«Ο Κρητικός» και το τετράδιο Ζ 11 του Σολωμού Περίληψη Ειρήνη Ιωσηφίδου, Φιλόλογος Ο «Κρητικός», ποίημα σταθμός στην ποιητική πορεία του Σολωμού, αποτέλεσε το πρώτο από τα σημαντικά ποιήματα της ώριμης περιόδου του ποιητή. Η σολωμική έρευνα σχετικά με το τετράδιο Ζ 11 στο οποίο ανήκει το ποίημα οδηγούσε σε σύγχυση, καθώς προέκυπτε πλήθος αναπάντητων ερωτηματικών. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να παρουσιάσει με συνοπτικό τρόπο το τετράδιο Ζ 11 επεξηγώντας στον αναγνώστη πώς ο Σολωμός σχεδίαζε ένα μεγάλο συνθετικό έργο, το οποίο θα είχε 1000 στίχους και θα αποτελούνταν από 8 ποιήματα (4 λυρικά και 4 σατιρικά). Στη συνέχεια, παρατίθενται οι σημαντικότερες απόψεις μελετητών σχετικά με την αποσπασματικότητα του σολωμικού έργου και πιο συγκεκριμένα επιχειρείται να απαντηθεί το μεγάλο ερώτημα κατά πόσο «Ο Κρητικός» αποτελεί ή όχι απόσπασμα. Επιπροσθέτως, γίνεται ειδική μνεία για τις «εποχές» του «Κρητικού» και τα χρονικά επίπεδα της αφήγησης, καθώς η αφήγηση δεν είναι ευθύγραμμη λόγω της πληθώρας «αναλήψεων» και «προλήψεων». 1. Συνοπτική παρουσίαση του τετραδίου Ζ 11 Ο Ιάκωβος Πολυλάς είναι έως σήμερα ο μοναδικός «κριτικός» εκδότης του Σολωμού, καθώς είναι εκείνος που έδωσε στα τελευταία έργα του ποιητή τη μορφή με την οποία είναι έως σήμερα γνωστά. Ο Πολυλάς κατέταξε τα αποσπάσματα σύμφωνα με το νόημα του έργου και διάλεξε από τις πολλές παραλλαγές τους στίχους εκείνους που αντιπροσώπευαν περισσότερο τον ποιητή ή είχε ακούσει από τον ίδιο το Σολωμό (Πολίτης, 1985α). Πρέπει να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι ο Στ. Αλεξίου αμφισβητεί τη συγκόλληση των αποσπασμάτων όπως έγινε από τον Πολυλά, συμφωνώντας με τον Αρ. Βαλαωρίτη για «ασυνάρτητες στροφές» του Σολωμού και μεταθέτοντας την ευθύνη της ασυναρτησίας στον Πολυλά (Αλισανδράτος, 1998). Η μέθοδος του Πολυλά ήταν κατά βάση ασφαλής, ούτε υποκειμενική ούτε αυθαίρετη (Κεχαγιόγλου, 1998). Παρ όλα αυτά το έργο του Σολωμού εξακολουθεί να δημιουργεί ερωτηματικά χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το τετράδιο Ζ 11. Όσο ζούσε ο ποιητής δεν είχε δείξει το χειρόγραφο ούτε είχε μιλήσει για αυτό σε 61
κανέναν με αποτέλεσμα η εύρεσή του μετά το θάνατο του ποιητή να δημιουργήσει συνάμα χαρά και αναπάντητα ερωτηματικά (Τσαντσάνογλου, 2008). Το πρώτο ποίημα το οποίο είναι γραμμένο στο Ζ 11 είναι το σατιρικό ποίημα «Τρίχα» ή «Σατιρικό του 1833». Σήμερα πλέον γνωρίζουμε ότι ο Σολωμός όταν τελείωνε τις επεξεργασίες του συγκεκριμένου ποιήματος συνέλαβε την ιδέα της δημιουργίας ενός συνθέματος το οποίο θα συνδύαζε λυρικά και σατιρικά ποιήματα. Ο Σολωμός δηλαδή σχεδίαζε ένα μεγάλο συνθετικό έργο, το οποίο θα είχε 1000 στίχους και θα αποτελούνταν από 8 ποιήματα, 4 λυρικά και 4 σατιρικά (Τσαντσάνογλου, 2008). Η