ΓΙΑ ΤΟ «ΚΡΥΦΟ ΣΧΟΛΕΙΟ» Ἤγουν, περί παιδείας ἐµπεριστάτου σχόλιον στηλιτευτικόν. Ἡ ἱστορία, ὡς γνωστόν, εἶναι ἡ µελέτη καί ἡ γνώση τοῦ παρελθόντος. Ἡ γνώση, ὅµως, αὐτή ἀποκτᾶ νόηµα καί ἀξία µόνον ὅταν λειτουργεῖ ὡς ἀσφαλής ὁδηγός τῶν σύγχρονων λαῶν καί ἀνθρώπων. Ὅταν, δηλαδή, λειτουργεῖ ὡς φάρος πνευµατικός, πού µᾶς ὁδηγεῖ µέ ἀσφάλεια στή µίµηση τῶν ἀγαθῶν ἔργων τῶν προγόνων µας ἤ, κατά ἀντίστροφη ἔννοια, στήν ἀποφυγή τῶν ὅποιων ἑκούσιων καί ἀκούσιων σφαλµάτων τους. Μία ἱστορία πού δέν λειτουργεῖ ὡς ἀσφαλής ὁδηγός τοῦ ἀνθρώπου στήν πορεία του ἀπό τό παρόν πρός τό µέλλον δέν εἶναι µόνο µία νεκρή καί ἄχρηστη ἱστορία, ἀλλά, πολύ περισσότερο, εἶναι µία ἀνόητη καί ἐπικίνδυνη ἱστορία, µία ἱστορία πού µπορεῖ, νά ὁδηγήσει λαούς καί ἀνθρώπους στό γκρεµό καί τήν τέλεια καταστροφή. Συνεπῶς, ἡ ὀρθή καταγραφή, 1
γνώση καί ἑρµηνεία τῆς ἱστορίας ἀποτελεῖ τήν ἀπαραίτητη προϋπόθεση κάθε µορφῆς προόδου καί σέ συλλογικό καί σέ προσωπικό ἐπίπεδο. Μ έ βάση, λοιπόν, τή θεµελιώδη αὐτή ἀντίληψη γιά τήν ἱστορία καί τό ρόλο της µέσα στό σύγχρονο κόσµο, θά προσπαθήσουµε, τό κατά δύναµιν, νά προσεγγίσουµε τό ἐπίκαιρο θέµα τῆς παιδείας τοῦ ὑπόδουλου ἑλληνισµοῦ στά χρόνια της τουρκοκρατίας. Χαρακτηρίζουµε, µάλιστα, τό θέµα µας ὡς ἐπίκαιρο, γιατί σχετίζεται ἄµεσα τόσο µέ τήν ἐθνική ἑορτή τῆς 25ης Μαρτίου ὅσο καί µέ τό ζήτηµα τοῦ περιεχοµένου τῶν νέων σχολικῶν βιβλίων τοῦ µαθήµατος τῆς ἱστορίας (καί, κυρίως, αὐτοῦ τῆς ΣΤ τάξης τοῦ δηµοτικοῦ). Γνωρίζουµε ὅτι δέν εἴµαστε οἱ καθ ὕλην ἁρµόδιοι, νά ἀποφανθοῦµε γιά ἕνα τόσο σηµαντικό ζήτηµα καί ὅτι οἱ ἀπόψεις µας δέν εἶναι οὔτε οἱ µοναδικές πού διατυπώθηκαν οὔτε, πολύ περισσότερο, οἱ καλύτερες ἤ οἱ ὀρθότερες. Παρά ταῦτα, δέν θά διστάσουµε, νά τίς διατυπώσουµε ἀφήνοντας τήν ἀποτίµησή τους στήν κρίση τοῦ λαοῦ µας, τήν ὀρθότητα τῆς ὁ ποίας ἀναγνωρίζουµε καί, ἐκ τῶν προτέρων, ἀποδεχόµεθα. Τ ό 1453 ἡ Κωνσταντινούπολη ἡ Βασιλεύουσα Πόλις τῆς Ρω µαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἔπεσε στά χέρια τῶν Ὀθωµανῶν. Ἡ ἅλωσή της ὑπῆρξε ἕνα τροµερό ἱστορικό γεγονός, πού σφράγισε ἀνεξίτηλα τήν ἱστορική πορεία τῆς Ρωµιοσύνης. Ὁ ἀπαράκλητος θρῆνος τοῦ γένους µας γιά τήν καταστροφή τῆς ἔνδοξης αὐτοκρατορίας του, πού µεγαλούργησε πολιτικά καί πολιτιστικά γιά περισσότερο ἀ πό 15 αἰῶνες, καταγράφηκε στή δηµοτική ποίηση τῆς ἐποχῆς: «...