ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΠΟΥ ΗΧΟΥΝ τα σήμαντρα της εκκλησιάς τούτο το κυριακάτικο



Σχετικά έγγραφα
«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Εικόνες: Eύα Καραντινού

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΩΣ. Διασκευή ενός κεφαλαίου του λογοτεχνικού βιβλίου. (Δημιουργική γραφή)

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών


Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Μια φορά κι έναν καιρό

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Κατανόηση προφορικού λόγου

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

Σαμποτάζ στα. Χριστούγεννα

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Το παραμύθι της αγάπης

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΛΠΙΔΑ. Είμαι 8 χρονών κα μένω στον καταυλισμό μαζί με άλλες 30 οικογένειες.

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

Λόγοι για την παιδαγωγική της οικογένειας (Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης)

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

ΜΙΑ ΤΡΕΛΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΠΕΝΤΕ ΣΚΥΛΟΥΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

Η ΆΝΝΑ ΚΑΙ Ο ΑΛΈΞΗΣ ΕΝΆΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΑΡΑΧΑΡΆΚΤΕΣ

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

:00:11:17 00:00:13:23. Έλα δω να δεις :00:13:23 00:00:15:18. Η Χλόη είναι αυτή; :00:16:21 00:00:18:10. Ναι.

Ένας δράκος στην Ανάποδη Παραμυθοχώρα

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Την επομένη ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε καλημέρα.

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Συνήγορος: Μπορείτε να δηλώσετε την σχέση σας με το θύμα; Paul: Είμαι ο αδελφός της ο μεγαλύτερος. Πέντε χρόνια διαφορά.

Έτσι, αν το αγόρι σου κάνει τα παρακάτω, αυτό σημαίνει ότι είναι αρκετά ανασφαλής. #1 Αμφιβάλλει για τα κίνητρα σου

Θαύματα Αγίας Ζώνης (μέρος 4ο)

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας


Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

Modern Greek Beginners

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Ταξίδι στις ρίζες «Άραγε τι μπορεί να κρύβεται εδώ;»

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Transcript:

1 ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΠΟΥ ΗΧΟΥΝ τα σήμαντρα της εκκλησιάς τούτο το κυριακάτικο πρωινό! Σαν κάπως διστακτικό μοιάζει το τραγούδι τους και, ενώ ξεκίνησε χαρμόσυνα, για να αναγγείλει ένα καλό νέο, σε λιγάκι κοντοστέκεται, θαρρείς με αμφιβολία, για την ευόδωση, επιτέλους, αυτού του περιβόητου γάμου. Γιατί δύο προηγούμενες φορές αναβλήθηκε. Και, αν ήταν άλλοι οι μελλόνυμφοι, μπορεί να θεωρούσαν οιω νό τις αναποδιές και να το ξανασκέφτονταν καλύτερα. Μα ο Στρατής και η πριγκίπισσα δεν είχαν άλλο δρόμο. Ανθή την έλεγαν εκείνη, μα το «πριγκίπισσα» ήταν το παρωνύμιό της, το όνομα, δηλαδή, με το οποίο τη φώναζαν συγγενείς, φίλοι και γνωστοί, ίσως για να δηλώσουν πόσο μοσχαναθρεμμένη ήταν, ή πάλι για να δείξουν τον τρόπο που διέθετε για να ορίζει και να απαιτεί πράγματα. Ο Στρατής και η Ανθή, λοιπόν, δεν είχαν άλλο δρόμο. Η μοίρα τούς έταξε, με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, από τα μικράτα τους κιόλας, να είναι ο ένας για τον άλλο. Μερικά πράγματα συμβαίνουν τόσο απλά και φυσικά και δείχνουν χωρίς καμιά προσπάθεια αυτονόητα, ώστε σου φαίνεται, όταν τα συλλογάσαι, πως δε θα μπορούσαν με τίποτα να συμβούν αλλιώς. Ακόμα και όταν τα θέτεις με το νου σου σε δοκιμασία, για να διαγνώσεις τις αντοχές τους, και χρησιμοποιείς για τούτο το σκοπό γερή δόση φαντασίας, το πιθανότερο είναι να αισθανθείς εσύ απογοήτευση, γιατί αυτά, σε πείσμα των αμφιβολιών σου, εμμένουν στην αρχική τους κατάσταση, χωρίς παλινδρομήσεις και ασταθείς συμπεριφορές.

