπωνύµια της περιοχής µελέτης είναι συνδεδεµένα µε τους µύθους και τη λαϊκή παράδοση. Το Συµπεθεριακό είναι η δεύτερη υψηλότερη κορυφή, στην οποία (σύµφωνα µε τη λαϊκή παράδοση) πέτρωσε η νύφη, ο γαµπρός και όλη η συνοδιά τους - παππάδες και συµπέθεροι - µετά από κατάρα που τους έστειλε η µάνα της νύφης, χολωµένη από την απληστία της κόρης της που της πήρε όλο το βιος για προίκα. Η πηγή «κάρβουνο» της οποίας το νερό είναι πολύ παγωµένο και που καίει σαν κάρβουνο (έτσι θέλησε και την ονόµασε ο λαός) βρίσκεται στην υψηλότερη κορυφή Βελούχι. 16
Όταν κάποιος ασεβής έκοβε µια βελανιδιά, η Δρυάδα πέθαινε από βαθύς στεναγµούς και η θεά Άρτεµη εκδικιόταν το θάνατό της στέλνοντας στον άνοµο συµφορές και µαρτύρια. Όταν κάποιος σηµάδευε ή (κυνηγούσε) ένα ελάφι ή έκοβε ένα αιωνόβιο δένδρο είχε πάντα το φόβο να επισύρει την οργή του Θεού που τον προστάτευε. 2.3 Φυσιογραφία - Υδρολογία Ο Τυµφρηστός χαρακτηρίζεται από ένα πυκνό υδρογραφικό δίκτυο µε λεκάνες απορροής και στις τέσσερεις γενικές εκθέσεις του. Οι λεκάνες απορροής περιλαµβάνουν ένα πλούσιο υδρογραφικό δίκτυο χειµάρρων, χειµαρροποτάµων, ρυακίων και πηγών, των οποίων τα επιφανειακά ρέοντα νερά µε ρυθµιστική κατανοµή των υδροκριτών της οροσειράς συνθέτουν τα αποστραγγιστικά συστήµατα που καταλήγουν στους ποταµούς Ταυρωπό (Καµπύλο ή Μέγδοβα) και Σπερχειό. Εκεί συλλέγονται τα νερά της βροχής, των πηγών και αυτά που προέρχονται από το λιώσιµο του χιονιού και τροφοδοτούν την κεντρική κοίτη, αποσπώντας φερτές ύλες (όταν η παρασυρτική δύναµη του νερού υπερνικά την αντίσταση του γεωλογικού υποθέµατος). Οι φερτές αυτές ύλες µεταφέρονται και αποτίθενται στα χαµηλά των χειµάρρων όπου γίνεται η απόθεση των µεταφερόµενων υλικών. Τα µεγαλύτερα υδάτινα ρεύµατα αποτελούν τα φυσικά όρια της περιοχής µελέτης, είναι ρεύµατα µόνιµης ροής και σχηµατίζονται από πολλά άλλα µικρότερης τάξης, τα οποία ανήκουν σε διαφορετικές τοπικές λεκάνες απορροής. Το σύνολο των τοπικών λεκανών που εκτείνεται στο δυτικό τµήµα της περιοχής µαζί µε τις λεκάνες του Αγιοτριαδίτικου ρεύµατος και του Καρπενησιώτη ποταµού σχηµατίζουν τα υδάτινα ρεύµατα, τα οποία καταλήγουν στο Ταυρωπό ποταµό. Στον Ταυρωπό ποταµό, που αποτελεί παραπόταµο του Αχελώου, συµβάλλουν τα ρεύµατα των οποίων οι υδρολογικές λεκάνες καταλαµβάνουν έκταση µεγαλύτερη από τα 2\3 της επιφάνειας των υδρολογικών λεκανών της περιοχής µελέτης. Εδώ καταλήγουν οι υδρολογικές λεκάνες του Καρπενησιώτη ποταµού και του Αγιοτριαδίτικου ρέµατος. Την υδρολογική λεκάνη του Αγιοτριαδίτικου ρέµατος σχηµατίζουν στην περιοχή µελέτης τα χειµαρρώδη ρεύµατα Μεσοβούνι, Πόρος, Νεραϊδιά, Χειρολακόρεµα και Πλατανόρεµα. Η τοπική λεκάνη του ποταµού Καρπενησιώτη, στον οποίο συµβάλλει ένας µεγάλος αριθµός ρευµάτων που έχουν τις πηγές τους στις θεσεις Βελούχι, Συµπεθεριακό, Ροβόλακα, Πικροβούνι, Κατσαντώνη, Ράχη Τυµφρηστού, Καλογερόστανη και Κεδρόραχη, θεωρείται µεγάλης υδρολογικής σηµασίας, όχι µόνο για την κοιλάδα αλλά και για ολόκληρη την περιοχή µελέτης. Ο Καρπενησιώτης στη πορεία του ενώνεται µε τον Τρικεριώτη και τον Κρικελοπόταµο στα Τριπόταµα ενώ και οι δυο διοχετεύουν τα νερά τους στη τεχνητή λίµνη του Μέγδοβα (στα Κρεµαστά) µε τελικό αποδέκτη τον Αχελώο. Τα υπόλοιπα υδάτινα ρεύµατα (Κατή, Λουγγιές και Καστανόρεµα) σχηµατίζουν µικρές τοπικές λεκάνες απορροής και συµβάλλουν στο Σπερχειό ποταµό. Το ρέµα Κατή τροφοδοτείται από πηγές που βρίσκονται στις περιοχές Καλογερόστανη, Κεδρόραχη, Ράχη Τυµφρηστού, Πικροβούνι, πάνω από τα Χωριά Κάψη και Τυµφρηστός, κ.ά. Το ρέµα Λουγγιές τροφοδοτείται από πηγές που βρίσκονται στις περιοχές Πικροβούνι, Κουµπί (Καγκέλια), Βελούχι, Πετσαλούδα αλλά και από άλλες στα χαµηλότερα τµήµατα. Αναφέρεται ότι στη τοποθεσία Γκούρα ή Μαυριλιώτικο κεφαλόβρυσο, πάνω από το Χωριό Μαυρίλο υπήρχε άλλοτε πηγή µε πολλά και ορµητικά νερά (είχε χαρακτηρισθεί ως µία από τις µεγάλες πηγές - "Νεροµάνες" της 17
