ΟΙ ΕΥΘΥΜΕΣ ΚΥΡΑΔΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ Oι εύθυμες κυράδες της ζωής μου 3
Ηλίας Γεροντόπουλος Εκδόσεις Λευκή Σελίδα ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Ηλίας Γεροντόπουλος Oι εύθυμες κυράδες της ζωής μου Διορθώσεις: Ελένη Ζαφειρούλη Σελιδοποίηση: Γιάννης Χατζηχαραλάμπους Μακέτα εξωφύλλου: Γιάννης Λιβέρης Εικόνα εξωφύλλου: Δήμητρα Αδαμοπούλου Copyright Εκδόσεις Λευκή Σελίδα και Ηλίας Γεροντόπουλος, Αθήνα 2015 Πρώτη έκδοση από τις Εκδόσεις Λευκή Σελίδα, Αθήνα 2015 ISBN 978-960-9745-44-4 Εκδόσεις Λευκή Σελίδα Σταδίου 10, 105 64, Αθήνα Τηλ. & Fax.: 2103232870 www.lefkiselida.gr e-mail: info@lefkiselida.gr Αυτό το κείμενο που δημοσιεύεται από τις εκδόσεις «Λευκή Σελίδα» προστατεύεται από τους διεθνείς νόμους και τις διεθνείς συνθήκες που αφορούν τα συγγραφικά δικαιώματα. Η εκτύπωσή του σε χαρτί προορίζεται αποκλειστικά για τον αγοραστή και περιορίζεται στην προσωπική του χρήση. Κάθε άλλη αναπαραγωγή ή αντιγραφή, από όποιον και να προέρχεται, θα αποτελεί απομίμηση και θα υπόκειται στις προβλεπόμενες κυρώσεις από το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο περί πνευματικής ιδιοκτησίας και από τις ισχύουσες διεθνείς συνθήκες για την προστασία των συγγραφικών δικαιωμάτων. 4
ΟΙ ΕΥΘΥΜΕΣ ΚΥΡΑΔΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ Ηλίας Γεροντόπουλος Oι εύθυμες κυράδες της ζωής μου [ μυθιστόρημα ] 5
Ηλίας Γεροντόπουλος 6
ΟΙ ΕΥΘΥΜΕΣ ΚΥΡΑΔΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ Στο Μαρουλάκι, που ύστερα από δεκαοκτώ χρόνια ακόμα δεν βαρέθηκε να μ έχει αδερφό. Όλα τα πρόσωπα και οι καταστάσεις αυτού του βιβλίου έχουν σαφή σχέση με την πραγματικότητα. Μια σχέση, ωστόσο, που σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να την ονομάσουμε «σχέση πάθους». 7
Ηλίας Γεροντόπουλος 8
ΟΙ ΕΥΘΥΜΕΣ ΚΥΡΑΔΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ Περιεχόμενα Αντί προλόγου... 11 Εισαγωγή... 13 1 Τα χρόνια της αθωότητας... 17 2 Τα χρόνια της ακολασίας... 31 3 Τα καλύτερά μας χρόνια!...101 Επίλογος... 227 Ευχαριστίες... 231 9
Ηλίας Γεροντόπουλος 10
ΟΙ ΕΥΘΥΜΕΣ ΚΥΡΑΔΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ Αντί προλόγου Οδηγίες χρήσης: Aν σας αρέσει η κλασική λογοτεχνία, μην προχωρήσετε παρακάτω! Αν είστε κλασικός λογοτέχνης, καλή ανάγνωση! 11
Ηλίας Γεροντόπουλος 12
