Άννα Ρούε Ένα μυστικό πλανιέται στον αέρα Εικόνες: Κλαούντια Καρλς
1 Το πρώτο που με ξύπνησε ήταν η περίεργη μυρωδιά. Παράξενη και έντονη, πλανιόταν παντού γύρω μου. Δεν έβγαινε μόνο από τα έπιπλα ή τη σκουρόχρωμη ξύλινη επένδυση του τοίχου. Ερχόταν από παντού. Το δεύτερο ήταν ο μικρός μου αδερφός, που με φώναζε από κάτω με όλη του τη δύναμη: «Λούτσι! Έεεελααα!». Κρύφτηκα αποφασιστικά κάτω από το πάπλωμα. Δεν ήμουν ακόμη έτοιμη να δω τι με περίμενε. Άλλωστε ήταν πολύ νωρίς για να σηκωθώ. Και ας κελαηδούσαν σαν τρελά τα πουλάκια έξω, και ας πλημμύριζε το δωμάτιο από φως. Αλλά γι αυτό το τελευταίο έφταιγε το γιαγιαδίστικο κουρτινάκι τύπου μπιστρό, που κάλυπτε μόνο το κάτω μέρος του παραθύρου. 13
Χτες που το πρωτοείδα, αποφάσισα να το ξεφορτωθώ αμέσως μόλις ξυπνήσω. Στο κάτω κάτω δεν ήμουν εκατόν είκοσι χρονών, όπως το πλεκτό κουρέλι που κρεμόταν στο κοντάρι. Μετά όμως σκέφτηκα πως κατάφερε να μείνει σ αυτό το κοντάρι περίπου εκατό χρόνια. Όσο άσχημο κι αν ήταν, ίσως άξιζε καλύτερη μεταχείριση. Άλλα κορίτσια στη θέση μου δε θα το φιλοσοφούσαν. Θα ζητούσαν κατευθείαν μια καινούρια κουρτίνα. Αλλά η μαμά μου με είχε μάθει να σέβομαι υποχρεωτικά τα παλιά πράγματα. Καμιά φορά έλεγε κάτι περίεργα, του τύπου «τα παλιά αντικείμενα είναι φύλακες ιστοριών». Και μπορεί να μην ενδιέφεραν κανέναν αυτές οι ιστορίες, τη μαμά όμως λίγο την ένοιαζε. Έβλεπε κάτι παλιό; Αυτόματα το θεωρούσε και πολύτιμο. Τελεία. Έτσι και το αμφισβητούσες, έμπαινες σε μπελάδες με τη μαμά. Και οι μπελάδες δεν ήταν ακριβώς το χόμπι μου. «Λούουουτσι! Πρωινό!» Ο Μπένο ήταν, όπως πάντα επίμονος. Αναστέναξα. Ο αδερφός μου έβλεπε τη μετακόμιση σαν μια μεγάλη περιπέτεια. Η παλιά βίλα, ο κήπος, τα παλιομοδίτικα αντικείμενα Όλα του φαίνονταν πολύ συναρπαστικά. Λογικό, ήταν μόλις πέντε χρονών. Κοίταξα μια τελευταία φορά τις ρωγμές στο ταβάνι και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Μόλις είχα ολοκληρώσει την πρώτη μου διανυκτέρευση στη Βίλα Εύα. 14
Και όπως φαινόταν, θα ακολουθούσαν πολλές ακόμα. Φόρεσα τζιν και ένα μπλουζάκι και κατέβηκα τη σκάλα. Τα ξύλινα σκαλιά έτριζαν σε κάθε βήμα, αναγγέλλοντας την άφιξή μου. Κάτω μύριζε το ίδιο περίεργα. Σαν να ανακατεύονταν πολλές μυρωδιές μαζί. Όχι δυσάρεστες, αλλά σίγουρα παράξενες. Αυτό το μείγμα με ακολουθούσε και ταυτόχρονα ερχόταν καταπάνω μου. Υπήρχε παντού, όπως όταν βρίσκεσαι σε έναν κλειστό χώρο, σε ένα ασανσέρ για παράδειγμα, και μπαίνει μέσα κάποιος που έχει ψεκαστεί με άρωμα και η μυρωδιά απλώνεται παντού και εγκλωβίζεται εκεί. Έλπιζα να μη με διαποτίσει και στο μέλλον μαρτυράει την άφιξή μου από μακριά, με ή χωρίς τη θέλησή μου. Ευτυχώς υπήρχαν και κάποιες γνώριμες μυρωδιές, όπως η μυρωδιά από το φρυγανισμένο ψωμί, το λιωμένο βούτυρο και τον καφέ, οπότε πέρασα στριμωχτά από τα κιβώτια της μετακόμισης και πήγα στην κουζίνα. Η οικογένειά μου καθόταν από ώρα στο τραπέζι. Ο Μπένο έγλειφε τη μαρμελάδα από το ψωμί του και κουνιόταν μπρος πίσω στην καρέκλα. «Η σκέτη μαρμελάδα δεν πιάνεται για πρωινό». Η φωνή του μπαμπά φανέρωνε ότι δεν ήταν η πρώτη φορά μέσα στη μέρα που το έλεγε αυτό. «Καλημέρα» είπα. «Καλημέρα, θησαυρέ μου!» Η μαμά ήπιε μια γουλιά από τον καφέ της και γύρισε σελίδα στην εφημερίδα της. Τίποτα δεν είχε αλλάξει λοιπόν. Άρπαξα μια φέτα ψω- 15
μί, την άλειψα κι εγώ με μια στρώση μαρμελάδας όσο πιο παχιά γινόταν και κάθισα δίπλα στον Μπένο. «Κοιμήθηκες καλά;» Η μαμά μού έριξε ένα από εκείνα τα βλέμματα που μπορούσαν να λιώσουν και παγόβουνο. Συνήθως τα κατάφερνε, αλλά όχι σήμερα. «Καλούτσικα» μουρμούρισα και δάγκωσα το ψωμί μου. Η δεξιά γωνία στο στόμα του μπαμπά ανασηκώθηκε. «Έτσι πάει, η πρώτη νύχτα είναι πάντα η πιο δύσκολη. Στο δωμάτιό μας κάνει ένα ρεύμα λες και βρίσκεσαι σε βουνοκορφή. Ο αυχένας μου είναι εντελώς πιασμένος». Έτριψε τον ώμο του με υπερβολή, ενώ στο πρόσωπό του σχηματίστηκε μια γκριμάτσα αυτολύπησης, λες και θα πέθαινε από στιγμή σε στιγμή. Αυτός ήταν ο μπαμπάς. Πάντα προσπαθούσε να σώσει την κατάσταση με κάποιο αστείο. Αλλά σήμερα όλες του οι προσπάθειες έπεφταν στο κενό. «Θα μπορούσαμε απλώς να είχαμε μείνει στο σπίτι μας. Ή έστω να μετακομίσουμε σε ένα κανονικό σπίτι. Που να έχει και ηλεκτρική θέρμανση ας πούμε» Η μαμά γέλασε σαν να μην πίστευε στα αυτιά της. «Τι είναι αυτά που λες; Η Βίλα Εύα είναι όνειρο! Θα έπρεπε να πανηγυρίζουμε που την πήραμε τόσο φτηνά. Οι φίλες σου θα σκάσουν απ τη ζήλια τους». «Εκτός και αν το εύθραυστο μουσείο μας προλάβει να καταρρεύσει και τις θάψει στα συντρίμμια του». Πήρα μια βαθιά ανάσα. «Αν μάθουν και για το μπάνιο, που περιμένεις μία ώρα για να ζεστάνει λίγο νερό ο θερμοσίφωνας σίγουρα θα ζηλέψουν». 16
