Επιμέλεια εργασίας: Ιωάννης Τραγουδάρας Αριθμός Μητρώου 1340200200524



Σχετικά έγγραφα
ΘΕΜΑ: Κάλυψη κενών θέσεων τακτικού προσωπικού σε νησιωτικούς δήμους. Δυόμισι χρόνια μετά την εφαρμογή του Προγράμματος Καλλικράτης και την

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΠΑΡΑ ΤΩ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΩ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΣ

ΓΝΜΔ 1164/ ΣΧΕΤ. Ν. 3019/2011 ΦΕΚ Α 32/ ΘΕΜΑ. Για τη συνταγματικότητα του Ν. 3919/2011. ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ

Η παρούσα πτυχικακή εργασία έρχεται μετά από λίγα χρόνια να συμπληρώσει μία ακόμη σχεδιαστική πρόταση για την «Ανάπλαση της Αλάνας της Τούμπας», θέμα

ΠΑΓΚΥΠΡΙΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΑΣΚΑΛΩΝ (ΠΟΕΔ) ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ

ΜΕΛΕΤΗ ΚΑΙ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΧΩΜΑΤΕΡΗΣ «ΑΣΤΙΜΙΤΣΙ» ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΚΟΡΥΤΙΑΝΗΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟY ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΝΟΡΙΣ ΑΛΛΑΖΕΙ ΤΡΕΝΑ

74 η ΣΥΝΟΔΟΣ ΠΡΥΤΑΝΕΩΝ & ΠΡΟΕΔΡΩΝ Δ.Ε. ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Θεσσαλονίκη, Δεκεμβρίου 2013

ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΗΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΠΟΥ ΤΙΤΛΟΦΟΡΕΙΤΑΙ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΑΘΗΝΑ,

Μπορούμε να πούμε ότι η δεύτερη δύναμη είναι πολύ πιο ισχυρή από την πρώτη.

ΘΕΜΑ: «Συγκέντρωση και μετάδοση των αποτελεσμάτων των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 18 ης Μαΐου 2014». ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ

Ε.Β.ΖΑΧΑΡΗΣ Α.Ε. Θεσσαλονίκη 17/12/2013

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Πρακτικό 1/2014 της συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Λήμνου, της 10 ης Ιανουαρίου 2014

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ : ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΝΕΓΕΡΣΗΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ Γ.Ν.Ν ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ ΣΤΟ ΝΕΟ Γ.Ν.Ν. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΠΟΛ:1230 Ταχ. Δ/νση : Χανδρή 1 & Θεσ/νίκης Τ.Κ. : ΜΟΣΧΑΤΟ Τηλέφωνο :

ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΒΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΝΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΕΥΡΩΠΑΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 396

Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η Δ Η Μ Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΚΘΕΣΗ ΕΛΕΓΧΟΥ

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΟΡΩΝ

ολική άρνηση στράτευσης

Στον Πανούλη. Γιάννης

18 ος Πανελλήνιος Μαθητικός

6. Ρ. Μούζιλ, Ο νεαρός Τέρλες

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΜΥΝΑΣ

ΠΡΟΣ : ΘΕΜΑ : ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ - ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΕΚΔΗΛΩΣΗΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ ΓΙΑ ΜΕΤΑΤΑΞΕΙΣ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΣΤΟ ΔΗΜΟ ΜΥΚΟΝΟΥ Σχετ :

σύμφωνα με τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς

Αρχαίοι Έλληνες μαθηματικοί. τους στη θετική σκέψη. Ερευνητική εργασία (Project)

ΕΙΔΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ 7 ο Εξάμηνο

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ

ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ


К сожалению, за первые шесть месяцев 2014 г. объем взаимной торговли несколько сократился. По нашим оценкам, в целом за год товарооборот может

ΣΧΕΔΙΟ ΠΡΟΕΔΡΙΚΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΚΤΙΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΠΕΝΤΕΛΗ ( «ΞΕΝΩΝΑΣ» ΤΗΣ ΔΟΥΚΙΣΣΑΣ ΤΗΣ ΠΛΑΚΕΝΤΙΑΣ)

ΕΚΘΕΣΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΩΡΟΘΕΤΗΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΜΕΓΑΡΟΥ ΒΟΛΟΥ

E.E., Παρ. 5, 21 Ν. 8/91 Αρ. 2573,1.2.91

ΣτΕ 4531/2009 Θέμα : [Νόμιμη απόρριψη αίτησης για οριοθέτηση ρέματος]

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ ΔΗΜΟΣ ΒΟΛΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΚΑΘΑΡΙΟΤΗΤΑΣ : : Θ. : ΠΡΟΣ:

ΑΝΑΡΤΗΤΕΟ ΣΤΟ ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Η Δ Η Μ Ο Κ Ρ Α Τ Ι Α

Άρθρο Πρώτο Εγκρίνουμε τον παρακάτω Γενικό Κανονισμό Λιμένων με αριθμ. 54

ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

ΙΔΡΥΜΑ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑ ΒΙΟΥ ΜΑΘΗΣΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ Π Ρ Ο Σ Φ Ο Ρ Α

813 Ν. 55<Ι)/92. Αριθμός 55(1) του 1992

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

(μαθητική εργασία στη Νεοελληνική Γλώσσα από το τμήμα Β3 του Γυμνασίου) zxcvbnmσγqwφertyuioσδφpγρaηsόρ. [σχολικό έτος ]

Ο ΝΟΜΟΣ 1963/91 ΓΙΑ ΤΗΝ Ι ΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΕΙΩΝ (ΝΟΜΟΣ 1963/91 ΦΕΚ. ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗΣ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ

Εκπαίδευση Ατόμων με Ειδικές Εκπαιδευτικές Ανάγκες Σπονδυλωτό Εξ Αποστάσεως Πρόγραμμα Εξειδίκευσης

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. Mέρος Α' Διατάξεις ουσιαστικού ποινικού δικαίου. Ι. Γενικό μέρος. Άρθρο 1. Εφαρμογή διατάξεων Ποινικού Κώδικα.

άρθρα ανακοινώσεις Ο σκοπός του περιοδικού... Αντώνης Δεσπότης Διευθύνων Σύμβουλος Νέες Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας για το σελ.

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. «Η ΟΡΓΑΝΩΣΕ ΤΟΥ ΤΜΙΙΜΑΤΟΣ ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ ΣΕ ΜΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ i

Πρακτικό 24/2013 της συνεδρίασης της Οικονομικής Επιτροπής του Δήμου Λήμνου, της 23 ης Οκτωβρίου 2013

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 194/2013. (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Προς. 3. Kύριο *** *** *** Κοινοποίηση

591 Κ.Ι\ ΘΕΜΑ: ΚΑΩΣΤΟΥΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ & ΠΕΡΙΒΑλλΟΝ ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ: ΤΜΗΜΑ ΚΛΩΣΤΟΥΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑΣ. Τ.Ε.Ι Πειραιά για την απόκτηση του πτυχίου.

ΠΡΟΟΔΟΣ ΠΡΟΣΚΟΠΟΥ. Οι διακρίσεις αυτές συνοδεύονται από αντίστοιχο διακριτικό για τη στολή, όπως αυτά

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ «Ρήγας Βελεστινλής» ΤΜΗΜΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΥ Τ.Ε.Φ.Α.Α ΘΕΣΣΑΛΙΑΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΠΑΠΑΓΙΩΤΗ

ΒΙΟΛΟΓΙΑ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ

ΠΡΟΣ: Ως Π.Δ. Άρθρο 75 Πρόστιμα για παραβάσεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων Κυρώσεις Ποινές

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ ΤΜΗΜΑ A. Αριθμός 4895 Παρασκευή, 30 Οκτωβρίου

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΣΤΑΡΟΣΠΙΚ ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ ΜΑ ΓΙΑ

Η ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

Υπόθεση \'Πόθεν έσχες\' Σχολιασμός: Σδούγκος Άλκης, Τζεφεράκου Κανέλλα

Αργοστόλι, Αριθμ. Πρωτ.: Οίκ /5881

Έκθεση Εσωτερικής Αξιολόγησης

Σ Υ Λ Λ Ο Γ Ο Σ Ε Λ Λ Η Ν Ω Ν Α Ρ Χ Α Ι Ο Λ Ο Γ Ω Ν

Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL)

ΤΟ ΠΛΗΡΕΣ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ

ΘΕΜΑ ΗΜΕΡΗΣΙΑΣ ΙΑΤΑΞΗΣ: 18. ΕΓΚΡΙΣΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ Α ΕΙΩΝ ΑΡΜΟ ΙΟΤΗΤΑΣ ΗΜΟΥ Ε ΕΣΣΑΣ

Εκατοστή τριακοστή τρίτη ηλεκτρονική έκδοση εβδομαδιαίας εφημερίδας του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης

ΒΙΒΛΙΟ ΔΑΣΚΑΛΟΥ «Νεοελληνική Γλώσσα Α-Γ Γυμνασίου»

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ. Θέμα: Μέτρα πρόληψης κατά της διασποράς της γρίπης

Σεισμοί και Σχολεία. ΤΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ τεύχος

ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ - ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ ΕΜΠ-ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟ ΑΣΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΣΤΙΚΩΝ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ υπ' αριθμ. ΣΟΧ 1/2015 για τη σύναψη ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ Ο ΔΗΜΟΣ ΒΥΡΩΝΟΣ

ΚΟΙΝΗ ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Βιογραφικό Σημείωμα ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ

Κοινωνική Οικονομία: Μια βιώσιμη εναλλακτική?

ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΟΙ ΚΑΠΠΑΔΟΚΕΣ ΛΟΓΙΟΙ (19ος -20ος αι.)

ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΑΠΟ 4 ΣΕΛΙΔΕΣ ΑΡΧΗ 2ΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ Γ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΚΑΙ Δ ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 1101/2015 ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΦΗΜΕΡΙΣΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Ολυμπιακό Κωπηλατοδρόμιο Σχινιά

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΝΟΜΟΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΔΗΜΟΣ ΖΙΤΣΑΣ ΕΔΡΑ: ΕΛΕΟΥΣΑ ΑΡ. ΑΠΟΦ. 238/2013

ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Ο ελληνικός Εμφύλιος πόλεμος στην παιδική και νεανική λογοτεχνία ( )

Κώστας Κολυβάς (Μπερδεμπές)

ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟ ΜΑΝΑΤΖΜΕΝΤ: ΑΝΑΛΥΣΗ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΥΤΕΛΩΝ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

1. Μια προσεκτική μελέτη των ποιημάτων της Κικής Δημουλά θα

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4083, 20/4/2006 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΑΘΙΔΡΥΣΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΙΑ

ΜΑΘΗΜΑ 6ο ΜΕΡΟΣ Α ΠΡΟΣΘΙΟΣ ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ

ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ. Αριθμ. Πρωτ.: οικ Θεσ/νίκη, 15 Ιουνίου 2015

2 Η απασχόληση στον τομέα του εμπορίου: Διάρθρωση και εξελίξεις

Προτάσεις Ανάπλασης Κεντρικών Περιοχών Ελευσίνας

Transcript:

Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών Τμήμα Νομικής-Τομέας Δημοσίου Δικαίου ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Ακαδημαϊκό έτος 2008-2009 εαρινό εξάμηνο Διδάσκων: Καθηγητής Α. Δημητρόπουλος Επιμέλεια εργασίας: Ιωάννης Τραγουδάρας Αριθμός Μητρώου 1340200200524 ΤΑ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ Αθήνα, 21 Μαΐου 2009

Ο ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΣ ΟΡΚΟΣ 1 Όποιο άτομο εντάσσεται στις τάξεις του Στρατού, υποχρεώνεται να δώσει τον πιο κάτω όρκο στη Σημαία και το Ιερό Ευαγγέλιο, ή στα Ιερά Σύμβολα που πιστεύει καθένας: Ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την Πατρίδα. Υπακοήν εις το Σύνταγμα, τους Νόμους και τα ψηφίσματα του Κράτους. Υποταγήν εις τους ανωτέρους μου. Να εκτελώ προθύμως και άνευ αντιλογίας τας διαταγάς των. Να υπερασπίζω με πίστιν και αφοσίωσιν, μέχρι της τελευταίας ρανίδος του αίματός μου, τας σημαίας. Να μη τας εγκαταλείπω, μηδέν αποχωρίζωμαι ποτέ απ` αυτών. Να φυλάττω δε ακριβώς τους στρατιωτικούς νόμους. Και να διάγω εν γένει ως πιστός και φιλότιμος στρατιώτης". 1 Όρκος των στρατιωτικών, ά. 3 παρ 1 του Στρατιωτικού Κανονισμού ΣΚ 20-1 2

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Εισαγωγή ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Προσδιορισμός και οριοθέτηση του αντικειμένου της έρευνας Ι. Επιχειρούμενοι ορισμοί του υπό εξέταση αντικειμένου ΙΙ. Οι συνταγματικές αναφορές στην έννομη θέση των στρατιωτικών. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Θεμελιώδεις αρχές συνταγματικού ερείσματος Ι. Η αρχή του Πολιτικού Ελέγχου. ΙΙ. Η αρχή της υποχρεωτικής, καθολικής, προσωπικής και ίσης στρατιωτικής θητείας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Το ιδιάζων status της στρατιωτικής πειθαρχίας ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Οι περιορισμοί στα συνταγματικά δικαιώματα των στρατιωτικών Ι. Το «οιονεί» αυτονόητο των περιορισμών στα συνταγματικά δικαιώματα των στρατιωτικών; ΙΙ. Δικαιώματα δεκτικά πρόσθετων περιορισμών. ΙΙΙ. Δικαιώματα ανεπίδεκτα πρόσθετων περιορισμών. Εφαρμογή τεκμηρίου ισονομίας. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Η αρχή της πολιτικής ουδετερότητας στην ειδική κυριαρχική σχέση της στράτευσης. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ Ειδικότερα ζητήματα. Ζητήματα επιβολής πειθαρχικών και ποινικών κυρώσεων. ΠΕΡΙΛΗΨΗ Αντί επιλόγου ΛΗΜΜΑΤΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 3

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟ ΘΕΜΑ. Στην παρούσα εργασία επιχειρείται μία ανάλυση και συστηματική προσέγγιση των δικαιωμάτων στρατιωτικών, θεωρούμενων από συνταγματικής απόψεως, ενώ παράλληλα συχνή αναφορά γίνεται και συναφή προβληματική της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και της αντίστοιχης νομολογίας του ΕΔΔΑ. Επιχειρείται καταρχήν ένας σύντομος προσδιορισμός του αντικειμένου της έρευνας και μία οριοθέτησή του στα πλαίσια θεμελιωδών αρχών συνταγματικού ερείσματος. Περαιτέρω δε, ξεχωριστή αναφορά γίνεται και στο ιδιάζων status των στρατιωτικών και τη φύση της ειδικής κυριαρχικής σχέσης της στράτευσης. ( κεφάλαια πρώτο, δεύτερο, τρίτο) Το μεγαλύτερο κεφάλαιο της παρούσης ( κεφάλαιο τέταρτο) αφιερώνεται στο αυτονόητο ή μη των περιορισμών στα συνταγματικά δικαιώματα των στρατιωτικών, αποβλέποντας έτσι σε μία διάκριση των δικαιωμάτων σε δεκτικά αφενός, και ανεπίδεκτα περιορισμών αφετέρου. Τέλος, και για λόγους πληρότητας της μελέτης, αναλύεται η προβληματική της πολιτικής ουδετερότητας των στρατιωτικών προβληματική άμεσα συνυφασμένη με περιορισμούς σε θεμελιώδη δικαιώματά τους. (κεφάλαιο πέμπτο). Ορισμένα ειδικότερα ζητήματα, που άπτονται της διασφάλισης της νομικής θέσης τους, σε περίπτωση επιβολής πειθαρχικών και ποινικών κυρώσεων, αποτελούν το τελευταίο κεφάλαιο της παρούσης, όπου θίγονται ορισμένες εγγυήσεις διαδικαστικού κυρίως χαρακτήρα. 4

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Προσδιορισμός και οριοθέτηση του αντικειμένου της έρευνας Ι. Επιχειρούμενοι ορισμοί του υπό εξέταση αντικειμένου Η ένταξη των στρατιωτικών και του ειδικού καθεστώτος που τους διέπει στο σύνολο των θεμελιωδών αρχών και εγγυήσεων, που κατοχυρώνονται από τον Καταστατικό μας χάρτη, φαίνεται εκ πρώτης όψεως να απορρέει κατά τρόπο «οιονεί αυτονόητο» από την αρχή του Κράτους Δικαίου. Το αυτονόητο ωστόσο της παραδοχής αυτής εν πολλοίς αμφισβητήθηκε σε παλαιότερες δεκαετίες, υπό το φως είτε αντιλήψεων συνταγματικής μοναρχίας, είτε περί μιας «ενδιάμεσης» και ειδικής κατηγορίας πολιτών, οι οποίοι στερούνται θεμελιακά δικαιώματά τους 2. Πρώτιστο καθήκον της έρευνας αυτής, αλλά συνάμα και αναγκαίος όρος για τη διερεύνηση του ιδιάζοντος ή μη της συνταγματικής θέσης των στρατιωτικών, είναι δίχως άλλο, ο ορισμός, ο προσδιορισμός δηλαδή των υποκειμένωνφορέων των ερευνώμενων συνταγματικών δικαιωμάτων. Ως στρατιωτικοί στην παρούσα μελέτη νοούνται τόσον οι στρατιωτικοί υπάλληλοι, δηλαδή μόνιμοι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, ανθυπασπιστές και λοιποί, κατά τις επί μέρους διακρίσεις των νόμων 3, όσο και οι υπόχρεοι στρατιωτικής θητείας, δηλαδή οι οπλίτες όλων των κατηγοριών. Κατά δε το άρθρο 2 του ν. 3421/2005 «Στρατολογία των Ελλήνων και άλλες διατάξεις», «1. Στρατεύσιμοι καλούνται οι υπόχρεοι σε στράτευση, οι οποίοι βρίσκονται νομίμως έξω από τις τάξεις των Ενόπλων δυνάμεων, χωρίς να έχουν εκπληρώσει τη στρατεύσιμη στρατιωτική υποχρέωσή τους. 2 Αλιβιζάτος Ν., Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων ΙΙ, Δικαιώματα και υποχρεώσεις των στρατιωτικών, εκδόσεις Σάκκουλα, 1992, σελ. 129 επ. 3 Πρβλ. άρθρο 4 παρ. 7 ΣΚ 20-1, κατά το οποίο «Μόνιμοι στρατιωτικοί είναι εκείνοι που κατατάχθηκαν στο στρατό για να σταδιοδρομήσουν σ αυτόν. Αυτοί προέρχονται από τους αποφοίτους Ανώτατων Στρατιωτικών Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, τους κατατασσόμενους απευθείας ή με διαγωνισμό, και από τους μόνιμους υπαξιωματικούς.» 5

2. Οπλίτες καλούνται όσοι έχουν καταταγεί και υπηρετούν στις τάξεις των Ενόπλων Δυνάμεων για εκπλήρωση στρατεύσιμης και τυχόν πρόσθετης στρατιωτικής υποχρέωσης. 3. Πρότακτοι οπλίτες καλούνται όσοι κατατάσσονται στις τάξεις των Ενόπλων Δυνάμεων, πριν από την πρόσκληση της κλάσης τους, για την εκπλήρωση της στρατεύσιμης στρατιωτικής υποχρέωσής τους. 4. Εθελοντές οπλίτες καλούνται όσοι κατατάσσονται εθελοντικά στις τάξεις των Ενόπλων Δυνάμεων, σύμφωνα με τις ειδικές για αυτούς διατάξεις. 5. Έφεδροι οπλίτες καλούνται οι οπλίτες, οι οποίοι, μετά την εκπλήρωση της στρατεύσιμης και της τυχόν πρόσθετης στρατιωτικής υποχρέωσής τους, συνεχίζουν να υπηρετούν στις τάξεις των Ενόπλων Δυνάμεων, για εκπλήρωση εφεδρικής στρατιωτικής υποχρέωσης. 6. Έφεδροι καλούνται όσοι είναι γραμμένοι στην εφεδρεία των Ενόπλων δυνάμεων. Όσοι από αυτούς κατατάσσονται για εκπλήρωση στρατιωτικής υποχρέωσης καλούνται οπλίτες από εφεδρεία.» Κριτήριο της ενιαίας αυτής (εν όλω) προσέγγισης της έννοιας των στρατιωτικών δεν είναι το in concreto ιδιαίτερο νομικό καθεστώς που διέπει κάθε μια από τις ως άνω κατηγορίες (στρατιωτικού υπάλληλοι/ υπόχρεοι θητείας) αλλά το κοινό στρατιωτικό καθήκον, που συνιστά το ουσιώδες στοιχείο της στρατιωτικής ιδιότητας. Το νομικό καθεστώς των υποχρέων θητείας βεβαίως διαφέρει από εκείνο των μόνιμων στρατιωτικών υπαλλήλων, ιδιαιτέρως δε των αξιωματικών, πλην όμως αυτό δεν είναι σε θέση να στερήσει από τα πρόσωπα που εκπληρώνουν τη στρατιωτική τους θητεία την ιδιότητα οργάνου του κράτους. Πράγματι, την ιδιότητα αυτή την αποκτούν εκ του γεγονότος ότι ασκούν μια κατεξοχήν δημόσια λειτουργία, αυτή της εξασφάλισης της άμυνας της χώρας και της διαφύλαξης της εδαφικής ακεραιότητας. 4 4 Άρθρο 1 ΣΚ 20-1 κατά το οποίο «Η αποστολή του Στρατού είναι, να εξασφαλίζει την άμυνα της Χώρας, να υπερασπίζει την Εθνική ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Πατρίδας.» 6

