Σχετικά έγγραφα
«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

9 Η 11 Η Η Ο Ο

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΣΕΡΒΙΣ ΒΑΤΣΑΚΛΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Αιγαίο πέλαγος. Και στην αρχή το απέραντο, το άπειρο που δεν το χωράει ο νους εγένετο αλήθεια όπως με ένα φως λευκό.

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 9-12 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Κεφάλαιο 5. Κωνσταντινούπολη, 29 Μαίου 1453, Τρίτη μαύρη και καταραμένη

Ταξίδι στις ρίζες «Άραγε τι μπορεί να κρύβεται εδώ;»

Σκοπός του παιχνιδιού. Περιεχόμενα

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

25 μαγικές ιστορίες για μικρά παιδιά

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Aφιερωμένο στην Παυλίνα Κ. για το νόστο και τη θλίψη πού έχει για το Μαγικό Ψάρι του Αιγαίου

Μαθαίνω να κυκλοφορώ ΜΕ ΑΣΦΑΛΕΙΑ. Σεμινάρια Κυκλοφοριακής Αγωγής για παιδιά Δημοτικού 6-8 ετών. Ινστιτούτο Βιώσιμης Κινητικότητας & Δικτύων Μεταφορών

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Κοριτσιών Γυµνασίου - Λυκείου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Εθνικό δασικό πάρκο Πέτρας του Ρωμιού

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ KANGOUROU ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ 2016

Αλεξάνδρα Μητσιάλη ΜΠΑΛΑ ΜΠΑΛΑΡΙΝΑ. Εικόνες: Κατερίνα Χαδουλού

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Ενεργοποίηση του Τρίτου Ματιού. Συντάχθηκε απο τον/την Νεφέλη

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Με της αφής τα μάτια Χρήστος Τουμανίδης

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Ξέρεις ένα μικρό χω ριου δάκι μπροστά

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Οι προσωπικοί στόχοι καθενός μπορούν κατά καιρούς να αποτελούν και να καθορίζουν το success story της ζωής του για μια μικρή ή μεγάλη περίοδο.

Ο Θάνατος του Johnny Stompanato


ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

Πόλη των Χαμένων Ψυχών

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Αυτός είναι ο αγιοταφίτης που περιθάλπει τους ασθενείς αδελφούς του. Έκλεισε τα μάτια του Μακαριστού ηγουμένου του Σαραντάριου.

O xαρταετός της Σμύρνης

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΠΟΥ ΠΑΣ ΚΑΡΑΒΑΚΙ. Νηπιαγωγείο Ζεφυρίου - 10 ο Νηπιαγωγείο Αγίων Αναργύρων -3o Νηπιαγωγείο Αμαλιάδας

XΡΗΣΤΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ ΤΥΦΛΟΥ (Ιω. 9, 1-38)

Ο Φώτης και η Φωτεινή

Μουσικά όργανα. Κουδουνίστρα. Υλικά κατασκευής: Περιγραφή κατασκευής: Λίγα λόγια γι αυτό:

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Άρβιν. Τι είμαστε; Τι είναι ο άνθρωπος; Γιατί εγώ ζω; Γιατί εγώ δεν είμαι εσύ; Εσύ, εγώ; Εγώ, αυτός. Αυτός, εγώ.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

Δώρα Μωραϊτίνη. Μυθιστόρημα. Εκδόσεις CaptainBook.gr

Μια επίσκεψη στη Βουλή των Αντιπροσώπων

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ:

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

λινη βάση του κουνιστού αλόγου την είχε μισοφάει

CILLA & ROLF BÖRJLIND. Η μεγάλη παλίρροια. Μετάφραση Άμπυ Ράικου ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑ ΟΠΟΥΛΟΣ

