1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η παρούσα εργασία εξετάζει τον τρόπο, µε τον οποίο η «άγρια ανάπτυξη» κυριολεκτικά εξαφανίζει την ιστορία και την πολιτιστική κληρονοµιά αλλά και µεταβάλλει ριζικά τα δεδοµένα του χώρου. Τον τρόπο, µε τον οποίο οι µαρτυρίες µίας άλλου είδους ευηµερίας εξαφανίζονται υπό το βάρος της απάνθρωπης «ανάπτυξης». Πώς ο διάλογος µε το χώρο - ακόµη και στην τραχειά, δύσβατη και «δύσκολη» εκδοχή του- και ο σεβασµός του, αντικαθίστανται από την απαξίωση της ιστορίας και του πολιτισµού που κάποτε παρήχθησαν ακριβώς ως προϊόντα αυτού του σεβασµού και διαλόγου. Προβληµατίζεται, επίσης, από τις παλινωδίες και την απροθυµία, εν τέλει, του κράτους να προστατέψει την πολιτιστική κληρονοµιά ιδίως προβληµατικών περιοχών, παρά την ύπαρξη µιας «νοµικής πανοπλίας», η οποία επιτάσσει την προστασία της. Η µεθοδολογία, που ακολουθείται, αφορά: Τη σύντοµη παρουσίαση του φυσικού πλαισίου αναφοράς (Πίνδος - Αχελώος). Τη σχέση του ανθρώπου µε τον τόπο του, που χαρακτηρίζεται από την αλληλεπίδραση και την αµφίδροµη διαµόρφωση. Μια ειδικότερη αναφορά στην κοινότητα Μυροφύλλου Τρικάλων. Τη σύντοµη παρουσίαση της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Μυροφύλλου και του έργου της εκτροπής του Αχελώου στη θεσσαλική πεδιάδα, που αποτελούν αφορµή της εργασίας αυτής. Την υποχρέωση του Κράτους να προστατεύει την πολιτιστική κληρονοµιά, όπως αυτή αφενός εξειδικεύεται από τη σχετική νοµοθεσία και νοµολογία και αφετέρου υλοποιείται πρακτικά στη συγκεκριµένη περίπτωση. Την αντί επιλόγου παράθεση κάποιων σκέψεων και συµπερασµάτων. 2. Η ΠΙΝ ΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΧΕΛΩΟΣ 1
Η οροσειρά της Πίνδου είναι τµήµα του «δειναροταυρικού τόξου». Αφετηρία της είναι οι ειναρικές Άλπεις, των οποίων αφετηρία είναι µε τη σειρά τους οι Άλπεις της Κεντρικής Ευρώπης. Το ελληνικό αυτό ορεογραφικό σύστηµα του «δειναρικού τόξου» διέρχεται έπειτα από την Κρήτη στην Κάσο, Κάρπαθο, Ρόδο κι από εκεί συνεχίζεται στη Μικρά Ασία, στον Ταύρο και τον Αντίταυρο. Η Πίνδος, το σπουδαιότερο συγκρότηµα των «Ελληνίδων οροσειρών», εκτείνεται στην περιοχή της Ηπείρου, της Θεσσαλίας και της Αιτωλοακαρνανίας µε γενική κατεύθυνση από Β.Β προς Ν.ΝΑ και χωρίζει την ηπειρωτική Ελλάδα σε ανατολική και δυτική. Μερικά από τα µεγαλύτερα, υψηλότερα, πιο όµορφα και άγρια βουνά της Ελλάδας αποτελούν τµήµατα της οροσειράς της Πίνδου. Συνηθίζουµε να χωρίζουµε την Πίνδο σε βόρεια και νότια µε διαχωριστική γραµµή εκείνη του περάσµατος της Κατάρας. 1 Σε αυτή την επιβλητική οροσειρά οφείλεται και η κτυπητή διαφορά κλίµατος και βροχοπτώσεων ανάµεσα στις δύο περιοχές. H υτική Ελλάδα είναι πολύ υγρή ζώνη, καθώς η επίδραση των βαροµετρικών υφέσεων της Μεσογείου και του Ατλαντικού συναντά το φυσικό εµπόδιο της οροσειράς της Πίνδου. Αντίθετα οι βροχοπτώσεις στην Ανατολική Ελλάδα εµφανίζονται σηµαντικά µειωµένες, αφού η περιοχή επηρεάζεται από το σιβηρικό αντικυκλώνα. Έτσι, ενώ στη δυτική Ελλάδα συναντούµε ύψη βροχής ακόµη και µεγαλύτερα των 1.800 χιλιοστοµέτρων, στην ανατολική οι περισσότερες εκτάσεις παρουσιάζουν ετήσια βροχόπτωση ακόµη και κάτω των 600 χιλιοστοµέτρων. 2 Με τη διάταξή της, η Πίνδος αποτελεί το µεγαλύτερο υδροκρίτη στον ελληνικό χώρο, µε άλλα λόγια, καθορίζει προς ποια θάλασσα θα κυλήσουν τα νερά της Ηπείρου, της υτικής Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και µεγάλου µέρους της Στερεάς Ελλάδας, δηλαδή ποιά νερά θα καταλήξουν στο Αιγαίο και ποιά στο Ιόνιο πέλαγος. Από τις πλαγιές της Πίνδου πηγάζουν οι µεγαλύτεροι ποταµοί της Ελλάδας: ο Άραχθος, ο Αλιάκµων, ο Αώος, ο Πηνειός και ο Αχελώος. 1 Τα σηµαντικότερα βουνά της βόρειας Πίνδου είναι ο Γράµµος (2.520 µ.), η Γκαµήλα (Τύµφη, 2.497 µ.), η Βασιλίτσα (2.249 µ.), ο Σµόλικας (2.637 µ.) και ο Λύγκος (2.177 µ.), ενώ στη νότια περιοχή της οροσειράς αξίζει να σηµειώσουµε την Κακαρδίτσα (2.429 µ.), το Περιστέρι (Λάκµων, 2.295 µ.), τα Τζουµέρκα (2.393 µ.) και τα Άγραφα (2.163 µ.), τα οποία αποτελούν από µόνα τους µία δαιδαλώδη οροσειρά. 2 Η «αποκατάσταση της ανισότητας» αυτής αποτελεί ένα από τα βασικά επιχειρήµατα υπέρ της πραγµατοποίησης της εκτροπής του Αχελώου στη θεσαλική πεδιάδα. 2
Ο Αχελώος είναι ο µεγαλύτερος από τους ποταµούς που πηγάζουν και ρέουν εξ ολοκλήρου σε ελληνικό έδαφος. Οι πηγές του ποταµού βρίσκονται στο όρος Περιστέρι σε ύψος περίπου 1.800 µέτρων και η συνολική έκταση της λεκάνης απορροής του ανέρχεται σε 4.860 τετραγωνικά χιλιόµετρα. Ο Αχελώος, µε µήκος γύρω στα 250 χιλιόµετρα και γενική κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο, χωρίζει στα δύο την οροσειρά της νότιας Πίνδου. Στην ορεινή περιοχή του Άνω Αχελώου -όπου ονοµάζεται κι Ασπροπόταµος, εξαιτίας των µεγάλων ποσοτήτων λευκής ιλύος που µεταφέρει το νερό του- κυριαρχούν ορεινά τοπία υψηλής αισθητικής αξίας, τα οποία χαρακτηρίζονται από το συνδυασµό του έντονου αναγλύφου µε τις πολλαπλές πτυχώσεις, του πυκνού υδρογραφικού δικτύου και των εντυπωσιακών ορεινών όγκων. Η περιοχή του κάτω ρου του ποταµού χαρακτηρίζεται από εναλλαγές του ορεινού, ηµιορεινού και πεδινού στοιχείου. Εδώ έχουν δηµιουργηθεί τρεις εκτεταµένες τεχνητές λίµνες (Κρεµαστών, Καστρακίου και Στράτου), µετά την κατασκευή από τη.ε.η. των οµωνύµων φραγµάτων -των δύο πρώτων τις δεκαετίες του 60 και του τελευταίου τη δεκαετία του 80. Στη συνέχεια, ο ποταµός εισέρχεται στην πεδιάδα του Αγρινίου, όπου στρέφεται προς τα.ν για να εκβάλλει στο Ιόνιο πέλαγος κοντά στο Μεσολόγγι. Ιδιαίτερα µεγάλης οικολογικής και αισθητικής αξίας στοιχείο της περιοχής αυτής, είναι το σύµπλεγµα των λιµνοθαλασσών Μεσολογγίου - Αιτωλικού και των εκβολών του Αχελώου, που προστατεύονται από τη διεθνή Σύµβαση Ραµσάρ. 3 3. Ο ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ 4 Ο άνθρωπος εκµεταλλεύθηκε από νωρίς τους φυσικούς πόρους της περιοχής. Τα εκτεταµένα δάση κωνοφόρων και φυλλοβόλων προσέφεραν άφθονη ξυλεία για διάφορες χρήσεις. Ο Αχελώος χρησιµοποιείτο µάλιστα µέχρι την εποχή κατασκευής των πρώτων φραγµάτων, ως µέσον για τη µεταφορά µεγάλου µέρους της ξυλείας µέχρι την πεδινή περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας, όπου λειτουργούσε ως γνωστόν λιµάνι στην περιοχή Στράτου. Με διάφορες επεµβάσεις εξοικονοµήθηκαν εδάφη προς καλλιέργεια και βοσκή. Η καλλιέργεια στις απότοµες ορεινές κοιλάδες βασίσθηκε στη διαµόρφωση του εδάφους µε 3 «ΑΧΕΛΩΟΣ (Μυθολογία). Ο πρώτος υιός του Ωκεανού. Επιστεύετο θεός µε κεφαλήν ταύρου και σώµα γίγαντος. Προφανώς ήτο θεοποίησις του ποταµού Αχελώου. Κατά την Μυθολογίαν ηττήθη υπό του Ηρακλέους, όστις και έλαβεν ως γέρας την µνηστήν του Αχελώου, ιηάνειραν.» (Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ήλιος», τόµος Γ, σελ. 1018). 4 Στη συνέχεια το κείµενο αντλεί πληροφορίες από τον Ράπτη Ι και ΙΙ. 3
