ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΟΥ ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ Το κύμα των νεοφιλελεύθερων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της δεκαετίας του 1990 προκάλεσε πραγματική εκατόμβη στις λατινοαμερικανικές κοινωνίες. Το νέο μεγάλο κοινωνικό ζήτημα αφορούσε την τάξη των νεόπτωχων, οι οποίοι προστέθηκαν στους ήδη υπάρχοντες φτωχούς της Λατινικής Αμερικής. 26 Στις περισσότερες χώρες της περιοχής τα ποσοστά των άπορων πολιτών ανέβηκαν απελπιστικά: για παράδειγμα, το 1999, το 62% του συνολικού πληθυσμού της Βολιβίας και το 60,6% του πληθυσμού της Παραγουάης ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας. Την ίδια χρονιά το 63,6% του αστικού πληθυσμού του Ισημερινού ζούσε σε συνθήκες φτώχειας ή ακραίας ένδειας ενώ το αρνητικό ρεκόρ το είχε η Ονδούρα, με το 80% του συνολικού πληθυσμού της να βρίσκεται κάτω από τη γραμμή της φτώχειας, ακολουθούμενη από τη Νικαράγουα, με ποσοστό σχεδόν 70%. Το αντίστοιχο ποσοστό για το 1999 ήταν σχεδόν 55% για την Κολομβία, 50% για τη Βενεζουέλα και το Ελ Σαλβαδόρ, 47% για το Μεξικό, 37,5% για τη Βραζιλία, 30% για τον Παναμά και περίπου 20,5% για τη Χιλή και την Κόστα Ρίκα. 27 Η Αργεντινή ήταν η χώρα που γνώρισε την ταχύτερη αύξηση της φτώχειας, όταν πολλά νοικοκυριά της μεσαίας τάξης είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται ρα-
226 Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α Τ Η Σ Λ Α Τ Ι Ν Ι Κ Η Σ Α Μ Ε Ρ Ι Κ Η Σ γδαία εξαιτίας των ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών που εφαρμόστηκαν στη χώρα τη δεκαετία του 1990. Το ποσοστό των κατοίκων που ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας στο Μπουένος Άιρες και στην περιφέρειά του σκαρφάλωσε από 3,2% του πληθυσμού στις αρχές της δεκαετίας του 1980 σε 26,7% στα τέλη του 1999 και σε 37% το 2000. 28 Στη γειτονική Ουρουγουάη το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 31% το 2003. Οι χώρες αυτές, οι οποίες περηφανεύονταν για τη σχετικά ισόρροπη κοινωνική τους σύνθεση, είδαν τη μεσαία τάξη να συρρικνώνεται ενώ η ανέχεια και η ανισότητα αυξάνονταν γοργά, κυρίως στα αστικά κέντρα. Το πρόβλημα αποκτά δραματικότερο χαρακτήρα αν εξεταστεί το θέμα της παιδικής φτώχειας: το 1999, στην περιφέρεια του Μπουένος Άιρες τα παιδιά που ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας αντιστοιχούσαν στο 42% του πληθυσμού κάτω των 14 ετών, ενώ στην Ουρουγουάη, το 2003, το αντίστοιχο ποσοστό για παιδιά κάτω των 6 ετών ήταν 57%. 29 Η βασικότερη αιτία για την εμφάνιση των νέων μορφών φτώχειας ήταν η ανεργία, η οποία έφτασε σε επίπεδα πρωτόγνωρα για χώρες που είχαν ζήσει δεκαετίες μ ένα μοντέλο που πρότασσε την πλήρη απασχόληση. Η εκτίναξη της ανεργίας ήταν αποτέλεσμα των εκτενών ιδιωτικοποιήσεων που άνοιξαν τον δρόμο σε εκατοντάδες χιλιάδες απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων, της αποβιομηχάνισης και των γενικότερων αλλαγών στις παραγωγικές δομές. Το 2000 η επίσημη ανεργία στα αστικά κέντρα είχε ξεπεράσει το 15% στην Αργεντινή, το 14% στη Βενεζουέλα και το 13,5% στην Ουρουγουάη, ενώ η συνολική ανεργία στα αστικά κέντρα, επίσημη και ανεπίσημη, υπολογιζόταν ότι υπερέβαινε το 20% στην Κολομβία και το 14% στον Ισημερινό. 