ΛENA ΔIBANH ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟ ΑΓΟΡΙ. Γαλάζιο μυθιστόρημα ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Μπελιμπασάκη Αγάπη του Παναγιώτη, 9 ετών

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Γεννηθήκαμε και υπήρξαμε μωρά. Κλαίγαμε, τρώγαμε, γελάγαμε, κοιμόμασταν, ξυπνάγαμε, λερωνόμασταν.

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Κοσωφίδης Γεώργιος-Ιωάννης, 11 ετών

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Modern Greek Beginners

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Παπαγεωργίου Αννα-Μαρία του Αθανασίου, 10 ετών

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών

Σκηνή 1 η. Μπαίνει η γραμματέας του φουριόζα και τον διακόπτει. Τι θες Χριστίνα παιδί μου; Δε βλέπεις που ομιλώ στο τηλέφωνο;

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Σταυροπούλου Φωτεινή του Θεοδώρου, 12 ετών

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Το παραμύθι της αγάπης

Μουτσάκης Κωνσταντίνος του Γεωργίου, 8 ετών

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Modern Greek Beginners

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Σακιδη Δανάη του Αλέξανδρου, 13 ετών

ΤΡΑΚΑΡΑΜΕ! ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Σταμελάκη Φωτεινή του Δημητρίου, 9 ετών

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Δασκαλάκης Αντώνης του Ιωάννη, 8 ετών

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Πάει τόσος καιρός από το χωρισμό σας, που δε θυμάσαι καν πότε ήταν η τελευταία φορά

Κατανόηση προφορικού λόγου

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΚΗΣ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ. Εικονογράφηση Βίλλυ Καραμπατζιά

Σκαρπίδης Νίκος του Μάριου, 7 ετών

Καλλιόπη Παπάζογλου του Δημητρίου, 12 ετών

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Ροδοκαλάκη Ευτυχία του Γιώργου, 10 ετών

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Παναγιώτης Σκάρπας του Νικολάου, 13 ετών

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου

Μπερνάρ Φριό. Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

Μαματσή Μερόπη του Μιχαήλ, 9 ετών

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Αντώνης Πασχαλία Στέλλα Α.

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Τσιαφούλης Λεωνίδας του Αριστείδη, 10 ετών

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Κοτρίδης Πέτρος του Γεωργίου, 7 ετών

Λιουλης Χρήστος του Μελετίου, 8 ετών

Σταμελάκη Αντωνία του Δημητρίου, 8 ετών

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Transcript:

ΛENA ΔIBANH ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟ ΑΓΟΡΙ Γαλάζιο μυθιστόρημα ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Copyright Λένα Διβάνη Eκδόσεις Kαστανιώτη A.E., Aθήνα 2009 Έτος 1ης έκδοσης: 2000 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα T: 210-330.12.08 210-330.13.27 F: 210-384.24.31 e-mail: info@kastaniotis.com www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5052-4

Μπαμπά, μαμά, για σας που προσπαθούσατε πάντα ν αφήσετε τις πόρτες και τα παράθυρα του μυαλού μας ανοιχτά (παρά το συνεχές άγχος σας ότι θα κρυώσουμε...)

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Από βάθους καρδίας ευχαριστώ τον Λούις Κάρολ, τον Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, τον Φερνάντο Πεσόα, την Κική Δημουλά, τον σού φι Ρούμι, τον Γιάννη Χρυσούλη, τον Ζακ Πρεβέρ, τον Ρίτσαρντ Φορντ, τον Τ. Σ. Έλιοτ και τη λαϊκή μούσα. Ομολογώ ότι έκλεψα πολύτιμες φράσεις τους και τις χρησιμοποίησα, άλλοτε ατόφιες, άλλοτε παραλλαγμένες, ανάμεσα σε δικές μου, ως τί τλους κεφαλαίων. Διπλά ευχαριστώ την Κική Δημουλά, στην οποία ανήκει η τελευταία φράση του κειμένου. Ανέκαθεν πίστευα ότι τα βιβλία οφείλουν να έχουν τουλάχιστον καλό τέλος...

Αν τα λιοντάρια μιλούσαν, η ιστορία του κυνηγιού θα ήταν πολύ διαφορετική. Ρητό της φυλής των Μασά

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Το πιο επικίνδυνο μέρος, λένε, είναι το σπίτι μας Τ ον Χάρη μπαίνοντας τον αγνόησε σχεδόν. κουνούσε το χέρι του μελλοντικού «πεθερού» της επί ώρα, όλο χαρά που τον γνώρισε. Αλλού είχε στραμμένη την προσοχή της όμως. Το μάτι της έκανε απανωτούς γύρους μέσα στο σπίτι σκανάριζε από τις πλάτες του Χάρη μέχρι τα χερούλια της πόρτας. Κατά πάσα πιθανότητα τα βρήκε όλα πολύ του γούστου της, γιατί μετά βολεύτηκε σε μια πολυθρόνα αναπαυτικότατα, σαν στο σπίτι της. Τότε και μόνο τότε καταδέχτηκε να στραφεί προς το μέρος του νεαρού υποψήφιου: «Ο Χάρης, ε; Τι κάνεις;» Μισοχαμόγελο συν ύψωμα αριστερού ώμου εκείνος. Που στη γλώσσα του ολοφάνερα πάει να πει: Ελπίζω να τη βγάλω καθαρή, αυτό κάνω. Μόλις την είδε άλλωστε, το κατάλαβε αμέσως. Ήταν φτυστή η μάνα του. Όχι το σουλούπι ή τα μαλλιά, αυτά δε μοιάζανε. Από μέσα ερχόταν η ομοιότητα. Αδελφές άψυχες ψυχές, που θα λεγε κι ο Μάρκος. Ο τρόπος, παραδείγματος χάρη, που κοιτούσαν ήταν κατάιδιος: σαν κάτι βασίλισσες που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στο λαό, δήθεν απλές, αλλά έτοιμες να σε κομματιάσουν άμα δεν τσακιζόσουνα να τους κάνεις τα χατίρια. «Πας στον Ανατολικό άνεμο ; Από κάπου σε ξέρω...» «Δε νομίζω». Το ότι δε συχνάζανε στο ίδιο μαγαζί δεν την απογοήτευσε αρκετά: «Το Τρίτο τελείωσες; Έχω μια φίλη εκεί, φυσική-χημεία κάνει, Ελένη Ξερή, την ξέρεις;» «Την ξέρω». Ευτυχώς δεν είχε πάνω από τρεις φράσεις προσέγγισης απρόθυμων στόχων στο αποθεματικό. Άφησε λοιπόν επί του