Ἡ Ρω µανία ἐπεσεν, ἡ Ρωµανία πάρθεν...». Μαζί, ὅµως, µέ τό θρῆνο τῆς καταστροφῆς καταγράφηκε στή δηµοτική µας ποίηση καί ἡ ἐλπίδα τῆς ἀνάστασης τοῦ γένους µας, ἡ ἐλπίδα πού ἄναψε στίς καρδιές τῶν ὑπόδουλων Ρωµιῶν µέσα ἀπό τίς στάχτες τῆς ὁλοκληρωτικῆς τους καταστροφῆς: «...Σώπασε Κυρά Δέσποινα, καί µήν πολυδακρύζεις, πάλι µέ χρόνια µέ καιρούς, πάλι δικά µας θά ναί...». Τ ά «χρόνια», ὅµως, καί οἱ «καιροί» ἀργοῦσαν νά ἔρθουν. Μέχρι τότε τό γένος µας ἔπρεπε νά ἐπιβιώσει µέσα σέ ἱστορικά δύσκολες συνθῆκες. Ἀπό τή µία µεριά κινδύνευε νά ἀφοµοιωθεῖ ἐθνικά, θρησκευτικά, καί πολιτιστικά ἀπό τόν κατακτητή του, ἐνῶ, ἀπό τήν ἄλλη µεριά ἔπρεπε νά ἀντιµετωπίσει τόν κίνδυνο τοῦ ἀναλφαβητισµοῦ, πού ἀπό µόνος του ἦταν ἱκανός νά τό ὁδηγήσει σέ τέλειο ἀφανισµό. Στά δύσκολα αὐτά, ἀπό κάθε ἄποψη, χρόνια ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν ἡ µόνη δύναµη πού µποροῦσε νά ἀναλάβει τό βαρύ χρέος τῆς ἐ 2
θνικῆς, θρησκευτικῆς καί πολιτιστικῆς ἐπιβίωσης τοῦ γένους µας. Ἡ πρόνοια, µάλιστα, τοῦ Θεοῦ φρόντισε ὥστε νά παραχωρήσει ἡ ἴδια ἡ Ὀ θωµανική ἐξουσία στήν Ἐκκλησία τή διοίκηση τοῦ ὑπόδουλου γένους τῶν Ρωµιῶν, ὀργανώνοντας τό λαό µας ὡς ἕνα ἀνεξάρτητο καί ἐπίση µα ἀναγνωρισµένο «θρησκευτικό ἔθνος» (µιλιέτ), πού θά ζοῦσε εἰρηνικά µέσα στήν ἐπικράτεια τῆς Ὀθωµανικῆς Αὐτοκρατορίας µέ ἀρχηγό του τόν ἑκάστοτε Οἰκουµενικό Πατριάρχη, στόν ὁποῖο οἱ Ὀθωµανοί παραχώρησαν τόν τίτλο τοῦ «Μιλιέτ Μπασί» (= ἡ κεφαλή τοῦ ἔθνους), τοῦ ἀρχηγοῦ, δηλαδή, τοῦ γένους τῶν Ρωµιῶν. Αὐτό τό σύστηµα αὐτοδιοίκησης τῶν ὑπόδουλων Ρωµιῶν, πού, γενικά, χαρακτηρίζεται ὡς «Ἐθναρχία», σέ συνδυασµό µέ τήν πολιτική τους ὀργάνωση σέ ἀνεξάρτητες καί αὐτοδιοικούµενες «κοινότητες», ἀποτέλεσε τό θεµέλιο λίθο, πάνω στόν ὁποῖο οἰκοδοµήθηκε ἡ ἐθνική, θρησκευτική καί πολιτιστική ἐ πιβίωση τοῦ ἑλληνισµοῦ κατά τήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας. Μέσα στό εὐρύτερο πλαίσιο αὐτοῦ τοῦ ἱστορικοῦ ὁρίζοντα ἡ Ἐκκλησία ἀνέλαβε καί τό ἔργο