30 Οι ιδιωτικοποιήσεις εμβληματικών κρατικών βιομηχανιών, μεταξύ των οποίων πετρελαιοβιομηχανίες, αεροπορικές και σιδηροδρομικές εταιρείες, μεταλλευτικές μονάδες, δημόσιες επιχειρήσεις φυσικού αερίου και τηλεφωνικές εταιρείες, είχαν μεγάλο μερίδιο στην αύξηση των ανέργων: στην Αργεντινή, για παράδειγμα, το 1989 η κρατική σιδηροδρομική εταιρεία απασχολούσε 96.000 υπάλληλους, οι οποίοι μειώθηκαν σε μόλις 17.000 το 1994 μετά τη διάσπαση και ιδιωτικοποίηση της εταιρείας, ενώ η εθνική πετρελαιοβιομηχανία YPF που πουλήθηκε στην ισπανική Repsol το 1990 είχε 51.000 υπαλλήλους που στα τέλη της δεκαετίας ήταν μόλις 5.600. 31 Πάντως, η επίμονη διατήρηση της ανοδικής τάσης της ανεργίας, η οποία έπληξε πρωτίστως τους νέους, ήταν κυρίως αποτέλεσμα των γενικότερων αλλαγών που συντελέστηκαν στον παραγωγικό χάρτη της Λατινικής Αμερικής κατά τη δεκαετία του 1990. Βασικό χαρακτηριστικό της νέας φάσης ήταν η επιστροφή των χωρών της περιοχής στο εξαγωγικό μοντέλο των αρχών του 20ού αιώνα. Η μεγάλη αύξηση των εξαγωγών προϊόντων του πρωτογενούς τομέα συνοδεύτηκε από τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό της γεωργίας, της εξορυκτικής βιομηχανίας, της κτηνοτροφίας και της
Ο Ν Ε Ο Φ Ι Λ Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Σ Μ Ο Σ Κ Α Ι Η Κ Α Τ Α Ρ Ρ Ε Υ Σ Η Τ Ο Υ 227 αλιείας, με αποτέλεσμα τη μεγάλη μείωση της ανάγκης για εργατικά χέρια. Επιπλέον, η κυριαρχία νέων καλλιεργειών με μεγάλη διεθνή ζήτηση, όπως η σόγια και το μεταλλαγμένο καλαμπόκι, και η ανάδειξη νέων οικονομικών πρωταγωνιστών κυρίως πολυεθνικών εταιρειών με εύκολη πρόσβαση στην τεχνολογία αιχμής και στις εξελίξεις της αγροβιολογίας απείλησαν με αφανισμό τούς στραμμένους στη συρρικνωμένη εσωτερική αγορά μικρούς και μεσαίους παραγωγούς, αλλά και πολλές παραδοσιακές καλλιέργειες που είχαν ευδοκιμήσει χάρη στην κρατική προστασία. 32 Παρόμοια εικόνα άρχισε να παρουσιάζει και ο δευτερογενής τομέας: οι διαρθρωτικές αλλαγές της δεκαετίας του 1990 ευνόησαν ορισμένες μεγάλες εξαγωγικές βιομηχανίες όπως η αυτοκινητοβιομηχανία που επεκτάθηκε περαιτέρω σε χώρες όπως το Μεξικό, η Βραζιλία και η Αργεντινή, ενώ άλλοι παραδοσιακοί βιομηχανικοί κλάδοι από τους οποίους εξαρτιόταν η οικονομική ζωή ολόκληρων επαρχιών ατόνησαν τελείως, λόγω της κατάργησης των προστατευτικών δασμών και της έκθεσής τους στον διεθνή ανταγωνισμό. Στον τριτογενή τομέα άνθισαν δυναμικοί τομείς που ευνοούσαν την απασχόληση ατόμων με υψηλή κατάρτιση, όπως οι τηλεπικοινωνίες και οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, ενώ υποχώρησαν πολλές δραστηριότητες συνδεδεμένες με το εμπόριο και άλλους παραδοσιακούς κλάδους. Χιλιάδες μικροί και μεσαίοι επιχειρηματίες σβήστηκαν από τον επιχειρηματικό χάρτη, ενώ αναδύθηκαν νέες οικονομικές ελίτ με πρόσβαση στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων. Ο πολλαπλασιασμός των μακροχρόνια ανέργων, που ήταν αποκλεισμένοι από τον κόσμο της εργασίας και από το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, ήταν αναμφίβολα το μεγαλύτερο τίμημα της εκσυγχρονιστικής διαδικασίας της δεκαετίας του 1990. Αλλά και το μεγάλο εκείνο μέρος του ενεργού πληθυσμού που κατάφερε να παραμείνει εντός του συστήματος άρχισε να εργάζεται κάτω από ένα εντελώς νέο θεσμικό καθεστώς, που προέβλεπε ευέλικτες μορφές εργασίας και καταργούσε βασικά κοινωνικά δικαιώματα. 33 Ιδιαίτερα σημαντικό αντίκτυπο είχε η διάλυση του παραδοσιακού κόσμου της βιομηχανικής εργασίας, μέσω της κατάργησης των συλλογικών συμβάσεων και της σύνδεσης των μισθών με την παραγωγικότητα. Αυτή η διαδικασία προϋπέθετε και ταυτόχρονα τροφοδοτούσε την αποδυνάμωση των ισχυρών συνδικαλιστικών δομών που υπήρχαν σε πολλές λατινοαμερικανικές χώρες. Την πιο χαρακτηριστική ίσως έκφραση του νέου εργασιακού μοντέλου που άρχισε να κυριαρχεί στον δευτερογενή τομέα αποτελούν οι Ελεύθερες Βιομηχανικές Ζώνες Εξαγωγών (Zonas Francas Industriales de Exportación) που δημιουργήθηκαν στο Μεξικό και σε άλλες χώρες της Κεντρικής Αμερικής. Ειδικά τα βόρεια σύνορα του Μεξικού με τις Ηνωμένες Πολιτείες, που διατρέχουν πάνω από 3.000 χιλιόμετρα, τη δεκαετία του 1990 κυριολεκτικά πλημμύρισαν από τα βιομηχανικά πάρκα των μακι-
228 Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α Τ Η Σ Λ Α Τ Ι Ν Ι Κ Η Σ Α Μ Ε Ρ Ι Κ Η Σ λαδόρας (maquiladoras), δηλαδή των εργοστάσιων συναρμολόγησης ηλεκτρονικών συσκευών, κυρίως, και εξαρτημάτων αυτοκινήτων. Για τις εταιρείες που δραστηροποιούνται σ αυτές τις ζώνες ισχύουν ειδικές φοροαπαλλαγές και άλλα κίνητρα, που συχνά περιλαμβάνουν την αναστολή της εργατικής νομοθεσίας της χώρας. Οι πρώτες μακιλαδόρας εγκαταστάθηκαν στο Μεξικό στα μέσα της δεκαετίας του 1960, αλλά πολλαπλασιάστηκαν γοργά μετά τη θέση σε ισχύ της Βορειοαμερικανικής Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου το 1994: ήδη το 1996 υπήρχαν στο βόρειο Μεξικό πάνω από 2.300 μονάδες που απασχολούσαν 700.000 άτομα. 34 Το 2000 οι μεξικανικές μακιλαδόρας, πολλές από τις οποίες ανήκουν σε πολυεθνικούς ομίλους αμερικανικών και ασιατικών συμφερόντων, όπως η General Electric, η General Motors και η Sanyo, απασχολούσαν περίπου 1,3 εκατομμύριο εργαζόμενους. 35 Ο τύπος της εργασίας που δημιουργούν αυτές οι μονάδες έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, καθώς πάνω από το 80% των απασχολουμένων είναι ανειδίκευτοι και υποαμειβόμενοι εργάτες, δεν προωθείται η μεταφορά τεχνογνωσίας, ενώ υπάρχει ιδιαίτερη προτίμηση για τα λεπτά και επιδέξια χέρια των νεαρών γυναικών. Αν και σε ορισμένες περιοχές τα συνδικάτα κατάφεραν να εξασφαλίσουν αξιοπρεπείς μισθούς και κάποιες κοινωνικές παροχές, σε γενικές γραμμές η οικονομία των μακιλαδόρας βασίστηκε σ ένα καθεστώς εργασιακής αβεβαιότητας. 