αναμεσα μασ το ποταμι Άντρας ήταν Ή γυναίκα; Μα ναι, τι χαζός που ήταν! Γυναικεία ήταν η φιγούρα που στεκόταν μπροστά στη μεγάλη μπαλκονόπορτα του δεύτερου ορόφου. Τη γνώριζε; Γνωστή φυσιογνωμία... Συγκέντρωσε το βλέμμα του, εστιάζοντας καλύτερα τη ματιά του πάνω της. Τι βλάκας, Θεέ μου, μα φυσικά και τη γνώριζε! Ήταν η γυναίκα των ονείρων του, ήταν η γυναίκα που με την απουσία της τον τελευταίο μήνα στοίχειωνε τον ύπνο και το ξύπνιο του. Χαρούμενος; Μόνο χαρούμενος; Ξετρελαμένος που την είχε και πάλι κοντά του, φώναξε δυνατά τ όνομά της: «Ολένα... Ολένα...» που στη γλώσσα της σημαίνει «αστραφτερή», έτσι του είχε πει, για να την προσέξει. Κανένας ήχος δε βγήκε από το στόμα του, που έμεινε να χάσκει ορθάνοιχτο. Όλοι οι ήχοι εναντίον του, σύμμαχος κανένας. Κρύβονταν στους δαιδαλώδεις λαβυρίνθους του λάρυγγά του, σκιαγμένοι, λες, από την έντονη επιθυμία. Συμβαίνει αυτό καμιά φορά με την άκρατη επιθυμία, να μπουκώνει, με αποτέλεσμα άλλοτε να φρακάρει κι άλλοτε να εκτοξεύεται σαν σιντριβάνι. 7 anamesapotami007s088.indd 7
ελσα φαραζη Απελπισμένος, έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της, μα όσο την πλησίαζε τόσο εκείνη απομακρυνόταν. Για λίγο στάθηκε αναποφάσιστος να την παρατηρεί. Του φάνηκε πως κουνούσε τα δυο της χέρια κάνοντάς του απεγνωσμένα νοήματα. Μήπως προσπαθούσε να του πει κάτι; Σίγουρα, γιατί τώρα διέκρινε πως κουνούσε και τα χείλη της. Κάτι του φώναζε, αλλά τι; Κανένας ήχος δεν έφτανε στ αφτιά του. Προσπάθησε να διαβάσει τα χείλη της, μα η απόσταση που τους χώριζε ήταν μεγάλη και δεν έβγαζε κανένα νόημα. Σε μια προσπάθεια να μη χάσει επαφή μαζί της άρχισε να τρέχει σαν τρελός από το ένα παράθυρο του ισογείου στο άλλο και από την κύρια είσοδο στην πλαϊνή πόρτα του γκαράζ, μήπως και βρει κάποιο άνοιγμα για να πάει κοντά της. Μάταιος κόπος, όλα ήταν ερμητικά κλειστά. Από νεύρα και απόγνωση άρχισε να ουρλιάζει... Ο Αλέξανδρος πετάχτηκε στον ύπνο του μούσκεμα στον ιδρώτα, κατατρομαγμένος. Πέρασε κάμποση ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι ήταν ξύπνιος και πως ο εφιάλτης που είχε ζήσει πριν από λίγο δεν ήταν παρά ένα κακό όνειρο. Όταν ηρέμησε αρκετά, προσπάθησε να το επαναφέρει στη μνήμη του. Αναρωτήθηκε με δυσφορία αν το όνειρο ήθελε να του μηνύσει κάτι. Εκτός και αν η μεγάλη του επιθυμία να ξαναδεί την όμορφη Ολένα είχε αρχίσει να του γίνεται εμμονή και η εμμονή νυχτερινός εφιάλτης. 8 anamesapotami007s088.indd 8
αναμεσα μασ το ποταμι Αυτό ήταν. Το μυαλό του έπρεπε να ξεκολλήσει από το πάθος που τον συντάραζε για την όμορφη Ουκρανή, αλλιώς όλο αυτό που ένιωθε και ζούσε δε θα του έβγαινε σε καλό. «Ψυχραιμία, αγόρι μου», συνέστησε στον ανυπόμονο εαυτό του, «κι άλλοι αγάπησαν πριν από σένα...» Σηκώθηκε από το κρεβάτι του και πήγε μέχρι την κουζίνα να πιει ένα ποτήρι νερό, περισσότερο για να επιβεβαιώσει πως πράγματι ήταν ξύπνιος και δεν ονειρευόταν παρά γιατί διψούσε. «Ψυχραιμία, ψυχραιμία», σιγοψιθύρισε, αλλά με τι προσόντα, όταν από γεννησιμιού σου είσαι ανυπόμονος και βιαστικός, του τύπου «άντρα θέλω, τώρα τονε θέλω» στην περίπτωσή του, βέβαια, όχι άντρα, αλλά γυναίκα. Τώρα που το ξανασκεφτόταν, μπορεί και να έκλεινε βδομάδα που ο ίδιος ακριβώς εφιάλτης ερχόταν καθημερινά απρόσκλητος επισκέπτης στον ύπνο του, και αυτό δεν του άρεσε καθόλου. Τον εξαντλούσε και, το κυριότερο, τον επηρέαζε μέχρι τρέλας. Μπορεί ο έρωτας, το πάθος να σε τρελάνει; Συχνά άκουγε τους ερωτευμένους φίλους του να αναλύουν την καψούρα τους, και εκείνος, ως γνήσιος πραγματιστής, τους κορόιδευε, κρατούσε με σιγουριά αποστάσεις από συναισθήματα πάθους και εξάρτησης, που κατά τη γνώμη του αφάνιζαν την προσωπικότητα του ατόμου. Στον ίδιο, ήταν πέρα για πέρα βέβαιος, δε θα συνέβαινε ποτέ κάτι τέτοιο. Τώρα όμως δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως είχε πάθει ό,τι ακριβώς απευχόταν. Ήθελε την Ολένα δίπλα 9 anamesapotami007s088.indd 9
