Κάρολος Μεσσηνέζης. Ο Μάριος και οι άλλοι



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Σκηνή 1η Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι Φθινοπωρινή Φυλλαράκι

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Χάρτινη αγκαλιά. Σχολή Ι.Μ.Παναγιωτόπουλου, Β Γυμνασίου

Το παραμύθι της αγάπης

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

ΖΩΔΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΑΠΟ 6 12 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2017 ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

Το κορίτσι με τα πορτοκάλια. Εργασία Χριστουγέννων στο μάθημα της Λογοτεχνίας. [Σεμίραμις Αμπατζόγλου] [Γ'1 Γυμνασίου]

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Modern Greek Beginners

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Πώς γράφεις αυτές τις φράσεις;

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Το φυλλάδιο αναφέρεται σε προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίζεις στο χώρο του σχολείου και προτείνει λύσεις που μπορούν να σε βοηθήσουν...

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Κατανόηση προφορικού λόγου

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

ΖΩΔΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΑΠΟ 9 15 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2017 ΜΕ ΤΗΝ ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

ΑΝΔΡΟΓΥΝΟ: Η ΘΕΣΗ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Παναγιώτης Γιαννόπουλος Σελίδα 1

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ταξίδι στις ρίζες «Άραγε τι μπορεί να κρύβεται εδώ;»

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

ΖΩΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΑΠΟ ΜΑΡΤΙΟΥ 2017 ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΑΛΕΝΤΙΝΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

σα μας είπε από κοντά η αγαπημένη ψυχολόγος Θέκλα Πετρίδου!

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Κώστας Λεµονίδης - Κάπως Αµήχανα

Αντιμετώπιση της κρίσης / Πώς έχεις οργανώσει την εργασία σου / Τι στόχους έχεις

T: Έλενα Περικλέους

Οι εντυπώσεις μας από την επίσκεψη της SAPT Hellas

9 απλοί τρόποι να κάνεις μία γυναίκα να μην μπορεί να σε βγάλει από το μυαλό της

Κάποια μέρα, όπως όλοι παντρεύονται, έτσι παντρεύτηκε και ο Σοτός. Σον ρωτάει η γυναίκα του:

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Αναστασία Μπούτρου. Εργασία για το βιβλίο «Παπούτσια με φτερά»

Η. Διαδικασία διαμεσολάβησης

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Διάλογος 4: Συνομιλία ανάμεσα σε φροντιστές

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΛΕΟΝΤΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟ ΠΑΤΗΣΙΩΝ

ΓΕΛ ΚΑΤΩ ΑΧΑΪΑΣ Β ΤΕΤΡΑΜΗΝΟ

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Transcript:

Κάρολος Μεσσηνέζης Ο Μάριος και οι άλλοι 1

Αφιερωμένο στον φίλο μου Γιάννη Αδαμαντίδη. 2

Ι Ένα παραδομένο στον καλοκαιρινό καύσωνα βράδυ ο Μάριος κι ο Δημήτρης διασκεδάζουν χαλαροί κι αμέριμνοι στο μπαρ Θαλάμι της Μυκόνου. Κάποια στιγμή ο Μάριος σηκώνεται από το τραπέζι που έχει πιάσει με το φίλο του, πλησιάζει αργά εκείνο που κρατούν δυο νέες φλογερές γυναίκες και ρωτά τη μια απ αυτές, προτείνοντάς της κάπως διστακτικά το χέρι του: «Χορεύετε;» «Όχι, ευχαριστώ», είναι η άμεση αντίδρασή της, κι απευθυνόμενη χαμηλόφωνα στη φίλη της λέει: «Μήπως θέλεις, Βαρβάρα, να χορέψεις μετον κύριο;» «Βεβαίως», απαντά με άνεση εκείνη. Πάνω στο χορό που κάλυψε αρκετά τραγούδια, γνωρίζονται ο Μάριος κι η Βαρβάρακι ανταλλάσσουν μ εξαντλητική λεπτομέρεια τις πληροφορίες που ο καθένας χρειάζεται. Εκείνος της λέει πως ο φίλος του ονομάζεται Δημήτρης, ότι είναι κι οι δυο Μυκονιάτες, έχουν τελειώσει το (εξατάξιο) γυμνάσιο κι εργάζονται στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας του νησιού. Εκείνη του λέει ότι η φίλη της ονομάζεται Άντζελα, είναι κι οι δυο Αθηναίες, αρχαιολόγοι στο επάγγελμα, εργάζονται στην Αρχαιολογική Υπηρεσία του νησιού και συγκατοικούν σ ένα τριάρι στην περιοχή της Λάκκας βρίσκεται στο νότιο άκρο της Χώρας( ονομασία της πόλης του νησιού). Μετά το χορό κάθονται όλοι μαζί σ ένα τραπέζι, αφού βέβαια προηγήθηκαν οι απαραίτητες συστάσεις μεταξύ τους. Ενώ η Βαρβάρα πήρε την πρωτοβουλία κι άρχισε να συζητάει με το Δημήτρη, ρωτά ο Μάριος την Άντζελα: «Σου αρέσει η Μύκονος; Πώς τη βλέπεις τη ζωή εδώ; Μπόρεσες να προσαρμοστείς στις τόσες ιδιαιτερότητές της;» «Στην αρχή, πριν από μήνες που εγκαταστάθηκα εδώ, όλα μου φαίνονταν τερατωδώς άσχημα», είναι η αυθόρμητη αντίδραση της Άντζελας. «Όμως με τον καιρό προσαρμόστηκα τέλεια και μπορώ να πω ότι τώρα δε 3

μου λείπει η Αθήνα. Είναι ένα ευτυχισμένο, πανέμορφο μικρό μέρος που δεν θυμίζει καθόλου επαρχία». Κι ο Μάριος συμπληρώνει: «Ναι, είναι αδιαμφισβήτητη αλήθεια ότι ο μαγικός και παραμυθένιος ετούτος τόπος δεν θυμίζει καθόλου επαρχία. Εκτός από το εξαιρετικά κάτι άλλο της Ελλάδας είναι κι από τα προνομιούχα, ευλογημένα νησιά των Κυκλάδων, για τα οποία έχουν αποφανθεί οι ειδικοί πως διαθέτουν ένα από τα τέσσερα θεμελιώδη τοπία του πλανήτη από τη σύνθεση τούτων προέρχονται όλα τ άλλα. Όσο για τη συμπεριφορά και την κουλτούρα των Μυκονιατών, παρά την ριζική αλλοίωση που επέφερε ο τουρισμός, έχουν διατηρήσει τα καλά κι αξιαγάπητα στοιχεία της φιλοξενίας και του αθώου αυθορμητισμού που χαρακτηρίζουν έντονα τους Κυκλαδίτες». «Εσύ μπορείς, αν θέλεις να μιλάς κι εγώ να σε ακούω», προτείνει ε κείνη. «Μη με παρεξηγείς που είμαι εκνευριστικά λιγόλογη». «Από την πρώτη στιγμή κατάλαβα πως μιλάς λίγο κι είσαι επιφυλακτική με τους ανθρώπους», αντιδρά εκείνος. «Συνήθως αυτή η θέση είναι η κατεξοχήν σωστή, αρκεί να μην οφείλεται σε ψυχικές συγκρούσεις και, βέβαια, να μην ξεπερνά ορισμένα όρια». «Βλέπω ότι τα πηγαίνεις περίφημα με την ψυχολογία», κάνει με θαυμασμό η Άντζελα. «Πρέπει να είσαι διαβασμένος αρκετά γύρω από τις μυστηριώδεις ανθρώπινες σχέσεις και την αινιγματική κοινωνική πραγματικότητα». «Από μικρός διαβάζω ψυχολογία, φιλοσοφία, κοινωνιολογία», τη διακόπτει ο Μάριος. «Μάλιστα ήθελα να σπουδάσω φιλοσοφία και ψυχολογία, αλλά τα οικονομικά της οικογένειάς μου δεν το επιτρέψανε και κατέληξα στην τράπεζα. Πάντοτε με συγκινούσε και με γοήτευε η αναζήτηση της αλήθειας. Μου άρεσε να προβληματίζομαι με την αιτία των φαινομένων, τη δημιουργία του κόσμου, το μυστήριο της ζωής, το αίνιγμα της ψυχής. Επίσης ασχολούμαι με τα ήθη, τα έθιμα, τις παραδόσεις του νησιού και διατηρώ αρχειακό υλικό για τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά του στη διαδρομή των αιώνων. Τέλος ετοιμάζω ένα πολύτομο λεξικό με όλη τη ντοπιολαλιά, όλους 4