8 ΣΟΦΙΑ ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ Ο Στρατής και η Ανθή αγαπιούνταν κανείς από τους δυο τους δε θυμόταν από πότε. Θες από εκείνα τα χρυσά απογεύματα που έβγαιναν σαν σίφουνες από την αυλόπορτα τα σπίτια τους ήταν αντικριστά για να ανταμωθούν με τα άλλα παιδιά στην πλατεία της όμορφης συνοικίας του Φαναριού και να ριχτούν στα παιχνίδια έως αργά το σούρουπο... Θες από εκείνη τη μέρα που οι μανάδες τους, αμήχανα και με συστολή, τους ανακοίνωσαν πως έπρεπε «να αγαπιούνται πολύ και να προσέχει ο ένας τον άλλο», γιατί ήταν, λέει, κάτι σαν αδέρφια... «Η κυρα-λένη από εδώ σε βάφτισε, χρυσούλι μου», εξήγησε γλυκά η μάνα της Ανθής, δείχνοντας με το βλέμμα τη μάνα του Στρατή. Η Ανθή, με δυο τεράστια μάτια, τις κοίταζε εξεταστικά. «Είναι νουνά σου», συνέχισε η μάνα της, «πνευματική σου μητέρα, δηλαδή». Έγνεψε καταφατικά η μικρούλα, λες και μπορούσε να καταλάβει. Πάντως, όλα έδειχναν ότι ήθελε πολύ να ακούσει και τα λόγια που θα ακολουθούσαν. Να κατανοήσει, δηλαδή, τον τρόπο με τον οποίο οι μεγάλοι έθεταν τα πράγματα, και ύστερα να αποφασίσει μέσα της τι απ όλα αυτά τα καινούρια, που μέχρι τώρα της έκρυβαν, θα ασπαζόταν με την καρδιά της. Μόνο ένα πράγμα αποσπούσε λιγάκι την προσοχή της και της προξενούσε μια ακαθόριστη ενόχληση: τα κατεβασμένα μούτρα του Στρατή όση ώρα λέγονταν αυτά. Για δες τον! σκέφτηκε το κοριτσάκι. Έχει κατσουφιάσει, λες και του άρπαξαν αίφνης το παιχνίδι του μέσ από τα χέρια. Κάθεται συνοφρυωμένος σε μια γωνιά και μοιάζει να μην έχει όρεξη να μιλήσει σε κανέναν. Δίνει, μάλιστα, την εντύπωση πως θα ήθελε να άνοιγε η γη και να τον καταπιεί. «Γι αυτό», πήρε το λόγο τώρα η νουνά της, «ο Στρατής και εσύ, ομορφιά μου, θεωρείστε αδέρφια. Και τα αδερφάκια», έσκυψε και ψιθύρισε στο αφτάκι της Ανθής, «δεν κάνουν τέτοια πράγματα». Με αυτή τη δήλωση, η κυρα-λένη έστρεψε αργά το βλέμμα της προς τη μητέρα της μικρής και ύστερα έσιαξε το καπέλο της μια κίνηση σαν να ήθελε να αλλάξει θέμα. Επικράτησε μικρή σιωπή.

