Υ ΑΤΙΝΟΙ ΠΟΡΟΙ ΥΠΟΓΕΙΑ ΝΕΡΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Γεώργιος Κ. Στουρνάρας Καθηγητής Υδρογεωλογίας και Τεχνικής Γεωλογίας Πανεπιστηµίου Αθηνών Εισαγωγή Η λέξη περιβάλλον οδηγεί συνειρµικώς σε µόλυνση, ρύπανση, ποιοτική και ποσοτική υποβάθµιση και, γενικώς, καταστροφή του περιβάλλοντος. Αυτό είναι σωστό και αναµενόµενο ενώπιον των πολλών και σοβαρών ανθρωπογενών επιπτώσεων. εν πρέπει, όµως, να αποπροσανατολίζει από τη βασική, αρχέγονη και θεµελιώδη σχέση ανθρώπου και φυσικού περιβάλλοντος, που λέει ότι ο άνθρωπος, όχι για να αναπτυχθεί, αλλά απλώς να επιβιώσει, είναι υποχρεωµένος να εκµεταλλευτεί το φυσικό περιβάλλον. Το ίδιο ακριβώς συµβαίνει και στο θέµα του νερού, βασικού στοιχείου του περιβάλλοντος, από το οποίο εξαρτώνται, αµέσως ή εµµέσως, όλα τα υπόλοιπα περιβαλλοντικά στοιχεία. Η κορυφή, απλώς, του παγόβουνου αποτελείται από το σύνολο των εκτροπών, αποξηράνσεων, υπεραντλήσεων, αποψιλώσεων και άλλων ανθρωπογενών επεµβάσεων προκειµένου το περιβάλλον να γίνει χωροταξικώς αποδεκτό. Τα υπόγεια νερά, από µια δεδοµένη στιγµή και µετά (ανόρυξη φρεάτων και γεωτρήσεων), συµπλήρωσαν το θεµελιώδη ρόλο τους στην ανάπτυξη των ανθρωπίνων κοινωνιών, µετά τη χρήση του νερού των πηγαίων εκφορτίσεων. Η υδραυλική πλευρά του θέµατος Η σχέση µε την οποία το νερό ρέει πάνω ή µέσα στους γεωλογικούς σχηµατισµούς επιδρά σηµαντικώς στο µέγεθος του περιεχόµενου φορτίου. Ο χρόνος επαφής περιεχοµένου (νερού) και περιέχοντος (γεωλογικού σχηµατισµού) είναι καθοριστικός στο σηµείο αυτό. Γενικώς, µεγάλες ταχύτητες ροής δεν ευνοούν το φαινόµενο της διαλύσεως. Αυτό, βεβαίως, µέχρι ενός ορισµένου σηµείου, δεδοµένου ότι στις µεγάλες ταχύτητες ροής εµφανίζονται, σε µεγαλύτερο βαθµό, τα φαινόµενα διαβρώσεως, τα οποία προσθέτουν στο νερό σηµαντικά περιεχόµενα φορτία. Θα πρέπει, πάντως, να εκτιµηθεί ότι η συνολική µάζα του διαλυµένου υλικού στην περίπτωση µεγάλης (σε όγκο) ροής µπορεί να είναι πιθανώς µεγαλύτερη. Το γεγονός αυτό δίνει έµφαση στη σηµαντική νοητική διαφορά ανάµεσα στη «συγκέντρωση» και στη «ροή µάζας», που είναι το αποτέλεσµα συγκεντρώσεως και ροής. Οι προδιαγραφές ποιότητας συντάσσονται πάντα στη βάση των συγκεντρώσεων, ωστόσο, όταν συγκρίνονται ποιότητες υδατικών συστηµάτων για τον προσδιορισµό των αλλαγών που, ενδεχοµένως, έχουν επέλθει, είναι σηµαντικό να είναι γνωστές και να θεωρούνται και να προσδιορίζονται οι ροές µάζας. Εποµένως, θεωρώντας τις συγκεντρώσεις του περιεχοµένου φορτίου στα νερά, οι περιπτώσεις χαµηλής ροής είναι, φυσιολογικώς, οι πιο σοβαρές. Σε υψηλές ροές, η διάλυση είναι τέτοια, ώστε οι συγκεντρώσεις του φορτίου αυτού είναι µειωµένες. Ως υπόγεια ροή εννοείται η κίνηση του νερού στο υπέδαφος και, ειδικώς, µέσα στους υδροφόρους ορίζοντες. Οπως κάθε 1