Η ως άνω συνολική θεώρηση και διασταλτική, θα λέγαμε, ερμηνεία της έννοιας των στρατιωτικών, επιβεβαιώνεται αβίαστα τόσο από το θετικό δίκαιο όσο και από τη νομολογία. Αναγνωρίζεται έτσι ο χαρακτήρας οργάνου του Κράτους σε όσους εκπληρώνουν τη στρατιωτική τους θητεία, δεδομένου ότι οι ζημιογόνες πράξεις τους υποχρεώνουν το Κράτος σε αποζημίωση, κατ εφαρμογήν του ά. 105 ΕισΝΑΚ, περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του, όταν ασκούν δημόσια εξουσία. 5 Κεντρική επίσης έννοια, πέραν αυτής των στρατιωτικών, είναι αυτή του στρατιωτικού καθήκοντος. Ως στρατιωτικό καθήκον λοιπόν, ορίζεται το σύνολο των υποχρεώσεων που υπέχουν οι στρατιωτικοί, βάσει των νόμων, των κανονισμών και των διαταγών που εκδίδονται σε εκτέλεσή τους, και που υπηρετούν το εν ευρεία εννοία «ιερό καθήκον της υπερασπίσεως της πατρίδας». 6 Η κατά τα ανωτέρω στρατιωτική ιδιότητα, επιφορτισμένη με την ιερή υποχρέωση υπεράσπισης και άμυνας της Χώρας και τα απορρέοντα εξ αυτής καθήκοντα, δεν είναι άμοιρη συνεπειών, οι οποίες, σημειωτέον, είναι ίδιες για όλους τους στρατιωτικούς, ανεξαρτήτως του προαιρετικού ή αναγκαστικού τρόπου με τον οποίον αυτή αποκτάται. Στις συνέπειες λοιπόν αυτές, αναμφισβήτητα συγκαταλέγεται τόσο η υπαγωγή στο καθεστώς στρατιωτικής 5 Λύτρας Σ., Το πειθαρχικό φαινόμενο στο Ελληνικό Δημόσιο Δίκαιο, 1989, σελ. 150, Παυλόπουλος Πρ., Η αστική ευθύνη του Δημοσίου κατά τους κανόνες του Δημοσίου Δικαίου: Διοικητικό Δίκαιο (Γέροντας Απ., Λύτρας Σ., Παυλόπουλος Πρ., Σιούτη Γλ., Φλογαϊτης Σ.), εκδόσεις Σάκκουλα, 2004, σελ. 328 Βλ. μεταξύ άλλων και ΜονΠρωτΑθ. 848/76, στο θέμα της αστικής ευθύνης του κράτους από τη δράση ανδρών των ενόπλων δυνάμεων κατά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, ΣτΕ 4607/1997 (τμ. Α) υπόθεση αστικής ευθύνης του Δημοσίου επί συγκρούσεως με στρατιωτικό όχημα. 6 Άρ. 2 παρ. 1 ΣΚ 20-1 «Ο Έλληνας ή η Ελληνίδα, όταν καλείται από το Νόμο στην υπηρεσία του Στρατού, αναλαμβάνει το ιερό καθήκον της υπερασπίσεως της Πατρίδας και έχει εξαιρετικά καθήκοντα και ευθύνες.» 7

πειθαρχίας, το οποίο είναι κατ ουσίαν ενιαίο για όλους τους στρατιωτικούς 7, όσο και η υπαγωγή στη δικαιοδοσία των στρατιωτικών ποινικών δικαστηρίων. 8 ΙΙ. Οι συνταγματικές αναφορές στην έννομη θέση των στρατιωτικών. Η πεμπτουσία της θεσμικής διαμόρφωσης αλλά και της λειτουργικής συγκρότησης της στρατιωτικής θητείας βρίσκεται στο ίδιο το Σύνταγμά μας, το οποίο στο ά. 4 παρ. 6 καθιερώνει την υποχρέωση όλων των Ελλήνων να συνεισφέρουν στην άμυνα της Πατρίδας : «Κάθε Έλληνας που μπορεί να φέρει όπλα είναι υποχρεωμένος να συντελεί στην άμυνα της Πατρίδας, σύμφωνα με τους ορισμούς των νόμων.» Το άρθρο 4 παρ. 6 Συντ. κάνοντας αναφορά στην αρχαιότερη υποχρέωση προς το κράτος 9, αποτελεί αναμφιβόλως το θεμέλιο της στρατιωτικής θητείας 10, η οποία κατ άρθρο 25 παρ. 4 αποτελεί χρέος κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, του οποίου την εκπλήρωση το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες. Η εκπλήρωση του χρέους κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης συνιστά θεμελιώδη υποχρέωση, η οποία δεν αποτελεί παρά τον αντίθετο πόλο των συνταγματικά κατοχυρωμένων ελευθεριών και θεσμικών εγγυήσεων. Από την άλλη πλευρά, κατ άρθρο 13 παρ 4 Συντ. «ουδείς δύναται ένεκα των θρησκευτικών αυτού πεποιθήσεων να απαλλαγή της εκπληρώσεως των προς το Κράτος υποχρεώσεων ή να αρνηθή την συμμόρφωσίν του προς τους νόμους». Ο νομοθέτης βέβαια δεν εμποδίζεται από το Σύνταγμα να προβλέπει απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τις επί μέρους θεμελιώδεις υποχρεώσεις, υπό ορισμένες ωστόσο αντικειμενικές και 7 Βλ. άρ. 2 παρ 4 ΣΚ 20-1, κατά το οποίο «Η πειθαρχία είναι η βασική στρατιωτική αρετή και η πρωταρχική δύναμη, που διατηρεί σε συνοχή το Στρατό», ενώ περαιτέρω κατ άρθρο 10 του ίδιου ως άνω Κανονισμού «Κάθε κατώτερος οφείλει να υπακούει στους ανωτέρους του και να εκτελεί χωρίς αντιλογία τις διαταγές τους, που αφορούν την εφαρμογή των στρατιωτικών νόμων, κανονισμών και διαταγών της υπηρεσίας. Η υπακοή αυτή λέγεται πειθαρχία.» 8 Άρ. 96 παρ. 4 Συντ. «Ειδικοί νόμοι ορίζουν σχετικά με τη στρατοδικεία, ναυτοδικεία, αεροδικεία, στην αρμοδιότητα των οποίων, δε μπορούν να υπαχθούν ιδιώτες» Βλ. επίσης ΑΠ 228/2008, κατά το σκεπτικό της οποίας τα στρατιωτικά δικαστήρια δεν έχουν σε καμία περίπτωση δικαιοδοσία για την εκδίκαση υποθέσεων ιδιωτών, η έννοια όμως του στρατιωτικού δίδεται εκ του νόμου. 9 Η διάταξη αυτή ανάγεται στην αναθεώρηση του 1911 (ά. 106 Συντ. 1911), συμπεριλαμβάνεται δε και στο Σύνταγμα του 1952 ( ά. 3 παρ.5 Συντ. 1952) 10 Αλιβιζάτος Ν., όπ. π. σελ. 18 8

διαδικαστικές προϋποθέσεις. 11 Όσον αφορά δε τις συνταγματικώς ανεκτές απαλλαγές και εξαιρέσεις από την υποχρέωση εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας, θα επανέλθουμε κατωτέρω. (Βλ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ- Θεμελιώδεις αρχές συνταγματικού ερείσματος). Η διάταξη του ά. 4 παρ. 6, χωρίς να περιορίζεται σε ζητήματα στρατολογικών υποχρεώσεων, διαγράφει έμμεσα, και τα συνταγματικά όρια της αποστολής των ενόπλων δυνάμεων, σε αρμονία με το δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος και με το ά. 2 παρ.2 Συντ. Η υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας και της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας έναντι εξωτερικών κινδύνων και όχι τόσον η ενασχόληση με καθήκοντα αναγόμενα στην εξωτερική πολιτική, αποτελούν την κύρια αποστολή των ενόπλων δυνάμεων. 12 Θεμελιώδης επίσης συνταγματική αναφορά των ενόπλων δυνάμεων, καθιδρύουσα την «αρχή του Πολιτικού Ελέγχου» 13 είναι αυτή του ά. 45 Συντ., η οποία ανάγεται στην εποχή της συνταγματικής μοναρχίας. 14 Ειδικότερα, το άρθρο αυτό ορίζει ότι Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος και απονέμει τους βαθμούς στους υπηρετούντες σ αυτές, ενώ τη διοίκησή τους ασκεί η Κυβέρνηση, όπως ο νόμος ορίζει. Το άρθρο 45β του ισχύοντος Συντάγματος παρέχει το αναγκαίο έρεισμα για τη ρύθμιση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των στρατιωτικών, ενώ παράλληλα διαγράφει και τα όρια της ρυθμιστικής παρέμβασης του κοινού νομοθέτη. Περαιτέρω συνταγματικές αναφορές στις ένοπλες δυνάμεις βρίσκονται αμέσως ή εμμέσως διατυπωμένες- στο σύνολο του Συντάγματός μας. Ειδικότερα, το ά. 6 παρ 3 ορίζει ότι στρατιωτικός, στον οποίον έχει ανατεθεί η κράτηση εκείνου που έχει συλληφθεί κατά τις παρ. 1 και 2 του ιδίου άρθρου, οφείλει να τον απολύσει αμέσως, αφότου παρέλθουν άπρακτες οι ταχθείσες 11 Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, τομ. Α, 2005, σελ. 82 επ. 12 Χρυσόγονος Κ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2002, β έκδοση, σελ. 151-152 13 Βλ. κατωτέρω ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ, θεμελιώδεις αρχές συνταγματικού ερείσματος, Ι. Η αρχή του πολιτικού Ελέγχου. 14 Βλ. άρθρα 27 και 99 Συντ. 1844, 34 και 100 Συντ. 1864, και 81 Συντ. 1927 9

προθεσμίες. Οι δε παραβάτες τιμωρούνται για παρακράτηση και υποχρεούνται να επανορθώσουν κάθε ζημία του παθόντος. Άρθρο 14 παρ. 3γ, κατά το οποίο κατ εξαίρεση επιτρέπεται η κατάσχεση, κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, δημοσιευμάτων που αποκαλύπτουν πληροφορίες για τη σύνθεση, τον εξοπλισμό και τη διάταξη των ενόπλων δυνάμεων ή την οχύρωση της Χώρας ή που έχουν σκοπό τη βίαιη ανατροπή του Πολιτεύματος ή στρέφονται κατά της εδαφικής ακεραιότητας της Χώρας. Αναφορές γίνονται επίσης στα άρθρα 18 παρ. 3 (επιτάξεις), 22 παρ. 4β (επιστράτευση), 29 παρ3 (πολιτική ουδετερότητα) 15, 56 παρ 1,3γ και 4 (κωλύματα εκλογιμότητας), 96 παρ4 (δυνητική δικαιοδοσία στρατιωτικών δικαστηρίων) και 120 παρ4, όπου το Σύνταγμα, στην ακροτελεύτια διάταξή του, ορίζει ότι «η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία» 15 Η αρχή της πολιτικής ουδετερότητας, ενόψει της ιδιάζουσας σημασίας της στο χώρο της στρατιωτικής σχέσης, κρίθηκε σκόπιμο να εξετασθεί σε ξεχωριστό κεφάλαιο της παρούσης. Βλ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ- η αρχή της πολιτικής ουδετερότητας στην ειδική κυριαρχική σχέση της στράτευσης. 10

