Του Συνεργάτη μας Ηλία Κοντάκου, Δικηγόρου, υπ. διδάκτορος Παν/μίου Αθηνών ΦΥΣΙΚΟ ΠΡΟΣΩΠΟ Ικανότητα δικαίου έχει κάθε πρόσωπο, φυσικό και νομικό. Η φράση αυτή σημαίνει ότι όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα είναι υποκείμενα δικαίου, δηλαδή φορείς εννόμων σχέσεων, εννόμων καταστάσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Έννομη σχέση είναι εκείνη η σχέση που ενδιαφέρει και ρυθμίζεται από το δίκαιο, όπως είναι η συγγένεια, ιδίως σε ζητήματα κληρονομικού δικαίου (ενώ αντίθετα πολλές βιοτικές σχέσεις δεν ενδιαφέρουν το δίκαιο, όπως π.χ. η φιλία), και έννομη κατάσταση είναι εκείνη η κατάσταση που ενδιαφέρει και ρυθμίζεται από το δίκαιο, όπως είναι η ιθαγένεια. Φυσικό πρόσωπο είναι ο άνθρωπος, και όλοι οι άνθρωποι είναι ικανοί να είναι φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (ΑΚ 34), δηλαδή όλοι οι άνθρωποι είναι υποκείμενα δικαίου, μια και σε όλους τους ανθρώπους αναγνωρίζεται η ικανότητα δικαίου, η ικανότητα δηλαδή να είναι φορείς εννόμων σχέσεων, εννόμων καταστάσεων και δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Η ρύθμιση του άρθρου 34 ΑΚ είναι αναγκαστικού δικαίου, άρα δεν μπορεί η ιδιωτική βούληση να αποκλείσει την εφαρμογή της, όπως συμβαίνει με τις διατάξεις ενδοτικού δικαίου. Από την ικανότητα δικαίου δεν μπορεί να παραιτηθεί κανένα πρόσωπο, μια και είναι, όπως προαναφέρθηκε, διάταξη αναγκαστικού δικαίου, μπορεί ωστόσο να εκχωρήσει δικαίωμά του σε άλλο πρόσωπο. 1
1. Αρχή και τέλος του φυσικού προσώπου Αρχή του φυσικού προσώπου θεωρείται η γέννησή του (ΑΚ 35), με άλλα λόγια το φυσικό πρόσωπο υπάρχει εφ όσον α) υπήρξε τοκετός, δηλαδή αποχωρισμός του νεογνού από το μητρικό σώμα, β) το νεογνό γεννήθηκε ζωντανό και γ) το νεογνό έχει ανθρώπινη υπόσταση, χωρίς να έχουν σημασία οι όποιες παραμορφώσεις ή αποκλίσεις ούτε αν το νεογνό είναι βιώσιμο ή όχι. Η ΑΚ 36 ορίζει ότι με το νεογνό εξομοιώνεται και το κυοφορούμενο, αρκεί να γεννηθεί ζωντανό. Άρα, και το κυοφορούμενο διαθέτει ικανότητα δικαίου, αρκεί να γεννηθεί ζωντανό. Ο νόμος στην προκειμένη περίπτωση, εξομοιώνοντας το κυοφορούμενο με γεννημένο φυσικό πρόσωπο, καθιερώνει ένα πλάσμα δικαίου, μια και αναγνωρίζει στο κυοφορούμενο δικαιώματα που προϋποθέτουν την ύπαρξη φυσικής προσωπικότητας. Άρα, το εν λόγω πλάσμα δικαίου εφαρμόζεται εφ όσον α) υπάρχει κυοφορούμενο και β) εφ όσον το κυοφορούμενο γεννήθηκε ζωντανό. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για νομική αίρεση, κατά την οποία η κτήση των δικαιωμάτων καθίσταται οριστική μέχρι την πλήρωση ή τη ματαίωση της αίρεσης (τη γέννηση δηλαδή του κυοφορούμενου ζωντανού ή όχι). Για παράδειγμα, η επαγωγή της κληρονομίας στο κυοφορούμενο πραγματοποιείται κατά τον χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου, παρά το γεγονός ότι ο κληρονόμος, καίτοι είχε συλληφθεί, δεν είχε γεννηθεί. Αν η αίρεση δεν πληρωθεί, αν δηλαδή το κυοφορούμενο δεν γεννήθηκε ζωντανό, θεωρείται ότι δεν απέκτησε ποτέ ικανότητα δικαίου. Τέλος του φυσικού προσώπου θεωρείται ο θάνατος, έτσι όπως τον ορίζει η ιατρική επιστήμη. Αν περισσότερα πρόσωπα