M Main refinancing operations Ο όρος αναφέρεται στις διαδικασίες των βασικών πράξεων αναχρηματοδότησης του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών. Είναι οι πλέον σημαντικές από τις πράξεις ανοιχτής αγοράς του συστήματος. Διαδραματίζουν ένα πιλοτικό ρόλο στη διαμόρφωση των επιτοκίων, στη διαχείριση της ρευστότητας της αγοράς και στη μετάδοση των νομισματικών μηνυμάτων. Τα λειτουργικά τους χαρακτηριστικά είναι : Εκτελούνται κανονικά μία φορά το μήνα Η λήξη τους είναι συνήθως δύο εβδομάδες με δυνατότητα διαφοροποίησης σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Πραγματοποιούνται σε αποκεντρωμένη βάση από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες με τη μορφή των δημοπρασιών. Maintenance margin Το ελάχιστο ποσό που ένας πελάτης πρέπει να έχει μόνιμα κατατεθημένο ως εγγύηση σε μέλος του χρηματιστηρίου. Making a market Δημιουργία αγοράς. Οι DEALERS είναι έτοιμοι να αγοράσουν και να πουλήσουν ορισμένους τίτλους δίνοντας δεσμευτικές τιμές αγοράς και πώλησης λέγεται ότι "δημιουργούν αγορά". Management fee Το κέρδος μιας τράπεζας από τη διαφορά μεταξύ της τιμής που πήρε ο εκδότης για μια πλήρη σειρά εκδοθέντων χρεογράφων και της τιμής που κατέβαλε το κοινό για την αγορά τους. Manager ή co-manager Μία από τις εταιρίες που συμμετέχουν στην έκδοση νέων χρεογράφων και η οποία ενεργεί εξ ονόματος των αναδόχων. Manager bills and delivers Λογαριασμοί διαχείρισης κοινοπρακτικού δανείου. Ο επικεφαλής του κοινοπρακτικού δανείου επιβεβαιώνει την πώληση των χρεογράφων για λογαριασμό των υπολοίπων αναδόχων που έχουν αναλάβει την έκδοση και διάθεση του δανείου και παραδίδει τα νέα χρεόγραφα στους αγοραστές. Με τον τρόπο αυτό ο αγοραστής λαμβάνει μία μόνο απόδειξη, αντί για πολλές. Management Information System - MIS Διοικητικό πληροφοριακό σύστημα.ο όρος αναφέρεται σε κάθε σύστημα επεξεργασίας δεδομένων το οποίο είναι σχεδιασμένο να υπολογίζει και να πληροφορεί την Διοίκηση μιάς επιχείρισης για την πορεία ειδικών οικονομικών μεγεθών ή συνολικά του ενεργητικού/παθητικού της και στηρίζεται σε άμεση παροχή πληροφορίας μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών. Mandate Οριστική εντολή του δανειολήπτη προς την ηγέτιδα τράπεζα να προχωρήσει στην έκδοση του ομολογιακού δανείου με τους όρους που έχουν συμφωνηθεί. Επίσης, κάθε οριστική εντολή σε πρόσωπο ή εταιρία να προβεί σε συνναλαγές για λογαριασμό του εντολέα. Manipulation H χειραγώγηση των τιμών των χρεογράφων στο χρηματιστήριο, είτε μέσω επιθετικών μαζικών αγορών και πωλήσεων με σκοπό την πρόκληση τεχνητού ενδιαφέροντος στην αγορά, είτε με διεξαγωγή προσυννενοημένων συναλλαγών μεταξύ επενδυτών. Στα περισσότερα χρηματιστήρια η διαδικασίες αυτές αποτελούν σοβαρό αδίκημα, για το οποίο οφείλουν οι εποπτεύουσες αρχές να λαμβάνουν μέτρα προστασίας της αγοράς και των επενδυτών. Manufuctured dividents
