Κεφάλαιο 7: Ο κ. Ricardo και οι Κλασσικοί, Μ. Ζουμπουλάκης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Σχετικά έγγραφα
Η Κλασσική Πολιτική Οικονομία ( ) Ιστορία Οικονομικών Θεωριών 2

Εξειδικευμένοι Συντελεστές Παραγωγής και Διανομή του Εισοδήματος. Το Υπόδειγμα των Jones και Samuelson

Η Θεωρία του Διεθνούς Εμπορίου

3. ΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ: ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ HECKSCHER-OHLIN

Κεφάλαιο 3. Παραγωγικότητα της εργασίας και συγκριτικό πλεονέκτημα: Το Ρικαρδιανό υπόδειγμα

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας Τμήμα: Μάρκετινγκ και Διοίκηση Λειτουργιών

Εξετάσεις Θεωρίας και Πολιτικής Διεθνούς Εμπορίου Σεπτέμβριος Όνομα: Επώνυμο: Επιθυμώ να μην περάσω το μάθημα εάν η βαθμολογία μου είναι του

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

Το Πρότυπο Υπόδειγμα του Διεθνούς Εμπορίου 5-1

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ

Κεφάλαιο 5. Tο πρότυπο υπόδειγμα του διεθνούς εμπορίου

Αλληλεξάρτηση και τα Οφέλη του Εμπορίου

Κεφάλαιο 5 Πόροι και διεθνές εμπόριο: Το υπόδειγμα Heckscher- Ohlin

Κεφάλαιο 6 Το πρότυπο υπόδειγμα του εμπορίου

Η άσκηση αναπαράγεται ταυτόχρονα στον πίνακα ανάλογα με όσο έχουν γράψει και αναφέρουν οι φοιτητές.

ιδιότητες των αναγκών


Εξετάσεις Θεωρίας και Πολιτικής Διεθνούς Εμπορίου Ιούλιος Όνομα: Επώνυμο: Επιθυμώ να μην περάσω το μάθημα εάν η βαθμολογία μου είναι του

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΤΩΝ ΑΝΟΙΧΤΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΩΝ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Επανάληψη ΕΣΔΔΑ με ασκήσεις πολλαπλής επιλογής 1. Στην Οικονομική επιστήμη ως οικονομικό πρόβλημα χαρακτηρίζουμε:

Τα Οφέλη του Διεθνούς Εμπορίου και οι Επιπτώσεις ενός Εισαγωγικού Δασμού

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «OIKONOMIKH»

Πόροι και Διεθνές Εμπόριο. Το Υπόδειγμα των Heckscher Ohlin

Α.Ο.Θ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΝΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΗ ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΖΗΤΗΣΗ

Πολιτική Οικονομία Ενότητα

Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ 23/10/2012 ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ. Οικονομική ανάπτυξη και προστασία του περιβάλλοντος

Ο ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ TΩN ΤΙΜΩΝ

ΤΕΣΤ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ (TEL)

Ημερομηνία: Σεπτέμβριος 8, 2016

Τίτλος Μαθήματος. Ενότητα 2η: Επισκόπηση Ι. Δημήτριος Σκούρας Σχολή Διοίκησης Επιχειρήσεων Τμήμα Οικονομικών Επιστημών

ΤΕΙ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΩΝ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΔΙΔΑΣΚΟΥΣΑ: ΑΡΙΣΤΕΑ ΓΚΑΓΚΑ, Ι ΑΚΤΩΡ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

Πόροι και Διεθνές Εμπόριο. Το Υπόδειγμα των Heckscher Ohlin

Philip McCann Αστική και περιφερειακή οικονομική. 2 η έκδοση. Chapter 1

ΕΡΩΤΗΜΑ 1: ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ?

Θέσεις - τριμηνιαία επιθεώρηση Η θέση της «κυκλοφορίας» στην αναπαραγωγή του οικονομικού συστήματος... Γιώργος Σταμάτης

ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΕΩΠΟΝΙΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ. Αγροτική Πολιτική 8 ου Εξαμήνου ΤΜΗΜΑ ΑΓΡΟΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ & ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Εισαγωγή. Αποτελεσματικότητα κατά Pareto. 1. ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ (επεξεργασία σημειώσεων Β. Ράπανου)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο Σ/Λ & Πολλαπλής Επιλογής Αντικείμενο μελέτης της μακροοικονομίας είναι (μεταξύ άλλων) η:

Κεφάλαιο 4 Ειδικοί συντελεστές παραγωγής και διανομή εισοδήματος

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Ο Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

[Υπόδειξη: Τα αγαθά που χάνουν την υλική τους υπόσταση και τις ιδιότητες τους μετά την πρώτη χρήση τους ονομάζονται καταναλωτά.]

ΔΕΙΓΜΑ ΠΡΙΝ ΤΙΣ ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ

Διεθνές εµπόριο-1 P 1 P 2

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ

Το Πρότυπο Ανταγωνιστικό Υπόδειγμα του Διεθνούς Εμπορίου με Συναρτήσεις Παραγωγής και Χρησιμότητας Cobb Douglas. Καθ. Γιώργος Αλογοσκούφης

πως θα θα παραχθούν αυτά τα προϊόντα αυτό εξαρτάται από την τεχνολογία που έχει στη διάθεσή της μια κοινωνία

Α) ΒΑΣΙΚΕΣ ΤΑΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΙΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

1. Η αναδιανομή του εισοδήματος δεν είναι μία από τις βασικές οικονομικές λειτουργίες του κράτους.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ

Πρώτη ενότητα: «Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ»

Το Υπόδειγμα του Ricardo. Παραγωγικότητα της Εργασίας και Συγκριτικό Πλεονέκτημα

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ. 2. Τι περιλαμβάνει ο στενός και τι ο ευρύτερος δημόσιος τομέας και με βάση ποια λογική γίνεται ο διαχωρισμός μεταξύ τους;

1. Σκοπός της οικονομικής ανάπτυξης είναι η αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων.

Διάλεξη 10. Αρχές φορολογίας. 1 Ράπανος - Καπλάνογλου 2018/19

Οικονοµία. Βασικές έννοιες και ορισµοί. Η οικονοµική επιστήµη εξετάζει τη συµπεριφορά

Διάλεξη 13. Φορολογία και διανομή του εισοδήματος

1. ΑΝΟΙΚΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τµήµα Οικονοµικών Επιστηµών Ακαδηµαϊκό έτος (διαβάζουμε κεφ. 4 από Μ. Χλέτσο και σημειώσεις στο eclass)

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2015

ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΑ ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

13/1/2010. Οικονομική της Τεχνολογίας. Ερωτήματα προς συζήτηση ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Made in Greece: τι σημαίνει το Ελληνικό προϊόν για τους καταναλωτές και την εθνική οικονομία. Γεώργιος Μπάλτας Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Dani Rodrik, Economics Rules why economics works, when it fails, and how to tell the difference, Oxford University Press, U.K.

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2012

Εισαγωγή στην Πολιτική Οικονομία

Μακροοικονομική Κεφάλαιο 4 Κατανάλωση, αποταμίευση και επένδυση. 4.1 Κατανάλωση και αποταμίευση

ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ ΕΛΑΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ: ΘΕΩΡΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΜΟΡΦΕΣ ΑΓΟΡΑΣ. 1. Τι πρέπει να κατανοήσει ο μαθητής

Απόδειξη: Ξεκινώντας από την (3), οποιαδήποτε αλλαγή της κατανοµής θα ζηµιώσει τον Β. Άρα η (3) είναι κατά Pareto αποτελεσµατική. Ξεκινώντας από την (

Μικροοικονομική. Ελαστικότητες

Οικονομικό Πρόβλημα &

Ο ΤΟΠΟΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΩΝ ΕΤΟΥΣ Σάββατο Proslipsis.gr ΚΛΑ ΟΣ ΠΕ 18 ΠΤΥΧΙΟΥΧΩΝ ΛΟΙΠΩΝ ΤΜΗΜΑΤΩΝ ΤΕΙ

Τα μέσα της εμπορικής πολιτικής

«Τα Βήματα του Εστερναχ»

3.2 Η εμπειρική προσέγγιση της προσφοράς εργασίας - Η επίδραση της ζήτησης επί της προσφοράς εργασίας

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

ΜΟΝΟΠΩΛΙΑΚΟΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

ΤΟ ΙΣΟΖΥΓΙΟ ΠΛΗΡΩΜΩΝ

ΑΡΧΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ ΙΙ (ΕΠΑ.Λ.) ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑ 7,8,9,10

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2009 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ ΕΝΤΕΚΑ (11) ΣΕΛΙΔΕΣ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

ΘΕΜΑΤΑ ΤΕΛΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ

Ιστορία Οικονομικών Θεωριών. Η οικονομική σκέψη του 20 ου αιώνα

ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΕΞΟΔΟΙ ΤΩΝ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΔΥΤΙΚΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ

Βιομηχανική Επανάσταση. 6η διάλεξη

Κεφάλαιο 1. Εισαγωγή στη µακροοικονοµική

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΛΥΣΕΙΣ ΕΝΤΕΚΑ (11) ΣΕΛΙΔΕΣ

Η Βιομηχανική Επανάσταση δεν ήταν ένα επεισόδιο με αρχή και τέλος ακόμη βρίσκεται σε εξέλιξη.

Μακροοικονομική. Η ζήτηση χρήματος

Σύντομος πίνακας περιεχομένων

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ (Μακροοικονομική) Mankiw Gregory N., Taylor Mark P. ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΖΙΟΛΑ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35 ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ

Transcript:

Κεφάλαιο 7: Ο κ. Ricardo και οι Κλασσικοί, Μ. Ζουμπουλάκης, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας mzoub@uth.gr Πολλοί θεωρούν ότι ο David Ricardo είναι ο πρώτος θεωρητικός οικονομολόγος, επειδή εγκαινιάζει την καθαρή από ηθικές διαστάσεις επιστημονική ανάλυση των οικονομικών φαινομένων. Ωστόσο, μαζί με τους Κλασσικούς της Πολιτικής Οικονομίας, που δρουν την περίοδο 1776-1874, μοιράζεται κοινές φιλοσοφικές αρχές όπως: α) Η εργασία αποτελεί την κύρια πηγή του πλούτου, β) η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αλλά και του παραγόμενου με αυτά πλούτου είναι προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη, γ) οι κοινωνίες αποτελούνται από τρεις κοινωνικές τάξεις -Εργάτες, Κεφαλαιούχοι και Γαιοκτήμονες- όπου η κάθε μια εκπροσωπεί έναν βασικό παραγωγικό συντελεστή, δ) ο Πολιτικός Φιλελευθερισμός είναι η αρχή διακυβέρνησης των κοινωνιών. Ο Ricardo, όπως και οι περισσότεροι (όχι όλοι) Κλασικοί, υιοθετεί και ορισμένες βασικές οικονομικές αρχές. Συνοπτικά, πιστεύει: α) στην αντικειμενική ερμηνεία της αξίας, β) στη μακροχρόνια μεγέθυνση, γ) στο νόμο φθίνουσας απόδοσης του εδάφους, δ) στο νόμο αύξησης του πληθυσμού και ε) στον ουδέτερο ρόλο του χρήματος που στηρίζει την ποσοτική θεωρία του χρήματος αλλά και στο «νόμο των αγορών». Τέλος, στ) με σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους, οι Κλασικοί πιστεύουν στην αρχή του ελεύθερου ανταγωνισμού, ως κανόνα άσκησης της οικονομικής πολιτικής. 7.1 Η Βρετανική οικονομία στα 1800 Στην πρώτη δεκαετία του 19 ου αι η Βρετανία είναι το μοναδικό μέρος στον κόσμο στο οποίο έχει συντελεστεί η αλλαγή του τρόπου παραγωγής που εσφαλμένα ονομάζουμε «βιομηχανική επανάσταση». Από τα μέσα του 18 ου οι τομείς της εριουργίας, της κλωστοϋφαντουργίας και της σιδηρουργίας έχουν σε μεγάλο βαθμό εκμηχανιστεί εκτινάσσοντας την παραγωγικότητα της εργασίας. Ταυτόχρονα, έχουν ολοκληρωθεί οι επαναστατικές αλλαγές στη γεωργία μετά από έναν αιώνα περιφράξεων, εκχερσώσεων, αρδεύσεων, εισαγωγής νέων καλλιεργειών, νέων αγροτεχνικών και γεωργικών μηχανών με αποτέλεσμα την παραγωγή ενός τροφικού πλεονάσματος που στηρίζει την αύξηση του πληθυσμού σε 8 εκ. κατοίκους, από 5,2 που ήταν 100 χρόνια πριν. Η Βρετανία βρίσκεται σε πόλεμο με τη Γαλλία του Ναπολέοντα από το 1793 και ο ναυτικός αποκλεισμός των βρετανικών λιμένων αφενός εξαθλιώνει το νέο εργατικό δυναμικό και αφετέρου ισχυροποιεί την ήδη πλεονεκτική θέση των γαιοκτημόνων αφού τα αγροτικά προϊόντα σπανίζουν, με αποτέλεσμα να ανεβαίνουν οι τιμές αλλά και τα κέρδη τους, προστατευμένα από το Νόμο (Corn Laws). Το σύστημα του Speenhamland (1795), αντί να προστατεύσει την αγοραστική δύναμη των μισθών, λειτουργεί ως αντικίνητρο εγκλωβίζοντας τους εργαζόμενους στη μιζέρια του μισθού επιβίωσης. Γρήγορα αντιδρούν μαζικά αλλά σπασμωδικά και χωρίς αποτέλεσμα (κίνημα Λουδιτών 1811-1813). Από την άλλη, οι χρηματοπιστωτικοί θεσμοί έχουν εξελιχθεί, η Τράπεζα της Αγγλίας λειτουργεί από το 1694 και το Χρηματιστήριο Αξιών του Λονδίνου από το 1775 έχει ξεπεράσει εκείνο του Άμστερνταμ σε όγκο συναλλαγών. Σε μεγάλο βαθμό ο εγχρηματισμός της βρετανικής οικονομίας έχει ολοκληρωθεί και το πρόβλημα στα 1810 είναι η ανεπάρκεια της νομισματικής κυκλοφορίας που περιορίζεται από τον «κανόνα χρυσού». Σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο παρεμβαίνει ο Ricardo. 1

7.2 Η συνεισφορά του David Ricardo (1772-1823) Ο David ήταν το τρίτο από τα δεκαεπτά παιδιά μιας εύπορης εβραϊκής οικογένειας του Λονδίνου με καταγωγή από την Ισπανία και την Ολλανδία. Δεν κατάφερε ποτέ να ολοκληρώσει τις σπουδές του γιατί από 14 ετών δούλευε ως Χρηματιστής στην οικογενειακή εταιρεία. Πλούτισε πολύ γρήγορα, στα 23 του, αξιοποιώντας κάθε επενδυτική ευκαιρία, μέχρι και το Ναυτικό Αποκλεισμό πριν τη Μάχη του Βατερλό, αποκομίζοντας κέρδη ενός εκατομμυρίου λιρών! Έζησε κατόπιν ως εισοδηματίαςσυγγραφέας, και δέχτηκε να εκλεγεί ανεξάρτητος μεν, αλλά με τεράστια επιρροή, Βουλευτής από το 1819 ως το 1823. Μετά το θάνατο του ο «Οίκος των Αφων Ρικάρδου» θα αναλάβει μεταξύ άλλων- την εκπροσώπηση των δανειστών για τα διαβόητα Δάνεια της Ελληνικής Ανεξαρτησίας του 1824 και 1825. Άρχισε να ασχολείται με την Πολιτική Οικονομία στα 27 του, μόλις το 1799, μέσα από τη μελέτη του Πλούτου των Εθνών. Εμφανίζεται ως δοκιμιογράφος με τις πραγματείες The price of gold (1809), και The high price of bullion (1810), στις οποίες υπερασπίζεται τις αρχές του κανόνα χρυσού. Το δοκίμιο που θα τον κάνει ευρύτερα γνωστό είναι το An essay on the influence of a low price of corn on the profits (1815). Ευτυχώς για την Οικονομική Επιστήμη, άκουσε τις συμβουλές και νουθεσίες του στενού του φίλου James Mill και πείστηκε να συστηματοποιήσει και να βάλει στο χαρτί τις σκέψεις του δημοσιεύοντας το Principles of Political Economy and taxation (1817). Αυτό το ένα και μοναδικό βιβλίο του θα έχει τεράστια απήχηση, άλλες δύο βαθύτατα αναθεωρημένες εκδόσεις (κυρίως η 3 η και τελευταία) και θα επηρεάσει τον τρόπο σκέψης όλων των οικονομολόγων έκτοτε. Με δύο λόγια ο Ricardo κατασκεύασε το πρώτο οικονομικό υπόδειγμα παραγωγής και διανομής του εθνικού εισοδήματος μιας χώρας που παράγει σιτηρά, η αξία των οποίων αντιπροσωπεύει το συνολικό (εθνικό) κόστος παραγωγής. Χωρίς να τη διατυπώνει ρητά, εισήγαγε την επιστημονική μέθοδο στην οικονομική θεωρία στηριζόμενος στο διευρυμένο πρότυπο εξήγησης του Γαλιλαίου: παρατήρηση υποθέσεις λογική παραγωγή επιστημονικοί νόμοι. Ο Ricardo εισήγαγε το παραγωγικό-νομολογικό μοντέλο εξήγησης της Φυσικής στην οικονομική επιστήμη με μια σημαντική διαφορά, την τεχνική της αφαίρεσης, η οποία λειτουργεί όπως το πείραμα στις φυσικές επιστήμες: απομονώνει λογικά το γνωστικό αντικείμενο της Οικονομικής Επιστήμης (δηλ. τις οικονομικές δραστηριότητες των ανθρώπων), από τις επιδράσεις που προέρχονται από τον κοινωνικό περίγυρο. Αυτό επιτρέπει στους οικονομολόγους να αναλύουν καταρχήν τα οικονομικά φαινόμενα σαν να είναι αποτέλεσμα οικονομικών κινήτρων και μόνο. Με αφετηρία αυτήν την ορθολογική ανακατασκευή της οικονομικής πραγματικότητας οι οικονομολόγοι επιχειρούν μια μερική προσέγγιση των οικονομικών φαινομένων στηριζόμενοι σε ορισμένες θεμελιώδεις παραδοχές για την οικονομική συμπεριφορά καθώς και για τους φυσικούς και τους κοινωνικούς περιορισμούς (βλ. αναλυτικά Zouboulakis 1993 κεφ.2). 7.2.1 Νόμος Φθίνουσας Απόδοσης της γης Το 1815, είναι η χρονιά της πολλαπλής ξανά-ανακάλυψης του νόμου φθίνουσας απόδοσης που διατύπωσε πρώτα ο Turgot το 1766: Τέσσερις συγγραφείς (Ricardo, Malthus, West και Torrens) διατυπώνουν ταυτόχρονα την ίδια εμπειρική γενίκευση, που αποτελεί τον δεύτερο παλιότερο νόμο της Πολιτικής Οικονομίας (μετά το νόμο της ζήτησης του King το 1697). Η βάση του νόμου είναι το αποτέλεσμα του συνδυασμού της «αρχής του πληθυσμού» του Malthus και των δεδομένων της γεωπονικής επιστήμης. Η αρχή του πληθυσμού, όπως θα δούμε παρακάτω, λέει ότι οι άνθρωποι έχουν την τάση να αναπαράγονται όσο οι υλικές συνθήκες διαβίωσης τους 2

το επιτρέπουν. Η επιστήμη της Γεωπονίας και η αγροτική δραστηριότητα χιλιάδων ετών διδάσκουν ότι οι καλλιεργητές της γης εγκαθίστανται στα ευφορότερα κομμάτια γης που γειτνιάζουν με πηγές νερού. Οι κατοικίες και οι πόλεις έπονται. Όσο αυξάνεται ο πληθυσμός, άρα και η ζήτηση τροφίμων, τόσο οι αγρότες χρησιμοποιούν εδάφη «δεύτερης ποιότητας» και μικρότερης γονιμότητας που βρίσκονται όλο και πιο μακριά (Αρχές 72). Η συνολική απόδοση μοιραία φθίνει και επιπλέον το ενοίκιο των γονιμότερων και εγγύτερων εδαφών, δηλ. η γαιοπρόσοδος που καρπούνται οι γαιοκτήμονες, αυξάνεται. Αυτή είναι η λεγόμενη εκτατική άποψη. Υπάρχει όμως και η εντατική άποψη : όσο αυξάνεται ο πληθυσμός, άρα και η ζήτηση τροφίμων, τόσο εντείνεται η καλλιέργεια του ήδη καλλιεργούμενου εδάφους με τη χρήση περισσότερου κεφαλαίου (εργαλεία, λιπάσματα, αρδεύσεις κλπ) και περισσότερης και καλύτερης εργασίας. «Διαπιστώνεται όμως λέει ο Ricardo (σ.73)- ότι διπλασιάζοντας το αρχικό κεφάλαιο [ ] το προϊόν δεν θα διπλασιαστεί [ ] μπορεί όμως να αυξηθεί κατά 85%». Η αύξηση της συνολικής παραγωγής φθίνει και η γαιοπρόσοδος αυξάνεται και πάλι αυτή τη φορά λόγω της ολοένα μεγαλύτερης, αλλά φθίνουσας, απόδοσης. Το πολιτικό συμπέρασμα εξάγεται αβίαστα: οι «Νόμοι περί σιτηρών» προστατεύουν τα συμφέροντα των γαιοκτημόνων σε βάρος των βιομηχάνων αλλά και των εργατών, γι αυτό ο Ricardo πρωτοστατεί στην κατάργηση τους. 7.2.2 Εργασιακή θεωρία της αξίας Θεμελιώδες γνώρισμα της Κλασικής Πολιτικής Οικονομίας είναι η αντίληψη ότι οποιοδήποτε αγαθό είναι εμπορεύσιμο, έχει μια εσωτερική αξία η οποία προσδιορίζεται με έναν αντικειμενικό τρόπο πριν την ανταλλαγή. Αυτή είναι που καθορίζει την ανταλλακτική του αξία, δηλ. την βάση σύγκρισης μεταξύ δύο εμπορευμάτων που πρόκειται να ανταλλαγούν. Ο Adam Smith πρότεινε ως βάση υπολογισμού της ανταλλακτικής αξίας των εμπορευμάτων την αμοιβή της εργασίας που αποτελεί την πηγή της αξίας κάθε αγαθού. Ο Ricardo από την πρώτη κιόλας παράγραφο των Αρχών Πολιτικής Οικονομίας αντιπαρατίθεται σε αυτήν τη θέση: «Η αξία ενός εμπορεύματος, ή η ποσότητα οποιουδήποτε άλλου εμπορεύματος με το οποίο ανταλλάσσεται, εξαρτάται από τη σχετική ποσότητα εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή του και όχι από το αν είναι μεγαλύτερη η μικρότερη η αμοιβή που δίνεται για την εργασία αυτή» (Αρχές 11). Για να κατανοήσουμε τη θεωρία της αξίας καλό είναι να αποκωδικοποιήσουμε τη σκέψη του Ricardo ακολουθώντας από κοντά τα λογικά του βήματα. Αφού λοιπόν επαναλάβει την καθιερωμένη από τον Αριστοτέλη- διάκριση μεταξύ «αξίας χρήσης» (τα αγαθά πρέπει να καλύπτουν μιαν ανάγκη) και «ανταλλακτικής αξίας» (τα αγαθά μπορούν να ανταλλαγούν με άλλα που τα χρειαζόμαστε και δεν τα κατέχουμε), γράφει: i. Μόνο τα αγαθά που έχουν αντικειμενική χρησιμότητα έχουν αξία. Αυτό σημαίνει ότι άχρηστα ή κατεστραμμένα αγαθά δεν έχουν αξία [Αρχές 12]. ii. Δύο παράγοντες καθορίζουν την αξία των αγαθών, η σπανιότητα και η ποσότητα της εργασίας που χρειάζονται για να αποκτηθούν ή να παραχθούν iii. Με τα σπάνια αγαθά (αναφέρει σπάνια βιβλία, αγάλματα, κρασιά) δεν ασχολείται η Πολιτική Οικονομία. Ασχολείται αποκλειστικά με όσα αγαθά είναι προϊόντα της ανθρώπινης εργασίας. Η εργασία είναι η πηγή της αξίας των αγαθών. iv. Μέτρο της αξίας τους δεν μπορεί να είναι η αξία της εργασίας που μπορεί να αγοράσει το αγαθό (η αμοιβή των εργαζομένων), αλλά η ποσότητα της εργασίας που ενσωματώθηκε στο προϊόν [Αρχές 13]. Ο λόγος είναι ότι η ονομαστική (μισθός), αλλά και η πραγματική αξία της εργασίας (αγοραστική δύναμη μισθού) δεν είναι σταθερή αλλά μεταβάλλεται ανάλογα με την τιμή των βασικών αγαθών. 3