δηλαδή τους γλωσσικούς ιδιωματισμούς του ντόπιου πληθυσμού σε διαχρονικό επίπεδο». «Έπρεπε να χεις την πνευματώδη Βαρβάρα για συνομιλητή σου», λέει η Άντζελα. «Έχει τις ίδιες ανησυχίες με σένα. Πολλές φορές, όταν είμαστε μόνες στο σπίτι και ξεκουραζόμαστε, μου ανοίγει βαθιά φιλοσοφική συζήτηση και χωρίς να το καταλάβω βρίσκομαι κι εγώ εγκλωβισμένη ανάμεσα στον υπαρξισμό, την ψυχανάλυση, την κοινωνιολογία Οφίλος σου καταπιάνεται με τέτοια θέματα;» «Χαίρομαι που η φίλη σου είναι, έστω κι ερασιτεχνικά, διανοούμενη και θέλω να πιστεύω, πως έχει μεταδώσει αυτή την αξιοζήλευτη ιδιότητα και σε σένα», κάνει εκείνος. «Όσο για το Δημήτρη, μπορώ να σου πω ότι του α ρέσει να του ανοίγω τέτοιες συζητήσεις, κι αυτός να συμμετέχει παθητικά». Έχουν φύγει όλες οι παρέες η ώρα είναι τρεις ξημερώματα όταν ο καταστηματάρχης σταματά τη μουσική και μ ένα ποτήρι ουίσκι στοχέρι πηγαίνει στο τραπέζι του Μάριου και με οικειότητα κι ευγένεια πληροφορεί την παρέα του πως κλείνει το μπαρ κι ότι από τα ποτά που ήπιαν συνολικά, τα δυο είναι κερασμένα απ αυτόν. Πληρώνουν, τον χαιρετούν, συνοδεύουν οι δυο άντρες τις κοπέλες μέχρι την αυλή του σπιτιού τους, τις χαιρετούν και πάνε στα σπίτια τους. Ο Μάριος, μέχρι την ώρα που σηκώνεται από το κρεβάτι δεν έχει κλείσει μάτι. Το μυαλό του ήταν δοσμένο ολοκληρωτικά στη μαγεία αυτής της βραδιάς. Το μέτριας ομορφιάς πρόσωπο και σώμα της Άντζελας έδειχνε στα μάτια του εξαιρετικά ωραίο, προκλητικό, δημιουργώντας μες στη σκέψη του, μες στη συνείδησή του μια κραυγαλέα αντίθεση με τη σεμνότητα και την εσωστρέφειά της, που τον ερέθιζε με απίστευτη ένταση. Η φαντασία του είχε φτιάξει στο πρόσωπό της τη σύγχρονη Αφροδίτη. Έτσι, είχαν εξεγερθεί όλες του οι αισθήσεις στο αντίκρισμα των ποδιών της που την τολμηρή τους αποκάλυψη δε μπορούσε να εμποδίσει η κοντή γαλάζια φούστα, του στήθους της που άφηνε ακάλυπτο η άσπρη βελούδινη μπλούζα, των χειλιών της, των ξανθών της μαλλιών, των θλιμμένων, γαλανών ματιών της που σε αντί 5

θεση με τ άλλα χαρακτηριστικά της αναχαίτιζαν την προκλητικότητά της κι υπενθύμιζαν έντονα την ερωτική ατολμία της, τη μόνιμη μοναξιά της. Η ώρα έχει προχωρήσει, κοντεύει μεσημέρι, Αύγουστος μήνας, ο ολόφλογος ήλιος πυρώνειτη στεριά και τη θάλασσα, θερμόπληκτοι πελάτες της τράπεζας μπροστά στο ταμείο του Μάριου έχουν σχηματίσει ουρά δέκα μέτρων κι αυτός εξακολουθεί να ζει νοερά τις μαγικές στιγμές της προηγούμενης αξέχαστης βραδιάς, ανυπομονώντας έντονα να βραδιάσει για να βρεθεί πάλι, αυτός κι ο φίλος του, με τις δυο αγαπημένες γυναίκες, στο σπίτι τους αυτή τη φορά, σύμφωνα με το χρυσό ραντεβού που έχουν κλείσει. Κάποια στιγμή βρίσκειο Μάριος την ευκαιρία και ρωτά το Δημήτρη, αν έμεινε ευχαριστημένος από το χθεσινό ξενύχτι κι αν σκέφτεται καθόλου τη Βαρβάρα. «Ήταν μια βραδιά σαν όλες τις άλλες», είναι η ξερή, προσγειωμένη απάντηση του Δημήτρη. «Κάθε μέρα ξενυχτούμε μαζί, πότε μόνοι μας, πότεμε Αμερικάνες, Αγγλίδες, Γαλλίδες, Γερμανίδες, Αυστραλέζες και δεν βλέπω τον ειδικό λόγο να μου κανε ιδιαίτερη εντύπωση η χτεσινή βραδιά». «Η Βαρβάρα δεν μου είπες πώς σου φάνηκε», είναι η άμεση αντίδραση του Μάριου. «Μιλήσατε τόσες ώρες και θέλω τις εντυπώσεις σου γι αυτήν». «Φαίνεται για κουλτουριάρα», απαντά με αχρωμάτιστη φωνή ο Δημήτρης. «Είναι αξιόλογη γυναίκα κι έδειξε εξαιρετικό ενδιαφέρον για μένα, όπως άλλωστε μου χει συμβεί και μ άλλες Ελληνίδες. Όλες σε βλέπουν σαν ιδανικό γαμπρό, όταν πληροίς αυστηρά τις απαραίτητες προϋποθέσεις, δηλαδή είσαι τακτοποιημένος επαγγελματικά, φαίνεσαι ήρεμος, πράος χαρακτήρας και τους δημιουργείς την εντύπωση, πως δεν θα χουν προβλήματα μαζί σου». «Η συζήτηση αυτή τραβάει μακριά και θα συνεχίσουμε μιαν άλλη φορά, γιατί τώρα έχει πάρει φωτιά από την κίνηση η τράπεζα», προφέρει ο Μάριος, αφήνοντας τον φίλο του, κι επιστρέφει στο πόστο του. Το βράδυ βρίσκονται οι δυο καρδιακοί φίλοι με τις γυναίκες στο σπίτι των τελευταίων, συμφωνούν ομόφωνα και πάνε όλοι μαζί σε μια παρα 6