POCKET CΑMILLA LACKBERG H ΓΟΡΓΟΝΑ ΜΕΤΆΦΡΆΣΗ: ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΟΝΔΥΛΗΣ

To τέλος αυτό το έδωσε η Αργυρώ

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

ΜΙΑ ΣΕΙΡΑ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΡΟΛΟΙ: Αφηγητής 1(Όσους θέλει ο κάθε δάσκαλος) Αφηγητής 2 Αφηγητής 3 Παπα-Λάζαρος Παιδί 1 (Όσα θέλει ο κάθε δάσκαλος) Παιδί 2

Πάνος Τσίρος Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Transcript:

SANCTUS 13 1 ΜΙΑ ΛΑΜΨΗ πλημμύρισε το κρανίο του καθώς χτυπούσε στο πέτρινο δάπεδο. Ύστερα σκοτάδι. Είχε αμυδρή αίσθηση της βαριάς δρύινης πόρτας που βρόντηξε κλείνοντας πίσω του και της χοντρής αμπάρας που την ασφάλισε. Έμεινε για λίγο να κείτεται εκεί όπου τον είχαν πετάξει, ακούγοντας το σφυροκόπημα της καρδιάς του και τον πένθιμο άνεμο ολόγυρά του. Το χτύπημα στο κεφάλι τον έκανε να νιώθει ζάλη και ναυτία, αλλά δεν υπήρχε κίνδυνος να λιποθυμήσει. Το βασανιστικό κρύο θα φρόντιζε γι αυτό. Ήταν ένα ακίνητο και πανάρχαιο κρύο, μόνιμο και ανελέητο όσο κι η πέτρα από την οποία ήταν φτιαγμένο το κελί. Τον πίεζε και τυλιγόταν γύρω του σαν σάβανο, παγώνοντας τα δάκρυα στα μάγουλα και στα γένια του, κρυώνοντας το αίμα από τις φρέσκες τομές που ο ίδιος είχε κάνει στο γυμνό κορμό του κατά τη διάρκεια της τελετής. Εικόνες στριφογύριζαν στο μυαλό του, εικόνες από τις φρικτές σκηνές στις οποίες είχε μόλις παραστεί και από το φοβερό μυστικό που είχε μάθει. Ήταν η κορύφωση μιας έρευνας που είχε διαρκέσει μια ολόκληρη ζωή. Το τέλος ενός ταξιδιού που είχε ελπίσει ότι θα οδηγούσε σε μια ιερή και πανάρχαια γνώση, σε μια θεία κατανόηση που θα τον έφερνε πιο κοντά στο Θεό. Τώρα είχε, επιτέλους, κερδίσει αυτή τη γνώση, αλλά δεν είχε βρει τίποτα το θεϊκό στα όσα είχε δει, μόνο ανείπωτη θλίψη. Πού βρισκόταν ο Θεός σε όλα αυτά;