χώρας µας). Τα νερά αυτά κατά την επανάσταση του 1821, κινούσαν µια σειρά από 13-15 µπαρουτόµυλους τροφοδοτώντας τους αγωνιστές µε πολύτιµη πρώτη ύλη. Εδώ κατά τον Όµηρο πρέπει να υπήρχαν ίσως τα θερινά ανάκτορα του Πηλέα. Το Καστανόρεµα τροφοδοτείται τόσο από πηγές στις τοποθεσίες Καψάλια, Κρανιά, Ισώµατα της περιοχής µελέτης όσο και από πηγές στις τοποθεσίες Βροµόβρυση, Κοροµηλιές, Ζυγός και Μέγα Ίσωµα που βρίσκονται έξω από την περιοχή µελέτης. Στη περιοχή Άνεµος, στα ανωδασικά περιβάλλοντα και σε υψόµετρο στα 1940 µ. περίπου όπου η βλάστηση συγκροτείται από στεππόµορφα και ξυρισµένα λιβάδια, υπάρχει µια µικρή καρστική λίµνη µε αρκετή ποσότητα νερού ακόµα και κατά την περίοδο του καλοκαιριού. Το βάθος της είναι απροσδιόριστο σύµφωνα µε πληροφορίες από τους τσοπάνηδες της περιοχής. Χαρακτηριστικό στην περιοχή είναι το φαινόµενο της ύπαρξης πολλών πηγών. Με βάση τα φύλλα της Γ.Υ.Σ. (Καρπενήσι, Φουρνάς, Φραγκίστα και Άγραφα ) των τοπογραφικών χαρτών καταγράψαµε 265 πηγές. Ο µεγαλύτερος αριθµός (94) καταγράφηκε στα δυτικά όπου επικρατεί ο ασβεστόλιθος µε παρεµβολές φλύσχη και στα ανατολικά (69) όπου επικρατεί ο φλύσχης. Στα βόρεια και νότια καταγράφηκαν 50 και 51 πηγές αντίστοιχα. Στα ανωδασικά περιβάλλοντα καταγράψαµε 20 πηγές. Στην κορυφή Βελούχι βρίσκεται η πηγή κάρβουνο, της οποίας το νερό είναι πολύ παγωµένο και «καίει σαν κάρβουνο» σύµφωνα µε τη λαϊκή παράδοση. Σηµαντικός αριθµός υδροµαστεύσεων έχουν κατασκευαστεί στα πλαίσια των έργων βελτίωσης των βοσκοτόπων στην περιοχή. Οι µεγάλες κλίσεις, το έντονο και πολύµορφο ανάγλυφο, οι έντονες και µικρής διάρκειας βροχοπτώσεις καθιστούν ορµητικούς τους κύριους και δευτερεύοντες χειµάρρους που έχουν µικρή δίαιτα νερού το καλοκαίρι. Έντονα παρουσιάζονται το φαινόµενο των διαβρώσεων στις πλαγιές µε ισχυρές κλίσεις (Συµπεθεριακό, Στενή, Πόρος κ.ά.) και το φαινόµενο του σχηµατισµού χαραδρώσεων. Το νερό των χειµάρρων, της βροχής, ο πάγος, ο αέρας και άλλοι παράγοντες της αποσάθρωσης των πετρωµάτων, της διάβρωσης και απόθεσης συµβάλλουν σε µεταβολές του τοπογραφικού ανάγλυφου του βουνού, το οποίο δεν αποτελεί ένα στατικό σύστηµα αλλά ένα δυναµικό που µεταβάλλεται πολύ αργά µέσα στο χρόνο. Το πλούσιο υδρογραφικό δίκτυο µε το µεγάλο αριθµό πηγών, οι οποίες διατηρούν τη δίαιτά τους και κατά την περίοδο του καλοκαιριού, εξασφαλίζουν µια χλωρίδα πλούσια σε είδη και µια βλάστηση πλούσια σε µονάδες και µε υψηλό βαθµό παραγωγικότητας. Τέλος ας σηµειωθεί ότι οι λεκάνες απορροής στον φλύσχη καταλαµβάνουν µεγαλύτερες εκτάσεις σε σχέση µε αυτές που καταλαµβάνουν στον ασβεστόλιθο. 2.4 Παλαιογεωγραφία Η παλαιογεωγραφία δίνει στοιχεία για τα γεγονότα που συνέβησαν σε µια περιοχή στη διάρκεια των γεωλογικών αιώνων και κατέχει σηµαντική θέση ανάµεσα στους παράγοντες που έχουν επηρεάσει την εξέλιξη και γεωγραφική κατανοµή των φυτών. Τα στοιχεία παλαιογεωγραφίας για τον Τυµφρηστό αλλά και για την ζώνη Ωλονού Πίνδου στην οποία ανήκει, είναι πολύ περιορισµένα. Ο παλαιογεωγραφικός χώρος της ζώνης ήταν µια βαθιά αύλακα µεταξύ των υβωµάτων Γαβρόβου - Τριπόλεως (δυτικά) και Κόζιακα - Τριλόφου - Πέντε Ορίων Γερανείων - 18
Τραπεζώνας (ανατολικά). Άγνωστο παραµένει ακόµη το προαλπικό υπόβαθρο των σχηµατισµών της ζώνης αυτής, όµως επίσης άγνωστη παραµένει και η αρχική θέση της αύλακας που δέχτηκε τα ιζήµατα της ζώνης Ωλονού Πίνδου. Κατά το Μειόκαινο η Στερεά Ελλάδα ήταν ενωµένη µε τη Πελοπόννησο. Ο διαχωρισµός της από την Πελοπόννησο πραγµατοποιήθηκε στη διάρκεια του Κατώτερου Πλειόκαινου (περίπου πριν 3 µε 4 εκατοµµύρια χρόνια) µε τις ήδη υπάρχουσες ρηξιγενείς ζώνες του Κορινθιακού και Πατραϊκού κόλπου (Δερµιτζάκης 1989). Επανασυνδέσεις πραγµατοποιούνται µε τις Μεταπλειοκαινικές ορογενετικές κινήσεις και αποχωρίζονται οι δύο περιοχές οριστικά κατά το Πλειστόκαινο. Η σταδιακή ανάδυση της περιοχής στο τελικό στάδιο της Πυρηναϊκής φάσης της αλπικής πτύχωσης συνεχίστηκε κατά το Πλειστόκαινο, όπου πλέον υπήρχε το έτοιµο ανάγλυφο για τη δηµιουργία των παγετώνων στα υψηλότερα βουνά του ελλαδικού χώρου κατά το Πλειστόκαινο. Η εναλλαγή των γεωλογικών σχηµατισµών στα τοπία της ζώνης Ωλονού Πίνδου (βλ. ενότητα 2.6) εξασφάλισε µια ποικιλία περιβαλλοντικών συνθηκών, οφειλόµενη τόσο στην πετρογραφική διαφοροποίηση όσο και στις υδρογεωλογικές και υδρολογικές συνθήκες (π.