63 Οι κλασικὲσ σπουδὲσ στην ὲλλαδα σημὲρα νικολαοσ κονομησ στὴν Ἑλλάδα δυστυχῶς τὸ ἀνήμπορο ἑλληνικὸ κράτος δὲν κατόρθωσε νὰ διαχειρισθεῖ μὲ τὴ δέουσα σοβαρότητα τὴν τεράστια κληρονομιὰ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας ποὺ μᾶς ἄφησαν οἱ πρόγονοί μας. Ὣς σήμερα, ὕστερα ἀπὸ 180 χρόνια ἐλεύθερης κρατικῆς ὀντότητας, δὲν εἴμαστε σὲ θέση νὰ ἐκτιμήσουμε παρὰ μόνο ρητορικὰ τὴν παιδευτικὴ ἀξία τῶν κλασικῶν γραμμάτων. Ἐκφράζουμε ἕναν ὑπερβολικὸ καμιὰ φορὰ θαυμασμὸ γι αὐτὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη δὲν κάνουμε καμιὰ σοβαρὴ προσπάθεια νὰ ἀφομοιώσουμε ἕνα μέρος της. Ἐνῶ ὅλα τὰ προηγμένα ἔθνη τῆς δύσης ἀπεκόμισαν τεράστιο ὄφελος στὴν ἐκπαίδευσή τους, ἀπὸ τὴν Ἀναγέννηση ὣς σήμερα, ἀπὸ τὴ διδασκαλία καὶ καλλιέργεια τῆς ἑλληνικῆς καὶ λατινικῆς γραμματείας, ἐμεῖς ἀρκεστήκαμε νὰ διδάσκουμε στοὺς μαθητὲς καὶ φοιτητές μας μερικὰ ψίχουλα τῆς κληρονομιᾶς τῆς ἀρχαιότητας κι ἐκεῖνα μὲ τὴν πιὸ ἀντι-παιδαγωγικὴ μέθοδο, ἀφοῦ ἐμπιστευόμαστε τὴ διδασκαλία τῶν ἀρχαίων κειμένων στὴ δευτεροβάθμια ἐκπαίδευση σὲ πολλὲς περιπτώσεις σὲ διδάσκοντες οἱ ὁποῖοι δὲν τὰ ἔχουν διδαχθεῖ κἂν στὸ πανεπιστήμιο. τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι οἱ μαθητὲς δὲν ὠφελοῦνται σχεδὸν καθόλου ἀπὸ τὴ διδασκαλία τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν στὴ μέση παιδεία, οἱ δὲ περισσότεροι φοιτητὲς τῆς φιλολογίας ὕστερα ἀπὸ τέσσερα ἔτη σπουδῶν δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ κατανοήσουν ὄχι μόνο ποιητικὰ ἀλλὰ οὔτε καὶ πεζὰ κείμενα. καὶ αὐτοὶ ἀκόμα οἱ πανεπιστημιακοὶ στὴν πλειοψηφία τους, παρ ὅλες τὶς μεταπτυχιακὲς σπουδές τους στὸ ἐξωτερικό, εἶναι ἐμφανῶς ἀνεπαρκεῖς στὸ χειρισμὸ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς καὶ λατινικῆς γιὰ σκοποὺς διδακτικοὺς καὶ ἐρευνητικούς. μένουν συνήθως μὲ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις ἁπλὰ φερέφωνα τῶν ξένων ἐρευνητῶν. καὶ μετὰ τὴ μετεκπαίδευση, ἀπὸ τὶς ἐργασίες τους λείπουν οἱ πρωτότυπες μελέτες, ἐνῶ περισσεύουν οἱ ἐρανιστικὲς μέχρι καθαρὰ ἀντιγραφικές.
