ΠΕΡΙΛΗΨΗ: ΟΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΙ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12, Γκόρντον Α. Κραιγκ, Ντελμπρύκ: Ο στρατιωτικός ιστορικός ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΡΑΜΠΑΤΖΟΓΛΟΥ Το έργο του Χανς Ντελμπρύκ (1848-1929) η Ιστορία της Πολεμικής Τέχνης αποτελεί πολύτιμη συνεισφορά στη στρατιωτική σκέψη καθώς εισήγαγε νέες επιστημονικές μεθόδους για την ανάλυση των αρχείων του παρελθόντος γεγονός που συνέπεσε με την προσπάθεια των Γερμανών επιστημόνων να απομονώσουν τους μύθους από τα αρχεία του παρελθόντος στα οποία οι Γερμανοί ηγέτες έδιναν διαχρονικά μεγάλη σημασία. Ακόμα μεγάλη συνεισφορά του Ντέλμπρυκ είναι η απλούστευση των στρατιωτικών κειμένων έτσι ώστε να είναι πιο κατανοητά από το λαό που απαιτούσε ολοένα και περισσότερο να ενημερώνεται σωστά για τα στρατιωτικά ζητήματα ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου. Τόνισε και αυτός όπως άλλωστε και Κλαούζεβιτς τη στενή σχέση πολέμου και στρατηγικής καθώς η διεξαγωγή του πολέμου και ο σχεδιασμός της στρατηγικής θα πρέπει πάντοτε να καθορίζονται από τους στόχους που έχει καθορίσει η πολιτική όταν αυτό δεν συμβαίνει οι συνέπειες ακόμα και για την καλύτερη επιχείρηση θα είναι ολέθριες. Άσκησε έντονη κριτική κατά τη διάρκεια του ΑΠΠ ιδιαίτερα όταν πείστηκε πως η στρατηγική σκέψη της ανώτατης διοίκησης ήταν αντίθετη με τις πολιτικές ανάγκες του κράτους ενώ υποστήριζε την επίτευξη ενός ειρηνικού διακανονισμού. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Βόννης και υπήρξε έφεδρος αξιωματικός του Πρωσικού στρατού, εκδότης και βουλευτής έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου στην έδρα της παγκόσμιας ιστορίας από τις διαλέξεις και τις μονογραφίες του εκεί σχετικά με την πολεμική ιστορία από τους Περσικούς Πολέμους μέχρι τον Ναπολέοντα προέκυψε και το βιβλίο του η Ιστορία της Τέχνης του Πολέμου στο Πλαίσιο της Πολιτικής Ιστορίας του οποίου ο πρώτος τόμος κυκλοφόρησε το 1900. Το έργο του προκάλεσε έντονες κριτικές από κλασσικούς, μεσαιωνικούς και Εγγλέζους μελετητές τις κριτικές των οποίων συμπεριέλαβε σε υποσημειώσεις στις μετέπειτα εκδόσεις του έργου του. Το έργο του χωρίζεται σε 4 τόμους στον πρώτο πραγματεύεται την πολεμική τέχνη από τους Περσικούς πολέμους ως την ακμή των Ρωμαϊκών χρόνων του Ιουλίου Καίσαρα. Στο δεύτερο τόμο πραγματεύεται τους αρχαίους Γερμανούς την πτώση των στρατιωτικών θεσμών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και την στρατιωτική οργάνωση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και τις απαρχές του φεουδαρχικού συστήματος. Στον τρίτο τόμο ασχολείται με την εξαφάνιση τακτικής και στρατηγικής στον Μεσαίωνα ενώ ο τέταρτος τόμος πραγματεύεται την ιστορία της ανάπτυξης των στρατιωτικών μεθόδων και πρακτικών μέχρι την εποχή του Ναπολέοντα. Ο Ντελμπρύκ ενδιαφέρεται κυρίως για τις γενικές ιδέες και τάσεις που μπορεί να εξαχθούν από την μελέτη της κάθε εποχής και όχι για τις