ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η διαµόρφωση των σχέσεων ανάµεσα στην επίσηµη πολιτεία και την Εκκλησία της Ελλάδος, ήδη από το 1833 που ανακηρύχθηκε ανεξάρτητη από το Οικουµενικό Πατριαρχείο, είναι ένα ζήτηµα που απασχόλησε και εξακολουθεί να απασχολεί την κοινή γνώµη. Πρόσφατη είναι η διαµάχη µε επίκεντρο την αναγραφή ή όχι του θρησκεύµατος στις νέες ταυτότητες, η οποία δίχασε προ δεκαετίας την ελληνική κοινωνία. Ανοικτό παραµένει επίσης το ζήτηµα του χωρισµού της εκκλησίας από το κράτος και η συναφής µε αυτό διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ωστόσο, παρά το συνεχές ενδιαφέρον για τις εκκλησιαστικές υποθέσεις, οι σοβαρές επιστηµονικές µελέτες επί του θέµατος εξακολουθούν να σπανίζουν. και σε αυτές ακόµη που υπάρχουν είναι φανερή η ιδεολογική φόρτιση των συγγραφέων τους, µε αποτέλεσµα να παραµένουν αποσπασµατικές και ελεγχόµενες. Ένα σηµαντικό τµήµα αυτού του επιστηµονικού κενού φιλοδοξεί να καλύψει η ανά χείρας µελέτη του Θεοδόση Τσιρώνη. Βασικό στόχο του συγγραφέα αποτελεί η διερεύνηση, η κατανόηση και η ανάδειξη των αιτιών και των µηχανισµών µέσω των οποίων αλληλοεπηρεάσθηκαν η Εκκλησία της Ελλάδος και το ελληνικό πολιτικό και πολιτειακό σύστηµα από το 1913 έως και το 1941. Γύρω από τον άξονα αυτό αναδύθηκαν µία σειρά από συναφή ερωτήµατα, όπως η διερεύνηση της συνέπειας και της διαχρονικότητας των εκκλησιαστικών αιτηµάτων, της οµοφωνίας ή όχι στη λήψη των αποφάσεων και της εµπλοκής ή όχι της ανώτερης και κατώτερης ιεραρχίας στις µικροπολιτικές διαµάχες. Ο Τσιρώνης εκµεταλλεύεται σε βάθος τη σχετική εκδεδοµένη βιβλιογραφική παραγωγή και, αφού την αξιολογεί, την επαναχρησιµοποιεί µε γνώµονα τα παραπάνω κεντρικά ερωτήµατα. Το ανέκδοτο αρχειακό υλικό που είχε στη διάθεσή του είναι εκτεταµένο και διάσπαρτο. Παρά τις περί του αντιθέτου φήµες περί του «αβάτου» των εκκλησιαστικών αρχείων, ο συγγραφέας απέκτησε πρόσβαση σε πολλά από αυτά, όπως το Ιστορικό Αρχείο της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το Ιστορικό Αρχείο της Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλονίκης και το προσωπικό αρχείο του Μητροπολίτη Κασσανδρείας Ειρηναίου Παντολέοντος. Επίσης, µια σειρά από άλλα αρχεία, δηµόσια και ιδιωτικά, εκδεδοµένες εκκλησιαστικές πηγές, ο εκκλησιαστικός και ο πολιτικός τύπος καθώς και ειδικά περιοδικά προστέθηκαν στο επιστηµονικό «οπλοστάσιό» του προκειµένου να συµπληρώσουν πολύτιµες ψηφίδες ενός πολυποίκιλου καµβά. Η αφήγησή του Τσιρώνη είναι διαυγής και αβίαστη, ενώ η επιχειρηµατολογία του είναι πειστική και εύληπτη. Αρκετά από τα συµπεράσµατά του είναι εντυπωσιακά, όπως η τεκµηρίωση ότι η διαπλοκή ανάµεσα στην κοσµική και τη θρησκευτική εξουσία εξυπηρετούσε εκατέρωθεν ανάγκες και δεν υπήρξε επιθυµία µόνο της µίας πλευράς. Ιδιαίτερα στο Μεσοπόλεµο µάλιστα τα βενιζελογενή κόµµατα επιδίωξαν µε ζέση την
