ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ



Σχετικά έγγραφα
Η ιστορική εξέλιξη των μουσείων από την Αρχαία Ελλάδα έως και τον 20ο αιώνα

ICOM και ΜΟΥΣΕΙΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

Ελληνικό Παιδικό Μουσείο Κυδαθηναίων 14, Αθήνα Τηλ.: , Fax:

Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Η Βιβλιοθήκη του ΕΜΣΤ και η ψηφιοποίηση των συλλογών των έργων τέχνης και των αρχείων του Μουσείου

ΝΕΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΚΟΙΝΟΥ ΤΩΝ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΠΛΑΙΣΙΟΥ ΠΡΟΣΟΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Συνεργασία για την Ανοικτή Διακυβέρνηση. Σχέδιο Δράσης

ΤΙΤΛΟΣ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΓΕΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

Β2. β) Πρώτα απ όλα: Αρχικά παράλληλα: ταυτόχρονα εξάλλου: άλλωστε

Μουσεία και Εκπαίδευση (υποχρεωτικό 3,4 εξ.) Προσδοκώμενα αποτελέσματα: Στη διάρκεια του μαθήματος οι φοιτητές/τριες

Ελληνικό Παιδικό Μουσείο Κυδαθηναίων 14, Αθήνα Τηλ.: , Fax:

«ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΔΗΜΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ»

ΚΕΝΤΡΟ ΕΦΑΡΜΟΣΜΕΝΗΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

Ακαδημαϊκή Πιστοποίηση Προγράμματος Προπτυχιακών Σπουδών (ΠΠΣ) ΣΤΟΧΟΘΕΣΙΑ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΔΡΑΣΕΩΝ

Τσικολάτας Α. (2011) Οι ΤΠΕ ως Εκπαιδευτικό Εργαλείο στην Ειδική Αγωγή. Αθήνα

web mobile multimedia ανάπτυξη εφαρμογών

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

Επιμορφωτικό πρόγραμμα: «Εκπαιδευτικές δράσεις σε μουσειακά περιβάλλοντα (κύκλος Α )»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Μουσειολογία φυσικών επιστημών Ενότητα 2 η : Στοιχεία έκθεσης και ερμηνείας των μουσείων ΦΕΤ

ΓΡΑΦΕΙΟ ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΗΣ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗΣ ΦΟΙΤΗΤΩΝ ΚΑΙ ΝΕΩΝ ΑΠΟΦΟΙΤΩΝ ΕΜΠ

Κοινωνική Οικονομία Συνεταιριστική Επιχειρηματικότητα

Εναρκτήρια Εισήγηση. Ιωάννης Ανδρέου Προϊστάμενος Τμήματος Περιφερειακής Πολιτιστικής Πολιτικής, Φεστιβάλ και Υποστήριξης Δράσεων/ΔΠΔΕ/ΥΠΠΟΑ/.

Διεύθυνση Εθνικού Αρχείου Μνηµείων

Δομή και Περιεχόμενο

Η ΣΥΝΕΧΙΖΟΜΕΝΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ-ΜΕΛΗ ΤΗΣ Ε.Ε: ΘΕΣΜΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ

Επενδύοντας στον Πολιτισμό: Η εμπειρία του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Investing in Culture: The Experience of the National Archaeological Museum

Μελέτη Περίπτωσης Νέο Μουσείο Ακρόπολης

Ποια είναι η διάρθρωση του προγράμματος Erasmus+;

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ. Στο σχέδιο νόμου «Ίδρυση Οργανισμού Βιβλίου και Πολιτισμού» Προς τη Βουλή των Ελλήνων

Καθορισμός των ειδικότερων καθηκόντων και αρμοδιοτήτων των προϊσταμένων των περιφερειακών

Ανοικτή Πρόσβαση και αρχαιολογικά Δεδομένα.

Αποτυπώσεις Μνημείων και Αρχαιολογικών Χώρων

Ο σχεδιασμός για προστασία της «παλιάς πόλης» ως σχεδιασμός της «σημερινής πόλης»

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΡΧΕΙΟΥ. «Δημιουργία Κέντρου Ανάδειξης της Ραδιοτηλεοπτικής Ιστορίας της ΕΡΤ στα δύο διατηρητέα κτίρια επί των οδών Ρηγίλλης και Μουρούζη».

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΡΑΣΗΣ ΔΙΚΤΥΟΥ ΕΛΛΗΝΩΝ ΑΙΡΕΤΩΝ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

185 Πλαστικών Τεχνών και Επιστημών της Τέχνης Ιωαννίνων

Πολιτική Διασφάλισης Ποιότητας Διεθνούς Πανεπιστημίου της Ελλάδος

«ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ» ANAPARASTASIS - rendering - animation - VR - stereoscopic presentation

Η σχέση και η αλληλεπίδραση της ΚΔΒΚ με τους επιστημονικούς φορείς της περιοχής

ΠΡΟΤΥΠΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΔΙΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ

Τμήμα Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης (676)

Βλ. σχετικά στο έγγραφο Φ.3/1105/141440/ Δ1/ , άρθρα 18 και 25

Υποστήριξη της λειτουργίας των Συμβουλίων Ένταξης Μεταναστών (ΣΕΜ)

Ειδικός Λογαριασμός Κονδυλίων Έρευνας Πολυτεχνείο Κρήτης

(β) Αρμοδιότητες Τμήματος Πολιτισμού Αθλητισμού & Παιδείας (Αρμοδιότητες σε θέματα Παιδείας και Δια Βίου Μάθησης) 1. Μεριµνά για την εξασφάλιση των

Διάταξη Θεματικής Ενότητας ΕΛΠ42 / Αρχαιολογία στον Ελληνικό Χώρο

Πληροφορίες για το Εθνικό Πλαίσιο Προσόντων

Ομιλία Δημάρχου Αμαρουσίου Γιώργου Πατούλη Έναρξη λειτουργίας Γραφείου Ενημέρωσης ΑΜΕΑ

ΚΕΝΤΡΟ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΥΔΑΤΩΝ (ΚΕ.Ο.Δ.Υ.) ΣΧΕΔΙΟ ΙΔΡΥΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ / ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ, ΦΤΩΧΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ

Πολιτιστικό απόθεμα της Εύβοιας: καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ 2015

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 2. ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ;

γνωστικό περιβάλλον της Κοινωνίας της Πληροφορίας, Προπτυχιακών και Μεταπτυχιακών Σπουδών με σύγχρονες μεθόδους,

και τους δύο (2) μήνες για την νησιωτική, με τη συναίνεση του κατόχου του, που δηλώνει την εισαγωγή του. Εάν ο δηλών δεν επιθυμεί να παραμείνει το

Ενέργεια : Πρακτική Άσκηση και Γραφεία Διασύνδεσης Η παρούσα Ενέργεια στοχεύει, μέσω δύο διακριτών παρεμβάσεων, στην ουσιαστική σύζευξη της

ΔΙΑΖΩΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΟΝΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗ ΧΩΡΙΚΗ ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΙΑ

Διαπολιτισμική Εκπαίδευση

Fiche N /File Nr 6: COM-Part - p. 1

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 26 Οκτωβρίου 2010 (04.11) (OR. fr) 15448/10 CULT 97 SOC 699

Εισήγηση της ΓΓΠΠ Αγγέλας Αβούρη στην ενημερωτική συνάντηση για τη δημιουργία Οργανισμού Τουριστικής Ανάπτυξης ( )

ΑΝΩΤΑΤΟ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ

ΟΙΚΟΜΟΥΣΕΙΑ - ΜΙΑ ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΚΛΗΣΗ. Το παράδειγμα του προτεινόμενου Οικομουσείου στα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής

ΠΡΑΞΗ: «ΜΟ.ΔΙ.Π» (Μονάδα Διασφάλισης Ποιότητας) του Πανεπιστημίου Μακεδονίας» Κωδικός MIS ΥΠΟΕΡΓΟ:

Κέντρα αριστείας Jean Monnet

Η ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ALPHA BANK

Αικατερίνη Πετροπούλου Βιβλιοθήκη, Πανεπιστήµιο Πελοποννήσου

ΣΥΝΤΗΡΗΤΗΣ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ & ΕΡΓΩΝ ΤΕΧΝΗΣ

ΚΕΝΤΡΟ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

ΤΙΤΛΟΣ: ΚΥΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΑΥΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ

Η αξιοποίηση των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και

3. ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΥΠΟΨΗΦΙΩΝ ΠΟΥ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΔΕΚΤΟΙ ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ - ΤΡΟΠΟΣ EΝΤΑΞΗΣ

ΨΗΦΙΑΚΗ ΑΝΑΔΕΙΞΗ ΤΟΥ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΑΠΟΘΕΜΑΤΟΣ ΤΟΥ Ν. ΧΑΝΙΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Πειραιά Τεχνολογικού Τομέα. Ιστορία Κατασκευών

ΣΧΕΔΙΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΟΜΑΔΩΝ ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΙΚΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΚΑΛΛΙΘΕΑΣ

«Κοινωνική Οικονομία Μια Εναλλακτική Πρόταση»

ΤΟ ΠΡΟΦΙΛ ΤΟΥ ΑΠΟΦΟΙΤΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Στατιστικά στοιχεία για την Κρατική Χρηματοδότηση για δραστηριότητες Έρευνας και Ανάπτυξης. Συνάντηση εργασίας ΕΚΤ Δρ Νένα Μάλλιου Αθήνα,

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΡΕΥΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

στο σχέδιο νόµου «Κύρωση του Μνηµονίου Συνεργασίας

Θέλετε να διαθέσετε ένα αρχείο στο διαδίκτυο;

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI ΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

ΙΚΤΥΟ ΟΙΝΟΠΟΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

Αναλυτικά οι σκοποί και τα μέσα περιγράφονται στον Ιδρυτικό νόμο του ΕΙΕΑΔ, άρθρο 88 του Ν.3996/2011.