14 ΣΑΪΜΟΝ ΤΟΪΝ Φρέσκα δάκρυα του έτσουξαν τα μάτια και το κρύο εισχώρησε ακόμα πιο βαθιά στο σώμα του, περόνιασε τα κόκαλά του. Από την άλλη πλευρά της βαριάς πόρτας άκουσε κάτι. Ένα μακρινό ήχο. Έναν ήχο που είχε με κάποιο τρόπο καταφέρει να διασχίσει το δαίδαλο των υπόγειων στοών που τρυπούσαν τα σπλάχνα του ιερού βουνού. Όπου να ναι θα έρθουν να με βρουν. Η τελετουργία θα τελειώσει. Τότε θα ασχοληθούν μαζί μου... Γνώριζε την ιστορία του τάγματος στο οποίο είχε προσχωρήσει. Γνώριζε τους βάναυσους κανόνες τους και τώρα γνώριζε και το μυστικό τους. Σίγουρα θα τον σκότωναν. Ίσως αργά, μπροστά στους πρώην αδελφούς του, για να μην ξεχνούν τη σοβαρότητα των αμετάκλητων όρκων που είχαν δώσει: μια προειδοποίηση για το τι θα πάθαιναν αν τους παραβίαζαν. Όχι! Όχι εδώ. Όχι έτσι. Πίεσε το κεφάλι του στο παγωμένο πέτρινο δάπεδο, ύστερα έκανε μια προσπάθεια να σταθεί στα τέσσερα. Αργά και οδυνηρά, τράβηξε το τραχύ πράσινο ύφασμα του ράσου του και σκέπασε τους ώμους του. Το ακατέργαστο μαλλί τρίφτηκε πάνω στις ανοιχτές πληγές των μπράτσων και του στήθους του. Σκέπασε το κεφάλι του με την κουκούλα και κατέρρευσε για άλλη μια φορά, νιώθοντας τη ζεστή του ανάσα ανάμεσα στα γένια του, φέρνοντας τα γόνατά του στο σαγόνι και μένοντας κουλουριασμένος σε εμβρυακή στάση, ώσπου η ζεστασιά άρχισε να επιστρέφει στο σώμα του. Περισσότεροι θόρυβοι αντήχησαν κάπου στο βουνό. Άνοιξε τα μάτια και προσπάθησε να εστιάσει. Μια αμυδρή λάμψη από μακρινό φως περνούσε μέσα από ένα στενό παράθυρο, μόλις αρκετή για να ξεχωρίσει τα βασικά χαρακτηριστικά του κελιού του. Ήταν γυμνό, πελεκημένο άτεχνα, λειτουργικό. Ένας σωρός από άχρηστα πράγματα κείτονταν σκόρπια σε μια γωνιά, δείχνοντας ότι ήταν ένα από τα εκατοντάδες δωμάτια του Φρουρίου που δε χρησιμοποιούνταν ή συντηρούνταν πια.

SANCTUS 15 Ξανάριξε μια ματιά στο παράθυρο: ελάχιστα μεγαλύτερο από μια σχισμή στο βράχο, μια πολεμίστρα σμιλεμένη αμέτρητες γενιές πριν, για να εξασφαλίζει στους τοξότες ένα πλεονέκτημα έναντι των εχθρικών στρατευμάτων που κινούνταν κάτω στις κοιλάδες. Σηκώθηκε με δυσκολία όρθιος και το πλησίασε. Το ξημέρωμα ήταν ακόμα αρκετά μακριά. Ο ουρανός δεν είχε φεγγάρι, μόνο μακρινά αστέρια. Παρ όλα αυτά, όταν κοίταξε από το παραθυράκι, η ξαφνική λάμψη τον έκανε να μισοκλείσει τα μάτια. Προερχόταν από τα δεκάδες χιλιάδες φανάρια του δρόμου, από τις φωτεινές διαφημίσεις και τις πινακίδες των καταστημάτων που απλώνονταν κάτω χαμηλά κι έφταναν ως τους πρόποδες των μακρινών βουνών αγκαλιάζοντας την κοιλάδα. Ήταν η άγρια και συνεχής λάμψη της σύγχρονης πόλης Χαράμπε*, άλλοτε πρωτεύουσας της αυτοκρατορίας των Χετταίων, και τώρα απλώς ενός τουριστικού προορισμού στη Νότια Τουρκία, στο απώτατο άκρο της Ευρώπης. Κοίταξε κάτω το μητροπολιτικό κυκεώνα, τον κόσμο στον οποίο είχε γυρίσει την πλάτη οχτώ χρόνια πριν για να αναζητήσει την αλήθεια, μια αναζήτηση που τον είχε οδηγήσει σ αυτή τη μακρινή, αρχαία φυλακή και σε μια ανακάλυψη που του είχε ξεσκίσει την ψυχή. Άλλος ένας πνιγμένος ήχος. Πιο κοντινός αυτή τη φορά. Έπρεπε να βιαστεί. Έβγαλε το κορδόνι που έδενε στη μέση του ράσου από τις δερμάτινες θηλιές του. Έκανε με επιδεξιότητα μια θηλιά στην κάθε του άκρη, ύστερα πλησίασε το παράθυρο και έσκυψε έξω, ψάχνοντας στην παγωμένη επιφάνεια για κάποια πέτρα ή προεξοχή που θα μπορούσε να σηκώσει το βάρος του. Στο ψηλότερο σημείο του ανοίγματος βρήκε μια κυρτή προεξοχή, πέρασε γύρω της τη μία θηλιά και έριξε το βάρος του πίσω, σφίγγοντάς τη, δοκιμάζοντας την αντοχή της. * Harabe στα τουρκικά σημαίνει ερείπιο, συντρίμμι, χάλασμα. (Σ.τ.Μ.)