κίνηση ρευστού µέσα σε στερεό, η ροή εξαρτάται από τις ιδιότητες του περιέχοντος - µέσου (υδροφορέας) και του περιεχοµένου (υπόγειο νερό). Κάθε ένα από τα σύνολα των αντίστοιχων ιδιοτήτων επηρεάζει το είδος, τη µορφή και τις ποσοτικές εκφράσεις της κινήσεως του υπογείου νερού. Η µορφή της ροής εξαρτάται, επίσης, από το καθεστώς των δυνάµεων που προκαλούν την κίνηση (ροή), καθώς κι εκείνων που αντιστέκονται σ αυτήν. Στα πλαίσια της ροής, συνυπάρχουν και συνεργάζονται οι ιδιότητες µέσου (υδροφορέα) και περιεχοµένου (νερού) για τη διαµόρφωση των ιδιοτήτων της ροής. Συµπεράσµατα Θεωρώντας το νερό ως στοιχείο περιβάλλοντος, είναι προφανές ότι η διαµόρφωση του τοπικού ή γενικότερου περιβάλλοντος εξαρτάται, στο µεγαλύτερο βαθµό, από την ποιοτική και ποσοτική σύσταση της υδρόσφαιρας και τις µεταβολές της στο χρόνο. Οι µετασχηµατισµοί ανάµεσα στις τρεις φάσεις, σαν αιτιατό, µε αίτιο, κυρίως, τις θερµοκρασιακές µεταβολές, προκαλούν αλλαγές στο περιβάλλον, κανονικές και ακανόνιστες, επουσιώδεις και σηµαντικές, αναµενόµενες και απρόβλεπτες, σύντοµες και µακροχρόνιες, δηµιουργικές και καταστροφικές για τον άνθρωπο ή για την παραδεκτή περιβαλλοντική µετεξέλιξη. Θεωρώντας το νερό ως ένα φυσικό πόρο, ο χαρακτηρισµός του µεταβάλλεται στον χωρόχρονο, αλλά και µε την κλίµακα θεωρήσεως. Ο πλανήτης αποτελεί ένα κλειστό σύστηµα, αν εξαιρέσει κανείς την ενέργεια που δέχεται από το διάστηµα, κυρίως την ηλιακή ενέργεια. Σε επίπεδο πλανήτη, εποµένως, το νερό αποτελεί ένα φυσικό πόρο πεπερασµένο-µη ανανεώσιµο, ανεξαρτήτως του χρόνου. Σε τοπικό επίπεδο, τα πράγµατα αλλάζουν, σε συνδυασµό και µε το χρόνο. Σε χώρες µε ξηρή και υγρή περίοδο, όπως π.χ, η Ελλάδα, το νερό, σε υπερετήσια βάση, είναι ένας φυσικός πόρος ανανεώσιµος, δεδοµένου ότι η προσεχής υγρή περίοδος θα καλύψει τα προκύψαντα ελλείµµατα από τη φυσική απώλεια (µετασχηµατισµό) ή την κατανάλωση του υδατικού δυναµικού. Σε ετήσια ή σε εποχική βάση, το νερό είναι ένας φυσικός πόρος µη ανανεώσιµος, δεδοµένου ότι το διαθέσιµο υδατικό δυναµικό είναι δεδοµένο, πεπερασµένο για τη συγκεκριµένη χρονική διάρκεια (ξηρή περίοδος). Η κατανόηση της σχέσης επιφανειακών και υπογείων υδάτων είναι ουσιώδης στο πεδίο της δράσης των διαχειριστών και των επιστηµόνων που ασχολούνται µε τα υδατικά συστήµατα. Η διαχείριση µιας συνιστώσας του υδρολογικού συστήµατος, όπως, π.