έχουν πεθάνει και δεν μπορεί να αποδειχθεί η σειρά θανάτου τους, τότε θεωρείται ότι έχουν πεθάνει ταυτόχρονα (ΑΚ 38). Πρόκειται για τεκμήριο συναποβίωσης που καθιερώνει ο νόμος, το οποίο όμως είναι μαχητό, μπορεί δηλαδή να ανατραπεί. Σε περίπτωση κατά την οποία ο θάνατος ενός προσώπου δεν είναι βέβαιος, αλλά πολύ πιθανός, μπορεί να ζητηθεί από το δικαστήριο η κήρυξη αυτού του προσώπου σε αφάνεια (ΑΚ 39), σε εκείνη δηλαδή την αστική κατάσταση κατά την οποία μία δικαστική απόφαση εξομοιώνει ένα φυσικό πρόσωπο με νεκρό. Αν ο θάνατος ενός προσώπου που έχει εξαφανιστεί θεωρείται βέβαιος, ισχύει το τεκμήριο θανάτου της ΑΚ 39. Προϋποθέσεις κήρυξης ενός προσώπου σε αφάνεια είναι Α) Εξαφάνιση προσώπου κάτω από συνθήκες που καθιστούν πιθανό τον θάνατό του, και ειδικότερα α) εξαφάνιση του προσώπου ενώ βρισκόταν σε κίνδυνο ζωής και β) απουσία του προσώπου για πολύ καιρό χωρίς ειδήσεις. Β) Παρέλευση ορισμένου χρόνου από την εξαφάνιση του προσώπου, δηλαδή: α) ένα έτος από τη στιγμή του κινδύνου ή, αν ο τελευταίος ήταν παρατεταμένος (π.χ. πόλεμος), ένα έτος από την τελευταία στιγμή του ή β) πέντε έτη από την τελευταία είδηση (ΑΚ 41). Την αφάνεια μπορεί να ζητήσει κάθε πρόσωπο που εξαρτά δικαιώματα από τον θάνατο του προσώπου, όπως οι κληρονόμοι, ο σύζυγος κ.λπ., όχι όμως και οι δανειστές του, γιατί η ικανοποίηση των απαιτήσεών τους δεν εξαρτάται από τον θάνατο του προσώπου. Αρμόδιο για την εκδίκαση της αίτησης είναι το Μονομελές Πρωτοδικείο της κατοικίας ή διαμονής του προσώπου και, αν αυτές δεν υπήρχαν, της πρωτεύουσας του Κράτους (ΑΚ 42). Αφ ης στιγμής ένα πρόσωπο κηρυχθεί σε αφάνεια, δημιουργείται νόμιμο τεκμήριο θανάτου του εξαφανισθέντος από τον χρόνο που η απόφαση όρισε ως χρόνο έναρξης της αφάνειας, άρα μετά τη δημοσίευση της αμετάκλητης 2
απόφασης που κηρύσσει την αφάνεια όλα τα δικαιώματα που εξαρτώνται από τον θάνατο του αφάντου μπορούν να ασκηθούν σα να είχε αποδειχθεί ο θάνατος (ΑΚ 48). Εξαίρεση καθιερώνει ο νόμος στην περίπτωση του γάμου, ο οποίος δεν λύνεται αυτοδικαίως, αλλά η κήρυξη της αφάνειας αποτελεί λόγο διαζυγίου (ΑΚ 1440). Σε περίπτωση επανεμφάνισης του αφάντου, ο τελευταίος δικαιούται να ζητήσει πίσω την περιουσία του από αυτούς που την κατέχουν (ΑΚ 50), όχι όμως και από τρίτους οι οποίοι προέβησαν καλόπιστα σε συναλλαγές με τα πρόσωπα που άντλησαν δικαιώματα από την κήρυξη του προσώπου σε αφάνεια (ΚΠολΔ 779). Η επανεμφάνιση του αφάντου δεν αρκεί μόνη της για την απόδωση της κληρονομίας από τους κληρονόμους, αλλά απαιτείται και δικαστική απόφαση που αίρει την κατάσταση της αφάνειας, ούτε και ανασυστάται αυτοδικαίως ο γάμος που λύθηκε με λόγο διαζυγίου την αφάνεια. 