ΕΙΣΑΓΩΓΗ Πολύ λίγα έθνη από τα αρχαιότατα χρόνια παρουσιάζουν τέτοια διασπορά όσο το ελληνικό. Σε όλες τις περιόδους της μακράς ιστορίας των Ελλήνων, για διάφορες αιτίες, αυτοί ετράπησαν σε άλλες χώρες. Σε σύντομο, δε, χρονικό διάστημα ίδρυσαν εκεί πόλεις, μεταφέροντας τα ήθη και τον πολιτισμό τους και συντελώντας, έτσι, με το πνεύμα και την εργατικότητά τους, στην ανάπτυξη της καινούριας θετής πατρίδας τους. Τον αρχαίο ελληνικό αποικισμό στα παράλια της Μεσογείου ακολούθησε η εκπολιτιστική εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Με τις κατακτήσεις του εξαπλώθηκε ο ελληνισμός στις χώρες της Ασίας και της Βορείου Αφρικής. Η Αυστραλία απέβη από νωρίς προορισμός των απόδημων Ελλήνων. Πολλοί από αυτούς είχαν ως απώτερο σκοπό αφενός τη δημιουργία κάποιας περιουσίας, που θα επέτρεπε στις οικογένειές τους να ζήσουν με ευπρέπεια, αφετέρου τη μελλοντική τους επάνοδο στην πατρίδα. Ορισμένοι συνήθισαν με την πάροδο του χρόνου κι έμειναν για πάντα εκεί, επιστρέφοντας στην Ελλάδα μόνο για τις διακοπές τους. Υπήρξαν, όμως, κι εκείνοι που αποφάσισαν ενσυνείδητα να μείνουν στην Αυστραλία. Αυτοί, επομένως, είχαν κάθε συμφέρον να προσεγγίσουν την οικονομική και πολιτική ζωή της νέας τους πατρίδας. Ήταν σω-
14 ΓΙΑΝΝΗΣ & ΜΑΡΙΝΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ στό, λοιπόν, να εξάρουν την ελληνική τους καταγωγή με τρόπο και έργα που θα ήταν δημοφιλή σε αυτή τη χώρα. Η Αυστραλία ανακαλύφθηκε το 1606 από Ολλανδούς εξερευνητές. Οι Άγγλοι έστειλαν εκεί τους πρώτους αποίκους, οι οποίοι ήταν εξόριστοι κατάδικοι. Το 1788, ο Άρθουρ Φίλιπ έφτασε στην Αυστραλία ως αρχηγός αποστολής 11 πλοίων, με περίπου 1.000 άτομα, από τα οποία τα 700 ήταν κατάδικοι. Αυτοί ίδρυσαν την πρώτη αποικία κοντά στο σημερινό Σίδνεϊ.
ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ ΜΙΑΣ ΕΛΠΙΔΑΣ 15 ΣΟΦΙΑ Καστελόριζο, Ιούλιος του 1920 ΜΑΝΑ, ΜΑΝΑ! φώναζε το παιδί, τρέχοντας σαν το κατσίκι στο λιθόστρωτο δρομάκι. Πέρασε πρώτα από το λιμάνι και την κάτω συνοικία, το Μανδράκι, ύστερα ροβόλησε προς τα πάνω, στα Χωράφια. Εκεί δεν είχε λιθόστρωτο, μόνο ένα μονοπάτι μες στα χώματα και στις πέτρες που του πλήγωναν τα πόδια, μιας και τα παπούτσια του ήταν τρύπια κι έχασκαν έξω τα δάχτυλα. Μπήκε σε μια φτωχική αυλή, που από χρόνια είχε να δει άσπρισμα. Παραμέσα ήταν το σπίτι, ή καλύτερα η μισογκρεμισμένη τρώγλη της Αναστασίας Βραχνού, της χήρας με τα επτά παιδιά. Με τα επτά στόματα που ζητούσαν, όλο ζητούσαν, φαΐ, φροντίδα, αγάπη, μητρικό χάδι. Εκείνη, όμως, απόσωσε και δεν μπορούσε τίποτε απ όλα αυτά να δώσει, αφού όλα τής είχαν στερέψει. Ο ήλιος χτύπαγε στο σταυρό και πύρωνε τους τοίχους των σπιτιών, που ήταν χτισμένα γύρω από τον ξερό βράχο. Έβαφε τη θάλασσα μαλαματένια και ασημιά, ανάλογα από ποια πλευρά την έβλεπε κανείς εκεί ψηλά. Κάτω στο γιαλό, όμως, εκεί όπου έσκαγε το κύμα πάνω στα
