ΜΟΡΦΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΣ Ορισμός Χρήματος Με τον όρο χρήμα, εννοούμε καθετί που έχει τη γενική αποδοχή ως μέσο συναλλαγών και διακανονισμού χρεών. Βασικές μορφές χρήματος Διαχρονικά, το χρήμα έχει πάρει διάφορες μορφές. Ο βαθμός εξέλιξης κάθε κοινωνίας, συνοδεύτηκε και με τη χρήση διαφορετικών μέσων, που λειτούργησαν σαν μέσα συναλλαγών και πληρωμών. Οι τρεις βασικότερες μορφές του είναι: Περιεκτικό Ψευδοπεριεκτικό Παραστατικό Αναλυτική περιγραφή των μορφών Η πρώτη εμφάνιση του χρήματος είχε τη μορφή κάποιου φυσικού αγαθού ή εμπορεύματος. Πρόκειται για το εμπορευματικό ή περιεκτικό χρήμα ή χρήμα αγαθό. Ένα σημαντικό πλήθος αγαθών (δέρματα, ζώα, γεωργικά προϊόντα, αλάτι κ.ά.), χρησιμοποιήθηκε ως χρήμα, αλλά και μέταλλα και ιδιαίτερα πολύτιμα, όπως χρυσός και άργυρος. Η οικονομία των κοινωνιών
που βασίστηκε στην ανταλλαγή αγαθών είναι γνωστή ως ανταλλακτική οικονομία ή αντιπραγματισμός. Οι κοινωνίες, στη συνέχεια, αποδέχτηκαν χρηματικά μέσα τα οποία είχαν την μορφή μετάλλων. Το γεγονός αυτό σημείωσε την οριστική μετάβαση από μια φάση οικιακής (κλειστής) οικονομίας, η οποία βασιζόταν στον αντιπραγματισμό, σε μια νέα εποχή η οποία προσανατολιζόταν ολοένα και περισσότερο προς τον καταμερισμό της εργασίας, την ειδίκευση και τις εμπορικές συναλλαγές. Τα μεταλλικά νομίσματα (από χρυσό και άργυρο), ωστόσο, παρουσίαζαν αρκετά μειονεκτήματα. Καθώς κάθε πολιτική οντότητα θεωρούσε την κοπή νομίσματος έκφραση της κυριαρχίας της, έφτασε να κυκλοφορούν συγχρόνως πάρα πολλά διαφορετικά νομίσματα με διαφορετικό τίτλο, βάρος και προέλευση, γεγονός που δημιουργούσε σοβαρές περιπλοκές στις εμπορικές συναλλαγές. Επιπλέον, η κιβδηλεία, η παραχάραξη και άλλα τεχνάσματα που χρησιμοποιούσαν οι ιδιώτες, αλλά ενίοτε και οι ίδιες αρχές που κατείχαν το μονοπώλιο της κοπής νομίσματος, εισήγαγαν στο οικονομικό σύστημα ένα νέο στοιχείο αβεβαιότητας, γιατί οι διάφοροι τύποι νομίσματος εμπόδιζαν τις συναλλαγές αντί να τις διευκολύνουν, συνυπολογιζόμενης και της δυσκολίας μεταφοράς και φύλαξης του πολύτιμου μετάλλου, οι οποίες απαιτούσαν πρόσθετα έξοδα, δυσβάστακτα σε ορισμένες ιστορικές περιόδους. Η χρήση πολύτιμων μετάλλων, ως χρηματικό μέσο, παρ ότι αποτέλεσε σημαντική καινοτομία, στην πορεία του χρόνου, με τις