χ. ανάβλυση πηγών σε πολλά επίπεδα). Οι παραπάνω ορογενέσεις είχαν ως αποτέλεσµα τη δηµιουργία νέων οικολογικών συνθηκών και την ανάπτυξη της ορεινής χλωρίδας, η εξελικτική πορεία της οποίας είναι συνυφασµένη µε την παλαιογεωγραφία της ελλαδικού χώρου. 2.5 Γεωτεκτονική εξέλιξη Για την προσέγγιση του θέµατος χρησιµοποιήθηκαν γεωλογικά συγγράµµατα και εργασίες όπως: Κατσικάτσος (1992), Μουντράκης (1985), Κισκύρας (1959), Δερµιτζάκης (1990, 1989), Greutzburg (1963). Η Ελλάδα όπως και ολόκληρη η Βαλκανική Χερσόνησος, αποτελούν τµήµα των εκτεταµένων αλπικών οροσειρών που αρχίζουν από την Ισπανία και φθάνουν µέχρι και τα Ιµαλάϊα που πτυχώθηκαν στα πλαίσια του αλπικού ορογενετικού κύκλου (Μεσοζωϊκός Καινοζωϊκός αιώνας). Από γεωλογική άποψη ο Τυµφρηστός δοµείται από σχηµατισµούς της ζώνης Ωλονού Πίνδου που αντιπροσωπεύουν συνεχή ιζηµατογένεση σε θαλάσσιο περιβάλλον από το Μέσο Τριαδικό µέχρι το ανώτερο Κρητιδικό µε σειρά πετρωµάτων σε εναλλαγές. Από γεωτεκτονική άποψη η ζώνη Ωλονού-Πίνδου αποτελεί µια παλαιά ωκεάνια περιοχή, τµήµα πιθανόν της Νεο-Τηθύος, όπως πιστεύουν οι περισσότεροι ερευνητές ή µια παλαιά ηπειρωτική θάλασσα, όπως δέχονται µερικοί άλλοι που λειτούργησε κατά τη διάρκεια του Μεσοζωικού (Μουντράκης 1985). Η ζώνη αυτή ανήκει στην οµάδα των γεωτεκτονικών ζωνών που χαρακτηρίζονται ως «Εξωτερικές Ελληνίδες ζώνες» - διάκριση που εξακολουθεί να θεωρείται βασική για τις ελληνικές ζώνες (Μουντράκης 1985)- που επηρεάστηκαν µόνο από την τελική ορογένεση του Τριτογενούς. Σύµφωνα µε µια άλλη διάκριση των τελευταίων χρόνων η ζώνη Ωλονού-Πίνδου ανήκει στα «κεντρικά ελληνικά τεκτονικά καλύµµατα». Η ζώνη Ωλονού Πίνδου (Renz 1940) που αναφέρεται και ως ζώνη Πίνδου Ωλονού (Fleuryi 1980) ή ως «ζώνη Πίνδου» (Aubouin 1959), εµφανίζεται στην οροσειρά της Πίνδου, στη Στερεά Ελλάδα και στην Πελοπόννησο όπου φτάνει µέχρι τη Μεσσηνία. Η ονοµασία της δόθηκε από τον Philippson (1898) από το βουνό Ωλονός της Πελοποννήσου και την οροσειρά της Πίνδου όπου γίνεται και η κύρια ανάπτυξή της. Τµήµατα αυτής απαντώνται στην Κρήτη και στη Ρόδο ακολουθώντας 19
την Α-Δ κάµψη του Διναρικού τόξου. Η ζώνη της Πίνδου συνεχίζεται βόρεια στην Αλβανία και Γιουγκοσλαβία και προς ανατολικά προς την νότια Τουρκία (οροσειρά Ταύρος εξ ού και Διναρο-Ταυρικό τόξο). Η ζώνη Ωλονού-Πίνδου θεωρήθηκε η βαθύτερη ελληνική αύλακα ανάµεσα στα υβώµατα Γαβρόβου - Τριπόλεως (δυτικά) και Κόζιακα - Τριλόφου - Πέντε Ορίων Γερανείων - Τραπεζώνας (ανατολικά). Κατά την Ελβετική φάση στο κάτω Ολιγόκαινο ή κατά την Πυρηναϊκή φάση στο Πριαµπόνιο του Ηωκαίνου, µε τη τελική φάση των πτυχώσεων αναδύθηκαν τα στρώµατα της Ζώνης Ωλονού-Πίνδου. Σ αυτήν τη φάση των πτυχώσεων πραγµατοποιήθηκε η προς τα δυτικά επώθηση της ζώνης µε µορφή καλύµµατος (το οποίο παρουσιάζεται ενιαία στην ηπειρωτική Ελλάδα) και η ταυτόχρονη λεπίωση των στρωµάτων της από τα ανατολικά προς τα δυτικά δηµιουργώντας συνεχείς επαναλήψεις των στρωµάτων της ζώνης προς τα δυτικά. Η ζώνη αυτή αποτελεί ένα τεκτονικό κάλυµµα που έχει επωθηθεί προς τα δυτικά πάνω στη ζώνη Γαβρόβου - Τριπόλεως. Τα πρώτα αλπικά ιζήµατα στις ζώνες είναι δολοµίτες και ασβεστόλιθοι µέσου-τριαδικού. Κατά περιοχές έχουν παρατηρηθεί κλαστικές ιζηµατογενείς σειρές από ψαµµίτες µε ασβεστολιθικές παρεµβολές. Ο σχηµατισµός της ζώνης Ωλονού Πίνδου άρχισε κατά τον Μεσοζωϊκό γεωλογικό αιώνα και χαρακτηρίζεται από ιζήµατα βαθιάς θάλασσας, των οποίων το συνολικό πάχος φθάνει τα 1000 µ. περίπου, χωρίς να υπολογίζονται τα κλαστικά ιζήµατα του φλύσχη. Οι σχηµατισµοί της ζώνης αυτής χαρακτηρίζονται από µεγάλη πλαστικότητα και είναι έντονα πτυχωµένοι (µε µεγάλη ευκαµψία, λόγω του µικρού πάχους των στρωµάτων και της πολλαπλότητας των επιπέδων εσωτερικών ολισθήσεων) και λεπιωµένοι. Η πτύχωση, ανάδυση και επώθηση της περιοχής της πινδικής αύλακας προς τα δυτικά άρχισε τον Καινοζωϊκό αιώνα κατά το τέλος του Ανώτερου Ηωκαίνου. Η ζώνη Ωλονού Πίνδου στην Ελλάδα παρουσιάζεται σχεδόν οµοιόµορφη σε όλον το παλαιογεωγραφικό της χώρο. Οι διαφορές των ιζηµάτων της είναι