ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ «Η ιστορία ενός αιχµαλώτου»



Σχετικά έγγραφα
ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Γ ΤΑΞΗ

Απαντήσεις λυρισµό 2.

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

ΕΧΩ ΜΙΑ ΙΔΕΑ Προσπαθώντας να βρω θέμα για την εργασία σχετικά με την Δημοκρατία, έπεσα σε τοίχο. Διάβαζα και ξαναδιάβαζα, τις σημειώσεις μου και δεν

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

ROUSSI M. LOGOTEXNIA A GYMNASIOU ΤΟ ΠΙΟ ΓΛΥΚΟ ΨΩΜΙ

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το Α' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη Σμπώκου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Μεγάλο βραβείο, μεγάλοι μπελάδες. Μάνος Κοντολέων. Εικονογράφηση: Τέτη Σώλου

Στράτη Μυριβήλη: Η Ζωή εν Τάφω (αποσπάσµατα) «Η µυστική παπαρούνα» (Κ.Ν.Λ. Α Λυκείου, σσ )

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων

Χριστούγεννα. Ελάτε να ζήσουμε τα. όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Γυµνάσιο Σιταγρών Θεατρικοί διάλογοι από τους µαθητές της Α Γυµνασίου. 1 η µέρα. Χιουµορίστας: Καληµέρα παιδιά, πρώτη µέρα στο Γυµνάσιο.

ΤΡΙΓΩΝΑ ΚΑΛΑΝΤΑ. Τρίγωνα, κάλαντα σκόρπισαν παντού. κάθε σπίτι μια φωλιά του μικρού Χριστού. ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου

Νικηφόρου Βρεττάκου: «ύο µητέρες νοµίζουν πως είναι µόνες στον κόσµο» (Κ.Ν.Λ. Α Λυκείου, σ )

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΜΕΡΟΣ Ι. Τυμπανιστής:

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΠΑΙΔΙΩΝ. Τραγούδι:

«Πούλα τα όσο θες... πούλα ας πούµε το καλάµι από 200 ευρώ, 100. Κατάλαβες;»

ΞΕΝΙΑ ΚΑΛΟΓΕΡΟΠΟΥΛΟΥ. Το Σκλαβί. ή πώς ένα κορίτσι με τρεις φίλους και έναν παπαγάλο ναυλώνει ένα καράβι για να βρει τον καλό της

Η συγγραφέας Πένυ Παπαδάκη και το «ΦΩΣ ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ» Σάββατο, 21 Νοεμβρίου :20

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

(Σκηνικό η εξοχή ακούγονται πυροβολισµοί) Μπαίνουν δυο τσολιάδες λίγο βιαστικοί σα να µη θέλουν να τους δουν.

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ ΡΑΤΣΙΣΜΟΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΤΑΞΕΩΝ

Ενότητα 7. πίνακας του Γιώργου Ιακωβίδη

Μαρία Παντελή, Β1 Γυμνάσιο Αρχαγγέλου, Διδάσκουσα: Γεωργία Τσιάρτα

ΓΛΎΚ Α ΣΤΌΙΌΎ " ΘΈΝΤΑ ΜΙΜΗ Λ ΆΚ Η

Η ΕΣΤΙΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ. Αφηγητής = Η φωνή Ποιος Μιλά; Εστιαστής = Τα μάτια Ποιος βλέπει;

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Ο πόλεμος της ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ

Εργασία του Θοδωρή Μάρκου Α 3 Γυμνασίου. στο λογοτεχνικό ανάγνωσμα. «ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΜΕ ΦΤΕΡΑ» της Μαρίας Παπαγιάννη

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwω ψerβνtyuςiopasdρfghjklzx cvbn nmσγqwφertyuioσδφpγρa ηsόρ ωυdf ghjργklαzxcvbnβφδγωmζq wert

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Ο ΠΑΡΑΞΕΝΟΣ ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΥΝΕΧΕΙΑΣ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Δυο μάτια παιχνιδιάρικα :: Κάνουλας Κ. - Παγιουμτζής Σ. :: Αριθμός δίσκου: DT-142.

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

ΘΕΜΑΤΑ ΝΕΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ. Κυκλώστε τη μοναδική σωστή απάντηση στις ακόλουθες προτάσεις.

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Ονοματεπώνυμο: Γιώργος Κωνσταντινίδης Τάξη: Γ 5 Σχολείο: Γυμνάσιο Αγίου Αθανασίου Διδάσκουσα: Σελιώτη Χ Χριστοδούλου Βασιλική

ΤΑΞΗ Γ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ από τη δασκάλα Στέλλα Σάββα Παττίδου

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα. Εργασία Χριστίνας Λιγνού Α 1

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

«Το κορίτσι με τα πορτοκάλια»

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

6. '' Καταλαβαίνεις οτι κάτι έχει αξία, όταν το έχεις στερηθεί και το αναζητάς. ''

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Συμμετοχή στην έκθεση για τις προσωπικότητες της " Μη βίας"

Transcript:

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ «Η ιστορία ενός αιχµαλώτου» -Τίνος είν τά πρόβατα ; τον ρώτησα. -Του Χατζηµεµέτη, µου λέει όπως κι ο αγροφύλακας. -Μπας και ο αφέντης σου θέλει τσοπάνο; -Εφτά µέρες έχει που πάει στα Θειρα για παραγιό κι ακόµα δε βρήκε. Περίµενε αν θέλεις ώσπου να ρθει. Από τη δουλειά, ξέρεις; -Και ν αρµέξω και να βοσκήσω ξέρω. - Έ τότε πήγαινέ τα, βόσκοντας, ώσπου να ρθει. Ρίχ τα µές στα κουκιά. Ο αφεντικός είπε σήµερα να τ αµολήσουµε µέσα, να βοσκήσουν. Εγώ έφυγα σφυρίζοντας το κοπάδι, που µε άκουγε, σα να µε ήξερε. Κοντά το µεσηµέρι είδα τον Χατζηµεµέτη να ρχεται µόνος του καβάλα στο άλογό του. Πλούσιος άνθρωπος, µου φάνηκε, όπως καθόταν στη σέλα του. Τον φοβήθηκα. Ο τσοµπάνος τον ζύγωσε βοηθώντας τον να κατέβει. Εκείνος στάθηκε βλέποντας τα πρόβατα που περνούσαν από µπροστά του, και λέει στο Χασάν: -Αλλιώς τ άφησα κι αλλιώς τα βλέπω. Σαν καλοβοσκηµένα και κεφάτα. Ναι του λέει, έχουµε καινούργιο τσοµπάνο. Που ναι τος! Κι εγώ ψάχνω στα Θειρα να τον βρώ. Ο Χασάν µου έκανε νόηµα να ζυγώσω. Άρχισα να τρέµω. Από το φόβο δεν µπορούσα να τον δω στα µάτια. -Έλα κοντά, µου λέει. Εσύ τα βόσκησες τα πρόβατα; Από πού είσαι; -Από τη Μακεδονία, του λέω, απ το Κοσυφοπέδι. -Φαίνεσαι καλός, άξιος θα σε κρατήσω. Τυχερό µου ήσουν, να έρθεις στα πόδια µου. Κάθε µέρα πήγαινα στα Θειρα για τσοµπάνο και χωρίς τσοµπάνο γύριζα. Πώς σε λένε; -Μπεχτσέτ, του είπα. -Να σαι καλά, µου λέει. Θα πεινάς κιόλας. Πάµε σπίτι. Τραβήξαµε το δρόµο. Αυτός καβάλα κι εγώ πεζός. Θαρρούσα πως µε πήγαινε να µε κρεµάσει. --------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- -Φάγε, παιδί µου, µου λέει, µη βλέπεις εµένα. Εγώ νηστεύω. Το είχα τάξιµο να φύγουν οι Γκιαούρηδες και τρία χρόνια να νηστέψω. Κι ο µεγαλοδύναµος µ άκουσε. -Ναι, είπα. Αυτός κι όχι η δύναµή µας τους έδιωξε. Και κόπηκε η όρεξή µου. Έφαγα µια µπουκιά και τραβήχτηκα. Τραβήχτηκαν κι εκείνοι Μου δωσαν να στρίψω τσιγάρο, κι άρχισαν πάλι να µε ρωτούν από πού έρχοµαι. -Από τ Αϊντίν, τους είπα, γυρεύοντας δουλειά. -Τώρα εδώ που ήρθες, µου λένε, µη φοβάσαι. Θα περάσεις καλά. Οι Γιουνάνηδες έφυγαν. Εµείς διαφεντεύουµε. -Ναι είπα, έφυγαν, ας µη µιλάµε γι αυτούς. -«Ισµι ραχµάνι ραχίµ». Κι η κουβέντα γύρισε πάλι στην αρχή. -Τσοµπάνος είσαι; ρώτησε τ αφεντικό µου. Ξέρεις καλά την τέχνη; -Ναι του είπα. Να µε δοκιµάσεις αφεντικό κι αν µε βρεις άξιο, κράτησέ µε. -Αν είσαι όπως σε θέλω, δε θα σου λείψει τίποτα κοντά µου. Τι συµφωνία θέλεις να κάνουµε; -Για δύο µήνες, του λέω να γνωριστούµε καλύτερα, και µετά βλέπουµε. Κάνουµε άλλη συµφωνία τότε, για ένα ή δυο χρόνια, όπως εσείς θέλετε. Κι αυτό το είπα, γιατί είχαµε συµφωνήσει µε τον σύντροφό µου, απάνω στους δύο µήνες ν ανταµωθούµε.

