ΑΡΧΑΙΑ Β Λ Γ Λ 07/03/2021 ΜΑΡΙΑ ΓΚΥΡΤΗ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑΤΟΣ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Λυσίου Ὑπὲρ Μαντιθέου ( 18-21) ΚΕΙΜΕΝΟ [18] Τῶν τοίνυν ἄλλων στρατειῶν καὶ φρουρῶν οὐδεμιᾶς ἀπελείφθην πώποτε, ἀλλὰ πάντα τὸν χρόνον διατετέλεκα μετὰ τῶν πρώτων μὲν τὰς ἐξόδους ποιούμενος, μετὰ τῶν τελευταίων δὲ ἀναχωρῶν. καίτοι χρὴ τοὺς φιλοτίμως καὶ κοσμίως πολιτευομένους ἐκ τῶν τοιούτων σκοπεῖν, ἀλλ οὐκ εἴ τις κομᾷ, διὰ τοῦτο μισεῖν τὰ μὲν γὰρ τοιαῦτα ἐπιτηδεύματα οὔτε τοὺς ἰδιώτας οὔτε τὸ κοινὸν τῆς πόλεως βλάπτει, ἐκ δὲ τῶν κινδυνεύειν ἐθελόντων πρὸς τοὺς πολεμίους ἅπαντες ὑμεῖς ὠφελεῖσθε. [19] ὥστε οὐκ ἄξιον ἀπ ὄψεως, ὦ βουλή, οὔτε φιλεῖν οὔτε μισεῖν οὐδένα, ἀλλ ἐκ τῶν ἔργων σκοπεῖν πολλοὶ μὲν γὰρ μικρὸν διαλεγόμενοι καὶ κοσμίως ἀμπεχόμενοι μεγάλων κακῶν αἴτιοι γεγόνασιν, ἕτεροι δὲ τῶν τοιούτων ἀμελοῦντες πολλὰ κἀγαθὰ ὑμᾶς εἰσιν εἰργασμένοι. [20] Ἤδη δέ τινων ᾐσθόμην, ὦ βουλή, καὶ διὰ ταῦτα ἀχθομένων μοι, ὅτι νεώτερος ὢν ἐπεχείρησα λέγειν ἐν τῷ δήμῳ. ἐγὼ δὲ τὸ μὲν πρῶτον ἠναγκάσθην ὑπὲρ τῶν ἐμαυτοῦ πραγμάτων δημηγορῆσαι, ἔπειτα μέντοι καὶ ἐμαυτῷ δοκῶ φιλοτιμότερον διατεθῆναι τοῦ δέοντος, ἅμα μὲν τῶν προγόνων ἐνθυμούμενος, ὅτι οὐδὲν πέπαυνται τὰ τῆς πόλεως πράττοντες, [21] ἅμα δὲ ὑμᾶς ὁρῶν (τὰ γὰρ ἀληθῆ χρὴ λέγειν) τοὺς τοιούτους μόνους <τινὸς> ἀξίους νομίζοντας εἶναι, ὥστε ὁρῶν ὑμᾶς ταύτην τὴν γνώμην ἔχοντας τίς οὐκ ἂν ἐπαρθείη πράττειν καὶ λέγειν ὑπὲρ τῆς πόλεως; ἔτι δὲ τί ἂν τοῖς τοιούτοις ἄχθοισθε; οὐ γὰρ ἕτεροι περὶ αὐτῶν κριταί εἰσιν, ἀλλ ὑμεῖς. 1
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Α1. Αφού εντοπίσετε στη 18η παράγραφο το απόσπασμα που παρουσιάζεται η αντίθεση πάνω στην οποία στηρίζεται και αισθητοποιείται η αιτιολόγηση του κριτηρίου αξιολόγησης του πολίτη σύμφωνα με τον Μαντίθεο, να την αποδώσετε νοηματικά. (Mονάδες: 4) Το απόσπασμα στο οποίο παρουσιάζεται η αντίθεση πάνω στην οποία στηρίζεται και αισθητοποιείται η αιτιολόγηση του κριτηρίου αξιολόγησης του πολίτη σύμφωνα με τον Μαντίθεο είναι το εξής: «τὰ μὲν γὰρ τοιαῦτα ἐπιτηδεύματα οὔτε τοὺς ἰδιώτας οὔτε τὸ κοινὸν τῆς πόλεως βλάπτει, ἐκ δὲ τῶν κινδυνεύειν ἐθελόντων πρὸς τοὺς πολεμίους ἅπαντες ὑμεῖς ὠφελεῖσθε». Σύμφωνα με τον Μαντίθεο οι δικαστές βουλευτές οφείλουν να αξιολογούν τους πολίτες με βάση τις πράξεις τους και την προσφορά τους προς την πατρίδα (το «εἶναι») και όχι την εξωτερική εμφάνισή τους (το «φαίνεσθαι»). Το