Γεωργία Μπλιάτσου. Απογραφές της μνήμης. μ α ρ τ υ ρ ί ε ς α π ό τ η ν τ ζ ί α



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Κατανόηση προφορικού λόγου

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Modern Greek Beginners

Το παραμύθι της αγάπης

Modern Greek Beginners

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ


21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Τα παραμύθια της τάξης μας!

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Συγγραφέας: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ Α1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΔΙΑΜΟΝΗ. Κατανόηση γραπτού λόγου. Γεια σου, Μαργαρίτα!

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Σταυροπούλου Φωτεινή του Θεοδώρου, 12 ετών

ΤΟ ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ ΜΑΣ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ ΜΙΑ ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Το βιβλίο της Μ. Autism Resource CD v Resource Code RC115

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Μάθημα 1. Ας γνωριστούμε λοιπόν!!! Σήμερα συναντιόμαστε για πρώτη φορά. Μαζί θα περάσουμε τους επόμενους


ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Modern Greek Stage 6 Part 2 Transcript

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Χαρούμενη Άνοιξη! Το μαθητικό περιοδικό του 12ου Δημοτικού Σχολείου Περιστερίου ΜΑΡΤΙΟΣ 2014

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

Μια μέρα μπήκε η δασκάλα στην τάξη κι είπε ότι θα πήγαιναν ένα μακρινό ταξίδι.

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

Έρωτας στην Κασπία θάλασσα

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Εντυπώσεις μαθητών σεμιναρίου Σώμα - Συναίσθημα - Νούς

A READER LIVES A THOUSAND LIVES BEFORE HE DIES.

T: Έλενα Περικλέους

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Διαγνωστικό Δοκίμιο GCSE1

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

Σταμελάκη Φωτεινή του Δημητρίου, 9 ετών

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Παναγιώτης Σκάρπας του Νικολάου, 13 ετών

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Τσιαφούλης Λεωνίδας του Αριστείδη, 10 ετών

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους


μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Μαριέττα Κόντου ΦΤΟΥ ΞΕΛΥΠΗ. Εικόνες: Στάθης Πετρόπουλος

Μουτσάκης Κωνσταντίνος του Γεωργίου, 8 ετών

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

ΟΝΟΜΑ: 7 ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ

17.Α.ΜΕΓΑΛΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 1 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Γλωσσικές πράξεις στη διαγλώσσα των μαθητών της Ελληνικής ως Γ2

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

Το μαγικό βιβλίο. Σαν διαβάζω ένα βιβλίο λες και είμαι μια νεράιδα που πετώ στον ουρανό.

Λιουλης Χρήστος του Μελετίου, 8 ετών

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΟΡΝΗΛΙΕ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΒΑΣΕΙ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Результаты теста Греческий

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Κεσίσογλου Παρθενία Θεοφανία του Ιορδάνη, 10 ετών

Ο ΓΑΜΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΟΔΩΣ. Διασκευή ενός κεφαλαίου του λογοτεχνικού βιβλίου. (Δημιουργική γραφή)

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

Transcript:

Γεωργία Μπλιάτσου Απογραφές της μνήμης μ α ρ τ υ ρ ί ε ς α π ό τ η ν τ ζ ί α

Απογραφές της μνήμης μ α ρ τ υ ρ ί ε ς α π ό τ η ν Τ ζ ι α

Γεωργία Μπλιάτσου Απογραφές της μνήμης μ α ρ τ υ ρ ί ε ς α π ό τ η ν Τ ζ ι α Επιμέλεια: Ίρις Κρητικού Χορηγός έκδοσης: ISBN 978 960 8247 22 2 Οι «Απογραφές της μνήμης - μαρτυρίες της Τζιας» εκδόθηκαν τον Μάιο του 2013, με αφορμή την ομότιτλη έκθεση στο Κέντρο Μελέτης Νεώτερης Κεραμεικής, και στη Τζια, σε 500 αντίτυπα. Μ Α Ϊ Ο Σ 2 0 1 3 Καταγραφή υλικού: Γεωργία Μπλιάτσου Επιμέλεια καταγραφής: Ελένη Βελτανιώτη Επιμέλεια καταλόγου: Ίρις Κρητικού Σχεδιασμός καταλόγου: Ανδρέας Γεωργιάδης Έκδοση: Εκδοτική εταιρεία ΕΛΙΞ Copyright 2013, Γεωργία Μπλιάτσου Φιλαδελφέως 14, 145 62, Κηφισιά, τηλ. 210 8068914 www.gbliatsou.gr gbliatsou@hotmail.com

Στον Ορφέα Στη Φωτεινή Γ. Μ.