2. Εξατομίκευση του προσώπου Κάθε πρόσωπο διαθέτει ορισμένες ιδιότητες που προσδιορίζει ο νόμος και οι οποίες χρησιμεύουν στην εξατομίκευσή του, στη διαφοροποίησή του δηλαδή σε σχέση με όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα. Αυτές είναι: Το όνομα. Το όνομα αποτελεί το κύριο μέσο εξατομίκευσης του προσώπου και συνίσταται στη χρήση συγκεκριμένων λέξεων, οι οποίες διαμορφώνουν και προσδιορίζουν την ταυτότητα του φυσικού προσώπου. Το όνομα αποτελεί υποχρέωση του κάθε φυσικού προσώπου, και μάλιστα για λόγους δημοσίου συμφέροντος, και πρέπει να αποτελείται αφ ενός από το κύριο όνομα προκειμένου να διακρίνεται από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του και αφ έτερου από το επώνυμο, με το οποίο διακρίνεται από τα μέλη άλλων οικογενειών. Το φύλo. Το φύλο προσδιορίζεται για τους άνδρες και τις γυναίκες με βάση τις διαφορές των εξωτερικών οργάνων, χωρίς να απαγορεύεται η μεταβολή του. Η κατοχύρωση της ισότητας ανάμεσα στα δύο φύλα πραγματοποιείται ήδη από το ίδιο το Σύνταγμα, στο άρθρο 4 παρ. 2, όπου και αναγνωρίζεται η ισότητα ανδρών και γυναικών. Η συγγένεια. Η συγγένεια είναι ο δεσμός μεταξύ των φυσικών προσώπων που διαμορφώνεται είτε λόγω κοινής καταγωγής είτε από γάμο. Η συγγένεια διακρίνεται περαιτέρω σε: 1) συγγένεια εξ αίματος, ο δεσμός δηλαδή που θεμελιώνεται με τη γέννηση και είναι α) η συγγένεια σε ευθεία γραμμή, κατά την οποία το ένα πρόσωπο κατάγεται από το άλλο (πατέρας-γιος), και β) η συγγένεια εκ πλαγίου, κατά την οποία ο δεσμός μεταξύ των φυσικών προσώπων θεμελιώνεται στην καταγωγή τους από το ίδιο πρόσωπο (π.χ. αδέλφια), 2) σε συγγένεια εξ αγχιστείας, η οποία συνιστά τον δεσμό που θεμελιώνεται μεταξύ του συζύγου και των συγγενών του άλλου, η οποία διατηρείται και μετά τη λύση ή ακύρωση του γάμου βάσει του οποίου δημιουργήθηκε και 3) σε συγγένεια εξ υιοθεσίας, που είναι ο δεσμός που δημιουργείται με την τέλεση της υιοθεσίας ανάμεσα στον θετό γονέα και στο θετό τέκνο και ανάμεσα στον θετό γονέα και τους κατιόντες του θετού τέκνου, εφ όσον αυτοί γεννήθηκαν μετά την τέλεση της υιοθεσίας. Η κατοικία. Κατοικία θεωρείται ο σταθερός νομικός δεσμός του προσώπου με τον τόπο της κύριας και μόνιμης εγκατάστασής του (ΑΚ 51). Η κατοικία διακρίνεται περαιτέρω σε: 1) Εκούσια, για την απόκτηση της οποίας απαιτούνται δύο στοιχεία, αφ ενός το πραγματικό ή υλικό στοιχείο (corpus), που είναι το αντικειμενικό και πραγματικό γεγονός της εγκατάστασης του προσώπου σε έναν τόπο και αφ ετέρου το βουλητικό στοιχείο (animus), δηλαδή η πρόθεση του προσώπου να χρησιμοποιεί πράγματι τον συγκεκριμένο τόπο ως το κέντρο 3
των βιοτικών του σχέσεων (ΑΚ 51 εδ. α). 2) Νόμιμη ή αναγκαία, που είναι η κατοικία που αποκτάται βάσει διατάξεων του νόμου, ακόμα και αν δεν συντρέχουν τα προαναφερθέντα στοιχεία (ΑΚ 54). Παράδειγμα τέτοιας κατοικίας είναι η κατοικία των δικαστικών λειτουργών και η κατοικία των ανηλίκων που διαμένουν σε αυτήν των γονέων τους. 3) Ειδική, που είναι η κατοικία στην οποία το πρόσωπο ασκεί τις επαγγελματικές του δραστηριότητες (ΑΚ 51 εδ. γ). Η ιθαγένεια. Η ιθαγένεια αποτελεί τον νομικό δεσμό του προσώπου με ορισμένη πολιτεία. Η ηλικία. Η ηλικία είναι το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει αφ ης στιγμής το φυσικό πρόσωπο γεννήθηκε. Τα φυσικά πρόσωπα με βάση την ηλικία τους διακρίνονται σε α) ενηλίκους, και είναι αυτοί που έχουν συμπληρώσει το 18 ο έτος της ηλικίας τους και β) σε ανηλίκους, αυτοί που δεν το έχουν συμπληρώσει και διακρίνονται περαιτέρω αφ ενός σε νήπια, αυτοί που δεν έχουν συμπληρώσει το 10 ο έτος της ηλικίας τους και σε κυρίως ανηλίκους, αυτοί που το έχουν συμπληρώσει. Η ηλικία αποτελεί πολύ σημαντικό μέσο εξατομίκευσης του προσώπου γιατί, βάσει αυτής, διαμορφώνεται η ικανότητα για δικαιοπραξία του φυσικού προσώπου. 