λογικό αυτό και ηθικό επιχείρημα ενισχύεται, καθώς η αιτιολόγηση του κριτηρίου αξιολόγησης του πολίτη στηρίζεται και αισθητοποιείται με την αντίθεση των ρημάτων «βλάπτει» και «ὠφελεῖσθε» η συνήθεια του Μαντίθεου να έχει μακριά μαλλιά δεν είναι βλαπτική ούτε για το σύνολο των πολιτών ούτε για τον κάθε πολίτη χωριστά, αντίθετα η προσφορά του στην πόλη είναι επωφελής για όλους. Άλλωστε αυτός που με την θέλησή του θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του για την πατρίδα προσφέρει την μεγαλύτερη ωφέλεια, γιατί ωφελεί το σύνολο. Καταλήγοντας, η σκόπιμη και έξυπνη χρήση από τον Λυσία του β προσώπου στη φράση «ἅπαντες ὑμεῖς ὠφελεῖσθε» λειτουργεί δεσμευτικά για ευνοϊκή προς τον πελάτη του απόφαση των Βουλευτών. Α2. Να χαρακτηρίσετε τις παρακάτω περιόδους λόγου ως σωστές ή λανθασμένες: 1. Η αντίθεση των απαρεμφάτων φιλεῖν μισεῖν απευθύνεται στη λογική των βουλευτών. Λανθασμένη 2. Ο Μαντίθεος ακολούθησε το πρότυπο των προγόνων του, οι οποίοι συμμετείχαν ενεργά στα κοινά. Σωστή 3. Ο Μαντίθεος παρουσιάζοντας νέα στοιχεία στον επίλογο ακολουθεί την τυπική μορφή του. Λανθασμένη 4. Ο Μαντίθεος στην παράγραφο 20 χρησιμοποιεί α ενικό πρόσωπο για να δείξει ότι δέχεται την ευθύνη των πράξεών του. Σωστή 5. Η πράξη του Μαντίθεου να μιλήσει σε νεαρή ηλικία στην Εκκλησία του Δήμου ήταν νόμιμη. Σωστή 2
6. Ο Μαντίθεος με την παρενθετική πρόταση «τὰ γὰρ ἀληθῆ λέγειν» επαινεί τον ίδιο, γιατί είναι ειλικρινής. Λανθασμένη (Mονάδες: 6) Β1. Να εντοπίσετε στις 18-19 τα ρητορικά ήθη του Μαντίθεου και των κατηγόρων του. (Μονάδες: 10) Στην παράγραφο 18 ο Μαντίθεος αποδεικνύει την προθυμία, τη γενναιότητα και την τόλμη με την οποία εκπλήρωνε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις («τῶν τοίνυν ἄλλων στρατειῶν ἀναχωρῶν»). Το φρόνημά του είναι υψηλό, ηρωικό και ανυπότακτο, αφού αγωνιζόταν, ενώ οι άλλοι σταματούσαν, και πάντοτε εκστράτευε μεταξύ των πρώτων και αποχωρούσε από τις μάχες τελευταίος. Συνεπάγεται ότι όποιος εκτελεί άψογα τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις θα είναι καλός και κόσμιος και στη διαχείριση των κοινών. Στη συνέχεια δεν αποσιωπά το χαρακτηριστικό της εξωτερικής του εμφάνισης, που θα μπορούσε να προϊδεάσει αρνητικά τους βουλευτές. Ο Μαντίθεος, όπως και πολλοί αριστοκρατικοί νέοι της τάξης των ιππέων μιμούμενοι τους Λακεδαιμονίους, έτρεφε μακριά κόμη. Ζητάει να του αναγνωριστεί η ιδιόρρυθμη εξωτερική εμφάνιση ως δικαίωμα