ανάγκες των συναλλαγών να διευρύνονται και να γίνονται περισσότερο ποικιλόμορφες δεν ήταν σε θέση να αντεπεξέλθει στις όλο και αυξανόμενες ανάγκες πληρωμών. Έτσι, με πρωτοβουλία των τραπεζικών και των αργυραμοιβών, το μεταλλικό νόμισμα (χρυσού ή αργύρου) αντικαταστάθηκε από αντιπροσωπευτικούς τίτλους, δηλαδή από το λεγόμενο ψευδοπεριεκτικό χρήμα. Με τον όρο ψευδοπεριεκτικό ή αντιπροσωπευτικό χρήμα εννοούμε τίτλους κατοχής, αποδεικτικά δικαιώματα, ή αξιόγραφα, μη οπισθογραφήσιμα, που η έκδοση τους γινόταν στον κομιστή. Ως αξιόγραφο, χαρακτηρίζεται συγκεκριμένο έγγραφο, στο οποίο ενσωματώνεται κάποιο δικαίωμα, που η ενάσκηση και η μεταβίβασή του είναι αδύνατη χωρίς τη κατοχή αυτού του εγγράφου. Στον τίτλο έγραφε ότι ο κομιστής του είχε δικαίωμα να παρουσιασθεί στον εκδότη του τίτλου και να εισπράξει την αναγραφόμενη αξία. Το ψευδοπεριεκτικό χρήμα δεν είχε καμία εμπορευματική αξία, αντιπροσώπευε αξία και ήταν μετατρέψιμο αμέσως και πλήρως σε περιεκτικό χρήμα, δηλαδή δεν χρειαζόταν ούτε χρόνος και ούτε είχε κάποιο κόστος η μετατροπή του αυτή. Τα πλεονεκτήματά του: 1) η αποφυγή δημοσίων δαπανών για την κοπή κερμάτων, 2) περιορισμός νοθείας κερμάτων και 3) η εύκολη μεταφορά μεγάλων ποσών με ένα απλό κομμάτι χαρτί. Τα μειονεκτήματά του: 1) η ευκολία παραχαράξεώς του, 2) η δυνατότητα εκδόσεως τίτλων χωρίς αντίκρισμα και 3) η ταχύτερη σχετικά φθορά του χαρτιού σε αντίθεση με τα πολύτιμα μέταλλα. Η εκδιδόμενη και κυκλοφορούσα ποσότητα αυτού το είδους χρήματος δεν έπρεπε να είναι ανεξέλεγκτη αλλά να βρίσκεται σε σταθερή αναλογίά 1:1 με την ποσότητα των κερμάτων ή του πολύτιμου μετάλλου που αντιπροσώπευε. Πολύ γρήγορα, όμως, η σχέση μεταξύ του μετάλλου και των χάρτινων αξιόγραφων, αντικαταστάθηκε με άλλη πιο ελαστική. Η πείρα είχε διδάξει ότι, με εξαίρεση τις περιόδους γενικευμένου πανικού, ήταν απίθανο όλοι οι κάτοχοι χαρτονομισμάτων (ψευδοπεριεκτικό χρήμα) να παρουσιαστούν συγχρόνως στην
τράπεζα για να ζητήσουν να ανταλλάξουν τους τίτλους τους με χρυσό. Επομένως, η τράπεζα δε θα διέτρεχε μεγάλους κινδύνους αν έβγαζε χάρτινα αξιόγραφα σε ποσότητα κάπως μεγαλύτερη από την ποσότητα χρυσού που είχε στο απόθεμά της. Η ανακάλυψη αυτή σημείωσε ουσιαστική μεταβολή στη νομισματική οικονομία, μετατρέποντας αυτό που έως τότε ήταν απλή τεχνική πράξη, σε μια εξαιρετικής δυναμικής, πιστωτική ενέργεια. Παραστατικό