ΕΣΥ ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΠΕΤΡΟΛΟΥΛΟΥΔΟ 9 «Βασιλική μου, βόηθα με», είπε, στο τέλος, η κυρα-λένη με ψιλή παρακαλετή φωνή. «Θαρρώ πως δε θα τα βγάλω πέρα εύκολα με δαύτους. Κοίταξέ τους!» σχεδόν μονολόγησε. «Ο ένας», είπε δείχνοντας κατά τη μεριά του κανακάρη της, «μου έχει θυμώσει και μου κρατάει κακία, και η δική σου, που είναι σκέτος άγγελος, με κάνει να δυσκολεύομαι ακόμα και να σκεφτώ τι σκόπευα να τα ορμηνέψω, με τούτες τις ματάρες που άνοιξε και στρέφει ερευνητικά εντός μου». «Στρατάκη μου, Ανθή μου, ελάτε εδώ, καλά μου», επενέβη η μάνα της μικρής. Τα παιδιά πλησίασαν αργά, και τότε η κυρα-βασιλική γονάτισε ανάμεσά τους και τα αγκάλιασε από τους ώμους. «Τα αδέρφια φιλιούνται γλυκά στο μάγουλο. Δείξε μου, Στρατή», προέτρεψε το αγόρι. Ο Στρατής στράφηκε γοργά κι έσκασε ένα πεταχτό φιλί στη δεξιά παρειά της κυρα-βασιλικής, που έμεινε προς στιγμήν ακίνητη, σαν κεραυνοβολημένη. «Όχι εμένα, Στρατή», τον μάλωσε, ύστερα από ένα βαθύ αναστεναγμό, που φανέρωνε την προσπάθειά της να υπομονέψει λιγάκι ακόμα, ωσότου τα δύο παιδιά καταλάβουν τις υποδείξεις της. «Την Ανθούλα μας δείξε μου πώς πρέπει να φιλάς, αφού είναι αδερφή σου». Ο Στρατής, κατακίτρινος σαν τη σελήνη όταν προμηνύονται αέρηδες, στράφηκε προς το κοριτσάκι και, με μια επιδέξια κίνηση, το φίλησε στα χείλη. «Όχι, Θεούλη μου!» έσκουξε η κυρα-λένη. «Στον πατέρα του έμοιασε. Είναι και αυτός τόσο παμπόνηρος και υπολογιστής, που δεν τον νοιάζει, αν είναι να γίνει το δικό του, να τον περάσουν και για ηλίθιο». «Στρατή, ποτέ ξανά αυτό. Ποτέ! Με ακούς, αγόρι μου;» είπε αυστηρά η μάνα της Ανθής, χάνοντας σιγά σιγά την ψυχραιμία που απαιτούσε η περίσταση, και με το δείκτη υψωμένο, ίδιο με χάρακα δασκάλου μπροστά στο πρόσωπο του αγοριού, καθώς είχε σκύψει για να το νουθετήσει, του έδωσε το τελεσίγραφό της με σιγανή, αλλά κυματιστή από τον εκνευρισμό, φωνή: «Στα χείλη φιλιούνται μόνο τα αντρόγυνα. Και εσείς... εσείς είστε...» Δεν πρόλαβε να αποτελειώσει τη φράση της. «Μα, εγώ θα την παντρευτώ την Ανθή, κυρα-βασιλική, σαν μεγαλώ-

10 ΣΟΦΙΑ ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ σουμε», δήλωσε με θάρρος το παιδί. «Και αν δε μου τη δώσεις με τη θέλησή σου, εγώ θα την κλέψω!» «Λένη, μου έρχεται ζάλη», μουρμούρισε ξέπνοα η μάνα της Ανθής, φέρνοντας τις παλάμες στο πρόσωπο. «Πάρ τον από τα μάτια μου, γιατί... γιατί θα τον δείρω». «Έλα, έλα, παλιόπαιδο», είπε φουρκισμένη η κυρα-λένη και τον έσυρε από το αφτί. «Ακούς εκεί, δέκα χρόνων σκατό να βγάζεις δυο πήχες γλώσσα στη θεία. Αλλά θα σε κανονίσω εγώ... Πάμε, και θα τα πω όλα, χαρτί και καλαμάρι, στον πατέρα σου. Που με μαλαγανιές με κατάφερες μία εβδομάδα τώρα να σε καλύπτω. Τέρμα, δε γίνεσαι άνθρωπος εσύ». Κρατώντας τον πάντα με το αριστερό χέρι από το αφτί, του έσκασε ένα σκαμπίλι με το άλλο. «Ακούς εκεί», συνέχισε την γκρίνια η γυναίκα, «να βγάλει το φόρεμα του κοριτσιού, να την απιθώσει γυμνούλα καταγής και να της σκεπάζει το κορμί με αγριοκυκλάμινα! Όταν τους βρήκαν οι γειτόνοι, την είχε καλύψει σχεδόν ολόκληρη με λουλούδια. Πού βρήκε τόσα κυκλάμινα;» Βαστούσε τον Στρατή στην εξώπορτα και τα έλεγε όλα αυτά αναποφάσιστη για το αν έπρεπε να τον πάρει και να φύγουν ή να μείνουν. Στο μεταξύ, το αφτί του αγοριού είχε γίνει κόκκινο σαν πασχαλινό αβγό και η γκριμάτσα στο πρόσωπό του φανέρωνε πως η λαβή της μάνας του ήταν κάτι παραπάνω από επώδυνη. «Βασιλική, συγχώρα μας», είπε στο τέλος εκείνη με ξέπνοη φωνή. «Θα του μάθει ο πατέρας του να συμπεριφέρεται όπως πρέπει. Αύριο θα του πω να τον δέσει στο δέντρο και να του αλείψει τα χέρια και τα πόδια με μέλι, για να τον επισκέπτονται όλες οι μέλισσες. Και ούτε που θα τον λυπηθώ.»συγνώμη και σ εσένα, Ανθούλα, εκ μέρους του», πρόσθεσε. «Ποιος ξέρει με ποιους εκφοβισμούς σε ανάγκασε, φτωχό μου, να βγάλεις το φορεματάκι σου και να μη σαλεύεις όση ώρα εκείνος πηγαινοερχόταν και σε... στόλιζε, όπως θα φαντάστηκε ο ανόητος, μ εκείνα τα αγριολούλουδα, τα κυκλάμινα ντε». «Καθόλου, κυρα-λένη», μίλησε για πρώτη φορά η μικρή. «Τι... καθόλου;» απόρησε η γυναίκα. «Δε με... ανάγκασε με... πώς το είπατε... ξεφοβισμούς», τόλμησε να αρθρώσει η Ανθή.