σολωμική έρευνα σχετικά με το τετράδιο Ζ 11 οδηγούσε σε σύγχυση σχετικά με το περιεχόμενο του τετραδίου, τους τίτλους και τον αριθμό των ποιημάτων. Ο Coutelle στη διατριβή του ήταν εκείνος που για πρώτη φορά διατύπωσε το ενδεχόμενο της συνθετικής σχέσης των ποιημάτων στο τετράδιο αυτό. Η Τσαντσάνογλου το 1980 μέσα από συστηματική έρευνα και αυτοψία στο Ζ 11 κατάφερε να ερμηνεύσει το πλήθος των αριθμητικών πράξεων και επιβεβαίωσε με αποδείξεις τη συνθετική σχέση των περιεχομένων του Ζ 11. Ο ίδιος ο Σολωμός στα χειρόγραφά του χρησιμοποιούσε τον όρο canto δηλαδή «μέρος ενός μεγάλου ποιήματος» και όχι «τραγούδι ή ποίημα λυρικό για μελοποίηση». Τόσο στο «Όραμα του Λάμπρου» όσο και στην «Τρίχα» χρησιμοποίησε τον ίδιο όρο και αυτό ενισχύει την υπόθεση ότι αποτελεί η «Τρίχα» μέρος ενός μεγάλου συνθετικού έργου (Τσαντσάνογλου, 2008). Σύμφωνα με την Τσαντσάνογλου (2008), το Ζ 11 περιλαμβάνει 7 ποιήματα (3 λυρικά και 4 σατιρικά), τα οποία μαζί με το δημοσιευμένο ποίημα «Όραμα του Λάμπρου» στο 1 ο τεύχος του κερκυραϊκού περιοδικού Ιόνιος Ανθολογία (1834) θα συναπάρτιζαν τις 4 διμερείς ενότητες του συνθέματος. Με βάση την αλληλουχία των αριθμητικών πράξεων, στις οποίες ο προσθετέος αντιπροσώπευε τον αριθμό στίχων των λυρικών ποιημάτων και ο δεύτερος τον αριθμό στίχων των σατιρικών ποιημάτων, προκύπτει ότι η αντιπαράθεση αυτή θα γινόταν κατά δυάδες στις οποίες θα προηγούνταν το λυρικό και θα έπονταν το σατιρικό μέρος (Τσαντσάνογλου, 2008). Ο ίδιος μάλιστα ο Σολωμός στον προγραμματικό του στοχασμό προτάσσει το σοβαρό και υψηλό μέρος που προβάλλει την Αρχή του καλού και έπεται το φαρμακερό και κωμικό που προβάλλει την Αρχή του Κακού. Παραθέτουμε αυτούσια τα λόγια του Σολωμού: «Είναι καλύτερο να κάνεις ένα Σύνθεμα μάλλον μακρύ, που να είναι το μισό σοβαρό και υψηλό και το άλλο φαρμακερόκωμικό. Στο πρώτο μέρος μπορεί να είναι η Αρχή του καλού που μάχεται με την Αρχή του κακού στο δεύτερο» (Τσαντσάνογλου, 2008). 62
Το λυρικό μέρος αποτελείται από τα ποιήματα «Ο Κρητικός», «Η Φαρμακωμένη στον Άδη», «Ο Φυλακισμένος» και το δημοσιευμένο ποίημα «Όραμα του Λάμπρου», ενώ το σατιρικό μέρος αποτελείται από τα ποιήματα «Η Τρίχα» ή «Σατιρικό του 1833», «Δεύτερο όνειρο», «Ο Φουρκισμένος» και «Η μετατόπιση του αγάλματος του Μέτλαντ». Αυτό που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι ο τρόπος με τον οποίο επεξεργάζεται ο Σολωμός τα ποιήματά του, καθώς διασπά το θεματικό του υλικό κατά το νόημα σε μικρότερα τμήματα και τα επεξεργάζεται συχνά ανεξάρτητα το ένα από το άλλο. Η αυτονομία τους είναι τέτοια που ο Σολωμός μεταφέρει ένα τμήμα από ένα σημείο του ποιήματος σε άλλο ή ακόμη και από ένα ποίημα σε ένα άλλο, όπως συμβαίνει με το «Θέμα του Αδάμ» που από τον «Κρητικό» σκόπευε να το μετακινήσει στον «Φυλακισμένο» (Τσαντσάνογλου, 2008; Αγγελάτος, 1998). 