-Καλά, µου λέει, ας είναι έτσι πόσα θέλεις; -Πενήντα µπαγκανότες, του λέω για τους δύο µήνες κι εγώ δεν ήθελα παρά µόνο το ψωµί µου. -Πολλά είναι, µου λέει. ιακόσια πενήντα γαλάρια, τρεις παραγιοί. ε βγαίνει. Πές λιγότερα. Κι αν είσαι άξιος και ξέρεις από τέχνη, άµα τελειώσει η πρώτη συµφωνία µας, θα σου τα δώσω. Πάρε τώρα τριανταπέντε και µείνε.- - Όχι, σαράντα, του λέγω, και θα µείνεις ευχαριστηµένος. -Ε καλά µου λέει, µε πέντε µπαγκανότες δε χάνουµαι. Τα ρούχα, το φαί σου, θα ναι από µένα, και στην πολιτεία θα κατεβαίνεις όποτε θέλεις. Μείναµε σύµφωνοι. Εκείνο το βράδυ είχανε ζιαφέτι. Πέρασα καλά. -Μπεχτσέτ, µου λέει τ αφεντικό µου, ξεχάστηκα. Θα θέλεις να κοιµηθείς, γιατί σαι κουρασµένος. Και µ οδήγησε στον οντά. Μου έδωσε µια κάπα και µου δειξε κάτι ρούχα, που τα είχαν πάγει από πριν οι γυναίκες. -Να, άλλαξε, µου λέει, και στρώσε, δικά σου είναι. Από το φόβο µου δεν έκλεισα µάτι. Όλο θαρρούσα πως θα µε παραδώσουν. Έτσι ξηµερώθηκα, τυλιγµένος στην κάπα µου. --------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------- Από τότε πέρασε καιρός. Κι ένα βράδυ που ρθε τ αφεντικό µου απ τα Θείρα µου λέει: -Έλα να σου πω ένα καλό µαντάτο -Ας είναι χαϊρλίδικο, του λέω. -Στον Αϊντίν έπιασαν έναν Γκιαούρη, που ήταν παραγιός σε Τούρκο κι έκανε το µουλσουµάνο. -Μίλα καλά, του λέω, πως πιάστηκε το σκυλί; κι η γλώσσα µου τραβήχτηκε κάτω. -Πήγε στο τζαµί να προσκυνήσει και δεν ήξερε να πλυθεί. Απ αυτό κι απ άλλα τον κατάλαβε ο χότζας, και στη στιγµή τον πήραν και τον κρέµασαν στην αγορά, στο µεγάλο πλάτανο. Κι απ τα σουσούµια που µου δωσε κατάλαβα πως ήταν ο σύντροφός µου. Έτσι, πρίν το Μάρτη ακόµα, κάναµε τη νέα συµφωνία µε πενήντα µπαγκονότες και τα έξοδα δικά του, όπως και πρίν. ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ 1. Στο κείµενο χρησιµοποιούνται α) λαϊκές εκφράσεις και λέξεις, β) ιδιωτισµοί, γ) τούρκικα γλωσσικά στοιχεία. Παραθέστε παραδείγµατα µέσα από φράσεις του κειµένου για κάθε κατηγορία και περιγράψτε τη λειτουργίας τους ως προς την εξέλιξη της υπόθεσης και την αφηγηµατική τεχνική. (Μονάδες 15) 2. Ποιες από τις αφηγηµατικές αρετές του ούκα εντοπίζετε στο απόσπασµα; (Μονάδες 20) 3. Η πλαστοπροσωπία και η προσποιητή συµπεριφορά αποτελούν βασική παράµετρο της αφήγησης στο απόσπασµα. Να σχολιάσετε το ρόλο τους τόσο στην οικονοµία της αφήγησης όσο και στη συναισθηµατική κατάσταση και τη δράση του ήρωα. (Μονάδες 20) 4. Να σκιαγραφήσετε την προσωπικότητα του Χατζηµεµέτη αποτιµώντας τη συµπεριφορά του στο απόσπασµα. (Μονάδες 20) 5. Και στα δύο αποσπάσµατα είναι διάχυτα το αντιπολεµικό και το αντιηρωικό στοιχείο. Με ποιους αφηγηµατικούς τρόπους αναπτύσσονται και σε ποιον βαθµό αυτά τα δύο στοιχεία στα δύο αποσπάσµατα. (Μονάδες 25)