τῆς παιδείας τῶν ὑπόδουλων χριστιανῶν. Τ όν πρῶτο µόλις χρόνο µετά ἀπό τήν ἅλωση τῆς Πόλης ὁ πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος ἵδρυσε στήν Κωνσταντινούπολη τήν «Πατριαρχική Ἀκαδηµία», πού ἔγινε εὐρύτερα γνωστή µέ τό ὄνοµα «Ἡ Μεγάλη τοῦ Γένους Σχολή», καί ὑπῆρξε ἡ µοναδική ἀ νώτατη ἑλληνική σχολή τῶν χρόνων τῆς τουρκοκρατίας, ἀπό τήν ὁποία ἀποφοίτησε πλῆθος Ἑλλήνων λογίων καί ἐπιστηµόνων, καθώς καί οἱ περισσότεροι διδάσκαλοι πού στελέχωσαν τά ἑλληνικά σχολεῖα τῆς ἐ ποχῆς ἐκείνης. Ἰδιαίτερα σηµαντική, ἐπίσης, σέ ἐπίπεδο κεντρικῆς διοίκησης ὑπῆρξε καί ἡ δηµιουργία τοῦ πρώτου ἑλληνικοῦ τυπογραφείου ἀπό τόν πατριάρχη Κύριλλο Λούκαρη, πού λειτούργησε στήν Κωνσταντινούπολη ἀπό τό 1624. Παράλληλα, ἡ Ἐκκλησία µέ τή βοήθεια, φυσικά, καί τήν οἰκονοµική ὑποστήριξη τῶν «κοινοτήτων» κατάφερε νά ἐ ξασφαλίσει τήν ἄδεια τοῦ Ὀθωµανικοῦ κράτους γιά τήν ἵδρυση ὀργανωµένων, αὐτοδιοικούµενων καί αὐτοχρηµατοδοτούµενων ἑλληνικῶν σχολείων στίς µεγαλύτερες, τουλάχιστον, πόλεις τῆς Ὀθωµανικῆς Αὐτοκρατορίας. Ἀ ξιοσηµείωτη στό θέµα τῆς ἵδρυσης σχολείων ὑπῆρξε καί ἡ τεράστια προσφορά τοῦ Ἁγίου Κοσµᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ (1714 1779), ὁ ὁποῖος παρακινοῦσε συνεχῶς τούς ὑπόδουλους χριστιανούς, νά ἱδρύουν σχολεῖα σέ κάθε πόλη καί χωριό. Ρωτοῦσε χαρακτηριστικά ὁ Πατροκοσµᾶς: «...Ἔχετε σχολεῖον ἐδῶ εἰς τήν χώραν σας, νά δι 3
αβάζουν τά παιδιά; Δέν ἔχοµεν, Ἅγιε τοῦ Θεοῦ. Νά µαζευθῆτε ὅλοι, νά κάµετε ἕνα σχολεῖον καλόν, νά βάλετε καί ἐπιτρόπους, νά τό κυβερνοῦν, νά βάνουν διδάσκαλον, νά µανθάνουν ὅλα τά παιδιά γράµµατα, πλούσια καί πτωχά. Διότι ἀπό τό σχολεῖον µανθάνωµεν τί εἶναι Θεός, τί εἶναι Ἁγία Τριάς, τί εἶναι παράδεισος, κόλασις, ἀρετή, κακία. Ἄν δέν ἦτο σχολεῖον, ποῦ ἤθελα µάθει ἐγώ νά σᾶς διδάσκω;... Καλύτερον, ἀ δελφέ µου, νά ἔχης σχολεῖον ἑλληνικόν εἰς τήν χώραν σου, παρά νά ἔ χης βρύσες καί ποτάµια, καί ὡσάν τό παιδί σου µάθη γράµµατα, τότε λέγεται ἄνθρωπος...». Μέ τό κηρυκτικό του ἔργο ὁ Πατροκοσµᾶς ἵδρυσε ἑκατοντάδες ἑλληνικά σχολεῖα καί συνέβαλε καθοριστικά στή διατήρηση τῆς ἐθνικῆς µας αὐτοσυνειδησίας, πληρώνοντας, τελικά, τήν προσφορά του µέ τήν ἴδια του τή ζωή, ὅπως καί ὁ ἴδιος εἶχε προφητικά ἀ ναγγείλει, λέγοντας: «...