πεζούλες, ένα επίπονο όσο και θαυµαστό έργο, που απαίτησε δουλειά πολλών γενεών ανθρώπων. 5 Τα µικρά χωράφια, στα οποία ακόµη και σήµερα καλλιεργείται το καλαµπόκι, τα φασόλια, τα διάφορα λαχανικά, οι καρυδιές, οι φουντουκιές, οι µηλιές, το τριφύλλι κ.α., είναι ποτιστικά. Τα νερά προέρχονται από φυσικές πηγές («ποτιστές») και διοχετεύονται στα χωράφια µέσω ενός εκτεταµένου αρδευτικού συστήµατος κεντρικών και µικρότερων αυλακιών. Κάθε «ποτιστής» εξυπηρετείται από το κεντρικό του αυλάκι, τη «δέση». Στο δύσβατο και απόκρηµνο έδαφος η συντήρηση και λειτουργία του αρδευτικού δικτύου είναι µια πολύ δύσκολη δουλειά. Το πότισµα είναι οργανωµένο ανά εικοσιτετράωρο και διέπεται από αυστηρούς κανόνες. Βεβαίως οι απώλειες νερού και γόνιµου χώµατος ήταν και είναι µεγάλες, λόγω της µορφολογίας και της σύστασης του εδάφους. Η κτηνοτροφία ήταν, επίσης, ιδιαίτερα αναπτυγµένη. Μεγάλα κοπάδια µε δεκάδες χιλιάδες µέχρι πρόσφατα και λιγότερα σήµερα αιγοπρόβατα έβοσκαν και βόσκουν τα ορεινά και αλπικά λιβάδια. Η κτηνοτροφική παραγωγή και ζωή είναι µέχρι σήµερα οργανωµένη κάτω από ένα συγκεκριµένο, σχεδόν κλειστό σύστηµα. Οι µεγάλοι κτηνοτρόφοι µε τα πολλά αιγοπρόβατα αφήνουν τη µόνιµη κατοικία τους στα χωριά, µετακινούνται το χειµώνα οικογενειακώς στα χειµαδιά (νοµαδική κτηνοτροφία), σε πολλά µέρη της πεδινής Θεσσαλίας, της Αιτωλοακαρνανίας και της Άρτας. Οι υπόλοιποι κάτοικοι µε λιγότερα ζώα δεν µετακινούνται, µένουν µόνιµα στα χωριά (οικόσιτη κτηνοτροφία) και ασχολούνται επιπλέον µε τη γεωργία. Τα λιβάδια είναι συνήθως όλα κοινοτικά και, εποµένως, όλοι οι κάτοικοι έχουν δικαίωµα βοσκής σ αυτά, για την οποία καταβάλλουν ένα «κατά κεφαλή» των ζώων φόρο, ως δικαίωµα βοσκής. Επιχειρούµε στο σηµείο αυτό µια σύντοµη παρένθεση, επισηµαίνοντας ότι, βεβαίως, η ανάπτυξη του ορεινού αυτού πολιτισµού είχε και σηµαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Ως τις πλέον σηµαντικές, θα µπορούσαµε να θεωρήσουµε τις οφειλόµενες στην εν πολλοίς ανεξέλεγκτη υλοτοµία και την υπερβόσκηση. Πράγµατι, η εκµετάλλευση των δασών υπερέβαινε συχνά τις φυσικές δυνατότητες αναγέννησής τους και συγκράτησης των εδαφών. Η εξαντλητική αυτή πρακτική, σε πλαγιές µε µεγάλες κλίσεις, οδήγησε -σε συνδυασµό και µε την κατά τόπους υπερβόσκηση σε ασταθή εδάφη- σε θεαµατικά φαινόµενα διάβρωσης και φυγής γόνιµου επιφανειακού εδάφους. Άλλωστε, οι κατολισθήσεις είναι ένα από τα 5 Το θαυµαστό αυτό έργο καταρρέει πια µε ταχείς ρυθµούς εξαιτίας της εγκατάλειψης. 4
χαρακτηριστικά γνωρίσµατα της περιοχής, και συχνές οι καταστροφές σε οικισµούς και καλλιέργειες. Στην περιοχή, στην οποία τοποθετείται η παρούσα εργασία, αναφέρεται η παρουσία οµάδων ξένων υλοτόµων, οι οποίοι εκµεταλλεύονταν εκτάσεις που τους παραχωρούνταν µε ενοίκιο, συχνά µε µοναδικό γνώµονα τη µεγιστοποίηση του κέρδους τους. Η εντυπωσιακή γύµνια των βουνοπλαγιών πάνω από το Μυρόφυλλο, οφείλεται, σύµφωνα µε διηγήσεις ντόπιων, στη δράση Ρώσων υλοτόµων. Στις πολύ απότοµες αυτές πλαγιές υπήρξε, απ ό,τι φαίνεται, έκτοτε αδυναµία φυσικής αναγέννησης της δασικής βλάστησης. Ακόµη και στη δύσβατη αυτή περιοχή, οι φυσικές διόδοι που προσέφεραν τα ορεινά περάσµατα και οι κοιλάδες των ποταµών, βοήθησαν στην ανάπτυξη της επικοινωνίας των ορεινών κοινοτήτων τόσο µεταξύ τους όσο και µε τον έξω κόσµο, ενώ τα εµπορικά καραβάνια χρησιµοποιούσαν τα ορεινά περάσµατα και τις κοιλάδες της Πίνδου για να συνδέουν την ανατολική µε τη δυτική Ελλάδα. Πάντως, η παρουσία ξένων κατακτητών δεν υπήρξε ιδιαίτερα έντονη. Οι κάτοικοι φαίνεται ότι δεν εµποδίζονταν να έρχονται σε εµπορική, πνευµατική ακόµη και καλλιτεχνική επικοινωνία µεταξύ τους, καθώς ήταν «ελεύθεροι» επάνω στην Πίνδο. Αξιόλογη ήταν, λοιπόν, η οικονοµική και κοινωνική ζωή που αναπτύχθηκε, η οποία σε συνδυασµό µε το δυσπρόσιτο της περιοχής, που λειτούργησε ως καταφύγιο την εποχή της Τουρκοκρατίας, βοήθησε στην άνθηση ενός σηµαντικού ορεινού πολιτισµού. Παρατηρείται, µάλιστα, η ανάπτυξη σηµαντικής πνευµατικής κίνησης επάνω στα βουνά. Στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας µε την αξιέπαινη προσπάθεια και πρωτοβουλία ενάρετων ανδρών, τον ένθερµο ζήλο φωτισµένων κληρικών και την οικονοµική ενίσχυση των πολυταξιδεµένων - κυρίως- Αγραφιωτών, ιδρύθηκαν πνευµατικά κέντρα µεγάλης ακτινοβολίας, που σώθηκαν µε την ονοµασία «Σχολές των Αγράφων». Οι Σχολές αυτές υπήρξαν αληθινά κέντρα παιδείας και συνέβαλαν στην ανόρθωση της παιδείας κυρίως κατά τον 17ο αιώνα, σε αυτήν την περίοδο του Ελληνικού ιαφωτισµού. Αποτέλεσαν φυτώρια ικανών δασκάλων, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν εµπνευστές του πνεύµατος της ελληνικής παλιγγενεσίας. Επίκεντρο της πνευµατικής αυτής κίνησης στα θεσσαλικά Άγραφα ήταν η περίφηµη σχολή της Αγίας Παρασκευής των Βραγγιανών, η οποία παρείχε µέχρι και ανώτερη µόρφωση. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, στο «Ελληνοµουσείο» των Αγράφων, όπως 5
ονοµάσθηκε, δίδαξαν σπουδαίοι δάσκαλοι, όπως ο Ευγένιος ο Αιτωλός, ιεροµόναχος (1597-1682), που είχε και την πρωτοβουλία της ίδρυσης της σχολής, ο Αναστάσιος Γόρδιος ο Βραγγιανιώτης, ιεροµόναχος (1654-1729), ο Σέργιος Μακραίος, ο «ύπατος των φιλοσόφων», ιονύσιος ο εκ «Γουρνά», ιστοριογράφος (1670-1750), ο Θεοφάνης επίσης «εκ Φουρνά» (1705-1784) κ.α. Εκτός όµως από τα γράµµατα, ψηλά στα Άγραφα καλλιεργήθηκαν και οι εικαστικές τέχνες (αγιογραφία, γλυπτική, ξυλογλυπτική, αρχιτεκτονική, χρυσοχοΐα κλπ.). Αξιοπαρατήρητη είναι η επιθυµία του Πατριάρχη της Ρωσίας Ιώβ, να του σταλούν αγιογράφοι από τα «δυσπρόσιτα Άγραφα». Πολλοί ήταν οι αγιογράφοι που ιστόρησαν τους περικαλλείς ναούς, τα ονόµατα των οποίων βρίσκονται στα υπέρθυρα των πολυάριθµων ναών ή στις διάφορες φορητές εικόνες (χειρ ελαχίστου Χρυσάνθου», «χειρ ευτελούς Ιωάννου» κ.α.) καθώς και τα ονόµατα των ξυλογλυπτών στα τέµπλα των εκκλησιών ή σε διάφορες άλλες επιγραφές. Ο δύσβατος και αγριωπός αυτός τόπος κράτησε εν πολλοίς την αυτονοµία του και η συνθήκη του Ταµασίου (10 Μαΐου 1525) διεύρυνε και ανανέωσε για µια ακόµη φορά τα προνόµια από την τουρκική δεσποτεία. Στην προεπαναστατική περίοδο και πριν από την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, η περιοχή των Αγράφων και του Ασπροποτάµου οργανώθηκε στα δύο οµώνυµα αρµατολίκια. 4. ΤΟ ΜΥΡΟΦΥΛΛΟ ΤΡΙΚΑΛΩΝ 6 Αν θέλουµε να τοποθετήσουµε το θέµα της εργασίας αυτής πιο συγκεκριµένα στο χώρο, θα πρέπει να κυττάξουµε στην ορεινή περιοχή Αργιθέας-Ασπροποτάµου και πιο συγκεκριµένα, στη νοτιοδυτική γωνιά του νοµού Τρικάλων. Εκεί, µέσα σ ένα εντυπωσιακό φυσικό περιβάλλον µε υψηλής αισθητικής αξίας χαρακτηριστικά όπως οι απόκρηµνες πλαγιές µε τη συχνή εναλλαγή γυµνού και δασωµένου, οι ορµητικοί χείµαρροι και ο ίδιος ο Αχελώος, στα σύνορα των νοµών Καρδίτσας, Τρικάλων και Άρτας, σε υψόµετρο περίπου 750-800 µ. βρίσκεται το χωριό Μυρόφυλλο. Πάνω από το χωριό δεσπόζουν οι γυµνές κορυφές του όρους Χατζή. Το Μυρόφυλλο συνορεύει προς τα ανατολικά µε τα χωριά Πολυνέρι, βόρεια µε το Μοσχόφυτο και τη Μεσοχώρα, βορειοδυτικά µε την Κορυφή και νοτιοδυτικά βρέχεται από τον Αχελώο, που αποτελεί και το φυσικό όριο ανάµεσα στους νοµούς Τρικάλων και Άρτας. 6 Στη συνέχεια, το κείµενο ανατρέχει στους Ράπτη Ι-ΙΙ και Καρακίτσιο. 6