δοσιακή ταβέρνα, που σερβίρει μόνο τηγανιτές μαρίδες και βαρελίσια ρετσίνα σε μεταλλικά κύπελλα. Είναι το μοναδικό παραδοσιακό μαγαζί στο είδος του, που χει απομείνει στο νησί τ άλλα έχουν κλείσει και στη θέση τους λειτουργούν ντίσκο, πιτσαρίες, καφε πατισερί, εστιατόρια. Πιάνουν μια ζεστή και οικεία γωνιά κάτω από τα γραφικά βαρέλια με την υπέροχη ρετσίνα, που είναι στερεωμένα πάνω σε ξύλινα δοκάρια κατά μήκος των τοίχων και συμπληρώνουν αρμονικά την ατμόσφαιρα της εκπληκτικής οικειότητας και φιλοξενίας που προσφέρει αυτή η μοναδικά όμορφη ταβέρνα. Εκεί βλέπεις ψαράδες και βαρκάρηδες με ηλιοκαμένα, ταλαιπωρημένα πρόσωπα να τρώνε, να πίνουν, να κουβεντιάζουν αμέριμνοι, αθώοι με αλλοδαπούς τουρίστες όλων των κοινωνικών τάξεων. Αστέρες του κινηματογράφου, της πολιτικής, γαλαζοαίματοι, επιχειρηματίες έφαγαν, ήπιαν, τραγούδησαν, ξεφάντωσαν σ αυτό το ανεπανάληπτο στέκι των απλών, αθώων, αληθινών ανθρώπων του καθημερινού μόχθου και της βιοπάλης με την ξεθωριασμένη τραγιάσκα στο κεφάλι και τη λευκή φασκιά τυλιγμένη στην κουρασμένη μέση, που διασκεδάζουν με το δικό τους, μοναδικό τρόπο με τα αστεία, τα πειράγματά τους, τα τραγούδια τους, ξεχνώντας τις σκοτούρες και τα βάσανά τους, και δεν επηρεάζονται καθόλου από την παρουσία στην παρέα τους προσωπικοτήτων διεθνούς προβολής. «Δεν σου φαίνεται απίθανα εδώ μέσα;», λέει αφάνταστα ευχαριστημένη η Βαρβάρα στο Μάριο. «Τόσο καιρό είμαι στο ξακουστό νησί κι έ φτασε ν ανακαλύψω τώρα αυτό το μαγαζί με την τόσο καταπληκτική ατμόσφαιρα, το τόσο εξαίσιο περιβάλλον». «Εδώ σ αυτό τον περιώνυμο τόπο συμβιβάζονται τα εντελώς ασυμβίβαστα, εναρμονίζονται τ άκρως αντίθετα», είναι η άμεση αντίδρασή του, ενώ ο Δημήτρης κι η Άντζελα δείχνουν ν αρκούνται στον παθητικό ρόλο του ακροατή. «Μπορεί να δεις την εκθαμβωτική Σοράγια της Περσίας να τα πίνει με τους ξυπόλυτους ψαράδες ή τον πολύ Ροκφέλερ να χορεύει με τους α χθοφόρους. Δεν υπάρχουν εδώ τζάκια και διακρίσεις. Ο καθένας μπορεί να γίνει αριστοκράτης, αγαπητός, περιζήτητος, αν του το επιτρέπουν τα προσόντα κι ο χαρακτήρας του». 7

«Μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί οι συντριπτικά περισσότεροι Μυκονιάτες παντρεύονται αλλοδαπές;» ρωτά η Βαρβάρα, ενώ το Μάριο τον σφάζει με το προκλητικά λάγνο βλέμμα της η Ελίζαμπεθ από το απέναντι τραπέζι, όπου κάθεται μαζί με τον άντρα της, το ντόπιο Μικέ. «Οι αλλοδαπές κι ιδίως οι Αμερικάνες σε θέλουν γι αυτό που αφήνεις ανεπιτήδευτα να εκδηλωθεί προς τα έξω», απαντά εκείνος.«δεν τις ενδιαφέρει αν είσαι ο κάποιος, αν είσαι γιος πρωθυπουργού, αν είσαι εφοπλιστής ή πρόκειται να κληρονομήσεις ένα στόλο από καράβια. Τα αξεπέραστα ταμπού που υπάρχουν στις μίζερες Ελληνίδες, είναι κάτι το άγνωστο γι αυτές. Έρχονται μαζί σου για να διασκεδάσουν, να χαρούν τον έρωτα, κι είναι φυσικό να σου φέρονται αυθόρμητα, όπως αισθάνονται, να σου δίνονται αληθινά, ολοκληρωτικά, με αποτέλεσμα να γίνονται ελκυστικότερες, να υπερέχουν από τις ελληνίδες. Υπάρχει βέβαια το ακανθώδες πρόβλημα της νοσταλγίας της πατρίδας τους που σιγοβράζει μέσα τους, και της σφοδρής επιθυμίας τους, να επιστρέψουν αργά ή γρήγορα, σ αυτήν, που τις κάνει επιφυλακτικές στις μόνιμες σχέσεις και φυσικά στο γάμο». Εν τω μεταξύ η Ελίζαμπεθ, εξακολουθεί να προκαλεί το Μάριο με το λάγνο βλέμμα της, με τα τορνευτά πόδια της που τα μισοκρύβει η προκλητικά κοντή φούστα της, με τα σαρκώδη χείλη της που ρουφούν με ασυγκράτητο πάθος το τσιγάρο. Γι αυτή τη φλογερή γυναίκα που είναι μια από τις ανοιχτές κι αιμορραγούσες πληγές του Μάριου, έχει δουλέψει στο παρελθόν η φαντασία του πολλές φορές. Είναι ξανθιά γαλανομάτα, με κατάλευκο δέρμα κι έχει γεννηθεί στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής. Ένα βράδυ ο Μάριος διασκέδαζε με το Μικέ σε μια ντίσκο κι η Ελίζαμπεθ μ ένα ποτήρι ποτό στο χέρι στεκόταν όρθια ήταν μεγάλος ο συνωστισμός των θαμώνων και παρατηρούσε τις παρέες που χόρευαν χασάπικο. Κάποια στιγμή την πλησιάζει ο Μάριος και της ζητά να πάει στο τραπέζι του. Εκείνη δέχεται αμέσως την πρότασή του και διασκεδάζει μαζί μ αυτόν και το Μικέ όλη τη νύχτα. Όταν φτάνει η ώρα να κλείσει η ντίσκο και να φύγουν, η Ελίζαμπεθ λέει «καληνύχτα» στο Μάριο και ζητά από το Μικέ να τη συνοδεύσει μέχρι το σπίτι της τη φιλοξενεί προσωρινά, όπως τους είπε, ένας ζωγράφος ομοφυλόφι 8