64 τα κλασσικα γραμματα σημὲρα Ἔτσι ἡ λεγόμενη ἀναβίωση τῶν κλασικῶν σπουδῶν στὴν Ἑλλάδα, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό, δὲν ἦταν τίποτε ἄλλο ἀπὸ μιὰ ἐρασιτεχνικὴ πιὸ πολὺ παρὰ σοβαρὴ ἐπαγγελματικὴ ἐνασχόληση μὲ τὶς ἐπιστῆμες τῆς ἀρχαιότητας. τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι ἡ συνεισφορὰ τῶν Ἑλλήνων φιλολόγων στὴν παγκόσμια βιβλιογραφία εἶναι ἀσήμαντη γιὰ τὶς κλασικὲς σπουδές, ποὺ λόγω τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας ὑποτίθεται ὅτι τοὺς εἶναι οἰκεῖες. Ἡ κατάσταση μάλιστα ἦταν τέτοια ποὺ ἀκαδημαϊκὸς καὶ πρόεδρος τῆς δημοκρατίας ἔγραφε στὴ δεκαετία τοῦ 80 ὅτι ἡ ἔκδοση ἑλληνικῶν κειμένων ἦταν ἔργο τῶν μεγάλων γερμανῶν φιλολόγων καὶ ὅτι ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες δὲν πρέπει νὰ τὴν ἐπιδιώκουμε. Ἄλλος ἀκαδημαϊκὸς καὶ ὑπουργὸς διεκήρυσσε σὲ διεθνῆ συνέδρια γιὰ τὶς κλασικὲς σπουδὲς ὅτι οἱ νεοέλληνες πρέπει νὰ ἀρκεστοῦν σὲ μεταφράσεις μόνο τῶν ἑλληνικῶν κειμένων. σήμερα ὡστόσο στὸ κέντρο Ἐρεύνης τῆς Ἑλληνικῆς καὶ λατινικῆς γραμματείας τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν ἐκπονοῦνται κριτικὲς ἐκδόσεις Ἑλλήνων συγγραφέων, ποὺ δὲν ἔχουν νὰ ζηλέψουν σὲ τίποτε τὶς καλύτερες ξένες ἐκδόσεις. κοντολογὶς δὲν ὑπῆρξαν στὴν πατρίδα τους, στὴ νεότερη Ἑλλάδα, κλασικὲς σπουδὲς ὅπως τὶς ἐννοοῦν στὸ ἐξωτερικό. Ἐκεῖ εἶναι ἐλεύθερη ἡ ἐπιλογὴ τῶν φοιτητῶν, καὶ συνήθως οἱ λίγοι ποὺ τὶς ἐπιλέγουν μετὰ τὸ πανεπιστήμιο τὶς ἀκολουθοῦν σὲ ὅλη τους τὴ ζωή. Ἐδῶ εἶναι συνήθως ἐπιλογὴ ποὺ τοὺς ἐπιβάλλεται γιὰ στενὰ ἐπαγγελματικοὺς λόγους, καὶ ὅταν ἀποκτηθεῖ τὸ πτυχίο ἐπακολουθεῖ συνήθως νέκρα. σήμερα ὡστόσο ὁμολογεῖται ἀπὸ ὅλους ὅτι ἡ κλασικὴ παιδεία διέρχεται σοβαρὴ κρίση. Ἡ κρίση αὐτὴ μάλιστα εἶναι τόσο βαθιὰ ὥστε δὲν ἀποκλείεται ἡ κλασικὴ παιδεία νὰ παραχωρήσει τὴ θέση της σὲ κάποιο ἄλλο βασικὸ πρόγραμμα γιὰ τὴν ἐκπαίδευση μελλοντικῶν πολιτῶν. Ἡ παιδευτικὴ ἀξία τῆς κλασικῆς παιδείας ὅπως ἀξιολογεῖται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν κοινωνία εἶναι τόσο χαμηλά, ὥστε ὅπως ἀνέφερε χαρακτηριστικὰ ἕνας πανεπιστημιακός: «σήμερα κανένα ὁμηρολογικὸ ἀριστούργημα δὲν ἔχει τὴ δυνατότητα νὰ ἀνταγωνιστεῖ ἀκόμη καὶ τὶς ἀνιαρότερες σελίδες τοῦ καστοριάδη ἢ τοῦ πουλαντζᾶ». Φαίνεται ὅτι μὲ τὸν καιρὸ ἀλλάζουν ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς τρόπους μετάδοσης τῆς γνώσης καὶ ἡ γλωσσολογία καὶ ἡ ἐπιστημολογία. Ἡ μοίρα τῶν κλασικῶν σπουδῶν σὲ ὅλο τὸν κόσμο εἶναι περίπου κοινή. μετὰ τὸν Β παγκόσμιο πόλεμο τὸ κέντρο βάρους τῆς παιδείας ἔχει μετακινηθεῖ παντοῦ, ἐξαιτίας τοῦ χρησιμοθηρικοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τῆς ἐξασθένισης τῆς πνευματικῆς καλλιέργειας στὴν ὁποία στόχευε ὁ προγραμματισμὸς τοῦ