της προσωπικής ιδιωτικής του ζωής και να μην αποτελέσει κριτήριο για τους βουλευτές, όταν θα εκτιμήσουν τον χαρακτήρα του και την ποιότητά του ως πολίτη («οὐκ εἴ τις κομᾷ, διὰ τοῦτο μισεῖν»). Έχοντας το θάρρος της γνώμης του δε διστάζει μπροστά στους βουλευτές που τον κρίνουν να γνωστοποιήσει τις πεποιθήσεις του σχετικά με τα ηθικά κριτήρια που ορίζουν τις αξίες της ζωής, με κίνδυνο μάλιστα να θεωρηθεί ότι κάνει υποδείξεις. Υποστηρίζει ότι οι πολίτες πρέπει να κρίνονται και να αξιολογούνται όχι από την κόμη τους, αλλά από τα έργα, τη συμπεριφορά τους και τη διαρκή προσφορά τους σε κρίσιμες κυρίως για την πόλη περιόδους. Αυτό που τον ενδιαφέρει πρωτίστως είναι να μη θεωρηθεί στο μέλλον ότι κάποτε εξαπάτησε τους βουλευτές, για να επικυρώσουν την εκλογή του. Στη συνέχεια αναφέρεται στις έννοιες φαίνεσθαι (εξωτερική εμφάνιση, παρουσιαστικό, υποκριτικός χαρακτήρας) και εἶναι (πραγματικός χαρακτήρας) και δηλώνει ευθέως ότι η εξαπάτηση από το φαίνεσθαι οδηγεί συνήθως σε αβέβαιες κρίσεις και, το χειρότερο, σε βλαβερές για την πολιτεία αποφάσεις και πράξεις. Αντιθέτως, το εἶναι αποτελεί το μόνο ασφαλές θεμέλιο, για να στηρίξει κανείς τους συλλογισμούς του και για να κάνει τις επιλογές του. Οι άνθρωποι του φαίνεσθαι συνήθως εξαπατούν και βλάπτουν, ενώ οι άνθρωποι του εἶναι τιμούν, έχουν ευπρεπή συμπεριφορά και ευεργετούν («χρὴ τοὺς φιλοτίμως καὶ κοσμίως πολιτευομένους ἐκ τῶν τοιούτων σκοπεῖν τὰ μὲν γὰρ ὠφελεῖσθε»). Συνεπώς, ο Μαντίθεος εκδηλώνει εντιμότητα με τη μορφή της παρρησίας και παράλληλα κατατάσσει τον εαυτό του στους ανθρώπους του εἶναι, ενώ δεν αποκλείεται να υπαινίσσεται ότι οι κατήγοροί του ανήκουν στους ανθρώπους του φαίνεσθαι. Στην παράγραφο 19 που είναι ανακεφαλαιωτική και συμπληρωματική της προηγούμενης οι υπαινιγμοί για τους ανθρώπους του φαίνεσθαι διατυπώνονται τώρα άμεσα. Ο Μαντίθεος υποδεικνύει ξανά 3
στους βουλευτές το κριτήριο στο οποίο πρέπει να βασιστούν («οὐκ ἄξιον μισεῖν οὐδένα»), για να οδηγηθούν σε απόφαση και τους υπενθυμίζει εμμέσως τις ευεργεσίες του προς το κοινωνικό σύνολο («ἕτεροι δὲ τῶν τοιούτων εἰργασμένοι»). Το ήθος των κατηγόρων στις παραγράφους 18 και 19 διαγράφεται έμμεσα από την κατηγορία τους προς τον Μαντίθεο. Τονίζουν υπερβολικά ένα ασήμαντο στοιχείο της εξωτερικής του εμφάνισης και τον κατηγορούν για φιλολακωνισμό, ενώ αποκρύπτουν το βασικό κριτήριο αξιολόγησης του πολίτη, που είναι η συμπεριφορά του προς την