ΟΙ ΕΥΘΥΜΕΣ ΚΥΡΑΔΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ Εισαγωγή Ηταν ένα πρωινό σαν όλα τ άλλα, όταν ο Σωκράτης Παπαχατζής, την ώρα που άνοιγε τα τσιμπλιασμένα μάτια του και κοίταζε το άδειο μαξιλάρι στην άλλη μεριά του κρεβατιού, έκανε αυτή τη διαπίστωση που έμελλε μια για πάντα ν αλλάξει τη ζωή του. «Είμαι ένα μπακούρι». Σχεδόν αμέσως ένιωσε το σώμα του να βουλιάζει στο κρεβάτι, το δωμάτιο να σβήνει απ τα μάτια του και το μυαλό του να χάνεται σε μια απέραντη μαυρίλα. Ωστόσο, ένιωσε επίσης μια αφόρητη (αν και άκρως αρρενωπή) πίεση στην ουροδόχο κύστη. Καταπίεσε λοιπόν μερικές βρισιές που ανέβηκαν για λίγο ως τον ουρανίσκο, πίεσε τον εαυτό του να σηκωθεί απ το κρεβάτι και φτάνοντας πάνω απ τη λεκάνη, αποσυμπίεσε τον σφιγκτήρα του κι αφέθηκε σ ένα απελευθερωτικό κατούρημα. «Ένα κατούρημα πάντα βοηθάει», σκέφτηκε. Και είχε δίκιο. Είναι πράγματι εντυπωσιακό το πόσο ευκολότερα μπορούν και φαντάζουν τα πιο δυσεπίλυτα προβλήματα, όταν τα μελετάς ελεύθερος από σωματικές πιέσεις. Το υγρό φεύγει, ο οργανισμός χαλαρώνει, ο εγκέφαλος γαληνεύει. Όλα είναι θέμα υδραυλικής. Απελευθέρωση. Καζανάκι. Μάζεψε το σώβρακό του με τις γαλάζιες βούλες, έπλυνε τα χέρια του όπως-όπως, μπούκωσε το στόμα με οδοντόκρεμα. Ύστερα άνοιξε τα παντζούρια και ξαναγύρισε στο κρεβάτι. Kοίταζε 13
Ηλίας Γεροντόπουλος πια το ταβάνι με τα χέρια πίσω απ το κεφάλι του κι όλα έμοιαζαν διαφορετικά. Ο ύπνος ήταν απών, το σκοτάδι είχε πνιγεί μέσα σε φωτεινές ηλιακές ακτίνες, οι τσίμπλες είχαν πέσει απ τα μάτια του στο τσαλακωμένο σεντόνι. Κι ωστόσο, εκείνη η ενοχλητική διαπίστωση έμενε εκεί, ίδια κι απαράλλαχτη, να γεμίζει το δωμάτιο με μια μυρωδιά ιδρώτα και πολυφορεμένης κάλτσας. «Είμαι ένα μπακούρι!» Αναστέναξε. Σηκώθηκε ξανά απ το κρεβάτι. Άνοιξε τον υπολογιστή του κι έφτιαξε έναν καφέ. Καφές, ζάχαρη, γάλα, τεκίλα. Γερό χτύπημα στο σέικερ. Έτοιμος. Καφές με προσωπικότητα χτυπημένος, όχι ανακατεμένος. Έβαλε τα μαύρα του γυαλιά κι έφερε το καλαμάκι στο στόμα. «Αναμφίβολα, διάολε, είμαι πολύ ωραίος τύπος», μονολόγησε και κατέβασε μια γερή ρουφηξιά. Κοίταξε τη μούρη του στον καθρέφτη. Άλλη μια ρουφηξιά. Έριξε ένα βλέμμα στη λευκή οθόνη που απλωνότανε μπροστά του. Παρθένα λευκή σελίδα. Έριξε ένα παρόμοιο βλέμμα στο δωμάτιο τριγύρω. «Η κόπρος του Αυγεία». Έξυσε λίγο το κεφάλι του. Ήπιε μια τελευταία ρουφηξιά καφέ, ενώ έπαιρνε μέσα του τη μεγάλη απόφαση. Ύστερα, με τη σιγουριά ενός ανθρώπου που έχει πλήρη επίγνωση των όσων σημαίνει εκείνη η σπουδαία λατινική ρήση που μας είναι γνωστή ως «scripta manent», πάτησε τα πλήκτρα του υπολογιστή του. Η λευκή οθόνη διαποτίστηκε μια για πάντα