«Ο λόφος µε τις παπαρούνες» Είναι και µια µέρα χαρούµενη µέσα στις άσκηµες µέρες της πορείας. Μια µέρα γαλάζια και κόκκινη, µε ανοιξιάτικον ουρανό, γεµάτη µαβιά µάτια, κόκκινα αγριολούλουδα και αργά µελαγχολικά τραγούδια. Ήταν ένας λόφος άλικος από τις παπαρούνες. Ξεκουραζόταν ένα Ρούσικο Σύνταγµα, που τραβούσε κι αυτό για το µέτωπο. Εκεί µας σταµατήσανε κ εµάς. Είχε νερό µπόλικο και πρασινάδα εκεί δίπλα. Στήσαµε πυραµίδες τα όπλα και φάγαµε κοντά τους. Μας σίµωσαν κάτι µεγαλόσωµα παλικάρια µε τριανταφυλλιά µάγουλα, µε χοντρές µπότες και µπλούζες παιδιάτικες δίχως κουµπιά. Τα πηλίκιά τους είχαν κεραµίδι στενούτσικο. -Γκίρτς; -Γκίρτς. -Κριστιάν; -Κριστιάν. -Ορτοντόξ; -Ορτοντόξ. Μας δεχτήκανε µε χαρές σχεδόν παιδιάτικες. Γελούσανε, και µεις γελούσαµε, µας χάριζαν κονσέρβες, σουγιάδες. Με τα µεγάλα τους χέρια µας χτυπούσανε στην πλάτη. Τραβούσανε και µας δείχναν από την τραχηλιά τους χρυσά, σιντεφένια σταυρουδάκια και φυλαχτάρια κρεµασµένα µε αλυσιδίτσες. Σταυροκοπιόντανε µε τον ορθόδοξο τρόπο. -Κριστιάν! Κριστιάν! Φάγαµε µαζί, κουβεντιάσαµε ώρες δίχως να καταλαβαίνει γρί ο ένας απ τη γλώσσα τ αλλουνού. Όµως συνεννοηθήκαµε περίφηµα. Η αγάπη κ η όχτρα έχουνε διεθνή γλώσσα. Βρήκα κ ένα νεώτατον αξιωµατικό, λεπτοκαµωµένο σαν κορίτσι, µε µεγάλα γυαλιά και γελαζούµενα χείλη, που θυµόταν απ το σκολειό του µερικά αρχαία, τσάτρα-πάτρα. Τα µαλλιά του ήταν ξανθιά σαν του καλαµποκιού, είχε κ ένα χρυσό µουστακάκι. -Ηµείς ρούσιαν λίαν Έλληνες αγαπώµεθαν! Οδησσόν λίαν Έλληνες! Λίαν! Πήρε ύφος και µου απάγγειλε κάτι αλαµπουρνέζικα, πού, όπως µε βεβαίωσε, ήταν Όµηρος από το πρωτότυπο. Κατόπι κάµανε µια µεγάλη χορωδία και µας τραγούδησαν λαϊκά τραγούδια. Κάµποσοι τα κοµπανιάριζαν µε κάτι µακριές µπαλαλάικες πού τις σήκωναν στη ράχη σταυρωτά µε το ντουφέκι τους. εν κατάλαβα τα λόγια των τραγουδιών, µα σίγουρα θα µιλούσανε για ένα δάσος χιονισµένο, για ένα χωριό χιονισµένο, που οι µπουχαρίδες των καλυβιώ του θυµιάζουνε γαλάζιον καπνό µέσα στον παγωµένον αγέρα. Ξανθιές γυναίκες µε χοντρές πλεξούδες κάθουνται πίσω απ τα κλειστά τους τζάµια, µε το λευκό κούτελο ακουµπισµένο στο γυαλί. Σκουπίζουν αργά µε το δάχτυλο τ αχνισµένο τζάµι και βλέπουνε στα χαµένα, µακριά, µακριά, το ρούσικο κάµπο που δεν τελειώνει παρά στα ουρανοθέµελα. Μέσα στην απέραντη πλατωσιά, ένα µονοπάτι χαραγµένο στο χιόνι από τα ελκηθρα. Ένα µονοπάτι που πήρε τα παλικάρια του χωριού και τα πήγε µακριά, µακριά, πέρα από τα σταχτιά ουρανοθέµελα. Ίσως και πέρα από τη ζωή. Οι µορφές των τραγουδιστάδων ήταν σοβαρές, τα παιδιάτικά τους τα σλάβικα µάτια βούρκωναν. Σαν τελείωσαν το τραγούδι µείναµε πολλήν ώρα ακίνητοι µαζί τους, ταξιδεύοντας πάνω στα φτερά της µουσικής, που ενώνει τις καρδιές γιατ είναι η γλώσσα τους η πανανθρώπινη. Σαν κάµαµε τις τετράδες για να φύγουµε, οι Ρούσοι βάλανε παπαρούνες µέσα στις µπούκες των ντουφεκιώ µας. Ήτανε σα µια παράξενη λιτανεία µε ατσαλένιες λαµπάδες, που στην κορφή τους άναβε η πιο χαρούµενη φλόγα. - Αντίο! Αντίο! Ο πολύ νέος αξιωµατικός πετά το καπέλο του, λυγερός, σχεδόν διάφανος µέσα στο φως. -Χαίρε, λίαν, Έλληνες! Χαίρε!