16 ΓΙΑΝΝΗΣ & ΜΑΡΙΝΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ βότσαλα, τα κρυστάλλινα νερά άλλαζαν χρώμα και γίνονταν από σμαραγδένια, πρασινωπά, γαλάζια, αχνογάλανα. Τα σύννεφα δημιουργούσαν μεγάλες σκιές, που έτρεχαν πάνω στην επιφάνεια του νερού, αφήνοντας κάποιες αχτίδες του ήλιου να περνούν ανάμεσά τους και να κάνουν τη θάλασσα να στραφταλίζει εκεί όπου έπεφταν. Μπορεί το Καστελόριζο να ήταν φτωχό, ο ήλιος, όμως, του πρόσφερε απλόχερα το χρυσάφι του. Το παιδί μπήκε με την αναπνοή κομμένη από την τρεχάλα και σωριάστηκε στην ξερολιθιά της μάντρας. Μάνα, είπε λαχανιασμένο, ξέπνοο. Το καράβι για τον Περαία έφυγε. Πάει η Σοφία πια, έφυγε. Έφυγε για πάντα, μάνα, επανέλαβε και τα χείλη του πήραν να τρέμουν, ενώ δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια του. Η μεσόκοπη μαυροφορεμένη γυναίκα κούνησε το κεφάλι και αγέλαστη μπήκε μέσα στο φτωχικό. Γονάτισε μπρος στο εικονοστάσι. Προστάτεψέ την, Παναγιά μου, δώσε της φώτιση και δύναμη, φύλαξέ τη, ψιθύρισε αναστενάζοντας. Ύστερα, πάντα αγέλαστη, βγήκε πάλι στην αυλή και φώναξε στο παιδί αυστηρά: Σταύρο, άσε τα κλάματα, μόνο τρέχα στον μπακάλη να δεις μήπως έχει κανένα θέλημα για εσένα. Άντε, γιατί να ξέρεις πως για όποιον δε δουλεύει, φαΐ δεν υπάρχει. Ο Σταύρος, εκείνη τη στιγμή, σκέφτηκε πως η μάνα του είναι άσπλαχνη, κακιά και σκληρή. Κανέναν δεν αγαπάς εσύ, μουρμούρισε και πήρε τα πίσω μπρος προς την κατεύθυνση από την οποία ήρθε πρωτύτερα. Μόνο που τώρα δεν έτρεχε πια, έσερνε τα βήματά του βαριά
ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ ΜΙΑΣ ΕΛΠΙΔΑΣ 17 και η καρδιά του ήταν μαύρη, αφού η Σοφούλα, η μεγάλη του αδερφή, έφυγε. Αυτή που τον αγαπούσε, που στερούνταν το ψωμί για να μη μένει ο ίδιος πεινασμένος. Έφυγε για την ξενιτιά, την Αυστραλία. Πόσο μακριά είναι αυτό το μέρος; ρώτησε το αγόρι τον παπά κάτω στην προκυμαία. Πολύ μακριά, παιδί μου, του απάντησε εκείνος. Τόσο όσο να πάει κανείς στον άλλο κόσμο. Ο Σταύρος, από αρκετές μέρες τώρα, ήξερε πως η Σοφία θα φύγει. Είχε ακούσει την κουβέντα της με τη μάνα. Αχ, μητέρα! Δε θέλω να πάω εκεί, δεν μπορώ μακριά από εσάς, δε θέλω. Γιατί, γιατί, μάνα, πρέπει να σας αφήσω; Φοβάμαι, δε θα ξέρω κανέναν εκεί, θα είναι αλλιώς εκείνοι οι άνθρωποι, δε μιλάω και τη γλώσσα τους. Όχι, όχι, έλεγε η κοπέλα και τα μάτια της έτρεχαν σαν βρύσες. Πρέπει, θυγατέρα, δεν έχουμε άλλη λύση. Θα πεθάνουν από την πείνα τα μικρότερα αδέρφια σου. Εγώ μεγάλωσα πια, κάμω ότι ημπορώ, μα δε σώνω. Αφότου πνίγηκε ο πατέρας σου, δε βλέπεις που το σπίτι ρήμαξε και γκρεμίζεται; Δε γίνεται με πέτρες να θρέψω τόσα στόματα. Πώς να κάνω θαύματα; Θα έφευγα εγώ στη θέση σου, μόνο είμαι μεγάλη και τα κόκαλά μου δε βαστούν, ούτε το ταξίδι δε θα βγάλω. Εσύ είσαι γερή, μπορείς, αντέχεις. Θα πας στη Μελβούρνη, μεγάλη πόλη λένε, σπουδαία, τρανή. Εκεί, η θεία σου η Μαλάμω, με το μακαρίτη τον άντρα της, έκαμαν μεγάλη προκοπή, εστιατόριο από τα καλύτερα. Θέλουν ένα κορίτσι για τη λάντζα. Θα έχεις και εξασφαλισμένο κρεβάτι για να κοιμηθείς και φαΐ να χορταίνεις. Όχι, μάνα, σε παρακαλώ, εκλιπαρούσε η Σοφία και δε σταματούσε να κλαίει. Μάνα, μην είσαι άσπλαχνη, μη με διώχνεις μακριά σας.
