Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου 2523/1997. 1. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται περιοριστικά κατωτέρω: α) Στο στάδιο της ανάκρισης για τα αδικήματα των άρθρων 4, 5, 6 παρ. 1, 2 και του άρθρου 8 του ν.3213/2003 όταν με διάταξη του ανακριτή, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, λαμβάνονται τα μέτρα που προβλέπονται από το άρθρο 11 του ν. 3213/2003, β) Στο στάδιο της τακτικής ανάκρισης, της ανάκρισης για το βασικό έγκλημα ή της προανάκρισης για τα αδικήματα των άρθρων 2 και 3 του ν.3691/2008, όταν με διάταξη του ανακριτή ή βούλευμα του δικαστικού συμβουλίου λαμβάνονται τα μέτρα που προβλέπονται από το άρθρο 48 του ν.3691/2008, γ) Στο στάδιο της ανάκρισης για τα αδικήματα του άρθρου 1 του ν.4022/2011, όταν με διάταξη του ανακριτή, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, λαμβάνονται τα μέτρα που προβλέπονται από την παράγραφο 6 του άρθρου 2 του ν. 4022/2011, με την ίδια διάταξη ή το οικείο βούλευμα, συστήνεται ενέχυρο υπέρ του Ελληνικού Δημόσιου, ν.π.δ.δ., Ο.Τ.Α. ή εν γένει κρατικών νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 9 του ν.1232/1982, επί χρηματικών καταθέσεων τηρούμενων σε τραπεζικό λογαριασμό του κατηγορουμένου ή του ύποπτου τέλεσης της αξιόποινης πράξης ή και του τρίτου, κατά των οποίων λαμβάνονται τα ανωτέρω μέτρα, μέχρι του ποσού της φερόμενης απαίτησης ή ζημίας ή αξίωσης του Ελληνικού Δημοσίου ή των ανωτέρω νομικών προσώπων, με κοινοποίηση της οικείας διάταξης ή βουλεύματος, στο πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, όπου τηρούνται οι τραπεζικοί λογαριασμοί. 2. α) Όταν λαμβάνονται μέτρα διασφάλισης συμφερόντων του Δημοσίου σε περίπτωση φοροδιαφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 14 του ν. 2523/1997 (Α 179), όπως ισχύει, η φορολογική αρχή, με τη σχετική ειδική έκθεση ελέγχου της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του ν.2523/1997, συστήνει ενέχυρο υπέρ του Ελληνικού Δημόσιου, επί χρηματικών καταθέσεων τηρούμενων σε τραπεζικούς λογαριασμούς του υπόχρεου, μέχρι του ποσού της φερόμενης απαίτησης ή ζημίας,
ή αξίωσης του Δημοσίου, με κοινοποίηση στο πιστωτικό ίδρυμα ή στο χρηματοπιστωτικό οργανισμό, όπου τηρούνται οι τραπεζικοί λογαριασμοί του υπόχρεου, κατά του οποίου λαμβάνονται τα ανωτέρω μέτρα. β) Όταν λαμβάνονται μέτρα διασφάλισης συμφερόντων του Δημοσίου σε περίπτωση λαθρεμπορίας ή απάτης, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 153 του ν.2960/2001, όπως ισχύει, η τελωνειακή αρχή, με τη σχετική ειδική έκθεση ελέγχου της παραγράφου 4 του άρθρου 153 του ν.2960/2001, συστήνει ενέχυρο υπέρ του Ελληνικού Δημόσιου, επί χρηματικών καταθέσεων τηρούμενων σε τραπεζικούς λογαριασμούς του υπόχρεου, μέχρι του ποσού της φερόμενης απαίτησης ή ζημίας, ή αξίωσης του Δημοσίου, με κοινοποίηση στο πιστωτικό ίδρυμα ή στο χρηματοπιστωτικό οργανισμό, όπου τηρούνται οι τραπεζικοί λογαριασμοί του υπόχρεου, κατά του οποίου λαμβάνονται τα ανωτέρω μέτρα. 3. α) Η σύσταση του ενεχύρου, που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, διενεργείται σε εξασφάλιση της φερόμενης απαίτησης ή ζημίας ή αξίωσης του Ελληνικού Δημοσίου, ν.π.δ.δ. ή Ο.Τ.