10/298 παρόντος τον μουτρωμένο νεαρό στην ησυχία του, σχεδιάζοντας να επανέλθει δριμύτερη μόλις σπάσει ο πάγος. Λάθος εκτίμηση. Όσον αφορούσε τον Χάρη, ο πάγος δε θα έσπαζε ποτέ. Τα νεύρα της ίσως... Η μάνα του, που τον ξέρει, άρχισε ήδη να κάθεται στα καρφιά. Όμως ευτυχώς ήταν αργά. Δεν την είχε προειδοποιήσει εγκαίρως, ακριβώς για να την πιάσει στον ύπνο και να μη λάβει έκτακτα μέτρα. Τώρα που έπεσε στην παγίδα του, του ερχόταν να της το σφυρίξει στ αυτί: Μάνα, πάρ το απόφαση. Δε λέω, δέχτηκα να τη γνωρίσω την κυρία Αρετούσα Κίσσα, αλλά δεν υποσχέθηκα ότι θα με συμπαθήσει κιόλας... Την προσπάθεια που δεν έκανε ο Χάρης την ανέλαβαν ολόψυχα οι γονείς. Βάσει αυστηρών οδηγιών της κυρίας Γιώτας, ο μπαμπάς πάσχιζε να βολέψει την υψηλή καλεσμένη όσο το δυνατόν καλύτερα. Γλυκάκι, ρακί, μεζεδάκι, κατευθείαν στο ψητό ο οικοδεσπότης ρωτούσε κι αυτή διάλεγε. Φιλοξενία υποτίθεται. Εμένα μου λες... Ο πεισμωμένος νεαρός από ένα σημείο και μετά είχε μουγγαθεί και μόνο τις παρατηρούσε, την Κίσσα και τη μάνα του, προσεχτικά. Δεν ήθελε να αφαιρεθεί και ν αφήσει τίποτα να του ξεφύγει. Ύφαινε το σκοινί για να τις κρεμάσει, κατά Μάρκον. Για να δει τι θα κάνει ώστε να μην κρεμαστεί, κατ αυτόν. Ήταν απερίγραπτο δίδυμο πάντως. Δεν είχανε μόνο μάτια αχόρταγα, ίδιο ήταν και το στόμα. Τρώγανε ασταμάτητα επί δύο ώρες και. Χοχλιούς, μπριζόλες, μυ-ζηθροπιτάκια, χορτόπιτα, αστακούς, παγωτό, καρπούζι και κάνα μισόκιλο γραβιέρα από αυτήν που κάνει εξαγωγή η θεία του Χάρη, η Βαγγελία, στη Γερμανία. Στο φαΐ κατέληξαν να συζητάνε κάτι δικά τους, επαγγελματικά τριάντα στρέμματα που ήθελε να πουλήσει η υποψήφια «νύφη» και διασταύρωνε την αξιοπιστία των αγοραστών, κάτι μετοχές κατασκευαστικών εταιρειών για τις οποίες είχε πληροφορίες από μέσα η «πεθερά». Ο κυρ Λάμπρος, είτε υπήρχε είτε δεν υπήρχε, ένα και το αυτό. Τις σέρβιρε διακριτικά ορεκτικά και κυρίως πιάτα, κι όταν επιτέλους

11/298 κάθισε κι αυτός να φάει, είδηση δεν τον πήραν. Σαν αόρατο τον αντιμετώπιζαν οι ευγενέστατες αυτές κυρίες εκτός αν θεωρήσουμε αβρότητα τη λέξη «νοστιμότατο» που γλίστρησε από τον ουρανίσκο της Κίσσας την ώρα που κατάπινε τον πρώτο χοχλιό. Βεβαίως αμέσως μετά στράφηκε πάλι στην κυρα-γιώτα, σαν να φοβήθηκε ότι ο φουκαράς ο Λάμπρος θα άρχιζε να της δίνει τη συνταγή. Τον Χάρη τον είχανε τοποθετήσει κάπου στο ενδιάμεσο: και άνθρωπος και ντεκόρ. Ήθελαν να ακούει μεν όσα έλεγαν, αλλά όχι και να τα σχολιάζει. Αυτός όμως δεν τους το κανε το χατίρι. Προτιμούσε ν ακούει όσα δεν έλεγαν, γιατί είχαν πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Η γλώσσα της Κίσσας, παραδείγματος χάρη, κόμπαζε όλο ψευτομετριοφροσύνη για τετρακόσια στρέμματα μπανάνες της ποικιλίας νάνος Caventish προελεύσεως Ισραήλ, πεπόνια, αγγουροντοματικά, μελιτζάνες, στρουθοκαμήλους, γουρούνια και όλα τα είδη της ντόπιας και εισαγόμενης χλωρίδας και πανίδας που είχε βγάλει στο σφυρί. Πληροφορίες ασήμαντες για τον Χάρη δηλαδή. Τα χέρια της όμως, που ανοιγόκλειναν διατάζοντας σαν να διηύθυναν ορχήστρα, μαρτυρούσαν την τρελή επιθυμία της να τους βάλει όλους να χορέψουν στο σκοπό της. Το πόδι της, που χτυπούσε νευρικά στο πλακάκι όταν άκουγε κάτι που δεν ήταν και απολύτως του γούστου της, εγγυόταν ότι θα πατούσε πάνω του χωρίς δεύτερη σκέψη αν χρειαστεί. Τα μάτια της, που λιγουρεύονταν το επόμενο μεζεδάκι πριν καταπιεί αυτό που είχε ήδη στο στόμα, τον διαβεβαίωναν ότι αυτή η κυρία δε θα χόρταινε αν δεν τον καταβρόχθιζε ολόκληρο με τα κοκαλάκια του. Τώρα ο Χάρης ήξερε όλα όσα ήθελε να μάθει. Ένιωθε δυνατός και έτοιμος να περάσει στο επόμενο στάδιο. Την ευκαιρία τού την έδωσε ευγενικά η μαμά, που, με διαφημιστικού τύπου ερωτήσεις, παρότρυνε την κυρία Κίσσα να συνεχίσει την περιαυτολόγο μπανανολογία. Μάλλον αυτό θεωρούσε το πιο δυνατό σημείο της υποψήφιας, καθ ότι, όπως αποδείχτηκε, σχετιζόταν και με τα ακαδημαϊκά της προσόντα. Εκείνη από τη μεριά της δεν έχανε