Οι κλασικὲσ σπουδὲσ στην ὲλλαδα σημὲρα 65 19ου καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ αἰώνα. τὸν 19ο αἰώνα στὴ γερμανία, γιὰ παράδειγμα, ἡ ὁμοιογένεια τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος βασιζόταν «στὴν ἑνότητα τῶν γνωστικῶν ἀντικειμένων καὶ τῶν ἐκπαιδευτικῶν στόχων στὴ δευτεροβάθμια καὶ στὴν τριτοβάθμια ἐκπαίδευση». Ἡ ἑνότητα αὐτὴ μὲ τὴ σειρά της βασιζόταν στὴ μελέτη κυρίως τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς καὶ λατινικῆς γλώσσας, ἡ διδασκαλία τῶν ὁποίων στὴ μέση ἐκπαίδευση κάλυπτε περίπου τὸ 50% τοῦ συνόλου τῶν διδακτικῶν ὡρῶν. σήμερα στόχος τῆς παιδείας εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἐξειδίκευση ποὺ ἐπιδιώκει τὴν ἀποδοτικὴ ἐφαρμογὴ τῶν ἐξειδικευμένων γνώσεων γιὰ λόγους καθαρὰ χρησιμοθηρικούς. Ἂς δοῦμε τί συμβαίνει στὸ σημερινὸ ἐκπαιδευτικὸ σύστημα. στὴν ἐκμάθηση τῆς λατινικῆς γλώσσας καὶ τῆς λατινικῆς γραμματείας γιὰ λόγους παιδευτικοὺς ἢ ἔστω ὠφελιμιστικοὺς ποτὲ δὲν προχώρησαν οἱ Ἕλληνες στὴν ἀρχαιότητα καὶ τὴ ρωμαιοκρατία ἀκόμη, στὴν ἐκμάθηση τῆς γλώσσας ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ὑπερεῖχε τουλάχιστο στὴ διοίκηση. στὴν ἀνατολικὴ ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία συνέχισε ἀδιατάρακτη ἡ κυριαρχία τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, παρ ὅλο ποὺ ὑπῆρχε ἕδρα τῆς λατινικῆς γλώσσας στὴν κωνσταντινούπολη κατὰ τὴ βυζαντινὴ περίοδο καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς κατόχους της ὑπῆρξε ὁ γνωστὸς γραμματικὸς πρισκιανός. στὴ μακρὰ βυζαντινὴ περίοδο πολὺ λίγα λατινικὰ ἔργα μεταφράστηκαν στὰ ἑλληνικά, ἀπὸ τὸν κύκλο κυρίως τοῦ μοναχοῦ μάξιμου πλανούδη, καὶ αὐτὸ γιατὶ οἱ Ἕλληνες ποτὲ δὲν πίστεψαν στὴν ἀξία τῆς λατινικῆς κουλτούρας καθ ἑαυτήν, οὔτε ἀντιλήφθηκαν τὴ μεγάλη ὑπηρεσία ποὺ προσέφερε ὁ λατινικὸς κόσμος ὡς ἐνδιάμεσος κρίκος μεταξὺ τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καὶ ἐκείνου τῆς δυτικῆς ὲὐρώπης. Οἱ νεότεροι παιδαγωγοὶ στὴν Ἑλλάδα ἀκολούθησαν τὸν ἴδιο δρόμο. στρίμωξαν τὴ διδασκαλία τῶν