Ἐγώ, µέ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ, µήτε σακούλα ἔ χω, µήτε κασέλα, µήτε σπίτι, µήτε ράσο ἄλλο ἀπό αὐτό πού φοράω. Καί τό σκαµνί ὅπου ἔχω δέν εἶναι ἐδικόν µου, διά λόγου σας τό ἔχω. Ἄλλοι τό λέγουν σκαµνί καί ἄλλοι θρόνον. Δέν εἶναι καθώς τό λέγετε. Ἀµή θέλετε νά µάθετε τί εἶναι; Εἶναι ὁ τάφος µου, καί ἐγώ εἶµαι µέσα ὁ νεκρός ὅπου σας ὁµιλῶ. Ἐτοῦτος ὁ τάφος ἔχει τήν ἐξουσίαν νά διδάσκει βασιλεῖς καί πατριάρχας, ἀρχιερεῖς καί ἱερεῖς, ἄνδρας καί γυναίκας, παιδιά καί κορίτσια, νέους καί γέροντας, καί ὅλον τόν κόσµον...». Ἐ νῶ, ὅµως, στίς µεγάλες πόλεις ὑπῆρχε ἔστω καί ὑπό ἀντίξοες συνθήκες ἡ δυνατότητα ἵδρυσης, ὀργάνωσης καί χρηµατοδότησης ἑλληνικῶν σχολείων, ὁ µεγαλύτερος ὄγκος τοῦ ἑλληνικοῦ πληθυσµοῦ, πού κατοικοῦσε σέ ὀρεινές, ἄγονες, φτωχές καί ἀ ποµονωµένες περιοχές, κινδύνευε νά βυθιστεῖ στό σκοτάδι τοῦ ἀναλφαβητισµοῦ, ὁ ὁποῖος ἀποτελοῦσε τό προοίµιο τῆς γλωσσικῆς του ἀφο µοίωσης ἀπό τούς Ὀθωµανούς καί ὁδηγοῦσε µέ µαθηµατική ἀκρίβεια στήν ἐθνική, θρησκευτική καί πολιτιστική του ἀφοµοίωση. Ἐπειδή, λοιπόν, στίς περιπτώσεις αὐτές ἦταν ἀδύνατη ἡ ἐξοικονόµηση τῶν ἀναγκαίων χρηµατικῶν πόρων γιά τήν ἵδρυση καί λειτουργία ὀργανωµένων σχολείων, ἡ στοιχειώδης παιδεία τῶν ὑπόδουλων Ρωµιῶν ἀνατέθηκε στούς ὀλιγογράµµατους ἱερεῖς καί µοναχούς τῶν περιοχῶν αὐτῶν. Ἔ τσι, οἱ ταπεινοί καί, κατά κανόνα, ὀλιγογράµµατοι παπάδες καί καλόγεροι ὀργάνωναν στά ὀρεινά καί ἀποµονωµένα ἑλληνικά χωριά ἀνεπίσηµα σχολεῖα, πού ἀναλάµβαναν τήν εὐθύνη νά διδάξουν στά παιδιά τῶν ὑπόδουλων χριστιανῶν τή στοιχειώδη γραφή καί ἀνάγνωση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, χρησιµοποιώντας ὡς γλωσσικά ἐγχειρίδια τά λειτουργικά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ αὐτά ἦταν τά µοναδικά βιβλία 4