Α. ή εν γένει κρατικών νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 9 του ν.1232/1982, η οποία δεν απαιτείται να είναι βεβαία και εκκαθαρισμένη. Αντίγραφο της σχετικής διάταξης ή βουλεύματος ή ειδικής έκθεσης ελέγχου, με την οποία συστήνεται το ενέχυρο, κοινοποιείται και στον κατηγορούμενο, τον ύποπτο τέλεσης της αξιόποινης πράξης, τον τρίτο και τον φορολογούμενο στη γνωστή κατοικία του ή στην έδρα της επιχείρησής του. Κατά της σχετικής διάταξης ή βουλεύματος ή ειδικής έκθεσης ελέγχου, με την οποία συστήνεται το ενέχυρο, τα ανωτέρω πρόσωπα έχουν τα αναφερόμενα στα άρθρα 11 παράγραφος 4 του ν.3213/2003, 48 παράγραφος 4 του ν.3691/2008, 2 παράγραφος 6 του ν.4022/2011, 14 παράγραφος 4 του ν.2523/1997 και 153 παράγραφος 4 του ν.2960/2001 δικαιώματα. β) Για τη σύσταση ενεχύρου ή ρευστοποίηση της ενεχυριασθείσας απαίτησης δεν απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του κατηγορουμένου ή του ύποπτου τέλεσης της αξιόποινης πράξης ή και του τρίτου, κατά των οποίων λαμβάνονται τα ανωτέρω μέτρα, ή του φερόμενου ως υπόχρεου και δικαιούχου του τραπεζικού λογαριασμού. Κατά τα λοιπά ισχύει αναλογικά η διαδικασία που προβλέπεται στα άρθρα 44 επ. του ν.δ. 17-7/13.8.1923.
4. α) Σε περίπτωση παροχής σύμφωνης γνώμης του δικαιούχου του λογαριασμού για την ρευστοποίηση, σύμφωνα με τα ανωτέρω, του ενεχύρου που συστάθηκε σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου, σε πλήρη ικανοποίηση της απαίτησης ή ζημίας ή αξίωσης του Δημοσίου, ν.π.δ.δ., Ο.Τ.Α. ή εν γένει κρατικών νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 9 του ν. 1232/1982 ή της καθοιονδήποτε τρόπο πλήρους ικανοποίησης του Ελληνικού Δημοσίου και των λοιπών νομικών προσώπων : αα) μέχρι την απολογία του κατηγορουμένου ενώπιον του ανακριτή, επιβάλλεται στον κηρυχθέντα ένοχο ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών, ββ) μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, επιβάλλεται σ αυτόν ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών ετών και γγ) μέχρι την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επιβάλλεται σ αυτόν ποινή κάθειρξης έως δέκα ετών. β) Οι διατάξεις της προηγούμενης περίπτωσης (α) δεν εφαρμόζονται στα εγκλήματα των άρθρων 375, 386 και 390 του Ποινικού Κώδικα, όταν αυτά στρέφονται κατά του Ελληνικού Δημόσιου και των λοιπών νομικών προσώπων που αναφέρονται σε αυτήν. γ) Οι ανωτέρω υπό στοιχεία (α) και (β) ρυθμίσεις ισχύουν και στη περίπτωση της από κοινού ικανοποίησης της απαίτησης ή ζημίας ή αξίωσης του Δημοσίου, ν.π.δ.δ., Ο.Τ.Α. ή εν γένει κρατικών νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 9 του ν.1232/1982 από περισσότερους συγκατηγορουμένους για την ίδια πράξη. Αν κάποιος εκ των συμμετόχων αντιλέγει, η υπόθεση χωρίζεται γι αυτόν και δεν υπάγεται στην ανωτέρω ρύθμιση. 5. Σε περίπτωση αμετάκλητης απαλλαγής του κατηγορουμένου ή του ύποπτου τέλεσης αξιόποινης πράξης ή του τρίτου, για πράξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ή έκδοσης σχετικής αμετάκλητης απόφασης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, που απαλλάσσει τον υπόχρεο από τους φερόμενους ως οφειλόμενους δασμούς, φόρους, λοιπές επιβαρύνσεις και νόμιμες προσαυξήσεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, κάθε χρηματικό ποσό που έχει ενεχυριασθεί, σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στις παραγράφους 1 έως 3 του παρόντος, αποδίδεται ή συμψηφίζεται με άλλες εκκαθαρισμένες οφειλές τους, προς το Ελληνικό Δημόσιο, ν.π.δ.δ. ή Ο.Τ.Α. ή εν γένει κρατικά νομικά
πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 9 του ν.1232/1982, με την επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 975 ΚΠολΔ. 6. Το Ελληνικό Δημόσιο, ν.π.δ.δ. ή Ο.Τ.Α. ή ή εν γένει κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 9 του ν. 1232/1982 φέρουν την ευθύνη του θεματοφύλακα κατ άρθρο 831 επ. ΑΚ για την τυχόν υποχρέωση απόδοσης του ενεχυριασθέντος χρηματικού ποσού, μέχρι την τελεσίδικη κρίση του αρμοδίου κατά περίπτωση Δικαστηρίου για τη φερόμενη κατά τα ανωτέρω απαίτηση ή ζημία ή αξίωσή τους. 7. Η σύσταση του ενεχύρου υπέρ του Ελληνικού Δημόσιου, ν.π.δ.δ. ή Ο.Τ.Α. ή εν γένει κρατικών νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 9 του ν. 1232/1982, επί χρηματικών καταθέσεων τηρούμενων σε τραπεζικό λογαριασμό, επί των οποίων έχει ήδη διενεργηθεί δέσμευση ή έχουν ληφθεί μέτρα διασφάλισης των συμφερόντων του Δημοσίου, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις, διενεργείται: α) για τις υπό παράγραφο 1 περιπτώσεις με διάταξη του ανακριτή ή με βούλευμα του κατά περίπτωση αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου και β) για τις υπό παράγραφο 2 περιπτώσεις με διάταξη ή απόφαση του κατά περίπτωση αρμοδίου οργάνου, εφόσον, μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος, δεν έχει περατωθεί η αποδεικτική διαδικασία σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Κατά τα λοιπά έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των παραγράφων 3 έως 6 του παρόντος. 8. Η σύσταση του ενεχύρου υπέρ του Ελληνικού Δημόσιου, ν.π.δ.δ. ή Ο.Τ.Α. ή εν γένει κρατικών νομικών προσώπων δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου του άρθρου 9 του ν. 1232/1982, επί χρηματικών καταθέσεων τηρούμενων σε τραπεζικό λογαριασμό, σύμφωνα με τα ανωτέρω, είναι υποχρεωτική σε κάθε περίπτωση που επιβάλλεται δέσμευση τραπεζικών λογαριασμών ή ποσοστού τους ή απαγόρευση κίνησης αυτών. Άρθρο 2 1. A. Η παράγραφος 2 του άρθρου μόνου του ν.1178/1981 (Α 187), όπως έχει αντικατασταθεί με την παράγραφο 4 του άρθρου μόνου του ν.2243/1994 (Α 162) αντικαθίσταται ως εξής: «Η κατά το άρθρο 932 του Αστικού Κώδικα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του αδικηθέντος από τις προβλεπόμενες στην προηγούμενη παράγραφο πράξεις ορίζεται, εφ όσον αυτές τελέστηκαν δια του τύπου, κατά την κρίση του
δικαστή, αφού λάβει υπόψη του τα πραγματικά περιστατικά που τέθηκαν ενώπιόν του, όπως το βαθμό του πταίσματος του υποχρέου σε αποζημίωση, το είδος, τη βαρύτητα, την έκταση και το βαθμό προσβολής, την ηλικία του δικαιούχου και την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών, με τα οποία συνεκτιμάται και το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου. Η ανωτέρω χρηματική ικανοποίηση, δεν μπορεί να είναι κατώτερη των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ για τις ημερήσιες εφημερίδες Αθηνών και Θεσσαλονίκης, καθώς και για τα περιοδικά που κυκλοφορούν μέσω