ελσα φαραζη του, πάνω του, μέσα του, σε οποιαδήποτε συγχώνευση γινόταν. Για το καλό του έπρεπε ν αφήσει κατά μέρος τις κλάψες και να αναλάβει δράση, αλλιώς ήταν χαμένος. Άδειασε το νερό στο νεροχύτη και έβαλε στο ποτήρι του ένα δάχτυλο ουίσκι. Το ποτό θα τον ηρεμούσε και ποιος ξέρει; ίσως να ξανακοιμόταν, αυτή τη φορά χωρίς εφιάλτες. Ποιος να το φανταζόταν πως ένας τύπος ωραίος, επιτυχημένος, αγαπημένος των γυναικών, συγκροτημένος σαν τον ίδιο θα έχανε τον μπούσουλα σε ένα πεδίο βολής που μέχρι πρόσφατα θεωρούσε πως είχε τον απόλυτο έλεγχο, στο πεδίο του έρωτα; Όμως αυτή ήταν η πικρή αλήθεια, και τουλάχιστον στον εαυτό του έπρεπε να το παραδεχτεί, αφήνοντας κατά μέρος κάθε έπαρση. Αποφασιστικά σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου και σχημάτισε το νούμερο του κολλητού του. Ο Κώστας στριφογύρισε δυο τρεις φορές στο κρεβάτι του. Στο βάθος του μυαλού και του ακουστικού του τυμπάνου άκουγε έναν οξύ ήχο. Έμοιαζε με ήχο τηλεφώνου. Άλλαξε πάλι πλευρό προσπαθώντας να βολευτεί. Τι εκνευριστικός θόρυβος! Ο στριγκός ήχος συνέχιζε επίμονα, ώσπου αναγκάστηκε ν ανοίξει τα μάτια του. Στο ημίφως της κάμαρας είδε την Κική, τη γυναίκα του, να κοιμάται μακάρια. Ενοχλημένος από τη μεταμεσονύχτια διακοπή, στράφηκε στο κομοδίνο 10 anamesapotami007s088.indd 10
αναμεσα μασ το ποταμι του και εκνευρισμένος άρπαξε το ακουστικό του τηλεφώνου. Ποιος τους ενοχλούσε νυχτιάτικα; Θα του τα έψελνε για τα καλά... Δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να ξυπνήσει η γυναίκα του. Ήταν μικρομάνα κι είχε ανάγκη μεγάλη από ύπνο και ξεκούραση, για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα τις ώρες που ο νεογέννητος μπέμπης τους ήταν ξύπνιος. Τα νυσταγμένα του μάτια καρφώθηκαν στο ρολόι: τέσσερις και δέκα. «Ναι...» αποπήρε τον εισβολέα με ύφος αυστηρό. «Φίλε, κοιμάσαι;» τον ρώτησε ψιθυριστά ο Αλέξανδρος. «Όχι, ρε μαλάκα, τέσσερις το πρωί είπα να αβγοκόψω τους λαχανοντολμάδες. Είσαι σοβαρός; Τι τρέχει, ρε, και με κοψοχολιάζεις τέτοια ώρα;» «Συγγνώμη, φίλε, αλλά πρέπει να με βοηθήσεις... Βοήθησέ με, αλλιώς θα τρελαθώ. Σκέψου ό,τι γνωριμίες έχεις, σκέψου τι μπορούμε να κάνουμε για να τη φέρουμε πίσω... Μ ακούς;» «Σ ακούω, ρε σαλεμένε, αλλά αυτή τη στιγμή, και με το μπαρδόν, το μυαλό μου κοιμάται». «Σε εκλιπαρώ...» «Μη βιάζεσαι... Είπα, το μυαλό μου κοιμάται, αλλά κατέγραψε τα δεδομένα και σου υπόσχεται σαν ξημερώσει η μέρα του Θεού να τα επεξεργαστεί καταλλήλως», του ψιθύρισε ο Κώστας για να τον ηρεμήσει, και συνέχισε: «Δώσε μου λίγο χρόνο και θα δω τι θα κάνω. Θα τηλεφωνηθούμε αύριο το απόγευμα». «Εντάξει, φίλε, είσαι το τελευταίο μου χαρτί... και σημείωσε πως σου χρωστάω...» 11 anamesapotami007s088.indd 11
ελσα φαραζη «Εσύ χρωστάς της Μιχαλούς και σε μένα τον ύπνο μου. Καλά, ρε, αφού ήσουνα τόσο καψούρης μαζί της, γιατί την άφησες κι έφυγε;» Ο Κώστας το μετάνιωσε την ίδια στιγμή που ξεστόμισε την ερώτηση. Βιαστικά και για να μην πιάσουν καμιά ολονύχτια κουβέντα συμπλήρωσε πως αύριο πρωί πρωί, μόλις πήγαινε στο γραφείο του, θα έκανε τα απαραίτητα τηλεφωνήματα, και μ αυτή τη διαβεβαίωση έβαλε το ακουστικό του τηλεφώνου στη θέση του. Ο Κώστας από τη φύση του ήταν αυτό που λέμε άντρας με καρδιά μάλαμα. Δεν υπήρχε περίπτωση να του ζητήσει κάποιος τη βοήθειά του και να του την αρνηθεί. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο κάποιος ήταν το κολλητάρι του από την πρώτη δημοτικού. Τράβηξε τα σκεπάσματα ως το λαιμό του, χούφτωσε το μπούτι της Κικής και κλείνοντας τα μάτια προσπάθησε να ξαναπιάσει το νήμα του ύπνου του από εκεί που είχε κοπεί. Εύκολο; Καθόλου. Όταν λαδώνεις τα γρανάζια του μυαλού νυχτιάτικα και παίρνει μπρος η μηχανή των σκέψεων, άντε μετά να τη φρενάρεις. Ο Κώστας, για ν αποφύγει το ντεραπάρισμα, ή αλλιώς και νυχτέρι, αφέθηκε να τσουλήσει μαλακά, χωρίς να πατά το φρένο, σε μια μικρή ανακεφαλαίωση της όλης ιστορίας. Ο φίλος του ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα την Ολένα, μια πανέμορφη Ουκρανή που είχε έρθει στην Ελλάδα με τουριστική βίζα. Όταν έληγε η βίζα θα έπρεπε να επιστρέψει στην πατρίδα της. Έτσι, ο Κώστας, αναγνωρίζοντας στο φίλο του 12 anamesapotami007s088.indd 12
αναμεσα μασ το ποταμι τον πανικό που προκαλούν τα αδιάψευστα σημάδια του έρωτα, του πρότεινε το αυτονόητο, μ άλλα λόγια το μόνο τρόπο που ήξερε για να την κρατήσει εδώ: ή θα την παντρευόταν και τέλος καλό όλα καλά ή εκείνος θα χρησιμοποιούσε κάποιες γνωριμίες του για να της ανανεώσουν όσο πιο σύντομα γινόταν τη βίζα, αν και η Ολένα δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για να βγάλει άδεια παραμονής. Η βίζα δεν ανανεώθηκε και, φυσικά, ούτε γάμος έγινε. Τι έγινε, ο φίλος του φοβήθηκε, κιότεψε; Όπως και να το έλεγε τώρα, τι σημασία είχε; Το γεγονός ήταν πως την άφησε να φύγει χωρίς να κουνήσει ούτε το μικρό του δαχτυλάκι. Τώρα, σχεδόν δύο μήνες μετά, δήλωνε μετανιωμένος και απελπισμένος. Οι σκέψεις του Κώστα θόλωσαν. Βγάζοντας έναν ελαφρύ αναστεναγμό τράβηξε χειρόφρενο, παραδίδοντας το πνεύμα του στον ευειδή ύπνο. 13 anamesapotami007s088.indd 13
ελσα φαραζη Τέσσερις μήνες πριν Ο Αλέξανδρος έσβησε το τσιγάρο του στο ξέχειλο τασάκι ξεφυσώντας. Άλλη μια κουραστική μέρα είχε φτάσει στο τέλος της. Από το παράθυρο του δεύτερου ορόφου στην πολυκατοικία όπου στεγαζόταν το γραφείο του, εκείνη την ώρα διέκρινε μόνο το φως της λάμπας στο απέναντι πεζοδρόμιο, που τρεμόπαιζε λες και ανατρίχιαζε από το πολύ κρύο. Στο φως της μέρας η θέα ήταν καλύτερη. Το μικρό καταπράσινο παρκάκι με το τεχνητό σιντριβάνι στο κέντρο του έμοιαζε με μια μικρή όαση στο κέντρο μιας πόλης που μεγάλωνε και απλωνόταν με γοργούς ρυθμούς ακολουθώντας την εξέλιξη. Κοίταξε το ρολόι στον απέναντι τοίχο. Κόντευε δέκα. Για άλλη μια φορά είχε αργήσει στο ραντεβού του με τη Μαρίζα. Τώρα τελευταία έπιανε τον εαυτό του να καθυστερεί επίτηδες ή να ακυρώνει τα ραντεβού μαζί της με ψεύτικες δικαιολογίες. Οι καβγάδες τους είχαν πυκνώσει και το μόνο που έσωζε την κατάσταση μέχρι στιγμής ήταν το καλό σεξ. Η γυναίκα στο κρεβάτι ήταν το κάτι άλλο, πραγματική ύαινα. 14 anamesapotami007s088.indd 14
αναμεσα μασ το ποταμι 15 Νευρικά άρχισε να μαζεύει όπως όπως τα σχέδια πάνω από το γραφείο του ρίχνοντάς τα ακατάστατα στην ειδική θήκη. Δεν τα κατάφερε να την κλείσει, ήθελαν προσεκτικό δίπλωμα, κι εκείνος βιαζόταν. Πήρε δυο βαθιές ανάσες και ξαναπροσπάθησε, αυτή τη φορά με περισσότερη ηρεμία. Η θήκη έκλεισε. Αμέσως μετά πήρε την κούπα του καφέ του και κατευθύνθηκε στο μικρό μπάνιο για να την ξεπλύνει, ώστε να τη βρει έτοιμη και καθαρή το επόμενο πρωί. Τέλος, έκλεισε τα παντζούρια και άφησε ανοιχτά για ν αεριστεί όλη τη νύχτα ο χώρος από την τσιγαρίλα. Έπρεπε να το παραδεχτεί, κάπνιζε πολύ, πάρα πολύ. Τα δάχτυλά του αλλά και το πρόσωπό του είχαν αρχίσει να παίρνουν ένα χρώμα κιτρινοσταχτί ένα χρώμα αρρωστιάρικο. Το χειρότερο ήταν τα δόντια του. Άνοιξε την ατζέντα του και σημείωσε να τηλεφωνήσει στον οδοντογιατρό του. Χρειαζόταν επειγόντως έναν καλό καθαρισμό. Κατά γενική ομολογία, όχι να το παινευτεί, ήταν πολύ όμορφος άντρας. Ο Δημιουργός είχε σταθεί μάλλον απλόχερος μαζί του και δεν τσιγκουνεύτηκε τα υλικά. Τον προίκισε με όλα εκείνα τα προσόντα που έκαναν ένα αρσενικό ακαταμάχητο. Για πολλοστή φορά αναρωτήθηκε: Τι του πρόσφερε το τσιγάρο; Μόνο βρόμα και μια πλαστή και παραπλανητική συντροφιά. Ο καπνός είχε, λες, μια μαγική ικανότητα να θολώνει τα προβλήματα, ιδιαίτερα εκείνα που αντιμετώπιζε με την αρραβωνιαστικιά του, τη Μαρίζα. «Σιγά», του αντιγύρισε ο άλλος του εαυτός, που δεν έχαanamesapotami007s088.indd 15
