ΕΝ ΖΑΚ,ΤΝΘΩι 14 ΙΟΥΝΙΟΥ 1887. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ I. Γ.ΤΣΑΚ ΑΣΙΑΝΟΣ. ΕΤΟΣ Α '. Τόμ. Β'. -^ΒΠΕΡΙΕΧΟΜ ΕΝΟΝ ^ _ Φυλ. 1Δ'. ΑΡ1Θ. 40 οιήσεις: Αίμ. Ραγχαβή, Πανα, Βιργινίας Εΰχγγελί8ου, Παπαρηγοπούλου, ιτηλιωτοπούλου,, Αασχαράτου, Μάτεσι, Παλαμα, Καμπα, Πολέμη, Αουζη, Αάντς, Γρυπάρη.==Φωσχόλου,' Ορτις^Γ. Κ. Σφήκα Ιούλιος Τυπάλδος ύπό Σ. Δί-Βιάζη. ΑΙΜΓΛΙΟΥ ΡΑΓΚ ΑΒΙΙ 1ΙΟΘΕΝ Η Λ ΤΠΗ Τ Η Σ ΚΑΡΔΙΑΣ ΜΟΥ ΑΦ1ΕΡΩΣΙΣ Δι ήν οί πιώτοι μου χαλιλοί, οί πρώτοι της αγάπης ή!> αντήχησαν πότ έν έμοί, καί ούτοι έν στοογη δερμη οι πρώτοι συντεδέντες στίβοι! -Σέ ξνίνην χώραν μιά φορά νά περπατήσω βγήκα. Ο ήλιο; πάει νά σβυσ6 75, καί τρέμει νά ξεκουρζσδνί εί; τή;^ δροοιόσ; τήν γλύ/.se. Στον δρόμον δπου πήγαιν *, κοντά στά χαμοκλάοιχ, μιά κόρη κάθουνταν χλωμή, οτο χέρι βάσταζε ψωμί, κ ενα καλάθι άχλάδ* α. Νά τήν ΐδώ πλησία**, τ ί; είπχ «Καλή σπε'ρα. Πτωχό μΐ/.ρό μου, τί βαστ2 ; ; Το καλαθάκι ποϋ τό π?,ί ; Πώ; σ αφηο ή μητέρα:» 1\1έ κύτταζεν ή θλιβερή με δακρ*σμένο μάτι* a H μ.άνκ μου κοιμδίτ έκεϊ*. Στήν γ ί τ ijv έβαλαν κακοί, καί οέ ψυχ?ό κρεββάτι. Αί. r : t"
Π 0 ΙΙΙΤ ΙΚ 0 2 ΑΝΘΩΝ Καρπού; πηγαίνω γιά τού; δαο. Ά χ! πώ; φοο»3μ«ι πείναν, Μούπαν αύτή θά βηχωθ 71 τήν νύκτα κχί 0ά του; γευθνί' Μόνον ^αύτοί μοΰ μεΐναν. Τ ιά μιά δραχμή στή φυλακή έβαλαν τόν πατέρα. Δέν βρήκα πούπετα καρδιά νά τρέφη άγάπη στά παιδιά ποϋ ζοΰν χωρί; μητέρα. Σ τά σκοτεινά ώ; ποΰ νά βγή θανά την περιμένω. Μαζύ τη; νάλθω θά τή; πώ σάν πρίν, γιά νά τήν άγαπώ, σάν πρίν 'νά τήν ζεσταίνω.» «ΤΙήναιν έκεΐ," παιδάκι μου, ποΰ δέν γνωρίζουν πόνο,; γιατί στήν γ ίν μα; τή σκληρή ποτέ χαρά δέν θέ νά βρ $ τό ορφανό, τό μόνο.» Ά π οταν επερπάτησα μόνο; στήν ξένη χώρα μαύρη χαράχθηκε γραμμή εί; τήν καρδιάν μου, κι αφορμή μ έμεινε λύπη; τώρα. Ί 8 73 - ΟΟΟΟ^ΟΟΟ^ Η Λ ΥΠ Η Μ ΕΝΗ ΚΟ ΡΗ Τό μαΰρο εξαπλώθηκε ; τον ούρανό μαγνάδι Τ -il; νύχτα; χλωμά έφεγγαν τ αστέρια καί ή φύσ» Ή σ υ χα έχοιμότουνε, σάν άδολη παρθένα. Ούτε άνεμου φύσημα ακούεται ; τά δάσίχ Ούτε άηδονιοΰ κ ελ ά δ ψ * τού; κάμπου; άντηχάίΐ* Μί* μονάχη άγρυπνη τήν κάμαρά τη; μένει. Αναστενάζει* οδύρεται* άνάπαψι δέν βρίσκει* f Ξέπλεγα εί; ταί; πλάται; τη; πέφτουνε τά μ»λλιά τη ;, Κ* έ'χει γυμνά τ ά στήθια τη;, ποΰ ή λύίιη κατατρώει; ΙΙούθενε έγεννήθηκε άπ* τήν καρδιά τη; τέτοι* Π ληγή.διατί μαραίνεται;... Τό φίλο τή; καρδιά; τη; "Εχασε* τόν έφοόνεσε ό χάρο; καί τόν πήρε. Τ ά 'σ τέφ α να ήσαν ί'-βιμα καί ό παπά; ντυμένο;.. Μά ό χάρο; είναι «ο π λχγχνο;, κανένα δέν λυπάται!.* 17ΑΝΑΠΩΧΠ2 I I ANAS Κάθε κυμα παφλάζον, Κάθε πνενμα στενάζον Τοϋ ζεφύοο'ΐ, με ρίπτ' εί; όνείοου;" Κ ή ψυχή έν έκστάσει, Μέ τα άστρ άνταλάσσει Ασπασμού; άρραβώνος θυιχ,ήοου;. ΠΡΟΣ ΣΕ * ΔΗΜ. Π Α Π Α ΡΡΗ ΓΟ Π Ο Υ ΛΟ Υ ΜΑΤΑΙΟ ΓΗΣ ΜΑΤΑΙΟΤΗΤΩΝ Τών κυμάτων ό ρόθο;, Τών παλμών \ μου» ό πόθο;, 7 Μοί λαλοΰν μυστικά τ όνομά σου* Κ ενώ αίοομ ευδαίμων 'Σ τά πτε5ά τών άνεμων, Η γή πάλιν μέ σύρει σιμά σου! ΒίΡΓΙΝΙΑ Π. Ε ταγγεαιλο τ Μ αταιότη;! λέγουν οσοι κόπτοντε; ύπο τό γήρα;, T-7i; νεότητο; θονοΰσι τήν άκμαίαν ηλικίαν Καί τά σκωριώντα ότϊλα παοατάττοντ ε; τή; πείρα;, Τήν σταγόνα V/5; πικρία; ρίπτουσιν εί; τήν καρδίαν. Τ ί; τοΰ εαοο; δέν δρέπει τά εύώ^ηάνθη μόνον, Επειδή μακρόθεν^ερπει ποοσεγγίζων ό χειμών ; Τί; τό πεπρω μένον ψ ϋχο; π ρολα μ βά νοντε; τών χρόνων Ν ά μ ή δρέψωμεν τό έαρ τώ ν ολίγω ν μ α ; ς-ιγμών ; Είναι ονειρον ό^,βίο;* άλλά τ ονειρον ε/.εΐνο Κάλλιαν γλυκύ ά; ήναι καί μέ ρόδα α; κοσμηταί* Συνεχοΰ; οδύνη; μάλλον σύντομον χαρκν προκρίνω* Λησμονεΐται η^οδΰνη, ή χαρά δέν λησμονεϊται. Μ αταιότη; ό άφρίζων έν τώ ποτηρίω οΐνα;, Μ αταιότη; καί τά χείλη τά διψώντα ασπασμών ; Ά ν πραγματικότη; ήναι εί; τήν γτίν αύτήν ό θρήνο;, Α; κενώσω τήν φβάλην, τήν απάτην προτιμών. 'Όταν θίελλαι καί νέφη, οταν θλίψε*;ηκαί πικρίαι Κάμψωσι τό σώμα τοΰτο παρά τή εσχάτη κλίνη, Τό ώχρόν θά πέμπουν φώ; των αίφυγούσαι ευτυχία'., *Ώ; αναπολεί, τήν^λάμψιν τοΰ ήλιου'ή σελήνη. Μή διώ<,ωμεν ματαίω; τήν ποικίλην χρυσαλλίδά Ή τ ι ; περιϊπταμένη προκαλεΐ τόν στεναγμόν, 6 2 7
i ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΑΝΘΩΝ Ας αφηβωμεν v i jr«ίρν; τήν έκφεύγουσαν ελπίδα ^Ανθη δρεπουσι^τό έαρ, καί ελπίζει ό χειλών. Παρατείνεται ή λάμψις τοϋ εχλ«(ψ»ντος ήλιου Οταν διαυγής ώπλοϋται ev -τ 7ι δύσει ό όριζων Διατί σωρεύων^νέφη είς τόν ουρανόν τοϋ βίου Nat γηράσω παρακαίρως τήν νεότητα σκοτίζων ; Μκταιοτης! *αλλα είναι ί) παιδεία tj αταιότης" Ι εύδη όπισθεν γριφώδους όχυρούμ,ενα σκηνίς Θέλει έρωτα καί μέθην, θέλει^λην ή$νεότης, Είναι άληθώς ωραία ή μορφή τη; ήδονης. Πριν ή υπαρξις μας πέσνι είς τήν δίνην των αίώνων Και ο ορκο;^με αλυσσεις σι ηρ&; μ#ς περιβάλγ), Από της Στυγά{ τάς ό χθας δρέψωμεν ^αράν κάν μόνον^ 11ε'ραν δεν_υπάρχει πλέον ή τοϋ έρωτος αγκάλη. Oj*v φίλημα προτείνν) ή πορφύρα τών Γχειλέων» Κ έ'ογκούμενα τά στήθη ερωμένης άγαστίς Ποοκαλοϋσι πε^ιπτύζεις> ονειρον δέν είναι πλέον, Μ *ταιότηςγδέν θά εϊπ-ρ καί ό Εκκλησιαστή.;» Ώ! ήθελα τό δρόμο σου γλυκά νά τον μυρόνω Μέ τά ( δικό μου μύρο, Καί τ έπ αλα φτεράκια σου σφικτά νά τά καρφονω Σ τά φύλλα μου τριγόρω. Τοϋ κάκου! παραΐτεΐς έσύ κρυφά τήν αγκαλιά μου- Καί φεύγεις ς άλλα μερ'α, Καί βλέπω γιά παρηγοριά μονάχα τη σκιά μο^ Σάν μέ κουνεΐ τ άγερι. Πετ&;, πηγαίνεις, έρχεσαι καί' ξαναφεύγεις πάλι, Σ τόν ήλιο φτερουγιζ-ις, Μέ βρίσκεις όλο ίΐίκρυα είς τ ί ; αύγίς τά κάλλη, Σ έμενα σάν γυρίζεις. * * Ώ, βασιληά μου, άν μ 4γ*π $ς, αν Οέλγς τν» ζωή μου» "Ελα σιμά ριζόσου, ΓΗ βάλλε μου αγγελικό φτεροϋγι ς τό κορμί μου Ν ά μοιχζο τό 'δικό σου. * Α ΝΘ Ο Σ καί Ψ Γ Χ Η Έν Πειραιεΐ 1887 ΑΝΤΩΝΙΟΣ. 2. ΣΠΙΙΛΙΩΤΟΠΟΐΛΟΣ- VI (ΚΑΤΑ ΤΟΝ Β. 01ΤΚΩ) πεταλούδα έλεγε, άπό καϋμό γεμάτο "Ενα φτωχό λουλοΰδι: I ιά ί5ες τ ίς τύ)της τό γραφτό εγώ κρατιέμαι κάτω^ 2 ΰ φεύγεις άγγελοϋδι. Καί ό'μ«ς άγαπιώμαστε τόσο) πολΰ τά δυό μας Καί μοιάζω έγώ μέ σένα, * Σάν νάμαοτ άνθη καί τά δυό,!σάν νάτανε γοαφτό μ*$ Ν ά ζοϋμε ενωμένα. Αλλοίμονο! μοίρα σκληρή 1 αιώνια 'μϋς 'δέρνει. Χωρίζει τών ά π τάλλο,» Ρ., ' 5, C>tj.i'rz με κρατεί ή γη, εσενα συνεπέρνει Τ αγέρι τό μεγάλο. 62-8. u. J ΑΝΛΡΕΑ Κ1Σ ΤΟΝ ΛΑΣΚΑΡΑΤΟΤ ΕΡΩΤΑ Έ ρω τα, ο. θές νάν τ α /ω μ ε καλ > 92 Tb σ π η τια ο υ να [χη {/.αταπατησγις. ^, *, Λ ΐ ποα στο λέω* x t α Οέλτ,ς ν χ μ ε αφησνμ \Α ναπα;χένον, π ί ε ι ττολυ κ χ λ χ. Έ γώ ιλ έκαψε ή πρώτη ^ κουμπαρία, Κι' άν έσύ τώρα δέν _ άποφ*σί«ης Τίά π?ΐς στ!> Αιάολ» καί νά μή γυρίσης, Ο ίρτωμε κχμμιά μέρα 5τ α χοντρά. Γ^ά δαΰτο νά μ* λ ίττγ)ς, κουμπαρόζουλο Μή σοΰ μαίήσω έκεινε; τσή _φτεροΰγες, Κ αί σε κάμω νά σκούζπί σα γαλοπουλο, Καί νά τ ρ έ/η ; κουτσόφτερο _ ς τσ.ή ροΰγις. Κ εκείνες τσή σαΐτες οκοΰ^ φέρεις^ ^
ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΑΝΘΩΝ S ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ II Υ ΣΤ Ε ΡΝ Η ΜΑΤΙΑ Τ Η Σ Οταν χτυπούν τά κύματα Λγάλΐχ ; τ ακρογιάλι Κα'. ο! αφροι που χύνονται Μέσα ς την άμμο αβύνονται, Λχ! τότε ; την Ολόδροση Τ ί; θάλασσα; άγκάλη Η μαύρη μου καρδιά ποθεί Νά πέσ/) ν' άποκοίμηθί). Μ άβ 7εΐ ς τον όλόσχιστο Τό βράχο νά προβαίνω, Κ εύθϋ; νά πέσω, νά χαθώ ^ Ms σ ; τ ί; θαλά-,ση; τό βυθό K it βλέπω τότ ε πάνω {/.