Στην απέναντι, δασωµένη, πλευρά της θεαµατικής κοιλάδας, βρίσκονται τα χωριά Τετράκωµο, Μεσούντα, Τερπνάς και Κάψαλα του νοµού Άρτας. Με τη -µάλλον σλαβικής προέλευσης- ονοµασία Μυρόκοβο 7 το βρίσκουµε σ ένα χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου του Παλαιολόγου (1322-1341), στο οποίο γίνεται µνεία και για παλαιότερους χρόνους, του αυτοκράτορα Αλεξίου Α Κοµνηνού (1081-1118) και του Νικηφόρου Βοτανιάτη. Η αναφορά αυτή των Βυζαντινών αυτοκρατόρων µαρτυρεί τη δηµιουργία και ανάπτυξη οικισµών µε ανθηρή οικονοµία και προϋποθέτει την ύπαρξη ζωής στην ορεινή αυτή ζώνη όχι µόνο στους χρόνους της βασιλείας τους, αλλά και παλαιότερα. 8 Εξ άλλου, το Μυρόφυλλο βρίσκεται επάνω σ έναν από τους κύριους άξονες σύνδεσης Ηπείρου και Θεσσαλίας, ο οποίος ακολουθεί τη διαδροµή της αρχαίας Αµβρακίας οδού. Ο άξονας αυτός, από την Άρτα και το Βουργαρέλι και µέσα από τις κορυφές των Τζουµέρκων και των Αγράφων κατέληγε στο θεσσαλικό κάµπο. Τούτο βεβαιώνεται και από την ύπαρξη διάσπαρτων περασµάτων στον Αχελώο, αλλού γέφυρες, αλλού καλντερίµια, αλλού µονοπάτια. Στην περιοχή σώζονται αποµεινάρια τριών πέτρινων γεφυριών στον Αχελώο και σηµάδια καλντεριµιού στον οικισµό Μυλογόζι. Σχετικά µε τους επόµενους αιώνες, δεν έχουν βρεθεί ακόµη αξιόπιστα ιστορικά στοιχεία, πάντως η παράδοση µαρτυρεί ότι το χωριό ήταν µεγάλο και αριθµούσε περίπου 800 οικογένειες. Είναι, πάντως, άγνωστο πότε διαµορφώθηκε το χωριό µε τους σηµερινούς οικισµούς. Το 1786, όταν ο Αλή Πασάς έγινε διοικητής της Θεσσαλίας και πασάς των Τρικάλων, συµπεριέλαβε το Μυρόκοβο στο τσιφλίκι του στην «Πόρτα Παζάρ», µαζί µε άλλα χωριά της περιοχής. Το 1820, όταν ο ίδιος έκανε απογραφή, το Μυρόκοβο ήταν το µεγαλύτερο χωριό της περιοχής και είχε σαράντα «οσπίτια». Την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ο δύσβατος, άγριος και έτσι φυσικά οχυρωµένος αυτός τόπος κρατά µακριά τους κατακτητές, οι οποίοι περιορίσθηκαν στην είσπραξη της φορολογίας και δεν φαίνεται να κατοίκησαν µόνιµα στο Μυρόφυλλο, τουλάχιστον σε µεγάλη έκταση. Στην επαναστατική περίοδο το χωριό υπάγεται στο αρµατολίκι του Ασπροποτάµου 7 Πολύ αργότερα συναντάται και ως Μερόκοβο. Το 1928 η Νοµαρχία Τρικάλων άλλαξε την ονοµασία, γιατί η προηγούµενη θεωρήθηκε σλαβικής προέλευσης. Έτσι, το χωριό ονοµάσθηκε Μυρόφυλλο. 8 ιάφορα αποµεινάρια και ευρήµατα της περιόδου αυτής δηλώνουν πάντως ζωή στην παραποτάµια ζώνη του Αχελώου (Ράπτης ΙΙ, σελ. 201). 7
που διηύθυνε ο Ν. Στουρνάρας και χρησιµεύει ως καταφύγιο των πολεµιστών και των οικογενειών τους, γιατί η µορφολογία του εδάφους τους εξασφαλίζει από κάθε κίνδυνο. Ο Ν. Κασοµούλης αναφέρει ότι στην περιοχή του χωριού έγιναν διάφορες µάχες καθώς και ότι καταστράφηκε από τον Πασά Σούλτζε Κόρτζια. 9 Το χωριό αρχίζει να παίρνει τη σηµερινή του µορφή στη σηµερινή του θέση από τις αρχές του 1800. Ουσιαστικός διαµορφωτής ήταν το µοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, καταφύγιο των πολεµιστών. 10 Τα σηµαντικότερα γεγονότα, που είχαν αντίκτυπο και στην εξέλιξη του χωριού αυτού, ήταν η απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τον τουρκικό ζυγό (1881), η Αντίσταση και ο Εµφύλιος, η µεγάλη κατολίσθηση του 1963 και ο σεισµός του 1967, οπότε η αρκετά αναπτυγµένη κοινότητα (έχει αστυνοµικό σταθµό, αγροτικό ιατρείο, περιοδικό δικαστήριο, δηµοτικά σχολεία, αρκετά καταστήµατα κλπ.) αρχίζει να παρακµάζει και να εγκαταλείπεται από τους κατοίκους της. Σήµερα, η συνολική έκταση της κοινότητας είναι περίπου 45.300 στρέµµατα, από τα οποία καλλιεργούνται πλέον µόνο τα 1.600, αρδευόµενα από πηγές, παραποτάµους του Αχελώου αλλά και από τον ίδιο τον ποταµό. Λόγω του άγριου ανάγλυφου, η περιοχή είναι εξαιρετικά δυσπρόσιτη. Η επικοινωνία µε τα γύρω χωριά διεξήγετο µέχρι σχετικά πρόσφατα µε µονοπάτια και πολύ στενούς χωµατόδροµους. Το 1949 ξεκίνησε και το 1959 ολοκληρώθηκε η διάνοιξη ενός αγροτικού χωµατόδροµου κακής βατότητας, µε τον οποίο πραγµατοποιήθηκε η σύνδεση µε την Άρτα µέσω Τετρακώµου. Η επικοινωνία µε την πόλη αυτή γίνεται µόνο κατά τους θερινούς µήνες και µε ακαθόριστα δροµολόγια. Η απόσταση µέχρι την Άρτα είναι 95 χιλιόµετρα, από τα οποία περίπου 30 είναι χωµατόδροµος. Με τα Τρίκαλα, πρωτεύουσα του νοµού, στον οποίο ανήκει, το Μυρόφυλλο συνδέθηκε οδικά µόλις το 1982. Από τα Τρίκαλα το Μυρόφυλλο απέχει περίπου 85 χιλιόµετρα, από τα οποία περίπου 35 είναι, επίσης, χωµατόδροµος κακής βατότητας. 9 Στα Ενθυµήµατα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821-1850. 10 Για το οποίο, βλ. κατωτέρω υπό 5. 8
Έργο ζωτικής σηµασίας όχι µόνο για την κοινότητα Μυροφύλλου αλλά και για ολόκληρη τη γύρω περιοχή, υπήρξε η γεφύρωση του Αχελώου, η οποία έγινε το 1936, σήµανε το τέλος των πνιγµών και απάλλαξε τους κατοίκους από το δύσκολο και πολύ επικίνδυνο πέρασµα µε το ξύλινο γεφύρι «λεσιά» ή το σκοινί. 5. Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ: ΦΥΣΙΚΟ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΓΕΝΕΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΣΕ ΘΑΥΜΑΣΤΗ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ Ένας µεγάλος αριθµός πολιτιστικών µνηµείων φιλοξενείται στην περιοχή Αργιθέας - Ασπροποτάµου. Η ύπαρξη των µνηµείων αυτών µαρτυρεί τη µακραίωνη ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή. Παρουσία που χαρακτηρίζεται σε µεγάλο βαθµό από την αρµονική και γεµάτη ποιητικότητα συνύπαρξη ανθρώπου και φυσικού περιβάλλοντος κάτω από αντίξοες -για τον πρώτο- κλιµατολογικές και γεωµορφολογικές συνθήκες. Ο λαϊκός τεχνίτης, στην προσπάθειά του να συντελέσει στην ικανοποίηση βασικών ανθρώπινων αναγκών, γεφύρωσε τα ορµητικά ορεινά ποτάµια, 11 λάξεψε µονοπάτια στον απόκρηµνο βράχο, οικοδόµησε και αγιογράφησε εκκλησίες και µοναστήρια, κίνησε τις βαριές µυλόπετρες των νερόµυλων µε το νερό των αφρισµένων ρυακιών, κι όλα αυτά µε ταπεινότητα, χάρη, αποτελεσµατικότητα αλλά και αξιοπιστία. Χάρις στην τελευταία και σε πείσµα της περιφρόνησης και αδιαφορίας του νεοελληνικού Κράτους, πολλά από τα µνηµεία της περιοχής αυτής στέκουν όρθια ακόµη και σήµερα στις κοιλάδες και τις βουνοπλαγιές της. Πρόκειται για τους βωβούς όσο και αψευδείς µάρτυρες µιας εποχής κατά την οποία ο άνθρωπος συµβίωνε µε τη φύση αντλώντας απ αυτήν όσα χρειαζόταν για να ζήσει και στολίζοντάς τη µε µια γεµάτη µέτρο και ευαισθησία παρέµβαση υψηλής αισθητικής 12. Ένα σηµαντικό ανθρώπινο έργο, πραγµατικό κόσµηµα της περιοχής, είναι το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου στο Μυρόφυλλο. 