πρακτορείων εφημερίδων και των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ, για τις άλλες εφημερίδες ή περιοδικά. Η τήρηση των ανωτέρω ελαχίστων ποσών χρηματικής ικανοποίησης δεν είναι υποχρεωτική, στην περίπτωση που ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό, ανεξαρτήτως της απαίτησης προς αποζημίωση για περιουσιακή ζημία, καθώς και στην περίπτωση ελαφρών από απόψεως είδους, βαρύτητας και έκτασης προσβολών, για τις οποίες ο δικαστής κρίνει, με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ότι η βλάβη που προκαλείται από την υποχρέωση καταβολής του προβλεπομένου κατώτατου ορίου χρηματικής ικανοποίησης είναι επαχθέστερη της επιδιωκόμενης ωφέλειας από την προστασία της αξίας του θιγέντος». Β. Μετά το πέμπτο εδάφιο της παραγράφου 10 του άρθρου 4 του ν. 2328/1995 ( Α 187 ) προστίθεται εδάφιο έκτο ως εξής: «Η τήρηση των ελάχιστων ποσών χρηματικής ικανοποίησης δεν είναι υποχρεωτική στις περιπτώσεις που ορίζονται στο τρίτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου μόνου του ν. 1178/1981». 2. Η παράγραφος 3 του άρθρου 38 του α.ν. 1092/1938, το οποίο αναριθμήθηκε σε άρθρο 37 με την παράγραφο 13 του άρθρου 1 του α.ν. 1683/1939, αντικαθίσταται ως εξής: «Η επανόρθωση πρέπει να υπογράφεται από τον αποστολέα και να μην υπερβαίνει την έκταση του δημοσιεύματος που ανασκευάζεται, εκτός αν ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών της περιφέρειας στην οποία εκδόθηκε η εφημερίδα ή το περιοδικό ή του τόπου όπου, μέσω του διαδικτύου, έλαβε γνώση του δημοσιεύματος ο θιγόμενος, αποφασίσει διαφορετικά μετά από αίτηση του επιδιώκοντος την επανόρθωση ή του διευθυντή της εφημερίδας που υποβάλλεται εντός 24 ωρών από την παραλαβή της επανορθώσεως. Δεν μπορεί, όμως, ο Εισαγγελέας να αποφασίσει
την υπέρβαση του διπλασίου της εκτάσεως του ανασκευαζομένου άρθρου. Αν η καταχώριση της επανορθώσεως δεν πραγματοποιηθεί, ο αιτούμενος την επανόρθωση δύναται, εντός 24 ωρών από την παρέλευση της προθεσμίας, να ζητήσει από το ειρηνοδικείο του τόπου εκδόσεως της εφημερίδας ή του περιοδικού να διατάξει την υποχρεωτική δημοσίευση της επανόρθωσης ή οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο μέτρο και να επιβάλει χρηματική ποινή ύψους έως 500 ευρώ ανά ημέρα καθυστέρησης εκτέλεσής τους. Το ειρηνοδικείο επί του ανωτέρω αιτήματος αποφαίνεται κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 683 επ. του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, εντός 48 ωρών από την κατάθεση της αίτησης». Άρθρο 3 Σύσταση ειδικού σώματος δικαστικών πραγματογνωμόνων - ειδικών επιστημόνων, για τη διενέργεια προανάκρισης πραγματογνωμοσύνης και υποβοήθησης εν γένει της ανακριτικής διαδικασίας 1. Συστήνεται ειδικό σώμα δικαστικών πραγματογνωμόνων - ειδικών επιστημόνων, συγκροτούμενο αποκλειστικά από πρόσωπα που κατέχουν ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης, με τα κατά την παράγραφο 2 του παρόντος οριζόμενα καθήκοντα, το οποίο θα τελεί υπό την εποπτεία του Εισαγγελέα Εφετών. Ο αριθμός των προσώπων που θα συγκροτήσουν το ειδικό αυτό σώμα, ορίζεται σε διακόσιους πενήντα (250), για όλες τις εφετειακές περιφέρειες της χώρας, στις οποίες και θα καταλάβουν αντίστοιχες οργανικές θέσεις, που για τον σκοπό αυτό θα δημιουργηθούν. Με Π.