λος που έχει χρόνια στο νησί, μέχρι να βρει σπίτι, καθώς έχει αποφασίσει να γίνει μόνιμος κάτοικος Μυκόνου. Δεν αργεί, βέβαια, ν αναπτυχθεί το ειδύλλιο ανάμεσα στο Μικέ και την Ελίζαμπεθ και να τους οδηγήσει στο γάμο. Από τότε πολύ συχνά τη βλέπει ο Μάριος στον ύπνο του, να γδύνεται μες στην κρεβατοκάμαρά της, μπροστά στον παχουλό και πρωτόγονο στους τρόπους Μικέ, βγάζοντας στο τέλος με αργές λάγνες κινήσεις το σουτιέν και το κάτω εσώρουχο, μετά να χαϊδεύει το αιδοίο της και με σιγανή, ήρεμη φωνή που η τεράστια προκλητικότητά της διεγείρει και τους πεθαμένους να λέει στο σύντροφό της: «Γδύσου κι εσύ, είμαι έτοιμη να σε δεχτώ μέσα μου. Δες πως έχω ανάψει! Πρόσεξε μόνο να μην τελειώσεις γρήγορα. Όταν καταλάβεις πως φτάνεις στο τέλος να τραβηχτείς και μετά να ξαναρχίσεις. Πρέπει να έχω πολλούς οργασμούς για να ικανοποιηθώ πλήρως και να ηρεμήσει το νευρικό μου σύστημα». Στη συνέχεια τη βλέπει να πλησιάζει το Μικέ, να περνάει εκείνος το χέρι του αργά αργά πάνω από τις ερωτογενείς περιοχές του σώματός της, μετά εκείνη να του ξεκουμπώνει το παντελόνι και ν αρπάζει το φουσκωμένο φαλό, λέγοντας: «Αχ πόσο έχει μεγαλώσει! Πόσο ζεστός είναι, θεέ μου, τι ευχαρίστηση θα νιώσω τώρα που θα μπεις μέσα μου! Το πυρετικό ενδιαφέρον του Μάριου για τη συνέχεια της ερωτικής παράστασης φτάνει στο αποκορύφωμά του, όταν ξαφνικά κι απροσδόκητα, πέφτει η αυλαία της σκηνής και τ όνειρο διακόπτεται άδοξα, αφήνοντάς ε ξωφρενικά τον ανικανοποίητο. Κι ενώ το πυρωμένο βλέμμα του Μάριου κρατιέται καρφωμένο στ απόκρυφα μέρη του σώματος της Ελίζαμπεθ, τον κυριεύει, όλως παραδόξως, έντονη κατάθλιψη κι νιώθει μια ανεξήγητη αποστροφή προς την Άντζελα αλλά και προς την υπόλοιπη παρέα του. Η μέχρι τώρα ζεστή και οικεία ταβέρνα μοιάζει με φρικτή φυλακή. Το κέφι κι η διάθεση του Μάριου εξαφανίζονται ως δια μαγείας. 9

«Δεν είμαι καθόλου καλά», προφέρει απευθυνόμενος στην παρέα του. «Αισθάνομαι φοβερά άσχημα. Δεν μπορώ να μείνω μαζί σας περισσότερο. Θέλω να με καταλάβετε. Καληνύχτα». Κι αμέσως μετά φεύγει. Όταν έφτασε στο σπίτι του και κοιμήθηκε, ονειρεύτηκε πάλι τις ίδιες γνωστές ξέφρενες ερωτικές σκηνές. Όμως τώρα τ όνειρο συνεχίζεται και πέραν από το κρίσιμο σημείο, όπου διακόπτονταν όλες τις άλλες φορές, κι φτάνει μέχρι το λογικό του τέλος. Έτσι, βλέπει την εκρηκτική Ελίζαμπεθ να χώνει παθιασμένα με το ένα της χέρι τα δάχτυλα του Μικέ μες στο αιδοίο της και με το άλλο να κρατά σφιχτά τον επαναστατημένο φαλό του, ξεφωνίζοντας επιφωνήματα ηδονής, μετά να τον καθηλώνει καθιστό πάνω στο κρεβάτι και να του δίνει με γενναιοδωρία στο στόμα τ απόκρυφα μέρη του σώματός της και να ευχαριστεί την τύχη που γεννήθηκε γυναίκα, μετά ν ακολουθεί η κύρια ερωτική πράξη και τέλος ο οργασμός της, βρίσκοντάς την πλημμυρισμένη από τους καυτούς ανδρικούς χυμούς. Πριν κάμποσες μέρες ο Μάριος είχε επισκεφτεί την Κλεοπάτρα στο σπίτι της, που βρίσκεται λίγα μέτρα μακριά από το δικό του. Είναι μεσόκοπη, γύρω στα πενήντα, και ζει μόνη της, παίρνοντας τη σύνταξη του πατέρα της, που ήταν δημόσιος υπάλληλος. Δεν έχει αδέρφια κι έχασε τους γονείς της πριν αρκετά χρόνια. «Καλώς το Μάριο! Πώς από δω», λέει μόλις του ανοίγει την πόρτα. «Κάθισε στον καναπέ. Πρώτη φορά έρχεσαι στο σπίτι μου κι είναι μια αφάνταστα ευχάριστη έκπληξη η επίσκεψή σου». «Από καιρό σκέπτομαι να σ επισκεφτώ», προσποιείται εκείνος, και με την κατάθλιψη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του, αλλά και με ύφος σοβαρό, που κερδίζει αμέσως την τυφλή εμπιστοσύνη του συνομιλητή του, συμπληρώνει: «Στο σπίτι μου, που έρχεσαι κάθε μέρα, δεν μου δίνεται η άγια ευκαιρία να σου μιλήσω. Όλη την ώρα συζητάς με τη μάνα μου και δεν μου αφήνεις τα πολύτιμα περιθώρια να σε πλησιάσω». 10

Μ ένα παρατεταμένο χαμόγελο που αυλακώνει βαθιά τα ρυτιδιασμένα της μάγουλα, και με την τεράστια ικανοποίηση ζωγραφισμένη αδρά στα μάτια της η Κλεοπάτρα εκδηλώνει εμβρόντητη την αντίδρασή της για τα λόγια του Μάριου, στον οποίο δεν μένει καμιά αμφιβολία ότι κατάλαβε τις απίστευτες γι αυτήν προθέσεις της επίσκεψής του κι ότι θα δεχτεί τελικά την αφύσικα τολμηρή πρότασή του, που δεν θα είναι άλλη από τη σύναψη ερωτικού δεσμού μαζί της. «Ομολογώ πως δεν θα μπορούσα να φανταστώ ότι σ ενδιαφέρω σαν γυναίκα», προφέρει έκπληκτη η Κλεοπάτρα. «Έχω τα διπλάσια χρόνια από σένα, είμαι μάνα σου. Όμως δεν σου κρύβω πως με κολακεύει αφάνταστα το ενδιαφέρον σου για μένα. Βέβαια, δεν θέλω να νομίσεις πως είμαι έτοιμη να σου δοθώ τώρα αμέσως. Άσε με να το σκεφτώ, να το χωνέψω, να το πιστέψω και βλέπουμε. Δεν είναι μικρό πράγμα, ένας νέος σαν και σένα, μοναχοπαίδι, μ εμφάνιση, μόρφωση, εξυπνάδα, κοινωνικότητα, να θέλει να με κατακτήσει». «Θα τα ξαναπούμε πολύ σύντομα», αντιδρά φανερά ικανοποιημένος ο Μάριος, ενώ εν τω μεταξύ έχει πλησιάσει την εξώπορτα του σπιτιού. «Προς το παρόν μένω ευχαριστημένος από την συγκεκριμένη αντίδρασή σου». Χαιρετά και φεύγει.. Σαν κάπως ν ανακουφίστηκε από την ερωτική του εξομολόγηση στην Κλεοπάτρα. Η αδηφάγος κατάθλιψη που άρχισε να τον κατατρώει από κείνο το βράδυ που αντίκρισε την άκρως προκλητική Ελίζαμπεθ, υποχώρησε σημαντικά, χωρίς όμως να τον αφήσει να βρει το κέφι του και να επιθυμήσει ξανά την Άντζελα. Δεν ήθελε να την σκέπτεται, να την ποθεί, να ελπίζει πως θα την κατακτήσει, αλλά ούτε και να την αγνοεί, να την περιφρονεί, να την απαρνιέται. Ήταν αρκετά μπερδεμένος, ώστε να μπορεί να ξεκαθαρίσει τα αισθήματά του γι αυτήν. Μέσα σ αυτό το αδιαπέραστα θολό τοπίο, όπου βρισκόταν ψυχικά, τον χαρακτήριζε η έλλειψη στοιχειώδους ενδιαφέροντος γι απόφαση, για δράση, για ζωή. 11