πατρίδα. Τους παρουσιάζει ως συκοφάντες που θέλουν να εξαπατήσουν τους βουλευτές και τους κατατάσσει στους ανθρώπους του φαίνεσθαι. Β2. Ο Μαντίθεος στο τέλος του λόγου του ( 21) απευθύνεται στους βουλευτές με δύο ρητορικά ερωτήματα. Να τα προσδιορίσετε και να αναλύσετε τι θέλει να πετύχει με τη χρήση τους. (Μονάδες: 10) Ο Μαντίθεος στο τέλος του λόγου του διατυπώνει το συμπέρασμά του με τη μορφή ρητορικών ερωτημάτων. Το πρώτο («τίς οὐκ ἂν ἐπαρθείη πράττειν καὶ λέγειν ὑπὲρ τῆς πόλεως;») ισοδυναμεί με έντονη κατάφαση. Οι απόψεις των Αθηναίων για τη συμμετοχή όλων των πολιτών στα κοινά είναι φυσικό να παροτρύνουν όχι μόνο τον ίδιο αλλά και κάθε νέο σε ενεργό δράση. Με τον τρόπο αυτό δίνει στην προσωπική του φιλοδοξία να ασχοληθεί με τα κοινά έναν καθολικό χαρακτήρα αποδίδοντάς την τεχνηέντως σε κάθε Αθηναίο πολίτη και μάλιστα θεωρώντας υπαίτιους αυτής της γενίκευσης τους Βουλευτές. Ταυτόχρονα, εγκωμιάζει τους Βουλευτές, οι οποίοι ως εκφραστές του πνεύματος της πολιτείας, υπηρέτες και προστάτες του κοινού συμφέροντος, θεωρούν άξιους πολίτες μόνο αυτούς που ασχολούνται με τις υποθέσεις της πολιτείας και με την ανάλογη στάση τους παρακινούν κάθε πολίτη να ασχοληθεί με τα ζητήματα της πόλεως, προκειμένου να τους παρουσιάσει υπεύθυνους για τις φιλοδοξίες των νέων, να κερδίσει την εύνοιά τους και να δικαιολογήσει τη δική του υπέρμετρη φιλοδοξία ενασχόλησης με τα κοινά. Το δεύτερο ρητορικό ερώτημα του Μαντίθεου («ἔτι δὲ τί ἂν τοῖς τοιούτοις ἄχθοισθε;») ισοδυναμεί με έντονη άρνηση, την οποία και αιτιολογεί. Λέει στους Βουλευτές ότι δεν υπάρχει λόγος να δυσανασχετούν με τέτοιους πολίτες, τους οποίους οι ίδιοι παρακίνησαν με τη στάση τους να ασχοληθούν με τα κοινά, διότι αυτοί τους κρίνουν με τη δοκιμασία και όχι άλλοι. Παράλληλα, τους κολακεύει και εκφράζει το σεβασμό του προς το πρόσωπό τους, αφού τους αναγνωρίζει την εξουσία να κρίνουν τους πολίτες, αλλά και την ευθύνη τους για την ποιότητα των κρινόμενων. Έτσι, προσπαθεί να δεσμεύσει, να προκαταλάβει την ευνοϊκή απόφασή τους, αφού, αν δεν εγκρίνουν την ανάδειξή του στο βουλευτικό αξίωμα, θα είναι σαν να εναντιώνονται στις ίδιες τις αρχές τους. 4