λατινικῶν σὲ πολὺ λίγες ὧρες στὸ ὡρολόγιο πρόγραμμα, καὶ οἱ διδάσκοντες χαμήλωσαν τὶς ἀπαιτήσεις τους ἀρκούμενοι σὲ μιὰ ἀποστήθιση σύντομων φράσεων χωρὶς καμία περαιτέρω ἐμβάθυνση στὸν ρωμαϊκὸ πολιτισμό. πρόσφατα στὸ νέο πλαίσιο τοῦ προγράμματος σπουδῶν αὐξήθηκαν ἀνεπαίσθητα οἱ ὧρες διδασκαλίας τῆς λατινικῆς μὲ τὸν πολὺ φιλόδοξο στόχο ὅτι μὲ δύο νέα βιβλία οἱ μαθητὲς θὰ ἀποκτήσουν «βασικὲς γνώσεις στὴ λατινικὴ γλώσσα» καὶ ὅτι μέσα ἀπὸ δόκιμες μεταφράσεις θὰ γίνει ἡ λατινικὴ λογοτεχνία ἀντιληπτὴ ὡς ζωντανὴ λογοτεχνία ποὺ μπορεῖ καὶ σήμερα νὰ συγκινήσει τὸν ἀναγνώστη. μάταια ὅμως. στὰ πανεπιστήμια τὰ πράγματα δὲν εἶναι καλύτερα γιὰ τὰ λατινικά. Ἐκεῖ ἡ ἔλλειψη γλωσσικῆς κατάρτισης εἶναι αἰσθητή, καὶ οἱ φοι-
66 τα κλασσικα γραμματα σημὲρα τητὲς δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ παρακολουθήσουν πραγματικὴ φιλολογικὴ ἀνάλυση ἑνὸς κειμένου. τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι μὲ τὴ γραμματικοσυντακτικὴ ἀνάλυση τοῦ διδάσκοντος νὰ βασιλεύει ἡ πλήξη στὸ μάθημα. μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ ἡ λατινικὴ κουλτούρα χάνει τὴ διανοητικὴ εὐρωπαϊκότητά της καὶ ἀκυρώνει τὸ πολιτισμικὸ κληροδότημα τῆς ρώμης στὸν νεότερο κόσμο. πρακτικὰ μᾶς ὁδηγεῖ σὲ ἐπιδείξεις πρωτοφανοῦς ἄγνοιας πανεπιστημιακῶν οἱ ὁποῖοι ἀνυποψίαστοι σερβίρουν «μαργαριτάρια» τοῦ τύπου: scripsi sunt (ἀντὶ scripti sunt), virem (ἀντὶ virum = ἄνδρα), sequintur (ἀντὶ sequuntur), effugiere (ἀντὶ effugere), χρήση ἀνύπαρκτων λέξεων, π.χ. significorum, junixo, καθὼς καὶ τερατώδη συντακτικὰ λάθη, π.χ. ad accipendo lectiones (ἀντὶ ad accipiendas lectiones) κ.ἄ.π. στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ τὰ πράγματα δὲν εἶναι καλύτερα: στὴ μέση παιδεία οἱ ὧρες διδασκαλίας τῆς γλώσσας εἶναι κατὰ γενικὴ ὁμολογία ἀνεπαρκεῖς γιὰ νὰ ἀνταποκριθοῦν στὸ σκοπό τους ποὺ εἶναι στὸ γυμνάσιο ἡ ἐκμάθηση τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ ἡ γνωριμία τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας ἀπὸ μετάφραση. στὸ λύκειο στὴ θεωρητικὴ κατεύθυνση μὲ αὐξημένες τὶς ὧρες διδασκαλίας τὸ πρόγραμμα εἶναι ὑπερφιλόδοξο μὲ διδασκαλία, ἐκτὸς τῆς θεματογραφίας, σοβαρῶν ἱστορικῶν καὶ φιλοσοφικῶν ἔργων. Ὅταν ρωτήθηκαν οἱ μαθητὲς ἂν εἶναι ἀρκετὲς οἱ ὧρες γιὰ τὴ διδασκαλία τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν, τὸ 75% ἀπάντησαν «ὄχι». Ὅταν ρωτήθηκαν ἂν εἶναι ἐπαρκεῖς