ου Τά πέλ αγο κλεισμένο, Και βλεττω βάθος οιοτεινο Κ ι α ι uε (J utx ω τον ουλάνο Κ εΰθϋ; τά κΰμα βγαίνω. Μ αρεσει με ; τή θάλασσα Νά πέφτω, να ξαπλώνω, Νά χάνεται τό μάτι μου Σ τ απέραντο κρεββάτι μ&υ! 0αρρί5 ςέ κόρη; αγκαλιά' πώς άπλώνω 'Οταν άγαλμα τά κουνώ Μέσ ς τό νερό τό γαλανό. Καί τά δροσάτα στήθεΐα τϊι; Ωμορφοστολίσμένα Άπό τόν κάτασπρον άφ2ο Με κάθε κίνημα ελαφρά θαρρείς πώ; άνασαίνουνε Δειλ^ και τρομαγμένα, Σά νά κοιμούντανε γλυκά Σ τα στρώματα τά μαλακά) Σάν νά'τανϊ παρθένα. Καί ό ταν μέσα ; τό νερό Ιό πρόσωπό μου βρέχω Καί μέ συχνά βουτήματα,ν V0,f*sct ίαέσ «τ ά κύματα, *^άν τό δελφίνι του γιαλοϋ Περνώ, Ρπερνώ καί τρέχω Κ*1 πέρα βρίσκομαι μέ μιά " τη; θάλασσα; τή * ερημιά K δταν καί πάλι '; τον άφρά ώχτγλω^ω κουοα συιένο; Και ς τοϋ τυελάγου tvjv ocjxyj Αφγ)^ω μόνο τό κοοίλΐ. V ' ^, ι * οοοσερο προσκέφαλο, τό κΰμα ακουμπισμένο;, Κ α ι βλέπω μόνον ούοανό Κ είμαι άπό χ ρ ώ μ α 'γ α λ α νά Περιτριγυρισμένος, Ίά κυματάκια πού άπερνοϋν Καί φεύγουν ένα ενα ^2 τ αύτιά μου ψιθυρίζοννε _Σ* νά με νανουρίζουνε, Λόγία^κρυφά, γλυκού; «κοπού;, Τραγούδια μαγεμμέν α, Κι άφοϋ γιά μια στιγμή ς-αθοϋν Ιΐ2νε ;τού;βράχου; νάσβυσθούν. Κι οσο I αλά,ιο κυττάζω γύρω μου το χρώμα, Κι οσο τά βλέμματα κινώ, Μέσ τό απέραντο κενό, θαρρώ πώ; είναι σύννεφ0 Τό μαλακό μου στρώμα, Καί πώ; άύτό πετ<2, πετιζ Με πάει ςε μέρη ποθητά Πρό; τ οΰρανοϋ τό δώμα. Ό τ α ν -ί) δόλια ή μάνα μου τον κόσμο π αρ αιτούσε, Μ έπνιγαν κ1 έγονάτισα, μικρά > υ λ ί, μπροστά αϊΐ; T/)v τελευταία τη; πνοή ό Χάρο; έρρουφουσε, Κ εμtvs μόνο θλιβερή, οάν κάτι νά ζητούσε, II υστερνή ματιά τη ;. Ν ά σβύση δέν την άφχνε σά φώ; «πο καντύλι, Προτοϋ τί;" εΰρει μΐά φωλιά νά μοιαζ? τη φωλιά τ /),. Σ άλλη καντύλα ήθελε τά φώ; τ /); ν το στ«ι,, Καί ίΐρθε μέσ* τά μάτια μου και πάλι ν α/ατει ρ 'Η υστερνή ματϊά της. Καί" άπό τότε δ,τι θωρώ, καί \ ί,τν σταματήσω Τά κουρασμένο βίίμά μου, πικρί; i«oy" Yi ' 'Σάν μάνα θά τ αγκαλιαστώ καί θά το αγαπήσω, Γ-,ατ είνε μέσ τά μάτια μου, 6σω νά ξεψυχήσω, Ή υστερνή ματιά τη; # ΚΟΙΜΗΣΟΥ Π Α Λ Ι Κ.Ω2ΤΗΣ) IIAAAMAS Κοιμώτανε ατάραχη **' ιαου 5ρά > έοα πέρασε; έσύ, νεράιδα, ίμπροστα μου Κ εξύπνητε, ο*ου ποτέ νά μην ειχε ξύπνησα, Αφοϋ ό ηλι*; ίτα νε μιά νάβγ / καί να ο*,στ,. «Ηλ,ος έσύ ; ΑΓ, ί φτωχής γιά ήλιο σ* ειχε πάρει, 'Σάν φέγγη τά μεσάνυχτα ολοφωτο φεγγάρι, Ετσι γελιέται τά πουλί κάμμιά φορά κι «ρχιζεί Ν ά κελαδί, μά γρήγορα τό λάθο; του γλωριςει. κ. ρμ % * * «., f * 9* * * * * Ή λ ίο ; μιά μέρα αληθινό;, τωρα κοιμήσου παλι. ΤΑ ΔΤΟ Ρ Ο Δ Α?ί. Γ. ΚΑΜΠΑΣ 650 Α Ν Τ Ω Ν. Σ. ΜΑΤΕΣΙΣ Σ τόν κ ίπό τη; τριανταφυλλιά ροδοστεφανωμ^ν) Κάθε πρω^ τήν χοαρετ* μέσ ; τή δροσ,ά λουσμένη. Έ π ί γ ε χθές αΰγά,-αΰγ-fl τά ρόδα νκ [ΐετ?ησ /ι *3 1 «
ΠΟΙΗΤΙΚΌΣ Και εσκοψε τ ή ν κ» *} * \ Τόσω πολύ ε τ α ι ^ ΐ α ν τα*1. - * 8" T : πε3ά ε'νωί*εν«, - * *. «* Ι : : : ί ζ»,,, Ι Ω Α Ν Λ Ή 2 Π Ο Α Ε Μ Ι Ι Σ. Λ ΝΘ Ω Ν ΜΗ ΠΤΔΙΩ ; «Τί μ ίρωτά;, πώ; σ άγαπώ ; Πώ; ρ. έρωτα; τ ί έχω χκί μένω οπου μένει; σΰ χαί δπου τρέχει? τρέχω ;! ΜΫ βλάπτει άν σ αγάπησα Κι άν σ άγαπω μή βλάπτει, τά στήθη σου, άν, άληθώ;, ό ερω; δέν άναπτιι ; Τί δέ αν εγώ καίωμκι, άφοΰ εσέ δεν καίω ; Τί, πρό; εσέ ; Καί τί ζητεί; τόν πταίοντα ; Μή πται'ω ; α ι ο ν τ ς ι ο τ Γ Ρ Τ Π Α Ρ Η Ε υ γ ε μ ο ς Λ α ν τ ς ΕΙΣ ΤΟΝ ΨΥΛΛΟΝ - I -Μ ε τολμηρέ χαϊμένε, Απονε χαί διεστραμμένε, Λ, Τ?έ^ «xati βυζαίνει; * «^ απόκρυφα χορταίνεις * W» Ι - I :, «,» *. λυπ^ α ι νά τσιμπά; rpacyo W Τ * ν* 9? 1 ; Ιετα,α νε,ά να λ α χ τ α ρ ίζω 1,.^ /ΐγωνν)ί, νά βουρλιζη;. Δέν ποϋ κάθε στάλα ν Π ΰ ί * * ««, Φιλομένν,, 7. κ, ε τί μ&ναχή ειν αυτο ιποΰ σέ μαοαίνει Δ *ν διψ?ί Ε χ ε ι ε ς ο δ α Γ μ ι γ ά λ α, «ιν«ί το πολύ ά g. Κ ««γ ι α τ ο ΰ τ ο ε ίν α ι Μ? < ; Β δ ε λ υ γ μ έ τ 0 ϋ ζ ω ϋ ^ ώ ν ε, Ι Ι ο ΰ ε ν ο ν λ ε ΐ ; τ ό π η V 6 Θέ * 5 * Γ 0 * ρ,,0πίίω νά τσ,μ ^ οτί;, Ε ι; τα νυχ,α μο ^ νω "" ΙΓΤΙΠγπτ ι ~~» I * * " * «0 β ν α να» I *m p «' έξ Λ π,; κ ι διν ^ ν βλετ:εΐ; μ ρ ^Μ Α ΤΙΟ Ν ΕΚ ΤΗΣ ΚΤΚΕΩΝΙΑΔΟΣ χαί Σύ j νά γ /1?