12/298 φυσικά καμία ευκαιρία επίδειξης. Ανέφερε όλως τυχαίως το άριστα στη Γεωπονική, αλλά για να αποδείξει στον Χάρη ότι δεν το πήρε όλως τυχαίως, του ανέλυσε τα πάντα για τις ποικιλίες μπανάνας που δεν ήταν κατάλληλες για το κλίμα το δικό μας, λες και ήταν στο παρά πέντε ο μικρός να φυτέψει καμιά διακοσαριά ρίζες αύριο. Το μόνο πράγμα που επιθυμούσε βέβαια να φυτέψει ο Χάρης ήταν μια σφαίρα στον κρόταφο της υποψήφιας συζύγου του. «Τις σιχαίνομαι τις μπανάνες», δήλωσε στο τέλος, βάλλοντας συμβολικά εναντίον του αθώου προϊόντος αντί της παραγωγού του. Η μάνα του τον κοίταξε βλοσυρά, αλλά η Κίσσα ουδόλως ενοχλήθηκε. Γνώριζε εκ γενετής να διαγράφει αυτόματα όσα της χαλούσαν το κέφι. Απλώς άφησε στην ησυχία της τη μεσογειακή χλωρίδα και έστρεψε την προσοχή της στην οικιακή πανίδα. Άρχισε από τον Χάρη. Επικέντρωσε αίφνης όλο το ενδιαφέρον της στην περίπτωσή του. Η δεκαοχτάχρονη ζωή του της φάνηκε κατά πάσα πιθανότητα πολύ ασουλούπωτη και είπε να εξετάσει αν επιδέχεται ένα πρόχειρο συμμάζεμα. Οπότε τον κοίταξε όλο μακροθυμία και κατανόηση και τον ρώτησε αν σκέφτεται να αναλάβει τα θερμοκήπια της μάνας του, τώρα που ξεμπέρδεψε με το λύκειο. «Αφού δεν έχεις αδερφή, εσύ είσαι ο διάδοχος αναγκαστικά», είπε και χαμογέλασε πανευτυχής που διέθετε ένα τόσο ανοιχτό μυαλό, συνεχίζοντας παράλληλα να τον κόβει με το γνωστό βλέμμαμεζούρα. Η κυρα-γιώτα είχε ήδη πάρει αυτό το απογοητευμένο ύφος που μισούσε με πάθος ο γιος της, πράγμα που τον βοήθησε να εκτοξεύσει φυσικότερα μια φράση με πυρηνική γόμωση: «Εγώ δεν πρόκειται ποτέ να σκοτώσω για να ζήσω!» Η διακεκριμένη γεωπόνος δεν κατάλαβε τίποτα. Κρίμα τα ντοκτορά στο Τελ Αβίβ. Τα μάτια της ζήτησαν πρώτες βοήθειες από τη μάνα, που υποτίθεται ήξερε σε βάθος το παιδί της και αποκρυπτογραφούσε ευκολότερα την προσωπική του γραμμική γραφή Α.

13/298 «Τις ορμόνες εννοεί. Είναι και οικολόγος το παιδί», μετέφρασε δύσθυμα η μητέρα. Η μεγαλογεωπόνος γέλασε με κοσμοπολίτικη άνεση: «Ε, δεν έχει κι άδικο...» Πώς είπατε; Ο Χάρης ξαφνιάστηκε. Διαθέτει και προοδευτικό οπλοστάσιο λοιπόν η κυρία Κίσσα; Μπα, άσφαιρα πυρά μόνο. Γρήγορα αποσαφήνισε τη θέση της: «Άμα απαιτούν πεπόνι τα Χριστούγεννα όμως, ξέρουν ότι κάτι θα χει». «Όχι κάτι. Δηλητήρια». Ο Χάρης εννοούσε να γίνει σαφής πάση θυσία. «Έστω. Είναι συνειδητοί όμως. Αφού αυτό θέλουν να πάρουν, αυτό τους δίνουμε. Ζήτηση προσφορά. Νόμος της αγοράς. Απλά πράγματα». «Όοοχι. Ανάποδα. Δεν το δίνετε επειδή το ζητάνε. Το ζητάνε γιατί τους το δίνετε». Το ξεστόμισε με ύφος φωτεινού παντογνώστη που μόλις ανακάλυψε την καπιταλιστική πυρίτιδα. Μετά χαμογέλασε παραπλανητικά και περίμενε αντιδράσεις. Η μάνα του αφενός μεν εκνευριζόταν και αφετέρου έβρισκε τη συζήτηση πολύ περί διαγραμμάτου για να τη φέρει βόλτα. Αφού όμως η υποψήφια ήθελε σύζυγο περιωπής, τι μπορούσε να κάνει ο Χάρης; Άρχισε την επίδειξη του επιπέδου του. Η κυρα-γιώτα όμως διαφωνούσε και γι αυτό αποφάσισε εσπευσμένα να διαλύσει τη συζήτηση πριν η κατάσταση της βραδιάς γίνει μη αναστρέψιμη. «Καφέ θα πιούμε;» ρώτησε την Κίσσα, που κοίταξε το ρολόι της με ανησυχητικό αυτοματισμό. Αυτό περίμενε ο Χάρης. Αυτή η κίνηση ήταν η καμπάνα του δικού του θριάμβου και το Βατερλό της μάνας του. Φυσικά η κυρα-γιώτα το πιασε στον αέρα: Η νύφη βαρέθηκε αφού ο γαμπρός δε συνεργαζόταν. Ορκίστηκε από μέσα της να τον κάνει να μετανιώσει που χαμογελούσε πανευτυχής για το σαμποτάζ του. Ο Χάρης όμως φρόντιζε να αποφεύγει συστηματικά το βλέμμα της. Άλλη φορά θα