οἱ ὧρες ποὺ διατίθενται γιὰ τὴν ἐκμάθηση τοῦ συντακτικοῦ καὶ τῆς γραμματικῆς, τὸ 98% ἀπάντησαν «ὄχι». καὶ στὴν ἐρώτηση τί νὰ προστεθεῖ ὥστε τὸ μάθημα νὰ γίνει πιὸ ἐνδιαφέρον, τὸ 74% ἀπάντησαν «σύγχρονη τεχνολογία». Ὅταν ρωτήθηκαν ἂν νομίζουν ὅτι θὰ μποροῦσαν νὰ γίνουν φροντιστήρια ὑποδειγματικῆς διδασκαλίας γιὰ νὰ ἐθισθοῦν οἱ καθηγητὲς σὲ πιὸ σύγχρονο τρόπο διδασκαλίας τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν, τὸ 89% ἀπάντησαν «ναί». Ὅταν, τέλος, οἱ μαθητὲς ρωτήθηκαν ἂν νομίζουν ὅτι γιὰ τὴν ὑποκίνηση τοῦ ἐνδιαφέροντός τους θὰ βοηθοῦσαν: ἔρευνα βιβλιοθήκης, ἐπιβραβεύσεις καὶ πριμοδοτήσεις, τὸ 73% ἀπάντησαν «ναί». Ἀπὸ τὰ παραπάνω φαίνονται οἱ λόγοι γιὰ τοὺς ὁποίους τὰ κλασικὰ γράμματα σήμερα, ποὺ ἔπρεπε νὰ βρίσκονται στὸ ἐπίκεντρο τῆς μόρφωσης τῶν νέων στὴ μέση παιδεία, δὲν πραγματώνουν τὴν ἀνθρωπιστικὴ μόρφωση, γιατί τὸ ἰδεῶδες αὐτὸ ὑπὸ τὶς συνθῆκες ποὺ περιγράψαμε εἶναι ἀνέφικτο. δυστυχῶς ἡ κατάσταση αὐτὴ εἶναι ἀδύνατον νὰ ἀναστραφεῖ, καθὼς παντοῦ ἐπικρατεῖ σήμερα ἡ χρησιμοθη-
Οι κλασικὲσ σπουδὲσ στην ὲλλαδα σημὲρα 67 ρικὴ παιδεία. Οἱ νέοι καὶ μαζὶ ἡ κοινωνία προτιμοῦν νὰ μελετοῦν θέματα ποὺ σχετίζονται ἄμεσα μὲ τὴ ζωὴ καὶ ποὺ θὰ προσπορίσουν στοὺς χρῆστες τους ἄμεσα ὀφέλη ἀποδοτικότητας καὶ ἀποτελε - σματικότητας, ὅπως ἀπαιτεῖ ἡ ἀλλαγὴ ἢ μᾶλλον ἡ κατάργηση τοῦ ἰδε ώδους τοῦ ἀνθρωπιστικοῦ παιδευτικοῦ κανόνα. στὴ θέση τῆς ἀν - θρωπιστικῆς παιδείας ἔχουν παρεισφρήσει σήμερα γιὰ χρησιμοθηρικοὺς λόγους οἱ φυσικὲς καὶ ἄλλες ἐπιστῆμες ποὺ τὴν ἐπισκιάζουν. καὶ τὸ χειρότερο δὲν εἶναι μόνο τὰ κλασικὰ γράμματα ποὺ βουλιάζουν, ἀλλὰ μαζὶ καὶ ὅλες οἱ «Ἐπιστῆμες τοῦ ἀνθρώπου», ἐξαιτίας τῆς παγκόσμιας χρησιμοθηρικῆς μεταστροφῆς τῶν σκοπῶν τῆς παιδείας. μιὰ μικρὴ βελτίωση τῆς κατάστασης γιὰ τὴν Ἑλλάδα θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι ἡ ἵδρυση κλασικῶν γυμνασίων, τὰ ὁποῖα θὰ μπο - ροῦσαν νὰ στέλνουν στὶς Φιλοσοφικὲς σχολὲς φοιτητὲς πιὸ ἕτοιμους καὶ μὲ ἐνδιαφέρον γιὰ τὶς σπουδές τους. Ἡ κρίση τῆς κλασικῆς φιλολογίας εἶναι, ὅπως φαίνεται, ἀπὸ καιρὸ παροῦσα. Ὕστερα ἀπὸ μιὰ μακρὰ ἱστορικὴ διαδρομὴ ἀπὸ τὴν Ἑλληνιστικὴ Ἐποχὴ στὴ ρωμαϊκὴ καὶ στὴ Βυζαντινή, ἡ κλασικὴ φιλολογία ἀναγεννᾶται στὴν Ἰταλία κυρίως κατὰ τὴν Ἀναγέννηση καὶ ἔκτοτε ἑλληνικὰ καὶ λατινικὰ ἀποτελοῦν τὴ βάση τῆς ἀνθρωπιστικῆς παιδείας. Ὁ J. Burckhardt στὸ βιβλίο του Ὁ πολιτισμὸς τῆς Ἀναγέννησης στὴν Ἰταλία (1860) ὑποστήριξε