βνί,ί ν _ -? ποτε Χ«ρά. f W'.,T 4,ί Ί υ νά μάσση;, Π ι / 0 ^λ*στγι εύμορφα. ΥΠΟ ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΛΟΥΖΗ, * δΰ σέ 6ελίΐ, Αλλα Σΰ μ<2; άπωίεϊς, ««I κρυφό τό γλυκό μ έλί τη μέλισσα κρατείς... Πλήν 4 αοτά τά πυκνά W / J Κάποιο ^ χερι 6ά εόρεθ ^, Που το μέλι σου 0ά μά'ασν;, Μέλισσα μου ζηλίυτή f Καί ά'&ελα έσμίξανε δυό V * W f * u?ft? Τό ρόδο χαί ^ ν είλλ Ρ Ρ^ έν"- -essi?- 632- Ο Υ Γ Ο Υ Φ Ω ί Κ Ο Λ Ο Υ ΑΙ ΤΕΛ.ΕΤΤΑΙΑ.Ϊ ΕΠΙΪΤΟΑΑΙ I VKOIi'K 0ΓΤΙ2 ( Μ ε τ ά φ ρ α σ ις Γ. Κ. Σ φ ή κ α -) (συνέ/. ορα φυλλάδιον 38ον) Μ ετά πο.ι.ιάς ήμέρας έντός τής 1 Α γία ς Γραφής εύρέοησαν π.ιήηΐις σβενμάτων χαι σχεδόν in) άναγνω σταί ai μεταφράσεις σ τίχω ν τινών τοΰ βιβ.ιίου τ-ev Ιώβ, τοΰ δεντέρον μ ετά toy Έ κκ.ιησιαατή)', χαι ο Ιον τοϋ Άσματος τοΰ Ιεζικία. Τάς τίσσ,ιρας Μ ιμ. ι)το rrapd τω κ. Τ * '*, ή Θηρεσία είχε xaragij ο Ιως j/όιη είς τό ηεριΰόαιον. Ό πατήρ αύτής τόν ujrtjiγθη φι.ΐυφρόπύς. ιο 'Ούουάρόος καθήσας χάρά zor εξώστην ά /εγίνω - σκε, jist ού no.lt) (ϊέ άπέθηχε τό βιβ.κον ήΐοιζεν tr ά.ι.ιο, καί ά * ναγίυΰ>σχ<ύΐ διηυθόΐθη είς τά δωμάτιά του. Τότε ό ΊάχωΟος ε./α* 6ε τό χρώτο*" βιβαίον ώς ε7['εγ άφήκει αύτό (iroixtdr ό 0 $οά ρ- ύος ητο ό Γ. τόμος τών τραγωδιών τον Λ.ίφιερη' όιη.ιθε jttur 7} δύο σελίδας, ζ.τειτα μεγα.ιοφώκως άνίγνω: Τ ίν ε ; ετσθε σ είς ;... τ ί; π ερ ί α νο ικ τ ή ς κ α ί κ α Ο α ρ ϊς αύρας ώ ι^ίλησεν ίδ ώ ;... Α υ τ η ; ε ιν α ι π υ κ νή ά γ λ ύ ς, ερέβη ι ΐ ν α ι ' σ κ ιά θ α νά το υ...ώ ιοε! π λ η σ ία χ σον άκό'χη* β λ έπ εις j ό **ίίλ ι ς ύπb α ιμ α τ η ρ ο ύ π ε ρ ισ τ εφ ε τ α ι κ ύ κ λ ο υ α κο ύ εις Tbv κ ρ ω γμον π τ η ν ώ ν α π α ίσ ιω ν ; θρηνώ δες π α ράπ/νον ά π λ ο ΰ τ α ι εις τον αί9έρα, τό οποίον μ ε π λ ή τ τ ε ι κ α ί ι/,ε α ν α γ κ ά ζ ε ι να κ λ α ύ σ ω,... Α λ λ α τ ί ; κ α ί σείς, σείς κλαίετε Ό πατήρ τής Θηρεσίας θεωρώΐ αύτόν τώ ϊ.ιεγεν: TU μου! Ό 'Ιάκωβος εζηκο.ιοΰθησε την άνάγνωσιν ταπεινή τή φωνή" τνχαιω ς ή- νοιρ,εν αύτόν έχεΐνον τόν τόμον χαί ιύθύς άποθίτων a'jcoy άνεχραζεν Ά κ ύ μ η οέν σα ς ά π έ ο ε ιξ α το θάρρος μ ο υ " ώ! β εβ α ίω ς θέλει είσοχι Τοον τφ πόνω μου. - 6 3 3
ΠΟ ΙΗ ΤΙΚΟ Σ - - Κ ατ έχείνην τήν στιγμήν έτ.ί*τρ«ψεν i"osoafpsoc, ήκουσε Si τ 5ύ; στ ί- χου^τουτου; μετά τοιούτου τόνου προφερομένου; ώστε περίσκεπτο; ές-ά- Οη επι τοϋ ουδοϋ τ ί ; βύρας. Μοί ε"λεγεν έπειτα ί χ'. Τ***οτι κατ εκείνην τήν στιγμήν τ<ρ. έφάν* ότι έ λ*ττβ τόν θάνατον έπί τοϋ προσώπου τοϋ άτυχου; ήμών φίλου, χ*ί 6Vt τ ί ; ί,μέρ,ς ixsi Ολοι 01 λογοι του ενιπνεον σέβας κ.ί οίκτον. ΩΐΛΪλησαν *πε,τ * 1 τ.ξ.ιδίοι* του, χαί όταν ό Όδοάρδος τόν ήοώτη,εν ΐ» θα βρ«δυνη πολυ νά έπιστρέψ,, Καί, ά^χοίθν,, σχεδόν θά ώ._... S..J..«..Λ-!»., ix X V ft.._ Ti M y.,5,,'a. Λ,.. **4 ^ ν,,ν λιαν τεθλιμμένην, Τότε ό Ιάκωβο; ωσει θελων ν» τ.ν ένθαρρύν,,, ητένισεν αύτόν φαιδρώς άαα τε χ«λ ηρεμως μετά βραχεγαν δέ σιωπήν, μειδιών τω άνέβερε 'τό νω ι,'. ον εκείνο τοϋ Πετράρχου Ισως t τή γη πολύν κ«ι»ό Χωρίς εμέ θά μείνης., Έ * * ν**θών «ί; τνιν οικίαν πιρί τό εσπέρα;:, εκλείθη πολύ ά«γά δέ τ/ιν επομενην πρωίχν έςίλδε τοΰ δωματίου του. θ ά κατανωρήσω ε*ω τιμ αχ,ά τινα γραφέντα. πι.τεύω, κατ έκείνην τ ήν νύκτα, καί το: αληθώς * γ νοώ τ ήν ώραν καθ?,, έγράφησαν. _ «ΔείλιαΣύ δστις κραυγάζει; δαλίαν 'δέν είσαι Γι; τών πολκ ώ ν εκείνων οιτινες, ν άδρ,νεία θεωροϋσι τά; άλύσεις των, χαί. τολμωσι^νά κλαύσωει, κ*ί φιλοϋσι τήν μαστιγοϋσαν αύτού- >*χειρ«; Γι είναι ό ίνθρωπο; ; ή άνδρί* άείποτε εδέσποσε τοΰ «συμπαντο;, διετι τό π2ν είναι αδυναμία καί φόβο;. «-J καταγγέλλει; μου δειλίκν, καί εν ταύτοις πωλεις ψυνήν»κκι τιμήν. λ «Έλθε ίδέ με σφαδζζοντα κ«ΐ άγωνιώντα «ν τφ αΐ* α τ ί μ ςυ»δεν φ ^ εϊσ α ι; τίς ε!