13 Το µοναστήρι αναφέρεται για πρώτη φορά στο προαναφερθέν χρυσόβουλο του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου του Παλαιολόγου (1336 µ.χ.) και 11 Ειδικά όσον αφορά τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια, αυτό που εντυπωσιάζει είναι πώς ο ανώνυµος µάστορας έδωσε ψυχή στις πέτρες, µετουσιώνοντάς τις από οικοδοµήµατα καθηµερινής χρήσης σε δηµιουργήµατα γεµάτα αέρινη χάρη, υψηλή αισθητική και τολµηρή αρχιτεκτονική ικανότητα. 12 «Και αναρωτιέµαι µήπως δε µε συγκινούν περισσότερο άνθρωποι άλλων χρόνων, που οι γνώσεις τους µπορεί να έφερναν θυµηδία, αλλά που είχαν αισθήσεις πιθανότατα πιο κοντά στην ισορροπία που θα λαχταρούσα να έβλεπα κάπου-κάπου στις ψυχές των τριγυρινών µου». Γ. Σεφέρης, οκιµές, Β τόµος, γ έκδ., Ίκαρος 1974, σ. 340 επ. 9
επειδή γίνεται µνεία και για ζωή προηγούµενων χρόνων, µπορούµε να υποθέσουµε πως είτε ως µετόχι είτε ως µοναστήρι υπήρχε από χρόνια, άγνωστο βέβαια από ποτέ. Για την πρώτη περίοδο της ζωής του µοναστηριού, δηλαδή µέχρι το 1815, τα στοιχεία είναι λίγα και η ιστορία µπερδεύεται µε την παράδοση και το θρύλο. Πάντως, στα τέλη του 16ου και µέχρι τα µέσα του 17ου αιώνα λειτούργησε στο µοναστήρι ανώτερο σχολείο µε επιφανείς ιδασκάλους, όπως ο Μάξιµος ο Πελοποννήσιος. Από το µοναστήρι ξεπήδησαν λόγιοι και δάσκαλοι ολκής, κώδικες των οποίων κοσµούν σήµερα ελληνικές και ξένες βιβλιοθήκες, διέπρεψαν σε ανώτερες σπουδές και καλλιέργησαν τις ιδέες του ιαφωτισµού. Το µοναστήρι απέκτησε λίγο ως πολύ τη σηµερινή µορφή του το 1815, οπότε και ξεκίνησε η ανοικοδόµησή του στη θέση του παλαιού και σε µεγαλύτερη έκταση απ αυτό. Χτίστηκε σταδιακά και η παράδοση λέει πως είχε 365 κελιά, όσες και οι µέρες του χρόνου. Σε µια ενθύµηση αναφέρεται πως ήταν θεόρατο, µε 50 καµάρες. Ασφαλώς θα κόστισε πάρα πολλά χρήµατα, τα οποία θα ήταν µάλλον δύσκολο να εξοικονοµηθούν από τις προσφορές των κατοίκων ή το βαλάντιο των µοναχών. Υπάρχει η άποψη ότι πρόκειται για κτίσµα της Φιλικής Εταιρείας, µε σκοπό να χρησιµοποιηθεί ως καταφύγιο πολεµιστών στον αγώνα του 1821. Η χρονολογία που άρχισε η ανοικοδόµηση και επέκτασή του, ενισχύει την άποψη αυτή. Περαιτέρω, και η αρχιτεκτονική αποτύπωση και τα αποµεινάρια του κτιριακού συγκροτήµατος (ψηλό τείχος, κελιά, πολεµίστρες, καταφύγια, στοές, κρυφές διαφυγές και διάφορες δαιδαλώδεις κατασκευές κ.α.) δείχνει πως επρόκειτο κατά πάσαν πιθανότητα για πολεµικό φρούριο, κρησφύγετο επαναστατών και δευτερευόντως για µοναστικό κέντρο. Ο ναός της Παναγίας και το µικρό παρεκκλήσι των Ταξιαρχών (1618) και ο ναός του Αγίου Γεωργίου (1836) έχουν αγιογραφηθεί µε πολύ αξιόλογες εικόνες. Η τεχνοτροπία και τα χρώµατα στις, σε µεγάλο βαθµο κατεστραµµένες εικόνες των δύο πρώτων κτισµάτων, οδηγούν µε κάποια επιφύλαξη στην άποψη ότι οι αγιογράφοι προέρχονται από τη Σχολή των Αγράφων. Είναι πάντως σίγουρο ότι αγιογράφοι των θαυµάσιων και σε καλή κατάσταση ευρισκόµενων εικόνων του ναού του Αγ. Γεωργίου ήταν οι Αθανάσιος και Γεώργιος από τη Σαµαρίνα. Οι ικανοί αυτοί καλλιτέχνες µε µεγάλη δεξιοτεχνία και ευρηµατικότητα βασίζονται και αντλούν από τη λαϊκή παράδοση, για να δώσουν ένα τελικό αποτέλεσµα µε µια πανδαισία χρωµάτων, το οποίο µένει αξέχαστο στον επισκέπτη. Θαυµάσιο είναι και το 13 Στη συνέχεια, το κείµενο ανατρέχει στους Ράπτη Ι και Καρακίτσιο. 10
λεπτότατης επεξεργασίας, ξυλόγλυπτο επιχρυσωµένο τέµπλο του Αγ. Γεωργίου, αρκετά παλαιότερο από την εκκλησία που το φιλοξενεί. Η Ιερά Μονή Αγ. Γεωργίου Μυροφύλλου χρησίµεψε ως καταφύγιο αγωνιστών σε πολλές φάσεις της ιστορίας µας. Φιλοξένησε τους µεγαλύτερους οπλαρχηγούς Θεσσαλίας, Μακεδονίας, Στερεάς, Χασίων και Ασπροποτάµου και τις οικογένειές τους και υπήρξε µυστικό καταφύγιο της Φιλικής Εταιρείας. Πολλές µάχες προετοιµάστηκαν µέσα στα κελιά και τις αυλές του, πολλές φορές υπέστη σηµαντικές ζηµίες από τους Τούρκους, ακριβώς ως ορµητήριο των Ελλήνων πολεµιστών. Μετά την έξοδο του Μεσολογγίου χρησιµοποιήθηκε επί σειρά ετών ως καταφύγιο των Στουρναραίων, της µεγάλης αρµατωλικής οικογένειας του Ασπροποτάµου. Αργότερα, φιλοξένησε τους αρχηγούς του απελευθερωτικού αγώνα της Θεσσαλίας, ενώ στο Μακεδονικό Αγώνα χρησιµοποιήθηκε ως σταθµός διερχοµένων ανταρτών για τη Μακεδονία. Πιο πρόσφατα, φιλοξένησε τους εκπροσώπους του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και Ε ΕΣ και του αγγλικού στρατού, που συµµετείχαν στις 15-2-1944 στη σύσκεψη, η οποία κατέληξε στη συµφωνία που υπεγράφη στο Γεφύρι της Πλάκας, στον Άραχθο. Στην απέναντι όχθη του Αχελώου έχασε τη ζωή του ο Άρης Βελουχιώτης. Για τους σηµερινούς κατοίκους της περιοχής, το µοναστήρι συνεχίζει να έχει µεγάλη σηµασία. Για το λόγο αυτό, το 1982 ιδρύθηκε ο σύλλογος «Οι Φίλοι της Ιεράς Μονής Αγ. Γεωργίου Μυροφύλλου», µε σκοπούς την προστασία, αναστήλωση - συντήρηση και αξιοποίηση του χώρου του µονασστηριού, την καταγραφή κειµηλίων του χωριού, τη διατήρηση της παράδοσης κ.α. Αποτελεί µάρτυρα περασµένων ηρωικών εποχών, αγαπηµένο ιστορικό σύµβολο και σηµείο αναφοράς. Στην πρόσφατη ιστορία χρησιµοποιήθηκε ως τόπος φιλοξενίας σε δύσκολες στιγµές (σεισµοί και άλλες καταστροφές), ενώ διαδραµατίζει σηµαντικό ρόλο παρέχοντας ευκαρίες για επαφή, επικοινωνία και ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων µεταξύ των κατοίκων των γύρω κοινοτήτων ως χώρος κοινωνικών εκδηλώσεων (πανηγύρια, βαπτίσεις κ.α.). 14 14 Είχα την τύχη να παρευρεθώ πρόσφατα στη βάπτιση ενός µωρού από µια κοινότητα από την απέναντι πλευρά της κοιλάδας και µε εντυπωσίασε ο σεβασµός, µε τον οποίο οι άνθρωποι αντιµετώπισαν το µοναστήρι και το γύρω χώρο. 11