16 ΣΑΪΜΟΝ ΤΟΪΝ Κρατούσε. Σπρώχνοντας τα μακριά σκουρόξανθα μαλλιά του πίσω από τ αφτιά, κοίταξε για μια τελευταία φορά το χαλί του φωτός που παλλόταν από κάτω του. Ύστερα, με την καρδιά βαριά από το άχθος του πανάρχαιου μυστικού που κουβαλούσε, έβγαλε όσο περισσότερο αέρα μπορούσε από τα πνευμόνια του, στρίμωξε το σώμα του στο στενό άνοιγμα και ρίχτηκε μέσα στη νύχτα. 2 ΕΝΝΕΑ ΠΑΤΩΜΑΤΑ πιο κάτω, σε ένα δωμάτιο τόσο μεγαλοπρεπές και βαριά διακοσμημένο όσο φτωχικό και γυμνό ήταν το προηγούμενο, ένας άλλος άντρας καθάριζε προσεκτικά το αίμα από τις δικές του φρέσκες μαχαιριές. Γονάτισε μπροστά σε ένα σπηλαιώδες τζάκι, σαν για να προσευχηθεί. Τα μακριά του μαλλιά και γένια είχαν γκριζάρει από τα χρόνια και οι τρίχες στην κορυφή του κεφαλιού του είχαν αραιώσει, προσδίδοντάς του ένα γνήσιο αέρα μοναχού, ταιριαστό με το ράσο που είχε μαζεμένο γύρω από τη μέση του. Το σώμα του, αν και ελαφρά κυρτό λόγω ηλικίας, ήταν ακόμα γερό και ρωμαλέο. Σφιχτοί μύες κινούνταν κάτω από το δέρμα του καθώς βύθιζε μεθοδικά ένα βαμβακερό κομμάτι ύφασμα μέσα στη χάλκινη κούπα δίπλα του, στύβοντάς το απαλά πριν το ακουμπήσει στη ματωμένη του σάρκα. Κρατούσε το κατάπλασμα πάνω στο τραύμα για μερικά δευτερόλεπτα κάθε φορά, ύστερα επαναλάμβανε το τελετουργικό. Όταν οι πληγές στο λαιμό, στα μπράτσα και στον κορμό του άρχισαν να επουλώνονται, στέγνωσε το σώμα του με καθαρές, μαλακές πετσέτες και στάθηκε στα πόδια του προσεκτικά, σηκώνοντας ξανά το ράσο του και περνώντας το πάνω απ το κεφάλι του, νιώθο-