18 ΓΙΑΝΝΗΣ & ΜΑΡΙΝΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Σοφία, είπε εκείνη τραχιά, είσαι η τελευταία μας ελπίδα. Εμένα θαρρείς πως δε σπαράζει η καρδιά μου; Όμως είναι και τα μικρά, κυρίως η Σταματούλα, που όλο βήχει. Χρειάζεται φάρμακα, κόρη μου, γιατί αλλιώς... Σε αυτά τα λόγια η Σοφία έσκυψε το κεφάλι και δεν έφερε πια καμιά αντίρρηση. Η αρρώστια της μικρότερης αδερφής της ήταν γεγονός αδυσώπητο και κλόνισε κάθε της αντίσταση. Εντάξει, συμφώνησε βαριά. Τόση ώρα που μιλούσαν, έσφιγγε με απελπισία τα χέρια και τα δάχτυλά της είχαν μουδιάσει. Κοίτα, Σοφία, μην τον βλέπεις και τόσο τρομερό το μισεμό. Θα στέλνεις σ εμάς χρήματα, θα βάζεις και στην άκρη ώστε να κάμεις προίκα και να παντρευτείς. Πού ξεύρεις; Μπορεί εκεί να στεφανωθείς κανέναν πλούσιο άντρα. Όμορφη είσαι, κόρη μου. Μάνα! ούρλιαξε βραχνά η κοπέλα. Δεν ντρέπεσαι; Για πούλημα με στέλνεις; Αυτά είπε και, βαρώντας την πόρτα ξοπίσω της, ροβόλησε προς το μικρό κόρφο κάτω από το βράχο, που ήταν κρυμμένος από τις θαλασσινές σπηλιές. Την πήρε στο κατόπι ο Σταύρος και την παραφύλαξε από μακριά. Εκείνη έπεσε στα γόνατα πάνω στα βότσαλα και σπάραζε στο κλάμα. Με ορθάνοιχτα μάτια, αγριεμένα από το κακό που τους πλάκωσε, το αγόρι κοίταζε την αδερφή του που θρηνούσε και οδυρόταν. Δεν μπορούσε, όμως, να δει και τη μάνα πίσω, στο άθλιο σπιτικό τους. Αυτή έκλαιγε βουβά, για να μην ακούγεται. Βουβά και σιωπηλά, και ο δικός της ο καημός είχε την παγωμάρα και την αγριάδα της απελπισίας και του θανάτου. Αχ, Σοφία! μουρμούριζε σιγανά. Τι να σε κοροϊδεύω; Σάματις με το φευγιό σου θα σωθεί η Σταματούλα;
ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ ΜΙΑΣ ΕΛΠΙΔΑΣ 19 Η σκληρή ζωή την είχε κάνει άπιστη. Δεν έβλεπε φως από πουθενά και δεν είχε καμιά ψευδαίσθηση, ούτε καμιά ελπίδα. (Όμως, όταν οι ουρανοί είναι ανοιχτοί, οι θυσίες των ανθρώπων δεν πάνε χαμένες. Πολλά χρόνια αργότερα, η Σοφία έβαλε την αδερφούλα της σε ένα μεγάλο νοσοκομείο στην Αδελαΐδα, κι έτσι το κορίτσι σώθηκε...) Πεσμένη τώρα η κοπέλα πάνω στη μικρή παραλία, είχε σταματήσει να κλαίει. Στέρεψαν πια τα δάκρυά της. Το νερό που έγλειφε τις στρογγυλές πέτρες είχε μουσκέψει τη φούστα και τα πόδια της. Εκείνη, αναστενάζοντας βαριά, κοίταζε τα γαλανά νερά του τόπου της και σκεφτόταν πως ίσως ποτέ πια δε θα βλεπε το Καστελόριζο. Και δεν