14/298 τρέμανε τα πόδια του, αλλά τώρα ήταν μεθυσμένος από την επιτυχία της δολιοφθοράς του προξενιού. Έτσι αγνόησε επιδεικτικά το σκληρό τόνο στη φωνή της όταν μίλησε: «Είναι συζητήσεις αυτές που ανοίγεις; Τρώμε τώρα!» «Και τι πειράζει;» πέταξε αφελέστατα, ενώ ήξερε και τι και πόσο την πειράζει. Αυτό ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι καταρράκτη. Τώρα η κυρα-γιώτα δε θα σταματούσε ούτε με φράγμα. Στράφηκε αυτόματα στην Κίσσα να βρει λίγη κατανόηση: «Οικολόγος με τα λεφτά του θερμοκηπίου, κατάλαβες; Δεν κοιτάει εκεί να δει ποια κοπρόσκυλα είναι αυτά... Δουλέψανε ποτέ στη ζωή τους ή κάνουν βουτιές στη Μύκονο και στα διαλείμματα μας κάνουν κήρυγμα;» «Κοίτα, έχουν ένα έργο να επιτελέσουν, εγώ δεν το υποτιμώ αυτό. Υπερβάλλουν όμως, βρε παιδί μου, και τελικά αποπροσανατολίζουν τον κόσμο. Βλέπουν το δέντρο και χάνουν το δάσος», είπε με συγκαταβατική μεγαλοθυμία η μπανανοπαραγωγός. Μπορεί φαινομενικά να συμμετείχε στη συζήτηση, αλλά από μέσα της είχε φτάσει ήδη στην πόρτα. Ο Χάρης πάντως δε θα ανέκρουε πρύμνα αν δεν την έβλεπε να την ανοίγει και να φεύγει. «Αφού δεν είσαι χαζή, ρε μαμά», επέμεινε κοιτάζοντας στα μάτια προκλητικά τη μάνα του, «γιατί κάνεις τη χαζή; Άμα έχουν άδικο, τότε γιατί εσύ δεν τρως τις μελιτζάνες που πουλάς; Ε;» «Εγώ τρώω ό,τι θέλω, ρε, εσένα θα ρωτήσω;» Άρχισε τα «ρε». Καλά πάμε. «Αφού με ρώτησες», είπε ο Χάρης σαν δωδεκάχρονο, και μάλιστα καθυστερημένο. «Μην ξαναρχίζεις, ρε, μην ξαναρχίζεις γιατί θα σε κάνω να μετανιώσεις την ώρα που γεννήθηκες, άχρηστο κρέας!» Όλο «άχρηστο κρέας» τον έλεγε. Η αγαπημένη της βρισιά. Ίσως επειδή εμπορευόταν οπωροκηπευτικά... Η κατάσταση ήταν πλέον εκτός ελέγχου. Η κυρα-γιώτα είχε κοκκινίσει. Οι φλέβες στο μέτωπό της έκαναν διαδήλωση

15/298 διαμαρτυρίας. Η Κίσσα έψαχνε εναγωνίως να βρει τρόπο να εξομαλύνει τη συζήτηση, αλλά δεν έβρισκε. Έπεσε άκρα του τάφου σιωπή για κάνα τρίλεπτο και τότε κατευθείαν σηκώθηκε. Σιγά μη ζοριζόταν η υψηλή προσκεκλημένη να τους τα φτιάξει. Καλά έφαγε, καλά ήπιε, ώρα για ύπνο τώρα. Ας τα λύσουν μεταξύ τους τα οικολογικά τους προβλήματα... Ο Χάρης ανάσανε. Ευτυχώς δεν πήγε χαμένη η παράσταση. Θα βλέπει η Κίσσα στο δρόμο τη σκιά του και θα στρίβει. Αυτές οι κυρίες δε θέλουν να τους βάζεις δύσκολα, είναι γνωστό. Θέλουν έναν άντρα πώς το λένε; προβλέψιμο, σαν τον μπαμπά του Χάρη ή τον μπαμπά τους, αλλά σε μοντέρνα έκδοση. Να ντύνεται ωραία, να μη ζορίζει καταστάσεις, να μη σκαλίζει πληγές, να μην είναι τέλος πάντων κακός μπελάς σαν κι αυτόν. Και να χαμογελάει βασικό αυτό. Τα μούτρα τις εκνευρίζουν. Και βλάκα και ευχαριστημένο, αυτό το συνδυασμό ψάχνουν. Δηλαδή ακριβώς αυτό που ο Χάρης ποτέ δεν ήταν και ποτέ δε θα γίνει. Η μητέρα του όμως είχε άλλες απόψεις επί του θέματος και δυστυχώς δε σκόπευε να τις κρατήσει για τον εαυτό της.

Δεν ωφελεί να μιλάς αν δε δεις τ αυτιά της Ό ταν η Κίσσα απομακρύνθηκε ένα δυο τετράγωνα, άρχισε το κανονικό ματς το άλλο αποδείχτηκε ζέσταμα. Άδικα βιάστηκε ο Χάρης να αποσυρθεί στο δωμάτιό του. Η κυρα- Γιώτα παραβίασε το άσυλο και τον έσυρε με το ζόρι έξω. Προφανώς είχε στηρίξει πολλές ελπίδες στην υπόθεση, γιατί ποτέ άλλοτε δεν τον είχε ακουμπήσει. Στο σώμα εννοείται, γιατί από μέσα δεν τον είχε απλώς ακουμπήσει, κόντευε να τον κάνει λιώμα. Τον κατέβασε σαν σακί από τις σκάλες, χωρίς να καταλαβαίνει πού πατάει, «Με ρεζίλεψες, ρε!» φώναζε ξανά και ξανά, κάθε φορά πιο δυνατά απ την προηγούμενη, σαν να την κούφαινε η φωνή της η ίδια. Μετά, επειδή καθότανε ακίνητος, άρχισε να του τραβάει τα ρούχα για να τον προκαλέσει. Η μαύρη και εδώ που τα λέμε άθλια μπλούζα του κόντευε να της μείνει στα χέρια. «Τι μου φόρεσες τα κουρέλια κι εμφανίστηκες; Τι να δει η γυναίκα από σένα και να ζηλέψει; Χήρος είσαι ή άπορος; Τα βάρη τι τα σηκώνεις στο γυμναστήριο, για να ακουμπάω τα πεντοχίλιαρα εγώ;» Οι μύες του προσώπου της χόρευαν. Φοβήθηκε ο Χάρης. Πώς τα καταφέρνει αυτή η γυναίκα και τον ξανακάνει όποτε της καπνίσει τριών χρόνων; «Μη, μου την έσκισες». «Εγώ δεν την πλήρωσα; Εγώ θα τη σκίσω! Κι εσένα θα σκίσω μαζί». «Εγώ δεν είμαι ρούχο, είμαι άνθρωπος». «Από πότε, ρε, έγινες άνθρωπος και δεν το πήραμε είδηση; Άνθρωπος είναι αυτός που ξυπνάει δώδεκα η ώρα το μεσημέρι; Αυτός που γυρνάει στις καφετέριες με τα ρεμάλια και κριτικάρει τη