«Λούτσι!» Η μαμά δίπλωσε την εφημερίδα της και με κοίταξε με μάτια που πετούσαν σπίθες. «Και παλιά έτσι έκαναν οι άνθρωποι για να έχουν ζεστό νερό και κανείς δεν έπαθε ποτέ τίποτα. Θα έπρεπε να χαίρεσαι που μένεις εδώ και όχι σε κάποια απρόσωπη πολυκατοικία. Η βίλα είναι παλιά και απερίγραπτα όμορφη. Ποιος άλλος έχει θερμοσίφωνα-αντίκα τη σήμερον ημέρα;» «Αυτό λέω κι εγώ! Κανένας!» Απέστρεψα το βλέμμα. Η μαμά μου εργαζόταν ως συντηρήτρια αρχαιοτήτων, δηλαδή εκθείαζε καθετί που ήταν κατασκονισμένο ή χαλασμένο. Έλαμπε από χαρά όταν έδινε στα παλιά αντικείμενα την αρχική τους αίγλη. Γι αυτό και συχνά τη φωνάζαμε «νοσοκόμα αρχαιοτήτων», πράγμα που δεν την ενοχλούσε καθόλου. Το πιο πολυφορεμένο ρούχο της ήταν η ρόμπα εργασίας της, λερωμένη με χρώματα και γύψο. Τη φορούσε και καθόταν, γονάτιζε ή ξάπλωνε πάνω σε σκαλωσιές μέσα σε εκκλησίες, έπιανε το πινέλο της και αποκαθιστούσε τοιχογραφίες που κανένας δε διέκρινε πια εκτός από την ίδια. Και μπορεί στη Βίλα Εύα να μην υπήρχαν τοιχογραφίες, υπήρχε όμως μπόλικη παμπάλαια σαβούρα, που χρειαζόταν επειγόντως τη βοήθειά της. Κοίταξα τον Μπένο, που είχε αρπάξει την ευκαιρία: η μαρμελάδα είχε εξαφανιστεί στο στόμα του και το ψωμί κάπου κάτω από το τραπέζι. Σηκώθηκε και πήγε να βρει τα λέγκο του. Έπνιξα ένα γελάκι για να μην τον μαρτυρήσω. «Δυστυχώς, τα Σάββατα ο φούρνος εδώ κλείνει το με- 17
σημέρι». Η μαμά ήπιε μια τελευταία γουλιά από τον καφέ της και με κοίταξε. «Χρειαζόμαστε επειγόντως ψωμί για αύριο. Ξέρω, μόλις ξύπνησες, αλλά έχουμε τόσες δουλειές να» «Ναι, ναι, πάω. Κανένα πρόβλημα». Εδώ και έναν χρόνο η σαββατιάτικη επίσκεψη στον φούρνο ανήκε στα καθήκοντά μου. «Ευχαριστώ, αγάπη μου» είπε η μαμά με γλυκιά φωνή. «Ο φούρνος είναι ευθεία κάτω απ το σπίτι, λίγο πριν τη διασταύρωση». «Οκέι». Έβαλα γρήγορα το πιάτο μου στον νεροχύτη. Βασικά χαιρόμουν που είχα λόγο να ξεπορτίσω. Έπλυνα τα δόντια μου και προς στιγμήν αναρωτήθηκα ποιος ήταν ο πιο γρήγορος τρόπος να τιθασεύσω τα μαλλιά μου σε ένα χτένισμα. Αλλά ούτε και σήμερα βρήκα πολλές λύσεις για τα καστανόξανθα πράσα μου. Τελικά τα έπιασα κοτσίδα πρώτον δεν είναι χτένισμα που πολυτραβάει την προσοχή και δεύτερον φτιάχνεται γρήγορα. Μπήκα στο χολ, πήρα τα λεφτά που είχε αφήσει η μαμά, φόρεσα τα αθλητικά μου, πέταξα ένα «Τα λέμε» και έκλεισα πίσω μου την πόρτα. Πήδηξα τα τέσσερα σκαλιά της βεράντας μας και κατέβηκα την οδό Λαβέντελβεγκ για να πάω στον φούρνο. Οι φράκτες των κήπων δεξιά κι αριστερά μού έφταναν μόνο μέχρι το γόνατο και, ως παιδί της πόλης, το βρήκα ασυνήθιστο. Ο φούρνος δεν ήταν μακριά. Αναγνώρισα από μακριά την ταμπέλα με το ζωγραφισμένο κρουασάν. Όταν έφτα- 18
