O Μικρός Πρίγκιπας συναντά τον Κύριο Καζαντζάκη



Σχετικά έγγραφα
Λες, δεν διαφέρεις. Δεν είναι ομαδική παράκρουση, ο πόνος. Σκυμμένοι άνθρωποι, στα στασίδια.

ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΣΙΛΕΡ. ποιήματα

«Η Σ Κ Ο Ν Η Τ Ο Υ Ρ Ο Μ Ο Υ»

με περίμενε τόσο καιρό. σ εκείνη, λοιπόν

Γεράσιμος Μηνάς. Εγώ κι εσύ

ÄÉÌÇÍÉÁÉÁ ÅÊÄÏÓÇ ÅÍÇÌÅÑÙÓÇÓ ÊÁÉ ÐÍÅÕÌÁÔÉÊÇÓ ÏÉÊÏÄÏÌÇÓ ÉÅÑÁ ÌÇÔÑÏÐÏËÉÓ ÈÅÓÓÁËÏÍÉÊÇÓ ÉÅÑÏÓ ÍÁÏÓ ÌÅÔÁÌÏÑÖÙÓÅÙÓ ÔÏÕ ÓÙÔÇÑÏÓ

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ. ΠΡΟΣΩΠΑ του ΕΡΓΟΥ. 425 π.χ. α Βραβείο ΑΧΑΡΝΗΣ. ΜΕΓΑΡΕΥΣ: Αγρότης από τα Μέγαρα. Έρχεται να πουλήσει προϊόντα στην αγορά του ικαιόπολη.

Ελληνικά τραγούδια. Και θα χαθώ Μόνο στα όνειρα Όνειρο ζω Χέρια ψηλά Χωρίς αναπνοή... 6

Η ΡΕΘΥΜΝΟΧΑΧΑΝΟΥΠΟΛΗ. Ένα βιβλίο που δε διάβασε κανείς!

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ ΚΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ενορία Ι. Ν. Αγ. Αθανασίου Ευόσµου Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών Γυµνασίου-Λυκείου

ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΟ ΛΕΜΟΝΟΔΑΣΟΣ

2 Ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΔΑΦΝΗ ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ ΕΛΛΗΝΟΓΑΛΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ JEANNE D ARC Α ΤΑΞΗ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΤΙΤΛΟΣ : NADIFUS ILIBRIBUS

Το μάτι του Ελέφαντα. Χριστόφορος Ακριτίδης

Γεράσιμος Μηνάς. Γυναίκα ΠΡΩΤΟ ΑΝΤΙΤΥΠΟ

ΔΈΚΑ ΕΓΓΌΝΙΑ έχει η νόνα Χελώνα και τους λέει κάθε

Παραμύθια. που γράφτηκαν από εκπαιδευόμενους / ες του πρώτου επιπέδου κατά τη σχολική χρονιά στο 1ο Σχολείο Δεύτερης Ευκαιρίας Λάρισας

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΑΝΕΜΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ

ΘΥΜΙΟΥ ΑΓΓΕΛΙΔΗ-ΕΥΑΓΓΕΛΙΔΗ ΕΛΠΙΝΙΚΗ

Ο ΚΑΛΟΣ ΚΑΙ Ο ΚΑΚΟΣ. Μαρία και Ιωσήφ

Δανάη Τασιούλη ΔΙΔΥΜΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ. Η Στοιχειωμένη Μοίρα. εκδόσεις ΙΒΙΣΚΟΣ

ΤΑΤΙΑΝΑ. θέλω..." Δεν πρέπει να θέλω! Ξέρω το πρέπει θα μου πεις δεν υπάρχει. Ή φλερτάρεις με το ρίσκο ή μένεις στο ίδιο σημείο μιά ζωή...

κοντά του, κι εκείνη με πόδια που έτρεμαν από το τρακ και την καρδιά της να φτερουγίζει μες στο στήθος ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα.

Κώστας Σφενδουράκης ΝΙΚΗ ΤΩΝ ΤΕΤΡΙΜΜΕΝΩΝ.

Στις κόρες µου Χριστίνα και Θάλεια

ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ. Γενικές πληροφορίες Πού βρίσκομαι;

ΜΑΡΙΑ ΚΑΚΑΒΟΓΙΑΝΝΗ. Ένας χρόνος θύελλα

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΚΑΣ ΝΙΚΟΛΕΤΑΣ

1 Μελογονής: Ο γλυκός σα μέλι γονέας. 2 Νικλιάνος: Ο καταγόμενος από αριστοκρατική και ισχυρή γενεά της Μάνης.

Κεφάλαιο 2. αβάλα στ άλογά τους, οι ιππότες πέρασαν

Μες στις παλάμες η αγάπη

Μυρίζει Μπαρούτι. Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Πουλής. Βοηθός Σκηνοθέτη: Ντίνα Μαυρίδου


Ιωάννά νοτάρά Χαμένες άγάπες

Στον 20ό αιώνα ζούμε, μαμά, όχι στο Μεσαίωνα. Για όνομα του Θεού! Οι γυναίκες έχουν πάρει πια τη ζωή στα χέρια τους. Άσε με στην ησυχία μου, έχω άλλα

ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΟΥΔΟΥΡΗΣ Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΣΤΟ ΑΣΥΛΗΠΤΟ ΑΝΑΤΡΕΠΟΝΤΑΣ ΤΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΣΤΟ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ

ΦΑΙΔΩΝ (Περί Ψυχής) (αποσπάσματα)

Ι1ΑΙ1Α-ΕΥΘΥΜ10Σ στο πάνθεο των αγίων του Καθηγητή Νίκου Πετρόχειλου

ο σούρουπο είχε απλώσει το σκοτεινό υφάδι του, κεντημένο με περισσή στοργή από τη μητέρα του, τη μαρμαρυγή. Τιτιβίσματα πτηνών ορμούσαν μες στην