Το μέτρο της αξίας οφείλει να παραμένει αμετάβλητο, με ότι και όποτε και αν συγκρίνεται, όπως ακριβώς ένα κιλό είναι πάντα 1000 γραμμάρια. v. Αν για την παραγωγή ενός αγαθού δεν απαιτείται κεφάλαιο, τότε η αξία της ανταλλαγής καθορίζεται από τον λόγο των ποσοτήτων της εργασίας που ενσωματώθηκε σε κάθε αγαθό. Αν πχ. χρειάζονται 6 ώρες εργασίας για το κυνήγι ενός ελαφιού και μόνον 2 ώρες ψαρέματος ενός σολομού, τότε ο λόγος ανταλλαγής είναι 3/1, δηλ. χρειάζονται 3 σολομοί για να αγοράσεις ένα ελάφι. vi. Όταν όμως απαιτείται κεφάλαιο για την παραγωγή ενός αγαθού, τότε αυτό πρέπει να ενσωματωθεί στην αξία του προϊόντος ως αποτέλεσμα παρελθούσας εργασίας που παρήγαγε τα εργαλεία ή τα κτήρια που συμμετείχαν στην παραγωγή. vii. Στη βιομηχανική εποχή η αξία ενός αγαθού περιλαμβάνει όχι μόνο την άμεση εργασία όσων το παράγουν, αλλά και την έμμεση εργασία όσων παρήγαγαν τα εργαλεία τους σε προηγούμενη περίοδο. Άρα, «η σχετική αξία των εμπορευμάτων τροποποιείται σημαντικά από τη χρησιμοποίηση μηχανών και άλλων στοιχείων παγίου και διαρκούς κεφαλαίου» [Αρχές 29]. Ο Ricardo συνηθίζει να χρησιμοποιεί υποθετικά παραδείγματα για να αποδείξει τα λεγόμενα του. Για τον υπολογισμό της αξίας αγαθών δύο διαφορετικών κλάδων, που χρησιμοποιούν κεφάλαιο διαφορετικής «διάρκειας ζωής» (Αρχές 33). Έστω δύο επιχειρήσεις η Αγροτική παράγει σιτάρι, και η Βιομηχανική μηχανές κλωστοϋφαντουργίας, οι οποίες απασχολούν 100 εργάτες, για ένα χρόνο με ετήσιο μισθό 50 λίρες και με κέρδος 10%. Η αξία ετήσιας παραγωγής Α: (100 x 50) (1,10) = 5500. Αντίστοιχα, η αξία παραγωγής B: (100 x 50) (1,10) = 5500. Το επόμενο έτος, ο βιομήχανος κάνει χρήση των μηχανών στη βαμβακουργία του. Έτσι, ενώ η αξία της παραγωγής της Α παραμένει (1,10) = 5500, αντιθέτως, η αξία παραγωγής της Β γίνεται [5000 +500] (1,10)= 6050, επειδή τα κέρδη του παραγωγού βαμβακερών, του πρώτου έτους, προστέθηκαν στα συνολικά κεφάλαια του, ενώ αντίθετα ο γεωργός δαπάνησε εξ ολοκλήρου το δικό του κέρδος [Αρχές 33]. viii. Συνεπώς, είναι δύο τα αίτια της αξίας: η αναγκαία ποσότητα εργασίας και η αμοιβή του κεφαλαίου για τον χρόνο αναμονής του πριν φτάσει το τελικό προϊόν στην αγορά. Οι περισσότεροι Κλασικοί της Πολιτικής Οικονομίας πιστεύουν ότι οι τιμές των παραγωγικών συντελεστών ρυθμίζονται εξωγενώς, δηλαδή εκτός αγοράς, από τους κοινωνικούς θεσμούς (νόμοι, συνήθειες, έθιμα κλπ). Ο Ricardo εξετάζει λοιπόν τι συμβαίνει όταν αλλάζει η αμοιβή της εργασίας. Σε αντίθεση με την αντίληψη του Smith περί αρμονικής συνύπαρξης των τάξεων, ο Ricardo πιστεύει ότι δεν είναι δυνατόν να αυξηθούν οι μισθοί χωρίς να μειωθούν τα κέρδη [Αρχές 34]. Έστω ότι, λέει ο Ricardo, αυξάνονται οι μισθοί κατά 10% και το ποσοστό κέρδους πέφτει αναλόγως, από 10% σε 9%, τότε η αξία της ετήσιας παραγωγής θα αυξηθεί (100 x 55) (1,09) = 5995! Η επίδραση αυτή εξαρτάται από το μερίδιο του παγίου κεφαλαίου στη συνολική παραγωγή. Μία άνοδος των μισθών επηρεάζει περισσότερο τους κλάδους που παράγουν αγαθά με περισσότερη εργασία σε σχέση με αυτούς που παράγουν αγαθά με περισσότερο κεφάλαιο (Ricardo effect, το ονόμασε ο Hayek, βλ. Schumpeter 1954, 595). Ωστόσο, ο ίδιος ο Ricardo θεωρεί ότι η μέγιστη επίδραση μιας ανόδου μισθών δεν μπορεί να ξεπεράσει ένα ποσοστό 6 έως 7%, «επειδή τα κέρδη, πιθανότατα, δεν μπορούν να αποδεχτούν, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, μια μεγαλύτερη, γενική και μόνιμη πτώση πέραν του ποσοστού αυτού» [Αρχές 35]. Όπως λέει, μόνον η αύξηση ή μείωση της ενσωματωμένης ποσότητας εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή ενός αγαθού είναι ικανή να μεταβάλλει ουσιαστικά την αξία των εμπορευμάτων. 4

Στο σημείο αυτό ο Ricardo φτάνει σε ένα θεωρητικό αδιέξοδο. Αναγνωρίζοντας ότι η θεωρία της αξίας των αγαθών τροποποιείται λόγω της συμμετοχής παγίου κεφαλαίου, και μάλιστα «άνισης διάρκειας ζωής», θα αναγνωρίσει στην 3 η έκδοση των Αρχών (Μάιος 1821) ότι η δυνατότητα ύπαρξης ενός «αμετάβλητου μέτρου της αξίας» υπονομεύεται: ένα αμετάβλητο μέτρο της αξίας ικανό να μετρά αντικειμενικά και αδιαμφισβήτητα, όπως ένα μέτρο μήκους 100 εκατοστών μετρά το ύψος των αντικειμένων οπουδήποτε στη γη- θα πρέπει «να μην υπόκειται στις ίδιες μεταβολές όπως και τα άλλα πράγματα» που μετράει [Αρχές 42]. Αφού λοιπόν τα αγαθά παράγονται και με εργασία και με κεφάλαιο, θα πρέπει αυτό το αμετάβλητο μέτρο να διαθέτει διαχρονικά την ίδια σταθερή ποσότητα παρούσας (άμεσης) και παρελθούσας (έμμεσης) εργασίας. Απλούστατα, τέτοιο μέτρο δεν υπάρχει! Γιατί, δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε το μέγεθος του αμετάβλητου μέτρου χωρίς να ξέρουμε ήδη από πριν το ποσοστό κέρδους με το οποίο αμείβεται το κεφάλαιο. Αυτό όμως ορίζεται εξωγενώς και εκ των υστέρων, από τον τρόπο διανομής του εισοδήματος μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας! Όπως είδαμε πιο πάνω, οι μισθοί και τα κέρδη μεταβάλλονται αντιστρόφως ανάλογα. Αν για οποιοδήποτε λόγο αυξηθούν οι μισθοί, τότε θα μειωθούν ανάλογα τα κέρδη. Όπως εύστοχα γράφτηκε (Deleplace 1979, 138), δεν ξέρουμε το μέγεθος της πίτας γιατί εξαρτάται από το μέγεθος των μερίδων, αφού η ίδια η πίτα μεταβάλλεται όσο αυξομειώνονται οι μερίδες. Θα χρειαζόταν να υπάρχει ένα «πρότυπο εμπόρευμα» στο οποίο οι συνέπειες από τη διάρκεια απόδοσης του κεφαλαίου, εξουδετερώνονται από τις μεταβολές του ποσοστού κέρδους για όλους τους κλάδους παραγωγής. Αυτό ακριβώς θα κατασκευάσει λογικά, ενάμιση αιώνα αργότερα, ο Piero Sraffa το 1960. 7.2.3 Θεωρία διανομής του εισοδήματος Το βασικό πρόβλημα της Πολιτικής Οικονομίας για τον Ricardo και τους Κλασικούς ήταν πως διανέμεται το εθνικό εισόδημα μιας χώρας μακροχρόνια μεταξύ των τριών παραγωγικών και κοινωνικών τάξεων (Αρχές, Sraffa σ. xlix). Να υπογραμμίσουμε ότι η ανάλυση του Ricardo παραμένει μακροοικονομική, μια και δεν ενδιαφέρεται για τα προβλήματα της παραγωγής στο επίπεδο της ατομικής επιχείρησης. Το παραγόμενο εθνικό προϊόν στη διάρκεια μιας χρονιάς πωλείται εξ ολοκλήρου και το εισόδημα που προκύπτει μοιράζεται στους τρείς συντελεστές παραγωγής, κατά σειρά παρουσίασης, στους ιδιοκτήτες γης, στους εργαζόμενους και στους κεφαλαιούχους. Α) ΓΑΙΟΠΡΟΣΟΔΟΣ Όπως και ο Smith, ο Ricardo αναγνωρίζει την ιστορική πραγματικότητα της Βρετανίας: η γη είναι μοιρασμένη σε λίγους ιδιοκτήτες οι οποίοι για να επιτρέψουν σε κάποιον να την καλλιεργήσει ζητούν ενοίκιο. Η γαιοπρόσοδος είναι το αποτέλεσμα της ιδιοποίησης της εύφορης γης: «Είναι το μέρος της παραγωγής που πληρώνουμε για τη χρήση των πρωτογενών και ανεξάντλητων δυνάμεων του εδάφους» [Αρχές σ. 69]. Πληρώνουμε τους ιδιόκτητες για τη χρήση της παραγωγικής δύναμης της φύσης. Αν η γη δεν είχε ιδιοποιηθεί από τους γαιοκτήμονες, αν ήταν δηλαδή ελεύθερη και απεριόριστη, δεν θα πληρώναμε γαιοπρόσοδο. Όπως λέει ο Ricardo (σ.71), δεν πληρώνουμε το ζυθοποιό και τον βυρσοδέψη για το νερό και τον αέρα που χρησιμοποιούν για την παραγωγή μπύρας και δερμάτινων ειδών. Επίσης, αν η γη είχε παντού την ίδια παραγωγικότητα, κανείς δεν θα τολμούσε να ζητήσει ενοίκιο. Μόνο επειδή οι εύφορες εκτάσεις δεν είναι απεριόριστες και δεν είναι εξίσου παραγωγικές, καταβάλλεται γαιοπρόσοδος για τη χρήση της γης (σ.72). Η γαιοπρόσοδος οφείλεται στην ατομική ιδιοκτησία της γης και στην ύπαρξη περιορισμένων εδαφών διαφορετικής γονιμότητας. Βραχυχρόνια, το ύψος της καθορίζεται από την αξία του προϊόντος, και όχι το αντίστροφο, όπως έλεγε ο Smith (σ.76). Δεν αποτελεί αμοιβή 5