Τεχνητά μερίσματα. Oι πληρωμές που πραγματοποιεί ένας δανειζόμενος μετοχές προς τον δανειστή του, σε αντικατάσταση των μερισμάτων τα οποία λαμβάνει αυτός ως προσωρινός κάτοχος των μετοχών. Μarathon bond Ο όρος χρησιμοποιείται για κάθε ομόλογο που εκδίδεται σε δραχμές στην Ελληνική αγορά, από ένα μη Έλληνα εκδότη. Τα ομόλογα αυτά είναι εισηγμένα τόσο σε διεθνή χρηματιστήρια, όσο και στο ΧΑΑ. Συνήθεις εκδότες Marathon bonds είναι οι οργανισμοί IFC,IBRD,EIB,EBRD, με υψηλή δανειοληπτική ικανότητα, μεγαλύτερη και από αυτή του Ελληνικού Δημοσίου. Tα ονομαστικά επιτόκια των τίτλων αυτών είναι συνήθως συνδεδεμένα με το ATHIBOR. Κατατάσσονται στην κατηγορία των Ευρωομολόγων. Οι τόκοι αυτών των ομολόγων δεν φορολογούνται. Marche a Terme International de France - MATIF Το χρηματιστήριο παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων του Παρισιού. Ένα από τα μεγαλύτερα χρηματιστήρια προθεσμιακών συμβολαίων (futures). Λειτουργεί από το 1985 σαν χωριστός φορέας στα πλαίσια του Παρισινού χρηματιστηρίου. Marche des Options Negotiables de Paris - MONEP Xρηματιστηριακή αγορά χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων (options) που λειτουργεί στο Παρίσι. Λειτουργεί από το 1985 στα πλαίσια του Παρισινού χρηματιστηρίου. Margin Χρηματικό περιθώριο. 1. Το ποσοστό των καθαρών κερδών στις πωλήσεις. 2. Κάλυμμα. Επίσης, η προκαταβολή που κατατίθεται στους χρηματιστές έναντι της αξίας των χρεογράφων που θα αγοράσουν για λογαριασμό του πελάτη τους.η αγορά μετοχών και ομολογιών με πίστωση, ονομάζεται αγορά με κάλυμμα (buying on margin). 3. Ποσό χρημάτων που κατατίθεται σε περιπτώσεις προθεσμιακών συμβάσεων ως εγγύηση για την εκπλήρωση της σύμβασης. 4. Το απαιτούμενο κεφάλαιο που κατατίθεται από τους χρηματιστές σε ένα φορέα εκκαθάρισης χρηματιστηριακών συναλλαγών (clearing house). Marginal lending facility Ο όρος αναφέρεται στις διαδικασίες των οριακών πράξεων αναχρηματοδότησης του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών. Οι αντισυμβαλλόμενοι φορείς με το μέσο αυτό μπορούν να αποκτούν ρευστότητα για μία νύκτα (overnight) από τις εθνικές κεντρικές τράπεζες με βάση προκαθορισμένο επιτόκιο. Η κυριότητα του στοιχείου μεταφέρεται στον πιστούχο, ενώ τα μέρη συμφωνούν αντίστροφη συναλλαγή για την αρχή της επόμενης ημέρας. Συνήθως κατατίθεται σαν εγγύηση χρεόγραφα που φέρουν κύρια τη μορφή των τίτλων του δημοσίου χρέους. Η αίτηση των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων υποβάλλεται στην εθνική κεντρική τράπεζα και περιέχει το αιτούμενο ποσό και σε περίπτωση που ζητείται εγγύηση, το είδος αυτής. Από το τρίτο στάδιο της ΟΝΕ ο τρόπος αυτός της αναχρηματοδότησης θα χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη χρεωστικών θέσεων στα πλαίσια των διακανονισμών του συστήματος μεγάλων πληρωμών σε πραγματικό χρόνο, του TARGET. Το ποσό του δανείου θα επιστρέφεται στην εθνική κεντρική τράπεζα με το άνοιγμα των εθνικών συατημάτων διακανονισμού πληρωμών και χρεογράφων, την αρχή της επόμενης ημέρας. Marginal auction system Πλειστηριασμός στον οποίο η χαμηλότερη τιμή πώλησης ολόκληρης της προσφοράς θεωρείται ως η τιμή στην οποία πωλούνται όλα τα προσφερόμενα προς πώληση χρεόγραφα. Συνώνυμο των Dutch Auction - Uniform price auction. Χρησιμοποιείται συνήθως στους δημόσιους πλειστηριασμούς και ιδιαίτερα σ'αυτούς για τα χρεόγραφα του δημοσίου. Όλοι οι επενδυτές ικανοποιούνται σε ΕΝΙΑΙΑ ΤΙΜΗ, που μπορεί να είναι : α) Η μέση σταθμική τιμή των επιτυχών ανταγωνιστικών προσφορών β) Η χαμηλότερη αποδεκτή τιμή από το Δημόσιο (stop-out price) Margin call