ν*ε λοιπόν ό δειλό :; άλλ άπόσπα,ον τοϋ J ",*. μλυ, Τ (**Ζ*ιΡ*ν ταύτην, δράξον «ύτ*ν, καί,ίπέ πρό; αυτόν. Μη αιωνίω; θά ζώ ; "Γψιστος, ^κρατερός πόνος π λή ν 'βραχύ; και γενναίος. Τίς οίδεν! Γ,ως ή τύχη σοί π«ο,σκευάζει θάνα τον λυπηροτερον καί μάλλον άτκλωτικόν. Είπε. Τώοα ore «κρατείς «ποφ«01στικώ; τό δπλον έκεγνο έστηοιγ^ένον έπί τ'ίς χ _ I )α{. Τ «ί.θάνεσαι δτι Γσως είσαι άξιος πάση; ύψηλί; έ- ^ ρ ή ξ ε ω ς, fcv ολεπείζ σίβυτον ατ */ιλλαγ χένον τών τυράννων σου j Μ εσονύκτιον «Μεωρώ την εςο χ η ν παρατήρησαν όποια γαλήν,ο; χαί η3εΐαος νύ ' ri Σελήνη ( άνυψουμένη ο'πισθεν τοϋ όρους. Ώ σελήνη, οί-, η σε ηνη. πεμπει; αρκ γε την στιγμήν ταύτην έπί τοϋ προ- «σωπου τ ί;^ θηρεσίας περιπαθή άχτϊνα, όμοίαν «Λείνη ήν, γνέεις»εν χη t101 i άειποτε σ έχαιρέτησκ ε μβανιζοαένην δπως πα-»ρ«μυθησγις τήν άφωνον ζη μ ία ν τ) ; γ91; πολλάκις έξε.χόμενο; οικίας τ ί ; θηρεσία;, ώμίλησκ μετά σοϋ καί σύ ηβο μάίτυ; * V π *ίκ??ον μ«υ πολλάκι; οί ίακρύβρεχτοι ούτοι έφβλλϋΐοί'μου 634 ΛΝΟΩΝ»σέ παρηκολούθησαν έντό; τών χαλυπτόντων σε νεφών, σέ»σ*ν κατά τ ίν νύκτα την έιτερημένην τοϋ φωτός σου. θ «να- «τειλης πάλιν, θ άνατείλ /); ωραιότερα, άλλ ό φιλο; σου, «μορ- ).βον καί έγχχταλελειμίνον «τώμα θχ π ί γ χωρίς νάεγεοδί πλέον..τώρα σέ παρακαλώ διά τιλευταίαν εύεργεσίαν δταν η θηρεσία.θ ά 'μ έ άναζητήστρ έν μεσω τών κυπαρίσσων καί τών πιτυων του»όοου; φώτισον δ'ιά τών άκτίνων σου τέν τάφον μου.^ «Ωοαία πρωί*! Πρό πολλοϋ δέν έςεγείρομαι ύπνου τοσουτον»άναπάυτικοϋ, καί δέν σέ βλέπω, ώ πρωία τόσον_ περιαυγί, αλ-»λ οί οφθαλμοί μου πάντοτε η«αν εί; τά δάκουαβ κ»ι αί σκε-»ψιις μου δ ΰ ι ν τώ σκότει, καί ή ψυχν) επλειν εν τ^ ^ λυπγι.» Λάμπε, έαπρός, λάμπε ώ φύσις, καί παρ^μύθει πάλιν τους των >.ποιητών πόνους. Δέν θά λάμψη; πλέον δι «με. Η,θανΟην ήδη a δλην την.καλλονήν σου, καί σ έλάτρευσακαι ετραφην εν τ?1,,άγαλλιάσει σου, καί μ ίχ» ; ού ώραίαν καί ευεργετικήν σε ^εδλε^ «πον, σύ διά φ ω ν ί; θεσπεσίας μοι έλεγες, ζίβον. εν τ_ «απελπισία μου σέ είδον έπ.ιτα μέ τάς χείρα; σταζούσας α ψ χ -»τος, ή εύωδία τών άνοεων σου μοί ύπίρζε βεβ,ρημενη υπο δη- )»>ητη»ίου, πικοοί οί καρποί σου, και μοι έφχίνε.ο μ^τ/ιρ κα 5>βροχθίζουσα τά τίκν* σου. διά της καλλονής, καί τών όωρων σου, «δελεάζουσα αυτά πρό; την θλιψιν.,, «Ά γ.ώ αω ν λοιπόν θά είμαι πρός σέ ; θά παρατείνω την ζωήν «ΐνα σέ 'βλέπω τόσον τρομεοάν καί νά σέ βλαεφηαω ; Οχι^, ο /ι. «Μετααορφουυιένη καί τυφλοϋσά με εν τώ φωτί σου, όίν μ ^ γ -»καταλείπει;' ίσως σύ αύτ*, καί δέν μοί έπιτάσσεις τ.υτοχρονως >νά σ έγκαταλείψω J ' Α! τώρα σέ βλέπω και στενάζω, πλην..άχόαη τεοποααι έν τ ί θέα σου άναπολών παρελθουσα; ηδυτ/ιτας, «βέβαιος ών δτι δέ. θά σέ φοβώμαι πλέον, καί διότ. μέλλω να «σέ ν ά,ω. Φεύγων δέ την > η ν δέν άποστατώ απο σου. II τε ϊζω η καί ό θάνατο; είναι ώσαύτω; νοιιο; σου μαλιστχ ενχ όρο- *αον πα=ί/ουσα είς την γέννη.ιν τοϋ άνθρώπου, ρρίους τφ ανοι-»γει; ποό; τόν θάνατον. Μή έλέγχουσκ -^ϊν τήν φ,νευ^σαν ή-,, L ; ασθένειαν, ίσως βάμλ; τά πάθη ατινα τα _ αυτά»ένουσιν αποτελέσματα καί τήν αυτήν πηγην καθ ο εχ σου προ-»ερνόιχενα, καί άτινχ δέν k0 i ήδύναντο νά μ2; καταβαλωσιν αν «παρά σοϋ δέν έλάμδανον τήν δύναμιν ; Οδτε ωρ1σα; ηλικίαν τ ι- «νά δι άπαντα;. Οί άνθρωποι οφείλουσι ν* γιννη)ω ΐι, να ςησ»σωσι, ν άποθάνωαιν ιδού οί νόμοι σου τί βλάπτει το ποτε»καί πώ; ; Ούδέν τών δοθέντων μοι σ ο ί> φ χ ι? ω. Γο σωμα μου,.τ ό άτελεύτητον τοϋτο μέρος, πάντοτε θά μένη μετά σου χ.νω-,,αένον ύπό, άλλα; μορφάς. Τό πνεϋμά μου- e x v μετ εμού συν- >αποθάντι, μετ ίμοο ^ ά τροποποιηθ? ίν τώ απ.ιρφ συνολψ των «ποαγμχτων* έάν δέ είναι άθάνατον! -ά θ ικ τ ο ; θελει μειν/, Λ