17/298 μάνα που τον γέννησε; Ποια θα σε σεβαστεί εσένα, ρε; Ποια θα σ εκτιμήσει και θα σε πάρει;» «Ας μη με πάρει». «Α, μπα; Και πώς θα ζήσεις, ρε κοπρίτη; Εγώ τα θερμοκήπια σε πέντε χρόνια θα τα πουλήσω, σ το λέω. Προίκα γιοκ. Δε θα σ αφήσω να τα φας εσύ. Θα τα πουλήσω να τα φάω με τον πατέρα σου». Σιγά, θα σου πιαστεί η μασέλα, διασκέδαζε από μέσα του ο μικρός. Ήταν πασίγνωστο ότι η επιχείρηση βούλιαζε, στο γιο της βρήκε να κάνει επίδειξη τώρα; «Έλα, βρε Γιώτα...» έκανε να μπει στη μέση ο κυρ Λάμπρος, εμψυχωμένος που τον συμπεριέλαβε στο φάγωμα. Όσο μιλούσε, προσπαθούσε ταυτόχρονα να μπει ανάμεσα μήπως γλυτώσει το γιόκα του από τις ανάποδες. Ο Χάρης τον έπιασε απ το μπράτσο και τον παραμέρισε για να μην του ρθει κι αυτουνού καμία. Δεν ήταν για πολλά πολλά ο δόλιος. Μετά την ιστορία με το θυρεοειδή ήταν ετοιμόρροπος. Με το παραμικρό έτρεμε ολόκληρος. «Κάτσε στην μπάντα εσύ, μη σε πάρει και σε σηκώσει. Εσύ τον έκανες έτσι, φά τον τώρα. Τον πήρες μια φορά σαν πατέρας να του πεις Κάνε μια σαλάτα, στρώσε ένα κρεβάτι, βοήθα ; Όχι! Το παιδί πάει σχολείο, το παιδί έχει διάβασμα. Να το το παιδί τώρα. Άχρηστο στο σχολείο, άχρηστο και στο σπίτι. Αυτός, ρε, δεν είναι ικανός να ανοίξει το φούρνο να βάλει μέσα ένα ταψί! Όχι ν ανοίξει σπίτι...» «Μικρό είναι ακόμα. Θα του πήξει το μυαλό», ξαναπροσπάθησε αυτός. «Ποιο μυαλό, μωρέ; Για να σου πήξει, πρέπει να υπάρχει κιόλας. Βλέπεις εσύ να υπάρχει μυαλό στο κεφάλι του γιου σου; Όλο μπούκλα και αέρας είναι. Μυαλό μηδέν. Άμα είχε, δε θ άφηνε σήμερα τα εκατομμύρια να γλιστρήσουν μέσα απ τα χέρια του. Σε όλη τη ζωή του θα καθόταν και θα έτρωγε. Βασιλιάς θα ήταν το κωλόπαιδο. Ούτε με το σπίτι ούτε με τα παιδιά θα ασχολιότανε.

18/298 Δέκα άντρες θα του παιρνε στο σπίτι η Κίσσα! Ξέρεις τι αρχόντισσα είναι;» Μιλώντας για την Κίσσα, ένα περίεργο πράμα: σαν να της γλιστρούσε απ το πρόσωπο ο θυμός και άφηνε πίσω του σκέτη στενοχώρια. Την έβλεπες, το πίστευε πραγματικά ότι αυτή ήταν η ιδανική ζωή κι ο βλάκας ο γιος της την έχασε. Είναι τρελό, αλλά αυτό τον πείραξε τον Χάρη περισσότερο κι απ το ξύλο και τις βρισιές. Εκείνη τη στιγμή ξεκαθάρισε η θολούρα ενός χρόνου στο κεφάλι του. Δίκιο είχε το φιλαράκι του ο Μάρκος. Ματαιοπονούσε. Δεν μπορείς να αποδείξεις στη μάνα σου ότι είσαι ο κυνηγός όταν αυτή είναι πεπεισμένη πως είσαι η μπεκάτσα. Όταν η Γιώτα απόκαμε και τον άφησε απ τα χέρια της, τα δικά του χέρια ήταν γδαρμένα και κόκκινα. Πήρε να ανέβει πάλι παραπατώντας τις σκάλες, όταν τον ακινητοποίησε η φωνή της: «Αύριο έξι η ώρα έχει εγερτήριο. Αρχίζεις δουλειά στο θερμοκήπιο». «Μα, Γιώτα μου, αγόρι πράμα, τι ξέρει αυτό από θερμοκήπιο;» έκανε την ύστατη προσπάθεια ο κυρ Λάμπρος. «Ξεράδια άμα δεν ξέρει. Σάμπως θα τον βάλω στη διεύθυνση; Χαμαλίκια θα κάνει». «Άσ τον σήμερα», επέμεινε διακριτικά ο άντρας της, «αύριο τα ξανασυζητάμε». «Τέρμα το αύριο. Να σπουδάσει δεν του κόβει, να παντρευτεί δε θέλει, τι μένει; Βαστάζος στο θερμοκήπιο. Ανεξαρτησία δε θες, κοπρίτη; Στις έξι θα είσαι όρθιος. Αλλιώς ετοιμάσου να ψοφήσεις στην πείνα». Ο Χάρης συνέχισε να ανεβαίνει τη σκάλα αμίλητος. «Ακούς;» Τα εκνευρισμένα ντεσιμπέλ της τρόμαξαν τον κυρ Λάμπρο, που αναπήδησε. Λες και μπορούσε να μην ακούει... Η καταραμένη αυτή λέξη, η λέξη-όπλο που εκπυρσοκροτούσε στ αυτιά του δεκαοχτώ ολόκληρα

19/298 μίζερα χρόνια, έκανε το θαύμα της. Ο Χάρης κατάλαβε ξαφνικά ότι δεν ήθελε να την ξανακούσει ποτέ πια.