Ξημέρωμα 18 Φεβρουαρίου 2012

Ελεγεία και Σάτιρες-Κώστας Καρυωτάκης schooltime.gr-ποίηση

ANNA TENEZH Η αρχοντοπούλα με την πέτρινη καρδιά

Μα ναι, τι χαζός που ήταν! Γυναικεία ήταν η φιγούρα που στεκόταν μπροστά στη μεγάλη μπαλκονόπορτα του δεύτερου

ΑΝΝΑ ΤΕΝΕΖΗ. ΑΝΤΙΟ ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, ΜΗΤΕΡΑ (Θεατρικό μονόπρακτο)

Copyright 2014: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ & Ήρα Ραΐση

Διαθεματική προσέγγιση στον Καβάφη μια απόπειρα διδακτικής προσέγγισης

Ιωάννά νοτάρά Στη σκιά του πάθους

Μί#ης Χ. Γεωργό-ουλος. ένα βότσαλο δυο λόγια

Κι εγώ τι θα κάνω μόνη μου τις Κυριακές; Έχεις εμένα, αγάπη μου. Εσύ κάθε μέρα είσαι στο μαγαζί και τις Κυριακές πηγαίνεις

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού

Ο ΚΟΝΤΟΡΕΒΥΘΟΥΛΗΣ ΜΟΥ

ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ. Μαυρίδου Μάρθας Α.Μ

Ιλιάδα Έπος. Όμηρος Μετάφραση Αλέξανδρου Πάλλη Αθήνα, 1936, Εστία. Περιεχόμενα:

ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΑΝΑΨΕΙΣ ΕΝΑ ΚΕΡΙ ΠΑΡΑ ΝΑ ΚΑΤΑΡΙΕΣΑΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ

Χαράµι. Σουγιούλ/Τραϊφόρος

ΤΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ... Αναρωτηθήκατε ποτέ, άραγε, γιατί αν όλ αυτά που θα θέλαμε

Μικρός Ευεργετινός. Μεταφρασμένος στη Δημοτική

Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ 13 ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Μια νύχτα που σκάλιζα τα πράγµατά µου βρήκα ένα σηµείω-

Κώστας Λεµονίδης Σταθµός 2ος

Τρέχω στο μπάνιο και βγάζω όλη τη μακαρονάδα.

Άδειο που φαίνεται το σπίτι ε, σκύλε; Εσύ κοίτα να κάτσεις ήσυχος σε τούτα δω τα βράχια, Γουίλο.

ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ 20 ου ΚΑΙ ΤΟΥ 21 ου ΑΙΩΝΑ.

ΟΝΟΜΑ ΣΧΟΛΕΙΟΥ: ΙΑ ημοτικό Σχολείο Πάφου (Αγίου Σπυρίδωνα)

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΑΙ ΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΠΑΙ ΑΓΩΓΙΚΟ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ

Ο ΕΡΑΣΤΗΣ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥΡΙΑΚΟΥ. Έτσι άρχισαν όλα

Μια νέα φωτεινή σελίδα της ιστορίας μας

ΚΩΣΤΑΣ ΒΟΥΛΑΖΕΡΗΣ. ο Βασιληάς οι Νύφες. η Μαύρη Δράκαινα

"Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΚΑΛΟ!" (χριστουγεννιάτικο θεατρικό): Μαρία Κίτρα

Κρύων της Μαγνητικής Υπηρεσίας. Πνευματική Ανατομική. Μάθημα 3ο ~ Εργασία με το Κόλον

Αρμέγει δήθεν ο Γιώργος τα πρόβατά του κάθε πρωί και γεμίζει καρδάρες με γάλα το οποίο αποθηκεύεται σε δοχεία μεγάλης χωρητικότητας και μεταφέρεται σ

ραψωδία E Διομήδους ἀριστεία (Tα κατορθώματα του Διομήδη)

Η Πλουσία, μια γυναίκα με πάθος και θέληση για ζωή, δεν είναι μόνο η ευνοημένη των κερασιών και της μοίρας μάνα, σύζυγος, αδελφή όχι μόνο αυτή που

22:1,2 Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΝ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΝ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ ΚΑΙ ΧΕΡΡΟΝΗΣΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΣ

ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

Διδαχες. Προτού γράψεις, σκέψου. Προτού κατακρίνεις, περίμενε. Προτού ξοδέψεις, κέρδισε. Προτού προσευχηθείς, συγχώρα,

«Λοιπόν, έχουμε και λέμε Αθανάσιος Παπανικολάου, ετών 99, Κωνσταντίνα η σύζυγος, τρία παιδιά, οχτώ εγγόνια»

Τζέλιος Κ. Δημήτριος

Τίτλος του διηγήµατος: Το γουρούνι µε τα ξύλινα ποδάρια

Το Ταξίδι Απελευθέρωσης

ΤΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΑΚΡΑ

Γιάννης Υφαντής ΓΚΆΤΣΟΣ Ο ΠΕΛΑΣΓΙΚΌΣ. Οι ποιητές

Τι έγινε και γιατί έγινε

Λόγος Επίκαιρος. Αυτοί που είπαν την αλήθεια, τι κατάλαβαν από τη ζωή; ΛΕΝΕ!!! Και αυτοί που δεν την είπαν, τι κατάλαβαν από τη ζωή; ΛΕΜΕ!!!