χ., ενός χειµάρρου ή ενός υδροφόρου ορίζοντα, συνήθως είναι εν µέρει αποτελεσµατική, λόγω της υδραυλικής επικοινωνίας, σχέσης και ισορροπίας µε άλλα υδατικά στοιχεία ή συστήµατα. Το θέµα αυτό έχει να κάνει, τόσο µε την ποσοτική πλευρά των υδατικών πόρων, όσο και µε την ποιοτική τους πλευρά. Επίσης, το θέµα αυτό δεν περιορίζεται στις έµµεσες επιπτώσεις, που προκύπτουν από το γεγονός ότι τα; υπόγεια νερά είναι επιφανειακά που, πρωτογενώς ή δευτερογενώς, κατείσδυσαν ή από τα υπόγεια νερά, που επιστρέφουν στην επιφανειακή απορροή, µέσω των πηγαίων εκφορτίσεων. Το θέµα επεκτείνεται και στην άµεση ανάµιξη επιφανειακών και υπογείων νερών και στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που προκύπτουν. Τέτοιες επιπτώσεις στα υδατικά περιβάλλοντα (κυρίως, από ανθρώπινη παρέµβαση) αφορούν την οξύτητα, τη θερµοκρασία και το διαλυµένο οξυγόνο. Η ροή ανάµεσα στα επιφανειακά και τα υπόγεια νερά δηµιουργεί ένα δυναµικό, τοπικό και συγκεκριµένο µικροκλίµα και µικροπεριβάλλον για την υδρόβια πανίδα, κοντά ή µέσα στη ζώνη 2
αναµίξεως. Οι οργανισµοί αυτοί αποτελούν, ως είναι φυσικό, τµήµα της τροφικής αλυσίδας, που διατηρεί τις διαφορετικές οικολογικές κοινωνίες, τη βιοποικιλότητα. Πολλοί υγρότοποι εξαρτώνται από, σχετικώς, σταθερή ροή, στο πλαίσιο των εποχικών, ετησίων και υπερετησίων κλιµατικών διακυµάνσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σε σχέση µε τις προσπάθειες δηµιουργίας νέων υγροτόπων, σε αντικατάσταση εκείνων που έχουν καταστραφεί, το ποσοστό επιτυχίας είναι συνάρτηση του κατά πόσον ο δηµιουργούµενος υγρότοπος είναι παρόµοιος µε τον καταστραφέντα, στις συγκεκριµένες υδρολογικές, υδρογεωλογικές και κλιµατικές συνθήκες. Περιβαλλοντικός σχολιασµός Οι διαµορφωµένες, εσωτερικές (γεωλογική δοµή) και εξωτερικές (ατµοσφαιρικά κατακρηµνίσµατα, γεωµορφολογία) περιβαλλοντικές συνθήκες καθορίζουν, τόσο τα ποσοτικά (κίνηση και αποθήκευση υπόγειου νερού), όσο και τα ποιοτικά (χηµισµός νερού, αντιδράσεις του µε το περιβάλλον) χαρακτηριστικά της υπόγειας ροής. Τα υπόγεια νερά αποτελούν το σύνολο, σχεδόν, των αποθεµάτων γλυκού νερού της Γης, εκτιµώµενα στην τάξη µεγέθους των δέκα εκατοµµυρίων δισεκατοµµυρίων (10 16 ) m 3*. Τα υπόγεια νερά συνδέονται µε τα επιφανειακά, από τα οποία, άλλωστε, προέρχονται. Η σύνδεση αυτή είναι αµφίδροµη και ποικιλόµορφη. Τα επιφανειακά νερά οδηγούνται στο υπέδαφος, για να ενσωµατωθούν στις υπόγειες υδροφορίες µέσα σ ένα πλαίσιο φυσικό ή τεχνητό. Στο φυσικό πλαίσιο εντάσσεται η πρωτογενής κατείσδυση των ατµοσφαιρικών κατακρηµνισµάτων, αλλά και η * Μια γενική κατανοµή του νερού της υδρόσφαιρας του πλανήτη µας παρουσιάζεται ως εξής: Ωκεανοί και θάλασσες 97.2 %, παγετώνες και πολικοί πάγοι 2.15 %, υπόγεια νερά 0.625 %, λίµνες και ποτάµια 0.009 %, ατµόσφαιρα 0.01 δευτερογενής, κατά την απορροή. Στο τεχνητό πλαίσιο ανήκουν οι τεχνητοί εµπλουτισµοί των υδροφόρων οριζόντων. Η µετατόπιση υπογείων νερών πίσω στα επιφανειακά γίνεται, κι αυτή, σε φυσικό και τεχνητό πλαίσιο. Στο πρώτο ανήκουν οι πηγαίες εκφορτίσεις, η τελική εκφόρτιση προς το επίπεδο βάσης (θάλασσα, λίµνη) και οι απώλειες από τριχοειδή ανύψωση και εξάτµιση. Στο δεύτερο, οι