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Θεμελιώδεις αρχές συνταγματικού ερείσματος. Ι. Η αρχή του Πολιτικού Ελέγχου. Το Ελληνικό Σύνταγμα, ορίζοντας στο άρθρο 45 α ότι τη Διοίκηση των Ενόπλων Δυνάμεων ασκεί η Κυβέρνηση, καθιερώνει κατά πανηγυρικό τρόπο την αρχή του Πολιτικού Ελέγχου του στρατεύματος από το δημοκρατικά νομιμοποιούμενο και κοινοβουλευτικά αρμόδιο φορέα της, ο οποίος δεσμεύεται σ ένα σύγχρονο κράτος Δικαίου από τη θεμελιακή αρχή της νομιμότητας και του κοινοβουλευτικού ελέγχου. 16 Περαιτέρω, Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων είναι κατ άρθρο 45 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο ρυθμιστής δηλαδή του Πολιτεύματος, όργανο, το οποίο απουσιάζει μεν από το πολιτικό παιχνίδι, πλην όμως εγγυάται τους συνταγματικούς όρους λειτουργίας του. 17 ΙΙ. Η αρχή της υποχρεωτικής, καθολικής, προσωπικής και ίσης στρατιωτικής θητείας. Κατά την προσέγγιση της υπό κρίση αρχής, κατοχυρωμένης ήδη στην ελληνική συνταγματική τάξη, χρήσιμο είναι καταρχήν να δοθούν ορισμένες ιστορικές διευκρινίσεις και προεκτάσεις. Αναφέρεται λοιπόν ότι η υποχρεωτική και καθολική θητεία εκφράζεται και καθιδρύεται το πρώτον στη Συμβατική Συνέλευση της Γαλλίας με το περίφημο διάταγμα της πανστρατιάς (Convention 23 Αυγούστου 1793). Εν συνεχεία, η αντίληψη του «ένοπλου έθνους» και του «στρατιώτη- πολίτη» παγιώθηκε κατά τη διάρκεια των πολέμων που εξαναγκάσθηκε εκ των περιστάσεων να διεξαγάγει η 16 Αλιβιζάτος Ν., Η συνταγματική θέση των ενόπλων δυνάμεων, Ι. Η αρχή του Πολιτικού Ελέγχου, 1987, σελ.33 επ. 17 «Ρυθμιστής του πολιτεύματος, διαιτητής της κανονικής λειτουργίας των θεσμών, φύλακας ή εγγυητής της συνταγματικής τάξης, είναι έννοιες που εκφράζουν περίπου ταυτόσημη τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας στα πολιτειακά πράγματα υπό καθεστώς αμιγώς ή ακόμα και μη αμιγώς κοινοβουλευτικό» Κ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο, 2004, σελ. 455 επ. 11

γαλλική επανάσταση και τους οποίους βίωσε όλος σχεδόν ο πληθυσμός μετά την επιστράτευση. Έκτοτε, τόσο στη Γαλλία, όσο και σε όλες σχεδόν τις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης, βαθμιαία άρχισε να καθιερώνεται το σύγχρονο πρότυπο της «υποχρεωτικής, καθολικής, αυτοπρόσωπης και ίσης στρατιωτικής θητείας», το οποίο τέθηκε σε ισχύ στην ελληνική έννομη τάξη, μόλις τις παραμονές του Α Παγκοσμίου Πολέμου, δια του νόμου 415/1914. 18 Μολονότι η συνταγματική ισχύς της ως άνω αρχής είναι πράγματι ανεπίδεκτη αμφισβήτησης, στο μέτρο που αυτή συνιστά έκφανση του χρέους κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης κατ άρθρο 4 παρ. 6 και 25 παρ 4 Συντ., δε φαίνονται ωστόσο εξίσου αυτονόητες ορισμένες εκφάνσεις της, όπως ιδίως η καθολική στράτευση και η στρατολογική ισότητα. α) Η πρώτη, η καθολική εκπλήρωση στρατιωτικής θητείας, αναπόφευκτα συνδέεται με τους φορείς της σχετικής υποχρέωσης, και έχει την έννοια ότι όλοι οι πολίτες που έχουν την προς στράτευση ηλικία, υπέχουν υποχρέωση εκπλήρωσης υπό τα όπλα. 19 Περαιτέρω όμως, η αρχή αυτή είναι εξίσου συνδεδεμένη και με το ζήτημα του θεμιτού ή μη των απαλλαγών ή εξαιρέσεων από την υποχρέωση εκπλήρωσης της στρατιωτικής θητείας. Ως προς το ζήτημα αυτό, γίνεται καταρχήν δεκτό από τη θεωρία ότι είναι συνταγματικώς ανεκτή η θέσπιση από τον κοινό νομοθέτη απαλλαγών ή αποκλίσεων από τη στράτευση, υπό τον αυτονόητο ωστόσο περιορισμό της τήρησης ορισμένων αντικειμενικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, ιδία δε της αρχής της ισότητας (4 παρ. 1Συντ.). 20 Υπό το φως λοιπόν των παραδοχών αυτών, ως συνταγματικά ανεκτές και θεμιτές κρίνονται οι θεσπιζόμενες από το νομοθέτη αποκλίσεις ή απαλλαγές, στο ν. 3421/2005 περί Στρατολογίας των Ελλήνων. 18 Αναλυτικά ιστορικά στοιχεία σε Παπαδαμάκη Α., Στρατιωτικό Ποινικό Δίκαιο, Στ έκδοση, 2008, σελ.48 επ. 19 Η αρχή της καθολικότητας στην εκπλήρωση της στρατιωτικής θητείας καθιδρύεται στην ελληνική έννομη τάξη και στο άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 3421/2005 (Στρατολογία των Ελλήνων και άλλες διατάξεις) 20 Δαγτόγλου Π., όπ.π., σελ.82 επ. 12

Η παραπάνω προβληματική δεν εξαντλείται μόνο στο ζήτημα των γενικότερων απαλλαγών ή αποκλίσεων, αλλά εγγίζει και τα όρια- ή κατ ορθότερη διατύπωση- καταλαμβάνει και το δυσχερές και δυσεπίλυτο μέχρι σήμερα πρόβλημα των λεγόμενων «αντιρρησιών συνείδησης». Στη χώρα μας το πρόβλημα των αντιρρησιών συνείδησης τέθηκε ευθύς εξαρχής ως ζήτημα των «μαρτύρων του Ιεχωβά». 21 Όπως προκύπτει από την επισκόπηση της νομολογίας, η καταδίκη τους για ανυπακοή συνεπαγόταν αυστηρές ποινές, ενώ μετά την έκτισή τους οι αντιρρησίες καλούνταν και πάλι υπό τα όπλα, για να επακολουθήσει, αν ενέμεναν στην άρνησή τους, δεύτερη, τρίτη ή και τέταρτη ακόμη ποινική καταδίκη για ανυπακοή. 22 Στο σημείο όμως αυτό αξίζει να παρακολουθήσει κανείς, ότι ενώ το πρόβλημα των αντιρρησιών συνείδησης πλέον δεν περιλαμβάνει στον κύκλο του μονοπωλιακά μόνον τους μάρτυρες του Ιεχωβά, αλλά και νέους, ιδεολογικούς αντιρρησίες που αρθρώνουν «εναλλακτικό λόγο» αξιώνοντας σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους, τα πράγματα λίγο μόνον έχουν αλλάξει. Έτσι, η τεθείσα δια της αναθεώρησης του 2001 ερμηνευτική δήλωση στο άρθρο 4 Συντ., με την οποία ορίζεται σαφώς ότι «η διάταξη της παρ. 6 δεν αποκλείει να προβλέπεται με νόμο η υποχρεωτική προσφορά άλλων υπηρεσιών (εναλλακτική θητεία) από όσους έχουν τεκμηριωμένη άρνηση συνείδησης για την εκτέλεση ένοπλης ή γενικά στρατιωτικής θητείας», και η βαθμιδόν εγκατάλειψη της εκφοβιστικής λειτουργίας της ποινής [ αρνητική γενική πρόληψη], δε φαίνεται να μεταβάλλουν τα δεδομένα της χώρας μας προς το καλύτερο : Πράγματι, ο νομοθέτης, παρά την όποια ενδιάθετη επιφύλαξή του, προβαίνει στη θέσπιση 21 Βλ. μεταξύ άλλων Καλλικούνη Κ., Το ζήτημα των μαρτύρων του Ιεχωβά, ΤοΣ 1989, σελ.137 επ., Αλιβιζάτος Ν., Αντιρρησίες συνείδησης και στρατιωτική θητεία, ΝοΒ1988, σελ. 526, και εξ απόψεως νομολογίας βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 3367/2007, υπόθεση μαρτύρων του Ιεχωβά- αντιρρησίες συνείδησης, Δίκη 2008, σελ.583 22 Παπαδαμάκης Α., Αντιρρησίες συνείδησης και ποινική καταστολή- Κριτική επισκόπηση της νομολογίας, Υπεράσπιση 1992, σελ. 968 επ. 13