ελσα φαραζη νε ευκαιρία να κάνει το δικηγόρο του διαβόλου, «μην είναι η φούμα το παραπέτασμα της στραβωμάρας σου». «Όχι βέβαια, δεν είπα αυτό». «Και τι είπες;» «Απλώς πως ο καπνός βοηθάει». «Πώς ακριβώς;» «Να, ρε παιδί μου, βάζει τρικλοποδιά στο πρόβλημα και αποφεύγεις τη μετωπική...» «Αυτό σε μάρανε, βλαμμένε, μη σκάσει κατευθείαν στη μούρη σου και αναγκαστείς να το κοιτάξεις κατάματα. Η αλήθεια είναι πως θα τα σπάσεις έτσι κι αλλιώς τα μούτρα σου και παράλληλα θα βουτήξεις και ένα καρκινάκι στον πνεύμονα, έτσι για να 'χεις να πορεύεσαι...» «Να τα αντιμετωπίζεις τα προβλήματά σου, Αλέξανδρε, όσο πιεστικά ή ασφυκτικά κι αν είναι», τον συμβούλευε η μία πλευρά του εαυτού του, ενώ η άλλη διαφωνούσε και τον απέτρεπε, κρυμμένη πίσω από τα παραπλανητικά λικνίσματα του καπνού του τσιγάρου. Αυτή η πάλη και η διγνωμία δεν αφορούσε, βέβαια, το τσιγάρο. Αφορούσε κυρίως τη σχέση του με τη Μαρίζα. Από τη μια τον κατέτρυχε ο φόβος της απώλειας του σίγουρου, μα προπαντός τον ανησυχούσε η απώλεια του πακέτου το οποίο διέθετε αναμφισβήτητα η Μαρίζα. «Είμαι νέος, ωραίος, επιτυχημένος και κυκλοφορώ μια γκόμενα τύπου πασαρέλας. Μα ποιος είμαι!» «Ολίγον ακατοίκητη», συμπλήρωνε δηκτικά ο δικηγόρος του διαβόλου, για να πάρει αμέσως την πληρωμένη απάντηση: 16 anamesapotami007s088.indd 16
αναμεσα μασ το ποταμι «Στο κρεβάτι κάνει τους σομιέδες να λιώνουν. Άλλωστε, ποιος διαβάζει Τσέχοφ;» «Τρία, πέντε, δέκα λεπτά; Σε τσακίρ κέφι μισή ώρα; Τις υπόλοιπες εικοσιτριάμισι ώρες πώς θα την αντέξεις;» «Δε μας παρατάς, ρε ξερόλα, που για όλα έχεις άποψη... Όλοι με ζηλεύουν και όλοι έχουν να το λένε για τη γυναικάρα που κυκλοφορώ». «Ό,τι πεις...» «Και εντέλει δεν είδαμε και τίποτα καλύτερο στην αγορά. Για ν αφήσω τα παϊδάκια, πρέπει να μου σερβίρουν χαβιάρι». Τι σου είναι αυτά τα παιχνίδια του νου... Όταν πρέπει να παραδεχτεί κάτι που δε βολεύει, δεν εξυπηρετεί, εφευρίσκει εύστοχες δικαιολογίες προκειμένου να υποστηρίξει την απόφαση. Μ αυτές τις σκέψεις ο Αλέξανδρος άνοιξε ασυναίσθητα πάλι το πακέτο, πήρε ένα τσιγάρο, το έβαλε στο στόμα του και το άναψε. Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και την άφησε να βγει από τα πνευμόνια του με δύναμη. Ο καπνός τον έτσουξε στα μάτια, που δάκρυσαν. «Αϊ σιχτίρ!» μουρμούρισε απευθυνόμενος στον εαυτό του γενικώς και αορίστως. Έριξε στο δωμάτιο μια τελευταία ματιά, τράβηξε με φούρια την καμπαρντίνα του από το μεταλλικό καλόγερο και αποφασιστικά βγήκε από το γραφείο. Κατέβηκε με τα πόδια τους δύο ορόφους μέχρι την έξοδο. Για ένα δευτερόλεπτο στάθηκε ακίνητος, κοιτάζοντας με κρυφό καμάρι τη 17 anamesapotami007s088.indd 17
ελσα φαραζη χρυσή πλακέτα στο πλάι της εισόδου που έγραφε: «Αλέξανδρος Τερζόπουλος Πολιτικός Μηχανικός». Αφήνοντας ένα γρύλισμα που έμοιαζε με το γρύλισμα χορτασμένου κουταβιού κατευθύνθηκε κορδωμένος προς το αυτοκίνητό του. Δίκαια απέπνεε έναν αέρα σιγουριάς και αυτοπεποίθησης. Σε ένα μήνα θα έκλεινε τα τριάντα. Οι παιδικές και εφηβικές του αναμνήσεις ήταν καλυμμένες από τη ζαχαρόσκονη των φημισμένων κουραμπιέδων της Καβάλας. Η πανέμορφη πόλη του Βορρά, το δεύτερο μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι μετά τη Θεσσαλονίκη, ήταν ο τόπος του. Μεγάλωσε και τώρα εργαζόταν σε μια πόλη με μεγάλη ιστορία, για την οποία ο ίδιος γνώριζε ελάχιστα, όσα είχε συγκρατήσει από τις πολλές διηγήσεις του πατέρα του. Το πρώτο όνομα της πόλης ήταν Νεάπολη και στους βυζαντινούς χρόνους Χριστούπολη. Ήταν η πρώτη ελληνική πόλη που επισκέφτηκε ο απόστολος Παύλος και μίλησε για τον Χριστό. Μέχρι το 1912 κατείχαν την πόλη οι Τούρκοι. Εκείνη τη χρονιά την κατέλαβαν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες, χωρίς να συναντήσουν καμία αντίσταση από τους Τούρκους. Το 1913, όταν κατέπλευσαν στον όρμο της Καβάλας το αντιτορπιλικό «Δόξα» και το «Αβέρωφ», με ναύαρχο τον Κουντουριώτη, η πόλη απελευθερώθηκε από τον ξένο ζυγό. 18 anamesapotami007s088.indd 18