µικρές γενικά και διαχωρίζουν τη ζώνη αυτή στις ακόλουθες 3 υποζώνες: εξωτερική, κεντρική και εσωτερική. Ο Philippson (1898) διέκρινε πρώτος τη ζώνη αυτή ως ζώνη Πίνδου στην οποία περιέλαβε 3 υποζώνες: την υποζώνη του ανατολικού φλύσχη της Πίνδου, την υποζώνη των ασβεστολίθων της Πίνδου και του δυτικού φλύσχη της Πίνδου. Ο Aubouin (1959) διακρίνει 3 παλαιογεωγραφικές υποζώνες: την εξωτερική (δυτική), την αξονική και την εσωτερική (ανατολική) πίνδο ή υπερπινδική υποζώνη. Η τελευταία περιλαµβάνει µεταβατικά ιζήµατα της ζώνης πίνδου προς την υποπελαγονική ζώνη που ταυτίζεται µε τη δυτική παρυφή της πελαγονικής ζώνης. 2.6 Γεωλογικά στοιχεία Για την περιγραφή χρησιµοποιήθηκαν τα φύλλα γεωλογικών χαρτών Καρπενησίου, Φραγκίστας, Φουρνά και Αγράφων (Ι.Γ.Μ.Ε. 1970, 1980, 1981, 1983), γεωλογικά συγγράµµατα και εργασίες όπως: Lutz & Chandler (1946), Muchenhirn (1949), Wilde (1958), Νάκος (1977), Παπαµίχος (1979), Μιγκίρος (1986), Ζιούρκας και Κούκης (1989), Κατσικάτσος (1992). Η ζώνη Ωλονού Πίνδου στην οποία ανήκει ο Τυµφρηστός, όπως προαναφέρθηκε, αντιπροσωπεύει µια συνεχή ιζηµατογένεση που πραγµατοποιήθηκε από το Μεσο Τριαδικό µέχρι το Ανώτερο Κρητιδικό. Τη στρωµάτωση των ιζηµάτων συνθέτουν εναλλαγές από ψαµµίτες, δολοµίτες, µεσοπλακώδεις ασβεστόλιθους, πελαγικούς ασβεστόλιθους µε παρεµβολές από κερατόλιθους, άργιλους, ψαµµίτες, 20
ασβεστόλιθους και πηλίτες. Τα στρώµατα της ζώνης αυτής αναδύθηκαν κατά την Πυρηναϊκή πτύχωση (τελική φάση πτύχωσης των Ελληνίδων οροσειρών, στο Ανώτερο Ηώκαινο). Κάτω από την επίδραση των ισχυρών τάσεων συµπίεσης έγινε επώθηση της ζώνης αυτής µε τη µορφή τεκτονικού καλύµατος προς τα δυτικά και πάνω στη ζώνη Γαβρόβου Τρίπολης και οι σχηµατισµοί τους υπέστησαν έντονη λεπίωση. Στην περιοχή µελέτης διακρίθηκαν οι ακόλουθοι γεωλογικοί σχηµατισµοί και τύποι πετρωµάτων όπως απεικονίζονται στον γεωλογικό χάρτη (βλ. Παράρτηµα). Φλύσχης: Ο φλύσχης δεν αποτελεί ένα οµοιογενές πέτρωµα αλλά είναι γεωλογικός σχηµατισµός µε εναλλασσόµενες στρώσεις ψαµµιτικών, πηλιτικών και αργιλικών ιζηµάτων. Ανάλογα µε το πέτρωµα που υπερισχύει στη σύσταση ο φλύσχης χαρακτηρίζεται ως ψαµµιτικός ή αργιλικός ή και µικτός. Σχηµατίστηκε κατά το Παλαιογενές στην Τριτογενή περίοδο (Ηώκαινο, Ολιγόκαινο και κατώτερο Μειόκαινο) µε την καθίζηση των προϊόντων διάβρωσης των αναδυοµένων οροσειρών µέσα στις µικρού βάθους θαλάσσιες περιοχές που περιέβαλαν τις περιοχές ανάδυσης. Στην περιοχή µελέτης ο φλύσχης αποτελείται από ψαµµιτικές στρώσεις µεγάλου πάχους, στις οποίες µερικές φορές υπάρχουν και κροκαλοπαγή στρώµατα και δίνει εδάφη ελαφρά, περισσότερο διαπερατά και σταθερά σε σχέση µε αυτά της Αδριατικοϊονίου ζώνης. Στους σχηµατισµούς του συµµετέχουν ασβεστιτικοί ψαµµίτες και αργιλικοί σχιστόλιθοι. Είναι έντονα πτυχωµένος και πρακτικά αποτελεί στεγανό σχηµατισµό. Χαρακτηρίζεται από ικανοποιητική στατική και δυναµική σταθερότητα (Ζιούρκας και Κούκης 1989). Η ετερογένεια όµως στη λιθολογική σύσταση και η έντονη τεκτονική καταπόνηση υπαγορεύουν συχνά φαινόµενα αστάθειας στα πρανή. Οι κατολισθήσεις στη περιοχή µελέτης αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του νοµού Ευρυτανίας αποτελούν έντονο πρόβληµα µε σοβαρές επιπτώσεις στην οικονοµική και κοινωνική ζωή του τόπου. Τα φαινόµενα αυτά οφείλονται στη συνδυασµένη δράση των παραγόντων που αναφέρονται στη λιθολογική σύσταση και δοµή, στο ισχυρό ανάγλυφο, τις κλιµατικές συνθήκες, έντονη διάρρηξη και κερµατισµό, υψηλές βροχοπτώσεις και στις ανθρώπινες δραστηριότητες (Ζιούρκας και Κούκης 1989). Το ανατολικό και νοτιοανατολικό τµήµα της περιοχής µελέτης καλύπτεται από φλύσχη µε λεπτόκοκκο και χονδρόκοκκο υλικό, κατά θέσεις δε φλύσχης παρεµβάλλεται και µέσα στους ασβεστόλιθους. Ο φλύσχης µε το λεπτόκοκκο υλικό αντιπροσωπεύει το µεγαλύτερο ποσοστό σε σχέση µε το φλύσχη µε το χονδρόκοκκο υλικό. Και οι δύο κατηγορίες φλύσχη καταλαµβάνουν το 50% περίπου της συνολικής έκτασης. Στον Τυµφρηστό κυριαρχεί ο ψαµµίτης, οι δε στρώσεις του αργιλικού σχιστόλιθου είναι λεπτές. Στην περιοχή µελέτης ο ψαµµιτικός φλύσχης απαντάται σε