SANCTUS 17 ντας το παράξενα ανακουφιστικό τσούξιμο των πληγών του κάτω από το τραχύ ύφασμα. Έκλεισε τα γκρίζα μάτια του, στο χρώμα πέτρας που την ψήνει ο ήλιος, και πήρε βαθιά ανάσα. Πάντα δοκίμαζε ένα βαθύ αίσθημα ηρεμίας αμέσως μετά την τελετή, ένα αίσθημα ικανοποίησης, γιατί ήταν ο συνεχιστής της μεγαλύτερης παράδοσης του αρχαίου του τάγματος. Προσπάθησε να το απολαύσει όσο γινόταν περισσότερο, πριν τα εγκόσμια καθήκοντά του τον επαναφέρουν στην πραγματικότητα του γραφείου του. Ένα διστακτικό χτύπημα στην πόρτα διέκοψε την ονειροπόλησή του. Προφανώς, η ευδαιμονία του δε θα διαρκούσε για πολύ απόψε. «Περάστε». Έπιασε το κορδόνι του ράσου, που ήταν ακουμπισμένο στη ράχη μιας καρέκλας λίγο πιο κει. Η πόρτα άνοιξε, αιχμαλωτίζοντας τις φλόγες του τζακιού στη σκαλισμένη και επιχρυσωμένη της επιφάνεια. Ένας μοναχός γλίστρησε αθόρυβα μέσα στο δωμάτιο, κλείνοντας μαλακά την πόρτα πίσω του. Φορούσε κι αυτός το πράσινο ράσο και είχε τα μακριά μαλλιά και τη γενειάδα του τάγματός τους. «Αδελφέ ηγούμενε...» Η φωνή του ήταν σιγανή, σχεδόν συνωμοτική. «Συγχωρήστε μου την ενόχληση μια τόσο προχωρημένη ώρα, αλλά θεώρησα ότι έπρεπε να το μάθετε αμέσως». Κατέβασε τα μάτια, σαν να μην ήταν σίγουρος για το τι έπρεπε να πει στη συνέχεια. «Τότε, πες το μου αμέσως», μούγκρισε ο αβάς, δένοντας το κορδόνι γύρω από τη μέση του και πιάνοντας τον Crux του έναν ξύλινο σταυρό στο σχήμα του γράμματος «Τ» για να τον κρύψει πίσω απ το ράσο. «Χάσαμε τον αδελφό Σαμουήλ...» Ο ηγούμενος πάγωσε. «Τι εννοείς χάσαμε ; Πέθανε;» «Όχι, αδελφέ ηγούμενε. Εννοώ... δεν είναι στο κελί του». Το χέρι του αβά σφίχτηκε πάνω στο σταυρό του, μέχρι που οι

18 ΣΑΪΜΟΝ ΤΟΪΝ ακίδες του ξύλου άφησαν σημάδια στην παλάμη του. Μετά, καθώς η λογική υπερίσχυσε γρήγορα του φόβου του, χαλάρωσε και πάλι. «Θα πρέπει να πήδηξε», είπε. «Ψάξτε τη γύρω περιοχή και φέρτε το σώμα πριν ανακαλυφθεί». Γύρισε και έσιαξε το ράσο του, περιμένοντας ότι ο επισκέπτης θα έβγαινε από το δωμάτιο. «Συγχωρήστε με, αδελφέ ηγούμενε», συνέχισε ο μοναχός, στυλώνοντας το βλέμμα στο πάτωμα, «αλλά έχουμε ήδη διεξαγάγει εξονυχιστική έρευνα. Ειδοποιήσαμε τον αδελφό Αθανάσιο αμέσως μόλις ανακαλύψαμε την απουσία του Σαμουήλ. Αυτός ήρθε σε επαφή με τους έξω, που σάρωσαν την περιοχή γύρω από το Φρούριο. Δε βρήκαν κανένα ίχνος σώματος». Η γαλήνη την οποία απολάμβανε ο αβάς μόλις λίγα λεπτά πριν είχε τώρα εξανεμιστεί. Νωρίτερα εκείνο το βράδυ, ο αδελφός Σαμουήλ είχε γίνει δεκτός στους Σάνκτι*, στα ενδότερα του τάγματός τους, μιας αδελφότητας τόσο μυστικής, που μόνο όσοι ζούσαν στο απομονωμένο Φρούριο του βουνού γνώριζαν ότι συνέχιζε να υπάρχει. Η μύηση γινόταν με τον παραδοσιακό τρόπο, αποκαλύπτοντας τελικά στον μυημένο μοναχό τo αρχαίο Μυστήριον, το άχραντο μυστικό που η αδελφότητά τους είχε συσταθεί για να προστατέψει και να δια τηρήσει. Ο αδελφός Σαμουήλ είχε δείξει στη διάρκεια της τελετής ότι δεν ήταν αντάξιος αυτής της γνώσης. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ένας μοναχός αποδεικνυόταν ανεπαρκής τη στιγμή της αποκάλυψης. Το μυστικό που ήταν αναγκασμένοι να διαφυλάξουν ήταν φοβερό και επικίνδυνο και, όσο καλά κι αν είχε προετοιμαστεί ο νεόφυτος, υπήρχαν φορές που την κρίσιμη στιγμή αποδεικνυόταν απλώς ότι δεν μπορούσε να το αντέξει. Δυστυχώς, το να κατέχεις αυτή τη γνώση αλλά να μην μπορείς να σηκώσεις το βάρος της ήταν σχεδόν εξίσου επικίνδυνο με το ίδιο το μυ- * Sanctus (Sancti στον πληθυντικό): Άγιος (Άγιοι) (λατινικά στο πρωτότυπο). (Σ.τ.Μ.)