αναμεσα μασ το ποταμι 19 Το 1922, με τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, ήρθαν στην Καβάλα περίπου είκοσι χιλιάδες πρόσφυγες. Η αύξηση του πληθυσμού και η άνθηση του καπνεμπορίου έδωσαν μέχρι το 35 ζωή και αίγλη στην πόλη. Στην ανοδική εμπορική δραστηριότητα και πρόοδο έβαλαν φρένο η δικτατορία του Μεταξά και ο Βʹ Παγκόσμιος πόλεμος. Αν τον ρωτούσε κανείς για το παρόν και το μέλλον του πριν από λίγο καιρό, ο Αλέξανδρος θα απαντούσε πως όλα ήταν μάλλον δρομολογημένα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Τ όνομά του αποτελούσε πλέον εγγύηση για καλή και έντιμη δουλειά σχεδόν για όλους τους Βορειοελλαδίτες, ενώ εδώ και έναν περίπου χρόνο ήταν αρραβωνιασμένος επίσημα με τη Μαρίζα, ένα πανέμορφο και σέξι μα αλαζονικό πλουσιοκόριτσο, που τον βόλευε να πιστεύει πως αργά ή γρήγορα θα την έκανε ν αλλάξει. Πως θα διόρθωνε ή, έστω, θα βελτίωνε τα εκνευριστικά στοιχεία του χαρακτήρα της που τον ενοχλούσαν, υποχρεώνοντάς τη με τον τρόπο του να ακολουθήσει υποτακτικά, σαν βοηθητικό φουσκωτό βαρκάκι, στα απόνερα του δικού του πλεούμενου. Δεν είχε, άραγε, υπόψη του τη λαϊκή παροιμία σύμφωνα με την οποία «Τον αράπη κι αν τον πλένεις το σαπούνι σου χαλάς»; Τέλος πάντων, μέχρι να συμβεί το θαύμα της αλλαγής, εκείνος υποκρινόταν πολύ πειστικά σε συγγενείς και φίλους πως όλα πήγαιναν μια χαρά. Η αλήθεια είναι πως ήταν και ο ίδιος αρκετά επαρχιώτης για να πάει κόντρα ή να σηκώanamesapotami007s088.indd 19
ελσα φαραζη σει ανάστημα στις συνήθειες και στα κουτσομπολιά του τόπου του. Με τη Μαρίζα είχε δεσμευτεί με επίσημο λόγο και μέχρι στιγμής, παρ όλα τα καψώνια που του έκανε, δεν είχε βρει το κουράγιο να τη στείλει στο διάολο ή, στην καλύτερη περίπτωση, στους ξιπασμένους συγγενείς της. Η Μαρίζα είχε άλλο ένα ατού που μετρούσε υπέρ της: ήταν ορφανή, και ο Αλέξανδρος με την ορφάνια είχε ένα θέμα. Είχε μια ιδιαίτερη ευαισθησία, καθώς ήταν μια κατάσταση που την είχε βιώσει στο πετσί του. Σήκωσε το γιακά της καμπαρντίνας του. Το κρύο είχε πιάσει για τα καλά και οι μέρες είχαν μικρύνει απελπιστικά. Τα προγνωστικά του καιρού μιλούσαν για χιονιά. Ο χειμώνας δεν του άρεσε, τον εκνεύριζε. Πώς να συγκριθεί αυτός ο παλιόκαιρος με το καλοκαιράκι; Με τη θάλασσα; Με τις ατέλειωτες καλοκαιρινές νύχτες που, ξαπλωμένος στην άμμο, γινόταν ένα με τον ουρανό; Ο Αλέξανδρος πίστευε πως τα καλοκαίρια ζούσε περισσότερο. Αιτία, το φως. Ο υπέρλαμπρος, εκτυφλωτικός ήλιος άπλωνε τις ακτίνες του, δημιουργώντας αντικατοπτρισμούς που ξεγελούσαν και τον πιο υποψιασμένο. Σιγά μη δεν παραπλανούσαν τον Αλέξανδρο, ο οποίος πίστευε πως μόνο τα καλοκαίρια γευόταν αργά και απολαυστικά, με όλες τις αισθήσεις του, το μεγαλύτερο κομμάτι από την γκουρμέ πίτα του χρόνου. Έφτασε στο στενό όπου είχε παρκάρει το αμάξι του, ένα μεταχειρισμένο Σκαραβαίο, δώρο του πατέρα του όταν είχε 20 anamesapotami007s088.indd 20