Το ωραιότερο πράγμα του κόσμου

THE G C SCHOOL OF CAREERS NICOSIA ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ. Σχολική χρονιά ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Το Κάλεσμα του Αγγελιοφόρου

7:30 μ.μ. στην. Μασσαλίας. οδό. Μασσαλίας. οδό. Ροδούλα Ζορµπά Ελένη Καρακατσάνη Ελευθερία Μπαφαλούκα Έλσα Παντοπούλου Κίρκη Ραφαηλίδου Ρόη Σκάρα

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ 28 ης ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΟΥ ΜΙΛΗΣΕ ΣΤΗ ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ

ΕΤΣΙ ΚΙ ΑΛΛΙΩΣ... ΚΑΛΗΜΕΡΑ

TA BIBΛIA ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ ΣTIΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

κόντευε να σβήσει, το μόνο που απέμενε ήταν η κοκκινωπή λάμψη των κάρβουνων που τσιτσίριζαν. Μέσα στο σακίδιό μου βρισκόταν όλη μου η περιουσία: τζιν

ΤΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΑ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΑ

και άσε τον Κύριο να βρει ποιοί είναι σι δικοί του. Και τώρα, σ' αυτό το παλτό κάστρο του δάσους, οι κόρες του, που μόλις γίνανε γυναίκες,

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ

ΠΛΑΤΩΝΟΣ «ΠΟΛΙΤΕΙΑ» ΕΒΔΟΜΟ ΒΙΒΛΙΟ. ( «Ο Μύθος του Σπηλαίου» )

7. Βύργερ, "Λεονώρα", στον τόμο: Λορέντζος Μαβίλης, Τα Έργα, Αλεξάνδρεια, εκδ. του λογ. περ. Γράμματα, 1915, σσ

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών ηµοτικού Α Περίοδος

Transcript:

O Μικρός Πρίγκιπας συναντά τον Κύριο Καζαντζάκη στο δρόμο της Αναζήτησης!

Ο Μικρός Πρίγκιπας συναντά τον Κύριο Καζαντζάκη στο δρόμο της Αναζήτησης... Copyright 2013 Χρήστος Τσαντής Πίνακας εξώφυλλου: Μαρία Τσαντή Σελιδοποίηση: Παντελής Μπακάλης Επιμέλεια: Βλασία Λάγιου Σεβαστή Σημαντήρη Με την υποστήριξη του:

O Μικρός Πρίγκιπας συναντά τον Κύριο Καζαντζάκη στο δρόμο της Αναζήτησης! Νουβέλα Χρήστος Τσαντής Νοέμβρης 2012

Αχνό φως, ροδοκόκκινο, έβαψε τον ορίζοντα. Δεν ήξερα αν έμοιαζε με λιόγερμα ή με χαραυγή ετούτη η σκηνή. Λες και ξημέρωσαν λευκές νύχτες. Οι μέρες μας βυθίστηκαν μέσα σε πέλαγα πνιγμένα στους ατμούς και στο βαθύ μπλε της θάλασσας. Χρώματα του ονείρου σκέπαζαν ζεστά το ξύπνιο μας αλλά μόνο σαν έκλεινες τα μάτια μπορούσες πραγματικά να το δεις και να το νιώσεις. Έτσι το έπαθα κι εγώ. Ένα βράδυ χουχουλιάζοντας μέσα στις κουβέρτες, κάνοντας σκέψεις για το πιο μικρό φιλί του κόσμου και την ανάσα μου που λείπει, ονειρεύτηκα κι άφησα τη σκέψη μου να ταξιδέψει μακριά. Τόσο μακριά, που ήταν σα να έφτασα στην άκρη της ψυχής μου. Την είδα. Τη χαιρέτησα κι αυτή χαμογέλασε. Σήκωσε αργά το χέρι όλο σκέρτσο και νάζι. «Γεια χαρά» μου είπε, «σε θυμάμαι. Χαλάρωσε... αφέσου στο όνειρο λοιπόν... να ταξιδέψουμε μαζί. Μπορείς;» Πίσω από την ιστορία που θα σου διηγηθώ, υπάρχει μια άλλη, παράλληλη. Η μια είναι-όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε-πραγματική. Η δεύτερη ακροβατεί στο μεταίχμιο δύο κόσμων. Στα σύνορα της φαντασίας. Εκεί που μας ταξιδεύουν τ άστρα. Εκεί που όλα μπορούν να συμβούν. Πριν βιαστείς να βγάλεις συμπέρασμα, ρίξε μια ματιά στις αράδες κι ίσως οι λέξεις να βοηθήσουν. Ίσως και να σε τρομάξουν. Δεν μπορώ να σου εγγυηθώ για τίποτα. Εσύ ξέρεις!

«Όλοι οι μεγάλοι ήταν κάποτε παιδιά (όμως λίγοι τους το θυμούνται).» Αντουάν Ντε Σαιντ-Εξυπερύ, «Ο Μικρός Πρίγκιπας».