Π Ο ΙΗ ΤΙΚ Ό Σ» t«αΰτοΰ.» ~-------- * w. *ου συ!λ7ί:αττνΐ" ρ?λ ' * ινχ ποθών τ^ν <*. η «6, ; '., r a, ', ' * ^ 2? Γ Ι 7 Si ίξ " V * * * ' ««*»» p C «Τ* 9 -,ο5 βι>-, νά τ.βάξη; Λ νλ % 1-?, το ι ν«τι«τον, τί»ά>- * ««.. ί u *. 'r,«i. V 4 * W T '** Λ 4, w ό.. »«««ο.ϊί,ι rt.io<. /». * « i ' 0 5Ι»» r τ χ % η ζ.ί»» ρωπων θυσικί&έντων δι έλίναί ή.α *τω^ είναι έκατομαύοια ά ν s ; r ik lt o; * 1?? / αΐ *? w *λληλους δ ι* ρ α 0νεικ0ΰ«ι Κ*ί ft' <? ο τών *«ών π 3ό' : * ^ «% * - ι «U r t i s :: 4 < >χ?^ip <TGJ(J CV αί κ. >» ι. * τας 07Γ0ιχς ς^ω- Αλ, * * «* * * * *» * ^ Ι Ζ \, ϊ \! ΙΟ ΥΛΙΟ Σ Τ Γ Π Α Λ Δ Ο Σ M ix ξανθή -J] μ ε\ αν.^ γ # f, («κολ&υθεϊ) Τ ^ ν ο ς οφθαλμός, gv φ ί λ ^.! ΐ ; «ϊ ί, ^ ί * ί» *. «I; μ έλι-. u «v * οπω ; χκ τενθ ουσιά σ ω σ : τόν? ββτ0ί ν " ε ν * γ{* ί ;.... ανωτέραν άνύτταρκτον cr,ra5tv *α1 ύψώσωσιν α τό θ : λ 5ι τον ενθουσίασαν του \ ά ^ > < δέν 4ρ Γ «- «. **ί τοΰ; μλλ>ους> ΙοθεΓ vi!ti'jcti ^ v i J Z : Ζ?* στ,γ ^ ν τ ί ; ευδαιμονία; του ά λ λ Τ ' Τ * * * π ^ «ω ; Υ^ν, «*τον κάτοπτρον ίαυτοΰ Πολλοί,UeTU* C{;* oiz πάντοτε λ χ ΤΟυ ερ τ ός,ω ν άαυδοάν χ «Γ ώ '?ΤΤ**»» ν ^ κνΰ; χ _ «Τ'χουργοΰντε;, μή ε ^ ν τ ε /π ά ν τ ε, _ ^ Ζ? ν ***!*έαν έδωκ ν ήμΐν S v T ί ^ - ^ «ν Π ο η ο Τ Τ \ υγ 'νϊ,ν δύ-» «ν ν ά ά - H u m b o d t ενγ ρ β ψ ε τ ό ν Κ ό σ, ^ ν κ ό σ μ ο ν «λλθ'-i; τ ί ; φύβίω;, _.. / 0 ν Πολλοί έοαύ!λασ*ν τά- I I! C"T0V όλίγον <7ητ(ϋδ(ιοι ζ ω γ ρ ΐΙο Γ?0ν τ ε ί έ?«ν»σ«ν ε\ ίο_ τοσουτον r yavv -,.;u - '»ω/ρα?0', ωστϊ 6 JJuffon Λ t. 'Γέν B ^uclier καί τόν ϊ, Γ ί ^ Γ άναν ινώσκων τον D eijje* p * V «l < «*», Ολον το 1 ; t r ί κβ θ0τι έβ' > * «5 Κπΐίκ*ίον δ,ά Τών στίχων.? ώ 3* Ε,ν «S? :σεω;, G 3 C - A"N0'QN Έ λ των μάλλον μελιρρύτων καί περιπαθών τών ήμετέρων ποιν]~ 'τών,νίτο 6 Ι ο ύ λ ι ο ς Τ υ π ά λ δ ο ;, εις δν ί φύσι; ναϊ μέν έδωρήσατο κκρδίαν λίαν εΰαίσθ Λ,τον και βυμπαθοΰοαν, άλλά έπροίκισεν αύτόν άμ χ -διάπροτέρυΐμάτων ώ ιτε νά δύναται β/ίδόν πάντοτε νά έζωτερικϊύτ) τάς ι δέας, μεθ 6 siις ευκολίας τάς βυνελαμβανε, νά μεταδίδτ) έπιτ«- χώς δ,τι εδτιμιούργει tv αύτώ ή φαντασία, είτε εκ τ ί ; φύσεως περιλαμβάνων την ΰλν)ν, ε;τε αύτό; πλάττων αυτήν. Η πα- τρΐς κ*1 ί θρησκεία, ί ήδονη καί ή λύπη, οί άνβστεναγμοί καί ^ϊό μειδίαμα, οί λυγμοί καί τό φίλημα ύπάρχουσιν εις τάς μ ε- λιβταγεϊς αύτοΰ ποιήσεις ώ; τά; Τ)σ6άνθη. ΈγεννήΟη τώ 1814 έν Κεφαλληνία. Ο εύπορο; κ*ϊ ευπατρίδη; οίκος τών Τυπάλδων εινε ίταλικίς κ α τ α γ ω γ ί;, 1^3 1 4 0 8, i κόμη; Κολλέλα; Τυπζλδος, εκ Νεαπόλεω;, μετέβη είς Ληξοΰρι,καί έκ τούτου Ιλκουσι τό γένο; δλαι αί τ ίς Κεφαλληνία; διακλα- -δώσει; τών Τυπάλδων, αϊτιν»; κατόπιν ελαβον διακριτικά; επωνυμία;, oiov Αασκαράτου, Κοζάκη, Πρετεντέρη, Φορέστη, Μ^ράτου, Ξυδιά κλ. II μητηρ τοΰ 'Ιουλίου Τυπάλδου ητο ίτα - λΐ;, εκ Βερώνη;, ή κόμισσα Θηρεσία R ighetti, γυνή εύπαίδευτος καί ποιητβια. Η μήτηρ αύτοΰ ύπηρξεν ίι πρώτη διδάσκαλος τοΰ Τυπάλδου, ή τ ίς φύσεως καί τδν ψυχικών προτερημάτων εύκληρία έφάνη Ιγκαίρω;. Η φαντασία αύτοΰ ητο ζωηρά. Παιδιόθεν εδιιξεν άκοον ζίλον είς τήν ποίησιν καί έν τ 75 φιλο- 'παίγμονι ήλικίί έστιχούργει, άλλά περιοσότερον ό πρός τήν ποίη- «ιν ζίλος εν αύτώ όσημέραι ακμαιότερο; έγένετο, χάριν τη; μ η - τρό; αύτοΰ, ητις τόν περιεδιάβαζεν είς τού; μυροβόλους άνοώνας τοΰ Παρνασβοΰ, είς ο'ύς ό άνθρωπος ανακουφίζεται άναπετόμενος εκ τ ίς πραγματικότητας τοΰ κόσμου τούτου είς ιδανικήν σφαίραν, ένθα νομίζετα» εύτυχής, καθότι όνίΐροπολεΐ καί ευρίσκει δ,τι ματαίω; ζητεί εί; τήν πραγματικότητα. Ο Schiller καλώς έσκέ- Ί5τετο είπών, οτι μόνον είς τόν άνθώνα τ ί ; ποιήσεω; άνθεΐ το κάλλος