ήξερε για τι πράγμα πονούσε πιότερο. Για το χωρισμό από τα αδέρφια και τη μάνα της, την ξενιτιά ή που δε θα αντίκριζε ξανά την κρυστάλλινη θάλασσα και τα βράχια της πατρίδας της; Δεκαεπτάχρονη κοπέλα ήταν η Σοφία. Όμορφη σαν τον ήλιο, ξανθή, με μάτια πιο γαλάζια κι από το Αιγαίο πέλαγος, λυγερή και ψιλόκορμη. Σε άλλες εποχές, και μόνο με την ομορφιά της θα βρισκε εύκολα γαμπρό, δε θα χρειαζόταν να ξενιτευτεί. Το Καστελόριζο, όμως, περνούσε τα πάνδεινα και οι περισσότεροι νέοι έφευγαν και μετανάστευαν. Δεν είχαν νου για γάμους. Η επιβίωση ήταν η πρωταρχική τους ανάγκη. Η Σοφία έτρεφε από παιδί στην καρδιά της έρωτα για κάποιο γειτονόπουλό τους. Τώρα, φεύγοντας, έχανε πια το όνειρο της κρυφής αγάπης, της κρυφής ταραχής, τις κρυφές ελπίδες... Η ξενιτιά κι ο χωρισμός, η πίκρα, η αγάπη. Τα τέσσερα ζυγίστηκαν να δουν το ποιο βαραίνει.
20 ΓΙΑΝΝΗΣ & ΜΑΡΙΝΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ Της ξενιτιάς βαρύτερο ν πό όλα τα γκιντέρια. Χωρίζουν μάνες και παιδιά Κι η γης ανατρομάζει. Χωρίζουν αδέρφια καρδιακά και δέντρα ξεριζώνουν. Χωρίζουνε τ αντρόγυνα τα πολυαγαπημένα. Στον τόπο που χωρίζουνε χορτάρι δε φυτρώνει.* Ο Σταύρος συνέχισε να κοιτάζει με μάτια τρομαγμένα το σπαραγμό της Σοφίας. Ήταν μικρός, όμως, και δεν μπορούσε να καταλάβει αυτό που είχε συμβεί. Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν η μια δυστυχία που έβρισκε το Καστελόριζο ήταν βαρύτερη από την άλλη, τότε θα συλλογιζόταν πως ήταν για το καλό τους που η Σοφία μίσεψε κι άνοιξε δρόμο και για τους άλλους. Ωστόσο, μια φράση της αντηχούσε στα αφτιά του σαν το βόμβο μελισσιού και τον βασάνιζε ακόμα και στα όνειρά του. Μάνα! Δεν ντρέπεσαι; Για πούλημα με στέλνεις; Η εικόνα της αδερφής του με τα μαλλιά ξέπλεκα, ριγμένης στα γόνατα πάνω στα βότσαλα, δε θα έφευγε ποτέ από τα μάτια του. Η Σοφία έκλαιγε με λυγμούς και ο Σταύρος, που δεν το άντεχε, έκλεινε τα αφτιά με τα χέρια του για να μην ακούει τα αναφιλητά της. Τον αναστάτωναν, τον αγρίευαν, φοβόταν και δεν ήθελε να τη βλέπει έτσι. Έφυγε τρέχοντας μακριά από τον κόρφο και μερικά αγριοπερίστερα που κλωσούσαν στα βράχια τα αβγά τους τρόμαξαν και πέταξαν κι αυτά μακριά. Τον ακολούθησαν από ψηλά, μέχρι που εκείνος μπήκε στο μισογκρεμισμένο τους σπίτι και κρύφτηκε κάτω από το κρεβάτι, μέχρι να περάσει το κακό... * Δημοτικό τραγούδι.
ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ ΜΙΑΣ ΕΛΠΙΔΑΣ 21 Η Σοφία στεκόταν στο κατάστρωμα του καραβιού κι ένιωθε τη ζωή της να χάνεται. Τα πόδια της είχαν ριζώσει εκεί γιατί αποχωριζόταν ό,τι αγαπούσε. Κοίταζε το Καστελόριζο να απομακρύνεται και στη θέση της καρδιάς είχε ένα τεράστιο κενό. Από μακριά έβλεπε τον ήλιο να φωτίζει τις πλαγιές και τους βράχους. Στα χωράφια δεν υπήρχε κανείς. Ερήμωσαν, αφού τόσοι και τόσοι έφευγαν στα ξένα. Αντίο, αντίο, αγάπη μου, Εγώ τώρα φεύγω. Αχ, πικρή μου γη, Πικρή και όμορφη. Τριγύρω ο ουρανός είναι ατέλειωτος Και τα πρόσωπα σκληρά σαν πέτρα. Τα χέρια κουρασμένα από μια γη χωρίς καρπούς κι ελπίδα. Αντίο, αντίο, αγάπη μου, Εγώ τώρα φεύγω, Πικρή μου γη και όμορφη. Μέσα από τις ελιές ήδη βγαίνει το φεγγάρι. Ένα παιδί κλαίει, Βυζαίνοντας σε στήθος στέρφο, χωρίς γάλα Αντίο, αντίο, αγάπη μου, Εγώ τώρα φεύγω, Πικρή μου γη, πικρή και όμορφη.* Ανάθεμά σε, φτώχεια! Αχ, πατρίδα, που κατασπαράζεις τα παιδιά σου. Πώς να ζήσει κανείς με νερό γλυφό, με ψωμί ξερό και πικρό; Πώς να ζήσει κανείς χωρίς δουλειά; Τότε όλα γίνο- * Ελεύθερη απόδοση από παραδοσιακό τραγούδι της Νότιας Ιταλίας για τους μετανάστες που εγκαταλείπουν τη γη τους.
22 ΓΙΑΝΝΗΣ & ΜΑΡΙΝΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ νται στεγνά και στείρα. Η γη δε γεννάει για να καρπίσει. Τι κι αν βρέχει; Στη μαύρη πέτρα δε φυτρώνει χορτάρι, μήτε λουλούδι. Έρωτας δε γεννιέται και τραγούδι δεν ακούγεται, ούτε γέλιο παιδικό. Η ψυχή της Σοφίας θρηνούσε. Τα δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια της ποτάμι. Άνοιξε τα χέρια για να αγκαλιάσει αυτό το μικρό κόσμο που ήταν το σύμπαν της. Να αγκαλιάσει τα χρώματα, τα ακούσματα, τις μυρωδιές. Τι θα της έφερνε το μέλλον; Άγνωστο. Το παρόν, όμως, ήταν σκληρό και άδικο για ένα λουλουδάκι του βράχου, λουλουδάκι μόλις δεκαεπτά χρόνων... Το 1840 περίπου άρχισε η μετανάστευση των Ελλήνων προς την Αυστραλία. Συνολικά, πάνω από 250.000 συμπατριώτες μας εγκαταστάθηκαν στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία, ενώ στην απογραφή που έγινε στην Αυστραλία το 2001 είχαν δηλώσει Έλληνες 449.007 άτομα και Ελληνοκύπριοι 79.000. Η Μελβούρνη είναι το κέντρο του ελληνισμού της Αυστραλίας, με 188.000 Έλληνες και 50.000 Ελληνοκύπριους. Ακολουθεί το Σίδνεϊ με 153.000. Οι περισσότεροι είναι δημόσιοι υπάλληλοι ή επιχειρηματίες. Η Μελβούρνη έχει σήμερα 4.000.000 κατοίκους. Το 5% είναι μετανάστες από την Αγγλία, το 2% από την Ιταλία, το 2% από το Βιετνάμ και το 2% από την Ελλάδα. Το Σίδνεϊ έχει 4.500.000 κατοίκους, με ίδια ποσοστά μεταναστών. Το Καστελόριζο στις αρχές του 20ού αιώνα γνώριζε μεγάλη ακμή. Τότε είχε 12.000-14.000 κατοίκους. Το 1904-1905, που η Τουρκία στρα-