ενός συντελεστή παραγωγής, και δεν επηρεάζει το κόστος παραγωγής. Αυτό καθορίζεται με βάση την εργασιακή θεωρία της αξίας, από την ποσότητα της απαιτούμενης εργασίας και το ύψος των απασχολούμενων κεφαλαίων, όπως είδαμε πιο πάνω. Συνεπώς, συμπεραίνει κάπως αφοριστικά ο Ricardo, «ο σίτος δεν είναι ακριβός επειδή καταβάλλεται πρόσοδος, αλλά καταβάλλεται γαιοπρόσοδος επειδή ο σίτος είναι ακριβός» [Αρχές 76]. Μακροχρόνια, το ύψος της προσόδου της γης εξαρτάται από το νόμο της φθίνουσας απόδοσης και το νόμο αύξησης του πληθυσμού. Όπως είδαμε πιο πάνω (7.2.1), όσο αυξάνεται ο πληθυσμός μεγαλώνουν και οι ανάγκες διατροφής, καλλιεργούνται περισσότερα εδάφη χαμηλότερης ποιότητας ή τα ίδια με πιο εντατικό τρόπο, αυξάνοντας την γαιοπρόσοδο. Παρόλα αυτά, σημειώνει ο Ricardo, η πρόσοδος δεν θα μπορούσε να αυξηθεί αν είχαμε σταθερές αποδόσεις, «επειδή η πρόσοδος προκύπτει πάντοτε από την απασχόληση πρόσθετης ποσότητας εργασίας με αναλογικά μικρότερη απόδοση» [Αρχές 74]. Ο μόνος τρόπος προσωρινής αντιμετώπισης της πίεσης των γαιοκτημόνων για αυξήσεις και ανάσχεσης της μείωσης των κερδών είναι οι τεχνικές βελτιώσεις στη γεωργία, είτε αυτές αφορούν σε γεωπονικές βελτιώσεις (λιπάσματα, αγροτεχνικές αμειψισποράς), είτε σε εξοικονόμηση εργασίας με χρήση αγροτικών μηχανών (άροτρα, αλωνιστικές, Αρχές 81). Με τη βοήθεια ενός απλού αριθμητικού παραδείγματος ο Ricardo δείχνει ότι είναι δυνατόν προσωρινά να παραμείνει η γαιοπρόσοδος σταθερή για έναν επιχειρηματία αγρότη, αν αυτός επενδύσει κεφάλαια στα παραγωγικότερα εδάφη που καλλιεργεί και λιγότερα στα άλλα. Μπορεί έτσι να συνεχίσει μέχρις ότου οι επιπλέον (οριακές) αποδόσεις εξισωθούν σε όλα τα εδάφη που αυτός καλλιεργεί (σ.82). Σε κάθε περίπτωση οι βελτιώσεις έχουν προσωρινά οφέλη για τους κεφαλαιούχους και καθόλου για τους εργάτες γης. Μακροχρόνια οι γαιοκτήμονες βγαίνουν κερδισμένοι. Β) ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΜΙΣΘΟΣ Πριν από τη θεωρία του περί μισθών, ο Ricardo αφιερώνει ένα μικρό κεφάλαιο στη διάκριση μεταξύ φυσικής και αγοραίας τιμής, εν μέρει για να υπογραμμίσει τη συνέχεια με τον Πλούτο των Εθνών και κυρίως για να υπογραμμίσει τον εμπορευματικό χαρακτήρα της εργασίας και του κεφαλαίου σε σχέση με τη γαιοπρόσοδο. Η εργασία, λοιπόν, όπως κάθε άλλο εμπόρευμα έχει μια φυσική τιμή: είναι «εκείνη που είναι αναγκαία για να μπορέσουν οι εργάτες, όλοι οι εργάτες, να επιβιώσουν και να διαιωνίσουν την τάξη τους χωρίς να αυξηθεί ή να μειωθεί το πλήθος τους» [Αρχές σ. 95]. Βλέπουμε ότι ο φυσικός μισθός αφορά όλους τους εργαζόμενους (άρα και όσους για οποιονδήποτε λόγο δεν εργάζονται) και τις οικογένειες τους, αφού πρέπει να «διαιωνίσουν την τάξη τους». Αυτός ο μισθός είναι συνεπώς πάνω από τον ελάχιστο μισθό επιβίωσης του εργαζόμενου και εξαρτάται από την «τιμή των μέσων διατροφής, των αναγκαίων μέσων συντήρησης και των ανέσεων [ ] του εργάτη και της οικογένειας του». Ο Ricardo κατηγορήθηκε άδικα ότι υπερασπίζεται έναν φυσικό μισθό στα όρια της επιβίωσης με βιολογικούς όρους. Κάθε άλλο, ο Ricardo τονίζει ξεκάθαρα ότι η φυσική τιμής της εργασίας «ποικίλλει από χρόνο σε χρόνο μέσα στην ίδια τη χώρα και διαφέρει σημαντικά από χώρα σε χώρα. Ουσιαστικά εξαρτάται από τις συνήθειες και τα έθιμα του λαού» [Αρχές 98]. Όχι μόνο για λόγους κλιματικούς και γεωγραφικούς, αλλά και για καθαρά κοινωνικούς και πολιτισμικούς λόγους ο φυσικός μισθός διαφοροποιείται ανάλογα με το χρονικό και κοινωνικό πλαίσιο. Σε κάθε στιγμή όμως ο μισθός έχει μια αγοραία τιμή, αυτή που πράγματι πληρώνεται για την εργασία, όπως καθορίζεται από τη σχέση της προσφοράς με τη ζήτηση εργασίας. «Η εργασία είναι ακριβή όταν είναι σπάνια και φτηνή όταν είναι άφθονη», μας λέει ο Ricardo [Αρχές 96] για να τονίσει ότι οι εργάτες είναι σε θέση να πετύχουν υψηλότερους μισθούς αν καταφέρουν να ελέγξουν το ένστικτο αναπαραγωγής. Και 6

πάλι εδώ ο Ricardo θα επισημάνει κάτι που θα κάνει αργότερα σημαία του ο Mill ο νεώτερος- ότι η «έλλειψη παιδείας» και η «κακή διοίκηση» φταίνε που οι εργαζόμενοι αναπαράγονται ανεξέλεγκτα, καταλήγοντας: «οι φίλοι της ανθρωπότητας δεν μπορούν παρά να εύχονται οι εργαζόμενες τάξεις, σε όλες τις χώρες, να έχουν μια προτίμηση προς τις ανέσεις και τις απολαύσεις [ ] δεν μπορεί να υπάρξει καλύτερη εξασφάλιση για το ενδεχόμενο ενός υπεράφθονου πληθυσμού» (σ. 102). Η προσφορά εργασίας εξαρτάται από το ρυθμό αύξησης του πληθυσμού, και είναι εν μέρει στον έλεγχο των εργαζόμενων. Αντίθετα, η ζήτηση εργασίας εξαρτάται απολύτως από τους κεφαλαιούχους. Βραχυχρόνια η ζήτηση εργασίας καθορίζεται από το «κονδύλι μισθών» (wages-fund). Δέσμιοι της κληρονομιάς του Adam Smith, όλοι οι Κλασικοί θα εγκλωβιστούν για εκατό χρόνια στην ψευδή αντίληψη ότι υπάρχουν κεφάλαια που προορίζονται αποκλειστικά για τη συντήρηση της εργασίας [Αρχές 80]. Όντως, αυτό ίσχυε την εποχή που η εργασία ήταν κατά κύριο λόγο αγροτική και οι εργαζόμενοι πληρώνονταν στην αρχή της παραγωγικής περιόδου ώστε να επιβιώσουν μέχρι το μάζεμα της σοδειάς. Στη βιομηχανική εποχή όμως, τα μεροκάματα πληρώνονται στο τέλος της ημέρας ή της εβδομάδας και κανείς βιομήχανος δεν δεσμεύει προκαταβολικά τους μισθούς όλης της χρονιάς. Μακροχρόνια ο Ricardo θεωρεί ότι, η ζήτηση εργασίας σε εθνικό επίπεδο εξαρτάται από το ρυθμό συσσώρευσης του κεφαλαίου, και όσο η αύξηση του κεφαλαίου είναι προοδευτική και σταθερή, τόσο υπάρχει η δυνατότητα ανόδου των μισθών, εφόσον η προσφορά εργασίας παραμένει σταθερή. Όπως θα δούμε όμως, το μέλλον του ρυθμού συσσώρευσης δεν είναι καθόλου ευοίωνο. Γ) ΤΑ ΚΕΡΔΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ Η ΤΑΣΗ ΤΟΥΣ Κέρδος θεωρείται για το Ricardo η αμοιβή του απασχολούμενου κεφαλαίου (τόκος) αλλά και του κινδύνου της επένδυσης. Σε σχέση με άλλους κλασικούς όπως ο Smith και ο Say, το κέρδος έχει στενότερη σημασία γιατί δεν περιλαμβάνει την αμοιβή του επιχειρηματία. Αντίθετα από αυτούς τους δύο όμως ο Ricardo έχει μια σαφέστερη εικόνα του ανταγωνισμού μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, αλλά και μεταξύ των επιχειρηματιών. Για την αντίθεση κεφαλαίου/εργασίας τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: «Τα κέρδη θα είναι υψηλά ή χαμηλά ανάλογα με το αν οι μισθοί είναι χαμηλοί ή υψηλοί» (Αρχές 111-2). Ο κεφαλαιούχος εισπράττει τη διαφορά εσόδων εξόδων, που στην περίπτωση των αγροτικών επιχειρήσεων είναι πωλήσεις μείον [μισθοί + γαιοπρόσοδος]. Οι βιομηχανικές επιχειρήσεις επηρεάζονται έμμεσα στο βαθμό που χρησιμοποιούν πρώτες ύλες προερχόμενες από τη γη (σ.118). Όσο για τους επιχειρηματίες, ο ανταγωνισμός σε έναν παραγωγικό κλάδο τείνει να εξισώνει τα κέρδη προς τα κάτω εφόσον οι παραγωγικοί συντελεστές μετακινούνται ελεύθερα. Το ίδιο ισχύει μεταξύ των διαφόρων κλάδων: τα υψηλά κέρδη ενός κλάδου προσελκύουν περισσότερο κεφάλαιο στον συγκεκριμένο κλάδο (σ.119). Μακροχρόνια τα κέρδη μηδενίζονται λόγω της ανόδου του μεριδίου των μισθών (που ακολουθεί τη φυσική αύξηση του πληθυσμού) αλλά και του μεριδίου των προσόδων της γης που μεγαλώνει λόγω της αύξησης των παραγόμενων προϊόντων. Το μέλλον είναι μάλλον ζοφερό για το καπιταλιστικό σύστημα, και ονομάζεται κατάσταση στασιμότητας (stationary state): «όταν τα κέρδη θα είναι τόσο χαμηλά ώστε να μην τους παρέχουν αρκετή αποζημίωση για το κόπο τους και τον κίνδυνο που αντιμετωπίζουν» (Αρχές 123). Ο Ricardo δεν έχει καμιά αμφιβολία για την πτωτική τάση των κερδών, την οποία θεωρεί ως νομοτέλεια και την επαναλαμβάνει πολλές φορές στο κείμενο του: η αύξηση του πληθυσμού ωθεί στην αύξηση της αγροτικής παραγωγής, άρα στην καλλιέργεια εδαφών μικρότερης γονιμότητας ή με μεγαλύτερη ένταση. Η αύξηση της γαιοπροσόδου, με σταθερούς τους μισθούς για ολοένα και μεγαλύτερο πληθυσμό εργαζομένων εκμηδενίζει τα κέρδη. Παραδέχεται ωστόσο ότι 7