άνευ φθοράς, ώ; είς τόν κόσμον τών ονείρων υπάρχει ή ελευθερία. F re ih eit ist nur in dem R eich d er T raeum e U nd das S ch oeno b lu eh t nur ini Gesaitg, Ο Τυπάλδος έμαθε συγχρόνως τήι ελληνικήν και ιταλικήν διάλεκτον, κατά τήν τότε συνήθειαν τ ί ; Επτάνησου. Τφ 1 8 3 6 μετέβη μετά τ ί ; μητρό; αύτοΰ εί; Βερώνην καί έροί- τησεν εί; τό έκεΐ Αύ*ειον. Ό τ ε ό περιώνυμο; Costa κ ατίλθεν είς Κέρκυραν χάριν τ ί ; Έλευϊερία;, πλεΐστοι τών φιλομαθών νέων, ξδραμον εις τήν Κέρκυραν, δπως άκροασθώσι τών σπουδαίων παραδόσεων τοΰ δοκίμου τούτου γραμματολόγου. Τότε ό Τυπάλδος, άφήβας τήν Ιταλίαν μεταβαίνει εί; τήν Κέρκυραν πρός έςακολούθησιν τών μελετών. Άναχωοήσαντος τοΰ Costa, δ Τ υπάλδος έπεσ«έφθ ο τήν Κεφαλληνίαν καί έκεϊθεν μετέβη αύθις είς τήν Ί τ α - 637*-
ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ V'o»v, ΐνα τβλϊΐοποινφφ. Έφοίτησεν ε!; τά πανεπιστήμια τη; ΓΙαδούϊ);, τ ί ; Φλωρεντία; καί τής Πίζη;, ένθα άνηγορεύθη διδάκτώο τά νομικά. Τώ 1 8 3 9 έπανακχμ,ψχς it; τήν Επτάνησον, διωρίσθη St- κχστης πρώτον μέν εί; τήν Κεφαλληνίαν έπειτα δέ εί; τήν Κέρ. κυρχν, ί'νδζ έμιίνε μέχρι τοΰ 1 8 5 2, ότε ήλθεν ώ; πρόεδρο; τών δικαστηρίων ένταΰθ*. Η Ζάκυνθος τοϋ έθέρι/.ανε τον νοϋν, καί γονιμωτέραν έποίησε τήν φαντασίαν του καί έθεαεν αύτόν εί; σχετικήν συγκοινωνίαν μετά της εξωτερική; φύσεως. Μετά τινα έτν), τώ 18 6 2, διωρίσθη μέλο; τοΰ ανώτατου Συμβουλίου τ ί ; δικαιοσύνης, εί; Κέρκυραν, καί ουΐως έγκαΐέλειψε δια παντό; τήν Ζάκυνθον, τόπον δι αύτόν τόσων γλυκειών αναμνήσεων. Γενομένη; τ ί ; ένώσεω; π:χ>σεκλήθη ΐνα λαβν) θέδιν μεταςύ τών άρείοπαγιτών, άλλ ά τό 1 8 6 7 άπεφααισε νά άπέλθν) εί; τήν φιλομειδη Φλωρεντίαν. Χάριν τ ί ; υγεία; του, οί ιατροί, τόν συνεβούλευσαν νά έπιστοέ- ψν) είς τνιν Ελλάδα, καί ούτο; ό γηραιό; ηδυπαθή; ποιητής, ά φοΰ έζησεν επί δέκα τέσσαρα περίπου έτη εί; τήν πατρίδα τοϋ Δαντου, παρά πάντων άγαπώμενο; καί σεβόμενος, τόν Οκτώβριον τοΰ ετου; 1 8 8 1, έζελέ'ατο τόπον διαμονί; τήν πλήρη ομηρικών παραδόσεων Κέρκυραν, ένθα άπέθανε, τη 16 Ιουλίου τοϋ 1 8 8 3. Καί τοι έβτιχούργει άπό τ ί ; παιδική; ηλικία; τήν έλληνικήν Έπανάστασιν έτι «χαιρέτισε διά στίχων, έπταετή; ών οΰχ ή τ τον όμως, μόλι; τώ 1 8 4 0 ν^ρζατο νά δημοτιεύσϊ) στιχουργήματα μετ έπιφολάςεω;, καθότι έν Ελλάδι, ούχί ολίγοι ήσαν τότε οί «οιηταί, ίδίω; έν Επτανήσφ, ένθα έδρευεν ό ήγεμών τών ποιητών, ό Σολωμός. Τφ 1 8 5 6 εξέδωκεν έν Ζακύνθω, τύποι; τοϋ καλοϋ φίλου Σ. X. Ραφτάνη, συλλογήν ποιημάτων, φέρουσαν τ ί τλον απ οιήματα Διάφορα,» αφιερωμένα τφ Σολωμώ, εν τέλιι τ ί ; οποία;, ύπαρχους καλαί σκέψει; περί γλώσση;. Η συλλογή αύτη ειν* μικρά, πλήν πολύτιμο; εί; τό ειδό; τη; καί έτυχε τών επαίνων σπουδαίων άνδρών, ο ιβ ν τοΰ T om m aseo, τοϋ Βραΐλα, τοϋ Σ. Ζχμπελίου, τοϋ Γ. Ζαλακώστα καί άλλων. Εκτό; τοϋ έλληνικοϋ τύπου, ένησχολήθη καί ό Ευρωπαϊκό;, ίδίω; δ η έν Λειύί$ Κεντρική Έ πι θ ι ώ ο η 5 ι {, άποδεικείουσα τήν άξί- «ν τών} περιπαθών ^ποιήσεων τοϋ Τ υ π ά λ δ ο υ, οστι;, ώ; παρατηρεί καλώ; ή επιφανή; γαλλί; Lainber, έσχε τήν σπανίαν ευτυχίαν νά άπολαύσν) ζών άπασα; τά; ευχαριστήσει; τ ί ; φ^μης, άνευ τών άνιών, αΐτινε; ενίοτε τήν συνοδεύουβι. Μετά 'τήν [συλλογήν έξηκολεύθει γράφων άπό καιροϋ εί; καιρόν, Τώ 18 6 0, έν Ά θήναι;, έδημοβίευσε δεκαπεντασυλλάβου;. «Εί; τόν «θάνατον τοϋ] φιλέλληνο; Καρόλου Λενορμάν.» Τώ 1 8 7 4, έν Βενετία, «Ωδή εί; τόν θάνατον τοϋ Σπυρίδωνο; Τρίχούπη» Σ η - μειωτέον, οτε τά ποίημα τοΰτο έζίδόθη τό πρώτον έν τώ περιοδική «Βύρων!» ύπό τοϋ φιλοσόφου Βράίλα. Έπίσης Ω5ήν έδημ»-. -6 3 8 - -----------------------------------------------------------------, μ Τώ 1880 ά λ - ίαί ****.,ό