Όταν παγώνει η λίμνη, πού πάνε οι πάπιες; A υτή τη φορά δεν τον πιάσανε στον ύπνο. το αντίθετο. Ήταν σε επιφυλακή, έτοιμος να βάλει όλα τα κομματάκια που θα ανακάλυπτε στη σειρά, για να ξεφλουτάρει επιτέλους η εικόνα. Και ιδού τα δεδομένα που είχε στα χέρια του: Η Γιώτα αρνήθηκε να τον στείλει στη σχολή δημοσιογραφίας γιατί είχε συγκεκριμένα σχέδια για το μέλλον του. Καθόλου δεν ήταν όπως του τα παρουσίαζε τα πράγματα. Δεν την πείραξε που δεν μπήκε στο πανεπιστήμιο, μη σου πω ότι το φχαριστήθηκε κιόλας. Τι να τις κάνει τις σπουδές, αγόρι πράμα; Για να πάρουν κι άλλο αέρα τα μυαλά του; Η Γιώτα ήταν Κρητικιά βέρα, της παλιάς σχολής. Σιγά να μην άφηνε το ανήλικο να τρέχει μόνο του στις Αθήνες και τις Θεσσαλονίκες, να το τραβάει η μία και η άλλη. Συμπέρασμα: Παραλλαγή ήταν η γκρίνια της για τις επιδόσεις του στο σχολείο και το φροντιστήριο. Απλώς του υπογράμμιζε έμμεσα πλην σαφέστατα ότι δεν είχε μυαλό για γράμματα, οπότε να ετοιμάζεται για άλλου είδους λύση. Πιο παραδοσιακή. Την «επιχείρηση Κίσσα» τη μαγείρευε από καιρό απλώς την είχε στο αργό ψήσιμο. Υπόθεση ειδικού χειρισμού, βλέπεις. Όλη η Ιεράπετρα ήξερε εκτός από τον Χάρη, τον ενδιαφερόμενο, που το έμαθε τελευταίος φυσικά ότι η βασίλισσα της μπανάνας, αφού διέπρεψε στις επιχειρήσεις, ενδιαφερόταν πλέον να διεκδικήσει βουλευτική έδρα στις επόμενες εκλογές. Έλα όμως που δεν ήταν παντρεμένη. Για να μην πούμε ότι βοούσε η πιάτσα για τις επιχορηγήσεις που έτρωγε με τους Ουκρανούς στα σκυλάδικα. Γούστο της, θα μου πεις, όσο ιδιώτευε. Η πολιτική όμως είναι ογδόντα τα εκατό θέατρο, θεαθήναι. Η πρόεδρος αναγκαστικά απαιτεί σοβαρό προφίλ, η εκλογική της πελατεία δεν τα εγκρίνει τα εργενιλίκια και τα γλέντια. Άλλωστε το κόμμα είναι και

21/298 συντηρητικό, μόνο με την πατρίδα και τη θρησκεία δε γίνεται δουλειά. Χρειάζεται και οικογένεια για να λειτουργήσει αποδοτικά το σετ. Απόδειξη τα ποσοστά της δημοτικότητας της προέδρου, που βελτιώθηκαν σε χρόνο-ρεκόρ μόλις παντρεύτηκε τον Τάσο. Με το που εμφανίζεται ο νεαρός σύζυγος στην τηλεόραση έτσι νοστιμούλης, ανδροπρεπής, ησυχούλης και απρόθυμος για ανάμειξη στην πολιτική που δείχνει οι ακροαματικότητες ανεβαίνουν στα ύψη. Συμπέρασμα δεύτερο και αναπόφευκτο: Η κυρία Κίσσα χρειαζόταν επειγόντως τον «Τάσο» της για να πιάσει πόστο στα βουλευτικά έδρανα. Και φυσικά η υπό πτώχευση Γιώτα χρειαζόταν εξίσου επειγόντως την «Κίσσα» της. Με λίγα λόγια, οι ανάγκες αμφοτέρων των κυριών οδηγούσαν κατευθείαν στον Χάρη. Αυτό τον έβαλε σε μαύρες σκέψεις. Καλά η μάνα του. Ήταν δυνατόν όμως να πιστέψει ότι η Κίσσα δεν είχε ολοκληρώσει μια ψευτοέρευνα περί του προσώπου του πριν αποφασίσει να κάνει επίσημη επίσκεψη γνωριμίας; Δεν είναι ο τύπος γυναίκας που σπαταλάει τζάμπα την ώρα της. Αυτή είναι στο τσακ να εγκαινιάσει επισκέψεις με χρονοχρέωση... Και τώρα το σοβαρότερο ερώτημα: Αν πράγματι είχε κάνει την έρευνα, είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο Χάρης είναι κατάλληλος υποψήφιος για σύζυγος πολιτικού; Εντάξει, η μάνα του ήταν κάποτε γερή κομματάρχισσα, αλλά τώρα ήταν σχεδόν στο περιθώριο. Η προίκα του Χάρη πάλι ήταν ανύπαρκτη τι να τα κάνει η ματσωμένη Κίσσα τα χρεοκοπημένα θερμοκήπια; Άρα ο Χάρης προσωπικά μέτρησε περισσότερο. Αυτό όμως δεν είναι καλό. Άμα αρχίσει να σ εκτιμά αυτός που σιχαίνεσαι, τότε σε λίγο θα αρχίσεις ή να τον εκτιμάς κι εσύ ή να σιχαίνεσαι και τον εαυτό σου. Αυτό είναι ακόμα χειρότερο. Που σημαίνει ότι έπρεπε να αρχίσει ν ανησυχεί. Όχι μόνο. Έπρεπε να πάρει επειγόντως τα μέτρα του. Χτες, πριν κοιμηθεί, αυτό έλεγε στον Μάρκο, μέχρι που εκείνος του έκλεισε το τηλέφωνο. Είχε μεγάλη νευρικότητα και δεν τον έπιανε ύπνος. Διάβαζε για κάτι ερπετά στον Αμαζόνιο που άλλαζαν

22/298 όψη κάθε φορά που άλλαζαν περιβάλλον. Ανατριχιαστικό, ε; Δεν ήταν σίγουρος γιατί, αλλά κόλλησε. Όλη μέρα αυτό σκεφτόταν. «Αν μείνουμε άλλο ένα χρόνο εδώ, ρε Μάρκο, σε λίγο θα μοιάζουμε με τον πατέρα μου». Ντράπηκε που το είπε αυτό. Αλλά και του Μάρκου δεν του άρεσε. Σημειωτέον, ούτε ο Μάρκος είχε περάσει πουθενά και το ηθικό του σερνόταν πλέον στο πάτωμα. «Γιατί, τι έχει ο πατέρας σου;» τον ρώτησε. «Τίποτα». «Τότε;» Ο μπαγάσας, έκανε τον χαζό. «Τι έγινε πάλι;» Ούτε που προσπαθούσε να κρύψει πόσο ήθελε να κλείσει το τηλέφωνο. «Τίποτα». «Σε κλείνω τώρα γιατί θα με παίρνει η Μαίρη». «Έγινε». «Τα λέμε». Έκλεισε το τηλέφωνο πολιορκημένος από την έρπουσα κατάθλιψη. Αν τα λέγανε, δε θα υπήρχε πρόβλημα. Αλλά δεν τα λέγανε, γαμώτο... Μια φορά κι έναν καιρό γινόταν αυτό. Είναι κάτι μήνες τώρα που δε λέγαν τίποτα. Ή κάτι βλακείες: Πες μου ποιον είδες να σου πω με ποιον ήταν. Και βεβαίως όλα όσα θέλατε να μάθετε για τη Μαίρη αλλά δεν προλάβατε να ρωτήσετε... Δεκάρα δεν έδινε ο Χάρης ποιον είδε. Και για τη Μαίρη ακόμα περισσότερο, που θρονιάστηκε πλέον στη μέση των συζητήσεών τους και δεν κουνάει ρούπι. Βαρέθηκε να ακούει πληροφορίες για τους θριάμβους του γραφείου της και ποιες καυτές υποθέσεις πήρε και τι δικαστήρια κέρδισε. Αυτές όμως ήταν οι συζητήσεις πλέον κατά Μάρκον. Απίστευτο, αλλά ο κολλητός του έκλεισε την πόρτα και τον άφησε απ έξω μονάχο του να απορεί. Αυτό ο Χάρης ποτέ δε θα το χωνέψει. Κοιμάσαι κι ένα πρωί ξυπνάς και τίποτα δεν είναι όπως το άφησες.