Το µνηµείο -χωρίς µοναχούς πια, από το 1920- απειλείται σήµερα µε οριστική καταστροφή εξαιτίας της σχεδιαζόµενης κατάκλυσής του στον ταµιευτήρα του φράγµατος της Συκιάς, βασικού έργου της εκτροπής του Αχελώου στη θεσσαλική πεδιάδα. 15 6. Η ΕΚΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΑΧΕΛΩΟΥ: ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑΦΟΡΑ 16 Η αρχική σύλληψη της εκτροπής του Αχελώου πηγαίνει πίσω στη δεκαετία του 1930. Πάντως, η ιδέα της µεταφοράς νερού από τη λεκάνη του ποταµού στο θεσσαλικό κάµπο άρχισε να παγιώνεται ιδίως κατά τη δεκαετία του 50, όταν η ιδεολογία της «ανάπτυξης» είχε αρχίσει να κατακτά τις µάζες µέσα από τις εντυπωσιακές δηµόσιες επενδύσεις των κυβερνήσεων Καραµανλή. Φιλόδοξοι µηχανικοί διετύπωναν κατά καιρούς διάφορες παραλλαγές της τροµερής αυτής σύλληψης, µε ένα κοινό στόχο και «όραµα»: ύο σηµαντικοί πόροι της χώρας -ο ποταµός Αχελώος και η θεσσαλική πεδιάδα, οι οποίοι χωρίζονταν από τα βουνά της Νότιας Πίνδου, έπρεπε -και µπορούσαν- να συναντηθούν. Ο µεγάλος ποταµός και η µεγαλύτερη ενιαία πεδινή έκταση της χώρας -ο «κοιµώµενος γίγαντας»- που βρίσκονταν τόσο κοντά κι όµως τόσο µακριά, όφειλαν να έλθουν «εις γάµου κοινωνίαν». Τότε, ο θεός των ποταµών θα γονιµοποιούσε την πολλά υποσχόµενη «ωραία κοιµωµένη». Οι καρποί της συνεύρεσης δεν µπορούσαν παρά να είναι άφθονοι και πλούσιοι. Όταν, µάλιστα, όπως πολλοί υποστηρίζουν ακόµη και σήµερα, «το νερό χύνεται αναξιοποίητο στη θάλασσα»!... Το µέγεθος του εγχειρήµατος άρχισε να θρέφει προσδοκίες -κάθε είδους. Σύντοµα, οδηγηθήκαµε στην εκµετάλλευση και χρησιµοποίηση του έργου ως συµπολιτευτικού ή αντιπολιτευτικού -ανάλογα- εργαλείου από κυβερνήσεις, βουλευτές, πολιτευτές και άλλους «παράγοντες». Έτσι ο Αχελώος πέρασε στο συλλογικό υποσυνείδητο ως η πανάκεια που θα έλυνε όλα σχεδόν τα προβλήµατα της Θεσσαλίας και πολλά από τα προβλήµατα της χώρας. 15 εν απειλείται µόνο το µοναστήρι του Αγ. Γεωργίου µε καταστροφή, αλλά και ένας µεγάλος αριθµός µνηµείων, όπως τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια Πετρωτού (13ος αι.), Καρυάς (13ος αι.) και Ελληνικών (1241), πολλές βυζαντινές και µεταβυζαντινές εκκλησίες, νερόµυλοι κ.α. Βλ. Ράπτη ΙΙΙ. 16 Στη συνέχεια, το κείµενο ανατρέχει στον Πολίτη. 12
Στο µεταξύ η πεδινή Θεσσαλία αποδείχθηκε µία πολύ δυναµική περιοχή αναπτυσσόµενη και χωρίς την εκτροπή του Αχελώου, µε υψηλούς ρυθµούς ανάπτυξης κατά τις δεκαετίες 1960-70. Η ορεινή περίµετρός της, αντίθετα, αιµορραγούσε και έχανε σταθερά το δυναµικό της. Στον κάµπο το νερό έρρεε άφθονο µέσα από αρδευτικά δίκτυα µε τεράστιες απώλειες και σπάταλες αρδευτικές µεθόδους, οι αρδευόµενες εκτάσεις σύντοµα υπερέβησαν τα 2 εκατοµµύρια στρέµατα, τα λιπάσµατα και τα φυτοφάρµακα εισέρρεαν πλουσιοπάροχα. Η σύγχρονη επιδοτούµενη γεωργία έγινε η «µαύρη τρύπα», που απορροφά µε όλο και ταχύτερους ρυθµούς πολύτιµους φυσικούς πόρους. Σιγά - σιγά, όµως, τα όρια της ανάπτυξης έγιναν σαφή στον ορίζοντα. Ένας καθοριστικός παράγοντας δεν µπορούσε παρά να είναι το νερό, καθώς η εγκληµατική και απερίσκεπτη σπατάλη του οδήγησε τους υπόγειους υδροφορείς να κατεβαίνουν χρόνο µε το χρόνο όλο και πιο χαµηλά και τον Πηνειό ποταµό να καταντά το καλοκαίρι οχετός γεωργικής και αστικής ρύπανσης. Έτσι, η εκτροπή του Αχελώου επιβλήθηκε ως κάτι σχεδόν ιερό, µε διακηρυγµένο στόχο την άρδευση της θεσσαλικής πεδιάδας και αργότερα την ηλεκτροπαραγωγή και την ύδρευση των θεσσαλικών πόλεων. Η εκδοχή του έργου, η προώθηση της οποίας ξεκίνησε στο δεύτερο µισό της προηγούµενης δεκαετίας, προέβλεπε τη δυνατότητα εκτροπής µέχρι και 1,5 δισ. µ 3 νερού ανά έτος. Περιελάµβανε την κατασκευή δύο µεγάλων φραγµάτων στον άνω ρου του Αχελώου, στις θέσεις Μεσοχώρα και Συκιά και άλλων δύο στο Μουζάκι και την Πύλη, εκεί όπου η Νότια Πίνδος χαµηλώνει για να δώσει τη θέση της στη θεσσαλική πεδιάδα, µαζί µε άλλο ένα φράγµα στο Μαυροµάτι, τεράστιων σηράγγων (σήραγγα εκτροπής Αχελώου - Θεσσαλίας µε µήκος 18 χλµ., προσαγωγός Μεσοχώρας - Γλύστρας µήκους 6 χλµ., συνδετήρια Πύλης - Μουζακίου µήκους 8 χλµ.), αντίστοιχων υδροηλεκτρικών σταθµών, εκτεταµένου οδικού δικτύου, αλλά και τεράστιου αρδευτικού και αποστραγγιστικού δικτύου σε έκταση 3,5 εκατ. στρεµάτων. Μετά από πολλές περιπέτειες, παλινωδίες, εµπλοκές και έχοντας υποστεί σφοδρή πολεµική από πολλές πλευρές (ως αντι-οικονοµικό, αντι-κοινωνικό και αντι-περιβαλλοντικό έργο, εξέχον δείγµα µιας παρωχηµένης αναπτυξιακής αντίληψης), σήµερα προωθείται µία µικρότερη εκδοχή του έργου (εκτροπή 600 εκατ. µ 3 νερού ανά έτος, όχι φράγµατα στον 13
κάµπο, αλλά -και αυτό είναι σηµαντικό- τα φράγµατα στον Αχελώο και η σήραγγα εκτροπής έχουν ακριβώς τις ίδιες διαστάσεις µε την προηγούµενη εκδοχή. 17 7. Η ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΝΑ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ 7.1. Το νοµικό πλαίσιο για την προστασία της πολιτιστικής κληρονοµιάς και σχετικές κρίσεις της νοµολογίας Την πολιτιστική κληρονοµιά θέτει υπό την προστασία του κατ αρχήν το Σύνταγµα του 1975 / 86, µε τις παρ. 1 και 6 του άρθρου 24: «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωσιν του Κράτους. Το κράτος υποχρεούται να λαµβάνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά µέτρα προς διαφύλαξιν αυτού...» και «Τα µνηµεία και οι παραδοσιακές περιοχές και στοιχεία τελούν υπό την προστασία του Κράτους...». 18 Άξια προσοχής είναι η νοµοτεχνική συνταύτιση της προστασίας του φυσικού και του πολιτιστικού περιβάλλοντος στο ίδιο άρθρο, από την οποία προκύπτει ότι ο ιστορικός νοµοθέτης «αντιµετώπισε τη φύση και τα ανθρώπινα έργα ως αρµονικό σύνολο.» 19 Η υποχρέωση της Ελλάδας να προστατεύει την πολιτιστική κληρονοµιά της προκύπτει και από α) τη Σύµβαση των Παρισίων της 23.11.1972 για την Προστασία της Παγκοσµίου Πολιτιστικής και Φυσικής Κληρονοµίας (Νόµος 1126 της 3/10.2.81) και ιδίως από τα άρθρα 1, 3,4,5, και 12, β) την Ευρωπαϊκή Σύµβαση του Λονδίνου της 6.5.1969 δια την Προστασίαν της Αρχαιολογικής Κληρονοµίας (Νόµος 1127 της 3/10.2.81, και γ) τη Σύµβαση για την 17 Για µία αναλυτική παρουσίαση του έργου, βλ. «Αχελώος: Αιώνιος Ποταµός - Οριστική Καταστροφή», Ελληνική Εταιρεία για την Προστασία του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονοµιάς, Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης, WWF Ελλάς, Νέα Οικολογία, Αθήνα 1996. 18 Βλ. το ωρή, σελ. 31, όπου αναφέρεται ότι η προ του Συντάγµατος του 1975 έλλειψη συνταγµατικής πρόβλεψης για την προστασία των αρχαιοτήτων δεν εµπόδισε τη νοµολογία να προσδώσει αυξηµένη ισχύ στις σχετικές διατάξεις: «...Ανεγνωρίζετο σιωπηρώς, ότι αι αρχαιολογικαί διατάξεις, ως εξυπηρετούσαι ειδικόν έννοµον συµφέρον, επικρατούν των λοιπών διατάξεων. Προσεδίδετο, ούτως ειπείν, εν προβάδισµα εις το έννοµον συµφέρον, το οποίον εξυπηρετείται υπό των περί αρχ/των διατάξεων, έναντι του εις λοιπάς περιπτώσεις εννόµου συµφέροντος...». 19 Τροβά, σελ. 69. 14