πού ὑπῆρχαν σέ αὐτές τίς ὀρεινές καί ἀποµονωµένες περιοχές. Ἡ στοιχειώδης αὐτή διδασκαλία τῶν ὑπόδουλων χριστιανῶν γινόταν, συνήθως, τό ἀπόγευµα καί τό βράδυ, ἀφοῦ τίς πρωινές ὧρες τά παιδιά ἦταν ὑποχρεωµένα νά ἐργάζονται στίς κτηνοτροφικές καί γεωργικές ἐργασίες τῆς οἰκογένειάς τους καί ὄχι γιατί οἱ Ὀθωµανοί ἀγνοοῦσαν ἤ ἀπαγόρευαν τή λειτουργία τῶν ἀνεπίσηµων αὐτῶν σχολείων, ὅπως λανθασµένα ὑποστηρίχθηκε παλαιότερα. Ἐπειδή τά σχολεῖα αὐτά ἦταν ἀνεπίσηµα, δέν χρειαζόταν ἡ ἔκδοση εἰδικῆς ἄδειας τοῦ Ὀθωµανικοῦ κράτους γιά τήν ἵδρυση καί τή λειτουργία τους. Παράλληλα, οἱ ἱερεῖς καί οἱ µοναχοί πού δίδασκαν σέ αὐτά δέν χορηγοῦσαν στούς µαθητές τούς ἐ πίσηµα ἀναγνωρισµένα σχολικά ἀπολυτήρια, ἀφοῦ ἡ ἐπιτυχία τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ τους ἔργου ἦταν δεδοµένη, ἄν τά παιδιά µάθαιναν τά γράµµατα τοῦ ἑλληνικοῦ ἀλφάβητου, καθώς καί τή στοιχειώδη ἑλληνική γραφή καί ἀνάγνωση. Ἐξ αἰτίας, µάλιστα, τοῦ ἀνεπίσηµου χαρακτήρα τους τά σχολεῖα αὐτά µνηµονεύονται, πράγµατι, ἐλάχιστα στίς ἱ στορικές πηγές καί τά ὅσα γνωρίζουµε γιά αὐτά προέρχονται περισσότερο ἀπό τούς θρύλους καί τίς λαϊκές δοξασίες τοῦ λαοῦ µας καί λιγότερο ἀπό τίς µαρτυρίες τῆς ἐπίσηµης ἱστορικῆς ἔρευνας. Τά ἀνεπίσηµα αὐτά σχολεῖα, πού ἔσωσαν ἕνα µεγάλο µέρος τοῦ ὑπόδουλου ἑλληνικοῦ πληθυσµοῦ ἀπό τόν ἐξισλαµισµό, καί συνέβαλαν καθοριστικά στήν ἐπιβίωση τοῦ ἑλληνισµοῦ στά χρόνια της τουρκοκρατίας, ἔµειναν γνωστά στήν παράδοσή µας µέ τό ὄνοµα «τό κρυφό σχολειό». Φυσικά, µέ τό χαρακτηρισµό αὐτό, κατά τή γνώµη µας, δηλώνεται ὁ ἀνεπίσηµος χαρακτήρας τῶν σχολείων αὐτῶν καί ὄχι ὁ µυστικός τρόπος τῆς λειτουργίας τους. Ὁ ὄρος, δηλαδή, «το κρυφό σχολειό» δηλώνει τό ταπεινό, τό ἀνεπίσηµο σχολειό και ὄχι τό µυστικό ἤ τό ἀπαγορευµένο σχολειό. Π ράγµατι, ἐλάχιστα µνηµονεύεται ἡ ὕπαρξη τοῦ «κρυφοῦ σχολειοῦ» στίς ἐπίσηµες ἱστορικές πηγές τῶν χρόνων τῆς τουρκοκρατίας. Αὐτό, ὅµως, δέν σηµαίνει, ὅτι τό «κρυφό σχολειό», ὅπως τό περιγράψαµε προηγουµένως, δέν ὑπῆρξε ποτέ. Οἱ ἥρωες τοῦ «κρυφοῦ σχολειοῦ» δέν ἦταν ἐπώνυµοι ἡγέτες, ἀλλά ἀνώνυµοι, ἁ πλοί καί ταπεινοί ἄνθρωποι, πού πέρασαν ὁλόκληρη τή ζωή τους µέσα στήν ἀφάνεια καί τόν καθηµερινό µόχθο τῆς ἐπιβίωσης. Ἦταν ἁπλοί ἄνθρωποι, πού δέν κατεῖχαν θέσεις ἐξουσίας, δέν διαµόρφωσαν µέ τίς πράξεις καί τίς ἀποφάσεις τους τήν ἱστορική πορεία τῆς ἐποχῆς τους, δέν ἄφησαν πουθενά κανένα ἐπίσηµο γραπτό κείµενό τους, δέν κατέγραψαν οὔτε τό µικρό ὄνοµά τους. Γι αὐτό, καί οἱ ἱστορικές πηγές δέν εἶχαν κανένα λόγο νά ἀσχοληθοῦν µαζί τους, ὅπως, ἄλλωστε, δέν ἀ 5