ρυθμίσεων 23, χωρίς ωστόσο να αφίσταται από την ποινική διευθέτηση της άρνησης στρατεύσεως. Χαρακτηριστικό της ως άνω διαγραφείσας κατάστασης είναι εν προκειμένω το Δελτίο Τύπου της 31 ης Μαρτίου 2009 που εξέδωσε η Διεθνής Αμνηστία, με το οποίο η οργάνωση υπενθυμίζει στις ελληνικές αρχές τα εξής: «για δημοκρατικά κράτη που σέβονται τα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες, ο σεβασμός για το δικαίωμα στην αντίρρηση συνείδησης δε μπορεί να θεωρείται ελάσσον ζήτημα, ξεκομμένο από τη δεσπόζουσα τάξη προστασίας και προώθησης, σε διεθνές επίπεδο, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων- Αντίρρηση συνείδησης στην υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, Γενική Διεύθυνση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Συμβούλιο της Ευρώπης, 2002.» 24 β) Όσον αφορά τώρα στο ζήτημα της στρατολογικής ισότητας, πρέπει καταρχήν να σημειωθεί ότι φορείς της στρατιωτικής υποχρέωσης είναι μόνον και όλοι οι Έλληνες πολίτες («πας Έλλην»). Και εδώ, όπως άλλωστε και γενικότερα στο Σύνταγμά μας, οι λέξεις «Έλληνας» και «Έλληνες» καταλαμβάνουν και τις Ελληνίδες, ως φορείς του γενικότερου δικαιώματος της ισότητας. Ως εκ τούτου, η διάταξη του ά. 4 παρ. 6 Συντ. δε διακρίνει μεταξύ ανδρών και γυναικών, αλλά αρκείται σε μία γενική μόνον αναφορά στην υποχρέωση εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας. Η εκ του Συντάγματος λοιπόν υποχρέωση να συντελούν στην άμυνα της Πατρίδας, αναμφισβήτητα καταλαμβάνει και τα δύο φύλα, επαφίεται δε στην κρίση του νομοθέτη, στο μέτρο που κρίνει ότι οι γυναίκες ανήκουν στους δυνάμενους να φέρουν όπλα, να επιβάλει την υποχρέωση αυτή και στις Ελληνίδες. 23 Σημαντική μεταστροφή στην αντιμετώπιση των αντιρρησιών συνείδησης σημειώθηκε με το ν. 731/1977, που επέτρεπε στους αρνούμενους να στρατευθούν για λόγους συνειδήσεως, να εκπληρώσουν μια στρατιωτική θητεία άνευ όπλων και διπλής διάρκειας. Ως προς τα σημερινά δεδομένα, βλ. Κεφ. Ι του ν. 3421/2005 περί Στρατολογίας των Ελλήνων, «Άοπλη στρατιωτική Υποχρέωση και Εναλλακτική Υπηρεσία των αντιρρησιών συνείδησης. 24 Δελτίο Τύπου της Διεθνούς Αμνηστίας της 31-3-2009, με τίτλο «Η Ελλάδα επιμένει να παραβιάζει το διεθνές δίκαιο- Άλλη μια καταδικαστική απόφαση κατά του Αντιρρησία Συνείδησης Λάζαρου Πετρομελίδη», όπου γίνεται λόγος για την φερόμενη παραβίαση εκ μέρους της Ελλάδας του ά. 14 παρ. 7 του ΔΣΑΠΔ, που κατοχυρώνει την αρχή ne bis in idem. ΠΗΓΗ http://www.amnesty.org. 14

Πράγματι, ο ν. 705/1977 «περί στρατεύσεως των Ελληνίδων» εισήγαγε αφενός τη δυνατότητα εθελούσιας κατάταξης και αφετέρου την υποχρέωση στρατεύσεως των Ελληνίδων, αλλά μόνο εν καιρώ πολέμου ή επιστράτευσης, και με ευρείες απαλλαγές (πχ. όλων των μητέρων). 25 Στο σημείο αυτό, πρέπει τέλος να επισημανθεί, για την πληρότητα του εν λόγω ζητήματος, ότι κατά τη νομολογία του ΔΕΚ, η στρατιωτική θητεία και η οργάνωση των ενόπλων δυνάμεων εμπίπτει μεν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, καθότι αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της δημόσιας ασφάλειας, πλην όμως τα μέτρα που τα κράτη-μέλη λαμβάνουν στον τομέα αυτό δεν εξαιρούνται συλλήβδην από το πεδίο εφαρμογής του Κοινοτικού Δικαίου. Κατά πάγια λοιπόν νομολογία του ΔΕΚ δεν είναι αντίθετη προς το Κοινοτικό Δίκαιο και την αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών η επιβολή μόνο στους άνδρες της υποχρέωσης εκπλήρωσης στρατιωτικής θητείας. 26 25 Βλ. ά. 5 παρ. 1 α ν. 705/1977 26 Βλ. ενδεικτικά την απόφαση του ΔΕΚ στην υπόθεση C 186/01, με την οποία κρίνεται το συμβατό ή μη προς το κοινοτικό δίκαιο, της επιβολής μόνο στους άνδρες της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας στη Γερμανία. 15

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Το ιδιάζων status της στρατιωτικής πειθαρχίας. Ως προς την έννοια της στρατιωτικής πειθαρχίας, εύκολα θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κανείς ως «λυδία λίθο» της στρατιωτικής οργάνωσης, ως sine qua non όρο για τη διεκπεραίωση του υψηλού καθήκοντος διασφάλισης και υπεράσπισης της άμυνας της χώρας, στο μέτρο μάλιστα που η στρατιωτική πειθαρχία εξασφαλίζει τη λειτουργική ενότητα των ενόπλων δυνάμεων. 27 Παράλληλα όμως, καθίσταται εμφανής και ο προκριματικός χαρακτήρας της έννοιας της στρατιωτικής πειθαρχίας ως προς την περαιτέρω διερεύνηση της υφιστάμενης σχέσης μεταξύ κράτους και στρατιωτικών. Εύλογα άλλωστε, αφού η αναζήτηση ενός ασφαλούς συνταγματικού ερείσματος για την εισαγωγή τυχόν πρόσθετων περιορισμών, δε μπορεί να νοηθεί αποκομμένη από τις λοιπές συνταγματικές εγγυήσεις που περιβάλλουν τα πρόσωπα αυτά. Ο πειθαρχικός καταρχήν χαρακτήρας των σχέσεων στρατιωτικών και κράτους δε γεννάει αμφιβολία. Το πειθαρχικό άλλωστε στοιχείο στις ένοπλες δυνάμεις είναι τόσο έντονο, ώστε αν το πεδίο των δημοσίων υπαλλήλων υπήρξε το πεδίο της «κλασσικής εμφάνισης του πειθαρχικού φαινομένου» 28, εκείνο των σχέσεων κράτους- στρατιωτικών θεωρείται ευλόγως ως το πεδίο της εντονότερης εμφάνισης του φαινομένου αυτού. Ο κατά τα ανωτέρω πειθαρχικός χαρακτήρας των σχέσεων κράτους και στρατιωτικών τυγχάνει επιβεβαίωσης όχι μόνον από συγκεκριμένες διατάξεις του θετικού δικαίου, αλλά και από τη θεωρία και τη νομολογία. Έτσι, ο ισχύων μέχρι σήμερα Στρατιωτικός Κανονισμός ΣΚ 20-1, αναγνωρίζει την πειθαρχία ως βασική στρατιωτική αρετή 29, ως κύρια δύναμη του Στρατού 30, επιτάσσοντας 27 Αλιβιζάτος Ν., όπ.π., σελ. 133. 28 Λύτρας Σ., Το πειθαρχικό φαινόμενο στο Ελληνικό Δημόσιο Δίκαιο, 1989, σελ.150 29 Βλ. ά. 2 παρ 4 ΣΚ 20-1 30 Βλ. ά. 10 παρ 2 ΣΚ 20-1 16

σε κάθε κατώτερο υπακοή στους ανωτέρους και εκτέλεση των διαταγών χωρίς αντιλογία. 31 Οι δε προβλεπόμενες υπό του Κανονισμού αυτές πειθαρχικές ποινές 32, αναγνωρίζονται από τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων άλλοτε ως «μέτρα εσωτερικής τάξεως» 33 και άλλοτε ως εκτελεστές διοικητικές πράξεις ελεγχόμενες ακυρωτικώς. Ανεξαρτήτως και πέραν της όποιας νομολογιακής αντιμετώπισης- άνισης καταρχήν θα έλεγε κανείς- στρατιωτικών υπαλλήλων και οπλιτών ως προς το ζήτημα των πειθαρχικών ποινών 34, η νομολογία δεν παύει να αναγνωρίζει εμμέσως και αυτή το πειθαρχικό στοιχείο στο status των στρατιωτικών. Το πειθαρχικό, τέλος, στοιχείο, εντοπίζει σαφώς και η σχετική θεωρία του Στρατιωτικού ποινικού δικαίου, ανάγοντας τη στρατιωτική πειθαρχία σε προστατευόμενο έννομο αγαθό στην αξιόποινη πράξη της ανυπακοής. 35 Από την προκριματική, όπως αναφέρθηκε ήδη, ανάλυση των ανωτέρω, προκύπτει με ευχέρεια και σαφήνεια ο χαρακτήρας της σχέσεως στην οποία τελούν οι εν ευρεία εννοία στρατιωτικοί, ως ειδικής κυριαρχικής. Ως ειδική- σε αντιδιαστολή προς τη γενική κυριαρχική σχέση, στην οποία τελούν όλοι οι πολίτες έναντι της κρατικής εξουσίας- χαρακτηρίζεται η σχέση στην οποία τελούν ορισμένες κατηγορίες πολιτών προς το κράτος, δυνάμει της οποίας 31 Βλ. ά. 10 παρ. 1 ΣΚ 20-1 32 Βλ. ά. 12 ΣΚ 20-1 ( άμεση τιμωρία ως μέσο πειθαρχίας) καθώς και ά. 65 ως προς τα είδη των πειθαρχικών ποινών επιβαλλόμενες σε αξιωματικούς, σε αντιδιαστολή με ά. 69 ως προς τα είδη των πειθαρχικών ποινών που αφορούν σε οπλίτες. 33 Βλ. αντί πολλών ΣτΕ 2018/1981 (τμ. Δ ), ΝοΒ 1982, σελ. 533 επ, με σχόλια Ν. Ρώτη, κατά την οποία απόφαση, πειθαρχικές ποινές επιβαλλόμενες σε οπλίτες δεν είναι εκτελεστές, ως μέτρα εσωτερικής τάξης, με συνέπεια να είναι απαράδεκτη η προσβολή τους κατά την ακυρωτική διαδικασία. Αντίθετα, ως εκτελεστές διοικητικές πράξεις κρίθηκαν οι πειθαρχικές ποινές επιβληθείσες σε αξιωματικούς. Βλ. ΣτΕ 2154/1958, 4024/1990, ΔΔίκη 1991, σελ.590 34 Η άνιση αυτή μεταχείριση σε νομολογιακό επίπεδο αναλύεται κατωτέρω, στο ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ της παρούσης, με τίτλο «Ειδικότερα ζητήματα- ζητήματα επιβολής πειθαρχικών και ποινικών κυρώσεων» 35 Παπαδαμάκης Α., Η ανυπακοή του στρατιωτικού ως αξιόποινη πράξη κατά το ά. 70 ΣτρΠΚ, 1987, σελ. 38 επ. Ομοίως Μανωλεδάκης Ι., Έννοια υπηρεσίας κατ άρθρο 70 ΣτρΠΚ, Γνωμοδότηση, Αρμενόπουλος 1981, σελ. 14-15 17