SANCTUS 19 στικό. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ήταν ασφαλέστερο, ίσως και πιο ανθρωπιστικό, το να δοθεί τέλος στην αγωνία αυτού του ατόμου όσο γινόταν πιο γρήγορα. Ο αδελφός Σαμουήλ ήταν μια τέτοια περίπτωση. Και τώρα αγνοούνταν. Όσο παρέμενε ελεύθερος, το Μυστήριον ήταν τρωτό. «Βρείτε τον», είπε ο αβάς. «Ξαναψάξτε την περιοχή, σκάψτε την αν είναι ανάγκη, αλλά βρείτε τον». «Μάλιστα, αδελφέ ηγούμενε». «Εκτός κι αν πέρασε στρατιά αγγέλων και λυπήθηκε τη δύστυχη ψυχή του, θα πρέπει να έχει πέσει και θα πρέπει να έχει πέσει κάπου κοντά. Κι αν δεν έχει πέσει, θα πρέπει να βρίσκεται κάπου μέσα στο Φρούριο. Γι αυτό ασφαλίστε όλες τις εξόδους και ψάξτε ένα ένα όλα τα δωμάτια, όλες τις ετοιμόρροπες επάλξεις, όλα τα κελιά, μέχρι να βρείτε ή τον αδελφό Σαμουήλ ή το σώμα του. Έγινα αντιληπτός;» Πέταξε με μια κλοτσιά τη χάλκινη κούπα στο τζάκι. Ένα νέφος ατμού ξεπήδησε από τις φλόγες, γεμίζοντας τον αέρα με μια άσχημη, ταγκή μυρωδιά. Ο μοναχός συνέχισε να κοιτάζει το πάτωμα, περιμένοντας απελπισμένα να αποπεμφθεί, αλλά το μυαλό του αβά ήταν αλλού. Καθώς το σφύριγμα στο τζάκι έσβηνε και η φωτιά καταλάγιαζε, το ίδιο φάνηκε να κάνει και η διάθεση του ηγουμένου. «Θα πρέπει να πήδηξε», είπε τελικά. «Άρα, το σώμα του οπωσδήποτε θα κείτεται κάπου τριγύρω. Ίσως πιάστηκε σε κανένα δέντρο. Ίσως ο ισχυρός άνεμος το απομάκρυνε από το βουνό και το πέταξε σε κάποιο μέρος που δε σκεφτήκαμε ακόμα να ψάξουμε αλλά πρέπει να το βρούμε πριν το ξημέρωμα φέρει εδώ την πρώτη φουρνιά ανεγκέφαλων εισβολέων». «Όπως επιθυμείτε». Ο μοναχός υποκλίθηκε και ετοιμάστηκε να φύγει, αλλά ένα χτύπημα στην πόρτα τον αιφνιδίασε. Σήκωσε τα μάτια και είδε έναν

