Όταν το 1933 δημοσιεύθηκε στην Αθήνα η μικρή ποιητική συλλογή Μαραμπού, στην ελληνική ποίηση κυριαρχούσε ο υπερρεαλισμός που μόλις είχε ανακαλυφθεί, ίσως γιατί αυτό το κίνημα προσέφερε πάρα πολλά στους δημιουργούς με όργανο τη γλώσσα, που από αιώνα σε αιώνα, από τον Όμηρο έως σήμερα συνεχώς αναδημιουργείται, έτσι που αυτή τούτη η διερεύνηση της διάρθρωσής της, των λέξεών της, είναι κατά κάποιο τρόπο υπερρεαλιστικό εγχείρημα. Σ αυτήν την τάση έγραφαν κι οι μελλοντικοί νομπελίστες Σεφέρης και Ελύτης και πολλοί άλλοι. Όμως, η φωνή που ακουγόταν εδώ έφερνε κάτι άλλο μέσα από την πνοή μακρινών ταξιδιών και θαλασσών που ανέδιδε: σε αντίθεση με την τεχνική της «αυτόματης γραφής», εδώ επρόκειτο για καθαρά αφηγηματική ποίηση. Ή, μήπως, δεν είναι; Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο πως τις γυναίκες μ ένα τρόπον ύπουλα μισώ κι ότι μ αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω. Οι πρώτοι στίχοι του πρώτου ποιήματος του άγνωστου δημιουργού τόλμησαν να γίνουν προσωπικοί τη στιγμή που ο συμβολισμός του αφηρημένου λυρισμού ήταν στο αποκορύφωμά του. Όμως ήδη οι επόμενες στροφές σαν να διέλυαν την πρώτη εικόνα: Μ απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά, και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη, κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί, εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη. Καθώς κυλάει το ποίημα, μαθαίνουμε ότι ο αφηγητής ναυτικός συνάντησε σ ένα ταξίδι του κάποια Αιγύπτια αρχοντοπούλα που είχε μείνει ορφανή, που μετά μερικά χρόνια θ αναγνωρίσει σε κάποιο οίκο ανοχής της Μασσαλίας από το σταυρό που της είχε χαρίσει. Μαντέψατε το τέλος; Χιλιομασημένη πια ιστορία; Όμως, μόνο οι τελικοί στίχοι διέλυαν τον αφηγηματικό τόνο και έφερναν λίγο μέτριο, σαρκαστικό αυτοεμπαιγμό:
2 Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει, πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό. Μ αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ είχαν συχωρέσει. Το χέρι τρέμει Ο πυρετός Ξεχάστηκα πολύ, ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω. κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά, νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω Το μαραμπού, εξωτικό πουλί που και μόνο το όνομά του θυμίζει περιπέτεια, ανήγγειλε με το ένστικτο του Οδυσσέα μια νέα ευαισθησία στη λογοτεχνία που ποτέ δεν της είχαν λείψει κείμενα για τις θάλασσες. Τα ονόματα των μακρινών θαλασσών, η ναυτική ορολογία, τα ξένα ονόματα των λοστρόμων, των πιλότων των λιμανιών, των θαλασσοπόρων και των καπετάνιων φέρνουν τη γοητεία της περιπέτειας. Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας ήταν 23 χρονών όταν δημοσιεύθηκε αυτή η συλλογή και τα προηγούμενα τέσσερα χρόνια δούλευε στα καράβια. Γεννήθηκε στη Μαντζουρία, όπου ο πατέρα του ήταν προμηθευτής του τσαρικού στρατού και στις αρχές του Πρώτου παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια επέστρεψε στην Κεφαλονιά. Μετά επτά χρόνια δεινών, η οικογένεια μετακόμισε στον Πειραιά, όπου ακολούθησε την τύχη των εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων μετά το τον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Αφού τελείωσε το Γυμνάσιο και μετά το θάνατο του πατέρα του, το 1929 ο Καββαδίας μπάρκαρε απλός ναύτης σ ένα φορτηγό και ως το τέλος της ζωής του παρέμεινε θαλασσινός. Μια εποχή σκεφτόταν να σπουδάσει πλοίαρχος, αλλά είδε πως πάρα πολύ χρόνο είχε περάσει στα θρανία, ενώ η ζωή είναι μόνο μία. Επειδή το δίπλωμα του ραδιοτηλεγραφητή του φάνηκε η πιο γρήγορη λύση, τελείωσε τις σπουδές του κι από το 1930 ώσπου βγήκε στη σύνταξη δούλευε «μαρκόνι» στα φορτηγά. Κατά τη διάρκεια του πολέμου δρούσε στην παρανομία οργανωμένος στο ΕΑΜ στην κατεχόμενη Αθήνα, έτσι που μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, στην περίοδο της «λευκής τρομοκρατίας», μόνο «υπό ωρισμένας προϋποθέσεις» μπορούσε να ξαναπιάσει δουλειά σε κάποιο πλοίο
3 Με τα πλοία ο Καββαδίας πήγαινε και στα «τέσσερα σημεία του ορίζοντα» και γύριζε αποκαμωμένος, χωρίς πεντάρα τσακιστή, ενώ σαν έπιανε στεριά ελληνική, περνούσε μερόνυχτα ολόκληρα σε φτηνές ταβέρνες, όπου μαζεύονταν ο κοινωνικός - και λογοτεχνικός υπόκοσμος. «Ήταν μεγάλος καλοφαγάς, πότης και μοναχικός και μοναδικός στη διήγηση ανεκδότων. Ίσως έχει καταστρέψει τα πιο πολλά γραφτά του» i, θα πει ένας ποιητής και κοντινός του φίλος κι αυτό είναι κατά πάσα πιθανότητα σωστό. Στο ταπεινό ποιητικό του έργο ο Καββαδίας ξεκίνησε σαν να λέει παραμύθια, μιλώντας για τη ναυτική καθημερινότητα, για τους γερασμένους ναυτικούς, τους οίκους ανοχής, τις γάτες και τις μαϊμούδες που κρατάνε οι ναυτικοί σαν φυλαχτά, τα μαχαίρια, τους μπούσουλες, τα κατάρτια της πλώρης: σχεδόν κάθε αντικείμενο του πλοίου έχει και το ποίημά του. Όμως, αυτή η ποιητική γίνεται αργότερα πιο πυκνή και σ αυτήν ο Καββαδίας με το δικό του συμβολισμό, όπου είναι σαφέστατες εικόνες και συνειρμοί συχνά πλησιέστερα στους απλούς ναυτικούς απ όσο στους μορφωμένους-, φαίνονται σαν παιχνίδι κι η κάθε επιμέρους στροφή, ιδιαίτερα στα μεταγενέστερα ποιήματα, μετά κάθε δίστιχο, κατόπιν δε και κάθε στίχος, γίνονται σαν να ναι ξεχωριστή ιστορία. Όπως λέει ένας λογοτέχνης, ο έρωτας προς τη θάλασσα και τις περιπέτειες στα λιμάνια οδηγούσαν τη φαντασία του ακόμη πιο μακριά, σε μέρη πιο εξωτικά, όπου δεν είχε πατήσει το πόδι του ii. Κι αυτή η αναζήτηση της «άλλης ζωής» αναδύεται από σχεδόν κάθε στίχο του: Πουθ έρχεσαι; Απ τη Βαβυλώνα. Που πας; Στο μάτι του κυκλώνα. Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα. Πως τη λένε; Φάτα Μοργκάνα. Ανεξάρτητα από το αν μιλάει για τους ανθρώπους που σ όλη τους τη ζωή ονειρεύονται κάπου να φύγουν και μένουν δεμένοι μέσα στους τοίχους των γραφείων τους, ή για τους πρώην καπετάνιους που σε ξένα λιμάνια σαπίζουν και σκουριάζουν σαν τα πλοία, που τα χουν βγάλει στη στεριά, για τους Νέγρους που καπνίζουν χασίς, τις φτηνές γυναίκες ή τους Κινέζους χαμάληδες, ο Καββαδίας ακόμη και στα με