αντλήσεις και κάθε µορφής αποστραγγίσεις. Η εκµετάλλευση των υπογείων νερών απαιτεί µικρότερες δαπάνες, σε σχέση µε την εκµετάλλευση των επιφανειακών, λόγω µικρότερου κόστους των υδροληπτικών έργων, µηδαµινών απαλλοτριώσεων, αλλά και µικρότερης διαταράξεως του γενικότερου περιβάλλοντος. Παρουσιάζουν, πάντα σε σχέση µε τα επιφανειακά, µια σχετική σταθερότητα στην απολήψιµη παροχή, µια σχετική σταθερότητα στη χηµική σύσταση, στα φυσικοχηµικά χαρακτηριστικά και στους οργανοληπτικούς χαρακτήρες. Η εκµετάλλευση των υδροφόρων οριζόντων πραγµατοποιείται µε τη διαδικασία των αντλήσεων, που, πολλές φορές, οδηγείται στη κατάσταση των υπεραντλήσεων. Η διακήρυξη της ιεθνούς Ενώσεως Υδρογεωλόγων (ΙΑΗ) Η σπουδαιότητα των υπογείων νερών για την κάλυψη των πάσης φύσης αναγκών, οι περιορισµοί στις συνθήκες επανατροφοδοσίας των υδροφόρων οριζόντων, η προστασία τους από ρυπάνσεις, µολύνσεις και, γενικώς, ποιοτικές και ποσοτικές υποβαθµίσεις, είναι µια πραγµατικότητα για τους Υδρογεωλόγους, οι οποίοι προσπαθούν να τη µεταφέρουν στη ιοίκηση, σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, η ιεθνής Ενωση Υδρογεωλόγων (International Association of Hydrogeologists-IAH) προχώρησε σε σχετική ιακήρυξη στο 30 στό διεθνές συνέδριό της µε 3
θέµα: «Υπόγεια νερά. Επιτεύγµατα του παρελθόντος και προκλήσεις του µέλλοντος», που έγινε στο Cape Town, από 26-11 έως 1-12/2000. Υπόγειοι υδατικοί πόροι. Πλεονεκτήµατα και περιορισµοί Σε πολλές χώρες του κόσµου, ακόµα και στα κράτη της Ε.Ε., το υπόγειο υδατικό δυναµικό αποτελεί ένα αξιοσηµείωτο τµήµα των υδατικών όρων, πολλές φορές το επικρατούν. Η χρήση του δυναµικού αυτού εµφανίζει πλεονεκτήµατα, αλλά υπόκειται και σε περιορισµούς, µε τη θεώρηση του υπόγειου υδατικού δυναµικού µέσα στο πλαίσιο του υδρολογικού κύκλου κάθε περιοχής, ετήσιου και υπερετήσιου. Εµφανίζει ευαισθησία σε εξωτερικές προσβολές, κυρίως από ανθρωπογενείς δραστηριότητες. Συνδέονται µε τα επιφανειακά νερά, καθώς προέρχονται απ αυτά (πρωτογενής και δευτερογενής κατείσδυση), αλλά και τα ενισχύουν (εκφόρτιση πηγών στην απορροή). Το θέµα της διαχειρίσεως και της προστασίας των υπογείων νερών δεν είναι δυνατό, παρά να θεωρηθεί µέσα στο γενικότερο θέµα διαχειρίσεως και προστασίας του συνολικού υδατικού δυναµικού. Η ιδιαιτερότητα των υπογείων νερών, ως υδατικού πόρου, είναι αποτέλεσµα των φυσικοχηµικών του χαρακτήρων, της κατανοµής τους και του καθεστώτος διακινήσεώς τους µέσα στο φυσικό µέσο και του ρόλου του στη συµπεριφορά του µέσου αυτού. Τα υπόγεια νερά είναι, συνήθως, προσβάσιµα και εκµεταλλεύσιµα από συνηθισµένα υδροληπτικά έργα, παραγωγικά και οικονοµικά. Οι περιορισµοί στον εντοπισµό και στην εµφάνισή τους είναι µικρότεροι από τους αντίστοιχους για τα επιφανειακά νερά, χωρίς, παρόλα αυτά