Προστασία της Αρχιτεκτονικής Κληρονοµιάς της Ευρώπης, γνωστή ως Σύµβαση της Γρανάδας (Νόµος 2039 της 13.4.92), ιδίως άρθρα 1-4, 7, 10. 20 Σύµφωνα, τέλος, µε το άρθρο 2 του κ.ν. 5351 / 32 «Αρχαία... λογίζονται πάντα ανεξαιρέτως τα έργα της Αρχιτεκτονικής... και οιασδήποτε καθόλου Τέχνης, οίον παντοία οικοδοµήµατα και αρχιτεκτονικά µνηµεία,..., επιγραφαί, ζωγραφίαι...» Σύµφωνα µε τη θεωρία, «Πάντα ταύτα (Σηµ.: εννοεί τα ακίνητα) λογίζονται αρχαία, εφόσον παρήχθησαν προ του έτους 1830.». 21 Εποµένως, απολαµβάνουν της προστασίας του αρχαιολογικού νόµου, ως «αρχαία απευθείας εκ του νόµου, άνευ ανάγκης χαρακτηρισµού των διά διοικητικής πράξεως» και, αφού, επιπροσθέτως, ο τυχόν χαρακτηρισµός τους ως αρχαίων αποτελεί «διαπιστωτική ενέργεια της διοικήσεως...» µε την οποία η ιδιότητα του αρχαίου «εκδηλούται πανηγυρικώς εις τον εξωτερικόν κόσµον». Κατά τη διάταξη, ακόµη, του άρθρου 50 του κ.ν. 5351 / 32, απαγορεύεται, µεταξύ άλλων και «2. Η πλησίον αρχαίου επιχείρησις έργου δυναµένου να βλάψει αυτά αµέσως ή εµµέσως...». Επικαλούµενοι λίγα παραδείγµατα σχετικά µε το πώς η νοµολογία του ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου ερµήνευσε, εφήρµοσε τη διάταξη του άρθρου 24 Σ. και διεύρυνε το νόηµά της όταν αυτό κατέστη δυνατό, βλέπουµε ότι, σύµφωνα µε την απόφαση ΣτΕ 2801/91, ο συντακτικός νοµοθέτης καθιέρωσε αυξηµένη προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος, «η οποία έχει ως περιεχόµενο τη διατήρηση στο διηνεκές των µνηµείων και λοιπών στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική, καλλιτεχνική τεχνολογική και, γενικώς την πολιτιστική κληρονοµιά». 22 Σύµφωνα µε το ΣτΕ, το Σύνταγµα «επιτάσσει την υποχρέωση διαρκούς προστασίας της πολιτιστικής κληρονοµιάς», 23 δηλαδή την ανυπαρξία οιωνδήποτε χρονικών περιορισµών προστασίας, µε στόχο να διατηρηθεί αυτή και για τις µελλοντικές γενεές, εις το διηνεκές. Περαιτέρω, κατά το ικαστήριο, το άρθρο 24 Σ. καθιερώνει αυξηµένη προστασία του εναποµείναντος στη χώρα πολιτιστικού περιβάλλοντος. Η νοµολογία αυτή όπως και ο όρος 20 Βλ., µεταξύ άλλων, Αντώνη Μανιτάκη, «Η συνταγµατική προστασία των πολιτιστικών αγαθών και η ελευθερία της λατρείας µε αφορµή τις χρήσεις της Ροτόντας», Νόµος + Φύση, τ. 1/95, σελ. 45. 21 ωρής, οπ. ανωτ., σελ. 51. 22 Τροβά, οπ. ανωτ., σελ. 66. 15
«εναποµείναν πολιτιστικό περιβάλλον» εκφράζει «την αγωνία του δικαστή να υπερασπίσει «ανυπεράσπιστα» από τη ιοίκηση αγαθά, µε µοναδικό όπλο την ερµηνεία του άρθρου 24 Σ.» 24 Στην απόφαση ΣτΕ 1529/1993, το ικαστήριο έχει αποφανθεί ότι η προστασία των αρχαιοτήτων και των λοιπών ιστορικών και καλλιτεχνικών µνηµείων, τα οποία µάλιστα προστατεύονται ειδικώς από το άρθρο 24 Σ., αποτελεί λόγο γενικοτέρου δηµοσίου συµφέροντος. Ακόµη, σύµφωνα µε το ικαστήριο, οι διατάξεις του άρθρου 24 Σ. υποχρεώνουν το κράτος όχι µόνο να φροντίζει για τη διατήρηση, συντήρηση και αξιοποίηση του πολιτιστικού περιβάλλοντος και ειδικά της πολιτιστικής κληρονοµιάς αλλά του επιβάλλει και το καθήκον να αποκλείει κάθε υποβάθµιση ή αλλοίωσή του. Το κράτος οφείλει να αποφεύγει να λαµβάνει µέτρα που οδηγούν σε µείωση ή και διακινδύνευση της µνηµειακής ή της πολιτιστικής αξίας των πολιτιστικών αγαθών. 25 Τέλος, στην έννοια του προστατευτέου ή διατηρητέου υπάγονται και τα κτίρια που έχουν περιέλθει σε τέτοια κατάσταση, ώστε να υπάρχουν ίχνη θεµελίων ή ένας τοίχος περιτοίχισης. Μόνη η σχετική διαπίστωση της ερείπωσης δεν αρκεί για τον αποχαρακτηρισµό (ΣτΕ 4304/87). Επίσης δεν αποκλείεται η κήρυξη ως διατηρητέου και κτιρίου που είναι ετοιµόρροπο ή έχει µερικώς κατεδαφιστεί (ΣτΕ 298/84 κλπ.) 26 7.2. Η ειδικότερη στάση της διοίκησης: Αντιφάσεις και πληµµέλειες 27 Ανησυχώντας για το µέλλον που επεφύλασσε για την Ι.Μ. Αγ. Γεωργίου Μυροφύλλου η φθορά του χρόνου επιτεινόµενη από τη µέχρι τότε απουσία οιασδήποτε κρατικής µέριµνας, η κατεξοχήν αρµόδια 7 η Εφορεία Βυζαντινών αρχαιοτήτων µε το υπ αριθµ. 1198 / 10-12-84 23 ΣτΕ (Ολ.) 3146/86. 24 Τροβά, οπ. ανωτ., σελ. 164. 25 Αντώνης Μανιτάκης, «Η συνταγµατικότητα της ίδρυσης ανώνυµης εταιρείας του ηµοσίου για την εκµετάλλευση της πολιτιστικής κληρονοµιάς», Νόµος + Φύση, τ.3/97, σελ.568. 26 Βάσσος Ρώτης, «Επισκόπηση της αναφεροµένης στο περιβάλλον νοµολογίας του ΣτΕ των ετών 1984 έως και 1993», Νόµος και Φύση, τ. 1/94, σελ. 220. 27 Είναι, εν πολλοίς, η αντιφατική και αµφιλεγόµενη συµπεριφορά της ιοίκησης, η οποία απειλεί µε αφανισµό τα µνηµεία αυτά, που επιβίωσαν µέσα από εχθρικές κλιµατολογικές συνθήκες, φυσικές καταστροφές, πολέµους αλλά και τη λησµονιά και την εγκατάλειψη. 16
έγγραφό της προς το ΥΠΠΟ εκφράζει την άποψη ότι το εν λόγω µοναστηριακό συγκρότηµα είναι ένα «εξαιρετικά αξιόλογο δείγµα της ύστερης µεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής και ζωγραφικής», το οποίο «χρήζει άµεσης προστασίας, αναστηλώσεως και συντηρήσεως.». 28 Έτσι, εκδηλώνεται κατ αρχήν η αξιολογική κρίση της ιοίκησης, η οποία φτάνει µέχρι του σηµείου να επισηµαίνει την ανάγκη θετικών ενεργειών προς την κατεύθυνση της προστασίας του µνηµείου. Στη συνέχεια, η θέση αυτή επικυρώνεται και ενισχύεται από την πολιτικώς προϊσταµένη της Υπηρεσίας αυτής, περιβαλλόµενη, µάλιστα, και την πανηγυρικότητα της Υπουργικής Απόφασης της ΥΠΠΟ, σύµφωνα µε το κείµενο της οποίας: «Έχοντας υπόψη:... 2. Τις διατάξεις του άρθρου 52 του Κ.Ν. 5351/ 32 «περί Αρχαιοτήτων». 3. Γνωµοδότηση του Τοπικού Συµβουλίου Μνηµείων Θεσσαλίας..., αποφασίζουµε: Χαρακτηρίζουµε ως ιστορικό διατηρητέο µνηµείο την Ι. Μονή Αγίου Γεωργίου (ολόκληρο το µοναστηριακό συγκρότηµα) Κοιν. Μυροφύλλου Ν. Τρικάλων, επειδή αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά δείγµατα µεταβυζαντινής µοναστηριακής αρχιτεκτονικής, µε δύο οικοδοµικές φάσεις (αρχές 17ου και αρχές 19ου αιώνα) και ζωγραφικής, έργα Σαµαριναίου ζωγράφου, µε ζώνη προστασίας ακτίνας 2.000 µ. γύρω της...». 29 Έτσι, καθίσταται αποφασιστική, κατηγορηµατική και µη επιδεχόµενη αµφισβητήσεων και παρερµηνειών, η βούληση της ιοίκησης να προστατεύσει το µοναστηριακό συγκρότηµα αλλά και τον περιβάλλοντα χώρο του και µάλιστα σε αυξηµένη ακτίνα. Πρόκειται για σαφή αναγνώριση της διαπλοκής και του αδιάσπαστου χαρακτήρα πολιτιστικού και φυσικού περιβάλλοντος ως παραγόντων αλληλοεπηρεαζόµενων και αλληλοδιαµορφούµενων µέσα από τη διαδροµή του χρόνου. Εκφράζεται, µε άλλα λόγια, η αποδοχή της θέσης σύµφωνα µε την οποία «..το φυσικό όσο και πολιτιστικό περιβάλλον αποτελούν το συνολικό σκηνικό της πολιτικής και κοινωνικής πραγµατικότητας µιας χώρας. Αποτελούν... το χώρο και την ιστορική διάσταση του πολιτικού βίου.», 30 ο οποίος κρίνεται ως χρήζων προστασίας. 28 Ο τονισµός µε τα πλάγια γράµµατα είναι δικός µας. 29 Αριθ. Φ32 / 26244 / 573, ΦΕΚ τ. Β, 425 / 10-6-85. Ο τονισµός µε τα πλάγια γράµµατα είναι δικός µας. 30 Τροβά, οπ. ανωτ., σελ. 73. 17