το πιο πυκνό νόημα ναι στα πιο αινιγματικά ποιήματά του έχει μείνει ο τραγουδιστής των ναυτικών. Ίσως γιατί το χρύσωμα του μπούσουλα του είναι το ίδιο ιερό, όπως κι η σκουριά στο αμπάρι, όπως, μάλιστα, λέει κάπου: η ιερή σκουριά που μας γεννά, μας τρέφει, μας τρώει και μας σκοτώνει. Κι ίσως γι αυτό ως το θάνατό του έμεινε άνθρωπος των μικρών χαρών της κουβέντας, του ποτηριού, με παιδικές ιδιοτροπίες, μεγαλόψυχος και ματαιόδοξος ταυτόχρονα. Ο Στρατής Τσίρκας, στενός φίλος του Καββαδία και ίσως ο μεγαλύτερος Έλληνας πεζογράφος του 20 ού αιώνα, που χρόνια δούλευε σε αιγυπτιακά ναυτιλιακά γραφεία, διηγούταν για μια συνάντησή τους στην Αλεξάνδρεια, όταν ο Καββαδίας καυχιόταν για την καινούργια γοργόνα του στο χέρι: Μιλούσε εντελώς σοβαρά ότι η γοργόνα, όταν το πλοίο περνάει δίπλα στο Colombo της Κεϋλάνης όπου του την είχαν κάνει τατουάζ-, ακριβώς τα μεσάνυχτα πηδάει στη θάλασσα, κάνει έρωτα στα νερά και μετά γυρίζει πίσω στη θέση της. Μια άλλη φορά, ενώ συζητούσε για μια πολύ σοβαρή δουλειά της επιχείρησης, ο Καββαδίας τον άρπαξε και, αλλάζοντας ταξί, τραμ και λεωφορεία, τον οδήγησε στην άλλη άκρη της Αλεξάνδρειας, στη φτωχογειτονιά, κι αφού τριγύρισαν σε ύποπτα σοκάκια, τον πήγε σ ένα μαγαζί, όπου κατακόκκινος από ενθουσιασμό του είπε: Αυτός είναι ο καλύτερος μάστορας του τατουάζ, άντε να ζωγραφίσει και σε σένα μια άγκυρα στο ποντίκι σου Να ανακατέψουμε το αίμα και να γίνουμε αδέλφια Λέει ο Τσίρκας: Πως το έβρισα τότε και πως γύρισα πίσω στο γραφείο μόνο οι θεοί το ξέρουν iii Ήταν κι άλλοι ναυτικοί ένας απ αυτούς ο Βασίλης Λούλης, λογοτέχνης κι αυτός- που επέκριναν τον Καββαδία: ίσως για την ονειροπόλησή του, την αχαλίνωτη φαντασία του, τις αστείρευτες επιθυμίες του. Του καταλόγιζαν πως η ναυτική ζωή δεν είναι μόνο διασκέδαση, γυναίκες και μεθύσια στα λιμάνια που είναι η σκληρή δουλειά, με το κεφάλι στο ντορβά, τις παλιαρρώστιες; Όμως, ποιος είναι εκείνος που καθορίζει στον ποιητή για τι θα γράφει και μάλιστα περισσότερο από τους πιο πολλούς άλλους, και χωρίς ούτε την παραμικρή φιλοδοξία, έχει πει σπουδαιότερα πράγματα για τον άνθρωπο και τη θάλασσα, τον πόθο και την ανθρώπινη αλληλεγγύη, για το μικρό άνθρωπο και για το πόσο σπουδαίος είναι ο έρωτας; Συνεπής στα όνειρά του, λίγους μήνες αφού βγήκλε στη σύνταξη, 4
5 χωρίς τα καράβια του, σαν κάποιο πρόσωπο από τα ποιήματά του, ο Καββαδίας κάθισε σε μια ταβέρνα κι άρχισε να μεθάει ως που έχασε τις αισθήσεις του. Η φίλη, που είχε τότε την ταβέρνα, λέει ότι όλοι είχαν αντιληφθεί πως αυτός ο άνθρωπος θέλει ν αυτοκτονήσει. Ακολούθησε εγκεφαλικό επεισόδιο που ήταν μοιραίο. Και μερικές μέρες μετά βγήκε απ το τυπογραφείο η τελευταία ποιητική συλλογή του Καββαδία. i Θωμάς Γκόρπας, Περιπετειώδες κοινωνικό και μαύρο νεοελληνικό αφήγημα, τ.2 (1909-1950), εκδ. Σίσυφος, Αθήνα 1981, σ. 213. ii Γιώργος Ιωάννου, Μαδέρα στη στεριά, Επτά κείμενα για το Νίκο Καββαδία, εκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 1982, σ. 45-46. iii Στρατής Τσίρκας, Ο φίλος μου ο Μαραμπού, Επτά κείμενα για το Νίκο Καββαδία, εκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 1982, σ. 22.