Ο Πολιτισμός ως στρατηγικός παράγοντας ανάπτυξης στην Προγραμματική Περίοδο Δρ Λίνα Μενδώνη Γενική Γραμματέας

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ «ΝΕΑ ΠΑΙΔΕΙΑ»

Ένας από τους πλέον βασικούς ρόλους του κράτους πρέπει να είναι η παροχή υπηρεσιών στους πολίτες.

Βασιλική Παπαγεωργίου. Προϊσταμένη της Διεύθυνσης Διαχείρισης Εθνικού Αρχείου Μνημείων, Τεκμηρίωσης και Προστασίας Πολιτιστικών Αγαθών

Διασφάλιση της Ποιότητας και η εφαρμογή της στην Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση. Ανδρέας Έλληνας Εκπαιδευτής ΜΤΕΕ

Υπογραφές. Ο Περιφερειάρχης Στερεάς Ελλάδας. Ο πρόεδρος του Σωματείου «ΔΙΑΖΩΜΑ»

ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ 2000

Ε Λ Τ Ι Ο Τ Υ Π Ο Υ. Ο συνολικός προϋπολογισµός της πράξης ανέρχεται στο ποσό των

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ ΚΑΡΥΟΧΩΡΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ΙΔΡΥΣΗ - ΕΠΩΝΥΜΙΑ & ΕΔΡΑ - ΣΚΟΠΟΙ & ΜΕΣΑ.

Οι αρχειακές συλλογές του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας

ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Α ΤΕΤΡΑΜΗΝΟΥ

Transcript:

ΠΙΝΑΚΑΣ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΩΝ ΑΜΕΑ: ΕΑΜ: ΕΕ: ΕΚΚΕ: ΕΠ: ΕΣΥΕ: ΔΒΜΜ: ΔΠΚΑ: ΚΠΣ: ΜΕΛΤ: ΜΟΠ: ΤΑΠΑ: ΤΕΠ: ΥΠΕΠΘ: ΥΠ.ΠΟ: Άτομα με Ειδικές Ανάγκες Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Ευρωπαϊκή Ένωση Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών Επιχειρησιακό πρόγραμμα Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων (ΥΠ.ΠΟ) Διεύθυνση προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων (ΥΠ.ΠΟ) Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων Τμήμα Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων (ΥΠ.ΠΟ) Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων Υπουργείο Πολιτισμού ΙCOM: International Council of Museums

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Ο θεσμός των μουσείων, έχοντας διανύσει μια μακρά περίοδο «προϊστορίας» και ιστορίας, εξελίσσεται διαρκώς, ακολουθώντας τα μεταβαλλόμενα κοινωνικά, ιδεολογικά και οικονομικά δεδομένα. Στις σύγχρονες κοινωνίες τα μουσεία προσπαθούν να εκπληρώσουν τη διττή αποστολή τους: να προστατεύσουν και να διατηρήσουν την πολιτιστική κληρονομιά και ταυτόχρονα να την προβάλλουν στο κοινό τους. Στην Ελλάδα, η μουσειακή πολιτική παραμένει δέσμια χρόνιων διοικητικών, οργανωτικών και οικονομικών δυσχερειών, αλλά και στερεότυπων αντιλήψεων για το ρόλο των μουσείων. Παράλληλα, η πολιτιστική κληρονομιά εμπλουτίζεται διαρκώς, ξεπερνώντας κάποιες φορές τις δυνατότητες των μουσείων, ακόμα και για την εκπλήρωση των παραδοσιακών τους λειτουργιών. Έτσι, η μουσειακή πολιτική στην Ελλάδα καλείται να εναρμονίσει τις ελληνικές ιδιαιτερότητες με τις σύγχρονες μουσειολογικές αντιλήψεις για ένα μουσείο δημοκρατικό, ανοικτό και προσπελάσιμο. Λέξεις-κλειδιά: πολιτιστική κληρονομιά, μουσειολογία, μουσειοπαιδαγωγική, Υπουργείο Πολιτισμού, εκπαιδευτικά προγράμματα, Εφορεία αρχαιοτήτων. RESUMÉ Les musées ont dejà mené une periode longue de préhistoire et d histoire, pendant laquelle ils ont evolué, dans un processus d adaptation aux conditions sociales, idéologiques et économiques nouvelles. À nos jours, ils essaient de remplir une fonction double: de protéger et conserver le patrimoine culturel et de le diffuser au public. En Grèce, certains aspects de l organisation, de la gestion et du financiement, ainsi que l existence de stereotypes concernant le rôle du musée, ne favorisent pas la formation d une politique muséale éfficace. D autre part, le patrimoine s enriche costamment, ce qui fait ménace, parfois, la capacité des musées de remplir même leurs fonctions traditionelles. C est pourquoi, la politique muséal en Grèce doit mettre ensemble les données specialles des musées grecs avec les pratiques muséologiques les plus recentes, en vue de developper des institutions muséales démocratiques, ouverts et accessibles.

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1. Οι έννοιες μουσειακή πολιτική και μουσείο Η μουσειακή πολιτική αποτελεί ένα σημαντικό κομμάτι της πολιτιστικής πολιτικής. Αφορά αφενός στον καθορισμό της αποστολής, του σκοπού και του ρόλου των μουσείων σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο και αφετέρου στον τρόπο οργάνωσης, διοίκησης και λειτουργίας τους. Ως δημόσια πολιτική εντάσσεται αναμφισβήτητα στο χώρο του πολιτισμού, αναπτύσσει όμως δευτερογενώς σχέσεις και με άλλους τομείς παρέμβασης του κράτους, όπως η οικονομική-τουριστική πολιτική, η πολιτική απασχόλησης, η πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης κ.λπ. Για τα επιμέρους μουσειακά ιδρύματα, η μουσειακή πολιτική μπορεί να αναφέρεται σε μια σειρά ειδικότερου χαρακτήρα πολιτικές για την υλοποίηση των στόχων τους, όπως η συλλεκτική πολιτική, η πολιτική τεκμηρίωσης, η επικοινωνιακή πολιτική, η πολιτική marketing, η πολιτική συντήρησης και ασφάλειας, η εκθεσιακή πολιτική κ.λπ. Το αντικείμενο της μουσειακής πολιτικής, το μουσείο, περιγράφεται στον κώδικα Επαγγελματικής Δεοντολογίας του ICOM (International Council of Museums) ως ένα «μη κερδοσκοπικό ίδρυμα στην υπηρεσία της κοινωνίας και της ανάπτυξής της, ανοικτό στο κοινό, που αποκτά, συντηρεί, ερευνά, γνωστοποιεί και εκθέτει υλικές μαρτυρίες του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του, με σκοπό τη μελέτη, την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία». Η Αμερικανική Ένωση Μουσείων δίνει έναν ακόμη ορισμό του μουσείου, τονίζοντας, όμως, περισσότερο τον επικοινωνιακό του ρόλο σε σχέση με τις παραδοσιακές λειτουργίες της προστασίας και της συντήρησης. Το μουσείο ορίζεται ως «ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός που εκθέτει υλικά τεκμήρια του ανθρώπου και της φύσης, με σκοπό την εκπαίδευση και την πολιτιστική διάδοση». Πίσω από τους ευρείς αυτούς ορισμούς διακρίνονται οι τρεις αλληλεξαρτώμενοι και συμπληρωματικοί στόχοι ενός μουσειακού ιδρύματος 1 : Η συλλογή, προστασία και διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η έρευνα, τεκμηρίωση και δημοσιοποίηση των πολιτιστικών αγαθών. Η επικοινωνία του μουσείου με το κοινό και η εκπλήρωση της παιδαγωγικής αποστολής του. 1 M. Guerrien, Pour une nouvelle politique du patrimoine.