όλες τις εκθέσεις, ενώ ο αργιλικός φλύσχης καταλαµβάνει πολύ µικρές επιφάνειες στο δυτικό και νοτιοανατολικό τµήµα (βλ. Παράρτηµα, εδαφολογικό και γεωλογικό χάρτη). Ο ψαµµιτικός φλύσχης διακρίνεται σε φλύσχη µε λεπτόκοκκο υλικό και σε φλύσχη µε χονδρόκοκκο υλικό. α) Φλύσχης µε λεπτόκοκκο υλικό απαντάται στο ανατολικό, νοτιοανατολικό και βόρειο τµήµα του Τυµφρηστού. Το ανατολικό και νοτιοανατολικό τµήµα του Τυµφρηστού αποτελούν οι άργιλοι και ιλυόλιθοι µε εναλλαγές από γραουβάκους σε λεπτά στρώµατα, µε ενστρώσεις από ερυθρούς αργιλικούς σχιστόλιθους και µε πολύ µικρές παρεµβολές από ολισθόλιθους. Στο βόρειο τµήµα έχουµε εναλλαγές από 21
ιλυόλιθους, κερατόλιθους και ψαµµίτες που υπερτερούν στα ανώτερα µέλη σχηµατισµού του φλύσχη. β) Φλύσχης µε χονδρόκοκκο υλικό απαντάται στο ανατολικό, νοτιοανατολικό, βόρειο και δυτικό τµήµα του Τυµφρηστού. Στο ανατολικό και νοτιοανατολικό τµήµα του Τυµφρηστού αποτελείται από γραουβάκους, ψαµµίτες και λεπτοµερή κροκαλοπαγή µε παρεµβολές από σχιστόλιθους. Εδώ βρίσκεται το βαθύτερο τµήµα της σειράς φλύσχη της ανατολικής Πίνδου στο οποίο µέχρι τα 200 µ. έχουµε γραουβάκους που εναλλάσσονται µε αργιλικούς σχιστόλιθους και ιλυόλιθους. Το βόρειο τµήµα αποτελείται από ασβεστιτικούς ψαµµίτες και αργιλικούς σχιστόλιθους µε κροκαλοπαγή. Ολισθόλιθοι: Αποτελούν προαλπικά ιζήµατα που σχηµατίστηκαν στο Ανώτερο Τριαδικό του Παλαιοζωϊκού αιώνα. Καταλαµβάνουν πολύ µικρή έκταση στα νοτιοανατολικά του χωριού Τυµφρηστού. Αποτελούν ογκόλιθους η και ακόµα µεγαλύτερες µάζες από αλλόχθονα πετρώµατα αδιατάρακτης στρώσης που ολίσθησαν κατά τη διάρκεια της ιζηµατογένεσης από τους περιβάλλοντες σχηµατισµούς και σχηµατίσθηκαν στο ανώτερο τριαδικό. Ραδιολαρίτες: Αποτελούν αλπικά ιζήµατα που σχηµατίστηκαν από το Κατώτερο Ιουρασικό µέχρι το Ανώτερο Κρητιδικό στον Μεσοζωϊκό αιώνα. Είναι ποικιλόχρωµοι µε χρώµα κόκκινο, πράσινο ιώδες ή φαιό και το πάχος τους φθάνει µέχρι τα 200 µ. Μέσα στους ραδιολαρίτες παρεµβάλλονται στρώµατα πηλιτών και ασβεστολίθων που σε µερικές περιπτώσεις επικρατούν. Οι στρώσεις των πηλιτών που παρεµβάλλονται επικρατούν στα κατώτερα µέλη των ραδιολαριτών που µαζί µε παρεµβολές ψευδωολιθικών ασβεστολίθων διαµορφώνουν έναν ορίζοντα πηλιτών πάχους µέχρι 40 µ. που στη περιοχή Καρπενησίου Φραγκίστας χαρακτηρίζονται ως «Πηλίτες Καστελίου» (J. Fleury 1980, Κατσικάτσος 1992). Απαντώνται στο δυτικό τµήµα του Τυµφρηστού τόσο στα δασικά οικοσυστήµατα όσο και στα ανωδασικά. Ασβεστόλιθοι: Είναι πετρώµατα κυρίως του Μεσοζωϊκού, αλλά και του Παλαιοζωϊκού ή και των ενδιάµεσων γεωλογικών περιόδων. Απαντώνται στο δυτικό και κεντρικό τµήµα του Τυµφρηστού και προσεγγίζουν την έκταση που καταλαµβάνει ο φλύσχης. Ανήκουν στα βιογενή ιζηµατογενή πετρώµατα και χαρακτηρίζονται ως σκληροί ασβεστόλιθοι στη περιοχή µελέτης. Έχουν χρώµα συνήθως λευκό µέχρι καφέ και ανοιχτό καστανό. Απαντώνται οι ακόλουθοι σχηµατισµοί ασβεστολίθων, οι οποίοι είναι λεπτο- έως µεσοπλακώδεις και έχουν Κρητιδική, Ιουρασική και Τριαδική ηλικία: α) Οι Ανωκρητιδικοί πλακώδεις ασβεστόλιθοι του Μεσοζωϊκού αιώνα, πλούσιοι σε πυριτόλιθους µε ενστρώσεις από κερατόλιθους και αργιλικούς σχιστόλιθους. β) Ασβεστόλιθοι του Ανώτερου Τριαδικού του Παλαιοζωϊκού αιώνα µε ραδιολαρίτες, σχιστόλιθους, ψαµµίτες και πυριτικούς ασβεστόλιθους. γ) Πλακώδεις ασβεστόλιθοι του Ανώτερου Κρητιδικού, µε κερατόλιθους, ασβεστολιθικούς ψαµµίτες και γραουβάκους. δ) Ασβεστόλιθοι µε καλπιονέλλες του Ανώτερου Ιουρασικού - Κατώτερου Κρητιδικού. Είναι µικριτικοί µε κερατόλιθους και ψαµµίτες ή και ψαµµιτικούς ασβεστόλιθους που εναλλάσσονται στα κατώτερα µέλη µε µαργαϊκούς και αργιλοµαργαϊκούς σχιστόλιθους και κερατόλιθους. ε) Μαργαϊκοί ασβεστόλιθοι του Κατώτερου Ιουρασικού µε αργιλικούς σχιστόλιθους, αργιλοµαργαϊκούς σχιστόλιθους και κερατόλιθους. 22