1. Πρόσκληση χρηματιστού προς τους πελάτες του για την κατάθεση συμπληρωματικού περιθωρίου κεφαλαίων στον λογαριασμό που τηρούν σ αυτόν, λόγω δυσμενών εξελίξεων στις τιμές (ανοιχτή θέση σε προθεσμιακά συμβόλαια & χρηματοοικονομικά δικαιώματα). 2. Απαίτηση πρόσθετου περιθωρίου εγγυοδοσίας, στις διατραπεζικές πράξεις. Με την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, τα περιθώρια αυτά εφαρμόζονται ως εξής : Marginal cost Εάν η αξία της αρχικής εγγύησης πέσει κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο, οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να ζητήσουν πρόσθετα στοιχεία σαν συμπληρωματικό περιθώριο εγγύησης. Αντίθετα εάν η αξία της αρχικής εγγύησης ανατιμηθεί τότε οι κεντρικές τράπεζες υποχρεούνται να επιστρέψουν στον αντισυμβαλλόμενο εγγυοδοτικά στοιχεία του ενεργητικού που ισούνται με το ποσοστό της ανατίμησης. Οριακό κόστος κεφαλαίου. Το κόστος μιας πρόσθετης μονάδας προϊόντος. Marginal efficiency of capital Οριακή αποδοτικότητα κεφαλαίου. Ενα διάγραμμα, όπου εμφανίζεται η εσωτερική απόδοση διάφορων επενδυτικών ευκαιριών. Markdown Οι προμήθειες που χρεώνει ένας διαμεσολαβητής (broker/dealer), στην περίπτωση που αγοράζει μετοχές από πελάτη του για ίδιο λογαριασμό (as principal). Marketability index Ο δείκτης εμπορευσιμότητας μιας μετοχής στο χρηματιστήριο. Είναι ο λόγος του ημερήσιου όγκου συναλλαγών προς τον αριθμό των μετοχών της εταιρείας και είναι παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στη σύνθεση ενός χαρτοφυλακίου. Market if touched - MIT Η έκφραση χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τις χρηματιστηριακές εντολές που δίνονται για αγoρά ή πώληση σε μία συγκεκριμένη τιμή και εφόσον η αγορά φτάσει σ αυτή την τιμή. Ο τύπος της χρηματιστηριακής αυτής εντολής, καθορίζει την αυτόματη διενέργεια της συναλλαγής στο χρηματιστήριο όταν ευρεθεί τιμή, στη μεν περίπτωση της αγοράς μετοχής κάτω από τα επίπεδα των τιμών της αγοράς, στη δε πώληση πάνω από τα επίπεδα των τιμών της αγοράς. Marginal revenue Οριακό έσοδο. Η αύξηση των εσόδων από την πώληση πρόσθετων μονάδων προϊόντος. Market capitalization ratio Ο δείκτης αυτός μας δείχνει τον λόγο της χρηματιστηριακής αξίας της επιχείρησης προς την αξία των πωλήσεων της μετοχής σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Για παράδειγμα έστω ότι η χρηματιστηριακή αξία των μετοχών μιάς επιχείρησης έχει διαμορφωθεί σε 10 δις δρχ. και η αξία των πωλήσεων από την αρχή του έτους στην συγκεκριμένη μετοχή φτάνει τα 16 δις δρχ.ο δείκτης της αξίας προς πωλήσεις υπολογίζεται σε 10/16 = 0,625. Όσο μικρότερος από την μονάδα είναι αυτός ο δείκτης, τόσο μεγαλύτερα θεωρούνται τα περιθώρια ανόδου της μετοχής.ο μικρότερος δείκτης παράγεται από μεγάλη αξία πωλήσεων και μικρή διαμόρφωση της χρηματιστηριακής αξίας.αυτό δείχνει ότι η εμπορευσιμότητα της μετοχής φτάνει σε αξίες που δεν αντιστοιχούν ακόμη στα περιθώρια που μπορεί να ανέβει η χρηματιστηριακή της αξία, η οποία για άλλους λόγους είναι χαμηλή. Market maker Δημιουργός αγοράς.ο φορέας που είναι ανά πάσα στιγμή σε διαθεσιμότητα να διαπραγματευθεί την αγοραπωλησία