υπαγωγή της Εκκλησίας στο κράτος. Εξίσου αποκαλυπτική είναι επίσης και η διάλυση του «µύθου» πως η Εκκλησία ήταν ταυτισµένη µε τον θεσµό της Βασιλείας. Ο Θεοδόσης Τσιρώνης υπηρετεί αριστοτεχνικά τις επιταγές της επιστήµης του. εν έχω καµία αµφιβολία πως στο εγγύς µέλλον η µελέτη του θα συµπεριληφθεί στην κλασική βιβλιογραφική παραγωγή της πολιτικής, θεσµικής και εκκλησιαστικής ελληνικής ιστορίας του 20 ου αιώνα. Ιάκωβος. Μιχαηλίδης Επίκουρος Καθηγητής Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, ΑΠΘ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ A ντικείµενο της παρούσας µελέτης είναι κυρίως η εξέταση, κατανόηση και ανάδειξη των αιτίων και των διαδικασιών, µέσω των οποίων η Εκκλησία της Ελλάδος συµµετείχε και επέδρασε στις πολιτικές εξελίξεις του ελληνικού κράτους ή επηρεάστηκε από αυτές, κατά την περίοδο που ακολούθησε τους Βαλκανικούς Πολέµους έως και τον Β Παγκόσµιο Πόλεµο. Η µέχρι σήµερα ιστοριογραφική παραγωγή αναφορικά µε το ζήτηµα αυτό είναι σχετικά ισχνή, γεγονός που έχει ήδη επισηµανθεί και από άλλους ερευνητές. Ως αιτίες θα µπορούσαν να προβληθούν η έλλειψη ενδιαφέροντος της ακαδηµαϊκής κοινότητας, που λαµβάνει µερικές φορές τις διαστάσεις αρνητικής προδιάθεσης για την ιστορική έρευνα της πρόσφατης εκκλησιαστικής ιστορίας, αλλά και η επικράτηση αρνητικών, κατά κύριο λόγο στερεοτύπων, που καθιστούν περιττή τη διεξοδικώτερη ενασχόληση µε το συγκεκριµένο θέµα. 1 Η µεγαλύτερη πρόκληση που έχει κανείς να αντιµετωπίσει είναι η αποφυγή της ιδεολογικής χρήσης ή αξιοποίησης των πορισµάτων του για την επιβεβαίωση ή απόρριψη απόψεων, που εκφεύγουν όµως από τα όρια της επιστηµονικής έρευνας. Ο µελετητής του συγκεκριµένου θέµατος διαπιστώνει πως σηµαντικό µέρος της βιβλιογραφίας επηρεάζεται από τη διαχρονικότητα του φαινοµένου του πολιτικού λόγου και ρόλου που αναπτύσσει η Εκκλησία της Ελλάδος. Η παρατήρηση αυτή λειτουργεί ως πρόκληση: αρχικά, µπορεί να 1 Για τις σχετικές επισηµάνσεις και τους προβληµατισµούς, βλ. Theofanis G. Stavrou, «The Orthodox Church and Political Culture in Modern Greece», στο Dimitris Constas και Theophanis G. Stavrou (επιµ.), Greece Prepares for the Twenty-first Century, The Woodrow Wilson Center Press, Washington 1995, σ. 35. Επίσης, όπως ορθά έχει τονισθεί, «αγκυλώσεις απέναντι στις εκδηλώσεις του θρησκευτικού φαινοµένου µας εµποδίζουν συχνά να αξιοποιήσουµε την εκκλησιαστική ιστορία για την κατανόηση βασικών ιδιοτήτων της πολιτικής παιδείας µας». Βλ. Άλκης Κούρκουλας, «Το αγκάθι των νέων χωρών», Το Βήµα, 18 Φεβρουαρίου 2007, Ένθετο Βιβλία, σ. 2.