σχολήθηκαν ποτέ µέ τήν καταγραφή τῶν ἔργων καί τῶν ὀνοµάτων ὅ λων ἐκείνων τῶν ἀνώνυµων ἀγωνιστῶν πού πλήρωσαν µέ τή ζωή ἤ µέ τή σωµατική τους ἀκεραιότητα τόν ἀγώνα τῆς ἀποτίναξης τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ. Τό ἔργο, ὅµως, τῶν ἄγνωστων ἀγωνιστῶν τοῦ «κρυφοῦ σχολειοῦ» µνηµονεύεται µέσα στούς θρύλους καί τίς δοξασίες τοῦ λαοῦ µας, στούς ὁποίους διασώζεται ἡ αὐθεντικότερη, ἴσως, ἔκφραση τῆς ἱστορικῆς µνήµης, τῆς ἱστορικῆς µνήµης πού δέν ὑπόκειται σέ ἰδεολογικές προκαταλήψεις καί ἰδιοτελεῖς σκοπιµότητες, τῆς ἱ στορικῆς µνήµης πού εἶναι πάντα ἀληθινή, γιατί ἀποτελεῖ τήν ἱ στορική ἔκφραση τῆς λαϊκῆς µας συνείδησης. Ναί, σέ αὐτή τήν αὐθεντική λαϊκή ἱστορική µνήµη µαρτυρεῖται τό ἔργο τῶν ταπεινῶν καί ὀ λιγογράµµατων ἀγωνιστῶν τοῦ «κρυφοῦ σχολειοῦ», τά ὀνόµατα τῶν ὁ ποίων εἶναι ἄγνωστα στούς ἀνθρώπους, ἀλλά γνωστά στό Θεό, τά ὀνό µατα τῶν ὁποίων δέν εἶναι γραµµένα στά βιβλία τῆς ἱστορίας, ἀλλά στό βιβλίο τῆς ἀληθινῆς ζωῆς, µαζί µέ τά ἑκατοµµύρια ὀνόµατα τῶν ἄ γνωστων µαρτύρων καί ὁσίων τῆς πίστης µας, µαζί µέ τά ὀνόµατα ὅ λων αὐτῶν, πού θυσιάστηκαν, γιά νά εἴµαστε ἐµεῖς σήµερα ἐλεύθεροι. Ὁ λοκληρώνοντας τό λόγο µας, θά ἔπρεπε, ἴσως, νά ἀναφερθοῦµε ἔστω καί συνοπτικά στόν κοινωνικό χαρακτήρα τῆς ἑλληνικῆς παιδείας κατά τήν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας. Εἴδαµε, γιά παράδειγµα, προηγουµένως στίς διδαχές τοῦ Ἁγίου Κοσµᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ νά τονίζεται ἰδιαίτερα ὅτι τά ἑλληνικά σχολεῖα πρέπει νά ἱδρύονται καί νά συντηροῦνται ἀπό τήν κοινότητα, ὥστε νά προσφέρουν τά ἀγαθά τῆς παιδείας σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως τούς ἀνθρώπους, καί, ἔτσι, «...νά µανθάνουν ὅλα τά παιδιά γράµµατα, πλούσια καί πτωχά...». Εἶναι φανερό ὅτι ἡ παράδοση τοῦ ἑλληνισµοῦ ἀντιλαµβάνεται τήν παιδεία ὡς ἕνα κοινωνικό ἀγαθό, τή διαχείριση τοῦ ὁποίου πρέπει, νά ἔχει ἡ κοινότητα καί ὄχι κάποια ἀνεξάρτητα ἤ ἀποκοµµένα ἀπό τό συλλογικό σῶµα τῆς κοινότητας πρόσωπα. Συνεπῶς, τό πρωτεῦον στήν ὀργάνωση καί τή