Το 1986, ο προϊστάµενος της ίδιας Εφορείας, πληροφορηθείς την πρόθεση άλλων δηµοσίων υπηρεσιών για την προώθηση των έργων της εκτροπής του ποταµού Αχελώου, αντιδρά αποκλείοντας κατηγορηµατικά το ενδεχόµενο καταστροφής των µνηµείων, υπογραµµίζοντας σε σχετικό έγγραφό του ότι µέληµα της Υπηρεσίας της οποίας προΐσταται αποτελεί η σωτηρία και η προστασία τους, και όχι η κατάκλυσή τους. Εννέα χρόνια αργότερα, σε έγγραφο της ίδιας Υπηρεσίας αναφέρεται ότι όλα τα κατακλυζόµενα γεφύρια παρουσιάζουν µεγάλο ενδιαφέρον από ιστορική και αρχαιολογική άποψη. 31 Φτάνουµε, όµως, στην εποχή που και η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων έχει αρχίσει να µεταβάλλει τη στάση της. Έτσι, στηριζόµενος σε ανεπαρκή -κατά ρητή οµολογία τουστοιχεία, ο προϊστάµενός της µιλά για «µνηµεία που παραχωρούν τη θέση τους» στην «πρόοδο και καλυτέρευση των συνθηκών ζωής όλης της Κεντρικής Ελλάδας», αρκούµενος σε σύσταση, σύµφωνα µε την οποία ορισµένα µνηµεία πρέπει «να στερεωθούν επαρκώς, ώστε να διατηρηθούν για όσο το δυνατό µεγαλύτερο χρονικό διάστηµα» υπό τα ύδατα των ταµιευτήρων! Στη συνέχεια, έρχεται στο προσκήνιο το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συµβούλιο για να γνωµοδοτήσει. 32 Τα µέλη του οργάνου πριν εκφράσουν τη γνώµη τους σχετικά µε την κατάκλυση ή όχι των µνηµείων, ενηµερώνονται ότι «πρόκειται να κατακλυσθούν µνηµεία όπως...» 33, αναγνωρίζουν την προχειρότητα της παρουσίασης και την ανεπάρκεια των υφιστάµενων στοιχείων, η οποία φυσικά έχει ως αποτέλεσµα την κατά προσέγγιση γνώση τους για τα απειλούµενα µε κατάκλυση µνηµεία. Μέλος του Συµβουλίου αντιτιθέµενο στην κατάκλυση ζητά περισσότερα στοιχεία για την Ι.Μ. Αγ. Γεωργίου Μυροφύλλου, παραδεχόµενο, εν τέλει, ότι «ποτέ δεν θα το µάθουµε, αφού κανείς δεν πρόκειται να πάει εκεί...». Ο υπεύθυνος για την παρουσίαση Αρχαιολόγος Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, ενώ συνιστά απλή καταγραφή των µνηµείων και δεν αντιτίθεται στην κατάκλυση, στο τέλος της συνεδρίασης φθάνει να ρωτά «για ποιό λόγο πρέπει να κατακλυσθούν τόσα µνηµεία», ενώ ο Εισηγητής ψηφίζει υπέρ της κατάκλυσης των µνηµείων «κατ οικονοµία»! 34 31 2818 / 14.1.86 και 463 / 9.3.95 αντίστοιχα. Ο τονισµός µε τα πλάγια γράµµατα είναι δικός µας. 32 Με παροχή γνώµης στερούµενης δεσµευτικής ισχύος. 33 Ο τονισµός µε τα πλάγια γράµµατα είναι δικός µας. 34 Πράξη του ΚΑΣ 17 / 9.5.95. 18
Τελικά, ο Υπουργός Πολιτισµού δίδει µέσα σε πέντε γραµµές την άδειά του για την κατάκλυση των µνηµείων, 35 εκδοθείσα επί τη βάσει των όρων της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων του ΥΠΕΧΩ Ε και των Προτάσεων της Επιτροπής που ορίστηκε µε την ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Β1/Φ33553/835/10-7-95 Απόφαση για την οριστικοποίηση περιβαλλοντικών όρων έργων εκτροπής Αχελώου. Μετά την έκδοση της αυτόνοµης αυτής ΥΑ, ο Υπουργός Πολιτισµού προσυπογράφει την ΚΥΑ έγκρισης περιβαλλοντικών όρων για την κατασκευή και λειτουργία των έργων εκτροπής του Αχελώου προς τη θεσσαλική πεδιάδα. 36 Οι όροι που τίθενται από τον αρµόδιο για την προστασία της πολιτιστικής κληρονοµιάς Υπουργό, είναι οι εξής: Φωτογράφιση, βιντεοσκόπηση, γενικά τοπογραφικά σχέδια της περιοχής, της Ιεράς Μονής, των γεφυριών και των ερειπίων της Μονής Κορανοσίας, κατόψεις, προπλάσµατα, ανασκαφές, αποτοίχιση και µεταφορά τέµπλων, τοιχογραφιών και φορητών εικόνων, ίδρυση «Μουσείου Ευρηµάτων Έργων Εκτροπής Αχελώου». 37-38 Τα σχόλια περιττεύουν. 8. ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ Απ όσα προηγήθηκαν καθίσταται, ελπίζουµε, σαφές ότι στην υπόθεση των απειλούµενων µε κατάκλυση πολιτιστικών µνηµείων της περιοχής του Άνω Αχελώου, προφανής στόχος της ιοίκησης είναι να παρακάµψει την ισχύουσα νοµοθεσία για την προστασία του πολιτιστικού περιβάλλοντος. Πράγµατι, παραµερίζοντας το ισχύον δεσµευτικό νοµικό πλαίσιο προστασίας της πολιτιστικής κληρονοµιάς -ενισχυµένο µάλιστα και από τη νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας- η ιοίκηση καταδικάζει σε αφανισµό το σηµαντικό µνηµειακό πλούτο ενός ορεινού πολιτισµού που ήκµασε στο εκπάγλου κάλλους τοπίο του Αχελώου. Βρισκόµαστε ενώπιον µιας µεθόδευσης τελικό αποτέλεσµα της οποίας θα είναι η εκπτώχευση της εθνικής πολιτιστικής κληρονοµιάς και η εξαφάνιση, ουσιαστικά, της ιστορικής µνήµης του πλούσιου 35 Απόφαση ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/ Β1/ 53451/1544 της 3.11.95. 36 ΚΥΑ 23271/15-12-95 των Υπουργών ΠΕΧΩ Ε, Πολιτισµού, Γεωργίας, ΒΕΤ, και Αναπληρωτών Υπουργών ΠΕΧΩ Ε, Εθνικής Οικονοµίας. Ο τονισµός µε τα πλάγια γράµµατα είναι δικός µας. 37 Βλ. και τους όρους 43-46 της ΚΥΑ 23271/15-12-95, οπ. ανωτ. 38 Χαρακτηριστική µιας συγκεκριµένης αντίληψης είναι η παράλειψη από το ανωτέρω Πρακτικό, του οποίου προηγήθηκε αυτοψία δύο αρχαιολόγων και µίας συντηρήτριας, πολλών κατακλυζοµένων µνηµείων όπως το πέτρινο γεφύρι στον Αρέντιο ποταµό. Το Πρακτικό αυτό αποτελεί, δε, «αναπόσπαστο τµήµα» της ΥΑ του ΥΠΠΟ, σύµφωνα µε διατύπωση της ίδιας. Είναι σαφής η έλλειψη στοιχείων, και η προχειρότητα µε την οποία αντιµετωπίζεται το θέµα, για να µην αναφερθούµε στο αιτιολογηµένο ή µη της ΥΑ του ΥΠΠΟ. 19
σε ιστορία εκτεταµένου ορεινού διαµερίσµατος του Ασπροπόταµου. 39 Πρόκειται για µια προσπάθεια ανεπίτρεπτη για µία συντεταγµένη και δηµοκρατικά οργανωµένη Πολιτεία, η οποία «αντίκειται στη συνταγµατικά κατοχυρωµένη διαρκή προστασία των αρχαίων, µνηµείων κλπ.» 40 και στο συνταγµατικά εγγυηµένο δικαίωµα «όλων των πολιτών στον πολιτισµό και στη διαρκή φύλαξη και αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονοµιάς», «...ένα θεµελιώδες δικαίωµα, που το Σύνταγµα το εγγυάται ως θεµελιώδη και αναντικατάστατη αξία της σηµερινής κοινωνικής συµβίωσης.». 