ὅτι οὐσιαστικὸς πυρήνας τῆς Ἀναγέννησης δὲν ἦταν τόσο ἡ ἀνακάλυψη τῆς κλασικῆς ἀρχαιότητας ὅσο ἡ ἀνακάλυψη «τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἀνθρώπου». Ἡ ἐπανεισαγωγὴ καὶ μελέτη συγκεκριμένων ἀρχαίων Ἑλλήνων καὶ λατίνων συγγραφέων στὸ πρόγραμμα μαθημάτων ἔγιναν δεκτὲς μεμονωμένα, ἀλλὰ γρήγορα ἡ δυτικὴ σκέψη μετασχηματίστηκε ὅταν ἦλθε σὲ ἐπαφὴ μὲ φιλοσόφους ὅπως ὁ πλάτωνας καὶ ὁ Ἀριστοτέλης, μὲ ἐπιστήμονες ὅπως ὁ Ἱπποκράτης ἢ ὁ γαληνὸς καὶ ἱστορικοὺς ὅπως ὁ Θουκυδίδης. λίγο ἀργότερα οἱ Ἰταλοὶ λόγιοι τῆς Ἀναγέννησης διδάσκονταν τὴν ἑλληνικὴ γλώσσα καὶ διάβαζαν ἰταλικὲς μεταφράσεις ἑλληνικῶν ἔργων. στὸ τέλος τοῦ 15ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 16ου αἰώνα οἱ σημαντικότεροι Ἕλληνες συγγραφεῖς τυπώνονται σὲ πρώτη ἔκδοση, καὶ στὴ συνέχεια ἐκδίδονται δίγλωσσες ἐκδόσεις τους μὲ λατινικὴ μετάφραση. Ἡ μελέτη τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν ἐπεκτάθηκε χωρὶς νὰ ἰσοβαθμίσει ἐκείνη τῶν λατινικῶν στὸ ὡρολόγιο πρόγραμμα τῆς δυτικῆς παιδείας. Ὅμως οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες εἶχαν βρεῖ καινούργια πατρίδα στὴν Ἰταλία, τὴ γαλλία, τὴν Ὁλλανδία, τὴ γερμανία καὶ τὴν Ἀγγλία. Ἡ πρόσληψη τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν στὴν ὲὐρώπη τῆς Ἀναγέννησης ἔδινε τὴν εὐκαιρία στοὺς λογίους τῆς ἐποχῆς
68 τα κλασσικα γραμματα σημὲρα νὰ ἀξιοποιοῦν τὶς ἰδέες τους, καὶ οἱ Ἕλληνες συγγραφεῖς ἀποδείχτηκαν μιὰ ζωντανὴ καὶ δραστικὴ πηγὴ πρακτικῆς σοφίας. στὴ γερμανία, τὴ μητέρα τῆς ἀρχαιομάθειας (Altertumswissenchaft), ὅπως ἀνέφερα ἤδη, στὰ γυμνάσια τοῦ 19ου αἰώνα ἡ ὁμοιογένεια τῆς ἐκπαίδευσης στηρίχτηκε στὴ διδασκαλία καὶ γνώση τῶν ἀρχαίων γλωσσῶν, κυρίως τῆς λατινικῆς καὶ ἑλληνικῆς. Ἡ γνώση αὐτὴ ἀπαιτοῦνταν ἀπὸ τοὺς μαθητὲς ὄχι μόνο γιὰ τοὺς ἐπίδοξους φιλολόγους καὶ φιλοσόφους ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μελλοντικοὺς νομικούς, ἰατρούς, μαθηματικούς, φυσιογνῶστες, μηχανικοὺς κ.λπ. μόνον ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 19ου αἰώνα ἱδρύθηκαν γιὰ τὰ «πρακτικὰ μαθήματα» δύο νέοι τύποι σχολείων: τὸ Realgymnasium καὶ τὸ Oberrealschule, ποὺ ἀργότερα ὀνομάστηκαν Technische Hochschule. Ὅλη ἡ λατινικὴ παιδεία στὴ γερμανία ξεκίνησε ἀπὸ τὸν καρλομάγνο (747-814), ὁ ὁποῖος ἀνασύστησε τὰ διαλυμένα σχολεῖα. Ἡ πρακτικὴ σπουδὴ τῶν λατινικῶν στὰ σχολεῖα καὶ τὰ πανεπιστήμια διήρκεσε μέχρι τὸ 