2. «Ο Κρητικός» 2.1. Η χρονιά ορόσημο 1833 Ο «Κρητικός» γράφτηκε κατά τη διετία 1833-1834. Η χρονολογία αυτή ήταν ιδιαίτερα κρίσιμη και σημαντική για τον Σολωμό. Αφενός διότι τότε ξεκίνησε η δίκη που υποκίνησε ο ετεροθαλής αδερφός του. Ο ετεροθαλής αδερφός του, Ιωάννης Λεονταράκης, ο πρώτος γιος από το δεύτερο γάμο της μητέρας του ήθελε να αποδείξει ότι γεννήθηκε μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες και επομένως είναι κληρονόμος του Σολωμού. Χρειάστηκε να περάσουν έξι χρόνια έως ότου να δικαιωθεί ο ποιητής, αλλά ο Σολωμός βγήκε ψυχικά τραυματισμένος μιας και η μητέρα του ακόμη υποστήριζε τα λεγόμενα του άλλου της γιου. Έτσι, η ευτυχισμένη απομόνωση των πρώτων χρόνων της Κέρκυρας γίνεται μια απομόνωση τραγική (Πολίτης, 2004). Αφετέρου διότι από τον «Κρητικό» αρχίζει μια νέα περίοδος απόλυτης ωριμότητας, μια περίοδος υψηλών εμπνεύσεων για τον ποιητή (Πολίτης, 2004). Ο Σολωμός εγκαταλείπει πλέον την εθνικοπατριωτική ποίηση της ζακυνθινής νιότης και μεταβάλλεται σε έναν ποιητή που ενδιαφέρεται για το οικουμενικό και το αφηρημένο και όχι για το εθνικό και το συγκεκριμένο. Ωστόσο, έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι το έτος 1829 αποτελεί τη ριζικότερη και σημαντικότερη τομή σε ολόκληρη την καλλιτεχνική πορεία του Σολωμού και ότι πρέπει να μετακινηθεί από το 1833 στο 1829 η έναρξη της νέας και ωριμότερης φάσης της σολωμικής δημιουργίας (Βελουδής, 2000). 63
2.2. Η έννοια της «αποσπασματικότητας» 2.2.1. Απόψεις σχετικά με την αποσπασματικότητα του σολωμικού έργου Το βασικότερο ίσως χαρακτηριστικό της ώριμης περιόδου της ποίησης του Σολωμού είναι η «αποσπασματικότητα». Η πρώτη άποψη που διατυπώθηκε ήταν αυτή του Πολυλά, που απέδιδε τη μη ολοκλήρωση των έργων στην ασθένεια του ποιητή. Η αιτιολόγηση, όμως, αυτή δεν ήταν ικανοποιητική. Κατά τον Βελουδή (2000), η αποσπασματικότητα αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα όλης της ώριμης ποιητικής φάσης του Σολωμού είτε ως ηθελημένη και προγραμματισμένη είτε ως ασυνείδητη και αυθόρμητη απόρροια της καλλιτεχνικής του αγωνίας. Η αναζήτηση του «τέλειου» ποιήματος οδηγεί αναγκαστικά στην παραδοχή του «αποσπάσματος» ως της ύψιστης έκφρασης της ιδεατής αισθητικής «τελειότητας». Κάτι ανάλογο υποστήριξε και ο Γ. Φτέρης (Αλισανδράτος, 1998), καθώς κατά τη γνώμη του το «πάθος της τελειότητας» του Σολωμού δεν του επέτρεψε να φτάσει στη μεγάλη ποιητική σύνθεση. Ο Λ. Πολίτης υποστήριξε ότι τα αποσπάσματα των «Ελεύθερων Πολιορκημένων» -και κατ επέκταση οι συνθέσεις της ωριμότητας- έχουν αισθητική αυτοτέλεια καθαρού λυρισμού και για το λόγο αυτό τα ονομάζει «λυρικά επεισόδια» ή «λυρικές ενότητες». Προεκτείνοντας την άποψη αυτή ο Βελουδής θεώρησε ότι τα λεγόμενα «αποσπάσματα» του