χρήμα είναι αυτό του οποίου η αναγραφόμενη αξία αντιστοιχεί σε αξία μεγαλύτερη από την αξία του υλικού που το αποτελεί. Το παραστατικό χρήμα είναι στοιχείο του νεώτερου πολιτισμού και προϋποθέτει την ύπαρξη μιας πλήρως εμπορευματικής οικονομίας, μεγάλο αριθμό συναλλαγών, υψηλό καταμερισμό της εργασίας και φυσικά την εγγύηση του εκδότη του παραστατικού χρήματος για την αναγραφόμενη αξία. Το παραστατικό χρήμα περιλαμβάνει: 1. τα χαρτονομίσματα 2. τα κέρματα και 3. το πιστωτικό χρήμα πλαστικό χρήμα (πιστωτικές κάρτες) επιταγές συναλλαγματικές ΧΑΡΤΟΝΟΜΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΚΕΡΜΑΤΑ
Τα χαρτονομίσματα είναι το χρήμα που εκδίδεται με τη μορφή εγγράφου σε χαρτί, είτε απευθείας από το κράτος είτε ως τραπεζογραμμάτια από την εκδοτική τράπεζα. Σε αντίθεση με τα μεταλλικά νομίσματα (περιεκτικό χρήμα) η αξία του δεν πηγάζει από το υλικό κατασκευής του αλλά από τη φερεγγυότητα του εκδότη του. Στη σύγχρονη εποχή, ο νόμος προσδίδει στα χαρτονομίσματα την ιδιότητα του νόμιμου χρήματος, επιβάλλοντας την παραδοχή τους σε νόμιμη εξόφληση υποχρεώσεων. Τα σημερινά χαρτονομίσματα, τα οποία είναι η βασικότερη και πιο εξυπηρετική μορφή παραστατικού χρήματος, μπορούν να εξαργυρωθούν μόνο με άλλα χαρτονομίσματα, που στο σύνολό τους αντιπροσωπεύουν την αντίστοιχη αξία. Η σημαντικότερη διαφορά των σύγχρονων χαρτονομισμάτων από τα χάρτινα αξιόγραφα (ψευδοπεριεκτικό χρήμα), που χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν, είναι ότι τα δεύτερα μπορούσαν να εξαργυρωθούν για μια τυποποιημένη ποσότητα χρυσού ή αργύρου. Το πρώτο χαρτονόμισμα στην Ελλάδα εκδόθηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια μέσω της χρηματιστηριακής τράπεζας. Νόμισμα (ή κέρμα) είναι ένα κομμάτι από σκληρό υλικό, συνήθως μέταλλο, που πληροί τις εξής προδιαγραφές: έχει τυποποιημένες διαστάσεις, βάρος και ποιότητα υλικού, είναι τυπωμένη πάνω σε αυτό η αρχή που το παράγει εκδίδεται σε μεγάλες ποσότητες και χρησιμοποιείται ευρέως στις συναλλαγές. Μαζί με τα χαρτονομίσματα αποτελούν την πιο συνηθισμένη μορφή χρήματος στις σύγχρονες κοινωνίες. Δεν πρέπει να συγχέονται με τα μεταλλικά νομίσματα του περιεκτικού χρήματος, καθώς η αναγραφόμενη αξία των σύγχρονων νομισμάτων, δεν αντιστοιχεί σε καμία περίπτωση, με την αξία του μετάλλου απ το οποίο είναι κατασκευασμένα.
ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΚΑΡΤΑ Η πιστωτική κάρτα είναι η πλαστική κάρτα που εκδίδεται από μια τράπεζα σε συνεργασία με έναν διεθνή οργανισμό-φορέα εκκαθάρισης συναλλαγών πιστωτικής κάρτας, η οποία παρέχει στον κάτοχο ένα πιστωτικό όριο για πραγματοποίηση αγορών καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών ή αναλήψεις πιστώσεων από ΑΤΜ μέσω της κάρτας. Αποτελεί τη μορφή του λεγόμενου "πλαστικού χρήματος", σύγχρονου και διαδεδομένου τρόπου συναλλαγών, που παρέχει τη δυνατότητα αγοράς αγαθών ή υπηρεσιών χωρίς άμεση εκταμίευση μετρητών για πληρωμή της αξίας τους. Οι πιστωτικές κάρτες εκδίδονται κυρίως από πιστωτικά ιδρύματα (π.χ. τράπεζες) και μεταξύ άλλων η χρήση τους παρέχει και τα ακόλουθα πλεονεκτήματα: α) ευκολία στις συναλλαγές σε όσες περιπτώσεις ο κάτοχος της κάρτας δεν έχει ή δεν θέλει να έχει μαζί του μετρητά, γεγονός που προσφέρει ασφάλεια στις συναλλαγές, γιατί δεν υπάρχει ο κίνδυνος να τα χάσει, β) εξασφάλιση περιόδου χάριτος αρκετών ημερών (π.χ. 25 ή 40 ημέρες) χωρίς τόκο από την ημερομηνία έκδοσης του λογαριασμού έως την ημερομηνία πληρωμής, γ) παροχή της δυνατότητας στους κατόχους τους να διενεργούν τραπεζικές πράξεις μέσω των Αυτόματων Ταμειολογιστικών Μηχανών (ΑΤΜ) όπως αναλήψεις, καταθέσεις, μεταφορά ποσών από λογαριασμό σε λογαριασμό κ.ά. (κάρτες ηλεκτρονικών συναλλαγών). Τα τελευταία χρόνια η ευρεία διάδοση των πιστωτικών καρτών και ο τραπεζικός ανταγωνισμός, έχουν οδηγήσει σε μια συνεχή επέκταση των παρεχόμενων υπηρεσιών, διευρύνοντας έτσι την κλασική λειτουργία της κάρτας ως μέσου πληρωμών. Έτσι, προστέθηκαν ασφαλιστικές καλύψεις (ταξιδιωτική ασφάλιση,
ιατρική και νομική βοήθεια), καταρτίστηκαν ειδικά προγράμματα συνεργασίας τραπεζών με επιχειρήσεις, ώστε να παρέχονται εκπτώσεις για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών, και τελευταία άρχισαν να εφαρμόζονται προγράμματα σύνδεσης πιστωτικών καρτών με οργανισμούς, σωματεία, λέσχες, φιλανθρωπικές ή οικολογικές οργανώσεις κ.ά. Η προσπάθεια αυτή εμπλουτισμού των πιστωτικών καρτών με στοιχεία που δεν σχετίζονται άμεσα με την κύρια λειτουργία τους, αποσκοπεί κυρίως στη διεύρυνση της πελατείας του τραπεζικού φορέα, στην εξυπηρέτηση και ικανοποίηση του πελάτη και στην προβολή του συνεργαζόμενου φορέα (π.