ΕΣΥ ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΠΕΤΡΟΛΟΥΛΟΥΔΟ 11 «Τι θες να πεις ακριβώς;» τη ρώτησε, μάλλον απειλητικά, η μάνα της, που είχε, καθώς φαίνεται, χάσει πια και τα τελευταία ίχνη της ψυχραιμίας της. «Εγώ του το ζήτησα», ομολόγησε το κορίτσι. «Επειδή θα παντρευτούμε, όταν μεγαλώσουμε, τον παρακάλεσα να...» «Όχι, Ανθούλα, μην το πεις», φώναξε με βραχνή φωνή ο Στρατής και έκανε να ξεφύγει της μάνας του, μα εκείνη του τράβηξε τόσο δυνατά το αφτί για να τον συγκρατήσει, που το αγόρι έβγαλε μια κραυγή πόνου. «Θα το πω. Δεν είναι δα μυστικό», διαμαρτυρήθηκε το κορίτσι. «Πριν από μία εβδομάδα, εκείνη τη μέρα που λέτε, αρραβωνιαστήκαμε. Κάναμε μια γιορτή οι δυο μας και υποσχεθήκαμε μεταξύ μας αυτά που μας είπατε πιο πριν», πρόσθεσε και κοίταξε έντιμα και βαθιά μέσα στα μάτια τις δυο γυναίκες. «Δηλαδή, να αγαπάμε και να προσέχουμε ο ένας τον άλλο. Και αυτό, αν εσείς το θεωρείτε κακό, τότε πρέπει να τιμωρήσετε εμένα», δήλωσε και στράφηκε θαρρετά μια στη μάνα της και μια στη νουνά της, απλώνοντας τα χέρια μπροστά, σαν να προσφερόταν θυσία για να γλιτώσει εκείνον. «Εμένα να δέσετε στο δέντρο για να με φάνε οι μέλισσες», είπε ξεσπώντας σε γοερά κλάματα, με αναφιλητά, και ο Στρατής την ακολούθησε, αλλά, ως αγόρι που ήταν, αυτός έκλαιγε λιγάκι πιο βουβά και πεισματωμένα. Αυτά έγιναν παλιά, το 1924, τότε που ακόμα οι δύο οικογένειες ζούσαν στη Βασιλεύουσα, την Επτάλοφο, την όμορφη Κωνσταντινούπολη. Γιατί, ένα χρόνο αργότερα, το 1925, πήραν το δρόμο της ξενιτιάς, μαζί με άλλους Έλληνες, που έφευγαν κυνηγημένοι από τη φοβερή μανία των Τούρκων, οι οποίοι, μετά το μακελειό στη Σμύρνη και σε όλα τα μικρασιατικά παράλια, προέβαιναν και στα υπόλοιπα μέρη της επικράτειάς τους σε εκκαθαρίσεις, λες και είχαν ορκιστεί στον Αλλάχ να μην αφήσουν ούτε λιθαράκι ελληνικό στη θέση του. Εκείνο το βαρύ χειμώνα που έφτασαν με το καράβι στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, ο Στρατής είχε κλεισμένα τα έντεκα και η Ανθούλα μόλις έμπαινε στα οχτώ. Κάθισαν, όμως, λίγο στη συμπρωτεύουσα, γιατί ο κόσμος εκεί ήταν μαζεμένος πολύς, οι διασκεδάσεις και τα γιορτάσια έδιναν κι έπαιρναν