Σολωμού δεν είναι αποσπάσματα τελειωμένων έργων, αλλά κείμενα που ηθελημένα τα έγραψε ο Σολωμός σε μορφή αποσπάσματος υπό την επίδραση του γερμανικού ρομαντισμού του 19 ου αιώνα (Αλισανδράτος, 1998). Τέλος, ο Ερ. Καψωμένος (Αλισανδράτος, 1998) θεωρεί εξωπραγματική την άποψη του Κ. Παλαμά σχετικά με την απόδοση της αποσπασματικότητας ως συνθετική αδυναμία του ποιητή και δυσκολεύεται να αποφανθεί σε ποιο βαθμό η αισθητική αρχή του ευρωπαϊκού ρομαντισμού επηρέασε τις δημιουργικές προθέσεις του Σολωμού και τη μορφή των ώριμων έργων του. 2.2.2. Είναι ο «Κρητικός» αποσπασματικό έργο ή όχι; Οι επεξεργασίες του «Κρητικού» καλύπτουν τα φφ 14 β -27 β του τετραδίου Ζ11 και καταλαμβάνουν περισσότερο χώρο από κάθε άλλο ποίημα του τετραδίου. Δικαιολογημένα, λοιπόν, είναι το πιο διαμορφωμένο και το πιο συζητημένο κομμάτι του τετραδίου. Στις πυκνογραμμένες αυτές σελίδες υπάρχει πλήθος από σχεδιάσματα και παραλλαγές. Έτσι, διαβάζοντας τις σελίδες «παρακολουθούμε» τον ποιητή κατά τη στιγμή της δημιουργίας. Βλέπουμε το ποίημα να δημιουργείται σιγά-σιγά και να αποκτά σταθερό 64
σχήμα (Πολίτης, 1985β). Ειδικά στα φφ 24, 25 και 26 το ποίημα αποκτά πιο συγκροτημένη μορφή και πλέον οι στίχοι κάθε ενότητας μετρούνται συστηματικά και σημειώνεται ο αριθμός τους πλάι στον αριθμητικό δείκτη της ενότητας. Σε κάθε επεξεργασία ο αριθμός αυτός αλλάζει. Ο Σολωμός πάντως υπολόγιζε και τους ανολοκλήρωτους στίχους στη μέτρηση των στίχων, δηλώνοντάς τους αφήνοντας κενό χώρο, σημειώνοντας μόνο την ομοιοκαταληξία ή καταγράφοντας στα ιταλικά το περιεχόμενό τους (Τσαντσάνογλου, 2008). Ο τίτλος του ποιήματος δεν καταγράφεται από τον Σολωμό στο τετράδιο Ζ 11, αλλά αναφέρεται σε ένα χειρόγραφο των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», το ΑΑ 18 (ΑΕ 411, 2): Nel Cretense e l Amore divinizzato. Δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο Σολωμός θα έδινε οπωσδήποτε αυτόν τον τίτλο στο ποίημα, όμως η χρήση του από τον ποιητή έστω και προσωρινή- μας υποχρεώνει να τον υιοθετήσουμε (Τσαντσάνογλου, 2008). Το κείμενο του «Κρητικού» χωρίζεται σε πέντε μέρη, άνισα μεταξύ τους ως προς τον αριθμό των στίχων, τα οποία είναι αριθμημένα από τον ίδιο τον ποιητή (Τσαντσάνογλου, 2008). Οι βασικές απόψεις οι οποίες διατυπώθηκαν σχετικά με αυτήν την περίεργη αρίθμηση είναι δυο. Ο Πολυλάς ισχυρίστηκε ότι το απόσπασμα αυτό ήταν συνέχεια ποιήματος στο οποίο ο ποιητής είχε συνθέσει ή είχε σχεδιάσει τα προηγούμενα δεκαεπτά κεφάλια. Ενώ, ο Πολίτης υποστήριξε ότι όλα όσα ονομάζουμε αποσπάσματα στα ποιήματα της ώριμης περιόδου του ποιητή δεν είναι πραγματικά αποσπάσματα, αλλά «λυρικές ενότητες», αυτοτελή «λυρικά επεισόδια». Όσον αφορά τον αριθμό 18, δεν είναι παρά ένδειξη του ποιητή πως πριν από την ενότητα αυτή θα προσέθετε κι άλλες ενότητες (Πολίτης, 1970). Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί η άποψη που διατύπωσε ο Γάλλος σολωμιστής Coutelle (Coutelle, 1977), σύμφωνα με τον οποίο ο «Κρητικός» είναι αναμφισβήτητα αποσπασματικό έργο, όχι γιατί του λείπει κάποιο επεισόδιο, αλλά γιατί προοριζόταν να αποτελέσει επεισόδιο μίας ευρύτερης σύνθεσης (Τσαντσάνογλου, 2008). Εκτός από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου ποιήματος που συνηγορούν στην παραπάνω άποψη, υπάρχουν και πολλά άλλα στοιχεία που αποδεικνύουν την εσωτερική σχέση των οκτώ μερών του συνθέματος μεταξύ τους, παρά το γεγονός ότι στο σύνθεμα δεν υπάρχει ενιαία υπόθεση που να κάνει άμεσα φανερή τη συνθετική τους σχέση. Στα κοινά χαρακτηριστικά των τεσσάρων λυρικών ποιημάτων συγκαταλέγονται τα εξής: ο αφηγηματικός χαρακτήρας τους, η ex abrupto αρχή τους, καθένα από αυτά συνδέεται με κάποια ιστορική αφετηρία, καθένα από αυτά απομονώνει και προβάλλει λυρικά το επεισόδιο της κρίσιμης ακμής μιας ερωτικής ιστορίας, ενυπάρχει μια καίρια αφορμή δοκιμασίας του ερωτικού ζεύγους, υπάρχει λανθάνουσα 65
συμμετοχή του ενός μέλους του ερωτικού ζευγαριού, η αντιθετική δυάδα Έρωτας-Χάρος και η ύπαρξη φυσικού και μεταφυσικού χώρου (Τσαντσάνογλου, 2008). Πιο συγκεκριμένα, στον «Κρητικό» ο Σολωμός χρησιμοποιεί το δραματικό μονόλογο, που προκύπτει από την ανάγκη του ποιητή να οργανώσει στρατηγικά το έργο του γύρω από ένα πρόσωπο, του οποίου η οπτική γωνία θα κατευθύνει τη ροή της εξιστόρησης (Αγγελάτος, 1998). Έτσι, η αφήγηση κερδίζει σε αμεσότητα και η ποιητική της λειτουργία πλουτίζεται με διπλή ιδιότητα του ήρωα, καθώς είναι ταυτόχρονα ποιητικό πρόσωπο και ποιητικό αντικείμενο. Όμως, ο αφηγηματικός αυτός τρόπος δεν ήταν ακόμη ιδιαίτερα συνηθισμένος στην ευρωπαϊκή ποίηση εκείνη την εποχή (Τσαντσάνογλου, 2008). Ο Coutelle αποδίδει την ξαφνική αρχή του ποιήματος στην εφαρμογή του κλασικού κανόνα in medias res (Coutelle, 1977). Η αφήγηση, λοιπόν, ξεκινά in medias res με τον ανώνυμο πρωταγωνιστή (Κρητικό) να είναι ζητιάνος και με διαταραγμένα τα λογικά του, να περιγράφει τις πιο κρίσιμες περιπέτειες της ζωής του προσπαθώντας να κατανοήσει τα γεγονότα και τη σημασία μια κορυφαίας στιγμής μεταφυσικής αποκάλυψης την οποία έζησε ως ναυαγός μέσα στη θάλασσα, παλεύοντας να φθάσει στην ακτή μαζί με την αρραβωνιαστικιά του. Ξεκινά την αφήγηση από το ναυάγιο (ενότητα 18) για να συνεχίσει με αναδρομές στο παρελθόν του (ως νεαρού αγωνιστή στην Κρήτη), με πρόδρομες αφηγήσεις και προβολές στο μεταφυσικό χρόνο της Δευτέρας Παρουσίας, και με αναλυτική ιστόρηση της κορυφαίας και δυσνόητης εμπειρίας (εμφάνιση της Φεγγαροντυμένης, υπερκόσμιος ήχος), κάνοντας αλλεπάλληλες υπαινικτικές αναφορές στον τελικό θάνατο της αρραβωνιαστικιάς, τον οποίο όμως αποκαλύπτει μόνο στο τέλος. Από