Κάποτε, να... σαν χθες, σ ένα μέρος που βρίσκεται πολύ μακριά από δω αλλά και τόσο κοντά μας που κανείς δεν βάζει με το νου του, περπατούσε ανέμελα ένας νέος. Είχε τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού του. Χαμογελούσε. Έστρεψε τα μάτια του στον ουρανό, χαζεύοντας τα αστέρια που κρέμονταν από πάνω του σαν διάφανη οροφή του κόσμου. Ήταν τόσα πολλά, τόσο ίδια, μα και διαφορετικά, όπως τα βότσαλα στο ακρογιάλι, χιλιάδες, αναρίθμητα. Φορούσε κομμάτια από ρούχα πολύχρωμα και μια μικρή τσάντα στην πλάτη του. Αν κάποιος τύχαινε να τον συναντήσει, μάλλον δεν θα τον έπαιρνε στα σοβαρά. Έμοιαζε σαν εικόνα από παραμύθι που μόνο στη φαντασία μας μπορούσε να διαδραματιστεί και ποτέ στην αληθινή ζωή! Κοιτούσε δεξιά-αριστερά κι έκανε βόλτες γύρω από τον εαυτό του σαν να μην γνώριζε πώς βρέθηκε εκεί. Σα να είχε χαθεί. Πίσω του ένας πέτρινος τοίχος, απομεινάρι ίσως κάποιου παλιού μισογκρεμισμένου σπιτιού. Ενός αρχοντικού από άλλη εποχή που μας άφησε μια πλευρά του στο διάβα του χρόνου σαν ανάμνηση. Ένα παράθυρο κλειστό, χωρίς παντζούρια. Μια ξεφτισμένη κουρτίνα άφηνε το φως του φεγγαριού να περάσει. Πλησίασε στο παράθυρο. Το άνοιξε σιγά-σιγά. Πήρε μια βαθιά ανάσα. Το πρόσωπο του έλαμψε. Ένιωσε ανακουφισμένος. Η θάλασσα... ο ήχος από το αντιμάμαλο έφτασε στα αυτιά του. Έμοιαζε τώρα σίγουρος, ήσυχος και

γαλήνιος, απολαμβάνοντας την στιγμή, αφήνοντας τις αισθήσεις του να γαληνέψουν με τη μουσική του νερού, τα τραγούδια που έφερναν στα αυτιά του τα κογχύλια κι η άμμος, τα πετραδάκια στην ακτή που χόρευαν στο ρυθμό των απαλών κυμάτων. Από μακριά έφερνε ο άνεμος τη φωνή μιας λύρας. Οι νότες ταξίδευαν μαζί του και πότε-πότε ακούγονταν πιο καθαρά οι μελωδίες. Όταν φυσούσε ο αέρας έπαιρνε τα πυκνά χρυσαφένια του μαλλιά και τ ανέμιζε μαζί με το σιέλ φουλάρι που είχε περασμένο στο λαιμό του. Ναι, ήταν σίγουρος τώρα. Κάπου κοντά του υπήρχαν άνθρωποι. Δεν ήταν σε λάθος μέρος. Είχε έρθει στην ώρα του. Όλα ήταν όπως τα είχε φανταστεί. Πήγε και κάθισε στο πέτρινο πεζούλι. Μπροστά του υπήρχε αρκετός κόσμος. Καθισμένοι σε καρέκλες, σαν θεατές, τον παρακολουθούσαν αμίλητοι. Όμως εκείνος δεν τους έβλεπε. Έμοιαζε τώρα σαν σκηνικό σε θεατρικό, όπου ο πρωταγωνιστής καθόταν και κοιτούσε το πλήθος, χαμένος, βυθισμένος στο ρόλο του, κι εκείνοι πάλι αποσβολωμένοι, ατάραχοι αλλά, με μια φανερή δόση απορίας στα πρόσωπά τους, παρατηρούσαν. Εκείνοι είχαν την δυνατότητα να τον δουν. Να τον ακούσουν. Ακόμη και να του μιλήσουν. Εκείνος όχι. Εκείνος δεν μπορούσε ούτε να τους δει, ούτε να τους ακούσει. Καθισμένος στο πέτρινο πεζούλι έβγαλε τη τσάντα από την πλάτη του. Την άνοιξε, έβγαλε ένα

κομμάτι χαρτί, ένα μολύβι, κι άρχισε να ζωγραφίζει το τοπίο που έβλεπε. Οι θεατές βαριεστημένοι έπιασαν τα χασμουρητά, αφού δεν καταλάβαιναν τι ακριβώς έκανε τόση ώρα ο νεαρός. Σήκωνε κάθε τόσο το κεφάλι και τους κοιτούσε κι έτσι πίστεψαν πως τους ζωγράφιζε παρά τη θέλησή τους. Ορισμένοι μάλιστα άρχισαν να διαμαρτύρονται αλλά μάταια! Οι φωνές τους δεν έφταναν στ αυτιά του κι εκείνος συνέχισε να ζωγραφίζει. Ηρέμησαν μόνο όταν τους γύρισε την πλάτη κι είδαν ανακουφισμένοι πως δεν αποτύπωνε τις μορφές τους, μα σκιτσάριζε τ άστρα που κρέμονταν από πάνω του, το χρώμα του ορίζοντα που άρχισε τώρα να γίνεται πιο λαμπερός, πιο φωτεινός. Τα άστρα απομακρύνθηκαν, η σελήνη χάθηκε κι απ το παράθυρο τώρα έβλεπε μακριά τη θάλασσα. Ο νεαρός αναστέναξε. «Άργησα» είπε «έπρεπε να ζωγραφίσω πιο νωρίς. Δεν πειράζει όμως. Θα περιμένω. Έχω λίγο χρόνο ακόμα. Άλλη μια νύχτα εδώ δεν είναι κι άσχημη ιδέα». Δίπλωσε τα χαρτιά του προσεκτικά, όπως φυλάει κανείς κάποιο πολύτιμο αντικείμενο και τα έβαλε πάλι μέσα στη τσάντα. Θόρυβος από κουδουνάκια, του τράβηξε την προσοχή. Κουδουνίσματα και βελάσματα από ένα κοπάδι πρόβατα. Θυμήθηκε τις ζωγραφιές με τ αρνάκια που του είχε κάνει εκείνος ο συμπαθητικός κύριος, όταν συναντήθηκαν τυχαία παλιότερα στην έρημο.