36 Ορισμένες πόλεις του βόρειου Μεξικού όπως η Τιχουάνα, η «παγκόσμια πρωτεύουσα της τηλεόρασης», έγιναν σύμβολο της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και της εργασιακής τρομοκρατίας. Στις περισσότερες μονάδες αυτής της πόλης, όπως και στην περίπτωση της Σιουδάδ Χουάρες, δεν υπάρχουν συνδικάτα και όσα υπάρχουν, εκφράζουν τα συμφέροντα της εργοδοσίας. Επιπλέον, η οικονομική ύφεση που άρχισε να πλήττει τις Ηνωμένες Πολιτείες από το 2000 και η συνακόλουθη κρίση στην αγορά ηλεκτρονικών ειδών και αυτοκινήτων κατέδειξαν τον ευάλωτο χαρακτήρα αυτού του παραγωγικού μοντέλου: σε πολλές περιοχές, βιομηχανικές μονάδες έκλεισαν κυριολεκτικά από τη μια μέρα στην άλλη βυθίζοντας ολόκληρες πόλεις στην ανεργία. Άλλες μονάδες έκαναν επανέναρξη της λειτουργίας τους με νέο μισθολογικό και εργασιακό καθεστώς, που σήμαινε την καθιέρωση μισθών πείνας, ελαστικοποίηση των συλλογικών συμβάσεων και ψαλίδισμα των κοινωνικών παροχών. Αυτές οι τεράστιες αλλαγές στον κόσμο της εργασίας, οι οποίες απλώθηκαν σε όλους τους τομείς της οικονομίας, κατέστησαν τις λατινοαμερικανικές κοινωνίες ιδιαίτερα ευάλωτες: μεγάλα τμήματα των χαμηλών και μεσαίων κοινωνικών στρωμάτων ένιωθαν απροστάτευτα τη στιγμή που αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του νέου αναπτυξιακού μοντέλου. 37 Η ανασφάλεια των πολιτών ενισχύθηκε ιδιαίτερα από την αποχώρηση του κράτους από τις βασικές κοινωνικές λειτουργίες του,
Ο Ν Ε Ο Φ Ι Λ Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Σ Μ Ο Σ Κ Α Ι Η Κ Α Τ Α Ρ Ρ Ε Υ Σ Η Τ Ο Υ 229 Στη Βραζιλία τις λένε «φαβέλες», στην Αργεντινή «οικισμούς της μιζέριας», στο Μεξικό «χαμένες πόλεις», στο Περού «νεαρά χωριά», στον Ισημερινό και στην Κολομβία «εισβολές». Όλες οι χώρες της Λατινικής Αμερικής έχουν εκτενείς παραγκουπόλεις, οι οποίες εμφανίστηκαν κυρίως κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα λόγω της αστικοποίησης. Εξαπλώθηκαν πολύ τη δεκαετία του 1950, όταν οι αναπτυξιακές πολιτικές που εφαρμόστηκαν στην περιοχή δημιούργησαν μεγάλα κύματα εσωτερικής μετανάστευσης, τα οποία κινήθηκαν προς τα αστικά κέντρα. Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές της δεκαετίας του 1990 προκάλεσαν την περαιτέρω επέκταση και τον πολλαπλασιασμό των παραγκουπόλεων. Για παράδειγμα, στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας το 2004 υπήρχαν 750 φαβέλες, στις οποίες ζούσαν περίπου 2 εκατομμύρια άνθρωποι. Σε χώρες όπως η Βραζιλία, η Χιλή και η Βενεζουέλα, οι παραγκουπόλεις βρίσκονται συνήθως στους λόφους γύρω από τα αστικά κέντρα: είναι οι «πάνω γειτονιές», ενώ στην Αργεντινή σχηματίστηκαν κοντά στα λιμάνια, κάτω από τις γέφυρες και κατά μήκος των αυτοκινητοδρόμων. Τη δεκαετία του 1990 η επέκταση των παραγκουπόλεων σε συνδυασμό με το κατασκευαστικό μπουμ έφερε τη φτώχεια και τον πλούτο πολύ κοντά: σε πολλές περιπτώσεις οι παραγκουπόλεις βρέθηκαν μέσα σε τουριστικές περιοχές, δίπλα σε πολυτελείς ουρανοξύστες και κοντά σε κλειστούς ιδιωτικούς οικισμούς, για να θυμίζουν τα επίμονα ταξικά όρια που χωρίζουν τις λατινοαμερικανικές κοινωνίες. δηλαδή την υγεία, την εκπαίδευση, τη στεγαστική πολιτική και κυρίως την κοινωνική ασφάλιση. Στις περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής, η κρίση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης εξαιτίας της δημογραφικής γήρανσης, της μείωσης του εργατικού δυναμικού, των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων, της φοροδιαφυγής και της αναποτελεσματικής διαχείρισης χρησίμευσε ως επιχείρημα για τη διάλυσή τους: στο