12 ΣΟΦΙΑ ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ κάθε μέρα, και εκείνοι ένιωθαν όλοι τους τόσο μελαγχολικοί για το αναγκαστικό φευγιό από τη γλυκιά πατρίδα γονιών και προγόνων, που δεν τους χώραγε ο τόπος. Κανένας τόπος! Πέρασαν μήνες, και δεν έλεγαν να ριζώσουν πουθενά. Δυο τρεις φορές, εκεί που ήταν στα πρόθυρα να εγκατασταθούν σε ένα μέρος και να αγοράσουν γη με τα χρήματα που έβγαλαν από τα κειμήλια που αναγκάστηκαν να πουλήσουν κοψοχρονιά στους εβραίους εμπόρους της Θεσσαλονίκης, κάτι συνέβαινε την τελευταία στιγμή και όλα τινάζονταν στον αέρα, οπότε φτου και από την αρχή. Μία από αυτές τις φορές, ο πατέρας της Ανθής, ο καπετάν Νικόλας τον έλεγαν έτσι γιατί στην Πόλη διέθετε πλεούμενο και πήγαινε βόλτα στο Βόσπορο τους κοσμογυρισμένους τουρίστες, αλλά τώρα, για να ζήσει την οικογένειά του, δούλευε στα αμπέλια και στα βαμβάκια, έξω από το χωριό Αραβισσός της επαρχίας Γιαννιτσών του νομού Πέλλας, και σε οποιαδήποτε άλλη εργασία τού τύχαινε, στα καπνά, στο καλαμπόκι ή στο στάρι, ήρθε στα χέρια με το αφεντικό του ακούς εκεί να τον αποκαλέσει ο παλιάνθρωπος «Τουρκόσπορο»! και του έριξε μια τόσο δυνατή γροθιά στο πρόσωπο, ώστε του ξεβιδώθηκε η κάτω σιαγόνα. Κι έτσι, μαζί με τον πατέρα του Στρατή, τον Αλεκάκη, άλλοτε γνωστό υφασματέμπορο του Φαναριού και τώρα επίσης εργάτη στα χωράφια, το έσκασαν κυνηγημένοι από την αστυνομία, αλλά και από κάτι μανιασμένους χωρικούς που κράδαιναν αξίνες στα χέρια, τους οποίους είχε στη δούλεψή του ο μεγαλοκτηματίας και, όποτε ήθελε, τους χρησιμοποιούσε σαν στρατό. Στη συνέχεια, έπιασαν δουλειά στο εργοστάσιο λιγνίτη στην Πτολεμαΐδα, και ενώ ήταν πάλι έτοιμες οι δύο οικογένειες να εγκατασταθούν για τα καλά στην Πρέτσιστα, ένα όμορφο χωριουδάκι χτισμένο στην πλαγιά του Βερμίου, που λίγο αργότερα μετονομάστηκε με βασιλικό διάταγμα σε Άγιο Χριστόφορο, αυτή τη φορά τα χάλασαν οι γυναίκες. «Δεν είναι μέρος αυτό», είπαν, «για να μεγαλώσουν τα παιδιά μας». «Γιατί;» παραξενεύτηκαν οι άντρες. «Μα δε βλέπετε; Δεν έχει λίγο θάλασσα, έστω από μια μεριά, να ανοίγει κάπως το μάτι μας. Επιπλέον, ο Στρατής και η Ανθή ξεπετάχτηκαν στο Φανάρι, την πιο αρχοντική συνοικία της Κωνσταντινούπολης, και θα τα χαντακώσουμε τώρα σε τούτο εδώ το κουτσοχώρι; Ποτέ!»