αυτοί υπέχουν ορισμένες αυξημένες υποχρεώσεις και καθήκοντα. 36 Και αντιστρόφως : οι σχέσεις αυτές, έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τους γνώρισμα ότι η Διοίκηση απαιτεί εκάστοτε ορισμένη συμπεριφορά από τους ανωτέρω ιδιώτες, όχι μόνο βάσει ρητής νομοθετικής εξουσιοδότησης, αλλά και δυνάμει «εσωτερικών διαταγών», θεμελιώνονται δε οι σχέσεις αυτές σε μονομερή κρατική πράξη (στρατιωτική/ δικαστική απόφαση στη σχέση φυλάκισης κτλ.) 37 Τόσον όμως οι εκούσιες (πχ. δημοσιοϋπαλληλική ή σπουδαστική σχέση) όσο και οι υποχρεωτικές ή αναγκαστικές σχέσεις (πχ. εκπλήρωση στρατιωτικής θητείας, έκτιση στερητικής της ελευθερίας ποινής) θεμελιώνονται στο Σύνταγμα και στο νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού. Η θεωρία των ειδικών κυριαρχικών σχέσεων ή ειδικών σχέσεων εξουσίασης απηχεί μια παλαιά γερμανική θεωρία, με την οποία αναζητάται το έρεισμα για θεμελίωση πρόσθετων περιορισμών στην άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων που υπάγονται εκουσίως ή ακουσίως- σε ειδικό νομικό καθεστώς. Οι «τρεις αρχές» που οφείλουν να διέπουν, κατά το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, την επιβολή των εν λόγω πρόσθετων περιορισμών, είναι σχηματικά οι εξής: α) επιδίωξη δημοσίου συμφέροντος αναγνωρισμένου από το σύνταγμα ή το διεθνές δίκαιο β) αναγκαιότητα των περιορισμών για την επίτευξη του σκοπούμενου δημοσίου συμφέροντος και γ) αναλογικότητα προς τη σημασία του σκοπούμενου συμφέροντος. 38 Ήδη όμως, τόσον η θεωρία όσο και η νομολογία, αναφερόμενη στα ατομικά δικαιώματα που κατοχυρώνει το Σύνταγμα και η ΕΣΔΑ, απαιτεί, ενόψει και της ρητής πλέον συνταγματικής κατοχύρωσης της αρχής της αναλογικότητας κατ άρθρο 25 παρ.1 δ, την τήρηση των εξής προϋποθέσεων για την επιβολή περιορισμών εντός των ειδικών σχέσεων εξουσίασης 39 : 36 Στη νομολογία, οι όροι που χρησιμοποιούνται εν προκειμένω ποικίλουν: ηθελημένη σχέση εξουσιάσεως (ΣτΕ 2209/1977, τμ. Γ, ΝοΒ 1978, σελ. 111), εκούσια εξουσιαστική σχέση (ΔεφΑθ 320/1980, ΤοΣ 1980, σελ.237) 37 Δαγτόγλου Π., όπ.π, σελ. 198 38 Αλιβιζάτος Ν., όπ.π., σελ. 146 υποσημ. 36 39 Δαγτόγλου Π., όπ.π, σελ. 200, Δημητρόπουλος Α., Συνταγματικά Δικαιώματα, Ειδικό Μέρος, Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου, το. ΙΙΙ, Ημ. Β, Αθήνα, 2005, σελ. 13 18

α) ο περιορισμός του ατομικού δικαιώματος πρέπει, και εντός της ειδικής κυριαρχικής σχέσεως, να προβλέπεται ειδικώς από σύμφωνο με το Σύνταγμα τυπικό ή ουσιαστικό νόμο και όχι από στερούμενη ειδικής νομοθετικής εξουσιοδότησης πράξη της διοικήσεως. β) το περιοριζόμενο δικαίωμα να είναι καταρχήν δεκτικό περιορισμού. γ) τήρηση της αρχής της αναλογικότητας 40 δ) ο περιορισμός, που είναι καταρχήν σύμφωνος με το Σύνταγμα, να δικαιολογείται in concreto από το δημόσιο συμφέρον και να τελεί σε εύλογη σχέση αναγκαιότητας προς την ειδική κυριαρχική σχέση. ε) ο σύμφωνος με το Σύνταγμα περιορισμός δεν πρέπει εν προκειμένω να φθάνει ως την αναίρεση της ουσίας (προσβολή του πυρήνα) του δικαιώματος. Έτσι, το Συμβούλιο της Επικρατείας ορθώς έκρινε ότι το δικαίωμα έκφρασης θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων «δύναται μεν, καθ όσον αφορά τους δημοσίους υπαλλήλους και ειδικώτερον τους στρατιωτικούς, ευρισκόμενους προς το κράτος εις ηθελημένην σχέσιν εξουσιάσεως, να επιβληθούν ωρισμένοι περιορισμοί, οι οποίοι όμως ουδέποτε δύνανται να οδηγήσουν εις την κατάργησιν του αναφερθέντος δικαιώματος.» 41 στ) απαγόρευση της καταχρηστικής επιβολής περιορισμών, υπό την έννοια του άρθρου 18 της ΕΣΔΑ, ως ανώτατο όριο των περιορισμών, και ταυτοχρόνως, η συμφωνία προς την ελεύθερη δημοκρατική τάξη. Αξίζει βέβαια στο σημείο αυτό να επισημανθεί και μία εναλλακτική- αποκλίνουσα προς τα παραπάνω θεωρία, κατά την οποία, η επιφύλαξη νόμου στο ά. 4 παρ. 6 Συντ. αποτελεί ήδη αφ εαυτής το έρεισμα για την εισαγωγή 40 ΣτΕ 4024/1990, Δ.Δίκη 1991, σελ. 590, ΣτΕ 53/2009 ΝΟΜΟΣ, κατά τις οποίες οι αξιωματικοί είναι δυνατόν να υπόκεινται σε περιορισμούς, που δικαιολογούνται όμως από τη φύση της σχέσης τους με το κράτος και ελέγχονται με βάση την αρχή της αναλογικότητας. 41 Έτσι έκρινε η ΣτΕ 2209/1977, ΝοΒ 1978, σελ.111, στην υπόθεση του «Χωροφύλακα Χίου». Βλ. επίσης ενδεικτικά ΣτΕ 780/1981, Αρμενόπουλος 1981, σελ. 677 επ. και ΣτΕ 1802/1986, Αρμενόπουλος 1987, σελ. 614, κατά τις οποίες «επιπλέον ειδικότεροι περιορισμοί, οι οποίοι δικαιολογούνται εκ της φύσεως της υπαλληλικής σχέσεως και των υπαοχρεώσεων, αι οποίαι εξ αυτής απορρέουν. Πάντως όμως, οι ειδικοί αυτοί περιορισμοί δεν δύνανται να θεσπισθούν, εφόσον δι αυτών αναιρείται, εις την ουσίαν του το ατομικό τούτο δικαίωμα και η αναγνωριζόμενη, γενικώς, έκταση εφαρμογής του.» 19

πρόσθετων περιορισμών στη συνταγματική θέση των στρατιωτικών, δίχως να χρειάζεται να καταφύγει κανείς στην κατασκευή των ιδιαίτερων σχέσεων εξουσίας. 42 Ορθώς ωστόσο επισημαίνεται, ότι η γενικότητα της συνταγματικής αυτής επιφύλαξης δεν παρέχει πλήρες και ασφαλές έρεισμα για την επιβολή πρόσθετων περιορισμών στην ιδιάζουσα θέση των στρατιωτικών. ******************************* Ενόψει της ανωτέρω αναλύσεως, καθίσταται σαφές ότι αυτή θα αποτελέσει εκ νέου το αναγκαίο πρόκριμα, αλλά και το βάθρο επί του οποίου θα στηριχθεί η έρευνά μας, αναφορικά με τη δυνατότητα επιβολής περιορισμών σε ορισμένα εκ των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων των στρατιωτικών. 42 Αλιβιζάτος Ν., όπ.π., σελ. 133-134, Παντελής Αντ., Ζητήματα συνταγματικών επιφυλάξεων, 1984, σελ. 117 20

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Οι περιορισμοί στα συνταγματικά δικαιώματα των στρατιωτικών. Ι. Το «οιονεί» αυτονόητο των περιορισμών στα συνταγματικά δικαιώματα των στρατιωτικών; Το τιθέμενο ερώτημα του υπό εξέταση κεφαλαίου κάθε άλλο παρά μονοσήμαντο είναι, δεδομένου ότι η απάντηση που θα προκριθεί αποτελεί κατ ουσίαν τη βάση για την περαιτέρω έρευνα ως προς το θεμιτό ή μη των τυχόν πρόσθετων περιορισμών επί των θεμελιωδών δικαιωμάτων των στρατιωτικών. Ειδικότερα, η πρώτη επιλογή του ερμηνευτή, που επιδιώκει να προσεγγίσει από συνταγματικής απόψεως την έννομη θέση των υπηρετούντων στις ένοπλες δυνάμεις, είναι ευχερώς να θεωρήσει ότι οι τυχόν επιβαλλόμενοι σε αυτούς περιορισμοί, είναι «οιονεί αυτονόητοι», ενόψει της ειδικής εξουσιαστικής σχέσης, στην οποία αυτοί τελούν προς το κράτος, ιδία δε ενόψει της υψηλής σημασίας που αποδίδεται στην έννοια της στρατιωτικής πειθαρχίας. 43 Μια τέτοια παραδοχή ωστόσο θα σήμαινε, εκ του αποτελέσματος κρινόμενη, ότι οι στρατιωτικοί αποτελούν de facto μία ειδική κατηγορία πολιτών, για τους οποίους ισχύει ένα οιονεί «τεκμήριο διαφορετικότητας», που δικαιολογείται από τη φύση της σχέσης τους και από τη στρατιωτική τους ιδιότητα. Εύλογες αντιρρήσεις γεννώνται όμως από την παραδοχή αυτή, ενόψει της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας (ά. 4 παρ. 1Συντ) και της καθολικότητας των ατομικών δικαιωμάτων, αποκλίσεις από την οποίαν μόνο κατ εξαίρεση γίνονται ανεκτές. Πράγματι, κατά τη γενική θεωρία των συνταγματικών δικαιωμάτων, η χωρίς ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση, ευμενέστερη ή δυσμενέστερη μεταχείριση μιας συγκεκριμένης κατηγορίας πολιτών, εξαιτίας μόνης της ιδιότητάς τους, είναι ανεπίτρεπτη. Επιτρέπεται δε τυχόν διαφοροποίηση μόνον επί τη βάσει συγκεκριμένων αντικειμενικών 43 Βλ. ανωτέρω ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ, το ιδιάζων status της στρατιωτικής πειθαρχίας, σε συνδυασμό με τα άρθρα 2 παρ.4, 10 παρ1 και 2 του Στρατιωτικού Κανονισμού ΣΚ20-1 21