τον «Ύμνο εις την Ελευθερία» και μετά ο Σολωμός σε κάθε ελληνικό ποίημα που επιχειρεί να συνθέσει ξεκινά από κάποιο συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός κοντινό προς το χρόνο σύλληψης του ποιήματος (Τσαντσάνογλου, 2008). Έτσι, το θέμα του «Κρητικού» έχει ως αντικείμενο αναφοράς την αποτυχία της Επανάστασης στην Κρήτη και την προσφυγιά που ακολούθησε. Ο ήρωας είναι πρόσφυγας από την Κρήτη, που ζητιανεύει τραγουδώντας σε ρίμες τις περιπέτειες και τα πάθη του. Επομένως, ο «Κρητικός» απηχεί τη βαθύτατη βίωση των γεγονότων από τον Σολωμό βάσει πληροφοριών (που έφταναν από τα Κύθηρα στα Επτάνησα) ή και διηγήσεων αυτοπτών μαρτύρων και προσφύγων (Αλεξίου, 1994). Το ερωτικό ζεύγος είναι ο Κρητικός και η «αρραβωνιασμένη». Σε προγενέστερες επεξεργασίες του ποιήματος διαπιστώνεται ότι αρχική πρόθεση του Σολωμού ήταν να την ονομάσει Ελένη (Τσαντσάνογλου, 2008). Ο Κρητικός, που είναι ο αφηγητής ολόκληρου του επεισοδίου περιγράφει με συντομία την καίρια αφορμή της δοκιμασίας τους, το ότι 66
ήταν ναυαγοί στη μέση του πελάγους. Η αρραβωνιαστικιά είναι σχεδόν αφανής και εξαρτημένη σε κάθε επίπεδο από τον Κρητικό. Μόνο μια φορά συμμετέχει κατά τη στιγμή της δοκιμασίας: Όμως κοντά στην κορασιά, που μ έσφιξε κι εχάρη, ανακατώνεται πολύ το στρογγυλό φεγγάρι. (ΑΕ 377 α 37-38) Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι μόνο στο ποίημα αυτό ο επινοημένος αφηγητής μιλά από την αρχή ως το τέλος και μένει ζωντανός ως το τέλος για να πει την ιστορία του (Mackridge, 1995), εν αντιθέσει με τους περισσότερους ήρωες του Σολωμού. Η δοκιμασία που αντιμετωπίζει ο Κρητικός είναι ταυτόχρονα σωματική και ηθική. Ο ήρωας είναι πλέον εξαντλημένος και σε αυτή την κρίσιμη στιγμή της σωματικής εξάντλησης, που ορίζει την αρχή της ηθικής δοκιμασίας, εμφανίζεται η οραματική μορφή της φεγγαροντυμένης. Η φεγγαροντυμένη αποτελεί καθαρά σολωμική σύλληψη. Στη συνείδηση του ήρωα αντιπροσωπεύει ηθικοκοινωνικές και κοσμικές αξίες. Οι αντιπροσωπευτικότερες ερμηνευτικές απόψεις είναι οι εξής: «ομορφιά της ζωής και της φύσης», Αφροδίτη, Ελευθερία-Ελλάδα, Νεράιδα, πλατωνικές ιδέες, η Παναγία, το «πνεύμα της γης», ο «θείος έρωτας», η «θεία πρόνοια», η ψυχή της αρραβωνιαστικιάς (Καψωμένος, 1992). Ο Δεδούσης (1936) ήταν ο πρώτος που επισήμανε ότι η φεγγαροντυμένη ταυτίζεται με την ψυχή της αρραβωνιαστικιάς που ξεψύχησε. Κατά την Τσαντσάνογλου (1988), τα στοιχεία αυτά είναι: η πρώτη ματιά της Φεγγαροντυμένης στρέφεται προς τα αστέρια και αυτό υπογραμμίζει τη φυσική ανοδική πορεία της ψυχής από τη γη στην ουράνια κατοικία της, η δεύτερη αποχαιρετιστήρια ματιά της που στρέφεται αποκλειστικά στον Κρητικό, η αίσθηση του Κρητικού ότι του είναι οικεία, χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει από πού την ξέρει, η