20 ΣΑΪΜΟΝ ΤΟΪΝ άλλο μοναχό να εισβάλλει στο δωμάτιο, χωρίς να περιμένει να του δώσει την άδεια ο αβάς. Ο νεοφερμένος ήταν κοντός και λεπτός, με αδρά χαρακτηριστικά και βαθουλωτά μάτια, που του έδιναν μια όψη στοιχειωμένης εξυπνάδας, σαν να καταλάβαινε περισσότερα απ όσα μπορούσε να σηκώσει ωστόσο, εξέπεμπε κύρος, αν και φορούσε το καφετί ράσο της Αντμινιστράτα, της κατώτερης συντεχνίας μέσα στο Φρούριο. Ήταν ο ακόλουθος του αβά, ο Αθανάσιος, αναγνωρίσιμος σε όλο το βουνό, καθώς ήταν ο μόνος ανάμεσα στους εκ παραδόσεως μακρυμάλληδες και γενειοφόρους μοναχούς που δεν είχε ούτε τρίχα, δεδομένου ότι από τα εφτά του χρόνια έπασχε από αλωπεκία. Ο Αθανάσιος έριξε μια ματιά στον επισκέπτη του ηγουμένου, είδε το χρώμα του ράσου του και έστρεψε αλλού το βλέμμα. Σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνες του Φρουρίου, οι μοναχοί με πράσινα ράσα οι Σάνκτι ζούσαν απομονωμένοι από τους άλλους. Αν και πολύ σπάνια, ο Αθανάσιος, ως ακόλουθος του ηγουμένου, τύχαινε να συναπαντηθεί με κάποιον απ αυτούς, αλλά οποιασδήποτε μορφής επικοινωνία απαγορευόταν αυστηρά. «Συγχωρήστε την αυθαίρετη είσοδό μου, αδελφέ ηγούμενε», είπε ο Αθανάσιος, αφήνοντας την παλάμη του να γλιστρήσει πάνω στο γυμνό κρανίο του, όπως έκανε όποτε τον κυρίευε το άγχος, «αλλά επιστρέψτε μου να σας πληροφορήσω ότι ο αδελφός Σαμουήλ βρέθηκε». Ο αβάς χαμογέλασε και άνοιξε τα χέρια, σαν να ετοιμαζόταν να αγκαλιάσει το καλό νέο. «Ορίστε», είπε. «Όλα είναι και πάλι εντάξει. Το μυστικό είναι ασφαλές, το τάγμα μας είναι ασφαλές. Πες μου, πού βρήκαν το σώμα του;» Το χέρι συνέχισε το αργό του ταξίδι κατά μήκος του ωχρού κρανίου. «Δεν υπάρχει σώμα», απάντησε ο Αθανάσιος, κι έκανε μια σύντομη παύση. «Ο αδελφός Σαμουήλ δεν πήδηξε από το βουνό. Βγή-