λειτουργία τῆς παιδείας, σύµφωνα µέ τήν παράδοσή µας, πρέπει νά εἶναι ἡ ἐξασφάλιση τοῦ κοινωνικοῦ της χαρακτήρα, ὁ ὁ ποῖος ἐγγυᾶται τήν ὁλοκληρωµένη ἀνάπτυξη τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου καί τήν προσφορά ἴσων εὐκαιριῶν σέ ὅλους. Μ ία παιδεία πού δέν ἐλέγχεται ἀπό τήν κοινότητα, ἀλλά ἀ πό κάποια οἰκονοµική καί κοινωνική ὀλιγαρχία, δέν µπορεῖ νά εἶναι ἑλληνική παιδεία. Μία παιδεία πού δέν παρέχεται ἐξίσου σέ ὅλα τά µέλη τῆς κοινότητας, ἀλλά προορίζεται µόνο 6
γιά τούς πλούσιους ἤ γιά τούς διανοητικά ἰσχυρούς, δέν µπορεῖ νά εἶναι ἑλληνική παιδεία. Μία παιδεία πού δέν ὑπηρετεῖ τήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν ἄγνοια καί τή συγκρότησή του σέ ὁλοκληρωµένη προσωπικότητα, ἀλλά τή δηµιουργία τυποποιηµένων ἀνθρώπων, πού εἶναι σχεδιασµένοι, γιά νά λειτουργοῦν ὡς ἔµψυχα γρανάζια µιᾶς µηχανῆς, δέν µπορεῖ νά εἶναι ἑλληνική παιδεία. Σέ τελική ἀνάλυση, ἡ παιδεία πού δέν σέβεται καί δέν ἀναδεικνύει τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, δέν µπορεῖ νά εἶναι ἑλληνική παιδεία. Ἄ ς ἐλπίσουµε, ὅτι τό γένος µας δέν θά λησµονήσει ποτέ τήν τεράστια προσφορά τῆς Ἐκκλησίας στή διατήρηση τῆς ἐθνικῆς καί πολιτιστικῆς µας ταυτότητας στά δύσκολα καί σκοτεινά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας. Μπερκουτάκης Μιχαήλ Θεολόγος Ἐκπαιδευτικός Πύργος Ἠλείας 10/03/2007 Τό κείµενο αὐτό δηµοσιεύθηκε στήν τοπική ἐφηµερίδα τοῦ Πύργου «Πατρίς» στίς 15/03/2007 (σελ. 12) καί ἐκφωνήθηκε ὡς πανηγυρικός λόγος στήν Καλλιθέα Ὀλυµπίας κατά τόν ἑορτασµό τῆς ἐθνικῆς ἑορτῆς τῆς 25ης Μαρτίου στις 25/03/2007. ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΑΙ Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΝΤΥΠΗ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ, ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΟΤΙ: Α) ΘΑ ΔΙΑΤΙΘΕΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟΥΣ ΔΩΡΕΑΝ ΚΑΙ Β) ΘΑ ΑΝΑΓΡΑΦΕΤΑΙ ΩΣ ΠΗΓΗ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ ΤΟΥ Η ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ «ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΝ ΕΓΚΟΛΠΙΟΝ» (http://www.egolpion.com/) 7