ΕΣΥ ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΠΕΤΡΟΛΟΥΛΟΥΔΟ 13 Κι έφυγαν και από εκεί. Έλα, όμως, που οι οικονομίες τέλειωναν και έπρεπε από ώρα σε ώρα να βρεθεί οριστική λύση, ειδάλλως θα έρχονταν άγριες πείνες για όλους! Έτσι κατέληξαν, το Σεπτέμβριο του 1926, στη Φλώρινα, στην κοινότητα Πέτρες, που ήταν στη διαδρομή ανάμεσα στο Αμύνταιο και το χωριό Βεύη, απ όπου περνούσε και ο σιδηρόδρομος. Η ονομασία Πέτρες είχε δοθεί στην κοινότητα λίγους μήνες πριν, ενώ μέχρι τότε λεγόταν Πέτερσκον. Τη χρονιά εκείνη εγκαταστάθηκαν εκεί συνολικά τριάντα δύο προσφυγικές ελληνικές οικογένειες και κατοίκησαν σε σπίτια που άφησαν οι μουσουλμάνοι που διέμεναν στον τόπο έως το 1924, τότε που αναγκάστηκαν και αυτοί, με την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, να μεταναστεύσουν στην Τουρκία. Τον πληθυσμό του χωριού, λοιπόν, αποτελούσαν τώρα πεντακόσιοι γηγενείς Μακεδόνες και εκατόν πενήντα πρόσφυγες. Οι Πέτρες δεν είχαν θάλασσα, όμως είχαν μια όμορφη λίμνη, άρα το πολυπόθητο υγρό στοιχείο, ακυρώνοντας έτσι κάθε αρνητικό επιχείρημα των γυναικών. Οι άντρες δούλευαν ολημερίς στο ορυχείο του λιγνίτη, ενώ η κυρα- Λένη και η κυρα-βασιλική ασχολούνταν με το σπίτι και το μαγείρεμα, όταν δεν είχαν, βέβαια, την έννοια των δύο ζωηρών παιδιών, που δεν έχαναν την ευκαιρία να ξεμοναχιάζονται κάθε τόσο σε κατάσπαρτα ηλιόλουστα λιβάδια και ασημένια ξέφωτα. Όχι ότι οι μανάδες τους φοβούνταν μη συμβεί κάτι πονηρό, αφού ήξεραν ότι τα είχαν αναθρέψει σωστά, με τις αρχές της οικογένειας και της θρησκείας. Εκείνο που φοβούνταν ήταν άλλο... Έτρεμαν για την αγνή αγάπη που θέριευε ανάμεσα στον Στρατή και την Ανθή με την πάροδο του χρόνου και έδενε τα δύο κορμιά σε ένα και τις δύο ψυχές σε μία, με τρόπο αναπότρεπτα μοιραίο, καταλυτικό, αλλά και εξαιρετικά επικίνδυνο. Έτρεμαν για την πνευματική συγγένεια που κινδύνευε να ακυρωθεί, για τη βαφτιστικιά που στο μέλλον θα γινόταν νύφη, με άγνωστες συνέπειες για το νέο ζευγάρι, καθώς πίστευαν ότι η ίδια η ζωή τιμωρεί αυστηρά και ανελέητα τους παραβάτες των κανόνων της.