σιωπηλή επικοινωνία τους με τα μάτια, η αντίδρασής της (χαμόγελο και δάκρυ) στη βουβή παράκληση του Κρητικού, η κραυγή του Κρητικού «εχάθη αλιά μου!» (ΑΕ 378 α 43) με κυριολεκτική και μεταφορική σημασία και η επιθυμία του Κρητικού, που συνεπαρμένος από τον υπερκόσμιο ήχο ζητά να πεθάνει. Το ποίημα κλείνει με το θάνατο της κόρης, αφήνοντας τον Κρητικό «ψωμοζήτη» και τρελό από τους εφιάλτες του. Μοναδική παρηγοριά για αυτόν είναι πια η μεταθανάτια ερωτική τους συνάντηση. Σύμφωνα με την Τσαντσάνογλου (2008), η αντιθετική δυάδα Έρωτας-Χάρος υπάρχει στον «Κρητικό» και μάλιστα ο ίδιος ο Σολωμός είχε ονομάσει «Θέμα του Αδάμ» το θεματικό υλικό που αφορά αυτή τη σχέση. Κάποια στιγμή, βέβαια, ο Σολωμός σκέφτηκε να μετακινήσει το θέμα αυτό σε ένα άλλο ποίημα, στον «Φυλακισμένο»: Μόλις είν έτσι δυνατός ο Έρωτας και ο Χάρος. 67
(ΑΕ 380 α 6) 2.3. Οι εποχές του «Κρητικού» Ο «Κρητικός» συναπαρτίζεται από πέντε ενότητες οι οποίες είναι αριθμημένες με τους δείκτες 18, 19, 20, 21, 22. Την αφήγηση δεν τη διεκπεραιώνει ο ποιητής ή ένας τρίτος παρατηρητής, αλλά την αναλαμβάνει σε πρώτο πρόσωπο και σε όψιμο χρόνο ο ήρωας της σύνθεσης (Μαρωνίτης, 1986). Ο «Κρητικός» αποτελείται από τις ακόλουθες αφηγηματικές ενότητες (Καψωμένος, 1992): 18 20, 2 πάλη του Κρητικού με τα κύματα μέσα στη νυχτερινή καταιγίδα 20, 3 22, 4 αναπάντεχη μεταβολή της φουρτούνας σε γαλήνη και το θαυμαστό όραμα της Φεγγαροντυμένης 22, 5-55 διάχυση του «γλυκύτατου ήχου» 22, 56-58 άφιξη στην ακρογιαλιά και την τραγική διαπίστωση ότι η αγαπημένη έχει πεθάνει. Διαπιστώνουμε ότι η αφήγηση δεν είναι ευθύγραμμη, καθώς δεν ακολουθούν τα επεισόδια στη χρονογραφική τους διαδοχή, ξεκινώντας από ένα αφετηριακό σημείο (ναυάγιο) και καταλήγοντας χωρίς διακοπές στο τέλος της ιστορίας (θάνατο της κόρης). Μετά την αφήγηση του κεντρικού επεισοδίου, ο ποιητής φροντίζει έντεχνα, με αφηγηματικές αναδρομές στο παρελθόν («αναλήψεις») και ανοίγματα στο μέλλον («προλήψεις»), να υφάνει ταυτόχρονα ολόκληρη την ιστορία του ήρωα, πριν και μετά το ναυάγιο. Με τον τρόπο αυτό ο μύθος αναπτύσσεται παράλληλα σε τέσσερα χρονικά επίπεδα (Καψωμένος, 1992), σε τέσσερις «εποχές» όπως τις ονόμαζε και ο ίδιος ο ποιητής σε ένα ιταλόγλωσσο σχόλιο των Αυτογράφων του (Μαρωνίτης, 1986). Ας δούμε αναλυτικά τις τέσσερις εποχές (Μαρωνίτης, 1986): 1 η εποχή Είναι το τοπικό και χρονικό πλαίσιο που συνθέτουν τα βασικά ευθύγραμμα επεισόδια (ναυάγιο, νηνεμία, ανάδυση της Φεγγαροντυμένης, διάχυση του γλυκύτατου ήχου, αιφνίδιος θάνατος της κόρης την ώρα της δοκιμασίας). 2 η εποχή Περιλαμβάνονται σε αυτήν οι διαφυγές από το χωροχρόνο της 1 ης εποχής. Η αφήγηση μοιράζεται ανάμεσα στις παλίνδρομες μνήμες (βρεφική ηλικία, εφηβεία, πολεμική δραστηριότητα του κρητικού) και στις πρόδρομες μνήμες (μετά το χαμό της κόρης και τη θεόσταλτη βοήθεια που τον βοηθά να γαληνεύει τις εφιαλτικές νύχτες της μοναξιάς του). 68