ν 11 «ά! X * r L ΥΒ «Λ ό ιι«ι* Μ 0 1 γ «Κ «> ί ϊ τοϋ τύπου έδημοσίευσεν. ρ Υ, Αόσυνον. Τ οτ. ΙποΟανόντο; τού Σολωμου, «- δγ,αοτικήν γλώσσαν ο fov / Τ ΤυπάλΒο; άπή γγ«λεν ίβι1. >Εν Κερκυρ* κχι ο 1 υ 71 - φ0 ντασΐα, καλλιεπεια r ^ Χιακρινομενον επ, ^ ^ ^ χ e g, 8 1 a ζ ιχτριβών έν διηύθυνε το Ιμ 0 Γ " ^ ω{ 1 8 4?. Ε*τθ; τινων ^ ι κ ή ν 5ηρσιεύετο απο τ ^ ^ j f t p. i w t * την πρώτης' ρ υ, εν έφημεοίσιν Λ ιω,, Ν ^ ων,? δημοσιε^έν- 3 τ*τιστΐ*η ^, ίς, * τοιουτου ε:δο ;, ώ ; ύ π ο γ ρ ^ ο ;.. Λιπέτη; Η *ο η- πονήματα, ν f Ζ;> Siv είνε υψιπε ^ ιγ» Τ υ π «λ &0?,u τού Ιυπαλοου ^ T r έπί ωραιφ, J" Τ ό το ϋ Ορατιου. ίκ^?ι ρ / Mediocribu# ossc Poetis * * * * * non di non concessere columnae, Kon homines, non ai, *rov κόσυ.ον εγ?*να -ν χα1ι φερομενων, τ ι ^ ^ ^ «. j j» ^. j. ίγω'? ωτυπάλδο; πα?ηγο^»ν ί εί; στόμα έπέταάαα δημοσιευθεΐσαί, *με«ω; «*. ^ Τ ά «οιημ*- Γ ; χγί ϊ Ι ^ ν π ι.τοί σύντροφοι ί?εγγ. τάστερι» Γα.3 4 * ν ^ Γαί β?ύβ,ί* " n Τ Χ γειά Ψ Λλά βουν* * ι *?«Α όποια ολα ε- το «i ^ rp. tcxtsatxt Χ»1* 0 οίλου κ. Παύλου "ΐν* ΰ π Γ τοϋ γνωστού μου«ι^ιδ*σκαλου? ^ ^,γ -_ Τ ε ί ν ε δημοφιλέστατα- «ίω ς - ^, / κ α ί, ώ; συμπαθή; Ρ??Η «οίησι; τού Τυπάλδου αρεσκει τ * i σ χ ία α ί ". ' j i S l ποιητήίι θά μνηαονευθ,. Π*σ τ ι- μεταφορά ^. ^ ^ ^ ν ^ ε ΐν ε πρωτότυποι, άλλά L - τ τ Α X Μοααοα di SeieU. 630
ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ------------»-------------------------------------.- ------ ---------. -.J'W, Αν νειο; άετός απότομα Τινάζη τά φτερά του, "Αγριο γεράκι ρί-/-/ΐται Σάν έστραπή έμπροστά του. "Αν!ΐ7(ι>ς άστρο αγνώριστο V~rbv ουραν'ο προβάλη Se mai per Γ etra libero Batte colomba Γ ale, Duro sparvier la semplico Avidamente assale. r «Se nuova stella appar, *Ί1 μαύρη ανεμοζάλη, Subiti nembi insorgono Σηκώνεται μέ μιας. Quail astro ad oscurar. Λ.. >» * Ά π ό πολλοΰ κατεγίνετο εΐ; την μετάφρασιν, «ι; πολίτικου; ό- μοιοκαταλήκτου; στίχου;, τή; Ελευθερωμένης Ιερουβ α λ ή μ τοΰ Τάσου. Ω; δοκίμιον τή; μεταφράιεω; ταύτη;, <- δημοσίευσε, τώ 18 6 8, τό τρίτον άσμα έν τω ήμετέρω περιοδικά II α ο ν «ιΐϋβ y.xi τό έβδομον Ιν τω «Ζτκυνθίω Ά νθ ώ νι». Ely ε δ έτοιμα άλλα δέκα ι^σμκτα πρό; δημοβίευσιν, άλλ εμεΐν^ν ανέκδοτα, κ*1 μόνον τό Δ. εδημο ιεύ9η έν τω»ιιοιητι <ω Ά νθώ νι». Δέν λεγομεν οτι ή μετάφρασι; αυτη υπερβαίνει τό κείμενον, ώ; ειπόν τι- νε;, άλλ δτι ειν3 Ιπιτυχή; καί ό Έ λλ η ν δύναται νά θανμάου) τόν μέγαν Τάσον. Φιλόπονο; άν ητο, τό πολύτιμον τοΰτο έργον Οά έτελειοποιεϊτο κχί δλον διά τοΰ τύπου θά έ'εδίδετο. Ητο καλό; λόγιο;, κάτοχο; γλωσσών κοζί γραμματρλογιών καί ΰπε'ρ- μαχο; τή; δημοτική; γλώβση;, ήν μετε/ειρίζετο καί εί; τά πεζά, άλλά μετά πολλή; χαριτο;. Η γλώσβά του ητο ρέουσα, γλαφυρά, άλλά οΰχί πά»τοτ3 άπταιστο; δημοτική ένίοτε μετεχειρίζετο λ έ- ζει; οΰχΐ τόσον δημοτικά;. "Εγραφε υ.ετά γλαφυρότητο; καί τήν ιταλικήν. Εΐ; άκρον ών φιλόπατρι;, υπέρ τών δικαιωμάτων τη; Ε λ λάδα; πολλάκι; βυνηγόρησεν. clj. Vg5»-gg> ------- ΠΑΡΟΡΑΜ ΑΤΩΝ Δ ίο Ρ Θ Ω Σ ΙΣ Σ. ΔΕ ΒΙΑΖΠΣ Τοΰ; εν τή 'Σελ. S66 στίχου; γράφε; W hat aisled us, oh Gods, to desert you For creeds that defend and refrain? Come down and redeem us «from virtue, Our Lady of pain. Σελί; 5 7 7 ομυρολόϊ» στίχ. 4 άντί ατενίζανε, γράφε ετινάζα,νί.; ί)»»» 5 β χαίροντι,» χαίροντα; β 5 78»» 16» νέφι,» Χ^Ρ1» 6 0 9» 31 Μαΐου» 7 Ιουνίου; ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΙΣΕΤΙ ΚΑΘΥΣΤΕΡΟΤΝΤΑΣ ΤΗΝ ΣΥΝΔΡΟΜΗΝ ΤΩΝ Πριν η προβώμεν είς τήν δημοσίευσιν τών ονομάτων Σ*;, διά τελευταίαν φοράν Σ 2; παοακαλοΰμεν ν άποτίσητε τήν ευτελή συνδρομήν Σα; διότι ή αδιαφορία Σ α; ύπερέβη τά όρια τή; υπομονή; μα; Τυπογ, «ό ΦΩ2Κ.0Λ0Σ» 640