να είναι αµελητέοι, όπως η ετερογένεια στην κατανοµή της παραγωγικότητας, η ασυνέχεια ορισµένων υδροφορέων, το ενεργειακό κόστος (άντληση) για την εκµετάλλευσή τους. Το τελευταίο µπορεί, επίσης, να είναι αµελητέο ή µηδαµινό, όπως στις περιπτώσεις υδροµαστεύσεων βαρύτητας, αρτεσιανών φρεάτων ή φρεάτων µικρού βάθους. Επί πλέον, το κόστος διανοµής τους, σε σχέση µε τα επιφανειακά νερά, για κάθε χρήση, ακόµα και για ύδρευση (περιλαµβανοµένης της εµφιαλώσεως) είναι µικρό και, σε καµιά περίπτωση, δεν ανατρέπει το βασικό κανόνα «κόστος -όφελος». Τα υπόγεια νερά προσφέρουν, συνήθως, µια ποιότητα εξαιρετική, για όλες τις χρήσεις, µε εξαίρεση, βεβαίως, τα νερά που διακινούνται σε συγκεκριµένα γεωλογικά πεδία, που επιβαρύνουν την ποιότητά τους. Σηµαντική είναι, επίσης, η ποιοτική τους σταθερότητα στο χρόνο και η δυνατότητα αυτοκαθαρισµού τους, λόγω της στενής επαφής και σχέσης τους µε το γεωλογικό υλικό, µε το οποίο ενεργοποιούν συγκεκριµένους µηχανισµούς καθαρισµού (διήθηση, κατακράτηση, προσρόφηση, οξειδώσεις στην ακόρεστη ζώνη, χηµικές αντιδράσεις και παραγωγή ιζηµάτων). Αποτέλεσµα όλων αυτών είναι ότι η επεξεργασία των υπογείων νερών, για υδρευτική χρήση, είναι πολύ µικρότερη από την αντίστοιχη για τα επιφανειακά νερά. Τα υπόγεια νερά συγκεντρώνουν και διοχετεύουν θερµότητα, συνδεδεµένη µε τη γεωθερµική ροή, φυσική ή τεχνητή (τηλεθέρµανση), καθώς, επίσης, συµµετέχουν στη διαµόρφωση της ενεργειακής βάσης, αφού, κάθε µορφή γεωθερµικής ενέργειας µετασχηµατίζεται σε ηλεκτρική ενέργεια. Από την άλλη πλευρά, τα υπόγεια νερά αποτελούν µικρό ή µεγάλο εµπόδιο στην εξορυκτική διαδικασία και η υδρογεωλογική έρευνα παραµένει, πάντα, 4
αναπόσπαστο τµήµα της γενικότερης µελέτης της µεταλλοφορίας και της µελέτης αναπτύξεως του µεταλλείου ή ορυχείου. Η διασύνδεση των υπογείων υδατικών συστηµάτων κάνει ώστε κάθε επιβάρυνση ενός υδροφόρο ορίζοντα να µεταφέρεται στα υπόλοιπα υδροφόρα στρώµατα, µε διαφορετικό βαθµό, κάθε φορά, αναλόγως της υδρογεωλογικής δοµής και των υδραυλικών συνθηκών, που επικρατούν στο εσωτερικό του υδατικού συστήµατος. Από ποσοτικής πλευράς, η ευκολία που παρέχουν τα υπόγεια υδατικά συστήµατα για απόληψη στιγµιαίων ή εποχικών παροχών, µεγαλύτερων από τις ετήσιες αφίξεις, οδηγεί, µεν, σε λύσεις µεγάλων προβληµάτων, οδηγεί, όµως, και σε ανεξέλεγκτες υπεραντλήσεις, πολλές φορές, µε αποτελέσµατα µη αντιστρεπτά. Η θεώρηση του υπόγειου νερού αποκλειστικώς ως ενός πόρου στη διάθεση του ανθρώπου αποδυναµώνει τους πολλαπλούς ρόλους του στο φυσικό περιβάλλον, κυρίως ως βασικής συνιστώσας του υδρολογικού κύκλου, αλλά και ως βασικού στοιχείου της δυαδικής σχέσης στερεής-υγρής φάσης, που, σε διαφορετικά ποσοστά συµµετοχής, κάθε φορά, χαρακτηρίζει όλες τις πλευρές του φυσικού και γεωλογικού