λεπτομέρειες βέβαια στην προσπάθεια του να καταδείξει τον τρόπο διεξαγωγής των πολέμων θα έπρεπε να εξετάσει και τα γεγονότα των εκστρατειών. Σκοπός του έργου του ήταν να καταδείξει τη σύνδεση μεταξύ της συγκρότησης του κράτους και της τακτικής και της στρατηγικής ενώ ξεκαθαρίζει ότι το έργο του «γράφτηκε από ένα ιστορικό για τους φίλους της παγκόσμιας ιστορίας». Η καλή γνώση της γεωγραφίας του χώρου δηλαδή που διεξήχθησαν οι μάχες χρησιμοποιούνταν για τον έλεγχο των πληροφοριών ενώ η γνώση των οπλών και του
εξοπλισμού που είχε χρησιμοποιηθεί θα επέτρεπε της σύνδεση της τεχνικής που είχε χρησιμοποιηθεί σε κάθε μάχη. Έτσι μάχες οι οποίες είχαν διεξαχθεί μεταξύ έφιππων ιπποτών και τοξοτών από τη μια πλευρά και πεζών από την άλλη ( μάχες Ελβετών Βουργουνδών) μπορούσαν να συνδεθούν τακτικά με παλαιότερες μάχες (Μαραθώνας) εφόσον είχαν το ίδιο αποτέλεσμα δηλαδή τη νίκη των πεζών. Τον συνδυασμό των μεθόδων αυτών ο Ντελμπρύκ ονόμασε Sachkritik. Στο έργο του καταδεικνύει σχετικά με τους Περσικούς Πολέμους μια διόγκωση του αριθμού των περσικών στρατευμάτων από τον Ηρόδοτο επιχειρηματολογώντας με γνώμονα τη γεωγραφία αλλά και τη λογική καθώς δεν θα γινόταν οι Πέρσες να είναι αριθμητικά υπέρτεροι και ποιοτικά ανώτεροι των Ελλήνων και οι τελευταίοι να σημειώνουν αλλεπάλληλες νίκες εναντίον τους. Για τον Ντέλμπρυκ το πλεονέκτημα των Περσών πρέπει να αναζητηθεί στην ποιότητα και όχι στην αριθμητική υπεροχή για την οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ήταν υπέρ των Ελλήνων. Την ίδια μέθοδο για τον αριθμό των στρατευμάτων εφάρμοσε σε όλη τους πολέμους από τους Περσικούς πολέμους ως την εποχή του Ναπολέοντα. Έτσι θεωρούσε υπερβολικές τις εκτιμήσεις του Ιουλίου Καίσαρα για το μέγεθος των δυνάμεων που είχαν συσπειρωθεί εναντίον του γιατί αν οι Ελβετοί κατά τη μεγάλη μετανάστευσή τους αριθμούσαν 368.000 πολεμιστές και είχαν μαζί τους προμήθειες για 3 μήνες μόνο για τη μεταφορά των προμηθειών αυτών θα χρειαζόταν 8.500 άμαξες μια φάλαγγα που θα ήταν αδύνατον να κινηθεί με την κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι δρόμοι την εποχή του Καίσαρα. Το ίδιο συλλογισμό εφάρμοσε και για την εισβολή των Ούννων στην Ευρώπη υπό τον Αττίλα. Ο αριθμητικός όγκος των στρατευμάτων της κάθε εποχής διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων από την ιστορία κατά τον Ντελμπρύκ, στην αριθμητική υπεροχή στο πεδίο της μάχης είχε άλλωστε αναφερθεί διεξοδικά και ο Κλαούζεβιτς. Η χρησιμότητα της μεθόδου της Sachkritik υπογράμμιζε επίσης τις αρχές της λοξής διάταξης της μάχης που καθιστούσε εφικτή την πλευροκόπηση του αντιπάλου κάτι που επηρέασε έντονα και τις θεωρίες του κόμητα Σλήφεν. Η ερμηνεία της μάχης του Μαραθώνα αποτελεί παράδειγμα της ικανότητας του Ντελμπρύκ να αναπαριστά τις λεπτομέρειες των μαχών του παρελθόντος. Οι βαριά οπλισμένοι πεζικάριοι που συγκροτούσαν τον στρατό του Μιλτιάδη σε σχηματισμό φάλαγγας κέρδισαν τη μάχη σύμφωνα με τον Ηρόδοτο κάνοντας