κριτηρίων, όπως επί παραδείγματι το επίπεδο εκπαίδευσης ή άλλα απαιτούμενα in concreto προσόντα, τυχόν αμετάκλητη καταδίκη για ορισμένα εγκλήματα 44, και μόνον εφόσον συντρέχουν λόγοι γενικότερου συμφέροντος. Αυτό επιβάλλει άλλωστε η εφαρμογή της ιδέας περί αναλογικής ισότητας ( ίση μεταχείριση των ομοίων και ανόμοια μεταχείριση των ανομοίων περιπτώσεων.) 45 Από τα παραπάνω λοιπόν καθίσταται σαφές πως μια εκ προοιμίου θεώρηση των στρατιωτικών ως μιας ειδικής κατηγορίας πολιτών, οι οποίοι υπόκεινται σε διαφορετικούς κανόνες ως προς τον περιορισμό βασικών τους συνταγματικών δικαιωμάτων, έρχεται σε ευθεία αντίθεση τόσο με το άρ. 4 παρ1 Συντ. όσο και με την υπερεθνικής ισχύος, κατ άρθρον 28 παρ. 1 Συντ., διάταξη του ά. 14 της ΕΣΔΑ. 46 Το προαναφερθέν τεκμήριο διαφορετικότητας των στρατιωτικών δεν απηχεί παρά πεπαλαιωμένες αντιλήψεις του προηγούμενου αιώνα 47, οι οποίες υποχωρούν μπροστά στο συνταγματικά κατοχυρωμένο τεκμήριο ισότητας και ισονομίας όλων των πολιτών, συμπεριλαμβανομένων και των υπηρετούντων στις ένοπλες δυνάμεις. 48 44 Δαγτόγλου Π., Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα, το. Β, 2005, σελ. 1204 επ. 45 Κατά τον τρόπο αυτό άλλωστε είχαν αντιληφθεί την ισότητα και οι πρόγονοί μας. Βλ. σχετικά Πλάτων, Νόμος 757 α «τοις γαρ ανίσοις τα ίσα άνισα γίγνοιτ αν, ει μη τυγχάνοι του μέτρου» και Αριστοτέλη, Πολιτικά Γ 1280 α «οίον δοκεί ίσον το δίκαιον είναι, και εστίν, αλλ ου πάσιν αλλά τοις ίσοις. Και το άνισον δοκεί δίκαιον είναι, και γαρ εστίν, αλλ ου πάσιν, αλλά τοις ανίσοις» 46 Βλ. ά. 14 ΕΣΔΑ «απαγόρευση διακρίσεων» : «η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούσει Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθή ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνική μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως». 47 Αλιβιζάτος Ν., όπ.π, σελ. 135 επ. 48 Τα παραπάνω γίνονται δεκτά και από τη νομολογία του ΣτΕ, η οποία δεν στέκεται μόνο στην ειδική σχέση εξουσιάσεως, αλλά προβαίνει σε μια in concreto στάθμιση, με κριτήριο τις εκάστοτε υποχρεώσεις και τα καθήκοντα των στρατιωτικών. Βλ. αντί πολλών ΣτΕ 2209/1977, ΝοΒ 1978 σελ. 111, 1802/1986, Αρμενόπουλος 1987, σελ. 614 επ., 780/1981, Αρμενόπουλος 1981 σελ. 677 επ. 22

II. Δικαιώματα δεκτικά πρόσθετων περιορισμών. Από τα προαναφερθέντα ήδη προκύπτει ότι, ενόψει της συνταγματικά και υπερεθνικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας, μοναδικό θεμιτό κριτήριο για την επιβολή πρόσθετων περιορισμών στα θεμελιώδη δικαιώματα των στρατιωτικών, δεν είναι παρά οι εκάστοτε οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντα που υπέχουν οι στρατιωτικοί προς επίτευξη της στρατιωτικής πειθαρχίας. 49 Συνακόλουθα, επί σιωπής του Συντάγματος, ο κατάλογος των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υπηρετούντων στις ένοπλες δυνάμεις, τα οποία δύνανται να περιορισθούν περαιτέρω, είναι ασφαλώς πεπερασμένος και με αποκλειστική απαρίθμηση. Περιλαμβάνει δε, με μία συνεπή, σύμφωνη προς το Σύνταγμα προσέγγιση, τα εξής δικαιώματα: α) Το δικαίωμα στη ζωή και τη σωματική και ψυχική ακεραιότητα, κατά τα άρθρα 5 παρ 2, 7 παρ 2 Συντ. και 2 παρ. 1 ΕΣΔΑ. **** Η σχετικοποίηση του σημαντικότερου αυτού ατομικού δικαιώματος, με τη δυνατότητα αποδοχής πρόσθετων περιορισμών δια τυπικού ή ουσιαστικού νόμου, εμφαίνεται καταρχήν να δικαιολογείται ενόψει της διακινδύνευσης την οποίαν οι στρατιωτικοί αναλαμβάνουν με την ένταξή τους στο στράτευμα- άλλοτε εκουσίως και άλλοτε ακουσίως. Αναγκαίος φραγμός ωστόσο των περιορισμών αυτών αποτελεί εν προκειμένω το ίδιο το ά. 4 παρ. 6 Συντ. 50, αλλά και το ευρύτερο συνταγματικό πνεύμα, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν επιβάλλει υποχρέωση αυτοθυσίας, στο μέτρο 49 Βλ. ΣτΕ 53/2009 «οι υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις είναι δυνατόν να υπόκεινται σε περιορισμούς που δικαιολογούνται από τη φύση της σχέσης τους προς το κράτος και των συναφών υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τη σχέση αυτή, οι οποίοι, πάντως, ελέχονται με βάση την αρχή της αναλογικότητας» ΝΟΜΟΣ. Πρβλ. ΣτΕ 888/2008, 1680/2007 και παλαιότερα ΣτΕ 1802/1986, Αρμενόπουλος 1987, σελ. 614 επ., 780/1981, Αρμενόπουλος 1981 σελ. 677 επ. 50 Αλιβιζάτος Ν., όπ.π, σελ. 149 23

μάλιστα που δεν κατοχυρώνει και δικαίωμα επί του θανάτου. 51 Τούτο δε το τελευταίο, μας ενδιαφέρει κυρίως από την πλευρά των σταδιοδρομούντων στο στράτευμα, οι οποίοι εκουσίως εισέρχονται σε ειδική σχέση εξουσιάσεως και αναλαμβάνουν με πλήρη επίγνωση καθήκοντα, τα οποία ασφαλώς δύνανται να σημαίνουν και την αυτοδιακινδύνευσή τους. β) Η προσωπική ελευθερία και ασφάλεια, υπό την έννοια της ελεύθερης διακίνησης και εγκατάστασης, κατά τις σχετικές διατάξεις των ά. 5 παρ. 2 α και 3 Συντ. **** Η σχετικοποίηση του ως άνω δικαιώματος ενόψει στρατιωτικής πειθαρχίας αποτελεί, χαρακτηριστικά θα έλεγε κανείς, τον καθημερινότερο πράγματι περιορισμό των στρατιωτικών, ο οποίος υπακούει στην ανάγκη υποχρεωτικής ενδιαίτησης στη μονάδα, στην ανάγκη μεταθέσεων, αποσπάσεων ή και ειδικών αποστολών. 52 γ) Τα δικαιώματα συλλογικής δράσης, ειδικότερα δε το δικαίωμα της συλλογικής αναφοράς, τα δικαιώματα του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι, και το δικαίωμα της απεργίας των στρατιωτικών, κατά τις σχετικές συνταγματικές διατάξεις. ( ά. 10 πα.1, 11 παρ.1, 12 παρ.1 και 23 παρ. 1 και 2 Συντ) **** Η επιβολή περιορισμών στα δικαιώματα συλλογικής δράσης δικαιολογείται καταρχήν και ερείδεται στην ανάγκη τήρησης της επιβεβλημένης για το στράτευμα στρατιωτικής πειθαρχίας. Πράγματι, ορθώς επισημαίνεται ότι η «τυχόν ανεπιφύλακτη αναγνώριση ορισμένων έστω από αυτά [ενν. τα δικαιώματα] στο πλαίσιο της στρατιωτικής ζωής θα ισοδυναμούσε κατ ουσίαν με αναίρεση της στρατιωτικής πειθαρχίας» 53. Κατ ακολουθίαν, η προβλεπόμενη από το 51 Δαγτόγλου Π., όπ.π, σελ. 204, κατά τον οποίον «Το Σύνταγμα κατοχυρώνει το δικαίωμα επί της ζωής, και όχι το δικαίωμα επί του θανάτου» 52 Βλ. άρθρα 29-50 (άδειες στρατιωτικών), 51-52 (αποσπάσεις), 54-58 ( μετακινήσεις) του ΣΚ 20-1 53 Αλιβιζάτος Ν., όπ.π, σελ. 150 24

Στρατιωτικό Κανονισμό απαγόρευση υποβολής ομαδικών παραπόνων 54 δεν κρίνεται αντισυνταγματική, μη συνιστώντας εν προκειμένω αδικαιολόγητο ή υπέρμετρο περιορισμό της ελευθερίας του αναφέρεσθαι. Σημειωτέον ωστόσο, ότι η άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων υπό μη στρατιωτική ιδιότητα, οφείλει να περιβάλλεται με τις θεσμικές εγγυήσεις της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας ( 5 παρ. 1 Συντ.) και του ιδιωτικού βίου (9 παρ. 1 Συντ.), οι τυχόν δε επιβαλλόμενοι περιορισμοί στην εκτός υπηρεσίας άσκηση των ως άνω δικαιωμάτων είναι ανεπίτρεπτη συνταγματικά. 55 δ) Η οικονομική ελευθερία των στρατιωτικών, υπό την έννοια του ά. 5 παρ 1 Συντ. **** Οι περιορισμοί που δύνανται να επιβληθούν στην ελεύθερη ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας των στρατιωτικών, πέραν των γενικών οριοθετήσεων που προβλέπονται από το ίδιο ως άνω άρθρο 56, επιτάσσονται ήδη από την ίδια την ανάγκη διαρκούς ετοιμότητας- υποχρέωση που υπέχουν οι στρατιωτικοί προς εξασφάλιση της ακεραιότητας και άμυνας της χώρας. Ήδη, ο ισχύων Στρατιωτικός Κανονισμός ΣΚ 20-1 απαγορεύει στους στρατιωτικούς που σταδιοδρομούν στο στράτευμα «να ασχολούνται με οποιαδήποτε αμειβομένη εργασία» 57, ενώ αντίθετα, για τους οπλίτες ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει εκτός υπηρεσίας. 58 ε) Απόλυτη απαγόρευση πολιτικών εκδηλώσεων για τους υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις, κατά τους ορισμούς του ά. 29 παρ. 3 Συντ. 54 Βλ. ά. 77 παρ. 2 ΣΚ 20-1 55 Προς την ορθή συνταγματική κατεύθυνση κινείται και το ά. 25 παρ. 7 του ΣΚ 20-1, κατά το οποίο «επιτρέπεται η συμμετοχή των στρατιωτικών σε επιστημονικές, αθλητικές ή επαγγελματικές οργανώσεις, συνδέσμους ή σωματεία. Για τα μόνιμα στελέχη απαιτείται άδεια από την υπηρεσία.» Βλ. σχετικά και ΣτΕ 720/ 1983, ΤοΣ 1984, σελ. 113 56 Βλ. σχετικά Δημητρόπουλος Α., Συνταγματικά Δικαιώματα, Γενικό Μέρος, Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου, Το. Γ - Ημ. Ι, 2005, σελ. 175, κατά τον οποίο «όπως προκύπτει από τη συστηματική ερμηνεία των ά. 5 παρ. 1 και 25 ο συντακτικός νομοθέτης θέτει τρεις επάλληλες και σε ένα βαθμό αλληλοκαλυπτόμενες βασικές αρχές της συνολικής έννομης τάξης, τρεις βασικές οριοθετικές ρήτρες, τη ρήτρα νομιμότητας, τη ρήτρα κοινωνικότητας και τη ρήτρα χρηστότητας.» 57 Βλ. ά. 25 παρ. 4 ΣΚ 20-1 58 Βλ. ά. 25 παρ. 6 ΣΚ 20-1 25