σα στο τέλος του δρόμου, άνοιξα την πόρτα και προς στιγμή τρόμαξα με το καμπανάκι που κουδούνισε πάνω απ το κεφάλι μου. Ο χώρος είχε παλιομοδίτικη διακόσμηση, ήταν στενός και οι άνθρωποι συνωστίζονταν. Κλασικό συνοικιακό μαγαζάκι! Συμπάθησα αμέσως τον καινούριο μας φούρναρη και στήθηκα στην ουρά. Οι μυρωδιές από ζεστά ψωμάκια βανίλια και κανέλα ήταν υπέροχες. Μπροστά μου στέκονταν δύο αγόρια. Το ένα γύρισε προς το μέρος μου. Με περνούσε σχεδόν ένα κεφάλι και τουλάχιστον δύο τάξεις στο σχολείο. Πριν προλάβω να στρέψω το βλέμμα αλλού, εκείνο ανασήκωσε το φρύδι. Αμέσως ένιωσα τη θερμοκρασία μου ν ανεβαίνει. Ύστερα μου χαμογέλασε κιόλας. Προσευχόμουν να μη γίνω πάλι κατακόκκινη! Το έκανα με μεγάλη επιτυχία κάθε φορά που ένιωθα άβολα. «Γεια» είπε. «Είσαι καινούρια εδώ;» Τσακ! Το σώμα μου άρχισε αμέσως να μεταμορφώνεται σε σπίρτο. Άκαμπτο σαν μπαστούνι και στην κορυφή το κόκκινο κεφάλι. «Εμ μετακομίσαμε χτες στη Βίλα Εύα» είπα μόνο και μόνο για να πω κάτι. «Εκείνο το παλιό σπίτι με» «Μιλάς σοβαρά; Μένεις στη Βίλα Εύα;» Άνοιξε διάπλατα τα μάτια του και σκούντησε το καστανό αγόρι δίπλα του. Το χαμόγελό του έγινε πλατύτερο. «Τι έχεις να πεις, Ματς; Μένει δίπλα μας. Στην αγαπημένη σου στοιχειωμένη βίλα!» Στοιχειωμένη βίλα; Καλά αρχίσαμε. Είμαι εδώ λιγότερο 19
από μία μέρα και ήδη ο κόσμος γελάει μαζί μου που μένω στη Βίλα Εύα. Πήρα μια βαθιά ανάσα και έσφιξα τα χείλη. Ο Ματς, το αγόρι με τις καστανές μπούκλες, έκανε έναν εκνευρισμένο μορφασμό. «Βούλωσ το, Λέον!» Ο ξανθός γέλασε και του έριξε ένα φιλικό χτύπημα στον ώμο. «Μην τον ακούς» είπε και στράφηκε πάλι προς το μέρος μου. «Ο αδερφός μου έχει μανία με τη Βίλα Εύα. Τώρα θα έρχεται επίσκεψη κάθε μέρα για να του κάνεις ξενάγηση». Έσκυψε φευγαλέα προς το μέρος μου και ψιθύρισε: «Θέλει να ανακαλύψει το μεγάλο μυστικό». «Τι σπαστικός που είσαι!» Ήταν σειρά του Ματς να κοκκινίσει. Μάλλον από θυμό όμως, παρά από αμηχανία. Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, μου έριξε ένα αδιευκρίνιστο βλέμμα. Έπειτα στράφηκε στη γυναίκα στο ταμείο. «Εμ γεια. Θέλω έξι ψωμάκια, ένα κρουασάν και μία φραντζόλα». Ο Λέον συνέχισε να μου χαμογελάει. «Μήπως έχεις και όνομα, κορίτσι από τη Βίλα Εύα;» «Ναι, έχω όνομα» απάντησα και σήκωσα το πιγούνι μου προς τα πάνω, γιατί ένιωθα άβολα με όλα αυτά. Εκείνη τη στιγμή ο Ματς πλήρωσε και έβαλε στο χέρι του Λέον μία από τις σακούλες. Έκανε ένα φευγαλέο νεύμα προς το μέρος μου και βγήκε βιαστικά απ το μαγαζί μαζί με τον αδερφό του. Παρήγγειλα γρήγορα ένα ψωμί και τέσσερα κρουασάν, παριστάνοντας πως δεν άκουσα τη φωνή του Λέον, που φώναξε «Γεια χαρά, κυρία Ναι, έχω όνομα!». 20