«Τί θυμήθηκα τώρα;» είπε με νοσταλγία περπατώντας σιγά προς το μέρος απ όπου ερχόταν ο ήχος. «Πού να βρίσκεται εκείνος ο άνθρωπος; Και πόσο καλός ήταν! Όμορφες μέρες! Μα απ όλα περισσότερο όμως μου έκανε εντύπωση που δέχτηκε να ζωγραφίσει ό,τι του ζήτησα, χωρίς να με ρωτήσει τίποτα. Κι αλήθεια είναι... χωρίς τις δικές του ζωγραφιές, τώρα, δεν θα καταλάβαινα αν αυτά τα κουδου-νίσματα προέρχονται από αρνάκια ή από κάποιους βόες που καταβροχθίζονται αλύπητα από μεγάλους ελέφαντες. Χμ! Πόσο είχε εκπλαγεί, όταν του είπα πως εγώ δεν θα δέσω ποτέ το αρνάκι μου. Μμ! Μάλλον δεν θα με πίστεψε». Ξαφνικά όμως το πρόσωπό του σκοτείνιασε σαν να τον είχε τυλίξει μια μελαγχολία ή κάποια σκέψη ανησυχητική. «Καλύτερα έτσι» είπε. Ο θόρυβος απ τα κουδουνίσματα που ξεμάκραινε σιγά-σιγά, έσβησε εντελώς. «Σκέψου, ένα απ αυτά να έτρωγε το λουλούδι μου... Ευτυχώς που δεν το έφερα μαζί μου» μουρμούρισε με μια δόση ικανοποίησης και ανακούφισης μαζί. Μα πριν καλά-καλά προφτάσει να αφουγκραστεί τα συναισθήματά του, βαρύς αχός που ερχόταν όλο και πιο κοντά, να... σαν ποδοβολητά αλόγων. Τώρα μπορούσε καλύτερα να διακρίνει. Τρόμαξε κι

αφού πρώτα έκλεισε βιαστικά το παράθυρο, περπάτησε πίσω από τον τοίχο και κρύφτηκε. Σούσουρο έγινε στα πρώτα καθίσματα της αίθουσας. Κάποιοι διαμαρτύρονταν, χειρονομούσαν. Μια γυναίκα είπε να κάνουν ησυχία και να έχουν υπομονή. Ένας γέροντας σηκώθηκε και τους κοίταξε αμίλητος. Η φυσιογνωμία του κουρασμένη. Στεκόταν όρθιος όμως, στητός. Δεν έμοιαζε λιωμένος απ τα χρόνια. Μόνο τα ράσα του ήταν μπαλωμένα και φαγωμένα απ τους καιρούς που κουβαλούσαν πάνω τους. Για μια στιγμή έγινε σιωπή. «Και τί πετυχαίνετε με τις φωνές;» γύρισε και τους είπε. «Άσε μας παπά, να έχεις την ησυχία σου» αντέδρασε ένας ψηλός, γεροδεμένος άντρας που πρωτοστατούσε στη φασαρία. «Θαρρείς πως σε φοβούμαι;» του αποκρίθηκε ο γέροντας ορθά-κοφτά κι ο παλικαράς δεν μίλησε πάλι, παρά κάθισε στη καρέκλα του κι ανταριαζόταν. «Έχε χάρη που είσαι παπάς!» σιγοψιθύρισε μέσα απ τις μουστάκες του. Η γυναίκα έσκυψε στο πλάι του και κάτι του μίλησε στ αυτί που δεν ακούστηκε. Εκείνος σαν να ηρέμησε. Ο παπάς ανέβηκε τα σκαλοπάτια και πήγε να τρυπώσει πίσω απ την αυλαία που στο μεταξύ είχε πέσει. «Πού πας γέροντα; Δεν είναι ακόμα η ώρα σου» του φώναξε, μαλακά αυτή τη φορά, ο άντρας.

«Πρέπει να φύγω. Ετούτο το παιδί μήνυμα απ το Θεό φέρνει. Δεν θα τ αφήσω να χαθεί!». «Δεν ξέρω αν είναι του Θεού παιδί ή του διαόλου εγγόνι!» έμπηξε μια φωνή ο μουστακαλής «μα ένα ξέρω να σου πω! Αν ήταν να έρθει η ώρα σου, θα στο είχε ειπωμένο αλλιώτικα ο Θεός». Κοντοστάθηκε για λίγο ο παπάς. Σκέφτηκε πριν αποκριθεί. Έγειρε λίγο το κεφάλι του και ξάφνου στάθηκε πάλι περήφανος, σαν να κορδωνόταν. «Άκου να δεις και του λόγου σου κι ας μη ξέρω τ όνομά σου παλικαρά. Έμαθα να ανοίγω δρόμους στη ζωή. Να περιπλανιέμαι κυνηγημένος. Να ζητιανεύω, ναι... την Αγάπη! Να σκύβω εγώ στο φόβο... δεν έμαθα. Κι αν είναι ετούτη η ώρα μου... καλώς τα δεχτήκαμε! Άντε! Γειά τώρα... και στην ευχή του Θεού να πας. Εγώ πάω τώρα να την συναντήσω. Χρόνους πολλούς τη γυρεύω!» είπε και χάθηκε. Σκοτείνιασε το στερέωμα. Τα ποδοβολητά ξεμακραίνανε τώρα. Έφυγε ο παλικαράς, η γυναίκα, και μερικοί ακόμα μαζί τους. Τρυπώσανε από άλλη πύλη. Δεν τον πήραν από πίσω. Ανέβηκε ο παπάς με τα σκισμένα ρούχα στην σκηνή. Πέρασε κάμποση ώρα. Ίδιο το σκηνικό, όπως και πρώτα. Ο μισογκρεμισμένος τοίχος, το παραθύρι που έστεκε καλά και σιγαλιά από κάτω. Τώρα όμως η θάλασσα είχε γαληνέψει. Η μέρα φώτιζε κι όλα ήταν ήσυχα στη φύση. «Ε! Νέε μου! Πού κρύβεσαι;» φώναξε ο γέροντας.