1.2. Η εξέλιξη των μουσείων στην Ευρώπη Η λέξη μουσείο απαντάται ήδη στην αρχαιότητα 2 για να δηλώσει όχι μόνο το χώρο λατρείας των Μουσών αλλά και κάθε πολιτιστικό περιβάλλον που προοριζόταν για την εξυπηρέτηση των τεχνών, που αντιπροσωπεύονταν από τις Μούσες. Το πιο γνωστό μουσείο της αρχαιότητας είναι αναμφίβολα το Μουσείο της Αλεξάνδρειας 3, που ιδρύθηκε τον 3 ο π.χ. αι., με το οποίο άλλωστε ταυτίστηκε σχεδόν ο όρος μέχρι και την Αναγέννηση. Ακόμη αρχαιότερη είναι η πρακτική των συλλογών, οι οποίες όμως είτε προορίζονταν για την ενίσχυση του κύρους ή την ικανοποίηση της φιλομάθειας του κατόχου τους είτε συνδέονταν με οικονομικά κίνητρα 4 και ελάχιστα σχετίζονται με τα ανοικτού χαρακτήρα πολιτιστικά ιδρύματα που ονομάστηκαν μουσεία. Το 16 ο αιώνα εμφανίζονται στην Ευρώπη οι πρόδρομοι των μουσείων, τα cabinets de curiosité 5, προσωπικές ιδιωτικές συλλογές με περιεχόμενο σπάνιο και παράδοξο που ποικίλλε ανάλογα με τα ενδιαφέροντα του συλλέκτη. Κριτήριο για τη συγκέντρωση αυτού του υλικού είναι το υπερβολικό, το εξαιρετικό, αυτό που ξεπερνά τη φύση. Οι συλλογές αυτές διατηρούνταν από ευγενείς, βρίσκονταν αποθηκευμένες και μόνο ένας στενός κύκλος μπορούσε να τις επισκεφθεί. Η πρακτική αυτή εξελίσσεται και από τα τέλη του 17 ου αι. αρχίζουν να δημιουργούνται χώροι όπου εκτίθενται συλλογές με αισθητικό ή επιστημονικό ενδιαφέρον, με σκοπό την παρατήρηση και τη μελέτη από εξειδικευμένο ή όχι κοινό. Η έννοια του μουσείου, όπως την εννοούμε σήμερα, παρουσιάζεται στην Ευρώπη το 18 ο αιώνα. Είναι η εποχή που ιδρύονται το Μουσείο της Δρέσδης (1744), το Βρετανικό Μουσείο (1753), το Μουσείο του Βατικανού (1784) και το Μουσείο του Λούβρου (1793), τα οποία ακολούθησαν την ίδρυση του πρώτου μουσείου, του Ashmolean Museum, το 1683. Ο ανοικτός χαρακτήρας των νεώτερων μουσείων εναρμονιζόταν πλήρως με το πνεύμα του 2 Ενδεικτικά παρατίθενται δύο αναφορές της λέξης μουσείο σε κείμενα αρχαίων συγγραφέων: - Ο Αισχίνης ορίζει το μουσείο ως «καθόλου σχολείον τέχνης και ποιήσεως» - Ο Πλούταρχος χαρακτηρίζει την Αθήνα ως «Μουσείον της Ελλάδος», ως τόπο δηλ. αφιερωμένο στην εξυπηρέτηση και διδασκαλία των τεχνών. 3 Δεν πρόκειται για μουσείο με τη σημερινή έννοια του όρου, αφού δεν περιελάμβανε συλλογές. 4 Μ. Ιατρίδη, Το Μουσείο και ο πολιτιστικός του ρόλος για το παιδί. 5 E. Nιάρχου, Étude Historique des différentes significations du mot musée à partir des Dictionnaires et Encyclopedies.

Διαφωτισμού, που πρέσβευε την καθολική παιδεία και τα ουμανιστικά ιδεώδη της αστικής τάξης του 18ου αιώνα. Το μουσείο όμως θα διαμορφώσει την ταυτότητά του κατά το 19 ο αιώνα. Ένας μεγάλος αριθμός μουσείων ιδρύονται αυτή την εποχή. Ταυτόχρονα η έννοια του μουσείου θα διευρυνθεί για να καλύψει όλους τους τομείς της ανθρώπινης γνώσης, ενώ ως θεσμός θα τεθεί στην υπηρεσία της κοινωνίας. Στα αστικά κράτη ανατίθεται στα μουσεία να περισώσουν και να προβάλλουν τα τεκμήρια της εθνικής ιστορίας και να συμβάλουν στην ενίσχυση της εθνικής ταυτότητας. Παράλληλα, το μουσείο θα συνδεθεί με την εκπαιδευτική αποστολή του. Είναι η εποχή που τα μεγάλα μουσεία της Ευρώπης αποκτούν βιβλιοθήκες και αναγνωστήρια. Κυρίως όμως στον 20 ο αιώνα τα μουσεία θα ορίσουν ως πρωταρχικό σκοπό την προσέγγιση του κοινού. Η σχέση του μουσείου με το κοινό θα ιδωθεί μέσα από το πρίσμα μιας γενικότερης εκπολιτιστικής προσπάθειας, μερικές φορές αποκτώντας έναν έντονα ιδεολογικό χαρακτήρα. Έτσι, στην Ιταλία και τη Γερμανία τα φασιστικά καθεστώτα οργανώνουν μέσα από τα μουσεία την εκπαίδευση, και ιδιαίτερα την εκπαίδευση των νέων, στο θέμα της ιστορικής κληρονομιάς, με απώτερο στόχο την αναγέννηση του μεγαλείου του παρελθόντος μέσα από το καθεστώς 6. Στις ΗΠΑ τα μουσεία εργάζονται για τη δημιουργία του κοινού ιστορικού και κοινωνικού πλαισίου, που θα συμπεριλάβει όλες τις ομάδες της πολυπολιτισμικής αμερικανικής κοινωνίας και για τη διαμόρφωση και συνειδητοποίηση των εννοιών της πατρίδας και της παράδοσης. Με το τέλος του Β Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος διέκοψε προσωρινά τη δυναμική πορεία των μουσείων, άρχισε στην Ευρώπη μια αναπτυξιακή διαδικασία η οποία οδήγησε στη ριζική βελτίωση του εισοδήματος και των συνθηκών διαβίωσης των πολιτών. Η βελτίωση αυτή συνοδεύτηκε, όπως ήταν φυσικό, από αυξημένες απαιτήσεις και δυνατότητες για κατανάλωση αγαθών αναψυχής και πολιτισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι πάνω από το 90 % των μουσείων διεθνώς δημιουργήθηκαν μετά το 1945, ενώ στην Ευρώπη τα τρία τέταρτα των μουσείων που υπάρχουν στις μέρες μας δεν υπήρχαν το 1950 7. Συχνά η τάση αυτή παίρνει εκρηκτικούς ρυθμούς, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Φινλανδία, όπου υπάρχουν πάνω από 900 μουσεία για ένα πληθυσμό 5 εκατομμυρίων ανθρώπων. 6 Μ. Ιατρίδη, Το Μουσείο και ο πολιτιστικός του ρόλος για το παιδί. 7 Ε Φιλιπποπούλου- Μιχαηλίδου., Μουσεία σε κρίση ταυτότητας.

Τη δεκαετία του 60 διατυπώνεται ένας νέος ορισμός του μουσείου που τονίζει τον ανοικτό προς την κοινότητα χαρακτήρα του. Ο παραδοσιακός τύπος μουσείου, το μουσείο «ναός του αντικειμένου», που συγκέντρωνε αντικείμενα με βάση καθαρά αισθητικά κριτήρια και απευθυνόταν σε ένα περιορισμένο κοινό, φιλότεχνων κυρίως, απείχε από το πνεύμα της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο αμφισβήτησης της παραδοσιακής μουσειολογίας, τα μουσεία αναζητώντας νέους τρόπους έκφρασης αναθεώρησαν τη σχέση τους με το κοινό και επεδίωξαν να διευρύνουν τις επαφές τους με το κοινωνικό σύνολο μέσα από νέους τρόπους προσέγγισης. Καθιερώθηκαν έτσι καινούργιοι τρόποι οργάνωσης της έκθεσης του μουσειακού υλικού, που μάθαιναν τον επισκέπτη να αντιμετωπίζει τα αντικείμενα ως μέρη ενός ευρύτερου συνόλου και να κατανοεί τη λειτουργία τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Τονίστηκε ο παιδαγωγικός χαρακτήρας των μουσείων και δόθηκε βάρος στα εκπαιδευτικά προγράμματα, που στόχευαν στη διευκόλυνση της μάθησης και την ψυχαγωγία των επισκεπτών κάθε ηλικίας. Από την άλλη πλευρά, το μουσείο διευρύνοντας τα παραδοσιακά του όρια επεδίωξε, σε ορισμένες περιπτώσεις, να δώσει λύσεις σε συγκεκριμένα κοινωνικά προβλήματα. Έτσι, πολύ συχνά βρίσκουμε μουσεία να τίθενται στην υπηρεσία της τοπικής κοινότητας και χρησιμοποιώντας μεθόδους που στηρίζονται στο μουσειακό υλικό να αντιμετωπίζουν θέματα ανάπτυξης, αναλφαβητισμού, φυλετικών διακρίσεων κ.λπ. Η εξέλιξη του θεσμού και η εκάστοτε επικρατούσα αντίληψη για το μουσείο, το κοινό του και τη μεταξύ τους σχέση, σκιαγραφείται κατά τρόπο χαρακτηριστικό στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής των κτηρίων που προορίζονταν για μουσεία. Το πρώτο κτήριο που κτίστηκε με προορισμό τη στέγαση μουσείου ήταν το Βρετανικό που άνοιξε το δρόμο σε μια κλασικιστική αντίληψη για την κατηγορία αυτή κτηρίων 8. Το 19 ο αι. κατασκευάζονται στη Ευρώπη πολυτελή και εντυπωσιακά κτήρια για τη στέγαση των μουσείων, με την προοπτική να δημιουργήσουν το κατάλληλο κλίμα ψυχικής ανάτασης, που απαιτεί η θέαση των έργων τέχνης. Η Ελλάδα επηρεάστηκε αργότερα από την τάση αυτή, τα εισαγόμενα όμως πρότυπα προσαρμόστηκαν στα ελληνικά μέτρα και προτιμήσεις και έγιναν πιο λιτά και ανάλαφρα. Το αρχιτεκτονικό περίβλημα θεωρήθηκε ότι θα πρέπει να είναι δηλωτικό του περιεχομένου του μουσείου. Έτσι, κατά το 19 ο αι. η ίδρυση αρχαιολογικών 8 Ε Φιλιπποπούλου- Μιχαηλίδου., Μουσεία σε κρίση ταυτότητας