Πόση αγάπη υπάρχει στον κόσµο! Άφθονη σαν ποτάµι που χύνεται µέσα σ έναν κάµπο. Ανθισµένη σαν ένας λόφος κόκκινος από τις παπαρούνες, που σε φωνάζουνε να τις κόψεις. εν έχεις παρά να σκύψεις να τις κόψεις. (Στρατής Μυριβήλης, «Η ζωή εν τάφω») ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ 1. α). Λαϊκές εκφράσεις και λέξεις : «παραγιός, να τ αµολήσουµε, µπακανότες, µαντάτο, χαϊρλίδικο» β). Ιδιωτισµοί : «τυχερό µου ήσουν, τραβήξαµε το δρόµο, δε χάνουµαι» γ). Τούρκικα γλωσσικά στοιχεία : «Ισµι ραχµάνι ραχίµ» «ζιαφέτι», «οντά», (αλλά και προτάσεις µε το ρήµα στο τέλος, χαρακτηστικό των Τούρκων όπως) «και τρία χρόνια να νηστέψω». Αυτά τα γλωσσικά στοιχεία προσδίδουν αµεσότητα και ζωντάνια στην αφήγηση και αποδίδουν µε πειστικότητα τη λαϊκότητα των διαλόγων καθώς και του αφηγητή. Είναι γνωρίσµατα ύφους και περικλείουν τον αυθορµητισµό του προφορικού λόγου συνδέοντας την αφήγηση του ούκα µε τα λαϊκά παραµύθια και την αποµνηµονευµατογραφία. Επίσης οι λέξεις είναι ανάλογες του χαρακτήρα και του κοινωνικού επιπέδου των προσώπων που τις χρησιµοποιούν. Το γεγονός αυτό σε συνδυασµό µε τη χρήση πολλών τούρκικών λέξεων και ιδιωµατισµών είναι βασικά χαρακτηριστικά της πλαστοπροσωπίας και της απόκρυψης της ταυτότητας του αφηγητή και έτσι προωθούν την εξέλιξη της υπόθεσης και την πειστικότητα της µεταµφίεσής του. Τέλος ιστορικό στοιχείο της ζωής των Μικρασιατών αποτελεί ο επηρεασµός της σύνταξης από την τουρκική γλώσσα όπου το ρήµα µπαίνει στο τέλος της πρότασης, ενδεικτικό των τουρκόφωνων περιοχών στις οποίες ζούσαν συγγραφέας και αφηγητής. Οι γλωσσικές του επιλογές συνάδουν µε τη λογοτεχνική επιλογή της απλότητας και της προφορικότητας του ύφους και προσδίδουν στο κείµενο ρεαλισµό, ενισχύουν την «αλήθεια» του ως κειµένου που εδράζεται σε ιστορικά γεγονότα. 2. Παρακολουθώντας το συγκεκριµένο απόσπασµα παρατηρούµε πως και εδώ όπως και σε ολόκληρο το έργο η αφήγηση γίνεται πάντοτε σε πρώτο πρόσωπο µε τρόπο αβίαστο και πειστικό, δίνοντας τα γεγονότα µέσα από την οπτική γωνία του αφηγητή, ο οποίος όχι µόνο συµµετέχει στα γεγονότα αλλά είναι και ο κύριος µοχλός της δράσης. Και όλα αυτά µέσα από µια προφορική αφήγηση χωρίς κανένα περιττό στολίδι, µε την τραχύτητα αλλά και τη ζωντάνια της ντοπιολαλιάς των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, την απλότητα και τον αυθορµητισµό της λαϊκής ψυχής. Καθολικά στο απόσπασµα κυριαρχεί ο διάλογος, φυσικός, κοφτός, ικανός να αποτυπώσει µέσα σε λίγες γραµµές, άµεσα και χωρίς περιγραφικές λεπτοµέρειες τις διακυµάνσεις της πλοκής και αποτελεί τον κύριο άξονα γύρω από τον οποίο έχουµε εξέλιξη της υπόθεσης. Ο διάλογος σε συνδυασµό µε την αφήγηση αποτυπώνουν τις ιδιαίτερες λεπτοµέρειες µέσα από τις οποίες ο αναγνώστης σκιαγραφεί την προσωπικότητα και τον ψυχικό κόσµο των ηρώων (του αφηγητή, του Χατζηµεµέτη, των υπόλοιπων βοσκών). Ένας διάλογος γεµάτος ένταση και απόλυτα ρεαλιστικός ο οποίος γίνεται σε µικρασιατικά ελληνικά µε διάφορες τούρκικες λέξεις (π.χ. «Ισµι ραχµάνι ραχίµ») ενισχύοντας τη φυσική ροή της οµιλίας της αφήγησης καθώς και επαυξάνοντας τη ζωντάνια των περιγραφικών µερών. ιάσπαρτα επίσης στο απόσπασµα είναι το ξερό και απλοϊκό ύφος του αφηγητή το οποίο σε συνδυασµό µε την απουσία µεγάλων περιόδων και την έλλειψη περιγραφών φέρνουν πιο κοντά τον αναγνώστη τόσο στον ήρωα όσο και στα γεγονότα. Τέλος η φυσιολογική εξέλιξη των γεγονότων και ο άριστος τρόπος µε τον οποίο συνδέονται δεν δηµιουργεί χάσµατα ούτε εναλλαγές συναισθηµάτων. Αρκετά συµβάντα παραλείπονται (αναφέρονται µόνο τα στοιχεία της καθηµερινότητας που εξυπηρετούν την αφήγηση) όταν δε θεωρούνται αναγκαία ενισχύοντας τη γενικότερη οικονοµία της αφήγησης. Μέσα λοιπόν από αυτή την αφηγηµατική ροή αποδίδονται µε αδρό τρόπο όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που προσδίδουν στο κείµενο την προφορικότητα της αφήγησης και τη λαϊκή του καταγωγή. Όλα αυτά σε συνδυασµό µε την σχεδόν ολοκληρωτική απουσία εκφραστικών µέσων περίτεχνων και σχηµάτων λόγου αποδίδουν στο έργο έναν χαρακτήρα ρεαλιστικό. Και αυτός ο