Στην επιστροφή περπάτησα με διπλάσια ταχύτητα. Έφτασα μπροστά στο σπίτι μας και κοντοστάθηκα. Τι να εννοούσε ο Λέον όταν είπε ότι ο αδερφός του έχει μανία με τη Βίλα Εύα; Τι αγόρι είναι αυτό που παθιάζεται με ένα παλιό σπίτι; Και γιατί το είπε «στοιχειωμένο»; Άνοιξα αργά την πόρτα του κήπου και κοίταξα ψηλά τους τοίχους του σπιτιού. Εξωτερικά η βίλα έμοιαζε με μικρό παλατάκι, που το βούτηξαν στο γλάσο και μετά το στόλισαν τουλάχιστον αν την έβλεπες από μακριά με μισόκλειστα μάτια. Χτες που φτάσαμε, η μαμά μουρμούριζε συνέχεια «μαγικό» και έδειχνε τα κάγκελα με τα περίτεχνα σχέδια, τα ατελείωτα πηχάκια στα παράθυρα και τα πολύχρωμα τζάμια. Όταν όμως πλησίαζες, γινόταν φανερό: το σπίτι ήταν ένα βήμα πριν την κατάρρευση. Η πρόσοψη είχε φθαρεί στις γωνίες, τα παράθυρα δεν έκλειναν καλά, το λούστρο ξεφλούδιζε, υπήρχαν παράξενες μυρωδιές και παντού στους τοίχους και στα τζάμια σκαρφάλωνε άγριος κισσός. Το χειρότερο όμως ήταν η τοποθεσία της βίλας. Έξι ολόκληρες ώρες για να φτάσουμε στην ονειρεμένη κωμόπολη στη μέση του πουθενά, λίγο πριν τα ολλανδικά σύνορα. Σκυλοβαρεθήκαμε στο αυτοκίνητο. Όταν είσαι πέντε, μπορεί και να σου αρέσουν οι μετακομίσεις, αλλά στα δεκατρία σου σίγουρα όχι! Πλησίασα αργά στη βεράντα μπροστά από την είσοδο. Μακάρι να μη μάλωνε ποτέ ο μπαμπάς με τον διευθυντή του σχολείου του. Έτσι δε θα έψαχνε αλλού για θέση καθηγητή μουσικής, ούτε θα πρότεινε να μετακο- 21
μίσουμε και τώρα δε θα βρισκόμουν εγκλωβισμένη στην οδό Λαβέντελβεγκ 33 της Υπνούπολης. Ως συνήθως, άρχισα να φαντάζομαι πως είχα μυστικές υπερδυνάμεις και μπορούσα να αλλάξω τα πάντα. Και υπήρχαν μπόλικα που θα άλλαζα. Πρώτα απ όλα θα σταματούσα να κοκκινίζω τόσο εύκολα, ή να χάνω τα λόγια μου κάθε φορά που μου μιλάει κάποιος και έτσι δε θα χρειαζόταν να ντρέπομαι για τίποτα. Και πάνω απ όλα: θα έκανα τα μαγικά μου για να γυρίσω στο παλιό μας σπίτι. Δυστυχώς, όμως, δεν ήξερα να κάνω μαγικά και από υπερδυνάμεις δε διέθετα ούτε μία. Αποδώ και πέρα η ζωή μου θα γινόταν βαρετή και από πάνω θα ήμουν και ολομόναχη. Σκέφτηκα πως σύντομα θα πήγαινα στο ίδιο