περιβάλλοντος. Η παρουσία του υπόγειου νερού συµβάλλει, σε µεγάλο βαθµό, στις ζώνες ελευθέρων υδροφόρων οριζόντων στη ρύθµιση της υγρασίας των εδαφών, µια ρύθµιση χρήσιµη για τη δηµιουργία και συνέχεια της βλαστήσεως, φυσικής ή καλλιεργήσιµης. Η ρύθµιση αυτή επιτυγχάνεται, όχι µόνο µε την επαγωγή της θερµοκρασίας από την επαφή της στερεής φάσης των εδαφών µε την υγρή υδατική φάση, αλλά και µε δευτερεύοντες µηχανισµούς, που επιτρέπουν τη διείσδυση του νερού µέσα στους εδαφικούς κόκκους (κατείσδυση, κατακράτηση, τριχοειδή φαινόµενα κ.α.). Ο ρόλος του, στο πλαίσιο αυτό, είναι, κυρίως, οι δεσµοί του µε τα επιφανειακά νερά. Οι υδροφόροι ορίζοντες είναι οι κύριοι ρυθµιστές της επιφανειακής απορροής και διατηρούν τις σταθερές παροχές της περιόδου χαµηλών υδάτων και τα επίπεδα ορισµένων επιφανειακών υδατικών συγκεντρώσεων. Στη βασική αυτή θέση στηρίζεται µια, σχετικώς, πρόσφατη καινοτοµία της νοµοθεσίας περί διαχειρίσεως των υδατικών πόρων, η οποία προβλέπει ότι η ελάχιστη παροχή ποταµού και η ελάχιστη στάθµη λίµνης αποτελούν «χρήσεις ύδατος», όπως, ακριβώς, η ύδρευση, άρδευση κ.λ.π. Εποµένως, τα υπόγεια νερά είναι, στην πραγµατικότητα, έναν αρχέγονο παράγοντα της διάρκειας πολυαρίθµων οικοσυστηµάτων των γλυκέων υδάτων, των οποίων είναι ρυθµιστής των υδατίνων όγκων, της ροής και των φυσικοχηµικών χαρακτηριστικών. Επεκτείνοντας αυτή την (και) «επιφανειακή» δράση των υπογείων νερών, είναι απαραίτητο να υπογραµµιστεί ότι η διατήρηση και προστασία τους πρέπει να έχουν ως σκοπό και στόχο, όχι µόνο την εγγυηµένη προστασία των πλεονεκτηµάτων τους, εποµένως, τη διατήρηση της αναπαραγωγικότητάς τους (σε ποιότητα και ποσότητα), αλλά, επίσης, τη διατήρηση των εξαρτωµένων επιφανειακών υδατίνων πόρων. Πόρων, διαχειριζοµένων και χρησιµοποιουµένων επί τόπου ή κατόπιν µεταφοράς. Μια εντελώς «περιβαλλοντική» ή «οικολογική» ιδιότητα των υπογείων υδατικών αποθεµάτων είναι η ιδιότητά τους ως ρυθµιστών των τυχαίων κλιµατικών αλλαγών, αντιστεκόµενα σε περιόδους ξηρασίας ή ως αποθέµατα µακροπρόθεσµα. 5
Σύγχρονη σηµασία και µέλλον των υπογείων υδάτων στο πλαίσιο της υδατικής οικονοµίας Ενα µέτρο της σηµασίας του υπόγειου υδατικού δυναµικού γίνεται φανερό από τους υπολογισµούς των ποσοτήτων υπόγειου νερού, που έχουν αντληθεί ή, γενικώς, υδροµαστευθεί, τόσο σε απόλυτες τιµές, όσο και σαν ποσοστό του συνολικού χρησιµοποιηθέντος νερού. Το ίδιο µέτρο γίνεται φανερό θεωρώντας και τους προορισµούς χρήσης στους διάφορους οικονοµικούς τοµείς* **. Ο υπόγειος υδατικός πόρος, αναφερόµενος σε ένα συγκεκριµένο και προσδιορισµένο υδροφόρο ορίζοντα, αποτελεί µια έννοια πολυδιάστατη και σχετική συγχρόνως. Πολυδιάστατη, γιατί οφείλει να εκφράζεται µε όρους ροής και όγκου, ποιότητας, δυνατότητας επανατροφοδοσίας, συνθηκών