χρεογράφων, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα τις τιμές εκτιμώντας την προσφορά και την ζήτηση στην συγκεκριμένη αγορά. O market maker αναλαμβάνει το ρίσκο για δικό του λογαριασμό και πρέπει να είναι σε θέση να καλύψει τους πελάτες του ανά πάσα στιγμή, τόσο από πλευράς χρεογράφων, όσο και από πλευράς ρευστότητας. Market portfolio Χαρτοφυλάκιο της αγοράς. Το σύνολο των διαθέσιμων επενδυτικών ευκαιριών. Market timer O όρος χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τον διαχειριστή κεφαλαίων, ο οποίος υποθέτει ότι μπορεί να προβλέψει τον χρόνο κατά τον οποίο η χρηματιστηριακή αγορά θα ανέβει ή θα κατέβει. Mark to market 1. Η απεικόνιση των τιμών των χρεογράφων σύμφωνα με τις χρηματιστηριακές τους τιμές και όχι με τις τιμές κτήσης τους. 2. Η καθημερινή αναπροσαρμογή των εντολών που ισχύουν μέχρι την εκτέλεση ή την ανάκλησή τους, ώστε να δείχνουν κέρδη ή ζημιές που προκύπτουν από τις διακυμάνσεις στις τιμές που παρουσιάστηκαν στο χρηματιστήριο. 3. Η πρακτική της αναπροσαρμογής της αξίας μεμονωμένων χρεογράφων, άλλων χρηματοοικονομικών μέσων ή και χαρτοφυλακίων, με βάση αποτίμησης τις επίσημες τιμές της αγοράς. Market order Εντολή για την αγορά ή πώληση χρεογράφων στην καλύτερη δυνατή τιμή και όσο το δυνατόν ταχύτερα. Market liquidity risk Ο κίνδυνος ρευστότητας της αγοράς.ο κίνδυνος που προκύπτει για τον επενδυτή από την πιθανή περιορισμένη ρευστότητα της δευτερογενούς αγοράς χρεογράφων και αφορά την περίπτωση πρόθεσης πώλησης χρεογράφων σε αγορά όπου δεν βρίσκεται αγοραστής στην επιδιωκόμενη τιμή. Market value Αγοραία τιμή. Η τρέχουσα τιμή που έχει ένα χρεόγραφο στην αγορά και στην οποία μπορεί, επομένως, να αγορασθεί ή να πουληθεί. Markowitz model Ένα από τα δημοφιλέστερα μοντέλα σύνθεσης χαρτοφυλακίου. Στόχος του μοντέλου η επιλογή αρίστων αξιών, που για συγκεκριμένο βαθμό κινδύνου προσφέρουν τις υψηλότερες δυνατές αποδόσεις ή αξιών που για συγκεκριμένο ύψος απόδοσης συνεπάγονται τον ελάχιστο δυνατό κίνδυνο. Σύμφωνα με τη γενική αρχή του μοντέλου Markowitz, o κίνδυνος μιας μετοχής ισούται με τη διασπορά των αποδόσεών της γύρω από τη μέση προσδοκώμενη αολοδοσή της. Marketability Εμπορευσιμότητα, η ικανότητα για διαπραγμάτευση. Ενα διαπραγματεύσιμο χρεόγραφο είναι εμπορεύσιμο όταν υπάρχει γι'αυτό μια ζωντανή δευτερογενή αγορά στην οποία μπορεί εύκολα να ξαναπωληθεί ή να ρευστοποιηθεί. Μatador bond Ένα ομόλογο που εκδίδεται σε πεσέτα στην Ισπανική αγορά, από ένα μη Ισπανό εκδότη. Matched Μελλοντική αγορά η οποία αντισταθμίζεται με μελλοντική πώληση που έχει την ίδια, ή σχεδόν την ίδια, ημερομηνία εκτέλεσης ή αντίστροφα. Matching Η διαδικασία συμψηφισμού των ανοικτών χρηματοοικονομικών θέσεων μιάς επιχείρισης, με την δημιουργία