χ. ποδοσφαιρικό ή φιλανθρωπικό σωματείο). ΕΠΙΤΑΓΕΣ Επιταγή είναι πιστωτικός τίτλος με ασαφή ιστορική καταγωγή που γνώρισε ευρεία διάδοση από τις αρχές του 18ου αι. στη Μεγάλη Βρετανία, όταν απαγορεύτηκε στα πιστωτικά ιδρύματα να εκδίδουν τραπεζογραμμάτια και παραχωρήθηκε το δικαίωμα της έκδοσης χαρτονομίσματος μόνο στην Τράπεζα της Αγγλίας. Η επιταγή είναι ένα έγγραφο που περιέχει τη χωρίς όρους εντολή προς μια τράπεζα να πληρώσει, στον κομιστή της επιταγής, ένα καθορισμένο ποσό «σε διαταγή» ενός ορισμένου προσώπου. Η επιταγή εξομοιώνεται προς τη συναλλαγματική, αλλά διακρίνεται από αυτή, γιατί, ενώ η συναλλαγματική είναι ένα πιστωτικό όργανο που επιτρέπει την πραγματοποίηση εμπορικών πράξεων με αναβολή της πληρωμής, η τραπεζική επιταγή είναι μέσο άμεσης πληρωμής και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο του χρήματος. Οι επιταγές εκτός από μέσο πληρωμών μπορούν να είναι και μέσο
ρευστοποίησης των τραπεζικών πιστώσεων, επειδή εκδίδονται όχι μόνο από εκείνον που έχει καταθέσει τα κεφάλαιά του σε μία τράπεζα αλλά και από εκείνον στον οποίο έχει χορηγηθεί ένα άνοιγμα πίστωσης από την τράπεζα. Είδη επιταγών «Κλασική» επιταγή: Επιταγή που σύρεται από τον εκδότη /καταθέτη σε βάρος του τραπεζικού του λογαριασμού. Η τράπεζα δεν φέρει καμία ευθύνη για την πληρωμή αυτής και αν δεν υπάρχουν διαθέσιμα στο λογαριασμό του εκδότη θα σφραγισθεί ως ακάλυπτη. Ο νόμος προβλέπει ποινικές κυρώσεις για αυτόν που εκδίδει «ακάλυπτη επιταγή». Η «κλασική επιταγή» (αν δεν είναι δίγραμμη) μπορεί να μεταβιβαστεί από τον αρχικό δικαιούχο, σε κάποιον άλλο, που, με τη σειρά του, μπορεί να τη μεταβιβάσει σε ένα επόμενο κ.ο.κ. Δεν υπάρχει περιορισμός στον αριθμό των μεταβιβάσεων. Η μεταβίβαση γίνεται με οπισθογράφηση της επιταγής. Ο αρχικός δικαιούχος θέτει την υπογραφή του, στην πίσω όψη της επιταγής και στη συνέχεια υπογράφει ο επόμενος δικαιούχος εάν θελήσει να μεταβιβάσει και αυτός την επιταγή. «Τραπεζική» επιταγή»: Επιταγή που σύρεται από μια τράπεζα επί αυτής της ίδιας, μετά από αίτημα του πελάτη της για την πληρωμή του δικαιούχου (π.χ. σε περίπτωση της πώλησης ενός ακινήτου). Ο δικαιούχος στην περίπτωση αυτή μπορεί να είναι βέβαιος ότι το ποσό είναι διαθέσιμο και ότι θα πληρωθεί, διότι στην ουσία η τράπεζα όταν εκδίδει την επιταγή αυτή έχει ήδη χρεώσει τον λογαριασμό του πελάτη της με το αντίστοιχο ποσό και το έχει αφαιρέσει λογιστικά από το λογαριασμό του. Απλώς, αντί να του παραδώσει τα χρήματα σε μετρητά, του παραδίδει για λόγους διευκόλυνσης, ταχύτητας και ασφάλειας την επιταγή. «Δίγραμμη επιταγή»: Η δίγραμμη επιταγή διαφέρει εξωτερικά από την κοινή επιταγή διότι φέρει στην εμπρός της όψη δύο παράλληλες γραμμές, κάθετες ή διαγώνιες που σημαίνουν ότι η επιταγή αυτή είναι πληρωτέα μόνο στον δικαιούχο, το όνομα του οποίου αναγράφεται στην επιταγή και όχι σε οποιονδήποτε κομιστή. Η επιταγή αυτή δεν μπορεί να μεταβιβαστεί με οπισθογράφηση. Κάθε επιταγή μπορεί να γίνει δίγραμμη από τον