αποτελέσει τροχοπέδη στην ανεπηρέαστη, από προσωπικές εµπειρίες και αντιλήψεις, έρευνα από την άλλη πλευρά ωστόσο, σηµατοδοτεί µία γόνιµη αφορµή για την ενασχόληση µε ένα φαινόµενο που δεν απασχολεί µόνο το ιστορικό παρελθόν, αλλά και το βιωµατικό παρόν. Η συζήτηση σχετικά µε τα όρια και τις αλληλεπιδράσεις ανάµεσα στην θρησκευτική και την πολιτική εξουσία παραµένει επίκαιρη, καθώς αφορά άµεσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος, όπως άλλωστε και τις οµόδοξες Εκκλησίες των χωρών της νοτιοανατολικής Ευρώπης, οι οποίες αντιµετωπίζονται ως επίσηµοι συνοµιλητές από ένα µεγάλο τµήµα του πολιτικού κόσµου της Ευρώπης. Η παρατήρηση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, επί µία δεκαετία, διεξάγεται δηµόσιος και επίσηµα θεσµοθετηµένος διάλογος µε πρωτοβουλία του Οικουµενικού Πατριαρχείου και του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόµµατος και τη συµµετοχή της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Ελλάδος και των υπόλοιπων οµόδοξων Εκκλησιών της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Περιεχόµενό του είναι η οµαλή ένταξη των κρατών της περιοχής αυτής στο ευρωπαϊκό πολιτικό γίγνεσθαι και η αποδοχή των πολιτικών αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 2 Το ιδεολογικό πλαίσιο και οι σκοπιµότητες που εξυπηρετούνται από αυτόν τον διάλογο αποσαφηνίζονται από τον Joseph Daul, Πρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Οµάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόµµατος-Ελευθέρων ηµοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: «Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δέκα ετών, ο διάλογός µας έδωσε την προτεραιότητα στα ανθρώπινα δικαιώµατα και στην εργασία µε τις τοπικές εκκλησίες οι οποίες βοηθούν στην «ανακατασκευή» των κοινωνιών στο µετακοµµουνιστικό περιβάλλον. [ ] Ο ετήσιος διάλογός µας θα πρέπει [ ] να καταστήσει σαφές στους λαούς της Ευρώπης, στον πιστό των διαφόρων εκκλησιών µας, τη φύση της θρησκείας και των διαφόρων πολιτικών στη δράση. Χρειαζόµαστε τις εκκλησίες να συνεργαστούν µεταξύ τους και µε τα διάφορα κινήµατα λαϊκών ανθρώπων της χριστιανικής εµπνεύσεως, για τη δηµιουργία ενός νεόυ πνεύµατος µεταξύ της κοινωνίας των πολιτών. Χρειαζόµαστε να θεραπεύσουµε τις βλάβες που δηµιούργησε ο κοµµουνισµός, ο εµφύλιος πόλεµος, ο υπερεθνισκισµός, βρίσκοντας πρακτικές πρωτοβουλίες σε τοπικό και εθνικό επίπεδο οι οποίες να προωθούν την ένταξη». 3 Ο διάλογος δε αυτός µπορεί να ερµηνευτεί αν ενταχτεί στο ευρύτερο φαινόµενο της αποϊδιωτικοποίησης της θρησκευτικής σφαίρας, το οποίο παράγει τη σύγχυση της θεσµικής ιδιότητας του πολίτη µε εκείνη του πιστού, δηλαδή του ενεργού µέλους µίας θρησκευτικής κοινότητας. 