κυρίως μουσείων καθόρισε και τον αρχαιοπρεπή αρχιτεκτονικό ρυθμό των μουσειακών κτηρίων 9. Στα μουσεία που κατασκευάζονται τον 20 ο αι. εμφανίζεται σταδιακά μία τάση προσαρμογής των κτηριακών υποδομών σε νέες λειτουργίες και απαιτήσεις, όπως η ανάγκη για περισσότερη πληροφόρηση, επεξήγηση, επικοινωνία και κίνηση 10. Οι χώροι που χαρακτηρίζονταν ως βοηθητικοί, όπως η υποδοχή των επισκεπτών και οι αίθουσες διαλέξεων, αποτελούν σήμερα σημεία κεντρικού ενδιαφέροντος και πολλαπλών δραστηριοτήτων. Οι νεώτερες αρχιτεκτονικές μελέτες στοχεύουν στην απλοποίηση του πλαισίου και την προβολή των αντικειμένων. Καθώς τα εξωτερικά δεδομένα αλλάζουν με ταχύ ρυθμό, το μουσείο για να συνεχίσει να είναι ζωντανό καλείται να αναπτύξει ικανότητα προσαρμοστικότητας και ευελιξίας, όχι μόνο διοικητικής και λειτουργικής, αλλά και κτηριακής. Τα μουσεία-πολιτιστικά κέντρα με κινητά στοιχεία για τη διαμόρφωση των εσωτερικών χώρων, που δίνουν τη δυνατότητα μιας εύπλαστης διαρρύθμισης, ίσως να βρίσκονται πλησιέστερα στη φιλοσοφία των σύγχρονων μουσείων. 9 Δ. Αλάτση-Κονιδάρη, Τα υπαίθρια μουσεία. 10 Κ. Hudson, Κτίρια μουσείων.

2.ΤΑ ΜΟΥΣΕΙΑ ΣΗΜΕΡΑ 2.1. Οι νέες τάσεις Τα τελευταία χρόνια συζητείται σε όλο τον κόσμο η κοινωνική σημασία των μουσείων και ζητείται ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου τους. Ιδρύονται πειραματικά μουσεία, εξετάζεται το είδος και η ποιότητα των πληροφοριών που τα μουσεία μπορούν και πρέπει να μεταδίδουν, μελετώνται τρόποι για να γίνεται πιο αποτελεσματική και πιο ευχάριστη η μετάδοση αυτή. Ταυτόχρονα καινοτόμες αντιλήψεις έχουν διαμορφωθεί στο χώρο των μουσείων. Οι νέες τάσεις, που οφείλονται τόσο στην εξέλιξη της επιστήμης της Μουσειολογίας και την εισαγωγή νέων διαχειριστικών τεχνικών όσο και στην ανάπτυξη της τεχνολογίας και των επικοινωνιών, εισάγουν νέες ιδέες για την αποστολή και για τη διοίκηση του μουσείου, ενώ και αυτός ο ορισμός του μουσείου και του μουσειακού αντικειμένου βρίσκονται εκ νέου υπό διαμόρφωση. Ορισμένες από τις νέες τάσεις είναι ενδεικτικά οι εξής: Η εισαγωγή τεχνικών marketing, συμβατών με το χαρακτήρα του μουσείου, με σκοπό την αύξηση των εσόδων του και η διαχείριση των μουσείων σε συνεργασία με εξωτερικούς συνεργάτες. Η μετατόπιση του κέντρου βάρους από το αντικείμενο στην κοινότητα. Η σημασία που αποδίδεται στα εκθεσιακά μέσα υποχωρεί προς όφελος της έρευνας των δημογραφικών και κοινωνικοοικονομικών στοιχείων του κοινού του μουσείου. Η διεύρυνση της έννοιας του μουσείου και του μουσειακού αντικειμένου με τη δημιουργία νέων κατηγοριών μουσείων και η εμφάνιση στο Διαδίκτυο «εικονικών» μουσείων, χωρίς υπαρκτούς φυσικούς χώρους ή συλλογές. Η εισαγωγή νέων μέσων ξενάγησης και γνωριμίας με το εκθεσιακό υλικό των μουσείων που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία (εφαρμογές πολυμέσων, συσκευές CD για ατομική ξενάγηση κ.λπ.). 2.2. Το σύγχρονο διεθνές περιβάλλον Στην Ευρώπη, και γενικότερα στις αναπτυγμένες χώρες, παρατηρείται μία τάση αύξησης του ενδιαφέροντος των πολιτών για πολιτιστικά αγαθά και υπηρεσίες. Οι τάσεις αυτές, που εκφράζονται μέσα από μία σειρά ποσοτικά στοιχεία και δείκτες,

αποδίδονται στην αυξανόμενη αστικοποίηση, στη γενική άνοδο του μορφωτικού επιπέδου, στην πρόσβαση στην πληροφόρηση, στην αύξηση των εισοδημάτων και του ελεύθερου χρόνου, στις τεχνολογικές εξελίξεις, στη βελτίωση των μεταφορών κλπ. Για τα μουσεία ιδιαίτερα την τελευταία πενταετία διαπιστώθηκε ότι τα 15.000 μουσεία και πινακοθήκες που έχουν απογραφεί στην Ευρώπη δέχονται 500 εκατομμύρια επισκέπτες κατ έτος. Εκτιμάται ότι ένας στους τρεις Ευρωπαίους επισκέπτεται τουλάχιστον ένα μουσείο ετησίως. Μελέτη του Συμβουλίου της Ευρώπης ( «Συμμετοχή στην πολιτιστική ζωή της Ευρώπης», 1993) αποδεικνύει ότι η τάση αύξησης της επισκεψιμότητας των μουσείων είναι θεαματική. Στις δεκαετίες του 70 και 80 η επισκεψιμότητα διπλασιάστηκε κατά μέσο όρο σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Σε κάποιες χώρες, μάλιστα, υπερδιπλασιάστηκε (Αυστρία) ή και τριπλασιάστηκε (Νορβηγία). Αλλά και τη δεκαετία του 90 παρατηρούνται ιδιαίτερα υψηλοί ρυθμοί αύξησης του δείκτη επισκεψιμότητας των μουσείων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της τάσης αυτής αποτελούν το μουσείο του Λούβρου και το Βρετανικό Μουσείο τα οποία υποδέχονται 6 και 5,6 εκατομμύρια επισκέπτες αντίστοιχα ετησίως. Οι παραπάνω τάσεις ενισχύονται από αντίστοιχες επενδύσεις στον τομέα του πολιτισμού σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Η αύξηση της βαρύτητας των επενδύσεων στον τομέα του πολιτισμού οδήγησε στη δημιουργία σημαντικών πολιτιστικών υποδομών στις ευρωπαϊκές χώρες. Τα μουσεία αποτελούν αντικείμενο συζήτησης και συνεργασίας σε διεθνές επίπεδο ενώ έχουν αναπτυχθεί μηχανισμοί μεταφοράς τεχνογνωσίας, ανταλλαγής εμπειρίας και ενίσχυσης μεταξύ των κρατών. Οι σημαντικότεροι διεθνείς οργανισμοί που δραστηριοποιούνται στον τομέα της μουσειακής πολιτικής είναι οι εξής: 1. ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΜΟΥΣΕΙΩΝ (ICOM) Το ICOM ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1946 και σήμερα 11 αριθμεί πάνω από 15.000 μέλη σε 139 χώρες του κόσμου. Είναι διεθνής μη κυβερνητικός και επαγγελματικός οργανισμός, που εκπροσωπεί τα μουσεία και τους εργαζόμενους σε αυτά. Για το λόγο αυτό βρίσκεται σε στενή συνεργασία με την UNESCO και του φορείς από τους οποίους εξαρτώνται τα μουσεία, καθώς και με ειδικούς άλλων επιστημονικών κλάδων 11 Στοιχεία μέχρι το 1998.