απ αυτό το άρωμα της ιδρωμένης κάλτσας. «Ήταν ένα πρωινό σαν όλα τ άλλα, όταν ο Σωκράτης Παπαχατζής, την ώρα που άνοιγε τα τσιμπλιασμένα μάτια του και κοίταζε το άδειο μαξιλάρι στην άλλη μεριά του κρεβατιού, έκανε αυτή τη διαπίστωση που έμελλε μια για πάντα ν αλλάξει τη ζωή του. Είμαι ένα μπακούρι!». Ήταν αλήθεια. Ήταν μπακούρι. Ήμουν μπακούρι, για την ακρίβεια. Γιατί, αν δεν το μαντέψατε ακόμα, δύσμοιροι αναγνώστες, που από τύχη ή ατυχία πέσατε πάνω σε τούτα δώ τ απομνημονεύματα, εγώ είμαι ο Σωκράτης Παπαχατζής. Κι επιβεβαιώνω περίτρανα πως την ώρα που γράφω αυτές τις σειρές φοράω όντως το σώβρακο με τις γαλάζιες βού- 14
ΟΙ ΕΥΘΥΜΕΣ ΚΥΡΑΔΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ λες, τα μαύρα γυαλιά μου και πίνω καφέ με τεκίλα χτυπημένο κι όχι ανακατεμένο. Επιπλέον, δηλώνω επίσημα κι έχοντας (σχεδόν) σώας τας φρένας πως όσες σελίδες θ αντέξετε να διαβάσετε απ το καταραμένο παρελθόν που καλύπτει τ όνομά μου είναι πέρα για πέρα (κι ακόμα παραπέρα) αληθινές. Όμως, ας θέσουμε αρχικά κάποιες βάσεις. Η κατάσταση έχει ως εξής: η ανάσα μου βρομοκοπάει αλκοόλ σε μόνιμη βάση, το τασάκι μυρίζει τσιγαρίλα ακόμα και πλυμένο πια, το πουλί μου είναι μονίμως όρθιο και του αρκούν ένα-δυο ταρακουνήματα για ν αρχίσει να ξερνοβολάει από δω κι από κει, και μόλις πριν από λίγο διαπίστωσα πως έχω βγάλει αιμορροΐδες. Το παραδέχομαι, αυτό το τελευταίο ούτε καλαίσθητο είναι ούτε και τόσο αρρενωπό. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για το βρόμικο χιούμορ ενός οργανισμού που τις τελευταίες βδομάδες τον ταΐζω μονάχα γαριδάκια. Τέλος πάντων. Εσείς δώστε σημασία στα τρία πρώτα. Αποτελούν την τρόικα που ρυθμίζει τη ζωή μου τώρα τελευταία. Ποτά, τσιγάρα, καύλες. Όχι απαραίτητα μ αυτή τη σειρά. Και όχι (γυναίκα αναγνώστρια), δεν είναι τόσο γοητευτικό όσο ακούγεται. Δεν είμαι εκείνος ο άνετος τυπάκος που σου ανοίγει την πόρτα του με το μπουκάλι στα χέρια, το τσιγάρο κρεμασμένο απ το στόμα και τη μόνιμη διάθεση να σε ικανοποιήσει εκεί κάτω. Ή μάλλον, τώρα που το ξανασκέφτομαι, αυτός ακριβώς ο τυπάκος είμαι. Μόνο που για να συμβεί όλο αυτό, θα πρέπει πρώτα να πάρεις το όμορφο μουτράκι σου και να ρθεις να μου χτυπήσεις την πόρτα. Και δεν ξέρω τι σκοπεύεις να κάνεις εσύ, όμως καμιά άλλη δεν το κανε ως τώρα. Για την ακρίβεια, δεν ανοίγουν καν όταν χτυπάω εγώ τη δική τους. Όχι πως τις κατηγορώ. Είναι ζόρικο πράγμα να σαι γυναίκα σήμερα. Μεταξύ μας, πάντα ήταν. Θέλω να πω: γέννες, περίοδοι, περιορισμός, φαλλοκρατία, καταπίεση Αποτρίχωση! Κάντε μου τη χάρη! Ώρες-ώρες σχεδόν αντιλαμβάνομαι πλήρως εκείνη την ολοκληρωτική μανία της Σιμόν ντε Μποβουάρ να καίει τα σουτιέν της στις πλατείες. Και καταλαβαίνω, επίσης, πως ζούμε στον καιρό που ήρθε η ώρα να πληρώσουν οι άντρες για τα τόσα χρόνια της φασιστικής κυριαρχίας τους. Όμως, ρε κοριτσάρες μου, κοι- 15