αναμεσα μασ το ποταμι γυρίσει στην πόλη τους με το μεταπτυχια κό υπό μάλης. Χαϊδευτικά το φώναζε Μάκη. Στην τέταρτη προσπάθεια ο Μάκης καταδέχτηκε να πάρει μπρος. Ούτε λόγος πως έπρεπε να το αντικαταστήσει, όμως κάθε φορά που πήγαινε σε μια μάντρα αυτοκινήτων έπιανε τον εαυτό του να βρίσκει ένα σωρό δικαιολογίες για να το αποφύγει. Ο κουρασμένος μα αγαπημένος Μάκης ήταν μία ακόμη αφορμή για καβγάδες, κόντρες και γκρίνιες με τη Μαρίζα. Η αρραβωνιαστικιά του τον πίεζε εδώ και καιρό ν αλλάξουν αυτοκίνητο: «Καημένε, ούτε για παλιοσίδερα δε θα σ το παίρνουν. Δώσ το όσο πιάνει κάτι, τι κόλλημα έχεις πάθει, τέλος πάντων, με το σαράβαλο;» «Γιατί με κοντράρεις; Ξέρεις πως είμαι συναισθηματικά δεμένος μαζί του. Εξάλλου τη δουλειά του την κάνει μια χαρά, δεν την κάνει;» «Δεν είσαι στα καλά σου», του απαντούσε όλο νεύρα εκείνη. «Δεν το βλέπεις ότι δε μας ταιριάζει; Έχω γίνει ο περίγελος των φιλενάδων μου». «Δεν καταλαβαίνω, γιατί;» προσποιούνταν τον ανήξερο, έτσι, για να την εκνευρίσει. «Καλά, ηλίθιος είσαι ή κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις; Είμαστε πλούσιοι, θα μπορούσαμε να έχουμε μια Λαμπορέτι, Λαμποργκούνα, ή όπως στα κομμάτια τη λένε...» «Σιγά μην τη λένε και καραγκούνα, ρε Μαρίζα... Λαμποργκίνι, κορίτσι μου, Λαμποργκίνι... Όταν απαιτείς τα επώνυμα, μπες τουλάχιστον στον κόπο να μάθεις να τα προφέρεις σωστά». 21 anamesapotami007s088.indd 21
ελσα φαραζη Αυτή ήταν η Μαρίζα. Ήθελε ένα αυτοκίνητο που καλά καλά δεν ήξερε να το πει, αλλά αυτό δε μείωνε σε τίποτα την αξία που υπολόγιζε πως θα έδινε στην εικόνα της. Γιατί η Μαρίζα πίστευε πως, όποιο κι αν είναι το περιεχόμενο, η αξία του ανεβαίνει με ένα περίτεχνο και ακριβό περιτύλιγμα. Η όμορφη, σέξι και κακομαθημένη Μαρίζα, που δεν αγάπησε ποτέ τα γράμματα ή ό,τι θα μπορούσε να γεμίσει με ομορφιά το μυαλό της και που δε δούλεψε ποτέ, για να εκτιμήσει την αξία και του πιο ευτελούς αντικειμένου, ζούσε μέχρι τα είκοσι εφτά της αποκλειστικά από τη γενναιοδωρία των δύο αδερφών της. Οι δύο επιταγές που έφταναν στα χέρια της κάθε μήνα τα τελευταία χρόνια είχαν δημιουργήσει ένα χαρακτήρα δήθεν και επιφανειακό. Αυτός, άραγε, τι ρόλο έπαιζε που την ανεχόταν; Η μεγαλομανία της σίγουρα θα του δημιουργούσε μπελάδες ώρες ώρες μάλιστα ξεπερνούσε κάθε όριο. Κάτι τέτοιες στιγμές θυμόταν σαν να ήταν χτες τα λόγια του φίλου του του Κώστα όταν του τη σύστησε: «Στη θέση σου, αγόρι μου, θα έτρεχα μακριά... με χίλια...» Ο Αλέξανδρος ήταν αποφασισμένος προς το παρόν να κρατήσει τον Μάκη, αδιαφορώντας για τη γνώμη της Μαρίζας. Μπορεί να είχε πολλά ελαττώματα, αχάριστος όμως δεν ήταν. Εκτιμούσε ό,τι του προσφερόταν και δε θεωρούσε τίποτα δεδομένο. Ήταν δέκα χρονών όταν πήρε το μεγαλύτερο μάθημα ανατροπής των δεδομένων. Αλίμονο αν στην ηλικία των τριάντα δεν είχε μάθει να εκτιμά πολλά από αυτά που άλλοι θεωρούσαν ασήμαντα ή μικρά. 22 anamesapotami007s088.indd 22
αναμεσα μασ το ποταμι 23 Το φανάρι άναψε απότομα κόκκινο και τα φρένα του Μάκη υπάκουσαν με δυσκολία. Ο Αλέξανδρος έτριψε τον αυχένα του. Ήταν πολύ κουρασμένος. Τι στην ευχή την έπιασε τη Μαρίζα και του έδωσε ραντεβού σ αυτή την καφετέρια στην άλλη άκρη της πόλης; Από την άλλη, γιατί αναρωτιόταν; Η Μαρίζα ήταν σαφής όταν του έκλεινε το ραντεβού: το νέο στέκι είχε κάνει εγκαίνια μόλις μια βδομάδα πριν και ήταν πολύ in, καθώς εκεί μαζεύονταν όλα τα φλωράκια της πόλης. Το φανάρι άναψε πράσινο και ο Μάκης, κάνοντας φιλότιμες προσπάθειες, ξεκίνησε αγκομαχώντας. Η απόσταση ήταν μεγάλη και οι άσχημες σκέψεις δεν έλεγαν ν αφήσουν τον Αλέξανδρο στην ησυχία του. Η αλήθεια ήταν πως τώρα τελευταία ένιωθε πολύ στριμωγμένος, σχεδόν παγιδευμένος. Ο Κώστας είχε δίκιο: η Μαρίζα δεν ήταν αυτό που λέμε το άλλο του μισό. Γιατί βιάστηκε να επισημοποιήσει το δεσμό; Τι φοβόταν, μην τη χάσει; Η κοπέλα έτσι κι αλλιώς έκοβε τις φλέβες της για πάρτη του. Τώρα, για να τα τινάξει όλα στον αέρα, έπρεπε να βρει μια πειστική δικαιολογία. Εδώ είναι επαρχία, ο κόσμος γύρω σου γνωρίζει τα πάντα για σένα. Θαρρείς και υπάρχουν αόρατοι δορυφόροι που αναμεταδίδουν σε κάθε σπίτι, σε κάθε γειτονιά τον τρόπο ζωής σου είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Για τον εαυτό του ούτε που τον ένοιαζε, ας έλεγαν ό,τι τους έκανε κέφι, όμως, εδώ που τα λέμε, η κοπέλα τι του έφταιγε; Από την άλλη, μιλούσαν για γάμο, μιλούσαν για δέσμευση ζωής, σχεδίαζαν να γίνει η μάνα των παιδιών του. Φαντάστηκε δυο κουτσούanamesapotami007s088.indd 23