αντίστροφων θέσεων. MATIF (Βλέπε Marche a Terme International de France) Maturity 1. Ημερομηνία λήξης. Η ημερομηνία στην οποία ένα χρεόγραφο πρέπει να πληρωθεί. 2. Η ωρίμανση μιάς επένδυσης σε χρεόγραφα από μία χρονική στιγμή, έως τη λήξη ενός ομολογιακού δανείου. Maturity distributions related to yield curve twists H χρονική κανονικότητα ή περιοδικότητα ( πχ ετήσια, εξαμηνιαία) της κατανομής των κουπονιών ενός ομολόγου, σε σχέση με την απόδοση. Παράμετρος που εξετάζεται στην ανάλυση χαρτοφυλακίων ομολόγων, με σκοπό να υπολογισθούν οι εισροές κεφαλαίων από τα τοκομερίδια, τα οποία είναι κυμαινομένου επιτοκίου και η απόδοση διαφέρει από τοκοφόρο περίοδο σε περίοδο. Medium term credit Ο όρος αναφέρεται στον μεσοπρόθεσμο δανεισμό. Η μεσοπρόθεσμη πίστωση. MERCOSUR - Μercato Del Sur Σύμφωνο μεταξύ Αργεντινής, Βραζιλίας, Παραγουάης και Ουρουγουάης, το οποίο υπογράφτηκε το 1991, με στόχο την διενέργεια διαπραματεύσεων για δημιουργία ζώνης ελέυθερου εμπορίου και υπηρεσιών μεταξύ των χωρών αυτών. Στην πορεία γίνονται διαπργματεύσεις για τη συμμετοχή της Χιλής και της Βολιβίας. Merger Συγχώνευση. Οποιοσδήποτε συνδυασμός με τον οποίο δημιουργείται μια εταιρεία από δύο ή περισσότερες εταιρείες που προϋπήρχαν. Ο όρος χρησιμοποιείται για τις συγχωνεύσεις επιχειρήσεων. Αναφέρεται συνήθως με τη μορφή mergers and aquisitions. Mercato de Futuros Financieros - MEFF Το χρηματιστήριο παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων της Ισπανίας. Λειτουργεί ταυτόχρονα μέσω ηλεκτρονικού δικτύου στη Μαδρίτη και την Βαρκελώνη. Διαπραγματεύονται σ αυτό προθεσμιακά συμβόλαια (futures) και δικαιώματα (options). Merchant bank Όρος που χρησιμοποιείται στις αγγλοσαξωνικές χώρες, για την τράπεζα η οποία δεν ειδικεύεται στις παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες, αλλά στην παροχή διαφόρων ειδικών οικονομικών υπηρεσιών, όπως την αποδοχή συναλλαγματικών, την αναδοχή της έκδοσης νέων χρεογράφων και την παροχή συμβουλών για αγορές, τις συγχωνεύσεις, τις συναλλαγές σε ξένο συνάλλαγμα και τη διαχείριση χαρτοφυλακίων. Mezzanine debt Το χρέος το οποίο αφορά τους κύριους δανειστές σε ένα δάνειο. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως σε περίπτωση εξαγορών επιχειρήσεων, όπου τα κεφάλαια χρηματοδότησης προέρχονται από δανεισμό και χαρακτηρίζει το μέρος του μετοχικού κεφαλαίου που δεν αφορά τους κοινούς μετόχους. Minimum reserve requirements Τα ελάχιστα αποθεματικά τα οποία υποχρεούνται να τηρούν στην κεντρική τράπεζα τα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία διαφέρουν από χώρα σε χώρα. Υπολογίζονται ως ποσοστό επί των συνολικών καταθέσεων που διατηρούν. Ο λόγος της ύπαρξης αυτών των δεσμευμένων κεφαλαίων είναι η χρησιμοποίησή τους από την κεντρική τράπεζα για άσκηση νομισματικής πολιτικής, πολιτικής σταθεροποίησης των επιτοκίων στην αγορά, περιορισμού ή επέκτασης της ρευστότητας της οικονομίας και παρέμβασης στην αγορά συναλλάγματος. MIS (Βλέπε Management Information System) Mismatch