«Εδώ! Εδώ είμαι» ακούστηκε ο Μικρός Πρίγκιπας και ξεπρόβαλε πίσω απ το τοίχο. «Σκιάχτηκες τους καβαλάρηδες;» ρώτησε ο παπάς. «Φοβήθηκα λιγάκι! Ποιοί ήταν αυτοί; Τί θέλουνε;» «Τέρατα, κυνηγοί! Αναθεματισμένοι! Δεν σβήνουν στους χρόνους, μονάχα θεριεύουν. Λες και τους ταΐζει αίμα ο κόσμος κι εκεί που λες: ανάσανα... προβάλουνε πάλι. Προύχοντες κι εξουσίες. Παναγιώταροι και Τούρκοι. Θύματα και θύτες που άλλο δεν ξέρουν παρά το φόβο και το μαστίγιο». «Κι εσύ ποιός είσαι; Και πού τους ξέρεις;» «Είμαι ο παπά-φώτης και γυρίζω καιρό σε τούτα τα μέρη. Πάλεψα για θάνατο μαζί τους. Νίκησα, έχασα, μα πάντα θα παλεύω. Πότε μένω και παλεύω, πότε φεύγω και παλεύω! Το πάλεμα γίνεται παντού. Δεν έχει τόπο. Μεταξύ μας, το πιο πολύ φεύγω όμως..» «Και τί θέλουν;» διέκοψε το συλλογισμό του γέροντα ο Μικρός Πρίγκιπας. «Προσκύνημα! Να σκύβεις, να δηλώνεις υπακοή, να κάνεις ό,τι σε προστάξουν. Α! Πότε-πότε να φιλάς και το χέρι του δεσπότη! Να λες ευχαριστώ που σου κάνουνε τη χάρη και σ ανέχονται ανάμεσα στα πόδια τους!» «Δεν καταλαβαίνω παπά μου. Γιατί να τα κάνουν όλα αυτά;» «Γιατί είναι πολλοί οι προσκυνημένοι κι έχουνε μάθει έτσι. Λυγάνε στους φόβους και λένε... έχει ο

Θεός! Αλήθεια είναι! Έχει ο μέσα τους Θεός. Πάντα έχει αυτός αλλά δεν θέλουνε να το παραδεχτούνε και λένε... έχει ο απ έξω, ο υπεράνω, αυτός που δεν μπορεί ποτέ να δώσει, αν δεν σηκωθεί ο μέσα να γυρέψει και να παλέψει. Άμα τη ζητιανεύεις, ποτέ δεν θα τη βρεις!» «Ποιά;» «Τη σωτηρία!». «Μα εγώ δεν γυρεύω τη σωτηρία!». «Και τότε; Τί ζητάς εδώ του λόγου σου;» «Εγώ ταξιδεύω, γνωρίζω τους κόσμους, ψάχνω για φίλους και κάνω μερικούς. Εδώ μ έφεραν τα σύννεφα. Μου είπαν μια ιστορία που με συγκίνησε πολύ κι ήρθα για να δω από κοντά. Εδώ στο σύνορο είπα, θα κάνω μια στάση πριν κατέβω στη γη, να δω αν ισχύουν όσα μου είπε το σύννεφο. Γιατί αν ισχύουν μπορεί και να καταφέρω να σώσω το τριαντάφυλλο μου. Πώς να στο πω να με καταλάβεις; «Μίλα! Μίλα ελεύθερα. Τί φοβάσαι; Πριν από καιρό έτυχε να βρεθώ κι εγώ σε μια τέτοια θέση. Ήθελα να γλιτώσω τους ανθρώπους μου απ το θανατικό κι από την πείνα. Κάψανε, σφάξανε οι Τούρκοι! Δεν χόρταιναν το αίμα! Αναγκαστήκαμε να ξεσπιτωθούμε. Γυρεύαμε σαν ζητιάνοι μια γωνιά να ξαναχτίσουμε τα σπιτικά μας. Άααχ!» αναστέναξε ο παπά Φώτης και γύρισε το βλέμμα κατά τον ουρανό. «Συγχώραμε θεέ μου! Εμείς που σηκώσαμε το κεφάλι στον ξένο, βρήκαμε το μπελά μας από τα

ίδια τα αδέρφια μας. Θα στιγματίζονταν όσοι μας μιλούσαν! Έτσι λέγανε! Ω..! Πόσα ψέματα είπανε! Πως είμαστε λεπροί και τάχα θα κολλούσανε όλες τις αρρώστιες του κόσμου έτσι και μας σίμωναν. Έπειτα βγάλανε εντολή να μη μας πλησιάζει, να μη μας μιλά, να μη μας βοηθάει κανένας. Τί να κάναμε; Πιάσαμε τις σπηλιές της Σαρακήνας να πεθάνουμε με αξιοπρέπεια και ζωντάνια! Να κάνουμε σπίτια από την πέτρα. Να αρχίσουμε μια νέα ζωή στους βράχους. Οι βράχοι σπίτια φτιάχνουν... ψωμί όμως; Δεν γίνονται! Συγχώραμε πάλι θε μου! Πάνε τα θαύματα εκείνα τα παλιά. Τώρα δεν έχει θαύματα. Μα άλλο λέγαμε! Είπες... καλά άκουσα; Θέλεις να σώσεις το τριαντάφυλλο σου; Ένα λουλούδι δηλαδή;» «Το μοναδικό μου λουλούδι. Το τριαντάφυλλό μου». «Μόνο αυτό υπάρχει δηλαδή;» «Μόνο για αυτό υπάρχω στη ζωή. Αν χαθεί, θα χαθώ κι εγώ μαζί του. Πώς να στο εξηγήσω;» «Με λόγια! Σ ακούω». «Ό,τι γίνεται σε ετούτο τον κόσμο επηρεάζει και τ άστρο μου. Αυτή είναι η αλήθεια αφού θέλεις να στα πω όλα. Αλλά συμβαίνει και το ανάποδο. Ό,τι γίνεται στον δικό μου πλανήτη έχει το αντίχτυπό του κι εδώ». «Ό,τι γίνεται εδώ το ξέρω καλά! Έξω από εδώ, ομολογώ, δεν έχω γνώση». «Στον δικό μου πλανήτη δεν φυτρώνει τίποτα πλέον. Το χώμα σώθηκε. Η γη έμεινε στέρφα.