ελσα φαραζη βελα πάνω σ έναν ντιζαϊνάτο καναπέ, το αγόρι ντυμένο στα Dior και το κοριτσάκι στα Chanel ή στα πιο προχωρημένα Gavalli, να χειρίζονται τελευταίου τύπου κινητά, υπολογιστές ή master game, και τον έπιασε σύγκρυο. Η Μαρίζα, δεν το έκρυβε τουλάχιστον από τον εαυτό του, από καιρό τον είχε ξενερώσει. Πολύ δήθεν και επιφάνεια. Όταν του την έπεσε, προφανώς είχε πάρει τις πληροφορίες της και προφανώς ήξερε αυτό έδειξε η μετέπειτα συμπεριφορά της πως δεν ήταν ένας μισθοσυντήρητος πολιτικός μηχανικός σε μια επαρχια κή πόλη. Εκτός από ωραίος ήταν και πλούσιος. Αυτά σε πρώτη φάση. Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν πλέον τον είχε καψουρευτεί, πληροφορήθηκε από τον ίδιο πως τα οικογενειακά πλούτη δεν τον αφορούσαν και πως εκείνος όριζε και έκανε κουμάντο μόνο σε ό,τι κέρδιζε με τον ιδρώτα του. Άστραψε και βρόντηξε τότε η Μαρίζα. «Από πότε, ρε Μαρίζα, ο αυτοδημιούργητος και αξιοπρεπής είναι κατακριτέος;» τη ρωτούσε χολωμένος. «Μα έχεις. Αν δεν είχες...» επέμενε εκείνη. Αλλά τι ήξερε για εκείνον η κακομαθημένη Μαρίζα; Κατά βάθος τίποτα. 24 Ο στόχος του Αλέξανδρου να γίνει αυτόνομος και αυτοδημιούργητος τέθηκε από τότε που ήταν ακόμη δέκα χρονών. Από τότε που συνειδητοποίησε πως η γέννησή του δεν ήταν παρά ένα τυχαίο γεγονός από τη γόνιμη μήτρα μιας άγνωanamesapotami007s088.indd 24
αναμεσα μασ το ποταμι στης γυναίκας και πως οι άνθρωποι που μέχρι τότε πίστευε πως ήταν οι πραγματικοί του γονείς δεν ήταν παρά θετοί. Αυτό καθεαυτό το γεγονός, αν και τσαλάκωσε ένα μεγάλο κομμάτι του ψυχισμού του, δεν κατάφερε να μειώσει στο ελάχιστο την αγάπη που του είχαν εκείνοι ή την αγάπη που τους είχε ο ίδιος. Αντίθετα, η σκέψη πως ανά πάσα στιγμή στο μέλλον θα μπορούσε να ξαναπληγωθεί ερήμην του από πράξεις άλλων τον οδήγησε να μη στηρίζεται στους άλλους και να μην υπολογίζει σε κανέναν, παρά μόνο στις δικές του δυνάμεις. Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησε πως η συναισθηματική αυτάρκεια ήταν ουτοπία. Αντίθετα, η οικονομική επάρκεια έδινε δύναμη και εξουσία. Ο Αλέξανδρος χαμογέλασε ειρωνικά στη σκέψη πως, όταν τον εγκατέλειψαν τριών μηνών βρέφος μέσα σ ένα καφάσι, τουλάχιστον διάλεξαν να τον αφήσουν στη σωστή πόρτα. Ας ήταν ευλογημένοι οι θετοί του γονείς, τον μεγάλωσαν με πολλή αγάπη, στα πούπουλα, όπως συνηθίζεται να λένε. Κανείς εκτός από τον Κώστα δε γνώριζε τίποτα γι αυτά. Στα χαρτιά η υιοθεσία έγινε την εποχή που οι θετοί γονείς του ζούσαν στον Βόλο. Όταν μετοίκησαν αργότερα οριστικά στη γενέτειρά τους, την Καβάλα, για συγγενείς και ξένους εκείνος ήταν το βιολογικό τους παιδί. Παρ όλα αυτά, κι επειδή, όπως λέει ο σοφός λαός, «Όποιος μαγειρεύει ψέματα στο πιάτο του τα βρίσκει», οι γονείς του πάντοτε ζούσαν με το φόβο της αποκάλυψης. Κι 25 anamesapotami007s088.indd 25
ελσα φαραζη 26 αυτό γιατί, ιδιαίτερα στην επαρχία, οι άνθρωποι αρέσκονται να ασχολούνται με ειδήσεις που αφορούν τα καζάντια των άλλων. Έτσι, όταν έκλεισε τα δέκα, πριν σκάσει καμιά βόμβα και πληγωθούν ανεπανόρθωτα αθώοι, οι γονείς του αποφάσισαν από κοινού να ρισκάρουν λέγοντάς του πρώτοι όλη την αλήθεια. Δε συνέβη τίποτα το συνταρακτικό, και μάλλον όλη η ιστορία τού ακούστηκε σαν παραμύθι. Ένα καλοειπωμένο μασάλι που αφορούσε κάποιον άλλο. Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν μπήκε στο πανεπιστήμιο, του μπήκε η ιδέα να ψάξει μήπως και βρει καμιά άκρη από πού κρατάει η σκούφια του και ποιοι ήταν οι γονείς του. Άραγε, ήταν από καλή φύτρα; Η μάνα του ήταν αγνή παρθένα ή πόρνη; Ένιωσε ντροπή ή ευτυχία όταν τον γέννησε; Ο πατέρας του ήταν, άραγε, ένα φοβισμένο φανταράκι, ένας φτωχός βιοπαλαιστής ή ένα πλούσιο κάθαρμα που ξεγέλασε τη μάνα του; Ερωτήματα που τελικά έμειναν αναπάντητα, καθώς στην πραγματικότητα δεν είχε σκοπό ούτε να ψάξει ούτε να μάθει. Το σίγουρο, ύστερα απ όλα αυτά, ήταν πως ο ίδιος θα το σκεφτόταν πολύ πριν αφήσει ελεύθερο το σπέρμα του να κάνει ταξίδι ευγονίας στη μήτρα κάποιας γυναίκας. Τι να πεις όμως, λόγια, λόγια και υποσχέσεις, που σκορπίζουν στο πρώτο παγωμένο φύσημα τ ανέμου σαν τ αποδημητικά πουλιά... Στη Μαρίζα δεν είχε αποκαλύψει ακόμη τίποτα γι αυτό το κομμάτι της ζωής του. Η αλήθεια ήταν πως κάθε φορά που έκανε κάποια απόπειρα για μια εκ βαθέων εξομολόγηanamesapotami007s088.indd 26
αναμεσα μασ το ποταμι 27 ση, εκείνη του πετούσε κάτι άσχετο για Gucci και τα συναφή, τινάζοντάς του μυαλά και συναισθήματα στον αέρα. Για το χαρακτήρα της της αναγνώριζε ένα και μοναδικό ελαφρυντικό: την επηρμένη, φιλόδοξη και προπαντός αδιάφορη οικογένειά της. Η Μαρίζα είχε δύο αδέρφια, και τα δύο μετανάστες. Ο ένας ήταν αδαμαντοπώλης και ζούσε χρόνια στη Νέα Υόρκη και ο άλλος ήταν κτηματομεσίτης και ζούσε στη Γερμανία. Τα λεφτά και των δύο έτρεχαν, όπως λέμε, απ τα μπατζάκια τους. Τα δυο αδέρφια είχαν ηλικιακή διαφορά με τη Μαρίζα σχεδόν είκοσι χρόνια. Η Μαρίζα ήταν το στερνοπαίδι ή, αλλιώς, το παιδί της κλιμακτηρίου, καθώς η μάνα της έμεινε έγκυος και δεν το κατάλαβε, παρά μόνο όταν το μωρό την κλότσησε για τα καλά. Όταν η Μαρίζα έκλεινε τα δεκαπέντε, πρώτα έφυγε για τόπους χλοερούς ο πατέρας της. Έμφραγμα, μια κι έξω. Ένα χρόνο αργότερα, το ίδιο ξαφνικά, έφυγε και η μάνα της. Τη φροντίδα της μέχρι να ενηλικιωθεί ανέλαβε, με το αζημίωτο, η αδερφή του πατέρα της. Βίλα έχτισαν εκείνη και ο άντρας της με τις επιταγές που εισέπρατταν τα πρώτα χρόνια, φουσκωμένες από υποχρέωση και τύψεις. Κάθε μήνα, λοιπόν, κατέφθαναν ανελλιπώς τα εμβάσματα για να καλύψουν τις όποιες ανάγκες ή επιθυμίες. Άλλου είδους επαφή καμία, πέρα από μια κάρτα τα Χριστούγεννα με ευχές για καλά Χριστούγεννα και ευτυχισμένη Πρωτοχρονιά. Τι να σου κάνει και η έρημη η Μαρίζα, έμαθε να ζει εις βάρος των άλλων, να συναλλάσσεται σε είδος, χωρίς συanamesapotami007s088.indd 27
ελσα φαραζη ναίσθημα, το οποίο κατά τη γνώμη της μάλλον περιέπλεκε παρά βοηθούσε τις συναλλαγές. Και όσο κατέφθαναν οι επιταγές, τ αδέρφια της τα είχε κορόνα στο κεφάλι της. Ο Αλέξανδρος ένιωθε πως τα λεφτά τους τον ευνούχιζαν. Τα δικά του χρήματα ποτέ δε θα ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν τα ακριβά γούστα της όμορφης Μαρίζας. Τις περισσότερες φορές, για να μη νιώθει μειονεκτικά απέναντί της, αναγκαζόταν να ξοδεύει σχεδόν όλο το μηνιαίο του εισόδημα. Πού θα πήγαινε όμως αυτό; Πώς θα έκανε έτσι προκοπή, όταν τις περισσότερες φορές έμενε πανί με πανί; Πώς ήταν δυνατό να κάνουν οικογένεια με αυτά τα δεδομένα; Και τι μάνα θα γινόταν η Μαρίζα; Μάνα Prada; To σίγουρο ήταν πως σύντομα, πολύ σύντομα, θα έπρεπε να κάνει μια εφ όλης της ύλης συζήτηση μαζί της. Να προσπαθήσει να την προσγειώσει, μπας κι αλλάξει μυαλά και μπορέσουν να συνεννοηθούν. Αν εκείνη έδειχνε απροθυμία, ήταν αποφασισμένος να τα τινάξει όλα στον αέρα. Δεν πάει άλλο, σκεφτόταν, επαρχία ξεπαρχία, εδώ παιζόταν το μέλλον του, ολόκληρη η ζωή του. Ο γάμος δεν ήταν απλό πράγμα. Όταν εκείνος θα αποφάσιζε να κάνει παιδιά, δε θα τα εγκατέλειπε για κανέναν και για τίποτα. Αν και αναγνώριζε πως οι θετοί γονείς του τον είχαν μοσχομεγαλώσει, καλύτερα από πολλούς πραγματικούς γονείς, αυτό δεν άλλαζε την πικρή αλήθεια πως οι δικοί του τον είχαν απορρίψει και εγκαταλείψει. 28 anamesapotami007s088.indd 28