14 ΣΟΦΙΑ ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ Μπορεί να ήταν πρόληψη, δεισιδαιμονία, όμως πού το περίεργο; Σάμπως εξίσου επιφυλακτικά δε στέκονται οι περισσότεροι άνθρωποι σαν ανταμώσουν το ιδιαίτερο, το εξαιρετικό, εκείνο που πατάει τις διαχωριστικές γραμμές και έχει το θράσος να αναμετρηθεί με τη μοίρα; Σάμπως όσοι τολμούν «παράξενες» σχέσεις, που δεν υπόκεινται στους κοινούς κανόνες και στα συνήθη μέτρα, δεν αντιμετωπίζουν αντιδράσεις από τον περίγυρο, απορρίψεις και προσπάθειες φθοράς ή γελοιοποίησης; Γιατί, όταν δε βαδίζεις στην πεπατημένη, αλλά προχωρείς σε άγνωστη γη, σε περιμένουν όλοι τριγύρω, σχεδόν με λαχτάρα στην ψυχή, να πέσεις, να γκρεμοτσακιστείς, για να δικαιωθεί η δική τους δειλία, να αποδειχτεί ότι καλά έκαναν εκείνοι τόσα χρόνια και αναπαρήγαν το ίδιο καλούπι ζωής και ήταν το ίδιο καλούπι ανθρώπου. Δεν ήταν τα λόγια του κόσμου που φοβούνταν οι γονείς, αφού άλλωστε νεοφερμένοι ήταν σε αυτό τον τόπο και εσκεμμένα είχαν επιτρέψει να διαρρεύσουν πολύ λίγα γι αυτούς. Γιατί εδώ, σε τούτα τα μέρη της Ελλάδας, πώς να το κάνουμε, ο κόσμος, οι άνθρωποι τους φαίνονταν διαφορετικοί, κάπως πιο... σφιγμένοι από τους Έλληνες της Πόλης, ίσως και όλης της Μικρασίας. Ίσως ήταν και πιο συντηρητικοί στις πεποιθήσεις τους, ή να τους έκαναν έτσι η ήττα του 1922 και οι πρόσφυγες σαν και του λόγου τους, με τους οποίους μοιράζονταν τώρα πια τις δουλειές, το ψωμί, τις ευκαιρίες της ζωής. Όπως και να χει, στο χωριό όπου είπαν να ριζώσουν, στις Πέτρες, καλό ήταν να κάνουν καινούρια αρχή, γιατί οι καιροί έδειχναν επικίνδυνοι και δεν ήξερες τι θα σου ξημερώσει αύριο. Γι αυτό απέφευγαν να εκδηλώνονται πολιτικά, έτσι ρευστή που ήταν η κατάσταση και οι κυβερνήσεις άλλαζαν η μία μετά την άλλη. Και πού να πει, δηλαδή, ο κυρ Αλεκάκης Βαφειάδης, ο πατέρας του Στρατή, ότι συμπαθούσε τους κομουνιστές και ότι ήταν και ο ίδιος κομουνιστής, ενθουσιασμένος απ όσα πέτυχαν οι μπολσεβίκοι με τη σπουδαία επανάστασή τους το 1917. Δε φοβούνταν για τον εαυτό τους οι γονείς, αφού οι ίδιοι, έτσι κι αλλιώς, γλιτωμένοι από τη μάνητα των Τούρκων, τα καρβέλια τους, λίγο πολύ, τα είχαν φάει. Έτρεμαν, όμως, για το ριζικό των παιδιών τους, μα και για τον ιδιόρ-

ΕΣΥ ΔΕΝ ΕΙΣΑΙ ΠΕΤΡΟΛΟΥΛΟΥΔΟ 15 ρυθμο χαρακτήρα τους, που ενώ ήταν τόσο δα μικρά, αποκοτούσαν να παίρνουν τόσο μεγάλες για το μπόι τους αποφάσεις. Πόσες φορές δεν τα νουθετούσαν οι μανάδες τους και πόσες φορές δεν τα χώρισαν, όταν τα έβρισκαν αγκαλιασμένα να φιλιούνται κάτω από τη σκιά του ανεμόμυλου που ορθωνόταν στη μέση του χωριού, απομεινάρι από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας πόσες φορές δεν τα ανακάλυψαν κρυμμένα μέσα στα ψηλά στάχυα ή δεν τα πρόλαβαν εκεί όπου βάδιζαν ριψοκίνδυνα, με χορευτικό βήμα, το ένα πίσω από το άλλο, σε μονοπάτια στα ριζά γκρεμών ή ενώ ανέβαιναν λαχανιασμένα σε απάτητες κορυφές, σε ένα παιχνίδι-μονομαχία, δική τους επινόηση, με έπαθλο προσυμφωνημένο, που ήταν η εξουσία του ενός πάνω στον άλλο για μια ολάκερη μέρα. Μάταια τα κυνήγησαν οι γονείς, τα μάλωσαν, τα ντρόπιασαν, τα έδειραν, τα έκλεισαν μέσα, τα άφησαν νηστικά. Στο τέλος, η επιμονή τους νίκησε κάθε αντίδραση των μεγάλων, και τότε βάλθηκαν κι εκείνοι να αναζητούν τρόπους για να συμβιβάσουν αυτά που πρώτα θεωρούσαν ασυμβίβαστα. «Αν αποταθούμε στην Πόλη, στο Πατριαρχείο...» άρχισε ένα βράδυ να εξηγεί στους άλλους σιγά ο καπετάν Νικόλας, ενώ ο Στρατής και η Ανθή, καθισμένοι δίπλα στο τζάκι, έφηβοι πια, ήταν απασχολημένοι με το να τυλίγει αυτή σε κουβάρι το νήμα που κρατούσε εκείνος ανάμεσα στα τεντωμένα δάχτυλα των χεριών του, ενώ κοιτάζονταν γελαστά και μελιστάλαχτα μέσα στα μάτια, λες και ήταν μονάχοι τους στην κάμαρη. Δύο φορές έστειλαν επιστολή στον πατριάρχη, έβαλαν και μέσο κάποιον που είχε στη δούλεψή του και τον υπολόγιζε σοβαρά, αλλά τίποτα. Ήρθε αρνητική απάντηση. Την πρώτη φορά, μάλιστα, ποιος ξέρει γιατί, ήταν σίγουροι για τη θετική απάντηση και είχαν προχωρήσει στις ετοιμασίες του γάμου οι μουσικοί έπαιζαν τα όργανά τους καταμεσής στην πλατεία από νωρίς το μεσημέρι, οι καλεσμένοι είχαν φορέσει τα καλά τους και πρόσμεναν τη νύφη στην εκκλησιά, οι βοηθοί έστρωναν τα τραπέζια στα δύο μαγαζιά του χωριού όπου οι γονείς είχαν κανονίσει να γίνει το γλέντι, απλώνοντας πάνω τους πιατέλες που είχαν μέσα ψητά, πίτες και λογιών λογιών μεζέδες, και όλοι αδημονούσαν να αρχίσουν το φαγοπότι και οι χοροί.