έφοδο στην κοιλάδα του Μαραθώνα διατρέχοντας μια απόσταση 1670 μέτρων και συντρίβοντας το κέντρο της εχθρικής περσικής παράταξης. Κατά τον Ντελμπρυκ αυτό δεν ήταν εφικτό γιατί άνδρες με πλήρη εξάρτηση θα μπορούσαν με βάση το εγχειρίδιο του Γερμανικού στρατού να τρέξουν για δύο λεπτά της ώρας καλύπτοντας μια απόσταση 329 με 350 μέτρων. Συν τοις άλλοις οι Αθηναίοι δεν ήταν επαγγελματίες στρατιώτες ενώ είχαν σαφώς και μεγαλύτερο μέσο όρο ηλικίας από αυτό των μεταγενέστερων στρατών, ενώ η φάλαγγα δεν θα μπορούσε να κάνει ένα γρήγορο ελιγμό χωρίς να υποχωρήσει η συνοχή της φάλαγγας. Κατά τον Ντελμπρύκ η μάχη δεν δόθηκε στην πεδιάδα του Μαραθώνα αλλά σε μια μικρότερη κοιλάδα στα νοτιοανατολικά όπου οι Αθηναίοι δεν θα μπορούσαν να υποστούν πλευρική επίθεση από το περσικό ιππικό λόγω του δάσους και των βουνού. Ο Μιλτιάδης είχε επιλέξει μια ισχυρή θέση όπως εκτιμά ο Ντελμπρυκ αυτή ήταν η κοιλάδα του Βρανά που έκλεινε το μοναδικό δρόμο προς την Αθηνά έτσι οι Πέρσες αντί να εγκαταλείψουν την εκστρατεία επέλεξαν να επιτεθούν στον Μιλτιάδη έστω και από μειονεκτική θέση ο οποίος πέρασε την κατάλληλη στιγμή στην επίθεση συντρίβοντας το περσικό κέντρο.
Ο Ντελμπρύκ θεωρούσε πως η μελέτη των κυριότερων μαχών μιας εποχής δίνει μια εικόνα της τακτικής που εφαρμοζόταν στη συγκεκριμένη περίοδο και παράλληλα δίνει τη δυνατότητα διερεύνησης ευρύτερων προβλημάτων. Με την αναπαράσταση των μαχών προσπαθούσε να βρει τη συνέχεια της στρατιωτικής ιστορίας. Η εξέλιξη των μορφών της τακτικής από τους Περσικούς Πολέμους ως τον Ναπολέοντα, η αλληλεπίδραση πολέμου και πολιτικής και η διαίρεση της στρατηγικής σε δύο βασικές μορφές (εκμηδένιση-εξουθένωση) αποτελούν τα κύρια θέματα γύρω από τα οποία προσπαθεί να αναδείξει την συνέχεια της στρατιωτικής ιστορίας. Στο έργο του επισήμανε την εξέλιξη των τακτικών σωμάτων από την αρχαία ελληνική φάλαγγα στη Ρωμαϊκή λεγεώνα μέχρι τη βελτίωση και τελειοποίηση τους από τον Ναπολέοντα. Κομβικό σημείο για την στρατιωτική ιστορία της αρχαιότητας αποτελεί η μάχη των Καννών με την ήττα των Ρωμαίων που τους ανάγκασε να αναδιοργανωθούν προσδίδοντας στη φάλαγγα διαρθρωτή μορφή και τελικά τη χώρισαν σε πολλές τακτικές μονάδες οι οποίες όταν συσπειρώνονταν αποτελούσαν ένα ενιαίο και αδιαπέραστο σύνολο ενώ παράλληλα θα μπορούσαν ανάλογα με τις συνθήκες να αποκτούν ευκαμψία στρεφόμενες προς τη μια ή προς την άλλη κατεύθυνση. Ενέργειες οι οποίες χαρακτηρίζονταν από σιδηρά πειθαρχία. Οι μόνοι που κατάφεραν να αντισταθούν στους Ρωμαίους ήταν οι αρχαίοι Γερμανοί ελέω πειθαρχίας και της Gevierthaufe που ήταν μια πολεμική φάλαγγα μεγάλης αποτελεσματικότητας και ουσιαστικά μιμούνταν της κινήσεις της ρωμαϊκής λεγεώνας. Η παρακμή του ρωμαϊκού κράτους οδήγησε στην παρακμή της τακτικής και του πεζικού που κέρδιζαν τις μάχες ακριβώς λόγω της άρτιας τακτικής οργάνωσης τους προέκυψε η ανάγκη για τους βαριά οπλισμένους εφίππους οπλίτες με την Ευρώπη να μπαίνει στην στρατιωτική εποχή του