Δ θα οριστούν τα γνωστικά αντικείμενα των ειδικών αυτών πραγματογνωμόνων - επιστημόνων, ο κατά ειδικότητα, τομέα και κλάδο απαιτούμενος αριθμός τους, η κατά εφετειακή περιφέρεια κατανομή των οργανικών θέσεων αυτών, ο τρόπος πρόσληψής τους και η εν γένει υπηρεσιακή τους κατάσταση και εξέλιξη. 2. Το κατά την παράγραφο 1 σώμα - ως εκ των ειδικών γνώσεων, εμπειρίας και εν γένει κατάρτισης των προσώπων που το συγκροτούν - σε υποθέσεις στις οποίες η επίτευξη ακριβούς διάγνωσης και ασφαλούς κρίσης γεγονότων, ιδιοτήτων, χαρακτηριστικών και στοιχείων εν γένει που συγκροτούν και συνθέτουν αυτά, απαιτεί ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης : α) θα διενεργεί προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση, μετά από σχετική γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα
(άρθρα 31, 240, 241, 243 του ΚΠΔ) ή ανακριτικών πράξεων που θα του αναθέτει ο ανακριτής, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 249 του ΚΠΔ β) θα διενεργεί πραγματογνωμοσύνη, μετά από σχετική γραπτή παραγγελία του ανακριτή, εισαγγελέα ή των γενικών ή ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων των άρθρων 33 και 34 του ΚΠΔ γ) θα συνεπικουρεί, με κάθε πρόσφορο και δυνατό κατά περίπτωση τρόπο κατά την προκαταρκτική εξέταση και την προανάκριση, το έργο του εισαγγελέα, των γενικών και ειδικών ανακριτικών υπαλλήλων, καθώς και του ανακριτή κατά την κυρία ανάκριση, για την πληρέστερη και ασφαλέστερη διάγνωση και κρίση από αυτούς ζητημάτων της ερευνόμενης υπόθεσης, για τα οποία απαιτούνται ειδικές γνώσεις επιστήμης και τέχνης και δ) θα μπορούν τα μέλη του, ως πρόσωπα που διαθέτουν ειδικές γνώσεις να εξετάζονται, σύμφωνα με το άρθρο 203 ΚΠΔ, ως μάρτυρες με ειδικές γνώσεις. 3. Οι κατά τα ανωτέρω ειδικοί επιστήμονες και πραγματογνώμονες, που διενήργησαν προκαταρκτική εξέταση ή άσκησαν προανακριτικά καθήκοντα σε ορισμένη υπόθεση, δεν μπορούν στην ίδια υπόθεση να διενεργήσουν πραγματογνωμοσύνη ή να εξεταστούν, κατ' άρθρο 203 ΚΠΔ, ως μάρτυρες με ειδικές γνώσεις. 4. Εκείνος που διατάσσει την πραγματογνωμοσύνη σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, γνωστοποιεί συγχρόνως αυτό στον κατηγορούμενο, πολιτικώς ενάγοντα και αστικώς υπεύθυνο, προκειμένου αυτοί να διορίσουν, αν το επιθυμούν, τεχνικό σύμβουλο. 5. Οι περί πραγματογνωμοσύνης και τεχνικών συμβούλων διατάξεις του ΚΠΔ δεν θίγονται. 6. Το κατά την παράγραφο 1 ειδικό σώμα, με την επιφύλαξη της παραγράφου 3 του παρόντος, μπορεί και κατά το στάδιο της κυρίας διαδικασίας να διενεργεί πραγματογνωμοσύνες, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183 επόμ. ΚΠΔ και τα μέλη του δύνανται να εξετάζονται στο ακροατήριο κατ' άρθρο 203 ΚΠΔ, ως μάρτυρες με ειδικές γνώσεις 7. Ο ανακριτής ο εισαγγελέας και οι προανακριτικοί υπάλληλοι άλλης εφετειακής περιφέρειας, εφόσον παρίσταται ανάγκη, ιδίως δε αν υφίσταται το κώλυμα της παρ. 3 του παρόντος, μπορούν να ζητήσουν τη διενέργεια των πράξεων της παραγράφου 2 στοιχεία β' και γ' του παρόντος, από το σώμα των
πραγματογνωμόνων ειδικών επιστημόνων άλλης εφετειακής περιφέρειας, ειδοποιώντας προς τούτο σχετικώς τον εισαγγελέα εφετών της τελευταίας περιφέρειας.