23/298 Ένα χρόνο ακριβώς πριν, τέτοιες μέρες, είχανε καταστρώσει το σχέδιο Σαντορίνη-Λισαβόνα, που συνοπτικά είχε ως εξής: Θα μαζεύανε λεφτά όλο το χειμώνα, θα τελειώνανε το λύκειο εν τω μεταξύ, θα δουλεύανε όλο τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1999, πριν την ιστορική έκλειψη, θα παίρνανε στα κρυφά το πλοίο για τη Σαντορίνη. Δε θα νοίκιαζαν δωμάτιο. Θα κοιμόνταν έξω, σε κατευθείαν επαφή με το ηφαίστειο. Ήθελαν να είναι σε ετοιμότητα στην περίπτωση που ξυπνήσει. Ο μόνος ευπρόσδεκτος κατά Μάρκον θάνατος ήταν ο θάνατος με θέα. Ένα και μοναδικό ερώτημα τους βασάνιζε: Να αφήσουν ή όχι σημείωμα στους εξαγριωμένους γονείς; Αν είχαν περάσει σε καμιά σχολή, σχεδίαζαν να τους γράψουν δυο λέξεις. Αν όχι, δε θα άφηναν τίποτα. Ούτως ή άλλως, θα ήταν στο στόχαστρο. Αποτυχημένοι και στα νύχια τους. Αν γύριζαν ποτέ στην Ιεράπετρα, εκεί θα κολλούσαν για πάντα. Το σχέδιο είχε και πολύ ζουμερή συνέχεια: Θα ταξίδευαν μέχρι την Αθήνα στην παρανομία, θα βρίσκαν δουλειά, θα νοίκιαζαν μαζί μια ωραία τρύπα, και το επόμενο καλοκαίρι βουρ για Λισαβόνα. Σουλάτσο στη Ρούα ντου Αρσενάλ με τα καλά τους. Ή λίγο παρακεί, αραχτοί στο βράχο του Γιβραλτάρ, στην τελευταία άκρη της ηπείρου που τους γέννησε, στην αρχή του ύπουλου αυτού αιώνα που θα τους θάψει σίγουρα. Μπορεί και να χαράζανε τα ονόματά τους στο βράχο, αν ήταν κάπως μαλακός: «Προς τα αγόρια του εικοστού πρώτου αιώνα: Ο Χάρης και ο Μάρκος, ετών δεκαεννέα, έφτασαν μέχρι εδώ. Σειρά σας τώρα, στραβάδια». Αυτό ήταν πάνω κάτω το πνεύμα. Κι απ αυτό δεν έμεινε τίποτα. Δεν τον πείραζε τόσο τον Χάρη που έχασε τον Μάρκο αλήθεια. Αυτό το άυπνο βράδυ, που ήταν σχεδόν μισοφευγάτος, έβλεπε τα πράγματα καθαρότερα. Τον πείραξε πιο πολύ που τον βρήκε η Μαίρη. Όχι, δε ζήλεψε, κι ας λέει ο Μάρκος. Απλώς η υπόθεση άρχισε κάπως στραβά από την αρχή, από τις συστάσεις. «Από δω ο φίλος μου ο Χάρης», της είπε την πρώτη φορά που διασταυρώθηκαν.

24/298 «Αυτό είμαι μόνο, ρε;» αγανάκτησε ο ξανθούλης, που ήτανε και εύθικτος. «Ο φίλος σου ο Χάρης; Και ο δίδυμός σου τι έγινε;» Εκείνη τη στιγμή η Μαίρη δεν το σχολίασε, αλλά έκτοτε τον έβλεπε με κάποια επιφύλαξη «ιδιόρρυθμο» τον έλεγε μπροστά του, και «πειραγμένο» από πίσω. Το κερασάκι της τούρτας όμως ήταν κάτι άλλο. Ένα βράδυ που τρώγανε οι τρεις τους παγωτό στην παραλία, ούτε τρεις μήνες δεν είχε κλείσει το ζεύγος μαζί, η Μαίρη άρχισε την ακατάσχετη μαρκολογία. Έναρξη έκανε με το «γιατί πίνεις, μωρέ Μαρκούλη, αφού δεν το σηκώνεις το ποτό;». Αυτό πέρασε ντούκου. Δε σχολιάστηκε. Μετά πέταξε το «ο Μαρκούλης δεν την αντέχει τη μοναξιά, γι αυτό δε θα του αρέσει στην Αθήνα». Ο Χάρης με έκπληξη είδε το φίλο του να μην αντιδρά καθόλου. Ως μη ειπωμένο το αντιμετώπισε. Σε κανένα τέταρτο ακολούθησε το «ο Μαρκούλης προτιμάει να τον πηγαίνουν παρά να οδηγεί ο ίδιος, τι να το κάνει το αμάξι;». Ο Χάρης, θύμα της τρέλας που είχε ο δίδυμός του με τα αμάξια, την κάρφωσε: «Καλά, σοβαρολογείς τώρα; Αυτός βλέπει αμάξι κι αρρωσταίνει!» Ο Μάρκος σιωπή τύπου «μπόρα είναι, θα περάσει». «Μην τον ακούς τι λέει. Τη βαριέται, παιδί μου, την οδήγηση. Είναι βαβούρα. Πάρκαρε ξεπάρκαρε, λάστιχα, συνεργεία...» Ο Μάρκος, πιεσμένος από το αγριεμένο βλέμμα του Χάρη, αναγκάστηκε κάποια στιγμή να πάρει θέση. Γύρισε στη Μαίρη και είπε με ανάλαφρο ύφος μη μας θυμώσει κιόλας: «Έχω πει εγώ τέτοιο πράμα; Πότε;» «Γιατί, χρειάζεται να το πεις; Εγώ, βρε Μαρκούλη, σ έχω γεννήσει. Σε ξέρω καλύτερα κι από σένα!» του απάντησε κατευθείαν αυτή και γέλασε τσιμπώντας του το μάγουλο. Γέλασε κι αυτός. Χαμπάρι δεν πήρε τι του έλεγε κατά βάθος. Εδώ κολλούσε τέλεια η παροιμία του παππού του Θανάση: «Γέλαγαν όλες μ εμένα, έσκαγα κι εγώ στα γέλια...» Τον Χάρη τον έπιασε μια μαυρίλα άλλο πράμα που έβλεπε το φίλο του να σφυρίζει ανέμελος και άνευ επιφυλάξεων απέναντι στις