SANCTUS 21 κε έξω και σκαρφάλωσε. Βρίσκεται περίπου εκατόν είκοσι μέτρα ψηλά, στην ανατολική πλευρά». Τα χέρια του ηγουμένου έπεσαν στα πλευρά του, το πρόσωπό του σκοτείνιασε ξανά. Στο μυαλό του ήρθε ο γρανιτένιος τοίχος που υψωνόταν κατακόρυφα από την παγωμένη κοιλάδα, σχηματίζοντας τη μία πλευρά του ιερού Φρουρίου. «Όπως και να χει», είπε κάνοντας μια απορριπτική κίνηση με το χέρι, «είναι αδύνατο να κατέβει έτσι όλη την ανατολική πλευρά, και απομένουν κάμποσες ώρες μέχρι το ξημέρωμα. Κάποια στιγμή θα κουραστεί, θα γκρεμιστεί και θα σκοτωθεί. Ακόμα κι αν, από κάποιο θαύμα, καταφέρει να φτάσει στις χαμηλότερες πλαγιές, οι αδελφοί μας έξω θα τον αντιληφθούν. Θα είναι εξουθενωμένος ύστερα από τόση προσπάθεια. Δε θα προβάλει σθεναρή αντίσταση». «Βέβαια, αδελφέ ηγούμενε», είπε ο Αθανάσιος. «Μόνο που...» Συνέχισε να στρώνει τα μαλλιά που προ πολλού είχε χάσει. «Μόνο που, τι;» πέταξε ο αβάς. «Μόνο που ο αδελφός Σαμουήλ δεν κατεβαίνει το βουνό». Η παλάμη του Αθανάσιου αποσπάστηκε επιτέλους από την κορυφή της κεφαλής του. «Το ανεβαίνει». 3 Ο ΜΑΥΡΟΣ ΑΝΕΜΟΣ φυσούσε μες στη νύχτα, γλιστρώντας κατά μήκος των ψηλών κορυφών, κουβαλώντας προϊστορικό κρύο, χαλίκια και πέτρες από τον παγετώνα στα ανατολικά της πόλης, που έλιωνε σταθερά. Η ταχύτητά του αυξανόταν καθώς βουτούσε στη βαθιά κοιλάδα του Χαράμπε, που θύμιζε πελώρια λεκάνη με πριονωτά χείλη. Ψι-

22 ΣΑΪΜΟΝ ΤΟΪΝ θύριζε στους αρχαίους αμπελώνες, τους ελαιώνες και τις φιστικιές που γραπώνονταν στις χαμηλότερες πλαγιές και συνέχιζε την πορεία του προς τα φώτα της πόλης όπου κάποτε ανέμιζε η χρυσοκόκκινη σημαία του Μεγαλέξανδρου και το Vexillum της τέταρτης ρωμαϊκής λεγεώνας και όλα τα άλλα λάβαρα των στρατιών που ξεπάγιαζαν πολιορκώντας το πανύψηλο σκοτεινό βουνό, ενώ οι αρχηγοί τους κοιτούσαν ψηλά, εποφθαλμιώντας το μυστικό που έκρυβε. Συνέχιζε να φυσάει, σαρώνοντας τη φαρδιά, ευθεία λεωφόρο στα ανατολικά, προσπερνώντας το τζαμί που είχε χτίσει ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, αφήνοντας πίσω του το πέτρινο μπαλκόνι του ξενοδοχείου Ναπολέων, όπου είχε σταθεί ο μεγάλος στρατηγός, ενώ ο στρατός του λεηλατούσε κάτω την πόλη, και είχε κοιτάξει τις επάλξεις του σκοτεινού μυτερού βουνού, που θα έμενε άπαρτο, στοιχειώνοντας τα όνειρά του όταν, αργότερα, θα ζούσε και θα πέθαινε στην εξορία. Συνέχιζε να θρηνεί, γλείφοντας τους ψηλούς τοίχους της παλιάς πόλης, περνώντας μέσα από δρομάκια φτιαγμένα στενά για να προστατεύονται οι κάτοικοι από τις εφόδους των ενόπλων, γλιστρώντας πάνω από αρχαία σπίτια γεμάτα σουβενίρ για τουρίστες και ταμπέλες που αιωρούνταν κρεμασμένες από τις σιδεριές όπου άλλοτε σάπιζαν τα σφαγμένα σώματα των εχθρών. Τελικά, πήδηξε τον τοίχο του αναχώματος, δρασκέλισε σφυρίζοντας το γρασίδι, όπου άλλοτε ανοιγόταν μια τάφρος, και χίμηξε με ορμή στο βουνό, που ακόμα κι αυτός δεν μπορούσε να κατακτήσει, ώσπου, στροβιλιζόμενος προς τα πάνω, συνάντησε μια μοναχική φιγούρα ντυμένη με το σκουροπράσινο ράσο ενός τάγματος εξαφανισμένου από το δέκατο τρίτο αιώνα, μια φιγούρα που σκαρφάλωνε αργά και αποφασιστικά στην παγωμένη επιφάνεια του βράχου.