ΤΟ ΧΑΡΑΜΑ ΜΙΑΣ ΕΛΠΙΔΑΣ 23 τολογούσε νέους, ξεκίνησε η μετανάστευση. Το 1913, με τη βοήθεια των πολεμιστών από την Κρήτη, οι κάτοικοι του Καστελόριζου έκαναν επανάσταση και οι λιγοστοί Τούρκοι που ήταν εκεί έφυγαν. Οι νησιώτες ζήτησαν ένωση με την Ελλάδα, αλλά αυτή δεν έγινε. Στις αρχές του Αʹ Παγκόσμιου Πολέμου, οι Γάλλοι επιδίωξαν να εγκαταστήσουν ναυτική βάση εκεί. Με πονηριά κατέλαβαν το Καστελόριζο το Δεκέμβριο του 1915. Η γερμανική πυροβολαρχία, εγκαταστημένη απέναντι στις τουρκικές ακτές, άρχισε να ρίχνει οβίδες κατά του νησιού. Οι Γάλλοι, με τη βοήθεια του λαού, αντιμετώπισαν τους εχθρούς και τον Οκτώβριο του 1920 το Καστελόριζο τιμήθηκε με παράσημο ανδρείας και πήρε τιμητικό δίπλωμα από τη Γαλλική Δημοκρατία. Ωστόσο, ακόμα μία φορά ο ελληνικός λαός προδόθηκε από τις δυνάμεις της Ευρώπης. Η Γαλλία, την 1η Μαρτίου 1921, παραχώρησε στους Ιταλούς το νησί, αφού πήρε μεγάλη αμοιβή γι αυτό. Όλα τότε μαράζωσαν και σταμάτησαν. Το εμπόριο, η ναυτιλία, τα γράμματα. Οι κάτοικοι του Καστελόριζου δεν άντεξαν την ιταλική κυριαρχία σε συνδυασμό με τη Μικρασιατική Καταστροφή και άρχισαν να ξενιτεύονται. Πάρα πολλοί μετανάστευσαν στην Αυστραλία και την Αίγυπτο. Έτσι, ο πληθυσμός του Καστελόριζου έπεσε σε 2.000 κατοίκους. Το 1926, ένας δυνατός σεισμός γκρέμισε πάρα πολλά από τα σπίτια, και η φυσική καταστροφή προστέθηκε στην αλυσίδα της πίκρας. Στο Βʹ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ελάχιστος πλέον πληθυσμός υποδέχτηκε με ενθουσιασμό τους Άγγλους κομάντο που επιβιβάστηκαν στους βράχους του νησιού. Όμως γι αυτό υπέστη άγριους βομβαρδισμούς από τους Γερμανούς, που μάχονταν εναντίον των Συμμάχων. Έτσι γκρεμίστηκαν όσα ελάχιστα σπίτια είχαν απομείνει. Όλοι οι κάτοικοι εγκατέλειψαν το νησί και βρέθηκαν πρόσφυγες. Άλλοι στα τουρκικά παράλια, άλλοι στη Γάζα της Παλαιστίνης. Μόνο η Δέ-
24 ΓΙΑΝΝΗΣ & ΜΑΡΙΝΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ σποινα Αχλαδιώτη, η περίφημη «Κυρά της Ρω», παρέμεινε εκεί και κάθε πρωί σήκωνε την ελληνική σημαία επί σαράντα χρόνια. Μετά την απελευθέρωση κατέφθασαν στο Καστελόριζο Βρετανοί στρατιώτες και λεηλάτησαν τα εγκαταλειμμένα σπίτια. Όταν, όμως, θέλησαν οι κάτοικοι να γυρίσουν πίσω, αυτοί έκαψαν την πλουσιότερη περιοχή, για να καλύψουν τη λεηλασία. Κάηκαν 1.400 σπίτια. Το 1945, οι πρόσφυγες επέστρεψαν σε τρεις ομάδες. Στην τελευταία αποστολή πήρε φωτιά το πλοίο τους και πνίγηκαν 33 επιβαίνοντες, χώρια αυτούς που κάηκαν. Το δύσμοιρο νησί λεηλατήθηκε, κάηκε, βομβαρδίστηκε και καταστράφηκε τελείως. Ήταν κάτω από την κυριαρχία των Βρετανών μέχρι το 1947. Από τότε πια ενώθηκε με την Ελλάδα. Τραγική ιστορία, που δικαιώνει τη λαϊκή ρήση «όπου φτωχός κι η μοίρα του». Όμως όσο χτυπάει η καρδιά κάθε Έλληνα από αυτό τον τόπο, η ελπίδα και η προκοπή τους θα αποτελούν ζωντανό παράδειγμα σε όποιο μέρος της Γης κι αν ζήτησαν καταφύγιο στη μαύρη συμφορά τους. Το Καστελόριζο κάποτε ήταν ένδοξο. Στη συνέχεια γνώρισε μύρια όσα δεινά, ωστόσο οι σπαρμένοι σε όλο τον κόσμο κάτοικοί του αποδεικνύουν ότι μπορεί «τα δαχτυλίδια να έπεσαν, τα δάχτυλα, όμως, έμειναν» πάνω σε χέρια άξια και δουλευτάρικα.* * Ελεύθερη απόδοση από το σχετικό λήμμα της Wikipedia.