(άρθρο 6 του καταστατικού). Συνεργάζεται με το ICCROM (International Center for Conservation and Restoration of Monuments) το ICOMOS (International Council of Monuments and Sites) και άλλους διεθνείς οργανισμούς. Εκδίδει τριμηνιαίο ενημερωτικό δελτίο με τίτλο Τα νέα του ICOM. Οι κυριότεροι σκοποί του είναι (από το άρθρο 7 του καταστατικού): Να υποστηρίζει τα μουσεία και τα μουσειακά ιδρύματα, να προσδιορίζει, να υποστηρίζει και να ενισχύει το μουσειακό επάγγελμα. Να συντονίζει τη συνεργασία και αμοιβαία βοήθεια μεταξύ των μουσείων και των εργαζόμενων στα μουσεία στις διάφορες χώρες. Να τονίζει τη σημασία και το ρόλο των μουσείων και του επαγγέλματος του μουσειολόγου σε κάθε ανθρώπινη κοινότητα, για την προαγωγή της γνωριμίας και της αλληλοκατανόησης των λαών. Το ελληνικό τμήμα του ICOM ιδρύθηκε το 1983 και αριθμεί περί τα 400 μέλη. Οι στόχοι του βρίσκονται σε αντιστοιχία με τους στόχους του διεθνούς οργανισμού, είναι όμως προσανατολισμένοι και προσαρμοσμένοι στις ιδιαιτερότητες των ελληνικών μουσείων. Λειτουργεί σε στενή συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού, το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και άλλα σχετικά ιδρύματα. Οργανώνει σεμινάρια και διεθνείς συναντήσεις με σκοπό τη συζήτηση μουσειολογικών θεμάτων, που θα συμβάλουν στην ανταλλαγή επιστημονικής γνώσης και εμπειρίας. Οργανώνει, επίσης, σε ετήσια βάση το σεμινάριο «Μουσείο και Σχολείο». 2. UNESCO (Unites Nations Educational, Scientific and Cultural Organization). Η UNESCO ιδρύθηκε το 1945 με τη συμμετοχή 20 χωρών και σήμερα αριθμεί 188 κράτη-μέλη. Ο βασικός σκοπός της είναι η διεθνής ασφάλεια και ειρήνη, με την ενθάρρυνση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών στους τομείς της εκπαίδευσης, της επιστήμης του πολιτισμού και της επικοινωνίας. Στο πεδίο παρέμβασής της εντάσσονται και τα μουσεία Οι δράσεις της αφορούν στη μεταφορά τεχνογνωσίας, τη δημιουργία διεθνών προδιαγραφών, την ανταλλαγή πληροφοριών κ.λπ. Η UNESCO, εξάλλου, προγραμματίζει και υλοποιεί προγράμματα μουσειολογικού χαρακτήρα. Για τις ενέργειες που αναλαμβάνει έχει ως βασικό σύμβουλο το ICOM. Αποτελεί σημαντική διεθνή πηγή χρηματοδότησης μουσείων, κυρίως όσον αφορά την ίδρυση

και λειτουργία μουσείων στον τρίτο κόσμο. Εκδίδει το τριμηνιαίο περιοδικό Museum International. 3. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ Το Συμβούλιο της Ευρώπης είναι διεθνής οργανισμός με σκοπό την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας. Ιδρύθηκε το 1949 και σήμερα αριθμεί 43 μέλη. Καλύπτει ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων που αφορούν την ευρωπαϊκή κοινωνία, μεταξύ αυτών θέματα πολιτισμού και πολιτιστικής κληρονομιάς. Εκδίδει το περιοδικό European Heritage. Στο χώρο των μουσείων δραστηριοποιείται τόσο με την προώθηση της ανταλλαγής πληροφορίας, μέσω της διοργάνωσης συνεδρίων και άλλων ενεργειών, όσο και με την ενθάρρυνση μουσειακών ιδρυμάτων που έχουν παρουσιάσει αξιόλογο έργο. Έχει καθιερώσει το ετήσιο βραβείο μουσείου, θεσμός ο οποίος λειτούργησε ανελλιπώς από το 1977 έως σήμερα. Σημαντική πρωτοβουλία για την ανάδειξη της ευρωπαϊκής πολιτιστικής ταυτότητας αποτελούν οι εκθέσεις που διοργανώνει με θέματα ευρωπαϊκού πολιτισμού και ιστορίας. 2.3. Η παιδαγωγική αποστολή των μουσείων Το ειδικό βάρος των επιμέρους σκοπών και λειτουργιών ενός μουσείου ποικίλλει σε κάθε χώρα ανάλογα με τις κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές συνθήκες, την εκάστοτε κυρίαρχη ιδεολογία, την πολιτιστική παράδοση κ.λπ. Εν τούτοις, τις τελευταίες δεκαετίες είναι σχεδόν καθολική η αναγνώριση του εκπαιδευτικού ρόλου των μουσείων. Το γεγονός αυτό είναι απόρροια τριών κυρίως πραγμάτων: α) Του ολοένα πιο ανοικτού και δημοκρατικού χαρακτήρα των μουσείων στην εξέλιξή τους. β) Της ποσοτικής και θεματικής αύξησης και ανάπτυξης των μουσειακών συλλογών που απαιτεί μια διαφορετική αντιμετώπισή τους. γ) Της ανάπτυξης των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και, κατά συνέπεια, της ταχύτατης απόκτησης, επεξεργασίας και διακίνησης της πληροφορίας, που επέβαλε την ανάγκη εξεύρεσης νέων τρόπων διάδοσης της πληροφόρησης για τον πολιτισμό. Ταυτόχρονα, γεννήθηκαν ζητήματα επαλήθευσης και αξιολόγησης του όγκου των παραγόμενων πληροφοριών.

Αναπτύχθηκε έτσι ένας προβληματισμός, αφενός σχετικά με τη διεύρυνση του κοινού των μουσείων, που παλιότερα περιοριζόταν σε μια μικρή ελίτ μυημένων, και αφετέρου σχετικά με την ανάπτυξη νέων επικοινωνιακών εργαλείων. Η λειτουργία της μετάδοσης περιελήφθηκε μεταξύ των κύριων λειτουργιών ενός μουσείου και σε συνδυασμό με τις νέες ψυχολογικές θεωρίες μάθησης, αναγνωρίστηκε ως έργο του μουσείου να αποτελέσει για το κοινό το απαραίτητο εμπειρικό συμπλήρωμα στις αφηρημένες γνώσεις που προσφέρει η επίσημη εκπαίδευση. Σε αυτό το πλαίσιο μεγάλη σημασία αποκτά η εξοικείωση των παιδιών με το μουσείο. Τη δεκαετία του 60 εμφανίζονται στις αγγλοσαξωνικές, κυρίως, χώρες πανεπιστημιακοί κλάδοι με αντικείμενο τα μουσεία 12, μεταξύ αυτών και η παιδαγωγική των μουσείων ή μουσειοπαιδαγωγική. Παράλληλα, σε πολλά μουσεία άρχισαν να οργανώνονται εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά, σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους και με εξειδικευμένο προσωπικό. Αυτός ο προβληματισμός είχε τον αντίκτυπό του, με σχετική πάντως καθυστέρηση, και στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τη θεωρία της μουσειοπαιδαγωγικής, 13 μπορεί κανείς να διακρίνει τέσσερις τύπους ένταξης της παιδαγωγικής στη λειτουργία των μουσείων: 1) Προσανατολισμός σύμφωνα με το αντικείμενο. Εδώ εντάσσονται οι εκθέσεις που οργανώνονται με βάση τα κριτήρια του επιστημονικού χώρου που αντιπροσωπεύουν τα εκθέματα και η μουσειοπαιδαγωγική περιορίζεται στις πινακίδες των εκθεμάτων και σε προσωπικές ξεναγήσεις. 2) Παιδαγωγικοποίηση της πρόσβασης. Στην περίπτωση αυτή διατηρείται μεν ο σχεδιασμός της έκθεσης στη βάση κριτηρίων, αλλά γίνεται ταυτόχρονα προσπάθεια να καταστεί δυνατή η προσέγγιση της έκθεσης με τη βοήθεια διδακτικού υλικού. 3) Προσανατολισμός στη δραστηριοποίηση του αποδέκτη. Η βασική ιδέα στην περίπτωση αυτή είναι ότι η προσωπική πρακτική εμπειρία υποβοηθά τη διαδικασία της μάθησης. Μέσα από μια τέτοια τακτική μπορεί να αλλάξει η παρουσίαση των αντικειμένων, να ενσωματωθούν δηλαδή στην έκθεση και διδακτικά κριτήρια 4) Διδακτικοποίηση του μουσείου. Χαρακτηριστικό της δεύτερης και τρίτης περίπτωσης -αν και σε διαφορετικό βαθμό- είναι ότι το διδακτικό υλικό, τα μέσα επικοινωνίας και οι προσωπικές μορφές μετάδοσης έχουν μια εξωτερική λειτουργία 12 Στις ΗΠΑ διαμορφώθηκαν πρακτικές παιδαγωγικοποίησης της επίσκεψης στο μουσείο, πολύ πριν η μουσειοπαιδαγωγική αποτελέσει ακαδημαϊκό αντικείμενο. Από το 1937 το 15 % των αμερικανικών μουσείων διέθεταν κάποιου είδους εκπαιδευτικό πρόγραμμα ενώ ο αριθμός αυτός ανέβηκε στο 79 % το 1961. 13 Α. Κουβέλη, Η Σχέση των Μαθητών με το Σχολείο.