στ) Ασβεστόλιθοι Δρυµού του Ανώτερου Τριαδικού Μέσου Ιουρασικού. Είναι µικριτικοί, λατυποπαγείς, ωολιθικοί, πλακώδεις λεπτόκοκκοι µε πυριτόλιθους και πλούσιοι σε οξείδια του πυριτίου. Τεταρτογενείς γεωλογικοί σχηµατισµοί: Αποτελούν τις πρόσφατες αποθέσεις του Καινοζωϊκού αιώνα και περιλαµβάνουν Κολλούβια των ασβεστολίθων και του φλύσχη, σάρρες στο κάτω τµήµα των απότοµων ασβεστολιθικών πλαγιών, κώνους απόθεσης χειµάρρων καθώς και αλλουβιακές ποτάµιες αποθέσεις. Χαρακτηρίζονται από µικρό βαθµό ή έλλειψη συνεκτικότητας και συναντώνται στις προσχώσεις των λεκανοπεδίων των ποταµών κ.ά. Οι τεταρτογενείς αποθέσεις στην περιοχή µελέτης περιλαµβάνουν µικρού πάχους προσχώσεις, πλευρικά κορήµατα και κώνους κορηµάτων. Στις κοίτες των ρεµάτων και ποταµών τα υλικά αποτίθενται µε διαβάθµιση του µεγέθους τους και του σχήµατός τους. Τα µεγαλύτερα και περισσότερο γωνιώδη που δεν έχουν υποστεί µεγάλη µεταφορά αποτίθενται κοντά (πλησίον) στα µητρικά τους πετρώµατα στις αποθέσεις των κοιτών ρεµάτων και ποταµών. Τα ρέµατα και ποταµοί ανήκουν στους δυναµικούς χώρους γεωµεταβολών µε γενική διαβρωτική τάση και συνεχή εκβάθυνση που συνοδεύεται από επανακινητοποίηση µέρους υλικών που αποτίθενται στην κοίτη τους. Οι κλιµατολογικές µεταβολές ακόµα και σε ετήσιο επίπεδο παίζουν ρυθµιστικό ρόλο στη διαβάθµιση και ποσότητα συσσώρευσης των υλικών, αφού αποτελούν ρυθµιστικούς παράγοντες στις βροχοπτώσεις και στην ταχύτητα ροής του νερού (Μιγκίρος 1986). Στα πρανή των ορεινών όγκων συσσωρεύονται κατά κύριο λόγο τα πλέον αδροµερή και γωνιώδη στοιχεία που σχηµατίζουν τα πλευρικά κορήµατα και τις κολλουβιακές αποθέσεις (Μιγκίρος 1986). Αλλουβιακές αποθέσεις (Q a ): Περιλαµβάνουν µεγάλες τροχµάλους, κροκάλες, άµµους, άργιλους, προσχώσεις πηλών, χαλίκια και δηµιουργούνται µε την απόθεση υλικών αποσάθρωσης πετρωµάτων και εδαφών που µεταφέρθηκαν από τα ρέοντα νερά. Κορήµατα (Q g ): εδώ ανήκουν λατύπες παλιές συγκολληµένες ή και σύγχρονες χωρίς συγκόλληση, κορήµατα µικτής προέλευσης που οφείλονται και σε περιπαγετώδη φαινόµενα, κώνοι κορηµάτων νεότεροι ή πρόσφατοι, αδροµερείς αποθέσεις κλιτύων και αποπλυµένες κολλουβιακές αποθέσεις που έχουν σχηµατιστεί στο Τεταρτογενές. Αλλουβιακά ριπίδια (Q f ): Είναι αλλουβιακές αποθέσεις σε σχήµα κώνου που εκτείνονται από το σηµείο εξόδου ενός ρεύµατος προς την πεδιάδα µε κατά µήκος τοµή ελαφρά κεκλιµένη (Νάκος 1977). Τα αλλουβιακά ριπίδια αποτελούνται από αργίλους, άµµους και χαλίκια που σχηµατίστηκαν κατά το Ολόκαινο. Απαντώνται κυρίως στις περιοχές συµβολής των χειµάρρων µε τον Καρπενησιώτη ποταµό. 2.7 Εδαφολογικά στοιχεία Οι διάφοροι τύποι πετρωµάτων (φλυσχώδη, ασβεστολιθικά και αλλουβιακές αποθέσεις) που διαφέρουν σε σύσταση και ιδιότητες (διαπερατότητα, επιδετικότητα σε τεµαχισµό κ.ά.) διαµορφώνουν µε την επίδραση των κλιµατικών παραγόντων τύπους εδαφών που επίσης διαφέρουν ουσιωδώς µεταξύ τους ως προς τη σύσταση και τις ιδιότητες. Οι ζωικοί και φυτικοί οργανισµοί δρουν πάνω στα πετρώµατα τόσο µηχανικά µε την ανάπτυξη των ριζικών συστηµάτων, το βάρος τους ή την κίνησή 23
τους, όσο και χηµικά (αποβολή ουσιών, απορρόφηση στοιχείων) και προκαλούν τη βιολογική τους αποσάθρωση και έτσι τη δηµιουργία του εδάφους (Μιγκίρος 1986). Τα ελληνικά δασικά εδάφη είναι άµεσα συνδεδεµένα µε το είδος και τη φύση του µητρικού υλικού (πετρώµατος). Η επίδραση του µητρικού πετρώµατος είναι έντονα εµφανής στα πιο νέα και µη εξελιγµένα εδάφη (Lutz & Chandler 1946, Muchenhirn 1949, Wilde 1958). Τα ελληνικά δασικά εδάφη, τα οποία βρίσκονται κυρίως στις ορεινές περιοχές µε τις µεγάλες κλίσεις και την έντονη ανθρώπινη δραστηριότητα, η διάβρωση δεν τα αφήνει να εξελιχθούν και αυτό φαίνεται να αποκτά ιδιαίτερη σηµασία. Τα δασικά εδάφη χαρακτηρίζονται όχι µόνο µε βάση τις φυσικοχηµικές ιδιότητες αλλά και βάσει των βιολογικών δραστηριοτήτων τους. Ο βαθµός της βιολογικής δραστηριότητας, το είδος και ο αριθµός των διαφόρων οργανισµών που λαµβάνουν µέρος σ αυτή είναι στενά συνδεδεµένα µε το κλίµα και τη βλάστηση της περιοχής και µε τις φυσικοχηµικές ιδιότητες του εδάφους. Ένας από τους δείκτες της βιολογικής δραστηριότητας των δασικών εδαφών θεωρείται και η παρουσία ή απουσία νιτροποίησης. Ο δείκτης αυτός δίνει πολύτιµες πληροφορίες για την κατάταξη των µορφών χούµου (Mull: παρουσία νιτροποίησης, Mor: απουσία νιτροποίησης) και των σε άζωτο θρέψη των δασικών ειδών. Νιτροποίηση παρατηρείται σχεδόν πάντοτε σε χουµικούς ορυκτούς ορίζοντες εδαφών επί ασβεστόλιθων, ενώ λείπει εντελώς από τα εδάφη του φλύσχη. Τα δασικά είδη είναι ανθεκτικά στα όξινα εδάφη (Κορεξενίδης 1984). Στις ορεινές περιοχές που το ύψος των βροχοπτώσεων είναι µεγάλο και η εξάτµιση µικρή ευνοείται η έκπλυση των βάσεων στα εδάφη και η συνακόλουθη οξίνισή τους. Σύµφωνα µε τον εδαφολογικό χάρτη της Ελλάδας του Ι.