16 ΣΟΦΙΑ ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΥ Η επίσημη αιτιολογία για την άρνηση του Πατριαρχείου, που τους έστειλε με συνοδευτική επιστολή ο γνωστός τους από την Πόλη, ήταν ότι «εσχάτως απέβησαν αυστηρότεροι οι κανόνες της Ιεράς Συνόδου», με σκοπό «την διατήρησιν της πίστεως εις τας διαχρονικάς αρχάς, αι οποίαι κοσμούν ως υπέρλαμπροι αστέρες τους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας». «Αν είναι να βλάψω εγώ την Ορθόδοξη Εκκλησία μας», ξέσπασε με πίκρα εκείνο το βράδυ η Ανθή, όταν το έμαθε, «αν είναι να αμαυρώσω με το γάμο μου τις διαχρονικές αρχές που επιβιώνουν στους κόλπους της, ε, τότε επιλέγω, για το καλό όλων μας, να μείνω έξω από αυτούς τους κόλπους.»έχε με έτσι, Στρατή μου», συνέχισε με τόλμη το κορίτσι, «αφού δε θέλουν να μας δώσουν την άδεια να ενωθούμε, για την οποία τόσο θερμά παρακαλέσαμε. Έχε με αστεφάνωτη. Δε με πειράζει διόλου». «Τι λες, κορίτσι μου;» είπε αναψοκοκκινισμένη η κυρα-βασιλική. «Είσαι με τα σωστά σου; Θες να μας βγάλει ο κόσμος βούκινο; Ή, μήπως, νομίζεις ότι θα διστάσουν να μας πιάσουν στο στόμα τους, επειδή είμαστε φερμένοι από αλλού;» Κάτι πήγε να απαντήσει η πριγκίπισσα, μα την έκανε να αλλάξει γνώμη το βλοσυρό ύφος των μεγάλων, δηλαδή των γονιών της και των γονιών του μέλλοντα άντρα της, που, καθώς φαίνεται, αποδοκίμαζαν όλοι μετά βδελυγμίας την προοπτική της ελεύθερης συμβίωσης των δύο νέων, χωρίς να έχουν, δηλαδή, ενωθεί με τα δεσμά του γάμου. «Όσο ζω εγώ, δε θα επιτρέψω τέτοιες πομπές και μασκαραλίκια», δήλωσε αυστηρά ο κυρ Αλεκάκης. «Θα στείλουμε καινούριο αίτημα στην Πόλη. Αυτή τη φορά, όμως, θα με αφήσετε να κάνω κουμάντο εγώ. Όχι σαν τις προάλλες που φοβόσασταν πως, αν αναμειγνυόμουν, θα μπερδεύονταν τα πράγματα. Τόσα και τόσα τόπια πανάκριβα υφάσματα από τη Δαμασκό και τη Βαγδάτη πρόσφερα στο Πατριαρχείο για να ράψουν τα ράσα τους οι... άγιοι πατέρες μας που τώρα λένε όχι στο γάμο των παιδιών μας!» Χτύπησε με δύναμη το χέρι στο τραπέζι και τα μάτια του πετούσαν σπίθες. «Άσε τα σιρίτια και τα χρυσά και ασημένια στολίδια και τους πολύτιμους λίθους που έφερνα για να ταιριάζουν στα υφάσματα, κατά την παραγγελία των παπάδων. Μην και δεν ικανοποιήσω την επιθυμία των