4 Σηµαντική επισήµανση όσον αφορά στην ελληνική πραγµατικότητα, είναι ότι η σύγχυση αυτή δεν αποτελεί φαινόµενο που απαντάται µόνο στο παρόν, αλλά µε έντονο τρόπο 2 Βλ., Hans-Gert Poettering, Mankind, Religion and Europe, The European Union-a Community of Values, EPP-ED Group in the European Parliament, Research-Documentation-Publication Service, Brussels 2002. Για περισσότερα στοιχεία σχετικά µε το διάλογο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόµµατος µε τις Ορθόδοξες Εκκλησίες της Ευρώπης, συµπεριλαµβανοµένης και της Εκκλησίας της Ελλάδος, βλ. την ιστοσελίδα: http://www.eppgroup.eu/activities/pcurrentissues/politics-religion/orthodoxchurches_en. asp. Μία συναφούς περιεχοµένου συνάντηση στον ελλαδικό χώρο πραγµατοποιήθηκε στο Βόλο, τον εκέµβριο του 2005 επρόκειτο για το πρώτο ιαβαλκανικό Συνέδριο µε θέµα: «Ο ρόλος της Εκκλησίας στην Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση των Βαλκανικών κρατών». Για το συνέδριο, βλ. το σχετικό δελτίο τύπου στην ιστοσελίδα: http://www.ecclesia.gr/greek/pronaos/pronaos_38.html#n4. 3 Joseph Daul, «Πρόλογος», στο Αγγέλα Καλαντζή (επίµ.), ιάλογοι µεταξύ της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της Κοινοβουλευτικής Οµάδας του ΕΛΚ-Ε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Κοινοβουλευτική Οµάδα του ΕΛΚ-Ε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Βέλγιο 2007, σ. 11. 4 Ενδεικτικά βλ. ηµήτρης Τσάτσος-Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, «ηµοκρατία και Εκκλησία», Το Σύνταγµα, 4-5, (2000), στην ιστοσελίδα: http://tosyntagma.ant-sakkoulas.gr/fakeloi/item.php?id=16 και Αντώνης Μανιτάκης, Οι σχέσεις της Εκκλησίας µε το Κράτος-Έθνος στη σκιά των ταυτοτήτων, Νεφέλη, Αθήνα 2000, όπου υπάρχει και εκτενής βιβλιογραφία για το ζήτηµα αυτό. Για την αντίθετη άποψη, βλ. Επιφάνιος Σ. Οικονόµου, Από την ατέλεια στην Αγιότητα. Η Εκκλησία απέναντι στα σύγχρονα προβλήµατα, Καστανιώτης, Αθήνα 2004, σσ. 69-71.
παρουσιάστηκε και κατά την περίοδο, που διαπραγµατεύεται η παρούσα µελέτη. Βέβαια, πρέπει εξαρχής να αποσαφηνίσουµε ότι ως στόχος έχει τεθεί η πλήρωση του υπαρκτού ιστοριογραφικού κενού και όχι η ανάπτυξη των κοινωνιολογικών, ανθρωπολογικών ή θρησκειολογικών παραµέτρων του τρόπου µε τον οποίο η Εκκλησία διαµορφώνει την πολιτική της παρουσία και ταυτότητα στη σύγχρονή µας εποχή. 5 Η προσέγγιση λοιπόν του θέµατος έγινε µε την πρόθεση να καταστούν κατανοητές οι αιτίες, οι διεργασίες και οι συνέπειες της ενεργούς παρουσίας της Εκκλησίας στην πρόσφατη πολιτική µας ιστορία. Η έρευνα υπήρξε πολυετής και απαιτούσε οικονοµικές επιβαρύνσεις, γνωστές σε όλους. Αυτές µπόρεσαν να αντιµετωπιστούν σε πολύ µεγάλο βαθµό, χάρη στη χρηµατοδότησή της από το Επιχειρησιακό Πρόγραµµα Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελµατικής Κατάρτισης (ΕΠΕΑΕΚ), το ενταγµένο σ αυτό πρόγραµµα, µε τίτλο: «Ηράκλειτος: Υποτροφίες έρευνας µε προτεραιότητα στη βασική έρευνα» και το Ευρωπαϊκό Κοινονικό Ταµείο. Επίσης, συνήθως