Ηλίας Γεροντόπουλος τάξτε με (πρέπει να υπάρχει μια φωτογραφία στο οπισθόφυλλο, αν δεν με ρίξανε στις διαπραγματεύσεις ) Δεν είμαι ο μουστακαλής πίθηκας που έδερνε τη γιαγιά σας. Κι ούτε σκοπεύω να σας χώσω σε καμιά κουζίνα δύο επί δύο χωρίς παράθυρα (ούτε και σε μεγαλύτερη κουζίνα δηλαδή). Και δεν υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να κάτσω να γράψω όλο αυτό το μεθυσμένο παραλήρημα, αν δεν ήμουν απόλυτα βέβαιος πως τόσες και τόσες γυναίκες στον κόσμο αυτή τη στιγμή κοιτάνε τις φίλες τους με πληγωμένη απορία κι αναρωτιούνται: «πού στην ευχή πήγαν οι άντρες;». Κι επίσης, πως κάπου εκεί έξω κάμποσοι συμπαθείς αποτυχημένοι πληρώνουν για κρίματα που δεν είναι καν δικά τους. Το χειρότερο απ όλα, βέβαια, είναι πως αυτοί οι αποτυχημένοι είναι σχεδόν σίγουρο ότι μπορούν να κάνουν μια γυναίκα ευτυχισμένη. Και να γίνουν κι οι ίδιοι ευτυχισμένοι. Και δυστυχώς, όλη αυτή η ευτυχία χάνεται κάπου ανάμεσα στα γράμματα της φράσης «μ αρέσεις πολύ» που ποτέ δεν βγαίνει από το στόμα τους (γιατί είναι κότες). Κι ακόμα, σ εκείνες τις απροσδιόριστες γυναικείες συμπεριφορές, που χωρίς να λένε τίποτα, τα λένε όλα, ενώ την ίδια στιγμή σκοτώνουν ανάλγητα κάθε ίχνος τεστοστερόνης πάνω στ αρσενικά. Μόνο και μόνο γιατί υπάρχουν μερικές εκεί έξω, ρε κορίτσια, που φτιάχνονται να σας χαλάν την πιάτσα. Και κάπως έτσι, οι πιο γλείφτες απ τους εκπροσώπους του «ισχυρού» (θα λεγα τώρα) φύλου θα γίνουν «φιλενάδες», επιλέγοντας μια και καλή τη ζητιανιά απ την πείνα. Όσο για τους υπόλοιπους; Ε, αυτοί μάλλον θα κλαιν τη μοίρα τους αγκαλιά με κάνα φτηνό ουίσκι ή κάνα play station 3, ή ξέρω κι εγώ τι άλλο Αυτά είχα να πω πάνω-κάτω. Ουφ, τα πα κι ηρέμησα. Και τώρα λέω ν αρχίσω την εξιστόρηση, όμως πρώτα θα ταν καλή ιδέα να φάω κάνα γιαούρτι. Δεν λέει ο καφές μ άδειο στομάχι. Πόσο μάλλον όταν περιέχει μπόλικες δόσεις από μεξικάνικα ποτά και αρκετή ζάχαρη για να σιροπιάσει το σάλιο του Γουίλι Γουόνκα. Εσείς μη φύγετε. Γυρίστε απλώς σελίδα και ξανάρχομαι. 16