3 η εποχή Εδώ εντάσσεται το μοτίβο της έσχατης κρίσης με την πρόδρομη αφήγηση του οραματισμού της έσχατης κρίσης. Μεταφερόμαστε σε άχρονο χρόνο και εξαγιασμένο χώρο. 4 η εποχή Είναι ο χρόνος που ο ποιητής δημιουργεί και αναλίσκει την ιστορία του. Εμπεριέχει τις άλλες τρεις εποχές και είναι ο χρόνος της ποιητικής πράξης. Βιβλιογραφία Αγγελάτος, Δ. (1998). Ειδολογικά ζητήματα στο έργο του Σολωμού: Η περίπτωση του δραματικού μονολόγου (σσ. 235-237). Πρακτικά Ζ Επιστημονικού Συνεδρίου για εκδοτικά και ερμηνευτικά ζητήματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Υπεύθυνος: Καράογλου, Χ. Θεσσαλονίκη. Αλεξίου, Στ. (επιμέλεια-εισαγωγή) (1994). Ποιήματα και πεζά. Αθήνα: Στιγμή. Αλισανδράτος, Γ. (1998). «Τα Σολωμικά Αποσπάσματα: Οι απόψεις των Κριτικών και Λογίων»: Νέα Εστία, τ. 144, Δεκέμβριος 1998, σσ. 1205-1233. Βελουδής, Γ. (2000). Κριτικά στον Σολωμό. Αθήνα-Γιάννινα: Εκδόσεις «Δωδώνη». Coutelle, L. (1977). Formation poétique de Solomos (1815-1833). Αθήνα: Ερμής. Δεδούσης, Β. (1936). «Ο Κρητικός» του Δ. Σολωμού (Κριτική μελέτη), Το πρόβλημα της φεγγαροντυμένης. Θεσσαλονίκη. Καψωμένος, Ε. (1992). Lo Spirrito Terrestre. Η Ποιητική Εικόνα της Φεγγαροντυμένης, η Καταγωγή της και η Ερμηνεία της από την Κριτική. Στο Ερμηνευτικά κλειδιά στον Σολωμό. Αθήνα: Εστία. Κεχαγιόγλου, Γ. (1998). Χαρακτηριστικά σολωμικών εκδόσεων στις τελευταίες δεκαετίεςαπό τον υποκειμενισμό των «συνθετικών» ανθολογιών ως την ακρίβεια της «αναλυτικής» έκδοσης των κειμένων (σσ. 243-255). Πρακτικά Ζ Επιστημονικού Συνεδρίου για εκδοτικά και ερμηνευτικά ζητήματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Υπεύθυνος: Καράογλου, Χ. Θεσσαλονίκη. Mackridge, P. (1995). Διονύσιος Σολωμός. Μτφρ. Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ. Αθήνα: εκδ. Καστανιώτη. Πολίτης, Λ. (2004). Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Πολίτης, Λ. (1970). «Η δομή του Κρητικού», Κερκυραϊκά Χρονικά 15. Πολίτης, Λ. (1985α). Γύρω στον Σολωμό. Μελέτες και άρθρα (1938-1982). (σσ.21-23). Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Πολίτης, Λ. (1985β). «Τα Χειρόγραφα του Σολωμού (Ένας θησαυρός που σώθηκε)» στο Πολίτης, Λ. (1985). Γύρω στον Σολωμό. Μελέτες και 69
άρθρα (1938-1982). Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Τσαντσάνογλου, Ε. (1988). Η ταυτότητα της φεγγαροντυμένης στον «Κρητικό» του Σολωμού: Το όραμα του ποιητή και το όραμα του ζωγράφου (σσ. 167-195). Στο Μνήμη Λίνου Πολίτη, Επιστημονική Επετηρίδα Φιλοσοφικής Σχολής, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Τσαντσάνογλου, Ε. (2008). Μια Λανθάνουσα Ποιητική Σύνθεση του Σολωμού: Το αυτόγραφο τετράδιο Ζακύνθου αρ. 11. Ερμής. 70