Β3. Να χαρακτηρίσετε τις παρακάτω περιόδους λόγου ως σωστές ή λανθασμένες: 1. Γνώρισμα των ομηρικών ηρώων ήταν μόνο τα κατορθώματα στη μάχη. Λανθασμένη 2. Οι ρητορικοί λόγοι χωρίζονται σε τέσσερις κατηγορίες. Λανθασμένη 3. Δικαίωμα λόγου και ψήφου στην Εκκλησία του Δήμου είχαν όλοι οι γνήσιοι Αθηναίοι πολίτες από το εικοστό έτος της ηλικίας τους, ακόμη και αν τους είχαν αφαιρεθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα. Λανθασμένη 4. Ο επίλογος μπορεί και να παραλείπεται, όταν ο λόγος είναι πολύ σύντομος. Σωστή 5. Ο «Περὶ τῆς Πολιτείας» λόγος του Λυσία είναι δικανικός. Λανθασμένη (Μονάδες: 10) Β4.α. Να αντιστοιχίσετε καθεμιά αρχαία ελληνική λέξη της Στήλης Α με την ετυμολογικά συγγενή της νεοελληνική λέξη της Στήλης Β (στη Στήλη Β περισσεύουν δύο λέξεις). Α ΣΤΗΛΗ Β ΣΤΗΛΗ 1. χρὴ ζ. χρέος 2. σκοπεῖν στ. σκέψη 3. ὄψεως ε. ύποπτος 4. διατεθῆναι β. αποθήκη 5. ἐπαρθείη α. έξαρση (Μονάδες: 5) Β4.β. Να γράψετε μία ομόρριζη λέξη της νέας ελληνικής (απλή ή σύνθετη), για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις του κειμένου (από τις σύνθετες λέξεις του κειμένου να χρησιμοποιήσετε το δεύτερο συνθετικό): ἐξόδους: διεξοδικός φιλοτίμως: έντιμος ἅπαντες: παντοκράτορας 5
ᾐσθόμην: αίσθημα εἶναι: απουσία (Μονάδες: 5) Β5. Αφού λάβετε υπόψη σας το περιεχόμενο του παρακάτω αποσπάσματος από το έργο του Αισχύνη Κατὰ Κτησιφῶντος, 1-2, να εξηγήσετε γιατί ο Μαντίθεος επιχειρεί να δικαιολογήσει την πράξη του ότι μίλησε στην Εκκλησία του Δήμου σε νεαρή ηλικία. «Βλέπετε βέβαια, άνδρες Αθηναίοι, την προετοιμασία και την παράταξη δυνάμεως (των αντιπάλων), πόσο μεγάλη έχει γίνει, καθώς και τις παρακλήσεις στην αγορά, τις οποίες κάνουν μερικοί, για να μη γίνονται στην πόλη τα νόμιμα και τα δίκαια εγώ όμως έχω έρθει έχοντας εμπιστοσύνη πρώτα στους θεούς, έπειτα στους νόμους και σε εσάς, επειδή πιστεύω ότι καμιά προετοιμασία δεν έχει μεγαλύτερη επιρροή πάνω σας από τους νόμους και τα δίκαια. Ήθελα ωστόσο Αθηναίοι, να διευθύνονται σωστά από τους προέδρους (τους) και η βουλή των πεντακοσίων και οι συνεδριάσεις της εκκλησίας του δήμου και να εφαρμόζονται οι νόμοι που θέσπισε ο Σόλωνας σχετικά με την ευπρέπεια των ρητόρων, για να ήταν δυνατό πρώτα στον πιο ηλικιωμένο από τους πολίτες, όπως ακριβώς οι νόμοι ορίζουν, αφού παρουσιαστεί με ευπρέπεια στο βήμα χωρίς θόρυβο και ταραχή να συμβουλεύει από την πείρα του τα άριστα για την πόλη, και έπειτα πια να εκφράζει τη γνώμη του και όποιος θέλει από τους άλλους πολίτες ανάλογα με την ηλικία του χωριστά και για καθένα επιμέρους ζήτημα γιατί έτσι νομίζω ότι και η πόλη θα κυβερνιόταν άριστα και οι δίκες θα ήταν παρά πολύ λίγες». (Μονάδες: 10) Σύμφωνα με τον ομιλητή του παράλληλου