Παλιότερα περνούσαν διάφοροι και στα ταξίδια τους έφερναν και μια χούφτα χώμα. Αυτό έφτανε για αρκετό καιρό. Ύστερα σταμάτησαν τα ταξίδια. Δεν ήξερα τι είχε συμβεί. Λες κι έπαψαν οι ταξιδιώτες τις αναζητήσεις και τις αποστολές. Σαν κάποιος να τους εμπόδιζε να φτάσουν σε εμένα. Έτσι δεν υπήρχε άλλη λύση. Έπρεπε να το κάνω μόνος μου. Είχα ξανάρθει και παλιότερα βέβαια. Εδώ στη γη έβρισκα πάντα αυτό που χρειαζόμουν. Πολλές φορές κουραζόμουν από το ταξίδι και στεκόμουν για λίγο να ξαποστάσω. Έτσι έμαθα κι εσάς, τους ανθρώπους αυτού του τόπου. Δεν σταματούσα ποτέ το ταξίδι όμως. Εσείς δεν ξέρω τι πάθατε και σταματήσατε!». «Τί θες να πεις; Μίλα ξεκάθαρα». «Το χώμα, στον πλανήτη μου, έπαψε να δίνει τροφή και το τριαντάφυλλο μου μαραίνεται. Αν αυτό συνεχιστεί θα πεθάνει. Και τότε ο αστερισμός μου θα χαθεί. Κι άλλα πολλά αστέρια θα σβήσουν. Μα πιο πολύ με νοιάζει για το τριαντάφυλλο μου γιατί αν σβήσει αυτό... ε τότε πάει! Όλα θα χαθούν μαζί του κι εγώ δεν θ αντέξω. Αν δεν καταφέρω να πάω το καινούργιο χώμα στο άστρο μου, θα γίνει μεγάλο κακό!» «Από ένα τριαντάφυλλο δηλαδή κρέμεται η ισορροπία του κόσμου;» είπε τρομαγμένος ο παπά- Φώτης. «Απ το δικό μου τριαντάφυλλο. Κι από το χώμα που έχει ανάγκη, για να τραφεί». «Σκύψε να πάρεις τότε. Χώμα πατούμε!».

«Δεν γίνεται!». «Γιατί;» «Γιατί πρέπει να είναι ποτισμένο στους χυμούς του νου, στου κορμιού τον ιδρώτα, στη θάλασσα μιας ψυχής ταξιδεύτρας. Αλλιώς δεν θα προσφέρει τίποτα». «Τί να πω; Με έχεις ξαφνιάσει. Πολλά έχω δει. Πολλά έχω ακούσει μέχρι σήμερα. Τέτοιο πράγμα, πρώτη φορά όμως. Μου φαίνεται όμως πως λες την αλήθεια. Αλλά και να μην είναι έτσι... πάλι! Μεγάλο χρέος κουβαλάς! Και μπήκες μονάχος σε τέτοιο μπελά για όλους μας; Εσύ μικρέ μου έχεις κερδίσει από τώρα την βασιλεία των ουρανών!». «Τί να σου πω;» είπε ο Μικρός Πρίγκιπας κοιτάζοντας τον παπά με κάποια έκπληξη «... γνώρισα πολλούς βασιλιάδες μέχρι σήμερα. Άλλους πλούσιους και ματαιόδοξους, άλλους φτωχούς μα σοφούς, κάποιους εγωιστές και ψεύτες και κάποιους πρόθυμους να θυσιαστούν, πρώτοι αυτοί, για τους κατοίκους της χώρας τους. Πουθενά δεν άκουσα όμως για βασιλιάδες όλου του ουρανού! Αν υπάρχει και τέτοιος, ίσως κάποτε να τον συναντήσω. Πολύ θα το ήθελα! Πάντως παλιότερα που είχα έρθει στη γη μου μίλησε ένας άνθρωπος που ήταν βασιλιάς του εαυτού του. Τότε κι εγώ πίστεψα πως όλοι οι άνθρωποι ήταν μικροί βασιλιάδες αλλά τώρα δεν ξέρω!». «Πώς σε λένε νέε μου;» «Είμαι ο Μικρός Πρίγκιπας. Έτσι με φωνάζουν όσοι με ξέρουν».