Στην εξαντλητικά κουραστική δουλειά του προσπαθεί τώρα να χει την ελάχιστη αποδεκτή απόδοση, αν και ποτέ δεν υπήρξε καλός τραπεζιτικός υπάλληλος. Καθημερινά παροτρύνει με φορτικότητα το Δημήτρη να κάνει παρέα με τις δυο γυναίκες και να τους μεταφέρει τα θερμά κι ολόψυχα χαιρετίσματά του μαζί με την εγκάρδια υπόσχεσή του πως θα κάνει ότι μπορεί, ώστε σύντομα να είναι πάλι όλοι μαζί. Ευτυχώς που πιστεύει αταλάντευτα ότι θα πραγματοποιήσει αυτή τη λατρεμένη του υπόσχεση όταν θα ξαναβρεί τη χαμένη του διάθεση, τον χαμένο εαυτό του. Το μόνο πράγμα που τον α πασχολεί προς το παρόν, σαν κίνητρο και σκοπός της ζωής του, είναι η σύναψη ερωτικής σχέσης με την Κλεοπάτρα. Ποθεί το γερασμένο σώμα της, την αγκαλιά της, το φιλί της. Θέλει να της εμπιστευθεί τα ιερά μυστικά του, να πιαστεί από τα λόγια της, να κρεμαστεί από τις συμβουλές της. Μια ανεξήγητη μυστηριώδης δύναμη τον σπρώχνει ασταμάτητα προς ετούτη τη γυναίκα, μέσα του μια φωνή του ψιθυρίζει πως σ αυτήν θα βρει την παρηγοριά, την ανακούφιση, την γαλήνη της ψυχής, πως πίσω από το ώριμο κι αυλακωμένο από το χρόνο πρόσωπό της κρύβεται η χαμένη του αισιοδοξία, η αγάπη του για τη ζωή. Δεν έχει καμιά πρόθεση, κανένα ενδιαφέρον να βρει την αιτία της παράδοξης επιδίωξής του στην κατάκτηση της Κλεοπάτρας που ποτέ στο παρελθόν δεν την κοίταξε σαν γυναίκα, ποτέ δε σκέφτηκε να της ζητήσει έστω και την πιο μικρή προσωπική βοήθεια. Την επομένη ξαναβρίσκεται στο σπίτι της. Είναι ανυποχώρητα αποφασισμένος να τα φτιάξει μαζί της, μια κι αυτός ο δεσμός θ αποτελεί για κείνον το λίγο φως μες στο πηχτό σκοτάδι,το θεόσταλτο σωσίβιο μες στον άγριο ωκεανό των φοβερών υπαρξιακών του προβλημάτων, τον ευλογημένο δρόμο που θα τον οδηγήσει στην λατρεμένη του Άντζελα. «Καλώς ήρθες ξανά στο ταπεινό σπίτι μου», προφέρει χαμογελαστήκι ενθουσιασμένη η Κλεοπάτρα μόλις τον αντικρίζει. «Βλέπω ότι διεκδικείς βιαστικά κι επίμονα αυτό που θέλεις να πάρεις. Σκέπτομαι ακατάπαυστα την απροσδόκητη για μένα πρότασή σου κι ομολογώ πώς, αν και τη βρίσκω πα 12

ράλογη, δε μπορώ να την απορρίψω. Όμως δεν είμαι ακόμα έτοιμη να τη δεχτώ. Όπως καταλαβαίνεις μας χωρίζουν πολλά». Η πρώτη αναγκαία κίνηση έγινε κι απομένει η δεύτερη, η καίρια, η πιο αποφασιστική: Η δράση. Τότε καταλαβαίνει ότι πρέπει ν αντιμετωπίσει δυο ακόμα τρομερούς αντιπάλους, που χει απέναντί του, την επιφυλακτικότητα της Κλεοπάτρας εξαιτίας της μεγάλης διαφοράς της ηλικίας που τους χωρίζει και της φιλίας της με τη μάνα του, καθώς και τις αναστολές που του δημιουργεί η χαώδης κι ανεξέλεγκτη ψυχική του κατάσταση. Έτσι αποφασίζει ν αναβάλει το δεύτερο και καθοριστικό σκέλος της επιχείρησης για την επόμενη επίσκεψή του. «Αφού δε μπορείς ν απορρίψεις την πρότασή μου, θα περιμένω να μου πεις πότε θα σαι έτοιμη για να προχωρήσουμε», είναι τα λόγια που με απερίγραπτη δυσκολία αρθρώνει, λόγω της κατάθλιψης που τον κυριεύει ξαφνικά, προτού την αποχαιρετήσει και φύγει. Προσπαθεί απεγνωσμένα πολλές φορές να βρει το στοιχειωδώς α ναγκαίο κουράγιο για να υπερνικήσει την τεράστια αναποφασιστικότητά του, όμως χωρίς αποτέλεσμα. Αντίθετα, αυτή μέρα με τη μέρα θεριεύει, απειλώντας ολοένα και περισσότερο τη λιγοστή ζωντάνια που του χει απομείνει. Είναι πλέον αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα η κραυγαλέα αδυναμία του να προγραμματίσει, να μεθοδεύσει, ν αποφασίσει την οποιαδήποτε κίνηση. Δυνάμεις σκοτεινές, ανεξήγητες οδηγούν επίμονα το νου του στο μηδέν της επιδίωξης, του προβληματισμού, στο μηδέν, ακόμα και της πιο ρηχής σκέψης. Όμως, μια νύχτα, ονειρευόμενος στον ύπνο του, ακούει μια εξαιρετικά υποβλητική φωνή να του λέει: «Τώρα που αποξενώθηκες τελείως από τον θλιβερό εαυτό σου, α παλλάσσεσαι, προσωρινά βέβαια, κι από τ άπειρα κακά που σου προκαλεί! Κι έτσι δεν κινδυνεύεις να κριθείς για τις πράξεις σου από την άτεγκτα αυστηρή συνείδησή σου, δεν σε καταδυναστεύει ο φριχτός φόβος της αποτυχίας και της απόρριψης. Και μέχρι να τα ξαναβρείς με τον ανεκδιήγητο εαυτό σου και να τον κάνεις πάλι δυνάστη σου, βασανιστή σου, πρέπει να χεις 13