κειμένου, για να λειτουργεί άριστα η αθηναϊκή δημοκρατία και για να εκλείψουν οι δίκες και οι εμφύλιες διαμάχες, πρέπει στις συνελεύσεις του λαού να τηρείται σταθερά η νόμιμη διαδικασία που είχε καθιερώσει ο Σόλωνας και κάθε πολίτης με τη σειρά της ηλικίας του και με ευπρέπεια να προτείνει τα συμφέροντα για την πατρίδα. Σύμφωνα με το νόμο του Σόλωνα δικαίωμα αγόρευσης στην Εκκλησία είχαν μόνον οι Αθηναίοι πολίτες άνω των πενήντα ετών και οι μεγαλύτεροι αγόρευαν πρώτοι. Το προνόμιο αυτό της ηλικίας στο δεύτερο μισό του 4 ου αι. π.χ. καταργήθηκε, και όλοι οι πολίτες από είκοσι χρόνων και άνω μπορούσαν να μιλήσουν. Γενικά πάντως οι νέοι απέφευγαν για λόγους ευγενείας να λάβουν πρώτοι τον λόγο, γεγονός που θα δημιουργούσε και τη δυσαρέσκεια της κοινής γνώμης και των οπαδών του νόμου του Σόλωνα. 6
Επομένως στην εποχή του Μαντίθεου η συγκεκριμένη άποψη έχει ξεπεραστεί ως αναχρονιστική οι ορθές προτάσεις και η ικανότητα για τη διαχείριση των κοινών δε διαμορφώνονται με το πέρασμα του χρόνου, αλλά με την ουσιαστική ενασχόληση με τα πολιτικά ζητήματα, τη συζήτηση, την πολιτική ωριμότητα των ατόμων και το πραγματικό ενδιαφέρον και την αγάπη των πολιτών για την πατρίδα τους. Η δυσαρέσκεια όμως που ένιωσαν ορισμένοι, επειδή ο Μαντίθεος μίλησε στην Εκκλησία του Δήμου σε πολύ νεαρή ηλικία, αφορμάται από το κατάλοιπο στην ψυχή ορισμένων του νόμου του Σόλωνα. Έτσι, ο Μαντίθεος παραδέχεται με ειλικρίνεια ότι μίλησε στην Εκκλησία του Δήμου σε πολύ νεαρή ηλικία και προσπαθεί να δικαιολογήσει τον εαυτό του λέγοντας ότι αναγκάστηκε να το κάνει, γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος να υπερασπιστεί τον εαυτό του και τις υποθέσεις του, και επομένως η αγόρευσή του εκείνη ήταν επιβεβλημένη. Ξεπέρασε πράγματι σε κάποιο βαθμό το μέτρο, επειδή και οι πρόγονοί του είχαν ενεργό συμμετοχή στα κοινά και έντονη παρουσία στην Εκκλησία του Δήμου (επομένως ακολούθησε την πολιτική παράδοση της οικογένειάς του), αλλά και επειδή ο ίδιος επιθυμούσε την πολιτική δράση. Καταλήγοντας, επισημαίνει ότι και οι ίδιοι οι βουλευτές, ως εκφραστές του δημοκρατικού πολιτεύματος, για να θεωρήσουν έναν πολίτη άξιο, βασίζονται στο πόσο αυτός ενδιαφέρεται έμπρακτα για τα κοινά και αν με παρρησία λέει δημόσια και υπεύθυνα την γνώμη του. ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο ρήτορας επικαλείται τη γνώμη του Σόλωνα για να αποδείξει ότι αυτοί που παραποιούν τους νόμους διαπράττουν σοβαρότερο αδίκημα από τους παραχαράκτες των νομισμάτων. Βούλομαι τοίνυν ὑμῖν κἀκεῖνο διηγήσασθαι, ὅ φασί ποτ εἰπεῖν Σόλωνα κατηγοροῦντα νόμον τινὸς οὐκ ἐπιτήδειον θέντος. λέγεται γὰρ τοῖς δικασταῖς αὐτὸν εἰπεῖν, ἐπειδὴ τἆλλα κατηγόρησεν, ὅτι νόμος ἐστὶν ἁπάσαις, ὡς ἔπος εἰπεῖν, ταῖς πόλεσιν, ἐάν τις τὸ νόμισμα διαφθείρῃ, θάνατον τὴν ζημίαν εἶναι. ἐπερωτήσας δ εἰ δίκαιος αὐτοῖς καὶ καλῶς ἔχων ὁ νόμος φαίνεται, ἐπειδὴ φῆσαι τοὺς δικαστάς, εἰπεῖν ὅτι αὐτὸς ἡγεῖται ἀργύριον μὲν νόμισμ εἶναι τῶν ἰδίων συναλλαγμάτων εἵνεκα τοῖς ἰδιώταις εὑρημένον, τοὺς δὲ νόμους [ἡγοῖτο] νόμισμα τῆς πόλεως εἶναι. δεῖν δὴ τοὺς δικαστὰς πολλῷ μᾶλλον, εἴ τις ὃ τῆς πόλεώς ἐστι νόμισμα, τοῦτο διαφθείρει καὶ παράσημον εἰσφέρει, μισεῖν καὶ κολάζειν, ἢ εἴ τις ἐκεῖν ὃ τῶν ἰδιωτῶν ἐστιν. προσθεῖναι δὲ τεκμήριον τοῦ καὶ μεῖζον εἶναι τἀδίκημα, τὸ τοὺς νόμους διαφθείρειν ἢ τὸ ἀργύριον, ὅτι ἀργυρίῳ μὲν πολλαὶ τῶν πόλεων καὶ φανερῶς πρὸς χαλκὸν καὶ μόλυβδον κεκραμένῳ χρώμεναι σῴζονται καὶ οὐδ ὁτιοῦν παρὰ τοῦτο πάσχουσιν, 7
νόμοις δὲ πονηροῖς χρώμενοι καὶ διαφθείρεσθαι τοὺς ὄντας ἐῶντες οὐδένες πώποτ ἐσώθησαν. Λεξιλόγιο τίθημι νόμον = προτείνω νόμο εἰσφέρω = θέτω σε κυκλοφορία (για νόμισμα) παράσημος = κίβδηλος διαφθείρω = παραποιώ Δημοσθένους Κατὰ Τιμοκράτους, 212-214 χρῶμαι ἀργυρίῳ κεκραμένῳ πρὸς χαλκὸν καὶ μόλυβδον = χρησιμοποιώ νόμισμα ανάμεικτο με χαλκό και μόλυβδο ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Γ1. Να μεταφράσετε το παρακάτω απόσπασμα από το κείμενο που σας δίνεται: «Βούλομαι τοίνυν ὑμῖν κἀκεῖνο θάνατον τὴν ζημίαν εἶναι». (Mονάδες: 10) Θέλω λοιπόν να σας διηγηθώ και εκείνο, που λένε ότι κάποτε είπε ο Σόλωνας όταν κατηγορούσε (κατηγορώντας) κάποιον που πρότεινε νόμο ακατάλληλο. Λέγεται δηλαδή ότι αυτός (ο Σόλωνας) είπε στους δικαστές, αφού εξάντλησε τις άλλες κατηγορίες (του), ότι υπάρχει νόμος σε όλες ανεξαιρέτως, σχεδόν, τις πόλεις, αν κάποιος παραποιεί το νόμισμα, η τιμωρία (του) να είναι θάνατος. Γ2. Πώς τεκμηριώνει ο Σόλων την άποψή του ότι ο νόμος έχει μεγαλύτερη σημασία από το χρήμα; (Mονάδες: 10) Σύμφωνα με τον Σόλωνα, αφού η σημασία των νόμων είναι θεμελιώδης για την ύπαρξη της πόλης κράτους, είναι αυταπόδεικτο ότι όποιος επιχειρεί να τους καταστρέψει, στην πραγματικότητα υποσκάπτει τα θεμέλια της πολιτείας και επιβουλεύεται την κοινωνική ευδαιμονία. Επομένως, και η τιμωρία του πρέπει να είναι ανάλογη με το έγκλημά του, δηλαδή θάνατος. Στη συνέχεια, αφού