ΟΙ ΕΥΘΥΜΕΣ ΚΥΡΑΔΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ 1 Τα χρόνια της αθωότητας Ολα ξεκίνησαν τόσο καλά. Απρόσμενα καλά. Θέλω να πω, πόσους τύπους ξέρετε που έχουν τη δυνατότητα να λένε: «είχα την πρώτη μου κοπέλα στην τετάρτη δημοτικού». Προσέξτε, κοπέλα. Όχι: «το πρώτο μου ραντεβού» ή «το πρώτο μου φιλί» ή «το πρώτο μου άγγιγμα σ αυτό το κομμάτι παραδείσου που αργότερα μαθαίνεις πως το λένε γυναικείο κωλαράκι». Όχι. Εδώ μιλάμε για σχέση, με αποκλειστικότητες και με δεσμεύσεις κι απ όλα. Πόσους, λοιπόν, ξέρετε να χαν τέτοιες πολυτέλειες στην τετάρτη δημοτικού; Εγώ δεν ξέρω κανέναν. Ή μάλλον ξέρω. Έναν, μόνο. Εμένα! Ήταν ένα μικρόσωμο, όμορφο κοριτσάκι που είχε την ατυχία να χει μια κάπως παράξενη μυτούλα και να φοράει σιδεράκια. Κι ωστόσο, καθόλου δεν της χαλούσαν όλα αυτά τ όμορφο προσωπάκι της. Ήταν γλυκιά, με κατσαρά μαύρα μαλλιά κι είχε δυο μεγάλα έξυπνα ματάκια και όμορφο χαμόγελο παρά τα σιδεράκια της. Κι επιπλέον, ήτανε πρώτης τάξεως κορίτσι. Δεν έμοιαζε καθόλου μ όλα τ άλλα κορίτσια της τάξης. Ξέρετε τώρα, εκείνες τις ελαφρόμυαλες πιτσιρίκες που έχουν το μυαλό τους συνεχώς στις κούκλες τους, δανείζουν τις ξυλομπογιές τους μια στον έναν και μια στον άλλο χωρίς να τους καίγεται καρφί, και μοιράζονται το παγωτό τους μ όσους βάζουν τα πιο πολλά γκολ στο ποδόσφαιρο. Όχι, η Θάλεια δεν ήταν καθόλου έτσι. 17
Ηλίας Γεροντόπουλος Εκείνη ακουμπούσε το βλέμμα της επάνω μου και μόλις τα μάτια μας συναντιόντουσαν, γύριζε αμέσως το κεφάλι κι άφηνε το μυαλό της να χαθεί έξω από το παράθυρο. Ούτε έριχνε τα μάτια στο θρανίο (σαν κάτι χαμηλοβλεπούσες που έφταναν τετάρτη δημοτικού κι έκαναν πως δεν ξέρουν τίποτα για τον φόνο), ούτε ξεκινούσε τα πονηρά χαμόγελα (σαν κάτι προκλητικές ντίβες που είχαν κιόλας φιληθεί με κάποιον μαντράχαλο της πέμπτης ή της έκτης). Όχι, η Θάλεια μού γελούσε κι αμέσως άφηνε το μυαλό της να πετάξει. Κι εγώ ήμουνα χαρούμενος που την έκανα να ονειρεύεται. Και το ξερα πως ήτανε γραφτό μου να μαι μ αυτή την κοπέλα και πως έπρεπε να κάνω κάτι γι αυτό. Το πήρα απόφαση, λοιπόν, στην πρώτη κιόλας ευκαιρία να κάνω την κίνησή μου. Γιατί, δεν ξέρω αν σας το πα, αλλά τότε ήμουνα πολύ γόης και πολύ των γρήγορων αποφάσεων. Περίμενα στη γωνία την ευκαιρία μου κι εκείνη ήρθε μια μέρα που αποφάσισε η μάνα μου να πάει σ έναν απ αυτούς τους βαρετούς, μεγαλίστικους «καφέδες». Αυτούς ντε που μαζεύονται τρεις-τέσσερις κυράδες και κουτσομπολεύουν όλο τον κόσμο. Και κουβαλάνε μαζί και τα παιδιά τους για να «παίξουν», κι ας είναι το ένα δύο χρονών, το άλλο οκτώ και το τρίτο στην πρώτη λυκείου, με μουστάκι και κινητό και άλλα