πραγματοποιήσει τον άμεσο στόχο σου: Την κατάκτηση της Κλεοπάτρας. Τώρα είναι η ευκαιρία για να δράσεις! Βιάσου. Μην χάνεις καθόλου καιρό». Δε χρειάζεται να δει πολλές φορές αυτό το μηνυματοφόρο όνειρο, για να βρει τη στοιχειώδη δύναμη και να δράσει. Έτσι ένα μεσημέρι με μεταλλαγμένη την ερωτική επιθυμία σε τόλμη κι αποφασιστικότητα επισκέπτεται την Κλεοπάτρα, την παίρνει, χωρίς να πει λέξη, στην πυρωμένη αγκαλιά του, κι αμέσως μετά γίνονται ένα κουβάρι πάνω στο χαλί του σαλονιού της. Έχει ενώσει τα χείλη του με τα δικά της κι έχει πάρει τη γλώσσα της μέσα στο στόμα του. Εκείνη έχει καρφώσει τα δάχτυλα των χεριών της πάνω στο περιφλεγές σώμα του και με τα πόδια γύρω από τη μέση του φιλοξενεί μέσατης το μόριό του, αναστενάζοντας από το ασυγκράτητο πάθος και την κορυφαία ηδονή που έχουν κατακλύσει την ύπαρξή της. Μετά από κάθε οργασμό φωνάζει: «Αχ, αγόρι μου γλυκό, με τρελαίνεις! Μη βιαστείς να τελειώσεις. Κρατήσου όσο μπορείς περισσότερο». Ο Μάριος, αν και προσπαθεί να σεβαστεί την επιθυμία της Κλεοπάτρας δεν τα καταφέρνει. Αδειάζει μέσα της σαν καταρράκτης, όλο του τον πόθο, αφού πρώτα απολαμβάνει τα διάτορα ξεφωνητά και τις γλυκές δαγκωματιές της στο λαιμό και στο στήθος του. «Δεν πειράζει που δεν μπορείς να κρατηθείς περισσότερο», του λέει. «Θα συνεχίσουμε στην κρεβατοκάμαρα». Χαμογελώντας και κρατώντας τον τρυφερά από το χέρι, τον οδηγεί λικνιζόμενη με λαγνεία στο κρεβάτι. Δεν αργεί καθόλου ο Μάριος να ξαναγίνει ετοιμοπόλεμος από τη στιγμή που, όπως είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, την βλέπει να χώνει το χέρι της κάτω από το κομπιναιζόν και να σκουπίζει με άφατη ευχαρίστηση μ ένα χαρτομάντιλο την κρυφή περιοχή του κορμιού της. Η μαγική σκέψη ότι έχει ξεκινήσει ερωτική σχέση με τη στενή φίλη της μάνας του τον κάνει να νιώθει αφύσικα παράξενα και συγχρόνως τον ερεθίζει αφάνταστα και του δημιουργεί την αισιόδοξη αίσθηση, πως εξασφάλισε μια μορφή μητρικής συμπαράστασης στην εξαιρετικά δύσκολη α 14

ντιμετώπιση των κολοσσιαίων υπαρξιακών του προβλημάτων του δίνει το υποστηριχτικό κουράγιο ν αγωνιστεί ενάντια στην αδυσώπητη κατάθλιψη και ν αποκτήσει κάποιο ενδιαφέρον, να βρει κάποιο νόημα για την άθλια ζωή του, να παλέψει με τα θεόρατα κύματα της άγριας ψυχικής του τρικυμίας, μέχρι να φτάσει στην πολυπόθητη στεριά που ονομάζεται εαυτός του. Μετά τη δεύτερη συνουσία, που ήταν παρατεταμένη, μένουν αγκαλιασμένοι κι ακίνητοι σαν αγάλματα στο κρεβάτι γι αρκετή ώρα και με την ευλαβική σιωπή τους μιλούν ο ένας στον άλλο για τις εντυπώσεις τους που μόνο θετικές πρέπει να ναι. Τότε σκέφτεται ο Μάριος πώς αλλάζει η ζωή, πώς αλλάζουν οι επιθυμίες, οι ελπίδες, τα όνειρα! Ποιος να του λεγε, ότι η Κλεοπάτρα που ήταν για κείνον η σεβαστή, η σοβαρή γυναίκα, η φίλη της μάνας του, θα γινόταν ερωμένη του! Μετά από λίγες μέρες διαπιστώνει μ ευχάριστη έκπληξη πως έπαψε να βλέπει τη δουλειά σαν ανυπόφορη αγγαρεία η ανελέητη κατάθλιψη έχει κάπως υποχωρήσει και του αφήνει περιθώρια να σκέπτεται το μέλλον, να κάνει παρήγορα όνειρα για τη ζωή. Όμως τον στενοχωρεί αφάνταστα η παντελής απουσία της ζωοδότειρας ελπίδας, πως κάποτε θα γίνει δική του η εράσμια γι αυτόν Άντζελα, που τον κάνει να μη θέλει να προσπαθήσει ξανάνα την κατακτήσει, να μη θέλει ούτε να ξαναβρεθεί μαζί της. «Πόσο αφύσικα παράξενο είναι, αρχίζει τότε να συλλογίζεται βαρύθυμα, «ν αποστρέφεσαι, ακόμα και να μην θέλεις να βάλεις στη σκέψη σου, αυτό που θα επιθυμούσες αφάνταστα ν αποκτήσεις, και συγχρόνως να νιώθεις βαθιά συντετριμμένος, που δεν το επιθυμείς! Πόση δύναμη κρύβει μέσα της η ελπίδα, ακόμα κι όταν είναι ψεύτική! Πόσο απαραίτητη είναι στη ζωή! Πόσο πιστή κι αφοσιωμένη φίλη και σύντροφος του ανθρώπου είναι!»πραγματικά, η σπουδαία ρήση πως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία, δεν χρειάζεται τη συνδρομή της ανώτερης φιλοσοφίας για να γίνει ακράδαντα πιστευτή. Ακόμα και στην τραγικά πιο ακραία και φανταστική περίπτωση που η ελπίδα θα χαθεί ολοκληρωτικά, θα υπάρχει η ελπίδα ν αγωνιστούμε να φτάσουμε στον γιγάντιο άθλο, στο κορυφαίο κατόρθωμα να ζήσουμε χω 15