1900, ἀλλὰ ἀπὸ τὸν 18ο αἰ. εἶχαν προστεθεῖ καὶ τὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά. Ἔτσι ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰ. ὁ μορφωμένος γερμανὸς ταυτιζόταν μὲ αὐτὸν ποὺ εἶχε διδαχθεῖ ἀρχαῖα ἑλληνικὰ καὶ λατινικά. ὲἶναι ἡ ἐποχὴ τῆς Altertumswissenchaft, ὁπότε ἡ κλασικὴ φιλολογία καθιερωνόταν ὡς αὐτόνομη ἀκαδημαϊκὴ ἐπιστήμη καὶ ἀπολάμβανε μεγάλη ἐκτίμηση στὴ γερμανία καὶ στὸ ἐξωτερικό. σήμερα στὴ γερμανία, παρ ὅλο ποὺ καλλιεργεῖται ἡ κλασικὴ φιλολογία, τὸ ἐπίπεδο καὶ ἡ ἔκτασή της μόνον ἀξιοθρήνητο μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ σὲ σύγκριση μὲ τὸ ἔνδοξο παρελθόν της. Ἡ ἴδια ἱστορία mutatis mutandis ἐπαναλαμβάνεται καὶ ἀλλοῦ ἐξαιτίας τοῦ ὑλισμοῦ ποὺ κατακλύζει ὅλες τὶς σύγχρονες κοινωνίες. στὴν Ἀγγλία οἱ κλασικὲς σπουδὲς διατηροῦνται ζωντανὲς χάρη κυρίως στὰ πανεπιστήμια τῆς Ὀξφόρδης, τοῦ καίμπριτζ καὶ τοῦ λονδίνου. στὴ γαλλία οἱ κλασικὲς σπουδὲς ἔχουν ὑποχωρήσει σημαντικά, ἐνῶ ζωηρὲς ἐμφανίζονται οἱ σπουδὲς αὐτὲς σήμερα στὴν Ἰταλία καὶ κατὰ δεύτερο λόγο στὴν Ἱσπανία. στὴ ρωσία καὶ τὶς πρώην ἀνατολικὲς χῶρες ἡ κατάσταση δὲν εἶναι σαφής, ἂν ἡ νέα ἡγεσία γνοιάζεται καθόλου γιὰ τὸ θέμα τῶν κλασικῶν σπουδῶν. στὴν Ἀμερικὴ μετὰ τὴν ἐνδυνάμωση τῆς κλασικῆς φιλολογίας στὰ πανεπιστήμια ὕστερα ἀπὸ τὴν ἄφιξη στὴν Ἀμερικὴ κορυφαίων ὲὐρωπαίων φιλολόγων ἡ ἀλλαγὴ καὶ ἡ κατάργηση τοῦ ἀνθρωπιστικοῦ παιδευτικοῦ κανόνα ἔθεσε ὡς στόχο ὄχι πλέον τὴν παιδεία ἀλλὰ τὴν ἀποδοτικότητα καὶ ἀποτελεσματικότητα τῆς γνώσης, πράγμα ποὺ ὁδήγησε στὸν παραγκωνισμὸ
Οι κλασικὲσ σπουδὲσ στην ὲλλαδα σημὲρα 69 καὶ ὑποβιβασμὸ τῆς κλασικῆς φιλολογίας. Ἴσως ἡ αὐξανόμενη συνειδητοποίηση τῆς σημασίας τοῦ νέου πεδίου τῶν πολιτισμικῶν σπουδῶν μπορεῖ νὰ δώσει νέα πνοὴ στὸ ἔργο ὅσων ἀσχολοῦνται μὲ τὶς κλασικὲς σπουδές, συμβάλλοντας ἔτσι στὴν ἑδραίωση τῆς θέσης τους ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ πανεπιστημίου. Ἡ κλασικὴ ὅμως φιλολογία στὴ μακρὰ διαδρομή της πέρασε καὶ ἀπὸ ἄλλες κρίσεις. Ἂς ἐλπίσουμε ὅτι μὲ τὴ βοήθεια καὶ τῶν ἴδιων τῶν φιλολόγων θὰ ξεπεράσει καὶ αὐτὴ τὴν κρίση, κυρίως γιατὶ τὰ θεμελιώδη θέματα τῆς ζωῆς διατυπώθηκαν γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ ρώμη. Χρειάζεται συνεργασία πολιτείας, κοινωνίας καὶ ἐκπαιδευτικῶν γιὰ νὰ θεωρηθοῦν ξανὰ οἱ ἀνθρωπιστικὲς κλασικὲς σπουδὲς ὡς σοβαρὸ πολιτιστικὸ ἀγαθὸ καὶ νὰ καλλιεργηθοῦν ἀναλόγως.