ρεαλισµός και η απλότητα, η τραχύτητα του λόγου είναι που έκαναν αυτό το έργο διαχρονικό. Αυτή η εκφραστική λιτότητα είναι που φέρνει το κείµενο κοντά στη σύγχρονη δεκτικότητα που δεν αρέσκεται σε συναισθηµατικές εξάρσεις και λυρισµούς. Και κυρίως µέσα από το διάλογο, µέσα από την άµεση, µεστή γραφή του ούκα το κείµενο δεν κουράζει αλλά αναδεικνύει συναισθήµατα στον ενεργό αναγνώστη παρουσιάζοντας τα πρόσωπα δυναµικά (µέσα από τη δράση τους), χωρίς σχολιασµούς και ερµηνείες. Μ αυτόν τον τρόπο, µε την απουσία δηλαδή κάθε συναισθήµατος, εθνικού ή προσωπικού, επιτυγχάνεται η αντικειµενικότητα της µατιάς του, ενισχύεται το αντιπολεµικό του µήνυµα και γίνεται το διαχρονικό αίτηµα όλων των γενιών για συναδέλφωση των λαών µακριά από εθνικές διακρίσεις. 3. Μέσα από το συγκεκριµένο απόσπασµα παρακολουθούµε την ολοκληρωτική επίδραση που έχει η µεταµφίεση του ήρωα σε Τούρκο στη συµπεριφορά αλλά και στην ψυχολογία του. Έτσι βλέπουµε τον αφηγητή : - Στην πρώτη του συνάντηση µε το Χατζηµεµέτη να δηλώνει «Άρχισα να τρέµω. Από φόβο δεν µπορούσα να τον δω στα µάτια». - Στη συνέχεια, καθώς οδηγείται στο σπίτι αναφέρει, «Θαρρούσα πως µε πήγανε να µε κρεµάσει». - Στο τέλος της νύχτας, όταν ξάπλωσε αναφέρει «Από το φόβο µου δεν έκλεισα µάτι. Όλα θαρρούσα πως θα µε παραδώσουν. Έτσι ξηµερώθηκα, τυλιγµένος στην κάπα µου». -Συστήνεται ως Μπεχτσέτ (το όνοµα του πρώτου Τούρκου που συναντά µετά τη µεταµφίεσή του σε µουσουλµάνο, του Γιουρούκη Μπεχτσέτ Αλή). - Αναφέρει υποκριτικά στον Χατζηµεµέτη ότι η δύναµη του Αλλάχ έδιωξε τους Έλληνες «αυτός και όχι η δύναµή µας τους έδιωξε». -Χαρακτηρίζει µε υπερβάλλοντα ζήλο «σκυλί» τον Έλληνα που συνέλαβαν και κρέµασαν οι Τούρκοι, δηλαδή το σύντροφό του. Γενικά η συµπεριφορά του αφηγητή καθώς και η εξέλιξη της υπόθεσης δοµούνται γύρω από το χαρακτηριστικό της πλαστοπροσωπίας η οποία αποτελεί και τον κύριο µοχλό της πλοκής. Απελευθερώνει τον ήρωα, κατανικά το φόβο του και τον εντάσσει σ ένα υπό άλλες συνθήκες άγνωστο, αφιλόξενο και εχθρικό περιβάλλον, αυτό του τουρκικού πλέον εδάφους. Αποτελεί λοιπόν το εισιτήριό του, αργότερα το διαβατήριο, µια που αυτή η πλαστοπροσωπία τον οδηγεί ακόµη και στην καρδιά της τουρκικής γραφειοκρατίας και διαφθοράς µε τις γνωριµίες του αφεντικού του. Με αυτόν τον τρόπο η απόκρυψη της ταυτότητας αποτελεί και τον κύριο κορµό της αφήγησης. Η ένταξη όµως στην τουρκική κοινωνία δεν αναιρεί την πραγµατικότητα. Η αλήθεια του έργου είναι ότι ο αφηγητής µέσα του δεν παύει ποτέ να αισθάνεται το ελληνικό σκίρτηµα. Η ελληνική του ψυχή εγκλωβίζεται στο αδιέξοδο που βιώνει σε εθνικό, θρησκευτικό και προσωπικό επίπεδο. Αυτή η εσωτερική πάλη, αυτή η αντιπαράθεση ψεύτικης- αληθινής ταυτότητας, εσωτερικής εξωτερικής υπόστασης είναι που τον παρακινεί σε δράση, είναι αυτή που αποτελεί τον κινητήριο µοχλό και τον «εµποτίζει» µε την ιδέα της διαφυγής. Γιατί ξέρει πως γίνεται δεκτός θετικά - φυσιολογικά γιατί τον αντιµετωπίζουν ως Τούρκο. Αν ήξεραν την αλήθεια θα βίωνε την οργή και το µίσος των Τούρκων. Και µέσα από αυτή την πλαστοπροσωπία γεννιούνται και όλα αυτά τα συναισθήµατα του φόβου, του θυµού για τα δεινά των συµπατριωτών του, της αδικίας και της αγανάκτησής του που φτάνουν στην κορύφωση µε την είδηση του θανάτου του συντρόφου του. Και αυτά τον ωθούν στο να επιδείξει υπερβάλλοντα ζήλο (αποκαλεί «σκυλί» το σύντροφό του!) αλλά και τον κάνουν να µάχεται να αποκρύψει την πραγµατική του ταυτότητα και συναισθήµατα, να αισθάνεται µοναξιά και να νιώθει αποµονωµένος. Η ουσιαστική λοιπόν ανωνυµία του ήρωα σε µια τόσο προσωπική ιστορία σε συνδυασµό µε την αφηγηµατική τεχνική µετουσιώνουν το ατοµικό βίωµα σε συλλογικό, υποστηρίζουν και ενδυναµώνουν το αντιπολεµικό µήνυµα του έργου. Και µέσα από αυτά επιτελείται τελικά η «αριστοτελική κάθαρση».