41 Ως µνηµεία είτε κηρυγµένα διατηρητέα είτε προστατευόµενα ως αρχαιότητες εκ του νόµου, πάντως µε αναντίρρητη αρχαιολογική αξία, τα απειλούµενα µε κατάκλυση µνηµεία του Ασπροπόταµου αποτελούν πολιτιστικά αγαθά προστατευόµενα από τις συνταγµατικές διατάξεις του άρθρου 24 Σ. Η προστασία αυτή υποχρεώνει το κράτος όχι µόνο να φροντίζει για τη διατήρηση, συντήρηση και πολιτιστική αξιοποίησή τους, αλλά του επιβάλλει το καθήκον να αποκλείει κάθε υποβάθµιση, αλλοίωση και βέβαια εξάλειψη (µερική ή ολική) της µνηµειακής ή πολιτιστικής αξίας τους. Αποκλείεται, εποµένως, και θα πρέπει να θεωρηθεί αντισυνταγµατική κάθε νοµοθετική ή διοικητική απόπειρα που θα έτεινε ή θα είχε ως αποτέλεσµα τον «αποχαρακτηρισµό» τους και θα αναιρούσε στην πράξη το µνηµειακό και πολιτιστικό προορισµό των ζωντανών αυτών µαρτυριών µιας µεγάλης και πολυκύµαντης περιόδου της ιστορίας της πατρίδας µας. Επιβάλλεται, λοιπόν, να απαγορευτεί κάθε ενέργεια, η οποία πρόκειται να βλάψει ή να αλλοιώσει την ιστορική τους αξία. Ακόµη, όµως, και στην περίπτωση που κάποιο ελάχιστο τµήµα της πολιτιστικής κληρονοµιάς, της συνδεόµενης άρρηκτα µε το ιστορικό τοπίο του Ασπροπόταµου, µεταφερόταν και στεγαζόταν σε κάποιο επί τούτω µουσείο, η ενέργεια αυτή θα διέκοπτε οριστικά το βασικό και στοιχειώδη σύνδεσµο των ανθρώπινων έργων µε το φυσικό 39 Υπάρχει ήδη ανάλογο προηγούµενο, από το κοντινό παρελθόν, όταν το όραµα της «πάση θυσία ανάπτυξης» δεν άφηνε περιθώρια σεβασµού των έργων του παρελθόντος. Το 1965, µε την ολοκλήρωση του φράγµατος των Κρεµαστών στον Αχελώο, κατάντη του σηµείου της σήµερα προωθούµενης εκτροπής, κατακλύσθηκαν - τουλάχιστον- δύο πέτρινα τοξωτά γεφύρια και µία εκκλησία. Πρόκειται για το µονότοξο γεφύρι της Τατάρνας ή Μαρδάχας στον Αχελώο και το επίσης µονότοξο γεφύρι του (Πρωτοµάστορα) Μανώλη (έτος κατασκευής 1659) στον ποταµό Αγραφιώτη λίγο πριν τη συµβολή του µε τον Αχελώο, το οποίο, σύµφωνα µε πληροφορίες, κατέρρευσε προ τριών ετών υπό το βάρος του υπερκείµενου όγκου των υδάτων. Η µεγάλη εκκλησία της Επισκοπής Ευρυτανίας ανήκε στον τύπο του σταυροειδούς µε τρούλο και είχε χρονολογηθεί στον 8 ο -10 ο αιώνα µ.χ., µε πλούσιες τοιχογραφίες χρονολογούµενες από τον 9ο, 11ο και 13ο αι., µεγάλο µέρος των οποίων αποτοιχίσθηκε και εκτέθηκε. 40 Τροβά, οπ. ανωτ., σελ. 138. 41 Μανιτάκης, Ροτόντα, οπ. ανωτ., σελ. 54. 20
περιβάλλον που τα γέννησε και θα προσέβαλλε τη σύµφωνη µε τις σηµερινές κοινωνικές απαιτήσεις λειτουργία τους, αφού, «...γίνεται συστηµατικά πλέον αποδεκτό ότι σκοπός της διατήρησης της πολιτισµικής κληρονοµιάς δεν είναι η µουσειακή κατάψυξη των ανθρώπινων έργων και η αποκλειστική θεαµατική τους λειτουργία. Συνδυασµένη µε το φυσικό περιβάλλον, η πολιτισµική κληρονοµιά εµφανίζεται πλέον ως λειτουργικό αίτηµα του σύγχρονου ανθρώπου, που δεν επιθυµεί απλά να πλουτίσει την ιστορία και να διακοσµήσει το χώρο που ζει, αλλά και να βιώσει την αισθητική του χώρου και την ιστορική διάσταση του πολιτισµού του.». 42 Το πολιτιστικό περιβάλλον δεν µπορεί παρά να αντιµετωπίζεται ως ενιαίο σύνολο µε το φυσικό, χωρίς να αποµονώνεται αποσπασµατικά πίσω από φωτισµένες προθήκες, αποκοµµένο για πάντα από το υπόλοιπο τµήµα του, το οποίο προορίζεται να καταλήξει στο βυθό των τεχνητών λιµνών. Αξίζει, τέλος, να αναφερθεί στο σηµείο αυτό ότι εδώ και δύο χρόνια έχει ολοκληρωθεί το έργο αναστήλωσης και αποκατάστασης µίας πτέρυγας της Ι. Μ. Αγ. Γεωργίου Μυροφύλλου µε κονδύλια του Κοινοτικού προγράµµατος LEADER µε στόχο τη φιλοξενία αγροτουριστικών δραστηριοτήτων. Η πρωτοβουλία αυτή παρέχει σηµαντικές προοπτικές για µια εναλλακτική ανάπτυξη της περιοχής, βασισµένη στο συνδυασµό του υψηλής αισθητικής αξίας φυσικού περιβάλλοντος και των µοναδικών πολιτιστικών µνηµείων, µέσα ακριβώς στο ιστορικό τοπίο του Ασπροπόταµου. Τα οφέλη µιας τέτοιας ανάπτυξης θα είναι σίγουρα πολλαπλά και σηµαντικά για τον τοπικό πληθυσµό. Η σύνδεση των µνηµείων µεταξύ τους, µε τους οικισµούς αλλά και µε το φυσικό περιβάλλον µέσω ενός δικτύου µονοπατιών, θα αποτελούσε ένα πρώτο βήµα προς την αντιµετώπιση των αναπτυξιακών αδιεξόδων και τη διάσωση της ιστορίας. Μπορεί άραγε και υπό ποίες προϋποθέσεις η µεταβαλλόµενη κρίση της ιοίκησης να αναιρέσει την ανάγκη προστασίας ενός συνταγµατικά προστατευόµενου αγαθού; Πρόκειται, µήπως, όπως από πολλούς υποστηρίζεται για την αναπόφευκτη λύση στο πρόβληµα της σύγκρουσης δύο αγαθών, δηλαδή της προστασίας του -έστω κι «εναποµείναντος» πολιτιστικού περιβάλλοντος από τη µια, και της (ιδεοληψίας της) οικονοµικής ανάπτυξης µε την ταυτόχρονη αποστολή των µαρτυριών κάποιων παρελθόντων «πτωχών» πολιτισµών εις 42 Τροβά, οπ. ανωτ., σελ. 39. 21
το πυρ το εξώτερον, από την άλλη; 43 Ποιός, άραγε, και µε ποιά κριτήρια θα αποφασίσει; Μήπως εν τέλει απαιτείται µία «υποδειγµατική θεσµική ανάλυση οφέλους και κόστους»; 44 Η µεγαλοσύνη του σηµερινού πολιτισµού µας -αν αυτή υπάρχει- θα φανεί και από το ενδιαφέρον, την προστασία και τη φροντίδα που θα δείξει στα µνηµεία του παρελθόντος. Μόνο αν ο σεβασµός του εναποµείναντος πολιτιστικού περιβάλλοντος -της ίδιας της ιστορίας µας- επικρατήσει πάνω στη µεθυστική υπεροψία του σηµερινού κόσµου και στον αµείλικτο εξοστρακισµό των περασµένων εποχών, µόνο τότε ο πολιτισµός µας θα µπορεί να χαρακτηρισθεί «σηµαντικός».- 43 Βλ. και Μιχαήλ εκλερή, Ο ωδεκάδελτος του Περιβάλλοντος, Εγκόλπιο Βιωσίµου Αναπτύξεως, Νόµος + Φύση, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 1996. 44 Γ. Παπαδηµητρίου, Σχόλιο στην απόφαση ΣτΕ 1874/1994 (Τµήµα Ε ), Νόµος + Φύση,τ. 1/95, σελ. 150 επ. 22
Βιβλιογραφία Αυγερινού Σ., Ειδικά Θέµατα Αναπτυξιακά Σχεδιασµού, Ε.Μ.Π., 1996, και προφορικές παραδόσεις. ωρής Ε. Φ., Το δίκαιον των αρχαιοτήτων», Σάκκουλας, Αθήνα, 1985. π. Καρακίτσιος Ελ., Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Μυροφύλλου, Μυρόφυλλον (Μερόκοβον) Τρικάλων (Από προ Χριστού ως το 1900 µ.χ.), Θεσσαλονίκη 1996. Νέα Οικολογία, Αφιέρωµα στην εκτροπή του Αχελώου, τ. 57-58, Ιούλιος-Αύγουστος 1989. Μανιτάκης Α., «Η συνταγµατική προστασία των πολιτιστικών αγαθών και η ελευθερία της λατρείας µε αφορµή τις χρήσεις της Ροτόντας», Νόµος και Φύση, τ. 1/95, σελ. 45 επ. Μαντάς Σπ., Τα Ηπειρώτικα Γεφύρια... για να καλύψουν µια ανάγκη, προέκτειναν τη φύση, Τεχνικές Εκδόσεις Α.Ε., 1984 Παγκόσµιος Γεωγραφικός Άτλας - Πάπυρος, τόµος Α, Ευρώπη και Ελλάς, Fratelli Fabbri Editori - Milano και Εταιρεία Εγκυκλοπαιδικών Εκδόσεων - Αθήνα, 1968. Πολίτης Γ., Εισαγωγή στην εκτροπή του Αχελώου, σε «Αχελώος: Αιώνιος Ποταµός - Οριστική Καταστροφή» Ελληνική Εταιρεία για την Προστασία του Περιβάλλοντος και της Πολιτιστικής Κληρονοµιάς, Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσης, WWF Ελλάς, Νέα Οικολογία, Αθήνα 1996, σελ. 3 επ. Ράπτης., Αφύλακτοι Θησαυροί: Το Μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου Μυροφύλλου Τρικάλων, Εκδ. Γλάρος, 1985. Ράπτης., Το Μυρόφυλλο Τρικάλων (1880-1980), Εκδ. Ταχυδρόµος, Άρτα 1994. Ράπτης., Η Ιστορία και η πολιτιστική κληρονοµιά που θα χαθούν, σε «Αχελώος:...» (οπ. ανωτ., σελ. 18-19, όπου και αναφορά του συνόλου των κατακλυζοµένων µνηµείων). Τροβά Ελ., Η έννοια του πολιτιστικού περιβάλλοντος κατά το Σύνταγµα του 1975/86, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κοµοτηνή 1992, σελ. 69. Τσάρτας Π., Προφορική εισήγηση µε θέµα τον τουρισµό, στο πλαίσιο του ΠΜΣ Πολεοδοµία - Χωροταξία, 10.12.98. 23