Δ.Ε. (Νάκος 1997) στην περιοχή µελέτης έχουµε εδάφη που προέρχονται: α) από την αποσάθρωση σκληρών ασβεστόλιθων. Αυτά έχουν αργιλώδη έως αργιλοπηλώδη υφή, µε όξινη-ουδέτερη- βασική αλκαλική αντίδραση, εφοδιασµένα µε βάσεις Ca, Mg, K αξιόλογης βιολογικής δραστηριότητας και έχουν σηµαντική αξία όταν χρησιµοποιούνται ως λιβαδικά και δασικά εδάφη. β) από την αποσάθρωση φλύσχη. Εδάφη αργιλοπηλώδους (αργιλικός φλύσχης) µέχρι πηλώδους (ψαµµιτικός φλύσχης) υφής, µε όξινη χηµική αντίδραση. Είναι µέτρια έως φτωχά σε βάσεις Ca, Mg, K, αλλά είναι πολύτιµα δασικά εδάφη µε ικανοποιητική βιολογική δραστηριότητα και γ) αλλουβιακά εδάφη τα οποία είναι προσχώσεις, πηλοί, άµµοι, άργιλοι κ.ά., και χαρακτηρίζονται ως κατάλληλα για τη γεωργία. Στα εδάφη φλύσχη απαντώνται αξιόλογα δάση ελάτης, εκτεταµένα δάση δρυός, µαύρης πεύκης και καστανιάς. Έχουν σχετικά µεγάλο βάθος και χαρακτηρίζονται από µεγάλη αστάθεια όταν χρησιµοποιούνται µηχανικά µέσα στην προετοιµασία τους για αναδάσωση. Εµφανίζονται από τα 450µ. έως τα 1800 (-1880) µ. Ο αργιλικός φλύσχης καταλαµβάνει πολύ µικρές εκτάσεις στο Πικροβούνι και στο δυτικό τµήµα του Τυµφρηστού µε έντονα τα φαινόµενα των διαβρώσεων και χαραδρώσεων. Χαρακτηρίζονται από την απουσία ή χαµηλή συγκέντρωση εναλλακτικού Al στους ορυκτούς ορίζοντες (Νάκος 1977). Τα εδάφη που προέρχονται από το φλύσχη έχουν αρκετά καλή υδατοπερατότητα, είναι σχετικά σταθερά και βαθιά και αποθηκεύουν µεγάλες ποσότητες νερού. Στα εδάφη αυτά αναπτύσσονται πολύ καλές συστάδες ελάτης, µαύρης πεύκης και πλατυφύλλου δρυός και στα ανωδασικά µονάδες βλάστησης των πηγών όπου κυριαρχεί το Blysmus compressus και λιβαδιών µε Poa violacea ή Nardus stricta. 24
Στα εδάφη της περιοχής των ολισθολίθων αναπτύσσονται µικρές οµάδες από φυλλοβόλα είδη (Quercus pubescens, Castanea sativa, Carpinus orientalis) διάσπαρτα µέσα σε εγκαταλειµµένες γεωργικές καλλιέργειες. Αποτελούν παράγοντα που αυξάνει την ποικιλότητα των βιοτόπων στα µέρη όπου εµφανίζονται. Στα δασικά εδάφη σε ραδιολαρίτες απαντώνται σχετικά καλές συστάδες ελάτης και µεικτές συστάδες από φυλλοβόλες και αείφυλλες δρύες. Στα ανωδασικά αναπτύσσονται µονάδες βλάστησης κυρίως των στεππόµορφων λιβαδιών και κοινότητες µε Juniperus communis subsp. hemisphaerica. Οι σκληροί ασβεστόλιθοι γενικά δίνουν εδάφη σκοτεινά ορφνά, αργιλοπηλώδη µέχρι αργιλώδη, αλκαλικής, ουδέτερης ή ελαφρά όξινης αντίδρασης, καλά εφοδιασµένα µε βάσεις και µε υψηλό βαθµό κορεσµού µε βάσεις (Παπαµίχος 1979). Τα εδάφη που προέρχονται από σκληρούς ασβεστόλιθους καλύπτονται από συστάδες µε Juniperus foetidissima, δάση µε Abies ή Quercus. Στα ανωδασικά αναπτύσσονται στεππόµορφα και ξυρισµένα λιβάδια και θαµνώνες µε Juniperus communis subsp. hemisphaerica. Στα βράχια και στις σάρρες η βλάστηση είναι φτωχή σε είδη και εµφανίζεται µε µικρό βαθµό φυτοκάλυψης. Το µεγαλύτερο µέρος των εδαφών είναι αυτόχθονα και προέρχονται από την επί τόπου αποσάθρωση των σκληρών ασβεστόλιθων και του φλύσχη. Ένα µικρό αλλά αξιόλογο µέρος προέρχεται από την αποσάθρωση των πρόσφατων γεωλογικών σχηµατισµών (κολλούβια ασβεστόλιθων, φλύσχης, σάρρες ασβεστολίθων και φλύσχη, κώνοι απόθεσης, κοίτες ποταµών και λεπτά στρώµατα φλύσχη που καλύπτουν σκληρούς ασβεστόλιθους). Οι σπουδαιότεροι από τους τελευταίους τύπους εδαφών παρουσιάζονται στη συνέχεια: Κολλουβιακές αποθέσεις: σχηµατίζονται από την µεταφορά των αποσαθρωµένων πετρωµάτων (φλύσχη και ασβεστόλιθου) και του εδαφικού υλικού, η οποία γίνεται κύρια µε την επίδραση της βαρύτητας. Είναι συχνές στα ορεινά εδάφη του Τυµφρηστού. Το έδαφος είναι βαθύ µε µεγάλη περιεκτικότητα σε χαλίκια και πέτρες και µε πολύ καλές συνθήκες υγρασίας. Δηµιουργούν γενικά τα καλύτερα δασικά εδάφη, εµφανίζονται σε µικρές εκτάσεις και χαρακτηρίζονται από µεγάλη ανοµοιοµορφία. Σε πολύ απότοµες και απόκρηµνες θέσεις αποτελούνται από χαλίκια και πέτρες που έχουν µεταφερθεί µε την επίδραση της βαρύτητας και προέρχονται από τη µηχανική αποσάθρωση των υπερκείµενων βράχων (σάρρες). Εµφανίζουν πολύ µικρή παραγωγική ικανότητα αφού το ποσοστό λεπτόκοκκων συστατικών είναι µικρό (εδώ δεν αναπτύσσεται βλάστηση η οποία θα συνέβαλε στην ανάπτυξη χουµικών στοιχείων). Αλλουβιακές αποθέσεις: σχηµατίζονται από τη µεταφορά των αποσαθρωµένων πετρωµάτων και του εδαφικού υλικού, η οποία γίνεται κυρίως από τα ρέοντα νερά. Αποτελούνται από υλικά διάβρωσης του φλύσχη και των ασβεστόλιθων και παρουσιάζουν στρωµατώσεις ανάλογα µε το µέγεθος των κόκκων σε αντιστοιχία µε τις υδρολογικές συνθήκες µεταφοράς και απόθεσης. Κοίτες ποταµών: τα υλικά αποτίθενται µε διαβάθµιση του µεγέθους τους και του σχήµατός τους. Τα µεγαλύτερα και περισσότερο γωνιώδη αποτίθενται κοντά στα µητρικά πετρώµατα ενώ τα µικρότερα και λιγότερο γωνιώδη µακρύτερα από αυτά. Αυτά τα υλικά που συσσωρεύονται στις κοίτες των ποταµών επανακινητοποιούνται κατά ένα ποσοστό τους στη διάρκεια του χρόνου. Τα ποτάµια αυτά οικοσυστήµατα φαίνεται να εµφανίζονται µε µια δυναµική γεωµεταβολών και αποτελούν διαφοροποιηµένους χώρους του χερσαίου περιβάλλοντος. Ετσι µπορούν να 25
χαρακτηρίζονται ως αλλουβιακές αποθέσεις µε χονδρόκοκκο και λεπτόκοκκο υλικό, ενώ τα καθαρώς αλλουβιακά χαρακτηρίζονται στο µεγαλύτερο µέρος τους από λεπτόκοκκο υλικό. Πρόκειται για µικτές καταστάσεις από προσχώσεις, πλευρικά κορήµατα, κροκάλες, άµµους, αργίλους, πηλούς, κ.ά. Σηµαντικό ρόλο στην επανακινητοποίηση, απόθεση ή διάβρωση των φερτών υλικών της κοίτης παίζει η βλάστηση που αναπτύσσεται µέσα σ αυτήν (πλατάνια, ιτιές κ.ά.). Στις κοίτες του Ταυρωπού ποταµού και στα τµήµατα συµβολής των ρεµάτων Κατή και παραπόταµου του Σπερχειού στα ανατολικά, νέα µικρά δένδρα κατόρθωσαν να επιβιώσουν, τα πληµµυρικά φαινόµενα για 2-3 χρόνια σταθεροποίησαν νησίδες µε άµµους, αµµοχάλικα ή αργίλους, µε συνέπεια να καθορίζουν την πορεία της ροής του ποταµού αλλά και την ποικιλότητα των βιοτόπων στην κοίτη. Αξιοσηµείωτη είναι και η διαφοροποίηση των συστάδων βλάστησης ανάλογα µε την επικρατούσα κοκκοµετρική σύσταση (πλατάνια κυρίως σε αδροµερείς αποθέσεις, ιτιές σε αποθέσεις κυρίως µε λεπτόκοκκο υλικό). 2.8 Κλιµατικά στοιχεία Για την περιγραφή του κλίµατος της περιοχής µελέτης χρησιµοποιήθηκαν τα κλιµατικά στοιχεία του µετεωρολογικού σταθµού Καρπενησίου (1981-1990) και των δασικών µετεωρολογικών σταθµών Φουρνά και Αγ. Νικολάου Ευρυτανίας για τις περιόδους 1961-1976 και 1972-1996 αντίστοιχα. Η έλλειψη µετεωρολογικών σταθµών σε όλη την κλίµακα του βουνού από τους πρόποδες µέχρι τις υψηλότερες κορυφές δεν µας επιτρέπει την πλήρη µελέτη των κλιµατικών του συνθηκών. Από την επεξεργασία των διαθέσιµων κύριων κλιµατικών στοιχείων των παραπάνω Μ.Σ. προέκυψαν οι τιµές που παρουσιάζονται στον πίνακα 1. Πίνακας 1. Κλιµατικά στοιχεία των µετεωρολογικών σταθµών της περιοχής µελέτης Κλιµατικά στοιχεία Μ.Σ. Καρ/σίου Δ.Μ.Σ. Φουρνά Δ.Μ.Σ. Αγ. (1981-1990) (1961-1976) Νικολάου (1972-1996) Μέση ετήσια θερµοκρασία ( 0 C) 11,7 9,6 9,4 Μέση µέγιστη θερµοκρασία ( 0 C) 26,4 25,2 - Μέση ελάχιστη θερµοκρασία ( 0 C) -0,2-3,1 - Απόλυτη µέγιστη θερµ/σία ( 0 C) 39,0 36,2 38,2 Απόλυτη ελάχιστη θερµ/σία ( 0 C) -10,8-16,0-14,0 Βροχόπτωση (mm) 1087 1089 1421 Μέση ετήσια σχετική υγρασία (%) 64,1 82,0 72,4 Μέσος αριθµός ηµερών χιονιού 24,5 33,5 33,0 Επικρατούντες άνεµοι Βόρειοι Νότιοι Βόρειοι Η µέση ετήσια θερµοκρασία στους 3 µετεωρολογικούς σταθµούς κυµαίνεται από 9,4 0 C µέχρι 11,7 0 C µε ψυχρότερο µήνα τον Ιανουάριο και θερµότερο τον Ιούλιο. Η απόλυτα ελάχιστη θερµοκρασία εµφανίζει δύο µέγιστα το Φεβρουάριο στην περιοχή του Μ.Σ. Καρπενησίου και τον Ιανουάριο στις δύο άλλες περιοχές των Μ.Σ. Η απόλυτα µέγιστη παρουσιάζει µέγιστα τον Ιούλιο και Αύγουστο. Οι βροχοπτώσεις κυµαίνονται από 1087 1421 mm µε µέγιστα το Νοέµβριο και 26