προσπελάσεως, κόστους, ευαισθησίας σε ενέργειες εκµεταλλεύσεως και σε επιπτώσεις οφειλόµενες σε άλλες δραστηριότητες. Σχετική, γιατί η εκµεταλλευσιµότητά τους εξαρτάται από κριτήρια των εκµεταλλευτών, καθώς και από κριτήρια «διαιτησίας», γενικότερα από τις αρχές συλλογικής διαχειρίσεως. Συνολικώς, ο τρόπος προσδιορισµού και εκτιµήσεως ενός υπόγειου υδατικού πόρου εξαρτάται, συγχρόνως, από τον τύπο του υδροφορέα και τις υδατικές χρήσεις. Η εκτίµηση αυτή δεν είναι, εποµένως, επιδεκτική «εκπτώσεων» στην κατεύθυνση ενός απλού και ενιαίου µεγέθους. Παρόλα αυτά, η διάσταση του πεδίου του υπόγειου υδατικού ** Στην πλειοψηφία των χωρών της Ευρώπης, στη δεκαετία του 80, τα υπόγεια νερά κατείχαν την πρώτη θέση στην ύδρευση (Αυστρία 97%, ανία 95%, Οµοσπονδιακή Γερµανία 70%, Βέλγιο, Ηνωµένο Βασίλειο, Ελβετία, Σοβιετική Ενωση, Γιουγκοσλαβία 70-75%,). Σε πολλές από τις χώρες αυτές, τα καρστικά νερά ήταν αυτά που κάλυπταν το µεγαλύτερο µέρος των αναγκών. Πολλές από τις χώρες της Ευρώπης έχουν, εξ άλλου, προβλέψει αύξηση της χρήσης των υπογείων υδάτων πόρου είναι, συνήθως, προνοµιακή, εξ αιτίας της φυσικής απλότητάς της και της δυνατότητας συγκρίσεώς του, συγχρόνως, µε επιφανειακές υδατικές ροές και µε απολήψεις διαφόρων κλιµάκων στο χώρο. Ακόµα και διατηρώντας την προηγούµενη διάσταση, του πεδίου ροής ενός υπόγειου υδατικού πόρου, η εκτίµησή του είναι αντικείµενο ποικίλλων προσεγγίσεων, αναλόγως µε τη χώρα θεωρήσεως. Αυτό καταλήγει σε µη συγκρίσιµες εκτιµήσεις και εµποδίζει τις σφαιρικές και οµοιογενείς ποσοτικοποιήσεις. Ανάµεσα στις πρακτικές που ακολουθούνται στην αντιµετώπιση του θέµατος αυτού, δύο είναι οι κυριότερες, αντίθετες, όπως αναµενόταν, µεταξύ τους. Η πρώτη, γνωστή ως µαξιµαλιστική θεώρηση, προσοµοιάζει τον υπόγειο υδατικό πόρο µε το πεδίο τροφοδοσίας όλων των υδροφορέων της περιοχής, πράγµα που περιλαµβάνει ολόκληρη την υπόγεια ροή, διατηρούµενη και εκφραζόµενη από την εκφόρτιση των πηγών και την αποστράγγιση των εσωτερικών υδάτων, αλλά και από τις κρυµµένες και µη διευκρινισµένες υπόγειες ροές, που εξέρχονται από τη συγκεκριµένη περιοχή, προς τη θάλασσα ή προς γειτονικές υδρογεωλογικές ή υδρολογικές λεκάνες. Η δεύτερη, γνωστή ως µινιµαλιστική θεώρηση, συρρικνώνει τον υπόγειο υδατικό πόρο, προσοµοιάζοντάς τον µε ένα, µοναδικό, πεδίο ροής, µη ελεγχόµενο και συλλεγόµενο από πηγές και ποτάµια, εποµένως, µε υπόγειες παροχές, διαχεόµενες απ ευθείας στη θάλασσα ή στην εξάτµιση. Μια ενδιάµεση διαδροµή συνίσταται από τον προσδιορισµό των δυνάµεων της διατηρήσεως των παροχών των πηγών και της παροχής χαµηλών υδάτων των αποστραγγιζόντων αξόνων απορροής, εποµένως, µε τη µη θεώρηση του πόρου ως ανοικτού σε εκµετάλλευση, παρά σε ένα τµήµα του, εκφραζόµενο από µια «φυσιολογική» παροχή. 6