σιδερόφρακτου ιππότη. O Φεουδαρχικός στρατός κατά τον Ντέλμπρυκ δεν ήταν τακτικό σώμα αφού δεν υπήρχε πειθαρχία ούτε ενοποιημένη διοίκηση, ούτε διαφοροποίηση των όπλων ενώ η έκβαση της μάχης εξαρτιόταν από τη μαχητική ικανότητα του κάθε πολεμιστή. Το πεζικό ως ανεξάρτητο σώμα αναβίωσαν τον 15 ο αιώνα οι Ελβετοί τελειοποιώντας κατά την διάρκεια των πολέμων με τους Βουργούνδους την πάλαι ποτέ ρωμαϊκή τακτική των αρθρωτών σωμάτων. Η αναβίωση των τακτικών σωμάτων με την εισαγωγή πυροβόλων όλων αποτέλεσε μια ακόμα στρατιωτική επανάσταση με τους έφιππους ιππότες να μεταβάλλονται εκ νέου σε ένα συμπληρωματικό στοιχείο του στρατού. Για τον Ντελμπρύκ οι εξελίξεις της τακτικής σε κάθε ιστορική περίοδο είναι άμεσα εξαρτώμενες με την πολιτική. Στην περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης για παράδειγμα η πολιτική ιδέα της υπεράσπισης της πατρίδας έδωσε στη μάζα των στρατιωτών μια τέτοια δύναμη θέλησης ώστε μπόρεσε να εξελιχθεί η καινούργια τακτική. Ο Ντελμπρύκ χωρίζει τη στρατηγική σε δύο βασικές μορφές.την πρώτη μορφή στρατηγικής την ονόμασε στρατηγική της εκμηδένισης και σε αυτήν μοναδικός σκοπός είναι η αποφασιστική μάχη ο επικεφαλής του στρατεύματος
μπορούσε να κρίνει αν με τις δεδομένες συνθήκες υπήρχαν πιθανότητες για μια τέτοια μάχη. Την δεύτερη στρατηγική την όρισε ως στρατηγική της εξουθένωσης ή στρατηγική των δύο πόλων που εκτός της μάχης συμπεριελάμβανε και τους ελιγμούς μεταξύ των οποίων κυμαίνονταν οι αποφάσεις του στρατηγού. Η μάχη δεν αποτελεί το μοναδικό μέσο για την εκπλήρωση των πολιτικών σκοπών του πόλεμου καθώς η κατάληψη εδαφών ή καταστροφή καλλιεργειών και ο εμπορικός αποκλεισμός μπορούν να συνεισφέρουν αποφασιστικά στην επίτευξη των στόχων του πολέμου. Ο ρόλος του ηγέτη είναι εδώ δυσκολότερος καθώς καλείται να λάβει αποφάσεις αποφυγή της εμπλοκής ή για μάχη με κάθε ευκαιρία με γνώμονα όλες τις δεδομένες συνθήκες και παραμέτρους. Σε κάθε περίπτωση ο πόλεμος και η στρατηγική είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με την πολιτική ζωή και ισχύ του κράτους σε κάθε εποχή. Η στρατηγική πρέπει κατά τον Ντελπρύκ να προσαρμόζεται στην πολιτική πραγματικότητα. Κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο η αδύναμη θέση της Αθήνας σε σύγκριση με την πολιτική ισχύ της συμμαχίας που είχαν να αντιμετωπίσουν καθόρισε την στρατηγική που ακολούθησε ο Περικλής αν εκείνος είχε εφαρμόσει την στρατηγική της εκμηδένισης η κατάληξη θα ήταν διαφορετική. Στους ηγέτες που εφάρμοσαν τη στρατηγική της εκμηδένισης ο Ντελμπρύκ συγκαταλέγει τους Μ. Αλέξανδρό, Ιούλιο Καίσαρα και Ναπολέοντα. Από την άλλη πλευρά την στρατηγική της εξουθένωσης εφάρμοσαν οι Περικλής, Βελισάριος, Βαλενστάιν, Φρεδερείκος ο Μέγας. Οι θέσεις του Ντελμπρύκ δέχθηκαν τις επικρίσεις των Γερμανικού επιτελείου καθώς οι αξιωματικοί αυτοί είχαν εκπαιδευτεί σύμφωνα με την παράδοση του Ναπολέοντα και ήταν απόλυτα πεπεισμένοι για το εφικτό ενός σύντομού αποφασιστικού πολέμου. Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο το σχέδιο Σλήφεν που προέβλεπε την εισβολή του γερμανικού στρατού στο Βέλγιο αρχικά με στόχο να συντρίβει τάχιστα η γαλλική αντίσταση ώστε να επικεντρωθούν στη συνέχεια στην Ρωσία αποτελούσε μια ακραία μορφή της στρατηγικής εκμηδένισης την οποία επικροτούσε αρχικά και ο Ντελμπρύκ. Η κατάσταση άλλαξε με την αποτυχία της πρώτης μεγάλης γερμανικής επίθεσης και την έναρξη της περιόδου των χαρακωμάτων ο Ντελπρυκ θεωρούσε πως πέρασε ο καιρός που η έκβαση του πολέμου βασιζόταν σε μια αποφασιστική μάχη η Γερμανία συνεπώς έπρεπε να βρει άλλη στρατηγική για να επιβάλει τη θέληση της στον εχθρό. Η στρατηγική αυτή θα συνίστατο στη διάλυση του εχθρικού συνασπισμού και στην επακόλουθη απομόνωση Γαλλίας και Αγγλίας ενώ ήταν αντίθετος με τον υποβρυχιακό πόλεμο που πίστευε ότι θα συνέβαλε στην είσοδο στον πόλεμο των Ηνωμένων Πολιτειών. Με τον πόλεμο στην Ευρώπη να έχει μετατραπεί σε πόλεμο εξουθένωσης η πολιτική διάσταση αποκτούσε ιδιαίτερη βαρύτητα. Κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν θα ήταν πρόθυμο να δεχθεί έναν ηγεμόνα στην γηραιά ήπειρο κατά το πρότυπο του Ναπολέοντα συνεπώς ο Ντελπρυκ θεωρούσε πως η Γερμανία έπρεπε να πείσει ότι δεν έχει τέτοια πρόθεση και για να το καταφέρει αυτό θα έπρεπε να συναινέσει σε μια λογική ειρήνης κατόπιν διαπραγματεύσεων και στη δημόσια αποκήρυξη εδαφικών διεκδικήσεων. Η μάχη με πλέον δεν είναι ο αυτοσκοπός αλλά το μέσον μόνο εάν αποτύγχαναν οι πολιτικές προσπάθειες της Γερμανίας να πείσει τους αντιπάλους της ότι επιθυμεί την ειρήνη θα έπρεπε να προβεί σε επίθεση για την εξάλειψη των δισταγμών. Η εξέλιξη του πολέμου όμως καθώς και της γερμανικής στρατηγικής ήταν διαφορετική καθώς υπήρξε αποτυχία συγκερασμού στρατιωτικών και πολιτικών πλευρών του πολέμου ωστόσο ούτε ο ίδιος φανταζόταν την κατάρρευση της Γερμανίας το 1918. Στην
κριτική που άσκησε αργότερα στην τότε γερμανική διοίκηση υπό τον Λούντρεντοφ υπογράμμισε πως ακολουθώντας την τακτική της επίθεσης στη γραμμή ήσσονος αντιστάσεως ουσιαστικά ακύρωσε την στρατηγική της εκμηδένισης την οποία υποτίθεται ότι ακολουθούσε. Αποτέλεσμα ήταν η διάσπαση της μεγάλης επίθεσης σε μια σειρά μεμονωμένων πληγμάτων που πιθανώς να απέφεραν μεμονωμένες τακτικές επιτυχίες οι οποίες όμως δεν απέφεραν τίποτα σε στρατηγικό επίπεδο στο οποίο συν τοις άλλοις δεν είχαν προσαρμοστεί και οι υπάρχουσες δυνατότητες. Σκοπός της επίθεσης, σύμφωνα με τον Ντελμπρύκ, θα πρέπει να ήταν η εξουθένωση του αντιπάλου ώστε έτσι να δεχθεί τις διαπραγματεύσεις για την ειρήνη και η τακτική της γραμμής της ήσσονος αντιστάσεως που ακολουθήθηκε να έχει κάποια αξία. Για να γίνει αυτό όμως θα έπρεπε η πολιτική ηγεσία της Γερμανίας να είχε καθορίσει νωρίτερα τη στρατηγική της με τη δημόσια δήλωση προθυμίας για σύναψη ειρήνης μέσω διαπραγματεύσεων. Εν κατακλείδι η ανώτατη διοίκηση το 1918 δεν είχε λάβει υπ όψιν την θεμελιώδη σχέση ανάμεσα στον πόλεμο και την πολιτική