230 Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α Τ Η Σ Λ Α Τ Ι Ν Ι Κ Η Σ Α Μ Ε Ρ Ι Κ Η Σ νέο πλαίσιο της δεκαετίας του 1990 η καθολικότητα των παροχών, που ήταν η βασική αρχή του κράτους πρόνοιας, αντικαταστάθηκε από πολιτικές αρωγής εστιασμένες προς τα φτωχότερα στρώματα, οι οποίες δεν αντιμετώπιζαν ριζικά το θέμα του κοινωνικού αποκλεισμού και συνήθως αναπαρήγαν τις πελατειακές δομές. 38 Η πιο χαρακτηριστική έκφραση της διάλυσης του κράτους πρόνοιας στη Λατινική Αμερική κατά τη δεκαετία του 1990 ήταν η ιδιωτικοποίηση των συνταξιοδοτικών συστημάτων. Το μοντέλο που εφαρμόστηκε ήδη από το 1981 στη Χιλή του Πινοτσέτ αποτέλεσε το πρότυπο για τις σχετικές μεταρρυθμίσεις στις περισσότερες χώρες της περιοχής. Η βασική αρχή του ήταν η εγκατάλειψη της διανεμητικής λογικής που χαρακτήριζε όλα τα μεταπολεμικά συνταξιοδοτικά συστήματα του αναπτυγμένου κόσμου και της Λατινικής Αμερικής τα οποία βασίζονταν στην αλληλεγγύη των γενεών και η υιοθέτηση της ατομικής κεφαλαιοποίησης (οι συντάξεις των πολιτών εξαρτιόνταν πλέον αποκλειστικά από τις εισφορές που είχαν καταβάλει κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στην αγορά εργασίας). Δημιουργήθηκε, έτσι, ένα σύστημα ατομικών λογαριασμών, που διαχειρίζονταν ιδιωτικές εταιρείες, οι οποίες εισέπρατταν υψηλή προμήθεια και λειτουργούσαν με όρους αγοράς. 39 Τα αρνητικά αποτελέσματα της μεταρρύθμισης των συνταξιοδοτικών συστημάτων δεν άργησαν να φανούν: η ιδιωτικοποίησή τους αναπαρήγαγε και όξυνε τις ανισότητες που υπήρχαν στην αγορά εργασίας, ενώ πολλοί ηλικιωμένοι που δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για την είσπραξη σύνταξης οδηγήθηκαν στην περιθωριοποίηση. Αλλά η παραίτηση του κράτους από τις βασικές κοινωνικές λειτουργίες του έπληξε κι άλλες κοινωνικές ομάδες: ο περιορισμός των κρατικών επενδύσεων στη δημόσια παιδεία και η μεταβίβαση σε πολλές χώρες της περιοχής της αρμοδιότητας για την εκπαίδευση στις τοπικές αρχές, χωρίς την αντίστοιχη οικονομική ενίσχυση από το κεντρικό κράτος, υποβάθμισαν το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα και διεύρυναν δραματικά την ανισότητα των ευκαιριών μεταξύ των νέων. Η μεγάλη μείωση των κρατικών δαπανών στη δημόσια υγεία και εκπαίδευση και στις δημόσιες συγκοινωνίες διεύρυνε την κοινωνική ανισότητα και επέτεινε τον ούτως ή άλλως βαθύ ταξικό διαχωρισμό των λατινοαμερικανικών κοινωνιών: οι εύποροι έστελναν τα παιδιά τους σε ακριβά ιδιωτικά σχολεία, νοσηλεύονταν σε υπερσύγχρονα θεραπευτήρια και μετακινούνταν με πολυτελή ιδιωτικά μέσα μεταφοράς, ενώ τα υποβαθμισμένα δημόσια σχολεία, τα εγκαταλελειμμένα δημόσια νοσοκομεία και τα απαρχαιωμένα και συχνά επικίνδυνα μέσα μαζικής μεταφοράς προορίζονταν αποκλειστικά για τις χαμηλές εισοδηματικές τάξεις. Αυτός ο κοινωνικός διαχωρισμός αποτυπώθηκε έντονα στη διάσπαση και ετερογένεια του αστικού τοπίου. Η μεγάλη αύξηση της εγκληματικότητας, ο σνομπισμός