«ο νόμος της βαρυτικής έλξης του κέρδους, αναχαιτίζεται συχνά από τις βελτιώσεις των μηχανών όπως και από τις ανακαλύψεις της γεωπονικής επιστήμης» [Αρχές 121]. Στο περίφημο κεφάλαιο 31 «Περί μηχανών» που προστέθηκε στην 3 η και τελευταία έκδοση των Αρχών επιχειρεί να αναθεωρήσει «αντιλήψεις τις οποίες θεωρώ σήμερα εσφαλμένες» (σ.387). Μια από αυτές τις λάθος αντιλήψεις αφορά στη ζημιά που, όπως λέει, υφίσταται η εργατική τάξη από την εκμηχάνιση της παραγωγικής διαδικασίας (σ.389). Η επίπτωση στην απασχόληση θα είναι δραματική, ακριβώς επειδή είναι ο μόνος τρόπος να διατηρηθούν προσωρινά τα κέρδη υψηλά, όσο αυξάνονται οι τιμές των αγροτικών προϊόντων, οι μισθοί και οι γαιοπρόσοδοι. Παρόλα αυτά, η νομοτέλεια της πτωτικής τάσης των κερδών δεν αναιρείται. 7.2.4 Θεωρία διεθνούς εμπορίου Τα θέματα εξωτερικού εμπορίου αποτελούσαν από τις αρχές του 16 ου μέχρι τα τέλη του 18 ου αι το βασικό ζήτημα πολιτικής αντιπαράθεσης σε όλες τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης που είχαν εμπλακεί έμμεσα ή άμεσα με τις αποικίες και τα προϊόντα τους. Μέχρι τον Adam Smith η κυρίαρχη άποψη ήταν αυτή των εμποροκρατών συγγραφέων και δημοσιολόγων που θεωρούσαν ότι κάθε βελτίωση της θέσης μιας χώρας που εξάγει προϊόντα, παράγει αντίστοιχη ακριβώς ζημία σε κάποια άλλη ανταγωνίστρια χώρα. Πολύ συνοπτικά, έμποροι και ηγεμόνες πίστευαν ακράδαντα στο ρητό «εγώ κερδίζω, εσείς χάνετε». Χρειάστηκε η ευφυΐα και η πειθώ των επιχειρημάτων του Smith για να αμφισβητηθεί αυτή η εδραιωμένη πεποίθηση και να κατανοήσει η κοινή γνώμη ότι το εξωτερικό εμπόριο είναι σε θέσει να παράγει ευημερία για όλους, αρκεί κάθε χώρα να εξειδικεύεται στα προϊόντα στα οποία έχει μικρότερο κόστος παραγωγής. Αυτό είναι το λεγόμενο απόλυτο πλεονέκτημα του Smith. Προφανώς στα 1817, δύο χρόνια μετά τη νίκη στο Βατερλό, δεν έχει ακόμα επικρατήσει η αντίληψη του Smith, γιατί ο Ricardo ξεκινά το 7 ο κεφάλαιο του με την πολεμική φράση: «καμιά επέκταση του εξωτερικού εμπορίου δεν θα αυξήσει αμέσως τη συνολική ποσότητα της αξίας σε μια χώρα, μολονότι θα συμβάλλει αποφασιστικά στην αύξηση του όγκου των εμπορευμάτων» [Αρχές 129]. Το βασικό του επιχείρημα έχει δύο σκέλη, αφενός θεωρεί ότι οι αξίες και τα κέρδη δεν προέρχονται από το εμπόριο αλλά από την παραγωγή και αφετέρου ότι η κοινωνία ωφελείται πραγματικά όταν χρησιμοποιούνται αποδοτικά οι «ιδιαίτερες δυνάμεις με τις οποίες έχει προικίσει η φύση τη χώρα» (σ.134). Ο Ricardo συμφωνεί με τον Smith και συμπληρώνει επεκτείνοντας τη συλλογιστική του θέτοντας το ερώτημα: Τι γίνεται αν μια χώρα επιτυγχάνει να κατανείμει «αποδοτικά και οικονομικά» τους παραγωγικούς της πόρους και έχει μικρότερο κόστος σε όλα τα εξαγώγιμα προϊόντα; Πώς μπορεί τότε να προάγει «με τον κοινό δεσμό του συμφέροντος και της επικοινωνίας, την παγκόσμια κοινωνία των εθνών όλου του πολιτισμένου κόσμου»; (σ.134) Ο Ricardo εισάγει εδώ την ευρέως διαδεδομένη (όσο και παρεξηγημένη) έννοια του «συγκριτικού πλεονεκτήματος» που δεν λέει ότι κάθε χώρα πρέπει να εξειδικεύεται στα προϊόντα που είναι φθηνότερη και ανταγωνιστικότερη όπως ο Smith. Ο Ricardo προτείνει την εξειδίκευση στα προϊόντα στα οποία μια χώρα έχει συγκριτικά μεγαλύτερο πλεονέκτημα, δηλ. σχετικά μικρότερο κόστος παραγωγής. Μολονότι μια χώρα μπορεί να παράγει φθηνότερα όλα τα προϊόντα, θα ήταν προς το συμφέρον της να χρησιμοποιήσει το κεφάλαιο της αποδοτικότερα στην παραγωγή του σχετικά φθηνότερου σε ώρες εργασίας για το οποίο θα λάβει περισσότερο προϊόν του οποίου το σχετικό κόστος είναι υψηλότερο. Στον επόμενο πίνακα μετρώνται οι αξίες δύο αγαθών σε εργάτες ανά έτος για 1 μονάδα προϊόντος, με βάση τα αριθμητικά στοιχεία του Ricardo [Αρχές 135]: 8

Χώρες/αγαθά Ύφασμα Κρασί Κρασί/ύφασμα Αγγλία 100 120 1,2 Πορτογαλία 90 80 0,88 Στο παραπάνω υποθετικό αριθμητικό παράδειγμα η Πορτογαλία εμφανίζεται να έχει απόλυτο πλεονέκτημα και στα δύο παραγόμενα αγαθά, γιατί παράγει φθηνότερα 1 μονάδα υφάσματος με 90 εργάτες (η με αντίστοιχες ώρες 90 εργατών) έναντι 100 της Αγγλίας και ταυτόχρονα παράγει κρασί ακόμα φθηνότερα, με 80 εργάτες αντί 120 στην Αγγλία. Και τώρα τι γίνεται; Δεν πρέπει να έχουν ανταλλαγές οι Πορτογάλοι με τους Άγγλους; Προφανώς ναι, απαντά ο Ricardo. Συμφέρει στην Αγγλία να εισάγει κρασί από την Πορτογαλία γιατί όπως βλέπουμε στην τρίτη στήλη, σε σχετικούς όρους ανταλλαγής το αγγλικό κρασί είναι ακριβότερο στην Αγγλία σε σχέση με το αγγλικό ύφασμα (κοστίζει 120/100=1,2 μονάδες υφάσματος), ενώ στην Πορτογαλία το κρασί της είναι φθηνότερο σε σχέση με το πορτογαλικό ύφασμα (κοστίζει 80/90=0,88 μονάδες υφάσματος). Έτσι, είναι προς το συμφέρον της κάθε χώρας να εισάγει το σχετικά ακριβότερο αγαθό και να χρησιμοποιήσει το κεφάλαιο της σε ότι είναι σχετικά φθηνότερο, κρασί οι Πορτογάλοι και ύφασμα οι Άγγλοι. Δεν είναι αξιοθαύμαστη η μέθοδος του Ricardo; Απλοποιεί τα πράγματα περιοριζόμενος σε δύο χώρες και δύο αγαθά, ύστερα αναδεικνύει την ουσία της αξίας παραγωγής που μετράται σε μονάδες ενσωματωμένης εργασίας στο προϊόν της κάθε χώρας, κατόπιν εξηγεί τη διεθνή ανταλλαγή στη βάση ενός «κερδοφόρου εμπορίου αντιπραγματισμού» (trade of barter, σ. 140) και καταλήγει σε ένα αληθοφανές συμπέρασμα που γνωρίζει ήδη κάθε Βρετανός αναγνώστης! Όντως, στην εποχή του η Αγγλία εξήγαγε υφαντά στην Πορτογαλία και εισήγαγε κρασιά από αυτήν (με τη μικρή λεπτομέρεια, ότι τα περισσότερα τα παρήγαγαν Άγγλοι οινοποιοί στη Βόρεια Πορτογαλία). Όπερ έδει δείξαι. 7.2.5 Ο Ricardo για τις επιπτώσεις της φορολογίας Ο πλήρης τίτλος του βιβλίου Αρχές Πολιτικής Οικονομίας δεν έχει τυχαία την προσθήκη και Φορολογίας. Ο Ricardo αφιερώνει 12 κεφάλαια (σε σύνολο 32) στη μελέτη των διαφορετικών φόρων και των επιδράσεων τους στην οικονομία. Μεταξύ των Κλασικών της Πολιτικής Οικονομίας ο Ricardo εκφράζει την αμιγώς φιλελεύθερη αντίληψη περί των φόρων ως αναγκαίου κακού: «η φορολογία με οποιαδήποτε μορφή και αν επιβάλλεται, δεν αντιπροσωπεύει παρά μια επιλογή μεταξύ κακών» (Αρχές 165). Η γενική του θέση είναι: «όλοι οι φόροι περιορίζουν τη δύναμη της συσσώρευσης» (σ. 151). Είτε βαρύνουν το κεφάλαιο, είτε το εισόδημα, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο οι φόροι επιδρούν αρνητικά στην εθνική οικονομία γιατί στερούν κεφάλαιο από τις παραγωγικές επενδύσεις, και μειώνουν το διαθέσιμο εισόδημα και αναλόγως την κατανάλωση. Παρόλα αυτά, δεν έχουν όλοι οι φόροι εξίσου κακή επίδραση και για το λόγο αυτό ο Ricardo μπαίνει στον κόπο να τους μελετήσει λεπτομερώς έναν-έναν. Υπογραμμίζουμε την παντελή απουσία οποιουδήποτε εμπειρικού στοιχείου, οποιασδήποτε μέτρησης κάποιου μακροοικονομικού δεδομένου. Επί 155 σελίδες ο Ricardo εξάγει συμπεράσματα για την επίδραση των φόρων στηριζόμενος σε σειρά υποθετικών συλλογισμών! Ξεκινά με την επίδραση των φόρων στο ακατέργαστο προϊόν της γης και με βάση τη θεωρία του περί γαιοπροσόδου συμπεραίνει ότι ο φόρος θα μετακυλιστεί από τον αγρομισθωτή στο γαιοκτήμονα και τελικά στον καταναλωτή μέσω της αυξημένης τιμής του προϊόντος (σ.156). Το ίδιο ισχύει και για το φόρο στη δεκάτη (σ.175). Στη 9