25/298 αυθεντικές ερμηνείες. Ούτε που το είχε προσέξει ότι η «αγάπη» του είχε βαλθεί να τον μικρύνει μέχρι να εξαφανιστεί. «Μαρκούλης» δεν είναι όνομα για αγόρι αλλά για τσιουάουα. Στο όνομα της παιδικής φιλίας, ο Χάρης προσπάθησε να το βουλώσει, αλλά δεν άντεξε. Νίκησε η αξιοπρέπεια. Πετάχτηκε λοιπόν πάνω και δήλωσε ότι καμιά δε μας ξέρει καλύτερα από τον εαυτό μας, πάει και τελείωσε. Και μετά τους άφησε να αποτελειώσουν το παγωτό μόνοι τους. Να μην ενοχλεί και το ζευγάρι... Από τότε δεν τον ξανακάλεσαν να βγούνε. Όχι, καθόλου δεν έτυχε. Δώδεκα χρόνια τον ξέρει τον Μάρκο και πρώτη φορά «έτυχε» τέτοιο πράμα. Δώδεκα χρόνια! Από έξι χρόνων ο ένας έπεφτε, ο άλλος σηκωνόταν. Έτσι το πηγαίνανε το πράμα, ανέκαθεν. Από μόνο του έγινε. Είχε ο Χάρης τις άγριες μαύρες του; Καραγκιοζιλίκια ο Μάρκος να τον ανεβάσει. Έπεφτε στην κατάθλιψη αυτός που την είχε και πρόχειρη ο άτιμος; Cheer leader ο Χάρης αυτομάτως. Κάπου διάβαζε ότι όλα τα παιδιά γεννιούνται δίδυμα. Του άρεσε, αλλά δεν του είχε δώσει και μεγάλη σημασία, μέχρι που έγινε ένα επεισόδιο με τη μάνα του το καλοκαίρι της πρώτης λυκείου. Της έλεγε τότε ο Χάρης ότι δεν ήθελε να πάει διακοπές στη γιαγιά του, κι ας περνούσε τέλεια όποτε πήγαινε Χανιά. Κι αυτό γιατί ο Μάρκος θα έμενε στην Ιεράπετρα. «Και τι τον έχεις εσύ τον Μάρκο;» του είπε η μάνα του. «Της κάπας σου μανίκι;» Τον προβλημάτισε, αλήθεια, κι ας ήταν μια ακόμη αφελής χοντράδα της μάνας του. Το έψαξε το θέμα «Μάρκος». Σε ποια κατηγορία να τον βάλει; Στους φίλους, εντάξει, έμπαινε, αλλά γιατί να τον στριμώξει μέσα σε τόσο άσχετο πλήθος; Ο Μάρκος ήταν μοναχική ψυχή. Στους συγγενείς πάλι δεν τον έβαζε. Πολύ αυθαίρετη κατηγορία αυτή, κάπως αποφασίζουμε και διατάσσουμε: Αγαπάτε αλλήλους, κουτσούς, στραβούς, πανύβλακες, αρκεί να ανήκουν στο σόι μας! Ντροπής πράματα δηλαδή... Άρα; Τότε ευτυχώς του ξαναεμφανίστηκε η ωραία φράση. Το συνηθίζουν αυτό οι ωραίες φράσεις. Εμφανίζονται από το πουθενά

26/298 όταν εσύ νομίζεις ότι ξέμεινες από πυρομαχικά σ αυτό τον αόρατο πόλεμο. Αν ζούσε κάπου ο δίδυμός του, αυτός ήταν ο Μάρκος. Πολύ χάρηκε που το βρήκε, κι ας θεωρήθηκε ένας ακόμα σχολαστικισμός κατά Μάρκον. Το φιλαράκι του τον κατηγορούσε ότι όλη την ώρα ψείριζε. Τάχα ανέλυε λεπτομερώς τα πάντα για να καταλάβει, και στο τέλος στραβωνόταν χειρότερα. «Άμα κάνεις το επεισόδιο κομματάκια, πώς να το δεις μετά ολόκληρο;» έλεγε ο Μάρκος. «Και πώς θα το δεις ολόκληρο αν δε δεις ένα ένα τα κομματάκια;» έλεγε ο Χάρης. Εκεί εντοπιζόταν πέρσι η κύρια διαφωνία τους. Φέτος εντοπίστηκε αλλού. Τι στην ευχή θα γίνει με το σχέδιο Σαντορίνη- Λισαβόνα; Θα σουλατσάρουνε στη Ρούα ντου Αλφαντέγκα ή όχι; Ο Χάρης απαιτούσε να μάθει τις προθέσεις του κολλητού του για να δει κι αυτός τι θα κάνει. Όποτε το ανέφερε από τον Ιούνιο ο Μάρκος άλλαζε την κουβέντα. Καμιά φορά έλεγε «Πού να πάμε, ρε μαλάκα;», που ήταν πολύ άθλιο, αφού ήξερε πού ακριβώς θέλανε να πάνε. Προχτές ο Χάρης το ανέφερε επίτηδες μπροστά στη Μαίρη. Έψαχνε μάλλον να βρει έναν τρόπο να απογοητευτεί οριστικά. «Λισαβόνα; Τι σχέδιο είναι αυτό;» ενδιαφέρθηκε εκείνη. «Ε, λέγαμε να πάμε κάποτε Λισαβόνα», μουρμούρισε ο δικός της. Είχε άδικο ο Χάρης που θύμωσε; «Κάποτε; Ε, όχι και κάποτε, ρε Μάρκο. Εγώ, παραδείγματος χάρη, λέω να φύγω αμέσως τώρα». Ο Χάρης ήταν σίγουρος. Όταν παγώνει η λίμνη, δίδυμε, οι πάπιες πρέπει να την κοπανάνε αμέσως, ήθελε να του πει. Λίγο ν αργήσουν, πάει, παγιδεύτηκαν. Σαν κι εσένα.