τέτοια. Ευτυχώς, βέβαια, εκείνος ο «καφές» δεν είχε κανέναν νταγλαρά απ το λύκειο κι ούτε κάνα μωρό να μπουσουλάει από δω κι από κει. Και δυο-τρεις μικρούς του νηπιαγωγείου ήμουν αποφασισμένος να τους ανεχτώ, μιας και σ εκείνο τον «καφέ» έμαθα πως θα ρχόταν κι η μαμά της Θάλειας. Παρέα με την κόρη, φυσικά. Και όντως ήρθαν, κι η Θάλεια ήταν όμορφη, δροσερή, γλυκιά, σωστή καραμελίτσα! Φορούσε λοιπόν ένα λευκό μπλουζάκι με δαντέλα στον γιακά, μαύρη φουστίτσα ως το γόνατο και γυαλιστερά παπουτσάκια, κι είχε και τον βαφτιστικό σταυρό της να κρέμεται στο σημείο που μερικά χρόνια μετά θα φούσκωνε το στήθος. Παίξαμε κάμποσα χαζά παιχνίδια με τους «μικρούς» του νηπιαγωγείου, όμως κάποια στιγμή την έπεισα με τούτα και με κείνα να ρθει σ ένα δωμάτιο, και κλείδωσα πίσω μου την πόρτα για να μη μας ενοχλήσει κανείς. 18
ΟΙ ΕΥΘΥΜΕΣ ΚΥΡΑΔΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ «Θέλω να σου μιλήσω, Θάλεια», της λέω. Είχα πάρει εκείνο το επίσημο ύφος που μ είχε μάθει ο πατέρας μου να παίρνω, όποτε μιλούσα για κάτι σοβαρό. «Τι θέλεις να μου πεις; Σ ακούω», απάντησε εκείνη κι άφησε τα σιδεράκια της ν αστράψουν στο φως του δωματίου. Ήταν κόκκινα και ταίριαζαν με τα χείλια της. «Να, ήθελα να σου πω, πως» κόμπιασα για λίγο. «Ναι» λέει εκείνη προσπαθώντας να με ξεμπλοκάρει. «Ε, λοιπόν» και παίρνοντας βαθιά ανάσα τής τα ξεφούρνισα όλα. «Ε, λοιπόν, μ αρέσεις πολύ, είσαι πολύ όμορφη και γελάς πολύ όμορφα, και να μη σκας για τα σιδεράκια σου, γιατί εγώ νομίζω πως σου πάνε πολύ. Κι ακόμα, έλεγα, αν θα θελες, μήπως πηγαίναμε αύριο καμιά βόλτα στο διάλειμμα, να σε κεράσω καμιά πορτοκαλάδα, και γενικά μήπως ήθελες να τα φτιάξουμε, να σαι το κορίτσι μου και να σε παίρνω αγκαλιά, και ν αρχίζω στις γρήγορες όποιον μάπα σε κοροϊδεύει που γράφεις το παίζω με ε και δεν ξέρεις καλά την προπαίδεια του οκτώ». Τα πα όλα αυτά μονοκοπανιά κι ύστερα ανέπνεα με βία κι η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Πολύ δυνατά! Λες κι ήθελε καλά και ντε να βγει από κει μέσα που την είχα και να πάει καμιά βόλτα. Δεν το περίμενα να ναι τόσο δύσκολο. Το χα κιόλας μετανιώσει. Χωρίς συγκεκριμένο λόγο άρχισα να ντρέπομαι και να κοκκινίζω, και κάθισα σε μια καρέκλα με το κεφάλι γειρτό προς τα κάτω. Αν με ρωτούσες εκείνη τη στιγμή, το μόνο που ήθελα ήταν να πάω σπίτι μου, να μπω κάτω απ το πάπλωμα και να με πάρει ο ύπνος. Ή, ακόμα καλύτερα, να ρθει η μάνα μου (που τότε θα την έλεγα μαμά) και να μου φτιάξει ζεστό κακάο ή κάτι τέτοιο, και να