**** Η απόλυτη αυτή απαγόρευση, λόγω της ιδιάζουσας σημασίας της, αναλύεται κατωτέρω σε ξεχωριστό κεφάλαιο, όπου προσεγγίζονται εκτενέστερα τόσο οι επιτασσόμενοι από το Σύνταγμα περιορισμοί όσο και η λειτουργία της αρχής της πολιτικής ουδετερότητας στο δημοκρατικό πολίτευμα. 59 ΙΙΙ. Δικαιώματα ανεπίδεκτα πρόσθετων περιορισμών. Εφαρμογή τεκμηρίου ισονομίας. Εξ αντιδιαστολής προς την παραπάνω περιοριστική απαρίθμηση, με σαφήνεια συνάγεται ότι τα υπόλοιπα συνταγματικά δικαιώματα των στρατιωτικών είναι ανεπίδεκτα πρόσθετων περιορισμών, ως μη τελώντας σε αιτιώδη συνάφεια προς την ιδιαίτερη φύση της στράτευσης και την ειδική κυριαρχική σχέση του στρατού. Ως εκ τούτου, η τυχόν επιβολή περαιτέρω περιορισμών, πέραν των γενικών οριοθετήσεων που προβλέπονται συνταγματικώς ή των περιορισμών δια νόμου 60, κρίνεται εν προκειμένω ως αντισυνταγματική. Πιο συγκεκριμένα δε, ανεπίδεκτα περιορισμού στη σχέση της στράτευσης, είναι, μεταξύ άλλων, τα εξής δικαιώματα: α)το δικαίωμα για σεβασμό της ανθρώπινης αξίας και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, κατά τις θεμελιώδεις διατάξεις 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος. **** Το ανεπίδεκτο περιορισμού των εν λόγω συνταγματικών δικαιωμάτων προκύπτει ήδη από τη νομική φύση της αρχής του απαραβιάστου της ανθρώπινης αξίας. Πρόκειται πράγματι για την «ανώτατη δικαιοπολιτική αρχή, την καταστατική αρχή της σύγχρονης κοινωνικής ανθρωπιστικής έννομης τάξης», από το 59 Βλ. ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ της παρούσης, «Η αρχή της πολιτικής ουδετερότητας στην ειδική κυριαρχική σχέση της στράτευσης» 60 Εφόσον, εννοείται, υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού. 26

απαραβίαστο της οποίας συνάγεται συνάμα και το «απαραβίαστο των αρχών και δικαιωμάτων που την εξειδικεύουν». 61 Περαιτέρω δε, οι διατάξεις των ά. 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Συντ., καθιερώνουν αφενός μεν μία αντικειμενική καταστατική αρχή (αντικειμενικό δίκαιο), αφετέρου δε, ανώτατα μητρικά δικαιώματα, τα οποία μάλιστα τυγχάνουν κατοχύρωσης όχι μόνο στα ελληνικά συνταγματικά πλαίσια, αλλά και σε υπερεθνικό επίπεδο. Από την αυξημένη λοιπόν απαίτηση προστασίας των ως άνω δικαιωμάτων, και δεδομένης της απαγόρευσης στο άρθρο 3 της ΕΣΔΑ κάθε απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, συνάγεται ευθέως ότι τα δικαιώματα αυτά οφείλουν να παραμένουν ακέραια και απαραβίαστα από περιορισμούς. Οι τυχόν περιορισμοί αυτών άλλωστε, αδυνατούν εν προκειμένω να θεμελιωθούν στις ειδικές ανάγκες της στρατιωτικής οργάνωσης και πειθαρχίας. β) Η προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής των στρατιωτικών, κατά τις σχετικές διατάξεις των ά. 9 παρ.1 και 21 παρ1 Συντ. **** Το ανεπίδεκτο περιορισμού των εν λόγω δικαιωμάτων προκύπτει ευθέως από την κανονιστική εμβέλεια των ά. 2 παρ1 και 5 παρ1 Συντ., προς επίρρωση δε της παραδοχής αυτής παρατίθεται και η πάγια επί του θέματος νομολογία του ΣτΕ, κατά την οποία «Η ελευθερία ανάπτυξης της προσωπικότητας κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και υπέρ προσώπων που τελούν σε καθεστώς ειδικής σχέσης εξουσίασης προς το κράτος, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι αξιωματικοί των ενόπλων δυνάμεων. Κατά την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος οι υπηρετούντες στις ένοπλες δυνάμεις μπορεί να υπόκεινται σε γενικούς περιορισμούς.από τις ίδιες συνταγματικές διατάξεις [ενν. 2 παρ1, 5 παρ.1, 9 παρ.1] συνάγεται ότι στον πυρήνα της απαραβίαστης σφαίρας της ιδιωτικής ζωής των προσώπων ανήκει προδήλως και η ερωτική τους ζωή. Στον πυρήνα αυτό του ιδιωτικού 61 Δημητρόπουλος Α., Συνταγματικά Δικαιώματα, Ειδικό Μέρος, Παραδόσεις Συνταγματικού Δικαίου, Τόμ, ΙΙΙ, Ημ. Β, Αθήνα, 2005, σελ. 13, του ιδίου, Κοινωνικός Ανθρωπισμός και ανθρώπινα δικαιώματα, Α έκδοση, 1980, σελ. 46 επ. 27

βίου ουδείς δύναται να διεισδύσει οι σχετικές δε διατάξεις που προβλέπουν τέτοιες αποκλίσεις πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται πάντοτε στενά, υπό το φως των επιταγών των ά. 2 παρ.1, 5 παρ.1 και 9 παρ1 του Συντάγματος» 62 γ) Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και λατρείας των στρατιωτικών, κατά το ά. 13 παρ.1 Συντ. και 9 της ΕΣΔΑ. **** Το ζήτημα ως προς το απεριόριστο της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης ανακύπτει ιδίως ως προς τον εξαναγκασμό στρατιωτικού προς συμμετοχή σε θρησκευτική τελετή ή προσευχή, κυρίως δε προς συμμετοχή σε ενέργειες που συνιστούν εκδήλωση ορισμένης θρησκείας. Πράγματι, κατά τη θεμελιώδους αξίας συνταγματική διάταξη του ά. 13 παρ1, η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη, τόσον υπό τη θετική, όσο και υπό την αρνητική της όψη, δηλ. την άρνηση εκδήλωσης θρησκευτικού συναισθήματος. Η τυχόν υποχρέωση κάποιου να προσευχηθεί, η υποχρέωση σε εξωτερίκευση πίστεως, αποτελεί αν μη τι άλλο κατάφωρη παραβίαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης θρησκευτικής ελευθερίας, καμία δε ιδιότητα, «ούτε αυτή του στρατιωτικού, δε θεμελιώνει αμάχητο τεκμήριο θρησκευτικής πίστεως» 63 Ως εκ τούτου, τυχόν άρνηση στρατιωτικού ή οπλίτη να μετάσχει σε θρησκευτική τελετή ή προσευχή, αποτελεί ενάσκηση θεμελιώδους ανθρώπινου δικαιώματος, κατοχυρωμένου κατ άρθρο 13 παρ.1 Συντ. και 9 της ΕΣΔΑ, μη πληρούσης λοιπόν της αξιόποινης πράξης της ανυπακοής. (53 ΣτρΠΚ). δ) Η ελευθερία της λήψεως ή μετάδοσης πληροφοριών, έκφρασης και διάδοσης της γνώμης, κατά τα ά. 14 παρ.1 και 16 παρ.1 Συντ. **** 62 Βλ. μεταξύ άλλων ΣτΕ 888/2008, 1680/2007, 3922/2005, ΝΟΜΟΣ 63 Βλ. ειδικότερα Μανωλεδάκη Ι., Έννοια υπηρεσίας κατ άρθρο 70 ΣτρΠΚ, Γνωμοδότηση, Αρμενόπουλος 1981, σελ. 14-15 28

Το υπό κρίση δικαίωμα, η ελευθερία δηλαδή του πληροφορείσθαι κατοχυρώνεται ευθέως, ως αρνητική όψη του δικαιώματος ελεύθερης εκδήλωσης της σκέψης και της γνώμης, από την υπερεθνικής ισχύος διάταξη του ά. 10 της ΕΣΔΑ, και όχι από το Σύνταγμα, το οποίο στο ά. 14 παρ. κατοχυρώνει την ελευθερία των στοχασμών μόνον από θετικής πλευράς. 64 Κατά δε την παρ. 2 του ιδίου ως άνω άρθρου της ΕΣΔΑ, η άσκηση της ελευθερίας του πληροφορείσθαι, δηλαδή της λήψεως ή μετάδοσης πληροφοριών, δύναται μεν να επιβληθεί σε περιορισμούς, εφόσον όμως αυτοί προβλέπονται από το νόμο και αποτελούν «αναγκαία μέτρα σε μία δημοκρατική κοινωνία». Οι διατάξεις αυτές διαγράφουν μεν ένα βασικό πλαίσιο πνευματικής ελευθερίας όλων των πολιτών, αποτελούν ωστόσο παράλληλα και το αναγκαίο έρεισμα για την ερμηνευτική προσέγγιση των περιορισμών που προβλέπονται στην άσκηση της ελευθερίας αυτής, τόσο συνταγματικώς, δια του ά. 29 παρ 3, όσο και νομοθετικώς, με τον Στρατιωτικό Κανονισμό ΣΚ 20-1. Ειδικότερα, ο ισχύων Στρατιωτικός Κανονισμός εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να επιβάλλει έναν αμφίβολης συνταγματικότητας περιορισμό, απαγορεύοντας «την ανάγνωση ή με οποιοδήποτε τρόπο προβολή εντός των μονάδων πάσης φύσεως πολιτικών εντύπων και εκδόσεων, που αμέσως ή εμμέσως μπορεί να κλονίσουν την πειθαρχία, καθώς και εντύπων με καθαρά αντιστρατιωτικό περιεχόμενο.» 65 Ήδη όμως το Συμβούλιο της Επικρατείας από το 1977 έχει λάβει αντιδιαμετρικώς αντίθετη στάση με τη νομολογία του, κρίνοντας τέτοιου είδους περιορισμούς ως αντισυνταγματικούς. Πράγματι, στην περίφημη υπόθεση του «Χωροφύλακα της Χίου», το ΣτΕ νομολογεί ότι «καθ όσον αφορά τους δημοσίους υπαλλήλους και ειδικώτερον τους στρατιωτικούς, ευρισκόμενους προς το κράτος εις ηθελημένην ειδικήν σχέσιν εξουσιάσεως, δύνανται να επιβληθούν 64 «Καθένας μπορεί να εκφράζει και να διαδίδει προφορικά και γραπτά δια του τύπου τους στοχασμούς του, τηρώντας τους νόμους του κράτους.» 65 Ά. 24 παρ. 4 ΣΚ 20-1 29