3. Προστασία της προσωπικότητας του φυσικού προσώπου Έννοια. Η προστασία της προσωπικότητας στον ΑΚ καθιερώνεται στη διάταξη του άρθρου 57, έχοντας λάβει και συνταγματική κατοχύρωση, στο άρθρο 2 παρ. 1, το οποίο προβλέπει ότι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας. Αν και δεν προκύπτει ορισμός της έννοιας τα προσωπικότητας στον ΑΚ, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι προσωπικότητα είναι όλες εκείνες οι αστάθμητες αξίες, οι οποίες απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου. Κύριες εκδηλώσεις του δικαιώματος της προσωπικότητας είναι: α) φυσική υπόσταση (ζωή, υγεία, σωματική ακεραιότητα), β) ψυχική υπόσταση (ψυχικός και συναισθηματικός κόσμος του φυσικού προσώπου, ψυχική ηρεμία και ανάπτυξη), γ) ηθική υπόσταση (τιμή, υπόληψη, αξιοπρέπεια) και δ) μέσα εξατομίκευσης του φυσικού προσώπου. Αξιώσεις. Προσβολή του δικαιώματος της προσωπικότητας υπάρχει σε περίπτωση επέμβασης σε μια ή περισσότερες από τις παραπάνω εκδηλώσεις της προσωπικότητας και θεμελιώνει τις εξής αξιώσεις: Α) Αξίωση για άρση της προσβολής (ΑΚ 57 παρ. 1 εδ. α), επαναφορά δηλαδή στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την προσβολή, η οποία πρέπει να είναι παράνομη και υφιστάμενη, με άλλα λόγια να προηγήθηκε και να υπάρχει κίνδυνος επανάληψής της ή να επίκειται. Β) Αξίωση για παράλειψη της προσβολής στο μέλλον (ΑΚ 57 παρ. 1 εδ. β). Γ) Αξίωση για αποζημίωση (ΑΚ 57 παρ. 2), σε περίπτωση κατά την οποία συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ΑΚ 914, αν δηλαδή υπήρξε παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά που ζημίωσε άλλον. Δ) Αξίωση για ικανοποίηση ηθικής βλάβης (ΑΚ 59), για ικανοποίηση δηλαδή της ψυχικής στενοχώριας που αισθάνεται το άτομο εξ αιτίας της προσβολής. Η ικανοποίηση μπορεί να συνίσταται σε καταβολή συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα ή ο,τιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστασία του ονόματος (ΑΚ 58). Το όνομα προστατεύεται κατ αρχήν από τις γενικές διατάξεις, ωστόσο όμως ο ΑΚ προβλέπει ειδική προστασία στην περίπτωση κατά την οποία υπάρχει αμφισβήτηση από 4
κάποιον του ονόματος εκείνου που το φέρει και όταν κάποιος χρησιμοποιεί παράνομα το όνομα τρίτου. Οι αξιώσεις είναι οι ίδιες όπως και σε περίπτωση προσβολής της προσωπικότητας. Προστασία των προϊόντων της διανοίας (ΑΚ 60). Πρόκειται για διάταξη η οποία καθιερώνει προστασία του δικαιώματος του δημιουργού σε προϊόντα της διανοίας του, όπως είναι η πνευματική ιδιοκτησία. Οι αξιώσεις που αναγνωρίζονται στο άρθρο αυτό είναι η αξίωση για άρση της προσβολής και μη επανάληψή της στο μέλλον, χωρίς να αποκλείεται και αξίωση αποζημίωσης για αδικοπραξία. Η διάταξη αυτή ωστόσο είναι περιορισμένης σημασίας, καθώς ειδικοί νόμοι ρυθμίζουν τα σχετικά με τα προϊόντα της διανοίας. 5