Ο Ν Ε Ο Φ Ι Λ Ε Λ Ε Υ Θ Ε Ρ Ι Σ Μ Ο Σ Κ Α Ι Η Κ Α Τ Α Ρ Ρ Ε Υ Σ Η Τ Ο Υ 231 των εύπορων στρωμάτων, αλλά και το κατασκευαστικό μπουμ της δεκαετίας του 1990, οδήγησαν στη δημιουργία κλειστών ιδιωτικών μικροπόλεων, συχνά μέσα στα όρια των αστικών κέντρων, οι οποίες λειτουργούν με τη λογική ενός άτυπου κοινωνικού απαρτχάιντ. Ταυτόχρονα, σε πολλές πόλεις, υπερμοντέρνοι θύλακες με πανύψηλους ουρανοξύστες και αμερικανικού τύπου πολυτελή εμπορικά κέντρα συνορεύουν με παραγκουπόλεις που καταβροχθίζουν όλο και μεγαλύτερα τμήματα του αστικού χώρου. Τη δεκαετία του 1990 η «διττή πόλη» έγινε ο καθρέφτης των ολοένα και βαθύτερα διαιρεμένων λατινοαμερικανικών κοινωνιών. 40 Το νέο κοινωνικό τοπίο που προέκυψε από τη νεοφιλελεύθερη εκσυγχρονιστική διαδικασία προκάλεσε την υποχώρηση πολλών παραδοσιακών συλλογικών ταυτοτήτων που συγκροτούνταν γύρω από την εργασία, τα συνδικάτα ή τα πολιτικά κόμματα. Ωστόσο, στη θέση τους αναδύθηκαν νέες συλλογικότητες που, με βασικό κοινό σημείο αναφοράς τον αγώνα κατά του κοινωνικού αποκλεισμού, ανέλαβαν ενεργή πολιτική δράση και συνετέλεσαν στον κλονισμό του νεοφιλελεύθερου μοντέλου σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής. Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ Η αρχική υποστήριξη ή ανοχή με την οποία οι λατινοαμερικανικές κοινωνίες δέχτηκαν το νεοφιλελεύθερο μοντέλο δεν κράτησε για πολύ: σύντομα το τεράστιο κοινωνικό κόστος και τα αμφίβολα αποτελέσματα των βίαιων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, σε συνδυασμό με τα σκάνδαλα διαφθοράς που τις συνόδευσαν, διέρρηξαν τις κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες που είχαν καταστήσει εφικτή την εφαρμογή τους και προκάλεσαν την κοινωνική διαμαρτυρία, η οποία κατέληξε σε γενικευμένες εξεγέρσεις και κρίσεις ακυβερνησίας. Οι εικόνες προέδρων να εγκαταλείπουν πρόωρα τη θέση τους και να φυγαδεύονται για να ξεφύγουν από τα οργισμένα πλήθη χαράχτηκαν στη μνήμη των Λατινοαμερικανών και έγιναν μέρος της αναπαράστασης της νεοφιλελεύθερης φάσης της Λατινικής Αμερικής. Η κοινωνική ένταση αυξήθηκε στις περισσότερες χώρες της περιοχής, ιδίως μετά τη μεξικανική κρίση του 1994, η οποία κατέδειξε τον ευάλωτο χαρακτήρα του νέου μοντέλου ανάπτυξης. Βασικό χαρακτηριστικό της αντινεοφιλελεύθερης κοινωνικής διαμαρτυρίας ήταν ότι σε αυτήν πρωταγωνίστησαν νέα λαϊκά κοινωνικά κινήματα, τα οποία, λόγω της κρίσης των πολιτικών κομμάτων και του συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά και της συνολικής απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος, κατάφεραν σταδιακά να εισχωρήσουν στον πολιτικό χάρτη και να κινητοποιήσουν μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Η νέα κοινωνική διαμαρτυρία της δεκαετίας του 1990, η οποία δεν μπορεί να