σε σχέση με την έκθεση. Αντίθετα στη διδακτικοποίηση του μουσείου διδακτικό υλικό και μέσα συγχωνεύονται με τα αντικείμενα/εκθέματα σε μία ολότητα. Σύμφωνα με την παραπάνω κατηγοριοποίηση οι πρακτικές μουσειοπαιδαγωγικής που έχουν εφαρμοστεί στην Ελλάδα εντάσσονται σαφώς στη δεύτερη κατηγορία. Ας σημειωθεί, πάντως, ότι και διεθνώς οι μουσειοπαιδαγωγοί δεν αντιπροσωπεύονται, παρά κατ εξαίρεση, στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για το σχεδιασμό της έκθεσης. Το επάγγελμα του μουσειοπαιδαγωγού, παρότι ασκείται για δεκαετίες, χρήζει αποσαφήνισης και οριοθέτησης, όπως και τα επαγγελματικά προσόντα που απαιτεί η άσκησή του. Η επικρατούσα αντίληψη είναι ότι η βασική κατάρτιση του μουσειοπαιδαγωγού θα πρέπει να σχετίζεται με τις συλλογές του μουσείου ενώ οι γνώσεις παιδαγωγικής θεωρούνται συμπληρωματικές. Το πρόβλημα που επισημαίνεται διεθνώς είναι ότι στο χώρο των μουσειοπαιδαγωγών υπάρχει συχνά μια περιορισμένη κατανόηση των παιδαγωγικών επιστημών. Αλλά και γενικά στο σύστημα αξιών των μουσειακών ιδρυμάτων διαπιστώνεται μια εξαιρετικά περιορισμένη εκτίμηση της παιδαγωγικής σε σχέση με τις επιστήμες που σχετίζονται με τις συλλογές (ιστορία της τέχνης, αρχαιολογία, εθνολογία κ.λπ.). Οι μουσειοπαιδαγωγοί εντάσσονται συνήθως σε ειδικές διευθύνσεις των μουσείων, εκπαιδευτικές ή διευθύνσεις κοινού. Αποκαλούνται εμψυχωτές, διαμεσολαβητές ή στελέχη επικοινωνίας 14. Οι τελευταίοι δύο όροι, που αναπτύχθηκαν πρόσφατα, απηχούν ένα γενικότερο προβληματισμό για την εκπαίδευση των στελεχών των μουσείων που έρχονται σε επαφή με το κοινό, που θα πρέπει να ανταποκρίνεται στην πολυπλοκότητα των αρμοδιοτήτων τους αλλά και τις νέες τάσεις στην επικοινωνιακή πολιτική των μουσείων. Την αντίληψη περί εκπαιδευτικής διάστασης των μουσείων, όπως τουλάχιστον αναπτύχθηκε από την αγγλοσαξωνική παράδοση, διαδέχεται η πολιτιστική διαμεσολάβηση, που απομακρύνεται από διαδικασίες εκμάθησης και κανόνες και αποκτά ένα ακόμη πιο ανοικτό χαρακτήρα ως προς τους στόχους, τα μέσα και τις ομάδες κοινού που απευθύνεται. 14 Α. Ζαφειράκου, Πώς το Μουσείο Βλέπει το Σχολείο.

2.4. Μουσεία και νέες τεχνολογίες Με την ανάπτυξη της Κοινωνίας της Πληροφορίας γεννήθηκαν και εξελίχθηκαν ραγδαία νέες πολιτιστικές πρακτικές. Τα πολυμέσα 15 και οι υπηρεσίες on-line, σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση νέων, πιο δημοκρατικών, αντιλήψεων για την παροχή ίσων ευκαιριών πρόσβασης στα πολιτιστικά αγαθά, προκάλεσαν μία σε βάθος αλλαγή των μέσων που υιοθετούνται για τη πολιτιστική διαχείριση. Η εισαγωγή των εφαρμογών της πληροφορικής στις ανθρωπιστικές επιστήμες, η ανάπτυξη πολυμέσων και δικτύων 16, η εξάπλωση του Διαδικτύου 17, δεν θα ήταν δυνατό να αφήσουν ανεπηρέαστο τον τρόπο λειτουργίας των μουσείων, έναν χώρο όπου η τεκμηρίωση η μελέτη και η μετάδοση πληροφοριών βρίσκονται στον πυρήνα των δραστηριοτήτων του. Σε μια εποχή μάλιστα που τα μουσεία αναζητούν ένα νέο ρόλο και αποτελεσματικούς τρόπους προσέγγισης του κοινού, η πληροφορική αναδεικνύεται σε πολύτιμο εργαλείο και, σε κάποιες περιπτώσεις, συστατικό στοιχείο της ταυτότητας των σύγχρονων μουσείων. Η τεχνολογική εξέλιξη βαδίζει παράλληλα με την ωρίμανση του περιεχομένου των δικτύων, έτσι ώστε το πεδίο εφαρμογής και αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών από τα μουσειακά ιδρύματα να γίνεται ιδιαίτερα ευρύ. Η πληροφορική μπορεί να επεκταθεί πέρα από τον «παραδοσιακό» πλέον ρόλο της, εκείνον της μηχανοργάνωσης, διαδραματίζοντας ουσιαστικό ρόλο σε νέους τομείς, από την επικοινωνιακή πολιτική ενός μουσείου έως τον σκοπό, την υπόσταση και το χαρακτήρα του. Οι εφαρμογές της πληροφορικής στα μουσεία κινούνται γύρω από έξι βασικούς άξονες, που κάποτε ταυτίζονται και με τους στόχους ενός μουσειακού ιδρύματος: 15 Πολυμέσα ονομάζονται οι εφαρμογές παρουσίασης και επικοινωνίας μέσω υπολογιστή, που έχουν τη δυνατότητα αλληλεπίδρασης με το χρήστη και περιλαμβάνουν τουλάχιστον δύο από τα ακόλουθα στοιχεία: κείμενο, ήχο, ακίνητες εικόνες, βίντεο και κινούμενο σχέδιο. 16 Δίκτυο υπολογιστών είναι ένα σύνολο από διασυνδεδεμένους αυτόνομους υπολογιστές, που έχουν δηλ. την ικανότητα να ανταλλάσσουν πληροφορίες μεταξύ τους. Ο όρος Διαδίκτυο χρησιμοποιείται για να περιγράψει δίκτυα συνδεδεμένα μεταξύ τους, διασκορπισμένα σε όλο τον πλανήτη, που παρέχουν στους χρήστες πρόσβαση στις διαθέσιμες πληροφορίες και χρήση των διαθέσιμων υπηρεσιών (ανταλλαγή αρχείων, χρήση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου κ.λπ.) 17 Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία έως τον Απρίλιο του 2000, η εξάπλωση του Διαδικτύου στην Ελλάδα και διεθνώς παρουσίαζε την ακόλουθη εικόνα: Συνδεδεμένοι χρήστες παγκοσμίως 160.000.000 Συνδεδεμένες χώρες 250 Συνδεδεμένα δίκτυα 160.000 Συνδεδεμένοι χρήστες στην Ελλάδα 120.000 Η αύξηση των χρηστών γίνεται με ρυθμό 4 % το μήνα.