οι δικαστές έχουν συμφωνήσει με την άποψή του, ο Σόλωνας αιτιολογώντας την πρότασή του αναφέρει ως παράδειγμα τα αυστηρά μέτρα που παίρνουν όλες οι πόλεις για την προστασία του νομίσματός τους, ενός μέσου που εξυπηρετεί τους ιδιώτες στις συναλλαγές τους. Αντίθετα, ο νόμος δεν είναι ιδιωτική υπόθεση, αλλά θέσπισμα της πολιτείας και εξυπηρετεί το σύνολο. Επομένως, έχει 8
μεγαλύτερη σημασία από το χρήμα («ἐπερωτήσας δ εἰ δίκαιος αὐτοῖς εἴ τις ἐκεῖν ὃ τῶν ἰδιωτῶν ἐστιν»). Ως ασφαλή απόδειξη των παραπάνω ο Σόλωνας αναφέρει ότι πολλές πόλεις νόθευσαν το νόμισμά τους, αλλά δεν έπαθαν τίποτε, ενώ όσες παραποίησαν τους νόμους τους ή εφάρμοσαν άλλους επιβλαβείς καταστράφηκαν («προσθεῖναι δὲ τεκμήριον οὐδένες πώποτ ἐσώθησαν»). Γ3.α. Να γραφεί ο ίδιος τύπος των παρακάτω συνεκφορών στον άλλο αριθμό: ἁπάσαις ταῖς πόλεσιν: ἁπάσῃ τῇ πόλει τῶν ἰδίων συναλλαγμάτων: τοῦ ἰδίου συναλλάγματος νόμοις πονηροῖς: νόμῳ πονηρῷ (Mονάδες: 6) Γ3.β. ἐπερωτήσας, ἔχων, ἡγεῖται, δεῖν: να γραφεί το β ενικό πρόσωπο της οριστικής παρατατικού στη φωνή που βρίσκονται οι ρηματικοί τύποι. (Mονάδες: 4) ἐπερωτήσας: ἐπηρώτας ἔχων: εἶχες ἡγεῖται: ἡγοῦ δεῖν: ἔδεις Γ4.α. Να χαρακτηρίσετε συντακτικά τους παρακάτω όρους: διηγήσασθαι: τελικό απαρέμφατο, αντικείμενο στο ρήμα βούλομαι τὴν ζημίαν: υποκείμενο του απαρεμφάτου εἶναι, ετεροπροσωπία τοῖς ἰδιώταις: δοτική προσωπική του ενεργούντος προσώπου ή του ποιητικού αιτίου στο εὑρημένον τῶν πόλεων: ονοματικός ετερόπτωτος προσδιορισμός, γενική διαιρετική στο πολλαὶ φανερῶς: επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο χρώμεναι 9
πώποτ (ε): επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο ἐσώθησαν (Mονάδες: 6) Γ4.β. «ὅτι νόμος ἐστὶν ἁπάσαις, ὡς ἔπος εἰπεῖν, ταῖς πόλεσιν, θάνατον τὴν ζημίαν εἶναι», «εἰ δίκαιος αὐτοῖς καὶ καλῶς ἔχων ὁ νόμος φαίνεται»: να χαρακτηρίσετε τις παραπάνω προτάσεις ως προς το είδος τους (μονάδες 2) και να επισημάνετε τον συντακτικό τους ρόλο (μονάδες 2). (Mονάδες: 4) ὅτι νόμος ἐστὶν ἁπάσαις, ὡς ἔπος εἰπεῖν, ταῖς πόλεσιν, θάνατον τὴν ζημίαν εἶναι: δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση κρίσεως, καταφατική. Λειτουργεί συντακτικά ως αντικείμενο στο απαρέμφατο εἰπεῖν (το 2 ο του κειμένου). εἰ δίκαιος αὐτοῖς καὶ καλῶς ἔχων ὁ νόμος φαίνεται: δευτερεύουσα ονοματική πλάγια ερωτηματική πρόταση κρίσεως, καταφατική, ολικής άγνοιας, απλή. Λειτουργεί συντακτικά ως αντικείμενο στη μετοχή ἐπερωτήσας. 10