συνέχεια μελετά την επίδραση των φόρων στην πρόσοδο της γης θεωρώντας ότι αυτοί βαραίνουν αποκλειστικά τους γαιοκτήμονες και τα κέρδη τους, «επομένως, θα αποθαρρύνει την καλλιέργεια» (σ.172). Ανάλογες επιδράσεις έχει και ο λεγόμενος έγγειος φόρος, ή φόρος ακινήτων όπως τον ξέρουμε. Ενώ έχει τις ίδιες επιδράσεις είναι πιο άδικος γιατί επιβάλλεται σε όλα τα εδάφη ανεξάρτητα από την ποιότητα τους (σ.181). Για να στηρίξει μάλιστα την άποψη του περί αδικίας επικαλείται τις 4 αρχές φορολογίας του Smith (ισότητα, βεβαιότητα, δυνατότητα, οικονομικότητα) για να συμπεράνει ότι ο έγγειος φόρος παραβιάζει την αρχή της ισότητας (σ. 185). Οι φόροι στο χρυσό επηρεάζουν μόνο το συγκεκριμένο εμπόρευμα μειώνοντας την παραγόμενη ποσότητα του και αυξάνοντας την αξία του [Αρχές 199]. Επίσης μειωμένες επιδράσεις υποθέτει ο Ricardo για τους φόρους στις κατοικίες αφού «ολόκληρος ο φόρος πληρώνεται άμεσα και τελικά από τον ένοικο» (σ.202). Αντίθετα οι φόροι επί των κερδών έχουν μια γενική επίδραση επί των τιμών όλων των εμπορευμάτων, μειώνοντας την αγοραστική δύναμη των φορολογουμένων, εκτός αν υπήρχε άφθονος χρυσός που παράγεται στην ίδια τη χώρα (σ.206). Την ίδια ακριβώς επίδραση επί των τιμών ασκούν και οι έμμεσοι φόροι στα εμπορεύματα (φόροι κατανάλωσης). Ο Ricardo εξαιρεί μόνον τα είδη πολυτελείας που αφορούν στο πιο εύπορο τμήμα του πληθυσμού. Ο φόρος σε αυτά θίγει μόνον τους συγκεκριμένους καταναλωτές, «ούτε τους μισθούς θα αυξήσει, ούτε τα κέρδη θα μειώσει» (σ.242). Μια τέτοια καταστροφική επίδραση θα έχουν μόνο οι φόροι επί των μισθών. Με δεδομένο ότι οι μισθωτοί αμείβονται στα όρια της επιβίωσης τους, με τον τρόπο που αναφέραμε πιο πάνω, οι εργοδότες τους θα επιβαρυνθούν το φορολογικό βάρος. Ο Ricardo το λέει ξερά και ξεκάθαρα: «ένας φόρος στους μισθούς είναι ένας φόρος που βαρύνει αποκλειστικά τα κέρδη» (Αρχές 215). Συμπερασματικά, εφόσον είναι αναπόφευκτοι οι φόροι για τη χρηματοδότηση των απαραίτητων κρατικών δαπανών, καλύτερα να επιβάλλονται στους γαιοκτήμονες και στα είδη πολυτελείας που καταναλώνουν αυτοί, και όχι στα κέρδη, στους μισθούς ή στα προϊόντα. Το ζήτημα της χρηματοδότησης των κρατικών δαπανών, και δη των στρατιωτικών, διατρέχει όλα τα κεφάλαια περί φορολογίας και ανησυχεί τον Ricardo. Άθελα του, θα κερδίσει πρόσφατα τη φήμη ότι του ήταν αδιάφορη η πηγή των δημοσίων εσόδων. Ο μετέπειτα νομπελίστας Rudolph Barro διατυπώνει το 1974 τη λεγόμενη «ρικαρντιανή ισοδυναμία» που κατά τον ίδιο σημαίνει ότι βραχυπρόθεσμα είναι ισοδύναμη η επίδραση στην αύξηση των δημοσίων εσόδων είτε από αύξηση φόρων, είτε από δημόσιο δανεισμό (κρατικά ομόλογα). Τι εννοούσε όμως πραγματικά ο Ricardo; Θυμίζουμε ότι γράφει αμέσως μετά τη λήξη των Ναπολεόντειων πολέμων που κράτησαν 22 χρόνια. Η κατεπείγουσα χρηματοδότηση τους έγινε με όλα τα διαθέσιμα μέσα, όπως αύξηση νομισματικής κυκλοφορίας, φόροι και κυρίως δανεισμός. Δεν έχουν όμως αυτά τα μέσα ισοδύναμες επιδράσεις. Ναι μεν οι φόροι και τα δάνεια στην πράξη «αφαιρούνται από το παραγωγικό κεφάλαιο της χώρας» [Αρχές 242], άρα προκαλούν το ίδιο κακό, άμεσα και βραχυπρόθεσμα. Μακροπρόθεσμα όμως, ο δανεισμός είναι καταστρεπτικότερος γιατί μεταφέρει το βάρος στις μελλοντικές γενιές που θα πληρώνουν εσαεί αυξημένους φόρους, αφαιρώντας πολύτιμους παραγωγικούς πόρους που θα συνέβαλλαν στην άνοδο της συσσώρευσης (Τσουλφίδης 2004, 161-2). Το συμπέρασμα του παραμένει επίκαιρο: «όχι πως δεν θα μπορούμε να αντέξουμε μεγάλες αυξήσεις του χρέους είναι δύσκολο να τεθούν όρια στις δυνάμεις ενός μεγάλου έθνους αλλά υπάρχουν ασφαλώς, όρια στην τιμή, με τη μορφή της καταβολής φόρων στο διηνεκές, που οφείλουν να πληρώσουν τα άτομα μόνο και μόνο για να έχουν το προνόμιο να ζουν στη χώρα που γεννήθηκαν» [Αρχές 246-7]. 10

7.3 Το πολύπλευρο έργο του Thomas Robert Malthus (1766-1834) Ο Malthus υπήρξε από πολλές απόψεις ένας σημαντικός οικονομολόγος της Κλασσικής περιόδου, προνομιακός συνομιλητής του κατά έξι έτη νεώτερου Ricardo, αλλά με μεγάλες και αγεφύρωτες διαφορές με αυτόν σε δύο καίρια θέματα, τη θεωρία της αξίας και το ρόλο της ενεργού ζήτησης. Έκτο παιδί ενός πλούσιου γαιοκτήμονα από το Surrey της Αγγλίας, σπούδασε στο Cambridge διακρινόμενος και στα Γράμματα και στα Μαθηματικά. Αμέσως μετά την αποφοίτηση του, χειροτονήθηκε Ιερέας της Αγγλικανικής Εκκλησίας το 1789, διακονώντας επί δέκα έτη σε ένα χωριό της επαρχίας του (Winch 1987, 11-2). Εμφανίστηκε διστακτικά στο προσκήνιο της ιστορίας με το πολυσυζητημένο Essay on the principle of population (1 η έκδοση ανώνυμη 1798, 2 η επώνυμη και ενισχυμένη 1803, 6η εκδ. 1826). Το 1805 διορίστηκε Καθηγητής της Ιστορίας και της Πολιτικής Οικονομίας στο East India College στο Hertfordshire εκπαιδεύοντας τους νέους μελλοντικούς υπαλλήλους της Εταιρείας για 12 χρόνια. Εκλέχτηκε Εταίρος της Royal Society το 1818 και έτσι δημοσίευσε το δεύτερο σημαντικότερο βιβλίο του Principles of Political Economy (1820, 2 η μεταθανάτια έκδοση το 1836) το οποίο έμελλε να επηρεάσει σημαντικά τον Ricardo στο να αναθεωρήσει κάποιες θέσεις του, όπως είδαμε. 7.3.1 Ο Malthus Δημογράφος Το σημαντικότερο έργο, θεωρητικά και εκδοτικά, του Malthus είναι αναμφισβήτητα το «Δοκίμιο περί Πληθυσμού» του οποίου ο πλήρης τίτλος δηλώνει τις προθέσεις του συγγραφέα: An Essay on the Principle of Population as It Affects the Future Improvement of Society, with Remarks on the Speculations of Mr. Godwin, M. Condorcet, and Other Writers. Ενάντια στο ρεύμα αισιοδοξίας που γέννησαν η Επιστημονική Επανάσταση, ο Διαφωτισμός και η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ο Malthus διατυπώνει μια εξαιρετικά απαισιόδοξη προοπτική για το μέλλον της ανθρωπότητας. Στην παλαιά φιλοσοφική διαμάχη για την αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το κοινωνικό και φυσικό του περιβάλλον ο Malthus απαντά με μια προφητεία: παρά τις προόδους της επιστήμης και της εκπαίδευσης, οι άνθρωποι έχουν την φυσική τάση να αναπαράγονται πιο γρήγορα από τα μέσα διατροφής τους. Αυτή είναι η Αρχή του πληθυσμού και στηρίζεται σε τρεις απλές παραδοχές: α) κάθε αύξηση του πληθυσμού μιας χώρας απαιτεί επάρκεια σε μέσα διατροφής, β) ο πληθυσμός, υπακούει στο φυσικό ένστικτο της αναπαραγωγής και αυξάνεται αυτόματα όσο το επιτρέπουν τα μέσα διατροφής του και γ) ο φυσικός τρόπος ελέγχου της αύξησης του πληθυσμού είναι η φτώχεια και η μιζέρια. Αυτή είναι η λεγόμενη παγίδα του Malthus (Malthusian Trap) και αφορά μια δημογραφική κατάσταση στασιμότητας που επιβάλλεται από την ανεπάρκεια μιας χώρας ή περιοχής να θρέψει τον πληθυσμό της. Σε αυτήν τη κατάσταση λέει ο Malthus επικρατεί «ο αγώνας για την επιβίωση». Αρκετά χρόνια αργότερα ο Δαρβίνος θα αναγνωρίσει ότι εμπνεύστηκε από αυτήν την ιδέα για να διατυπώσει τη δική του θεωρία για την καταγωγή και την εξέλιξη των ειδών (1859). Πιο συγκεκριμένα, και με βάση όσα δεδομένα έχει στη διάθεση του (η πρώτη επίσημη απογραφή πληθυσμού της Βρετανίας δημοσιεύτηκε τρία χρόνια αργότερα, το 1801), ο Malthus συνδυάζει τη γονιμότητα με το συνήθη δείκτη θνησιμότητας και συμπεραίνει ότι ένα ζευγάρι διπλασιάζεται κάθε 25 χρόνια. Γνωρίζοντας τις παραγωγικές δυνατότητες της γης από την δραστηριότητα της οικογενείας του, διατυπώνει την πρόβλεψη ότι ενώ η γη παράγει κάθε χρόνο τρόφιμα με αριθμητική πρόοδο (μια σειρά 1,2,3,4,5 ), ο πληθυσμός αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο (μια σειρά 1,2,4,8,16 ). Εφαρμόζοντας αυτήν την εμπειρική γενίκευση στα δεδομένα της 11