Τεκμηρίωση. Αφορά τη χρήση των νέων τεχνολογιών πληροφορικής για την επιστημονική και διαχειριστική τεκμηρίωση των συλλογών Πρόκειται για τη μετατροπή σε ψηφιακή μορφή των ευρετηρίων των συλλογών, καθώς και κάθε πληροφορίας σχετικής με αυτά, με σκοπό τη δημιουργία ενός μουσειακού πληροφοριακού συστήματος που θα καλύπτει με πλήρη τρόπο όλο το εύρος της πληροφόρησης σχετικά με τις συλλογές. Η καταγραφή των συλλογών σε ηλεκτρονική μορφή υποστηρίζει το έργο των επιμελητών και των ερευνητών, ενισχύει την αξιοπιστία της διαχείρισης και απλοποιεί τη διαδικασία εμπλουτισμού της πληροφορίας. Ενισχύει εξάλλου τη δυνατότητα ελέγχου, και άρα την ασφάλεια, των συλλογών ενώ η ενοποίηση της μουσειακής πληροφορίας διευκολύνει τη μελέτη των μουσειακών αντικειμένων. Η ηλεκτρονική τεκμηρίωση, όχι μόνο των μουσείων, αλλά και όλων των ιδρυμάτων που παράγουν και διαχειρίζονται γνώση, αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερου ενδιαφέροντος διεθνώς, έτσι ώστε να διασφαλιστεί τόσο η ποιότητα και αξιοπιστία της πληροφορίας, όσο και η απρόσκοπτη πρόσβαση σε αυτήν από άλλα συστήματα. Στο πλαίσιο αυτό δραστηριοποιείται η Επιτροπή CIDOC (Comité International pour la Documentation) του ICOM για τη δημιουργία διεθνών προδιαγραφών και κοινής ορολογίας κατά τη διαδικασία τεκμηρίωσης. Επικοινωνία με το κοινό. Εισαγωγή εφαρμογών πολυμέσων στην οργάνωση εκπαιδευτικών προγραμμάτων, την υποστήριξη και εξυπηρέτηση των επισκεπτών κλπ. Προβολή του ιδρύματος μέσω του Διαδικτύου. Ένας μεγάλος αριθμός μουσείων παγκοσμίως, μεταξύ των οποίων και πολλά ελληνικά, διατηρούν τη δική τους ιστοσελίδα στο Διαδίκτυο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η ιστοσελίδα του Μουσείου του Λούβρου, με 3 εκατομμύρια επισκέπτες ετησίως και η ιστοσελίδα του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης με 2 εκατομμύρια επισκέπτες ετησίως. Ανταλλαγή πληροφορίας και τεχνογνωσίας μεταξύ μουσειακών ιδρυμάτων. Με πρωτοβουλία κυρίως διεθνών οργανισμών όπως η UNESCO και το ICOM αναπτύσσονται δικτυακοί τόποι στο Διαδίκτυο που απευθύνονται τόσο σε μη ειδικούς όσο και σε επαγγελματίες των μουσείων. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί

να αναζητήσει πληροφορίες ή να «επισκεφθεί» ένα μεγάλο αριθμό μουσείων παγκοσμίως, να ενημερωθεί για διεθνείς συναντήσεις με αντικείμενο τα μουσεία, να πάρει μέρος σε διεθνείς συζητήσεις για την ανταλλαγή εμπειριών και την ανάπτυξη τεχνικών που υιοθετούνται από επαγγελματίες των μουσείων κ.λπ. Πολλές φορές διατίθεται δωρεάν ή με χαμηλό κόστος λογισμικό εφαρμογών για μουσεία. Οικονομική δραστηριότητα των μουσείων. Πώληση ηλεκτρονικών εκδόσεων και εφαρμογών πολυμέσων με αντικείμενο τις συλλογές του μουσείου. Δημιουργία εικονικών μουσείων χωρίς φυσική-υλική υπόσταση, πράγμα που χωρίς να υποκαθιστά το πραγματικό μουσείο, παρέχει τη δυνατότητα για εκθέσεις που θα ήταν δυσχερές να πραγματοποιηθούν υπό πραγματικές συνθήκες ή για νέους τρόπους παρουσίασης των αντικειμένων μέσω εφαρμογών πολυμέσων. Σε μία συζήτηση για τις εφαρμογές της πληροφορικής στα μουσεία καταλαμβάνει αναγκαστικά δεσπόζουσα θέση η έννοια των πολυμέσων, τα οποία θεωρείται ότι αναπτύσσουν μια ολοένα πιο ουσιαστική και δυναμική παρουσία στις λειτουργίες των πολιτιστικών ιδρυμάτων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ηλεκτρονικής τεκμηρίωσης των συλλογών, και γενικότερα της μουσειακής πληροφορίας, μέσω βάσεων δεδομένων, που αποτελεί μία καθιερωμένη πλέον πρακτική, τουλάχιστον στις χώρες εκείνες που παρακολουθούν την ανάπτυξη τεχνολογικών καινοτομιών. Αυτή η πρώτης γενιάς τεχνολογία για την τεκμηρίωση στα μουσεία, η οποία αφορούσε κατά βάση την αντικατάσταση μορφών τεκμηρίωσης με μορφή κειμένου, φαίνεται να δίνει τη θέση της στην εισαγωγή πολυμεσικών αρχείων, ενός είδους πολυεπίπεδης μουσειακής πληροφορίας που θα συνδυάζει κείμενο, ήχο και κινούμενη εικόνα. Οι πολυμεσικές βάσεις δεδομένων θεωρείται ότι, χωρίς να απειλούν την επιστημονικό κύρος της πληροφορίας, μπορούν να λειτουργήσουν ως ένα είδος συλλογικής μνήμης του μουσειακού ιδρύματος, συγκεντρώνοντας και αποτυπώνοντας όλους τους τύπους πληροφορίας. Σε μία εποχή που ψηφιοποιούνται βιβλιοθήκες και εκπαιδευτικές διαδικασίες, η μορφή που προσλαμβάνει η μουσειακή πληροφορία επηρεάζει ταυτόχρονα και το βαθμό ευκολίας πρόσβασης σε αυτή. Το τελευταίο συνδέεται άμεσα με την επίτευξη των επικοινωνιακών και εκπαιδευτικών στόχων των

μουσειακών ιδρυμάτων. Προχωρώντας περισσότερο, η διασύνδεση τέτοιου είδους πολυμεσικών αρχείων θα αποτελέσουν μία ανεκτίμητη πηγή πολιτιστικής πληροφόρησης. Η χρήση πολυμέσων χρησιμοποιείται ήδη ευρέως, και συνεχώς επεκτείνεται, για την υποστήριξη των επισκέψεων στα μουσεία. Μπορεί να πάρει από απλές μορφές, όπως ένα περίπτερο πληροφόρησης (info-kiosk), έως τη δημιουργία εκθέσεων που υποστηρίζονται πλήρως από την τεχνολογία (διαδραστικές συσκευές, εικονική πραγματικότητα, υπερμέσα, computer graphics κ.λπ.). Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι η εισαγωγή της τεχνολογίας στις λειτουργίες ενός μουσείου δεν θα πρέπει να αποτελεί αξία από μόνη της, αντίθετα θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα εμπεριστατωμένου σχεδιασμού και να αποβλέπει στην εκπλήρωση ενός σαφώς προσδιορισμένου στόχου. Όσον αφορά τις εκπαιδευτικές λειτουργίες του μουσείου, ιδιαίτερα, ο ρόλος τους δεν μπορεί παρά να είναι υποστηρικτικός. Η επιτυχής μετάδοση μιας πληροφορίας εξαρτάται τόσο από τον πομπό όσο και από το δέκτη. Η εισαγωγή της τεχνολογίας αποσκοπεί στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας της όλης διαδικασίας, όμως η δεκτικότητα και η ικανότητα μάθησης εκ μέρους του επισκέπτη παραμένουν καθοριστικές για την επιτυχία της. Επιπλέον, η εκτεταμένη χρήση τεχνολογικών μέσων ενέχει τον κίνδυνο της αλλοίωσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της μετατροπής της σε θέαμα, σε ένα σύνολο εντυπωσιακές αλλά φευγαλέες εικόνες, που δεν επιτρέπουν παρά επιφανειακές και εφήμερες προσεγγίσεις..

3. ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΜΟΥΣΕΙΑ 3.1. Ιστορική αναδρομή και διαμόρφωση θεσμικού πλαισίου Η πολιτική προστασίας των αρχαιοτήτων αποτέλεσε μία από τις πιο πρώιμες πολιτικές 18 του νεοσύστατου κράτους λόγω της έκτασης της αρχαιοκαπηλίας, της ανάγκης για προβολή της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων μετά την Επανάσταση και της εμφάνισης του κινήματος του Νεοκλασικισμού. Το 1829 ιδρύεται στην Αίγινα το πρώτο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο 19 ως «δημόσιο κατάστημα», με διευθυντή τον Ανδρέα Μουστοξύδη. Την πρώτη περίοδο της ανεξαρτησίας είναι φανερή η ταύτιση της έννοιας της πολιτιστικής κληρονομιάς και του μουσείου με την αρχαιότητα, ενώ το ίδιο το αρχαιολογικό περιεχόμενο περιορίζεται στην αρχαία τέχνη 20. Είναι χαρακτηριστικός ο ορισμός του μουσείου που δίνεται στην εγκύκλιο 73/7.8.1829 από τον Π. Αναγνωστόπουλο, Έκτακτο Επίτροπο της Ήλιδας: «Μουσείον ονομάζεται το μέρος, όπου τίθενται οι αρχαιότητες και φυλάττονται». Στο ίδιο κείμενο διαγράφεται και ο σκοπός της προστασίας των αρχαιοτήτων: «Αύται (ενν. οι αρχαιότητες) εξυπνούν το πνεύμα των νέων Ελλήνων εις μίμησιν και ενθυμίζουν εις αυτούς την προγονικήν λαμπρότητα και δόξαν. Αύται φέρουν τιμήν μεγάλην εις το Έθνος. Αύται τιμώμεναι από την σοφήν Ευρώπην και ζητούμεναι καθ ημέραν από τους περιηγητάς φανερώνουν την αξίαν των». Διαπιστώνεται, δηλαδή, ότι η πολιτική προστασίας των αρχαιοτήτων τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια συνδέεται με τις επιδιώξεις των Ελλήνων στο πολιτικό επίπεδο. Οι αρχαιότητες χρησιμοποιούνται ως υπενθύμιση της απευθείας καταγωγής των σύγχρονων Ελλήνων από τους αρχαίους ενώ η πολιτική προστασίας τους αποτελεί απόδειξη πολιτικής ωριμότητας 21, στοιχεία που χρησιμοποιούνται ως επιχειρήματα για τη διεκδίκηση πολιτικής οντότητας. Η ίδρυση μουσείων στις επαρχίες είχε οριστεί με τον πρώτο αρχαιολογικό νόμο του 1834 22, που ήταν άκρως αποκεντρωτικός. Στα μουσεία των επαρχιών θα συγκεντρώνονταν τα αρχαία ευρήματα που θα αποκαλύπτονταν στην περιοχή τους 18 Η μέριμνα για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς ξεκινά ήδη στα χρόνια της Επανάστασης. Στη Γ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, το 1927, απαγορεύθηκε η πώληση και η εξαγωγή αρχαιοτήτων εκτός της Ελληνικής Επικράτειας (βλ. Α. Κόκκου, Η Μέριμνα για τις Αρχαιότητες και τα Πρώτα Αρχαιολογικά Μουσεία) 19 Με την ίδρυσή του η κυβέρνηση «προσπαθεί να αποταμιεύσει όσας δυνηθή αρχαιότητας με έξοδα της Επικρατείας, ή από προσφοράς φιλοκάλων πολιτών, οι οποίοι προαιρούνται να συνδράμωσι φιλοτίμως εις πλουτισμόν του εθνικού τούτου καταστήματος» 20 Σ. Δημητρίου, Η Εξέλιξη του Ανθρώπου. 21 Θ. Καλπαξής, Αρχαιολογία και Πολιτική.