4. Ο Χατζηµεµέτης παρουσιάζεται µέσα από το κείµενο ως άξιος οικογενειάρχης και καλός νοικοκύρης. Ξέρει να καταµερίζει τις ευθύνες, ξέρει να οργανώνει και να επιβλέπει την κτηνοτροφική του µονάδα. Μέσα από το απόσπασµα βλέπουµε πως είναι ένας έµπειρος κτηνοτρόφος µε απίστευτη ικανότητα να κρίνει και να επιλέγει το κατάλληλο προσωπικό (η αναζήτηση βοσκού κρατάει µέρες όµως µπορεί µε την πρώτη µατιά να διακρίνει την αξιοσύνη και τις ικανότητες του Μπεχτσέτ).Παρόλη όµως την εµπειρία του είναι εργατικός, µια που τον βλέπουµε να ασχολείται συνεχώς µε τις υποθέσεις του σπιτιού αλλά και αξιοκρατικός, ανταµείβει την εργατικότητα και φροντίζει για την ξεκούραση των βοσκών του. Είναι όµως και σκληρός διαπραγµατευτής (επιµένει µέχρι τέλους στις διαπραγµατεύσεις µε το Μπεχτσέτ) αλλά και διορατικός επαγγελµατίας. Ανταποκρίνεται πλήρως στο αντρικό πρότυπο της πατριαρχικής τουρκικής κοινωνίας της εποχής, άξιος διαφεντευτής του σπιτιού µε απόλυτη εξουσία σε γυναίκες και προσωπικό (στέλνει τις γυναίκες να στρώσουν). Ως άνθρωπος ο Χατζηµεµέτης αποτυπώνεται ως ένας ένθερµος πατριώτης, φανατικός πολέµιος των Ελλήνων (νηστεύει τρία χρόνια για την νίκη των Τούρκων και τον εκτοπισµό των Ελλήνων). Πιστός µουσουλµάνος, τηρώντας όλες τις διατάξεις του Κορανίου καθώς και τα ήθη και τα έθιµα της εποχής. Μέσα από τα λόγια του διακρίνουµε έναν άνθρωπο παραδοσιακό και συντηρητικό που τον διακρίνει όµως η τιµιότητα και η καλοσύνη. Μια καλοσύνη που για το προσωπικό του και ιδιαίτερα για τον Μπεχτσέτ φτάνει στα όρια της πατρικής στοργής «Φάγε, παιδί µου». Φιλόξενος, περιποιητικός, γενναιόδωρος, αφού δεν αργεί να δεχτεί στο οικογενειακό του περιβάλλον τον «ξένο» γι αυτούς (χωρίς να ξέρει πόσο «ξένος» πραγµατικά ήταν), Μπεχτσέτ µε χαρά (τον φιλεύει, του προσφέρει τσιγάρο µετά το φαγητό, έτοιµο κρεβάτι). Μολαταύτα, θέλει να ξέρει τα πάντα γι αυτόν τόσο για την καταγωγή όσο και για την οικογενειακή του κατάσταση (να ξέρει από πού κρατά η σκούφια του). Θα πρέπει πάντως να παρατηρήσουµε πως ο Χατζηµεµέτης παρουσιάζεται ως ένας άνθρωπος κοινωνικά καταξιωµένος, καλοστεκούµενος και µάλιστα µια προσωπικότητα ευρείας αποδοχής. Και χρησιµοποιούµε τον όρο «παρουσιάζεται» γιατί δεν πρέπει να ξεχνούµε και τη συγγραφική αφηγηµατική παρέµβαση. Αφηγητής και συγγραφέας αποτιµούν θετικά την προσωπικότητα του Χατζηµεµέτη παρά την τουρκική του εθνικότητα. Τον παρατηρούν µε αντικειµενική µατιά ως µια ηλιαχτίδα στο ζοφερό περιβάλλον της Τουρκικής πλέον επικράτειας. Ας µη λησµονούµε πως ακόµα και η ίδια η προσωπικότητα του Χατζηµεµέτη προσδίδει αντιπολεµικότητα στο έργο. Και είναι τόσο αληθοφανής, τόσο αληθινή θα τολµούσαµε να πούµε η προσωπικότητα αυτή, που αν την εξετάσουµε µε βάση τον εθνικιστικό της φανατισµό αποδίδεται ξεκάθαρα η αλήθεια του πολέµου, η εξαχρείωση και η αποκτήνωση που επιφέρει στον άνθρωπο (ακόµα και τον πιο καλοσυνάτο) ο πόλεµος. Ο Χατζηµεµέτης δε θα ήταν ο ίδιος προς τον Μπεχτσέτ αν ήξερε ότι είναι Χριστιανός. Θα τον σκότωνε και αυτό είναι που φέρνει τελικά τον Χατζηµεµέτη στα ανθρώπινα µέτρα. εν τον εξιδανικεύει, δεν του προσάπτει ευθύνες. Και εδώ εντοπίζεται το βαθύ αντιπολεµικό µήνυµα του έργου. 5. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της συγγραφικής παραγωγής των πεζογράφων της Αιολικής σχολής είναι το αντιηρωικό αντιπολεµικό στοιχείο. Ωστόσο οι διαφορές στον τρόπο µε τον οποίο αυτό το στοιχείο παρουσιάζεται και διαχέεται στα δύο κείµενα είναι πολλές. Ξεκινώντας από το κείµενο του Μυριβήλη έχουµε να παρατηρήσουµε πως στο συγκεκριµένο απόσπασµα δεσπόζουσα θέση κατέχει η περιγραφή. Τα περιγραφικά µέρη, δοσµένα µε πολλές λεπτοµέρειες «µια µέρα γαλάζια και κόκκινη, µε ανοιξιάτικον ουρανό», «Βρήκα έναν νεώτατον αξιωµατικό, λεπτοκαµωµένο σαν κορίτσι, µε µεγάλα γυαλιά», κυριαρχούν ενώ ο διάλογος και η αφήγηση περνούν σε δεύτερη µοίρα δίνοντας στο κείµενο χαρακτήρα συναισθηµατικό και ροµαντικό. Όλα αυτά όµως κάτω από το πρίσµα µιας πρωτοπρόσωπης αφήγησης γεµάτης λυρικές εξάρσεις, προσωπικές κρίσεις και συµπεράσµατα «ταξιδεύοντας πάνω στα φτερά της µουσικής, που ενώνει τις καρδιές γιατ είναι µια γλώσσα πανανθρώπινη», «Πόση αγάπη υπάρχει στον κόσµο! Άφθονη σαν ποτάµι». Λέξεις σύµβολα όπως «οι παπαρούνες» αποτυπώνουν το αντιπολεµικό µήνυµα του κειµένου δοσµένες µέσα από ένα τοπίο σχεδόν εξωπραγµατικό µοιάζει µ έναν παραµυθένιο τόπο µέσα στη δίνη του πολέµου. Η συµπάθεια και η αγάπη για τους Ρώσους πέρα από τις µελιστάλακτες περιγραφές αποδίδεται και µέσα από την ευρεία χρήση ρωσικών λέξεων «Κριστιάν», «Ορτοντόξ»,