σχολείο όπου διδάσκει ο μπαμπάς και ανατρίχιασα. Πόσο πιο ρεζίλι μπορούσα να γίνω; Παραμέρισα τη σκέψη γρήγορα. Ήταν ακόμη καλοκαίρι, άρα και περίοδος χάριτος για μένα. Φτάνει να μην ξανασυναντούσα τον Λέον. Πήρα στα χέρια μου το κινητό: ούτε σήμερα είχα σήμα. Οπότε δε γινόταν να στείλω φωτογραφίες του σπιτιού στη Μόνα, την κολλητή μου να το δει και να μου πει μια κουβέντα συμπαράστασης. Αναστέναξα. Η Μόνα έμενε στο Βερολίνο, εκατό χιλιόμετρα αποδώ. Αν βρισκόταν πιο κοντά, θα ήταν καλύτερα τα πράγματα. Τι θα έκανα χωρίς αυτήν; Μήπως να την έπαιρνα τηλέφωνο; Αλλά θα κοιμόταν τώρα. Αν δεν είχε σχολείο ή άλλο λόγο να ξυπνήσει νωρίς, απλά δεν το έκανε. Εξάλλου βρισκόταν 22
στην Ιταλία με τους γονείς της, όπως κάθε καλοκαίρι. Παρηγορήθηκα στη σκέψη αυτή και έκρυψα το κινητό μου. Προσπάθησα να διώξω τις αρνητικές σκέψεις και κοίταξα τον Μπένο, που κλοτσούσε την μπάλα πέρα δώθε στον κήπο. Ακούμπησα τη σακούλα με το ψωμί δίπλα στην πόρτα, έκατσα στα σκαλιά της βεράντας μας και έμεινα να τον χαζεύω. Μια σμάλτινη πινακίδα πάνω από το κεφάλι μου κουνήθηκε από τον αέρα. Τα γράμματα είχαν ξεφτίσει και διαβάζονταν με δυσκολία. Τα μάτια είναι το κλειδί για την ψυχή, αλλά η μύτη είναι η πύλη, διάβασα με κόπο. Μύτη; Λες να αναφερόταν στις παράξενες μυρωδιές του σπιτιού; Ένα περίεργο συναίσθημα απλώθηκε στο στομάχι μου. Ξαφνικά αναρωτήθηκα αν όντως τα έβρισκα παράξενα όλα αυτά, ή μήπως λίγο τρομακτικά. Πού στο καλό είχαμε έρθει; 23
Μέσα στην παλιά βίλα υπάρχει μια παράξενη μυρωδιά μυρίζει σαν χίλια πράγματα ταυτόχρονα. Αυτό είναι το πρώτο που παρατηρεί η Λούτσι όταν φτάνει στο νέο της σπίτι. Αλλά οι μυρωδιές δεν οδηγούν πουθενά και το κλειδί που βρίσκει κάτω από τις ξύλινες σανίδες δεν ταιριάζει σε καμιά κλειδαριά. Άραγε υπάρχει κάποιο κρυφό δωμάτιο στη βίλα; Μαζί με τον μικρό της αδερφό, Μπένο, και το γειτονόπουλο, Ματς, η Λούτσι αρχίζει την εξερεύνηση. Και όταν καταφέρνουν να μπουν στο μυστικό κομμάτι της βίλας, τα παιδιά δεν πιστεύουν στα μάτια τους. Στο δωμάτιο υπάρχουν ράφια που φτάνουν ως το ταβάνι, φορτωμένα με αμέτρητα μπουκαλάκια αρωμάτων, το ένα δίπλα στο άλλο. Κάποια λαμπυρίζουν, κάποια άλλα βγάζουν φυσαλίδες και όλα κρύβουν εκπλήξεις, αλλά και κινδύνους. Ειδικά ένα συγκεκριμένο μπουκαλάκι θα ήταν καλύτερο να έμενε για πάντα κλειστό ISBN:978-618-03-1737-4 από 9 ετών ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. MHX/ΣΗΣ 81737