και μόνο κομμάτια ιδιαίτερης αρχαιολογικής αξίας θα μεταφέρονταν στο Εθνικό Μουσείο στην Αθήνα. Η πραγματοποίηση μιας τέτοιας διάταξης δεν ήταν εύκολη. Έτσι το πρώτο επαρχιακό μουσείο κτίστηκε τελικά το 1874-1876 στην Σπάρτη 23. Το ενδιαφέρον για τη βυζαντινή και μεσαιωνική περίοδο θα ξεκινήσει στις αρχές του 20 ου αι. Στα 1910 δημιουργείται για πρώτη φορά θέση Εφόρου Χριστιανικών και Μεσαιωνικών Αρχαιοτήτων ενώ το 1914 ιδρύεται το Βυζαντινό Μουσείο της Αθήνας, το οποίο στεγάζεται από το 1930 στο σημερινό κτήριο. Το 1918 ιδρύεται το Μουσείο Ελληνικών Χειροτεχνημάτων που διαδοχικά ονομάστηκε σε Εθνικό Μουσείο Κοσμητικών Τεχνών και Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης, ενώ το 1926 ιδρύεται το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο που εγκαταστάθηκε οριστικά το 1962 στη κτήριο της Παλιάς Βουλής. Το 1931 αποφασίστηκε να ιδρυθούν «Μουσεία πόλεων» 24, ιδρύματα δηλαδή πνευματικής και καλλιτεχνικής κίνησης, όπου θα περισυλλέγονταν και θα φυλάσσονταν οι αρχαιολογικοί και καλλιτεχνικοί θησαυροί της πόλης, ενώ θα διέθεταν βιβλιοθήκες με αναγνωστήρια και αίθουσες για συγκεντρώσεις, διαλέξεις και συναυλίες 25. Ως σκοπός της ίδρυσής τους αναφέρεται η πολιτιστική τόνωση των επαρχιακών πόλεων. Επρόκειτο, γεγονός αξιοσημείωτο για την εποχή έκδοσης του νόμου, για «πολυδύναμα» μουσεία, τόσο από πλευράς περιεχομένου (αρχαιολογικό, εθνολογικό, λαϊκής τέχνης, καλλιτεχνικό) όσο και από πλευράς πολιτιστικής δραστηριοποίησης της τοπικής κοινωνίας. Οι φιλόδοξες, όμως, αυτές διατάξεις του νόμου έμειναν ανενεργές. Ένα χρόνο αργότερα, με την κωδικοποίηση των αναφερόμενων στην αρχαιολογία διατάξεων σ ένα ενιαίο κείμενο νόμου με τον τίτλο «Περί αρχαιοτήτων» 26, ορίζεται ότι «ανήκει στο κράτος το δικαίωμα και η φροντίδα περί αναζητήσεως και διασώσεως των αρχαίων σε δημόσια μουσεία». Αργότερα, με το νόμο 1521/43 ορίστηκε ότι: «πάντα τα μουσεία διέπονται υπό κανονισμών εκδιδόμενων μετά γνώμην του αρχαιολογικού συμβουλίου και δημοσιευμένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως». Στη διάρκεια του 20 ου αι., μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο κυρίως, αρχίζουν να ιδρύονται μουσεία με εκθέματα ευρύτερης ιστορικής, καλλιτεχνικής ή επιστημονικής 22 Ο νόμος της 10/22 Μαΐου του 1834 «Περί των επιστημονικών και τεχνολογικών συλλογών, περί ανακαλύψεως και διατηρήσεως των αρχαιοτήτων και της χρήσεως αυτών». 23 Α. Κόκκου, Η Μέριμνα για τις Αρχαιότητες και τα Πρώτα Αρχαιολογικά Μουσεία. 24 Ν 5081/31 «Περί ιδρύσεως Μουσείων Πόλεων». 25 Ε. Δωρής, Το δίκαιον των αρχαιοτήτων. 26 ΚΝ 5351/32.

αξίας 27. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάστηκε για τη δημιουργία λαογραφικών μουσείων και συλλογών, σε επαρχιακές κυρίως πόλεις (Πίν. 1). Τέλος, πρόσφατα με το νόμο 2557/97 28 ιδρύθηκε το 15μελές Γνωμοδοτικό Συμβούλιο Μουσειακής Πολιτικής με σκοπό την εισήγηση μέτρων υποστήριξης και εξειδίκευσης της μουσειακής πολιτικής. Ας σημειωθεί ότι το Συμβούλιο έχει πραγματοποιήσει μέχρι σήμερα τρεις μόνο συνεδριάσεις. 3.2. Η ισχύουσα νομοθεσία και ο φορέας εποπτείας των μουσείων Η προστασία και διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς ορίζεται ρητά από το Σύνταγμα του 1975 ως υποχρέωση του Κράτους. Στο άρθρο 24 προβλέπεται ότι η «Η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Για τη διαφύλαξή του το κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα». Οι αρχαιότητες, ιδιαίτερα, με την ευρύτερη έννοια που απέκτησε ο όρος στη συνέχεια, καθώς συμπεριέλαβε όλα τα υλικά τεκμήρια από την προϊστορική έως τη μεταβυζαντινή εποχή, διατηρούν το χαρακτήρα του εθνικού κεφαλαίου που τους είχε αποδοθεί από τις απαρχές της ελληνικής νομοθεσίας 29. Στο Ν.5351/1932 αναφέρεται ότι «το δικαίωμα και η φροντίς περί αναζητήσεως και διασώσεως τούτων (εν. αρχαιοτήτων) εν δημοσίοις Μουσείοις ανήκει εις το Κράτος». Στο Κράτος εξάλλου αναγνωρίζεται η απόλυτη και αποκλειστική κυριότητα των αρχαίων, από την οποία αναδύεται ως επιβεβλημένο καθήκον και υποχρέωση της διοίκησης η προστασία και διατήρηση τους σε κρατικά μουσεία 30. Στο ίδιο πνεύμα κινείται και το νομοσχέδιο για το νέο αρχαιολογικό νόμο, στο πέμπτο κεφάλαιο του οποίου ορίζεται ότι αρχαιολογικά μουσεία ιδρύει μόνο το κράτος, ενώ ως ιδιωτικά θα παραμείνουν μόνο τα ήδη υπάρχοντα. H προστασία των αρχαιοτήτων και συνακόλουθα η ευθύνη για την ίδρυση και λειτουργία αρχαιολογικών και βυζαντινών μουσείων ασκείται από την κεντρική διοίκηση ή τις αποκεντρωμένες υπηρεσίες της. Στις μέρες μας, παρόλο που υπάρχει η τάση για μεταφορά αρμοδιοτήτων προς την τοπική αυτοδιοίκηση, δεν έχει τεθεί ζήτημα να υπαχθεί σε αυτό το επίπεδο διοίκησης η προστασία των αρχαιοτήτων. Κι 27 Ενδεικτικά αναφέρονται η ίδρυση του Θεατρικού Μουσείου το 1938, του Ναυτικού Μουσείου το 1949 και του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Γουλανδρή το 1965. 28 Ν. 2557/97 «Θεσμοί, μέτρα και δράσεις πολιτιστικής ανάπτυξης». 29 Στο άρθρο 61 του αρχικού νόμου της 10/22.5.1834 οι αρχαιότητες χαρακτηρίζονται ως «κτήμα εθνικόν όλων των Ελλήνων». 30 Ε. Δωρής, Το δίκαιον των αρχαιοτήτων.