εκδότη της με απλή χάραξη δύο παράλληλων γραμμών με μπλε στυλό. «Λευκή επιταγή»: Επιταγή υπογεγραμμένη εν λευκώ, δηλαδή χωρίς να έχει συμπληρωθεί το ποσό ή το όνομα του δικαιούχου και με τη συμφωνία να συμπληρωθούν τα στοιχεία αυτά, πριν την εμφάνιση για πληρωμή, στα πλαίσια των όσων συμφωνήθηκαν. Δεν εκδίδουμε, ποτέ, τέτοιου είδους επιταγής, γιατί οι τράπεζες δεν ελέγχουν τις συμφωνίες που έχουμε εμείς με τον προμηθευτή μας. ΣΥΝΑΛΛΑΓΜΑΤΙΚΕΣ Οι «συναλλαγματικές» (κοινώς γραμμάτια), είναι νόμιμα έγγραφα και δίνουν εντολή πληρωμής ορισμένου χρηματικού ποσού, σε ορισμένο τόπο και χρόνο και σε ορισμένο δικαιούχο. Μπορεί δηλαδή ο δικαιούχος να αξιώσει σε καθορισμένη ημερομηνία, την πληρωμή του συγκεκριμένου ποσού, το οποίο αναγράφεται επάνω σε αυτήν από τον πληρωτή. Τα 8 τυπικά στοιχεία που πρέπει να αναγράφονται, για να δημιουργεί υποχρέωση, είναι τα παρακάτω: Η ονομασία "Συναλλαγματική" Η εντολή πληρωμής ορισμένου ποσού Το όνομα του πληρωτή (αυτός που οφείλει να πληρώσει) Το όνομα του δικαιούχου (λήπτη) Η χρονολογία έκδοσης Η ημερομηνία λήξης
Η χρονολογία και ο τόπος έκδοσης Η χειρόγραφη υπογραφή του εκδότη (αυτός που πρέπει να πληρωθεί) Ιδιαίτερα σημαντικά είναι και τα ακόλουθα: Η λέξη "Συναλλαγματική " δεν πρέπει να αντικατασταθεί με καμιά άλλη, ειδάλλως είναι άκυρη. Η εντολή πληρωμής του συμφωνημένου ποσού, δεν πρέπει να συνοδεύεται από οποιοδήποτε όρο ή επιφύλαξη.. Στη συναλλαγματική δεν πρέπει να αντικατασταθεί το χρηματικό ποσόν με κάποια ποσότητα πράγματος. Σε αυτήν την περίπτωση είναι άκυρη. Είναι απαραίτητο να αναφέρεται η χρονολογία έκδοσης, διότι έτσι καταγράφεται η ικανότητα του εκδότη όσον αφορά στις υποχρεώσεις του. Εάν π. χ. πτωχεύσει και συνεχίζει να υπογράφει συναλλαγματικές τότε αυτές είναι άκυρες.. Η υπογραφή του εκδότη είναι πάντοτε χειρόγραφη, ενώ τα στοιχεία μπορεί να είναι τυπωμένα. Οι συναλλαγματικές έχουν ρητή ημερομηνία λήξης, η οποία δεν είναι απαραίτητο να συμπίπτει με αυτή της πληρωμής της. Αν π.χ. πέσει σε αργία, πληρώνεται στην αμέσως επόμενη εργάσιμη. Ο τόπος πληρωμής πρέπει να αναγράφεται. Αν δεν σημειώνεται, ο νόμος θεωρεί, ως τόπο πληρωμής, τον τόπο κατοικίας του πληρωτή, που είναι σημειωμένος δίπλα στο όνομά του. Διαφορετικά η συναλλαγματική είναι άκυρη. Επίσης και ο τόπος έκδοσης πρέπει να αναγράφεται. Εάν όχι, τότε θεωρείται αυτός που είναι γραμμένος δίπλα από το όνομά του εκδότη. Διαφορές Επιταγής - Συναλλαγματικής 1. Η επιταγή εκδίδεται "στον κομιστή", η συναλλαγματική όχι. 2. Στην επιταγή ο πληρωτής είναι η Τράπεζα, στη συναλλαγματική μπορεί να είναι οποιοσδήποτε. 3. Στην επιταγή υπεύθυνοι είναι μόνο οι "υπόχρεοι από αναγωγή", ενώ στη συναλλαγματική, υπόχρεος είναι και ο πληρωτής. Φωτ ψευδ. Αεπ φωτ.