υποστηρίζεται ότι ο µόχθος που απαιτούν η έρευνα και η συγγραφή στηρίζεται στη µοναξιά του συγγραφέα που προσπαθεί να τιθασεύσει το υλικό του. Όσο και αν αυτή η άποψη δεν απέχει πολύ από την πραγµατικότητα, δεν µπορεί να αγνοηθεί η δηµιουργική συνεύρεση µε τη γνώση, το βιβλιογραφικό και το πρωτογενές, αρχειακό υλικό που σου αποκαλύπτονται, καθώς και το πλήθος των ανθρώπων, οι οποίοι µε ποικίλους τρόπους συµπαραστάθηκαν στο επίπονο έργο και συνέβαλλαν στην ευόδωσή του. Ανάµεσά τους βρίσκονται οι επικεφαλής και το προσωπικό όλων των εκκλησιαστικών οργανισµών, των ερευνητικών φορέων, των Ιστορικών Αρχείων και των Βιβλιοθηκών, που αρχικά ενέκριναν την πρόσβασή µου στις αρχειακές τους συλλογές και στη συνέχεια, µε διευκόλυναν σε όλα τα στάδια της έρευνας και της µελέτης. ίχως να αναφερθώ ονοµαστικά στον κάθε έναν από αυτούς, τους οφείλω ευχαριστίες γιατί έκαναν περισσότερο γόνιµη και λιγότερη µοναχική τη διαδικασία της έρευνας και την ολοκλήρωση της συγγραφής. Πίσω από κάθε σελίδα, κάθε τµήµα της µελέτης µπορεί να ανιχνευθεί η παρουσία τους, δίχως την οποία η πορεία της έρευνας θα ήταν πολύ διαφορετική και περισσότερο ατελής. Η συνεισφορά δύο προσώπων ωστόσο ήταν ξεχωριστή του Στράτου ορδανά και του Ιάκωβου Μιχαηλίδη. Ο πρώτος, σε δύσκολες συγκυρίες, µε παρότρυνε να ολοκληρώσω την έρευνα και τη συγγραφή, ενώ και οι δύο µαζί, µετά την ανάγνωση της αρχικής µορφής του κειµένου, µε βοήθησαν µε τις συζητήσεις και τις επισηµάνσεις τους να αποφύγω µεθοδολογικά και πραγµατολογικά ατοπήµατα. Επιπλέον, το έργο αυτό δεν θα µπορούσε να περατωθεί δίχως την επίβλεψή του από τον οµότιµο πλέον Καθηγητή της Ιστορίας των Νεοτέρων Χρόνων στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήµιο Θεσσαλονίκης κ. Ιωάννη Σ. Κολιόπουλο, ο οποίος µου εµπιστεύθηκε τη διαπραγµάτευση του συγκεκριµένου θέµατος για την εκπόνηση της διδακτορικής µου διατριβής. Εννοείται πως για τις πιθανές αδυναµίες ή παραλείψεις της εργασίας η µοναδική ευθύνη βαρύνει το συγγραφέα. Τέλος, αισθάνοµαι την ανάγκη να επισηµάνω τη διαρκή και πολύπλευρη συµπαράσταση της οικογένειάς µου, καθώς και όσων µε τιµούν µε τη φιλία τους και να καταθέσω την οφειλόµενη προς αυτούς ευγνωµοσύνη µου. Θεοδόσης Αθ. Τσιρώνης 5 Από τις πολλές και διεπιστηµονικές, µη ιστοριογραφικές όµως, προσεγγίσεις της πολιτικής παρουσίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ελλάδα, βλ. τις πλέον πρόσφατες, Παντελής Καλαϊτζίδης, Ορθοδοξία. Νεωτερικότητα. Προλεγόµενα, Ιερά Μητρόπολις ηµητριάδος-ακαδηµία Θεολογικών Σπουδών, Ίνδικτος, Αθήνα 2007. Ακόµα, τα συλλογικά έργα: Παντελής Καλαϊτζίδης (επιµ.), Ορθοδοξία και Νεωτερικότητα, Ιερά Μητρόπολις ηµητριάδος-ακαδηµία Θεολογικών Σπουδών, Ίνδικτος, Αθήνα 2007 και Κωνσταντίνος Β. Ζορµπάς (επιµ.), Πολιτική και Θρησκείες, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2007.
Θεσσαλονίκη, 2010