Η μη σύμπτωση του χρόνου λήξης των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού μιας τράπεζας. MIT (Βλέπε Market if touched) MMEY (Βλέπε Money market equivalent yield) MONEP ( Βλέπε Marche des Options Negotiables de Paris) Money laundering (Blanchiment de l argent) Ξέπλυμα χρήματος. Ο όρος χρησιμοποιείται για τις χρηματοοικονομικές διαδικασίες και τους μηχανισμούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (εμπόριο ναρκωτικών, λαθρεμπόριο κλπ) Money markets Οι χρηματαγορές.οι αγορές όπου διαπραγματεύονται στενά υποκατάστατα του χρήματος και βραχυπρόθεσμα χρεόγραφα. Σ αυτές πραγματοποιείται δανεισμός κεφαλαίων για περιόδους μικρότερες του ενός έτους. (Οι χρηματαγορές διαφέρουν από τις κεφαλαιαγορές που είναι οι αγορές μακροπρόθεσμων κεφαλαίων). Money market fund Αμοιβαίο κεφάλαιο το οποίο επενδύει μόνο σε βραχυχρόνια χρεόγραφα και βραχυχρόνια χρηματοοικονομικά μέσα. Money market equivalent yield - MMEY Ο όρος αναφέρεται στον υπολογισμό ο οποίος μετατρέπει ένα προεξοφλητικό επιτόκιο ορισμένου χρόνου της χρηματαγοράς, σε ένα ισοδύναμο του ιδίου χρόνου που αναφέρεται στην αγορά χρεογράφων με στόχο την συγκρισιμότητά τους. Συνώνυμο με τον όρο CD Equivalent Yield. Money market instruments Xρεόγραφα και χρηματοδοτικά μέσα βραχυπρόθεσμης διάρκειας όπως πχ τα έντοκα γραμμάτια,τα πιστοποιητικά καταθέσεων,τα εμπορικά χρεόγραφα κ.α. Kύριο χαρακτηριστικό τους είναι η εμπορευσιμότητα στις αγορές που έχουν επαρκή ρευστότητα ή ο εκδότης τους παρέχει πλήρη ρευστότητα. Money rate of return Η ετήσια συνολική απόδοση των κεφαλαίων μιας χρηματοοικονομικής επιχείρησης ως ποσοστό της αξίας του ενεργητικού της. Money supply definitions Ορισμοί της προσφοράς χρήματος που χρησιμοποιούνται από τις Κεντρικές Τράπεζες. Μ1: καταθέσεις όψεως συν χαρτονομίσματα και κέρματα σε κυκλοφορία. Μ2: Μ1 συν καταθέσεις ταμιευτηρίου, μικρές προθεσμιακές καταθέσεις, αμοιβαία κεφάλαια επενδυμένα σε βραχύχρονες αξίες σαν Repο. Μ3: Μ2 συν μεγάλες προθεσμιακές καταθέσεις. Monte Carlo method Μέθοδος Monte Carlo. Μια ανάλυση της ευαισθησίας των επιπτώσεων που έχει η χρησιμοποίηση τυχαίων συνδυασμών κατανομής πιθανοτήτων για δύο ή περισσότερους παράγοντες που επηρεάζουν τις επιχειρηματικές αποφάσεις. Mortage Υποθήκη. Η δέσμευση ενός συγκεκριμένου περιουσιακού στοιχείου ως ασφάλεια ενός δανείου. Mortage - backed security
Χρεόγραφο του οποίου η εξόφληση διασφαλίζεται με στεγαστικά δάνεια που φέρουν υποθήκες. Είναι χρεόγραφο που καλύπτεται από το ενεργητικό του ισολογισμού μιάς τράπεζας. Mortage bond Ομολογία η οποία διασφαλίζεται με υποθήκη επί της ακινήτου περιουσίας, επί του εξοπλισμού ή επί κάθε άλλου περιουσιακού στοιχείου της εκδότριας εταιρίας ή εξασφαλίζεται από ενυπόθηκα δάνεια που εξυπηρετεί η εκδότρια τράπεζα (συνήθως τράπεζα που ειδικεύεται στην στεγαστική πίστη). Moyen Επενδυτική τακτική, σύμφωνα με την οποία ο επενδυτής διαθέτει ένα σταθερό ποσό κατά περιόδους για ν αγοράσει κάποια συγκεκριμένη μετοχή ή κάποιες μετοχές ενός συγκεκριμένου χαρτοφυλακίου, η αξία του οποίου παρουσιάζει σταδιακή πτώση. Ο επενδυτής εφα;ρμόζει την τεχνική αυτή όταν αποδίδει την πτώση της τιμής της μετοχής (ή του χαρτοφυλακίου) σε εξωγενείς βραχυπρόθεσμης διάρκειας παράγοντες και όταν πιστεύει ότι η