Ψ-Ω (240-244):Layout 1 4/3/2011 1:14 μμ Page 240 Ψ ψάζου - ψάζουμι (ρ.) < μσν. ψάχνω < ψηυτίζου ρ. < ψεύτ-ης + -ίζω αρχ. ψαύω 1. για λεχθέντα: υποβαθμίζω την προσπαθώ να βρω κάτι: «έψαξα ούλου του σπίτ τσι δεν ήβρα τα κλεισβητώ την αλήθεια τους: «μητάνοι- αξιοπιστία τους, διαψεύδω, αμφιδιά» ερευνώ: «ψάξαν ούλου του ωση γι αυτά που είπη τσι τώρα τα β νό τσι δεν τουν ήβραν τουν τσιουμπάν» 2. για προϊόντα, εργασία κτλ.: υπο- ψηυτίζ» ψάθα (η) < μεγεθ. του ψαθί < αρχ. βαθμίζω την ποιότητά τους, τα ψίαθος σκαρτεύω: «εν είνι πλια τίπουτα ν πλέγμα (στρώμα) από βούρλα που αγουράγ ς! τα ψηυτίσαν ούλα!» χρησίμευε ως κάλυμμα δαπέδου ψιακουμένους (ο) < ψιακώνου (βλ. μτφ. ως επίρ.: υπερβολικά, σε μεγάλη ποσότητα: «γοι ηλιές τστώντιν μετοχή παθ. πρκμ. του ρ. ψιακώνου: λ.) ψάθα!» (έχουν σκεπάσει το έδαφος αυτός που τον πότισαν ψιακή (βλ. σαν ψάθα, έχουν πέσει πάρα πολλές) δεν ανοίγει το στόμα του από τη με- λ.) μτφ.: ο πολύ πικραμένος, που ψηρούκ (το) άγν. ετυμ. γάλη θλίψη: «χάση του πιδί τ τσι είνι ψιακουμένους» είδος φαγητού από αλεύρι και γάλα: «τσι του δίναν πανουπρούτσ ένα ψιακώνου -ουμι ρ. < ψιακή + -ώνω τζητζηρέ ψηρούτσ» (από ταχτάρισμανω με ψιακή: «ρίξαν στουν στσύλου φαρμακώνω, δηλητηριάζω, θανατώ- ψηφί (το) < ψηφί-ον < αρχ. ψήφος φόλα τσι τουν ψιακώσαν» μτφ.: πετραδάκι, χαλίκι, που χρησιμεύει στενοχωρούμαι υπερβολικά, πικραίνομαι: «έμαθα πους πέθανη η Βασίλ ς στην κατασκευή ψηφιδωτού: «βάζανη μώλου του ψηφί κι αράδα του τσι ψιακώθ κα» λουγάρι...» (δημοτ.) ψιατσή (η) < ψιατσί (βλ. λέξη)
Ψ-Ω (240-244):Layout 1 4/3/2011 1:14 μμ Page 241 241 ψόφους το φυτό παιωνία, κοιν. πηγουνιά, που από την ομηρική εποχή ήταν γνωστό για τις φαρμακευτικές ιδιότητές του. Το όνομά της πήρε από τον θεό Παίωνα, θεραπευτή των ασθενειών και κυρίως των πληγών. συνεκδ.: φαρμάκι, δηλητήριο «πού νι ψιατσή να ψιακουθώ...» (απ τ ς Παναγιάς του τραγούδ ) ψιατσί (το) < ψιάκι-ον < υποκ. του αρχ. ψίαξ (σταγόνα) το φαρμάκι, το δηλητήριο ψόσκατους < ψυχή + σκατά ο κολασμένος, που η ψυχή του στον Άλλο Κόσμο θα βράσει μέσα σε πίσσα και σκατά ψουλαρμηνίζου ρ. < ψωλή + αρμενίζω σκέφτομαι και ενεργώ με γνώμονα τις σεξουαλικές παρορμήσεις μου, αγνοώντας άλλα πολύ σοβαρά προβλήματα: «ηδώ καράβια χάνουνται τσι συ ψουλαρμηνίζεις» (παροιμ.) ψουλουτατσίτσου ρ. < ψωλή + τατσίζω (κοπανώ) κοπανώ την ψωλή μου, αυνανίζομαι ψουμίζου ρ. < αρχ. ψωμίζω < ψωμός (κομμάτι ψωμιού, μπουκιά ) εφοδιάζω με ψωμί (φαγητό) αυτόν που θα πάει στη δουλειά ή που πρόκειται να ταξιδέψει: «έχου να ψουμίσου τουν άντρα μ για τη δ λειά τ» ψουμουσάν δου (το) < ψωμί + σανίδι σανίδι κρεμασμένο από την οροφή με σχοινιά, πάνω στο οποίο τοποθετούσαν τα καρβέλια, που έβγαζαν από το φούρνο και συνήθως επαρκούσαν για μια εβδομάδα: «ποτέ στο ψωμοσάνιδο ψμί μην αποτάξεις» (κατάρα της Παναγίας στον γύφτο που έφτιαξε τα καρφιά της Σταύρωσης) ψουφώ ρ. < αρχ. ψοφῶ (κάνω κρότο) (για ζώα) πεθαίνω: «ψόφ ση του βόδ μας, πάει η σ ντρουφιά μας» (παροιμ.) μτφ.: επιθυμώ πολύ, τρελαίνομαι για κάτι: «ψουφά για κουβέντα» φρ.: «ψόφ σα απ τ πείνα» ψουχλίζου ρ. ψούχλου (βλ. λ.)+ -ίζω μαδάω το ψωμί, κάνω ψίχουλα «άμα ψουχλίγ ς του ψουμί, κάν ς πουλλά μουρά» (πρόληψη) ψούχλου (το) < μτγν. ψίχουλον ψίχουλο, ελάχιστο κομμάτι από μαδημένη ψίχα ψωμιού ψόφους (ο) < μσν. ψόφος < αρχ. ψόφος (θόρυβος, κρότος) θάνατος ζώου: «κακός στσύλους ψόφου εν έχ» απαξιωτικά για άν- ψ
Ψ-Ω (240-244):Layout 1 4/3/2011 1:14 μμ Page 242 Ψτάλ 242 θρωπο: «κακό φόφου να χ» (κατάρα) φοβερό κρύο: «σήμερα είνι ψόφους» Ψτάλ (το) < πιθ. από το αρχ. ὄψον (προσφάγι) ή το επίρ. ὀψέ (αργά) σύκο που ωριμάζει (ζαρώνει, ξηραίνεται) πάνω στη συκιά ψ ταλιάζου ρ. ψ ταλ-ι (βλ. λ.) + -ιάζω γίνομαι ψ τάλι, σαν αποξηραμένο σύκο, γερνώ: «ψ τάλιαση πλια τσι κανένας ε τ γυρεύγ» ψ χουρντίζου ρ. < ψίχ(ουλο) + ραντίζω (συμφυρμός) ραντίζω με σταγονίδια (όπως όταν φταρνίζομαι, όταν καταβρέχω ρούχο για σιδέρωμα, όπως όταν φρουμάζει το άλογο κτλ.) ψώμ σμα (το) < αρχ. ψωμίζω (βλ. λ.) η ετοιμασία του (πρόχειρου) φαγητού, αυτού που θα πάρει μαζί του εκείνος που θα πάει στη δουλειά το ίδιο το πρόχειρο φαγητό: «μη ξηχάγ ς να πάρ ς μαζί σ του ψώμ σμα σ» ψ
Ψ-Ω (240-244):Layout 1 4/3/2011 1:14 μμ Page 243 Ω ώμαννα μ επιφ. (έκπληξης και θαυμασμού: «ω μάννα μ! πότη μαζέψατη τόσης ηλιές! να μη σας ματιάσουμη!» ώχου μ τσι ώχουμ! επίρ. < ώχου + μου «στα όπα όπα, μη βρέξει και μη στάξει»: «τ ν είχη ώχουμ τσι ώχουμ τσι φτή τουν αφήτση» ώχου επιφ. < ( και ωχού ) < από τον ήχο του αναστεναγμού φορία, δυσαρέσκεια κ.ά.: «ώχου του να του χαρώ, παντρημένου να του δω...» (αγάπη, στοργή) «ώχου, αδηρφέλ υμ, αδικουχαμένου...» (πόνο, λύπη ) «ωχού, καημένη τσι συ μη τα χουράφια σ! ε πάν να χαθούν!» (αδιαφορία) κ.ά. ώχρα (η) < αρχ. ώχρα < ωχρός ονομασία χρώματος, αλλά και ορυκτού, σε τόνους του κίτρινου, του καφέ και του κόκκινου: «πιάση τσ εκφράζει έντονα συναισθήματα, έβαψη τ ς τοίχ ώχρα», «γίν τση όπως στοργή, χαρά, πόνο, λύπη, αδια- ώχρα απού του κακό τ»
Ψ-Ω (240-244):Layout 1 4/3/2011 1:14 μμ Page 244