Βρετανίας, τα 7 εκατομμύρια κατοίκων του 1798, ανέμενε ότι θα αυξάνονταν σε 14 μετά από 25 χρόνια, σε 28 εκ. μετά από 50 χρόνια και σε 56 εκ. μετά από 75 χρόνια το 1883. Ευτυχώς για τη Βρετανία, ο Malthus διαψεύστηκε και από 10,5 εκ. το 1801 (δηλ. 3 εκ. περισσότερα από όσα νόμιζε) αυξήθηκε σε 35 εκ. το 1881 μόνον (δηλ. 21 εκ. λιγότερα). Το μέγεθος των 56 εκ που προφήτευσε ο Malthus έγινε πραγματικότητα μόλις το 1981, δηλ. 98 χρόνια αργότερα! Παρά τις αποκλίσεις, η περί πληθυσμού θεωρία του Malthus παραμένει ακόμη δημοφιλής και συχνά την επικαλούνται σήμερα στον ΟΗΕ και σε άλλους διεθνείς οργανισμούς για τις φτωχές χώρες της Ασίας και της Αφρικής, όπου οι άνθρωποι συνεχίζουν να γεννούν πολλά παιδιά για να φέρουν εισόδημα στην οικογένεια παρόλο που τα μέσα διατροφής δεν επαρκούν (βλ. πχ. Μπαγκλαντές, Νιγηρία). Ο Malthus είναι επίκαιρος και για έναν επιπλέον λόγο. Στη δεύτερη, επώνυμη αυτή τη φορά, έκδοση του 1803, η έμφαση δόθηκε στους περιοριστικούς παράγοντες αύξησης του πληθυσμού. Στην πρώτη έκδοση ο Malthus διέκρινε δύο ειδών παράγοντες, τους «ενεργητικούς» που αυξάνουν τους θανάτους (πείνα, εξαθλίωση, πόλεμοι, επιδημίες) και τους «προληπτικούς» που συντελούν στη μείωση των γεννήσεων (έκτρωση, παιδοκτονία, πορνεία βλ. Winch 1987, 20). Θυμίζουμε ότι τα έγραφε όλα αυτά ανώνυμα. Στη νέα έκδοση θα επεξεργαστεί τα προληπτικά μέτρα τονίζοντας την ανάγκη ηθικής διαπαιδαγώγησης των φτωχών (αποχή, αυτοσυγκράτηση) αλλά και την ανάγκη θέσπισης μέτρων όπως η επιβράδυνση γάμου των γυναικών μετά την ηλικία των 28 ώστε να μειωθεί η γόνιμη περίοδος τεκνοποιίας. Στην ίδια κατεύθυνση λειτουργούσαν και οι Νόμοι προστασίας των φτωχών (Poor Laws) οι οποίοι μέσω της ενοριακής πρόνοιας εξασφάλιζαν τροφή και στέγη στους φτωχότερους ακυρώνοντας τους λεγόμενους ενεργητικούς παράγοντες- και ταυτόχρονα ενθάρρυναν το γάμο και την τεκνοποιία σε μικρή ηλικία. Θα επανέλθουμε πιο κάτω με τον Senior στο θέμα της κατάργησης αυτών των νόμων. 7.3.2 Ο Malthus οικονομολόγος Το βασικό οικονομικό έργο του είναι οι Principles of Political Economy Considered with a View to Their Practical Application (1820). O Malthus αντιδρά εξ αρχής στη θεωρητική επιστήμη του Ricardo και στην προσπάθεια του «να απλουστεύει και να γενικεύει» (1820, 5). Ο ίδιος προτιμά μια επιστήμη πιο ρεαλιστική και πιο πρακτική: «η επιστήμη της Πολιτικής Οικονομίας είναι ουσιαστικά πρακτική και εφαρμόσιμη στις καθημερινές εργασίες της ανθρώπινης ζωής (the common business of human life)» (σ.9). Αυτή η μεθοδολογική αφετηρία τον διαφοροποιεί σε πολλά ζητήματα οικονομικής θεωρίας και πολιτικής, ξεκινώντας από τη θεωρία της αξίας. Τα αγαθά που γίνονται αντικείμενο συναλλαγής έχουν μια αξία η οποία μακροχρόνια καθορίζεται από την αγορά. Ο Malthus όχι μόνον υποβαθμίζει τη σημασία των φυσικών τιμών αλλά επιπλέον, και αντίθετα από όσα υποστήριζαν ο Smith και ο Ricardo, δίνει έμφαση στη ζήτηση σε βάρος της προσφοράς. Η ζήτηση που παρουσιάζεται ως ο καθοριστικότερος παράγοντας στον προσδιορισμό των τιμών, δεν αφορά απλά στην «έκταση-extent» της ποσότητας που ζητούν οι καταναλωτές αλλά κυρίως την «ένταση-intensity» που αντικατοπτρίζει «την επιθυμία και τη δυνατότητα να κάνεις μια μεγαλύτερη θυσία για να αποκτήσεις το ζητούμενο αγαθό» (1820, 69). Είτε μιλάμε λοιπόν για συνήθη αγαθά υπό κανονικές συνθήκες παραγωγής, είτε για οποιοδήποτε αγαθό υπό εξαιρετικές συνθήκες παραγωγής όλες οι τιμές «και οι φυσικές και οι αναγκαίες ρυθμίζονται από την ίδια αρχή [το κόστος παραγωγής], όπως και οι αγοραίες τιμές» (1820, 78). Το ίδιο ισχύει και για τους παραγωγικούς συντελεστές, οι τιμές τους καθορίζονται από την προσφορά και τη ζήτηση, όχι μόνο βραχυχρόνια, αλλά και μακροχρόνια. 12

Πάνω σε αυτήν τη βάση θα στηρίξει ο Malthus τις δύο πιο καινοτόμες οικονομικές του ιδέες, την λεγόμενη «ενεργό ζήτηση» και τη «γενική υπεραφθονία». Ο Smith μίλησε πρώτος για ενεργό ζήτηση (effectual demand), εννοώντας όμως τη ζήτηση εκείνη που είναι ικανή να προσελκύσει τα αγαθά στην αγορά, ωθώντας τους παραγωγούς να τα παράγουν και να τα προσφέρουν. Επομένως, θα την ονομάζαμε καλύτερα τελέσφορο ζήτηση. Αντίθετα, ο Malthus μιλώντας για effectual demand εννοεί τη ζήτηση που εξασφαλίζει τιμές που καλύπτουν το κόστος παραγωγής των αγαθών και ένα (λογικό) κέρδος για το κεφάλαιο (1820, 80). Εξ ου και διαφωνεί με την εργασιακή θεωρία η οποία υποβαθμίζει τη συνεισφορά του κεφαλαίου. Θα ήταν συνεπώς ορθότερο να την ονομάζαμε αποτελεσματική ζήτηση γιατί υπονοεί την πιθανότητα η ζήτηση να μην είναι επαρκής για να εξασφαλίσει αποτελεσματικές τιμές για τη λειτουργία του συστήματος. Πρόκειται όπως λέει, για «τη θυσία που πρέπει οι ζητούντες να κάνουν προκειμένου να πραγματοποιηθεί η συνεχής προσφορά του αγαθού στην απαιτούμενη ποσότητα, κάτω από τις δεδομένες συνθήκες» (όπ.). Η δεύτερη μεγάλη ιδέα του Malthus αφορά στο πρόβλημα της υποκατανάλωσης που μόνον αυτός μεταξύ των Κλασικών διέγνωσε, και πολύ πριν τον Μαρξ. Όταν το πλεόνασμα της παραγωγής δεν επανεπενδύεται αλλά αποθησαυρίζεται βγαίνοντας εκτός κυκλοφορίας, μειώνεται η συνολική κατανάλωση αγαθών και παραγωγικών συντελεστών. Τότε δημιουργείται κίνδυνος «γενικής υπεραφθονίας» (general glut) λόγω ελλειμματικής αποτελεσματικής ζήτησης και υπερπροσφοράς αγαθών. Ο Malthus αμφισβητεί ανοιχτά το δόγμα του «νόμου των αγορών», που υιοθετούσαν ασμένως οι Say-Ricardo-James Mill αποδεχόμενοι μια μερική μόνον ανισορροπία προσφοράς και ζήτησης σε κάποιες αγορές, και προβλέπει ένα φαινόμενο συνολικής έλλειψης ζήτησης με ανάλογη συσσώρευση αδιάθετων εμπορευμάτων (1820, 316. Βλ. και Τσουλφίδης 2004, 264). Οι καταναλωτές σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι πρόθυμοι να υποστούν άλλες «θυσίες» δηλ. να δαπανήσουν αρκετά και προτιμούν να παρακρατήσουν χρήμα αποσύροντας το εκτός κυκλοφορίας. Το χρήμα για τον Malthus όχι μόνο δεν είναι ουδέτερο, αλλά έχει και τη δική του ζήτηση. Για το λόγο αυτό υπογραμμίζει πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος των πλουσίων «μη παραγωγικών καταναλωτών» στην τόνωση της εγχώριας συνολικής ζήτησης (1820, 398), όπως και αυτών που δεν παράγουν υλικά αγαθά αλλά υπηρεσίες (έμποροι, δημόσιοι υπάλληλοι, καλλιτέχνες). Καθόλου συμπτωματικά, πλούσιοι είναι κυρίως οι γαιοκτήμονες και στις δικές τους απεριόριστες δυνατότητες κατανάλωσης αγαθών πολυτελείας (objects of luxury) και πρόσληψης πολυάριθμου υπηρετικού προσωπικού στηρίζεται η οικονομία για να αποφύγει τον γενικό κορεσμό της ζήτησης (1820, 367). 7.3.3 Ο Malthus και η πολιτική Ένα από τα εντονότερα σημεία αντιπαράθεσης του Malthus με τον Ricardo αφορούσε στις επιπτώσεις των τεχνολογικών βελτιώσεων στη διανομή του εισοδήματος. Όπως είδαμε, ο Ricardo θεωρούσε αναπόφευκτη την έλευση της κατάστασης στασιμότητας παρά τις όποιες αυξήσεις επενδύσεων κεφαλαίου στις γεωργικές εκμεταλλεύσεις. Αντίθετα ο Malthus θεωρούσε ότι η γαιοπρόσοδος αποτελεί την ανταμοιβή των μηανανεώσιμων φυσικών πόρων και όχι μια αναγκαστική αντιπαροχή για τη χρήση της γης (Beraud et al. 383). Επομένως, επειδή αποτελεί μέρος του πλεονάσματος οι γαιοκτήμονες έχουν κάθε συμφέρον να εισάγουν γεωργικές βελτιώσεις προκειμένου είτε να αυξήσουν την παραγωγικότητα του εδάφους, είτε να μειώσουν το κόστος παραγωγής. Λόγω του νόμου της φθίνουσας απόδοσης, που είχε συν-διατυπώσει ο Malthus το 1815, η γαιοπρόσοδος αυξάνεται αλλά χωρίς να επηρεάζει αρνητικά τα κέρδη και τη συσσώρευση μακροχρόνια. Ο λόγος είναι ότι η άνοδος της γονιμότητας 13