«Αρχοντόπουλο είσαι; Σαν τον Μιχελή; Άγιο τ όνομα του! Μας χάρισε το βιός του, να ζήσει ο πεινασμένος κι ο κυνηγημένος, κι αυτοί τον έβγαλαν τρελό!». «Δεν την ξέρω αυτή την ιστορία. Να μου τη πεις όμως. Θέλω να τη μάθω. Όσο για τ όνομα μου, μη σε γελάει! Ταπεινή είναι η καταγωγή μου όπως και κάθε ανθρώπου.» «Πούθε κρατά η σκούφια σου;» «Δεν έχω μόνιμο τόπο.» «Σαν και μας κι εσύ! Πρόσφυγας στην πατρίδα σου!». «Μόνη μου πατρίδα το ταξίδι». «Και τ άστρο σου;» «Σπιτικό κι οικογένεια! Αυτό είναι το άστρο μου! Μα χωρίς το ταξίδι τίποτα από όλα αυτά δεν θα ζούσε. Μήτε το τριαντάφυλλό μου!». «Μεγάλη κουβέντα. Θαρρείς κάτι μου θυμίζει! Μμ! Ναι, θυμήθηκα. Ένας λόγιος τα έγραψε αυτά. Τον είπαν πολυλογά, φλύαρο και υπερφίαλο, γιατί τόλμησε να πει όσα οι άνθρωποι κρύβουν, για να περνιούνται τάχατες για σπουδαίοι. Μάλιστα μερικοί που καμώνονται πως όλα τα ξέρουν, λένε πως δεν έχει νόημα να κοιτάξει κανείς τις δικές του σελίδες, γιατί είναι, λέει... ξεπερασμένος! Ξεπερασμένος, αυτός που είπε πως ο άνθρωπος είναι πάνω απ τις πατρίδες! Δεν ταιριάζει με τα χνώτα τους βλέπεις! Δεν είναι του σιναφιού τους!» ακούστηκε αγριεμένη τώρα η φωνή του παπά- Φώτη.

Πήρε μιαν ανάσα και συνέχισε. «Τί τα θες; Πάντως κι εμείς εδώ που τα λέμε, από κάποιο τόπο ερχόμαστε αλλά σαν ξένοι ζούμε. Όλοι από κάπου έρχονται κι όλοι από κάπου φεύγουν. Δανεικές είναι κι οι πατρίδες. Μέσα μας ζούνε! Αλλάζουνε στους χρόνους και τις εποχές. Μα θαρρώ πως χάνει το δρόμο του στο ταξίδι όποιος δεν ξέρει από που έρχεται. Εδώ στην Κρήτη το μάθαμε καλά αυτό. Όπου τα κόκκαλα των προγόνων μας, εκεί κι η πατρίδα μας. Δεν αποκρίθηκες όμως. Αρχοντόπουλο είσαι κι έχεις τέτοιο όνομα;» «Την αρχοντιά παπά-φώτη μου, μάλλον δεν τη βρίσκεις στα ονόματα! Έτσι δεν είναι;» «Δεν έχεις κι άδικο! Είδα και τους αρχόντους!» είπε ειρωνικά. «Φαί και κοιλιές παραγεμισμένες κόπρανα. Η δικιά τους κοιλιά να γεμίζει κι από δω παν κι οι άλλοι. Ζώα! Τί ζώα; Θηρία ανήμερα! Ίδιοι μια ζωή» φώναξε ο παπάς κι άξαφνα ταράχτηκε, έχασε το χρώμα του κι άρχισε να κοιτάζει φοβισμένος τριγύρω. «Τί τα θες; Με τις φωνές που κάνω θα μας βρούνε και πάλι. Χίλιες φορές να έμενα στις σπηλιές της Σαρακήνας... κι ας ερχόταν κι ο Τούρκος, κι ο Έλληνας μαζί... κι ας μας σφάζανε... ν αφήναμε τον κόσμο! Κουράστηκα να τρέχω!». «Και τί θα είχες τότε να μου πεις παπά-φώτη;» «Θα μίλαγε η πράξη». «Και ποιός θα τη διηγούνταν;» «Ο Νίκος!».

«Ποιος Νίκος;» «Ο λόγιος που σου έλεγα, ο Καζαντζάκης!». «Και πού είναι αυτός;» «Θες να τον γνωρίσεις;» «Ίσως αυτόν να ψάχνω. Πού τον ανταμώνεις»; «Έλα. Θα σε πάω! Να ξέρεις... κανείς άλλος δεν μπορεί να σε πάει εκεί, εκτός από όσους γίνηκαν παιδιά του. Κανείς άλλος δεν ξέρει που είναι στα αλήθεια θαμμένος. Θαμμένος... αλλά τόσο ζωντανός». «Θαμμένος εννοείς σε τάφο;» «Ναι! Σκιάζεσαι;» «Όχι... δεν φοβάμαι. Αλλά πες μου... σε τάφο θα πάμε;» «Στη πηγή της ζωής! Εκεί που μονάχα εμείς μπορούμε να σε οδηγήσουμε γιατί είμαστε τα δικά του τα παιδιά, ταμένα να ζούμε στους αιώνες, αθάνατοι. Οι χάρτες κι οι διαδρομές κρύβονται βαθιά στις ψυχές μας. Ένα κομμάτι έχω εγώ, ένα κομμάτι κάποιος άλλος. Ενώνουμε τα κομμάτια και βρίσκουμε το δρόμο, ακόμα κι αν χρειαστεί να χωριστούμε και να ακολουθήσουμε διαφορετικές πορείες. Πρέπει να ξεγελάσουμε τους Τούρκους που τον φυλάνε χωρίς σταματημό. Βλέπεις... αυτός είναι ο σταθμός σου σε τούτο το ταξίδι. Ένα ταξίδι που... άκουσε καλά τι θα σου πω. Δεν τελειώνει ποτέ! «Είναι μακριά παπά-φώτη;» «Όχι!». «Άρα; Είναι κοντά;»

«Όχι!». «Πού είναι τότε;» «Στο σύνορο». «Δεν καταλαβαίνω!». «Θα δεις... έχε μου εμπιστοσύνη. Κι όσο πορευόμαστε, πες μου και καμιά ιστορία. Να... πες μου την ιστορία που λες πως σε συγκίνησε και σε έκανε να έρθεις κατά δω. Σήκω το σακίδιο και πάμε το δρόμο. Άντε... λέγε μου. Σ ακούω!».