«µπαλαλάικες», τα οποία αναµεµειγµένα µε τις λαϊκές λέξεις και φράσεις «κοµπανιάριζαν», «πλατωσιά» δίνουν στο έργο έναν χαρακτήρα υπερεθνικό, πανανθρώπινο. Τέλος η ευρεία χρήση επιθέτων, φορτισµένων θετικά, περιγράφοντας τους τρόπους και το χαρακτήρα των Ρώσων στρατιωτών αποκρυσταλλώνουν το έντονα αντιπολεµικό στοιχείο και την αξίωση της συναδέλφωσης των λαών. Από την άλλη, στο κείµενο του ούκα, πέρα από την πρωτοπρόσωπη αφήγηση και την εσωτερική της εστίαση, που αποτυπώνουν την αυτοδιηγητικότητα, το αντιηρωικό αντιπολεµικό στοιχείο δίνεται µέσα από τελείως διαφορετικούς αφηγηµατικούς τρόπους. Έχουµε σχεδόν ολοκληρωτική απουσία περιγραφικών µερών, ενώ κυριαρχούν η αφήγηση και ο διάλογος σε µία αρµονική σύζευξη. Μέσα από αυτά ο αφηγητής αποδίδει γεγονότα, τα δεινά που προξενούνται από τον πόλεµο και το πώς αυτός διαφοροποιεί τη συµπεριφορά Ελλήνων και Τούρκων, ειδικά των αµάχων. Έντονες και σ αυτό το απόσπασµα είναι οι περιπτώσεις καλοσύνης και ανθρωπιάς «Φάγε παιδί µου», «Μου δωσαν να στρίψω τσιγάρο», «Αν είσαι όπως σε θέλω, δε θα σου λείψει τίποτα κοντά µου», που όµως αποδίδονται κυρίως µέσ από το διάλογο και τα ίδια τα λόγια των ηρώων, χωρίς αφηγηµατική παρέµβαση µε περιγραφές, χωρίς αξιολογικές κρίσεις και συµπεράσµατα. ιάσπαρτες κι εδώ λαϊκές φράσεις και τούρκικες λέξεις µε κυρίαρχα όµως τα ρήµατα και τα ουσιαστικά, όχι τα επίθετα. εν προσάπτονται ευθύνες, δε διερευνώνται αίτια συµπεριφοράς, απουσιάζει κάθε φανταστικό ή υπερπραγµατικό στοιχείο, κάθε συναισθηµατική έξαρση. Με τρόπο άµεσο και λιτό αποδίδεται η αλλοτρίωση που επιφέρει ο πόλεµος στον άνθρωπο ο οποίος έτσι δε καταγγέλεται µονόπλευρα αλλά σφαιρικά και υπερεθνικά. Τέλος έχουµε ένα κείµενο όπου απουσιάζουν σχεδόν ολοκληρωτικά τα σχήµατα λόγου και τα περίτεχνα εκφραστικά µέσα (παροµοιώσεις, προσωποποιήσεις κλπ), στυλ που προσιδιάζει σε κείµενο ιστορικού χαρακτήρα, ενισχύοντας έτσι και τον τίτλο του διηγήµατος «Ιστορία ενός αιχµαλώτου». Επιµέλεια: Βασίλης Πετροµελίδης, ηµήτρης Τζιµογιάννης