του εδάφους ενδέχεται να αυξάνει τα κέρδη πιο γρήγορα από την αύξηση των μισθών και της γαιοπροσόδου, εφόσον λειτουργήσει ανασταλτικά η ηθική αυτοσυγκράτηση και επανεπενδυθούν τα κέρδη στην παραγωγή. Πολιτικά αυτό σημαίνει ότι τα συμφέροντα των γαιοκτημόνων δεν είναι εξ ορισμού αντίθετα με αυτά των βιομηχάνων ούτε και της κοινωνίας γενικότερα. Η σημασία του αγροτικού τομέα για την ευημερία ενός κράτους παραμένει τεράστια γι αυτό και έχει ανάγκη κρατικής προστασίας. Ο Malthus είναι επίσης ο μόνος Κλασικός που θα αντιτεθεί σθεναρά στην κατάργηση των «Νόμων περί Σιτηρών» (Corn Laws) τη σημαία της φιλελεύθερης πολιτικής του Ricardo, αλλά και των Say, McCulloch και James Mill. Οι Νόμοι αυτοί προστάτευαν το εισόδημα των γαιοκτημόνων εξασφαλίζοντας σταθερά υψηλούς δασμούς στα εισαγόμενα σιτηρά σε βάρος του πραγματικού εισοδήματος των μισθωτών, και κάθε φιλελεύθερος οικονομολόγος θεωρούσε υποχρέωση του να συντάσσεται με το κίνημα για την κατάργηση τους (Anti-Corn Laws League). Το ότι καταργήθηκαν τελικά μόλις το 1846 δείχνει πόσο ισχυρή ήταν η επιρροή των γαιοκτημόνων, 70 χρόνια ακριβώς μετά τη δημοσίευση του Πλούτου των Εθνών και περισσότερο από 80 χρόνια μετά την αρχή της εκβιομηχάνισης στην Βρετανία. 7.4. Η φιλελεύθερη οικονομία του Jean Baptiste SAY (1767-1832) Σε αντίθεση με τη Βρετανία, η Γαλλία ξεκίνησε με μισόν αιώνα καθυστέρηση την εκβιομηχάνιση της, κατά τη δεκαετία του 1810. Δεν ήταν μόνον οι κοινωνικές αναταραχές που ακολούθησαν τη Γαλλική Επανάσταση και οι Ναπολεόντειοι πόλεμοι. Στις αρχές του 19 ου αι. η Γαλλία ήταν κατά βάση μια μεγάλη αγροτική χώρα με έναν πληθυσμό 22 εκ., δεύτερο στην Ευρώπη μετά τη Ρωσία και υπερδιπλάσιο της ανταγωνίστριας Βρετανίας. Με εξαίρεση τις Ενωμένες Επαρχίες της Φλάνδρας και της Λιέγης (σημερινό Βέλγιο) δεν διαθέτει βαριά βιομηχανία εκτός από τα Βασιλικά Χυτήρια του Creusot στη Βουργουνδία. Πέραν της παραδοσιακής μεταξουργίας στη Λυών και της υφαντουργίας στη Νορμανδία και τη Σαβοΐα, η Γαλλία παράγει και εξάγει μέχρι το 1830 κυρίως αγροτικά προϊόντα από και προς τις αποικίες της. Η εκβιομηχάνιση επιταχύνεται τα επόμενα χρόνια εξ αιτίας της ραγδαίας αύξησης των σιδηροδρόμων μετά το 1832, ενώ παράλληλα αναπτύσσεται το τραπεζικό σύστημα και η κεφαλαιαγορά. Ο Jean Baptiste Say (διαβάζεται Σε), ήταν το μεγαλύτερο από τα 4 παιδιά μιας προτεσταντικής οικογένειας της Λυών. Θα αναγκαστεί να δουλέψει από τα 15 ως τραπεζικός, ως ασφαλιστής και κατόπιν ως πολιτικός αρθρογράφος, μέλος της ομάδας των «Ιδεολόγων», μιας φιλελεύθερης δεξαμενής σκέψης. Αντιδρώντας στον αυταρχισμό του Ναπολέοντα θα αποτραβηχτεί στη Βόρεια Γαλλία και θα δημιουργήσει μια καινοτόμο επιχείρηση βαμβακουργίας ασχολούμενος παράλληλα με τη σύνταξη ενός εγχειριδίου Πολιτικής Οικονομίας (Traité d Economie Politique 1803). Μετά την Παλινόρθωση του 1814, επιστρέφει στο Παρίσι, αναγνωρίζεται και διδάσκει στο βασιλικό κολλέγιο Athénée, και μετά στο Conservatoire des Arts et Métiers στα 1819 (Béraud et al. 1992, 401). Καρπός της διδασκαλίας του είναι το Cours complet d Economie Politique (1 η έκδοση 1828, το οποίο θα κάνει έξι εκδόσεις σε λίγα χρόνια, δίνοντας στο συγγραφέα του μια τεράστια φήμη. Εξ αιτίας της θα γίνει ο πρώτος Καθηγητής στην έδρα Πολιτικής Οικονομίας στο περίφημο Collège de France το 1831, για ένα μόλις έτος. Η έδρα αυτή αποτελεί ακόμα και σήμερα, στοιχείο αναγνώρισης του σημαντικότερου οικονομολόγου της Γαλλίας. 14

7.4.1 Θεωρία της αξίας και ο ρόλος της ζήτησης Σκοπός του Say ως οικονομολόγου ήταν η υπεράσπιση των φιλελεύθερων ιδεών και η διάδοση των θέσεων του Smith. Σε κάποιες από τις θέσεις αυτές ο Say θα διαφοροποιηθεί με πρώτη τη θεωρία της αξίας. Ανανεώνοντας με τη Γαλλική παράδοση των Turgot και Condillac, ο Say θεωρεί ότι πηγή της αξίας είναι η υποκειμενική χρησιμότητα που αποδίδουν οι άνθρωποι στα πράγματα που επιθυμούν να αποκτήσουν. Η «χρησιμότητα» ανταποκρίνεται καταρχήν στην κοινά αναγνωρίσιμη αξία χρήσης. Μετριέται όμως η «χρησιμότητα» αυτή από την αξία του κάθε πράγματος. Ορισμένα πράγματα είναι ελεύθερα στη φύση άλλα είναι άχρηστα. Αυτά, δεν έχουν καμιά ανταλλακτική αξία [valeur échangeable] γι αυτό και κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να τα παράγει. Αυτή είναι μια κοινή θέση των Κλασικών, την υιοθετούν και ο Smith και ο Ricardo. Εκεί που διαφέρει ο Say είναι όταν ισχυρίζεται ότι «η τιμή είναι το μέτρο της αξίας των πραγμάτων και η αξία τους είναι το μέτρο της χρησιμότητας που έχουμε δώσει στα πράγματα» (1803, 36). Δεν είναι πια η αντικειμενική ιδιότητα ενός χρήσιμου πράγματος, αλλά η υποκειμενική, προσωπική εκτίμηση που δίνει ο καθένας στα πράγματα που θεωρεί χρήσιμα. Αυτή η υποκειμενική εκτίμηση διαμορφώνει την ατομική ζήτηση, και το άθροισμα όλων αυτών τη συνολική ζήτηση ενός πράγματος, άρα και την τιμή του στην αγορά. Επιπλέον, λέγοντας ότι η παραγωγή συνίσταται στη «δημιουργία χρησιμότητας [utilité] και όχι ενός υλικού πράγματος» (σ.36), ο Say περιλαμβάνει και τις υπηρεσίες (γιατρών, δικηγόρων, τραπεζών κλπ). Διευρύνεται με αυτόν τον τρόπο η έννοια της παραγωγικής εργασίας και η έννοια της αξίας της εθνικής παραγωγής, πέραν των υλικών, εμπράγματων αγαθών. Παραγωγικός δεν είναι μόνον ο αγροτικός (πρωτογενής) και ο βιομηχανικός (δευτερογενής) τομέας, αλλά και ο τομέας των υπηρεσιών (τριτογενής), εξ ου και ο Say μιλάει για «παραγωγικές υπηρεσίες» [services productifs], όταν αναφέρεται στους συντελεστές παραγωγής της φύσης και του κεφαλαίου (1803, 53). Έστω και αν ξεκινά από την παραγωγή, όπως ο Smith και ο Ricardo, ο Say δίνει μεγαλύτερη έμφαση στη ζήτηση, όπως ο Malthus. Η τιμή κάθε παραγόμενου προϊόντος εξαρτάται ασφαλώς από το κόστος παραγωγής που διαμορφώνει την ατομική αλλά και τη συνολική προσφορά, αλλά και την επιθυμία των καταναλωτών, που όπως είδαμε πιο πάνω διαμορφώνει τη ζήτηση. Το κόστος, ως συνήθως, περιλαμβάνει την αμοιβή των «συντελεστών παραγωγής» [agents de production]. Το κρίσιμο είναι τι εννοεί ως αμοιβή ο Say και πως αυτή καθορίζεται: ο μισθός είναι η αμοιβή των δεξιοτήτων του εργαζόμενου και όχι της ποσότητας εργασίας, το ενοίκιο είναι η αμοιβή ενός οικοπέδου ή χωραφιού και το επιτόκιο είναι η αμοιβή του κεφαλαίου που δανείστηκε ο επιχειρηματίας (1803, 48). Το επιτόκιο είναι μέρος μόνον των κερδών του επιχειρηματία, όπως θα δούμε αναλυτικά στο επόμενο τμήμα. Και οι τρεις αμοιβές συνιστούν την πληρωμή των «παραγωγικών υπηρεσιών» και ως τέτοιες υπακούουν στους ίδιους νόμους όπως και οποιαδήποτε άλλη πληρωμή μιας υπηρεσίας ή προϊόντος. Με ένα ευφυή τρόπο ο Say επιτυγχάνει δύο στόχους. Πρώτον, οι τιμές των προϊόντων αλλά και των παραγωγικών συντελεστών καθορίζονται από την προσφορά και τη ζήτηση. Όπως και στον Malthus, δεν υπάρχουν κοινωνικοί ή πολιτικοί παράγοντες που διαμορφώνουν μισθούς, κέρδη και γαιοπροσόδους (Béraud et al. 1992, 434). Δεύτερον, η αγορά φαίνεται να καθορίζει τη σωστή αμοιβή της συνεισφοράς του κάθε συντελεστή. Με έναν τρόπο που μοιάζει φυσικός, οι δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης ανταμείβουν τον κάθε συντελεστή όσο ακριβώς του αξίζει για τη συμμετοχή του στην παραγωγική διαδικασία. Η φαινομενικά αδιαμφισβήτητη δικαιοσύνη του συστήματος της ελεύθερης αγοράς θα γίνει σημαία 15