πραγματική τιμή της μετοχής αργά ή γρήγορα θα ανακάμψει στα κανονικά της επίπεδα. Μέσω της μεθόδου αυτής ο επενδυτής καταφέρνει αφενός να μειώσει το μέσο κόστος κτήσης (αγοράς) ανά μετοχή, αφετέρου δε να επιτύχει μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση στην απόδοσή του, στην περίπτωση που επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις του. MTS Ηλεκτρονικό σύστημα εκκαθάρισης και διακανονισμού πράξεων της αγοράς τίτλων του Ιταλικού Δημοσίου, το οποίο τελεί υπό την εποπτεία της Κεντρικής Τράπεζας. Multicurrency clause Πολυνομισματική ρήτρα. Η ρήτρα αυτή στα Ευρωδάνεια επιτρέπει στον δανειζόμενο να μεταπηδά από το ένα νόμισμα στο άλλο σε διαδοχικές ημερομηνίες. Multileg swap Μία χρηματοοικονομική ανταλλαγή σύμφωνα μετην οποία στη θέση του ενός μέρους, ενώνεται ένας αριθμός συμβαλλομένων των οποίων η θέση τίθεται συνολικά στην σύμβαση. Η δομή του περιέχει συνήθως ένα πακέτο αμφίπλευρων συμβολαίων μεταξύ κάθε μεμονωμένου συμβαλλομένου και μιας ενδιάμεσης τράπεζας τα οποία ανταλλάσονται αυτόματα. Συνώνυμο του Coctail swap. Μultiple option facility Μία διευκόλυνση πολλαπλών δυνατοτήτων που παρέχεται από ένα όμιλο τραπεζών σε μία επιχείρηση προκειμένου να χρηματοδοτηθεί αυτή με διάφορους τρόπους πχ τραπεζικό δανεισμό, έκδοση ομολογιακού δανείου, εμπορικών χρεογράφων αποδεκτών από τις τράπεζες κλπ Μultiple price auction Μέθοδος δημοπρασίας κρατικών χρεογράφων με ανταγωνιστικές προσφορές. Συνώνυμο με το Competitive auction. Βασικό χαρακτηριστικό της είναι ότι καθε φορέας αγοράζει στην τιμή που αυτός προσφέρει, εφόσον η προσφορά του είναι επιτυχής. Η διαδικασία είναι η εξής : To Δημόσιο ανακοινώνει το ποσό του ομολογιακού δανείου κατά κατηγορία τίτλων Οι υποψήφιοι αγοραστές προσφέρουν συγκεκριμένη τιμή, για συγκεκριμένο ποσό που είναι διατεθειμένοι ν αγοράσουν Οι προσφορές κατατάσσονται κατά φθίνουσα τάξη μεγέθους Οι τίτλοι κατανέμονται στους συμμετέχοντες πλειοδότες κατά προτεραιότητα Προηγούνται οι προσφορές με την υψηλότερη τιμή μέχρι να καλυφθεί το ποσό του δανείου Η τελευταία προσφορά που ικανοποιείται είναι στην χαμηλότερη τιμή μέχρι να συμπληρωθεί το δάνειο. Municipal bonds
Δημοτικά ομόλογα, μακροπρόθεσμης διάρκειας, ο εκδότης των οποίων είναι κάποιος φορέας της τοπικής αυτοδιοίκησης. Municipal notes Βραχυπρόθεσμα γραμμάτια που εκδίδονται από τις δημοτικές αρχές εν αναμονή μελλοντικών εσόδων από τη φορολογία, από την πώληση ομολογιών ή από άλλες πηγές. Mutual fund Αμοιβαίο Κεφάλαιο.Η επιχειρηματική μορφή που παίρνει μια συλλογική επένδυση που δημιουργεί χαρτοφυλάκιο και επενδύει εξ αδιαιρέτου για λογαριασμό των ιδιοκτητών του. Σαν χρηματοοικονομικός θεσμός με τη σημερινή του μορφή αναπτύχθηκε στα μέσα του προηγούμενου αιώνα στην μεγάλη κεφαλαιαγορά του City του Λονδίνου. Ανάλογα με το είδος των επενδύσεων που διατηρούν στο χαρτοφυλάκιό τους, την γεωγραφική περιοχή που δραστηριοποιούνται και τον σκοπό της ίδρυσής τους διακρίνονται σε κατηγορίες, για τις οποίες χρησιμοποιείται η παρακάτω ορολογία : Money market funds : Tα αμοιβαία κεφάλαια αυτά επενδύουν μόνο σε προϊόντα