ρθει κι ο πατέρας μου (που θα τον έλεγα μπαμπά) και να πάμε καμιά εκδρομή ή, καλύτερα, στο γήπεδο. Όλα αυτά, βέβαια, κράτησαν μόλις μερικά δευτερόλεπτα, μέχρι ν ακούσω τη φωνή της Θάλειας που απαντούσε: «Ναι, νομίζω πως θα μ άρεσε να είμαι το κορίτσι σου». Σήκωσα το κεφάλι κι είδα τα μεγάλα μάτια της να με κοιτάνε. Χαμογελούσε, όμως δεν γύρισε αυτή τη φορά προς το παράθυρο (μάλλον γιατί δεν υπήρχε παράθυρο στο δωμάτιο. Αρχιτέ- 19
Ηλίας Γεροντόπουλος κτονες σου λέει ). Απλώς συνέχισε να κοιτάει ίσια μες στα μάτια μου και να χαμογελάει. Και τότε ξέχασα τα πάντα. Δεν είχα ανάγκη πια ούτε κακάο, ούτε εκδρομές, ούτε τίποτα. Και μ άρεσε πολύ που χτύπαγε η καρδιά μου δυνατά. Την πλησίασα και την πήρα αγκαλιά. Μύριζε όμορφα και το θελα να τη φιλήσω. Θα το δοκίμαζα το δίχως άλλο, μα ήξερα πως ήταν σοβαρή κοπέλα και δεν τα σήκωνε κάτι τέτοια. Τουλάχιστον όχι από τόσο νωρίς. Γι αυτό κι εγώ αρκέστηκα να της βγάλω τα παπούτσια, έβγαλα και τα δικά μου, ξαπλώσαμε στο κρεβάτι κι αρχίσαμε να συζητάμε για κείνο το παιδικό στην τηλεόραση. Εκείνο με τον μάγο που ήτανε ποντίκι και τον βασιλιά που ήταν αγριογούρουνο και τον ιππότη που ήταν σκύλος αλλά εγώ αποφάσισα πως τον μισώ αυτόν τον ιππότη, γιατί εκείνη μου πε πως της άρεσε πολύ. Έλεγε μάλιστα να τον παντρευτεί (προτού τα φτιάξει μαζί μου, εννοείται). Κάπως έτσι κύλησε όλο το απόγευμα. Όταν η μάνα μου αποφάσισε πως ήταν ώρα να φύγουμε, εγώ γκρίνιαξα λίγο, αλλά σκέφτηκα πως θα ξανάβλεπα τη Θάλεια αύριο στο σχολείο και πως δεν έπρεπε να κάνω άσχημη εντύπωση, έτσι κι αλλιώς. Γι αυτό και την ακολούθησα (τη μάνα μου) χωρίς πολλούς σαματάδες. Κι όταν έπεσα να κοιμηθώ το βράδυ, αποφάσισα πως ο έρωτας είναι πολύ ωραίος, πως ήμουν ευτυχισμένος και πως είχε έρθει πια η ώρα μου να νοικοκυρευτώ. Κι ακόμα, αποφάσισα πως έπρεπε να βρω έναν τρόπο να φανώ ανώτερος από κείνο τον ιππότη-σκύλο, που του άρεσε να προκαλεί στα καλά καθούμενα γαμήλιες φαντασιώσεις στα κορίτσια του κόσμου Θ αναρωτιέστε τώρα γιατί τα λέω όλα αυτά. Γιατί σας αναφέρω τις παιδικές μου επιτυχίες με τα κορίτσια, ενώ έχω κάνει εξαρχής ξεκάθαρο πως θέμα ετούτου του βιβλίου είναι τα μπακούρια και οι κοινωνικές τους προεκτάσεις. Λοιπόν, ίσως με βρείτε λιγάκι αφελή, ή ακόμα-ακόμα συνωμοσιολόγο, όμως πιστεύω πως η Θάλεια, η μικρούλα με τα όμορφα ματάκια και τα σγουρά μαλλιά της, είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο τυραννιέμαι τόσα χρόνια. Πως είναι μια μορφή τιμωρίας για μένα όλες αυτές οι εγωκεντρι- 20