ρίς αυτήν και μάλιστα ο ηρωικός αυτός αγώνας θα δίνει μεγάλο, υπέρλαμπρο νόημα στη ζωή». Η εξαντλητικά συχνή επανάληψη όλων αυτών των πρωτότυπα υποστηρικτικών συλλογισμών τού γέννησε την πυρετική επιθυμία να οργανώσει τη διαλυμένη ζωή του, όπως στο παρελθόν εδώ και μερικά χρόνια έχει διακόψει τις σχέσεις του με τους παλιούς παιδικούς του φίλους. Ένα προχωρημένο απόγευμα του μυροβόλου Μάη επισκέπτεται τον Κουρουπό, μοναδικό στα καλαμπούρια και τα πειράγματα, που διατηρεί ένα γραφικό φτηνομάγαζο ψιλικών έπεσε έξω, έχασε ό,τι είχε και δεν είχε και προσπαθεί τώρα, στην δύσκολη ηλικία των εξήντα χρονών, να ορθοποδήσει. Επειδή είναι απελπιστικά μικρό το μαγαζί του, χρειάζεται δυο ολόκληρες ώρες το πρωί για να βγάλει και ν απλώσει έξω το ατέλειωτα μεγάλο εμπόρευμα κι άλλες τόσες το βράδυ για να το μαζέψει, επαναλαμβάνοντας με σοκαριστικό παρόπονο: Άλλοι αγκομαχάνε κι άλλοι καυλομαχάνε. Τα ρούχα, γυναικεία κι αντρικά, τα χει σε κρεμάστρες πιασμένες σε σκοινιά, δεμένα στους κορμούς τριών πελώριων ευκαλύπτων. Τα υπόλοιπα εμπορεύματα τα χει άτακτα ριγμένα μέσα σε χαρτόκουτες στην ευρύχωρη αυλή του μαγαζιού, που οι ντόπιοι το αποκαλούν χλευαστικά παλιατζίδικο, επειδή πουλάει σε απίστευτα χαμηλές τιμές το φτηνό εμπόρευμά του. Ο Κουρουπός έχει μεγάλη ικανότητα, να δημιουργεί γνωριμίες και να φέρνει κόσμο στο μαγαζί του, που το χει ανοιχτό και τα Σαββατοκύριακα και τις άλλες αργίες του χρόνου. Το πηγαίο χιούμορ που διαθέτει είναι χειμαρρώδες, καυστικό και τις περισσότερες φορές στα όρια της πρόκλησης. «Γεια σου, κυρα Φρασκώ, με τα ωραία μάτια, που δεν καταδέχονται να μας κοιτάξουν, γιατί είμαστε μπατίρηδες», λέει συχνά σε μια γειτόνισσα, λιγομίλητη και χαμηλοβλεπούσα, όταν περνά έξω από το μαγαζί του. «Δώσε μας λίγο ψωμί κυρα Χρυσούλα, που έχουμε μεγάλες φτώχειες κι είμαστε νηστικοί», φωνάζει δυνατά, σχεδόν τραγουδιστά σε μιαν άλλη μόλις την βλέπει να βγαίνει σε απόσταση είκοσι μέτρων από τον απέναντι φούρνο, κρατώντας το ψωμί στα χέρια της. 16

«Την αγάπη που σου είχα μου την έκανες μαστίχα», λέει χαμογελώντας σε κείνη που έχει περισσότερο θάρρος μαζί της. Αλλά και τους άντρες της γειτονιάς που μαζεύονται στο απέναντι καφενείο, δεν τους αφήνει ήσυχους, Όλους τους πειράζει. «Έξω πούστη από την παράγκα», απαντά πολύ επιθετικά στον Ευγένιο, όταν εκείνος τον φωνάζει λιγούρη, επειδή κάνει αιματηρές οικονομίες, για ν ανταπεξέρχεται στις βαριές κι ασήκωτες οικονομικές του υποχρεώσεις συντηρεί τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά, που μένουν με τσουχτερό ενοίκιο σε πολυτελές διαμέρισμα στη Νίκαια και ξεχρεώνει το δάνειο της αγοράς του σπιτιού του στη Μύκονο. Φυσικά πληρώνει ενοίκιο και για το περιώνυμο παλιατζίδικό του. «Βασίλη πόσα μου δίνεις για να πετάξω το αρχαίο σαράβαλό σου», λέει πειραχτικά στο γείτονά του, ιδιοκτήτη νοικιαζόμενων δωματίων, για να τον πειράξει, όταν εκείνος αφήνει το παμπάλαιο αυτοκίνητό του μπροστά στο παλιατζίδικο. «Όταν συναντήσεις στο δρόμο σου φίδι φαρμακερό, άφησέ το να ζήσει. Όταν όμως συναντήσεις Μυκονιάτη χωρικό, πάτησέ τον κάτω και λιώσε του τις καρωτίδες», λέει ειρωνικά στους χωρικούς πελάτες του. Επειδή πουλάει και με γενναία πίστωση, έχει καταφέρει να τραβήξει σαν ισχυρός μαγνήτης πολύ κόσμο στο μαγαζί του. Καμιά φορά εξοργίζεται υπερβολικά όταν έχει να κάνει με αμετανόητα δύσκολη στα γούστα πελάτισσα, που ψάχνει με μανία κι ανακατεύει επί ώρες ατέλειωτες το εμπόρευμα και της λέει μεταξύ αστείου και σοβαρού: «Διαμέρισμα, κυρά μου, θ αγοράσεις; Πάρε επιτέλους κάτι να τελειώνουμε. Αν αργότερα δεις ότι δεν σου κάνει, το χαρίζεις στη φιλενάδα σου κι έρχεσαι κι αγοράζεις κάτι άλλο, μια και το κατάστημα δεν κάνει αλλαγές». Όταν κάποιος του χρωστά κι έρχεται να τον ξαναφεσώσει, του λέει με αυστηρό προειδοποιητικό ύφος: «Σήμερα το κατάστημα δεν πουλά βερεσέ, σ ένδειξη διαμαρτυρίας για την αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική». 17

Και στην εύλογη ξέχειλη από διαμαρτυρία ερώτηση του πελάτη του: «Τι σχέση έχω εγώ με την κυβερνητική πολιτική;» Απαντά: «Έχεις! Αυτή σε κατάντησε έτσι! Να μη μπορείς να πληρώσεις τις λίγες ψωροχιλιάδες που σ έχω χρεωμένο στο τεφτέρι!» Τον Μάριο τον συμπαθεί πολύ, κι όταν εκείνος τον επισκέπτεται στο μαγαζί του τον υποδέχεται μ έκδηλη εγκαρδιότητα, του προσφέρει καρέκλα να καθίσει, προθυμοποιείται να του φτιάξει ο ίδιος καφέ με το απέναντι καφενείο δεν έχει δοσοληψίες. Ποτέ δεν τον έχει θίξει, δεν τον έχει προσβάλει, δεν του χει ασχημομιλήσει. Κι όταν στις πλατιές συζητήσεις τους κάπου διαφωνεί μαζί του, αποφεύγει διακριτικά να του το πει, κάνοντας πως δεν άκουσε. Του αρέσει να κατηγορεί με αγανάκτηση στο Μάριο τους δημοσίους υπαλλήλους, ότι τους πληρώνει αδρά ο λαός, χωρίς να κάνουν καλά τη δουλειά τους, ότι δεν εξυπηρετούν τον κόσμο, δεν αξίζουν τα λεφτά που παίρνουν, σκίζονται να σ εξυπηρετήσουν, όταν τους λαδώσεις, κάνουν πολλές κοπάνες. Όταν ο Μάριος διαμαρτυρόμενος αντιλογίζει: «Τώρα κατηγορείς κι εμένα το δόλιο, που είμαι υπάλληλος», τον καθησυχάζει, χαμηλώνοντας τον τόνο της φωνής του: «Εσένα δεν σε παίρνει η μπόρα, γιατί δεν είσαι δημόσιος υπάλληλος. Δουλεύεις στην τράπεζα». Την καλή κι επαινετική κουβέντα για το Μάριο την έχει πάντα πρόχειρη στα χείλη του. Του αρέσει αφάνταστα να τον κολακεύει, ακόμα και σε στιγμές που δεν είναι ευδιάθετος: «Είσαι μοναχοπαίδι, με οικογενειακή περιουσία, ωραίος, μορφωμένος, έχεις καλή, προνομιούχα θέση στην κοινωνία!» του λέει με κάποιο α διόρατο θαυμασμό. Ποια γυναίκα χριστιανή ή αλλόθρησκη δεν θα σε ήθελε; Κακώς βρίσκεσαι τώρα εδώ κι όχι στην αγκαλιά καμιάς ζωηρής μικρούλας. Όλες, παντρεμένες και λεύτερες, θα πέσουν σαν προσκυνητές στα πόδια σου, μόλις κουνήσεις το δαχτυλάκι σου». 18

«Κι όταν καμιά ιδιαίτερα όμορφη εμφανιστεί στις γύρω αυλές και στα μπαλκόνια», του λέει: «Δες την! Εσένα κοιτάζει! Να χα τη χάρη σου και να με ήθελαν όλες οι γυναίκες!» Τον επισκέπτεται, λοιπόν, ο Μάριος εκείνο το εαρινό απόγευμα, γιατί τον έχει άμεση ανάγκη όπως κι όλους τους φίλους και γνωστούς που δεν είναι επιθετικοί μαζί του, προσέχουν πολύ να μην τον στενοχωρήσουν, να μην τον θίξουν σε τίποτα. «Καλώς τ ομορφόπαιδο», φωνάζει μόλις τον αντικρίζει, με την έκπληξη και τη χαρά ζωγραφισμένες αδρά στο πρόσωπό του. «Ποιος καλός κι αγαπημένος άνεμος σε φέρνει εδώ; Κάθισε να σε δω λιγάκι, να μου πεις τα νέα σου. Πάω να σου φτιάξω καφέ και να τα πούμε με την ησυχία μας. Σήμερα, όπως βλέπεις, δεν υπάρχει κίνηση, η δουλειά είναι πεσμένη». Του έφερε γρήγορα τον καφέ, και κάθισε χαρούμενος δίπλα του, στην άλλη καρέκλα έχει μόνο δυο καρέκλες στην αυλή του μαγαζιού, για να μη μαζεύονται οι αργόσχολοι, όπως λέει, και δεν τον αφήνουν να δουλέψει. «Εγώ είμαι όπως με ξέρεις», κάνει ο Κουρουπός, δείχνοντας, ότι θέλει πολύ ν ανοίξει συζήτηση μαζί του. «Μόλις βγάλω ένα χρέος, αμέσως βάζω ένα άλλο, μετά ένα άλλο Δεν χορταίνω από τ αναθεματισμένα χρέη, τις προθεσμίες και το άγχος. Βλέπεις τ άτιμα δάνεια τρέχουν στις φλέβες μου κι όχι το αίμα. «Τα θέλεις όμως και τα παθαίνεις όλα αυτά», αντιλογίζει με καυστικό ύφος ο Μάριος. «Όταν δεν χρωστάς δεν αισθάνεσαι καλά, βρίσκεσαι έξω από τα νερά σου». Μίλησαν πολλή ώρα, για το καυτό πρόβλημα του Μάριου με την με την αφύσικά ιδιόμορφη Άντζελα, για την αινιγματική Βαρβάρα, για το Δημήτρη, για την Κλεοπάτρα. Ο Κουρουπός επανέλαβε πολλές φορές, όπως και παλιότερα, ότι έχει αδυναμία στο άτιμο το φουστάνι, περισσότερη όμως στο παντοδύναμο χρήμα, ότι δεν ανταποκρίνεται στις ατέλειωτες ερωτικές προκλήσεις των πελατισσών του, που υποπτεύεται ότι θα του φάνε λεφτά. 19

«Απλώνω τα χέρια μου σ όποια είμαι σίγουρος ότι θα μου πληρώσει στο ακέραιο ό,τι θα ψωνίσει από το μαγαζί», καυχήθηκε ο Κουρουπός, δείχνοντας ότι έχει τεράστια εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στην απαράμιλλη γοητεία που δήθεν ασκεί στο ωραίο φύλο. Από τη μια του αρέσουν τρελά οι γυναίκες κι από την άλλη τις κατηγορεί μανιωδώς: «Οι γυναίκες είναι υπερβολικά απαιτητικές, απίστευτα αχάριστες», λέει συχνά με μνησίκακο παράπονο. «Όποια θυσία και να κάνεις για χάρη τους, δεν την αναγνωρίζουν. Όσο καλός και να είσαι μαζί τους, θα σου τη φέρουν, κι όταν έρθει η τραγικά ωραία, η τραγικά κατάλληλη στιγμή, θα σε κερατώσουν. Δεν έχουν μπέσα». Ήθελε ανέκαθεν να ζευγαρώσει τον πάντα αγαπητό του φίλο Μάριο με πελάτισσές του, που δεν τις προόριζε για τον εαυτό του, λέγοντάς τους, για να τον συμπαθήσουν, ότι έχει μοναδικά καλό χαρακτήρα, είναι εξαιρετικά ευαίσθητος, ιδιαίτερα ρομαντικός, σέβεται κι εκτιμά αφάνταστα το γυναικείο φύλο Αλλά και με στρυφνές και μεγαλομανείς γυναίκες που εκείνος δεν μπορούσε να τις κατακτήσει ή να τις κάνει πελάτισσές του προσπαθούσε επίμονα να τον φέρει σ επαφή, υποδεικνύοντάς του τ αδύνατα σημεία τους ή ακόμα και τον μαγικό τρόπο, με τον οποίο έπρεπε να τις πλησιάσει, για να χει κάποιο ερωτικό αποτέλεσμα. Κι όλα αυτά τα έκανε, όπως του είχε αποκαλύψει με ειλικρίνεια ο ίδιος,για να τον αναγκάζει να περνά όσο γίνεται πιο συχνά από το μαγαζί του και να ικανοποιεί έτσι την διάπυρη επιθυμία του να τον βλέπει και να κουβεντιάζει μαζί του. Όμως η μακροχρόνια κι επίμονη επιδίωξή του αυτή ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε. Κάποιο μοιραίο λάθος χειρισμού μεσολαβούσε, που οφειλόταν στο Μάριο ή στον Κουρουπό, και στράβωνε ανεπανόρθωτα η δουλειά. Χαρακτηριστική κι αξιομνημόνευτη είναι η περίπτωση μιας γειτόνισσας του Κουρουπού, που την είχε βαπτίσει Σταχτοπούτα, επειδή ήρθε πάμπτωχη από την Άνδρο και παντρεύτηκε έναν εύπορο κτηματία του περιώνυμου νησιού, ιδιοκτήτη νοικιαζόμενων δωματίων, που για πολλά χρόνια εκλεγόταν Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο και κατείχε μόνιμα το αξίωμα του Αντιδημάρχου. Η Σταχτοπούτα από την πρώτη 20