της αγοράς χρήματος, με χαρακτηριστικα την ανυπαρξία κινδύνου σε με τις αποδόσεις που επικρατούν σ αυτή την αγορά. Fixed income funds : Αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν κυρίως σε χρεόγραφα σταθερής απόδοσης όπως κρατικά ομόλογα, εταιρικές ομολογίες,τίτλους κλπ μακροχρόνιου χαρακτήρα με ελάχιστο επενδυτικό κίνδυνο. Share/Stock funds : Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τα αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν κυρίως σε μετοχές και των οποίων η απόδοση όπως και ο κίνδυνος εξαρτάται αποκλειστικά από τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου τους. Balanced funds : Σ αυτή την κατηγορία των αμοιβαίων κεφαλαίων υπάρχει μία αναλογική κατανομή των επενδύσεων σε μετοχές και άλλα είδη χρηματοοικονομικών επενδύσεων όπως ομόλογα,καταθέσεις,λοιπά χρεόγραφα κλπ, ανάλογα με τον κανονισμό ίδρυσής τους και χαρακτηρίζονται συνήθως ως μικτού τύπου. Growth funds : Αναπτυξιακά αμοιβαία κεφάλαια, όπου το ενεργητικό τους επενδύεται κυρίως σε μετοχές, με τη δυνατότητα μεγάλων αποδόσεων και εξίσου υψηλό ποσοστό κινδύνου. Blue chip funds : Είναι η κατηγορία των αμοιβαίων κεφαλαίων, όπου το ενεργητικό τους επενδύεται σε μετοχές επιλεγμένων εταιριών. Bond funds : Χαρακτηρίζονται όσα αμοιβαία κεφάλαια επενδύουν αποκλειστικά σε ομολογίες. Special purpose funds : Είναι ειδικά αμοιβαία κεφάλαια, των οποίων οι επενδύσεις προσανατολίζονται σε ειδικούς σκοπούς, όπως πχ τα Green funds τα οποία επενδύουν σε επιχειρήσεις που τα προϊόντα τους αποσκοπούν στην προστασία του περιβάλλοντος. Ethics funds : Αμοιβαία κεφάλαια που αποφεύγουν να επενδύουν σε εταιρίες καπνού,ποτών, πολεμικής βιομηχανίας κλπ. Indexed funds : Χαρακτηρίζονται τα αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν αποκλειστικά στις επιχειρήσεις που απαρτίζουν το δείκτη ενός χρηματιστηρίου, με συνέπεια η απόδοσή τους να συμβαδίζει με εκείνη του δείκτη. Umbrella funds : Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται τα αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν σε μερίδια άλλων αμοιβαίων κεφαλαίων. Country funds : Ονομάζονται τα αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν σε χρεόγραφα μιάς συγκεκεριμένης χώρας. Region funds : Ονομάζονται τα αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν σε χρεόγραφα στα πλαίσια μιας ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής, η οποία αποτελεί μία αυτοτελή αγορά πχ Ευρωπαική αγορά, αγορά ΝΑμερικής κλπ. Currency indexed funds : Χαρακτηρίζονται τα αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν αποκλειστικά σε προϊόντα της χρηματαγοράς ή της κεφαλαιαγοράς που είναι συνδεδεμένα με ένα συγκεκριμένο νόμισμα είτε απευθείας, είτε μέσω ρήτρας των χρεογράφων πάνω στο συγκεκριμένο νόμισμα. Κατά συνέπεια η απόδοσή τους συμβαδίζει με την ισοτιμία του νομίσματος στο οποίο γίνονται οι επενδύσεις με εκείνη του νομίσματος όπου καταβάλλονται τα συμμετέχοντα κεφάλαια. Property/Real estate funds : Είναι τα αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν οικόπεδα,κτίρια κλπ. μόνο σε ακίνητη περιουσία πχ