Απογραφές της μνήμης. Μαρτυρίες της Τζιας. H Τζια που αγάπησα... Το νησί του Λάμπρου Κατσώνη, του Βουτυρά, του Βακχυλίδη. Το νησί που ήταν πρώτο στις επιδόσεις του πνεύματος και της αθλητικής αρετής. Σύμβολό του ο Λέοντας της ανδρείας, ο Αρισταίος της σκέψης. Το δικό μας νησί, ο τόπος μας. Ο τόπος μας έχει ξεχωριστή σημασία γιατί μας φτιάχνει και τον φτιάχνουμε. Δεν τον αγαπάμε επειδή τον συνηθίσαμε, ή επειδή έτυχε να τον βρούμε ή να τον κληρονομήσουμε. Τον αγαπάμε επειδή μας εκφράζει, επειδή μας σημαδεύει με κάποια μόνιμα χαρακτηριστικά, που ακόμη κι αν θέλουμε δεν μπορούμε να τα αποβάλλουμε. Σύμφωνα με την ρήση του ιστορικού, Γιάννη Βλαχογιάννη, κάθε νησί κρύβει έναν ολόκληρο κόσμο. Είναι οι άνθρωποι, οι αντιλήψεις τους και οι δράσεις τους. Είναι η ιστορική τους κληρονομιά, η ατομική και συλλογική τους μνήμη. Οι απογραφές της Μνήμης είναι οι μαρτυρίες των κατοίκων και των εποίκων της. Πρόθεσή μου ήταν η επικοινωνία. Να συλλέξω μέσα από τις σύντομες συναντήσεις με τους ανθρώπους της, μικρά ενθύμια μνήμης από την αγαπημένη Τζια, αφιερωμένα στους νεώτερους εραστές της. Πως να βάλεις σ ένα χαρτί τα συναισθήματα; Οι άνθρωποι δεν χωρούν σ ένα βιβλίο. Τα χρώματα της μνήμης είναι πορτραίτα. Σχέδια με ελαφρά υλικά. Κάρβουνο, μολύβια, μελάνια, ακολουθούν τις αφηγήσεις. Ποτάμι γοργό που τρέχει σαν το νερό, συμπαρασύρει τον χρόνο, τους φόβους, τα γεγονότα. Δάκρυα που κυλάνε από τις θύμησες, χαμόγελα, γέλια για τις φάρσες που έγιναν. Επειδή: «Παλιά οι άνθρωποι καθόντουσαν τα βράδια και μιλούσαν μεταξύ τους» «Εδώ ήταν το όνειρό μου» «Είναι κόσμημα για το νησί μας» «Είμαστε πολύ ευγνώμονες γι αυτά που μας έχει δώσει όλα αυτά τα χρόνια η Τζια» «Ευχαριστώ κάθε μέρα το θεό και το κράτος για τις ευκολίες που μας παρέχει» «Το νησί όπως η Ελλάδα και κάθε χώρα είναι εκείνη που σου δίνει τις δυνατότητές της. Σημασία έχει εσύ τι μπορείς να δεις και να πάρεις» «Κάθε φορά που φεύγω στεναχωριέμαι» «Στη ζωή το λαχείο το κερδίζουμε μόνοι μας» «Τις πιο πολλές μου γνώσεις της πήρα από τους παλιούς» «Είναι ένας κουμπαράς που αν τον ανοίξουμε προσεκτικά θα επωφεληθούμε όλοι μας» «Μανώληηηηηηηηη» «Ρίτα, Ρίτα» «Το δώρο που αναπάντεχα δέχτηκες τη δύναμη που αλόγιστα ακολούθησες το πεπρωμένο» «Υπάρχουν λύσεις για τον τόπο μας σήμερα» «Είμαστε λίγοι, μη σκορπίζεστε, μη διαλύεστε» «Διαμαντένιος ο κόσμος μας» Η μελέτη περιλαμβάνει 62 μαρτυρίες και 140 σχέδια. Πολύτιμοι συμπαραστάτες σ αυτή την προσπάθεια οι δεκάδες συμπολίτες μου, στους οποίους απευθύνω τις θερμές μου ευχαριστίες, που αποδέχθηκαν, κατέθεσαν τις μαρτυρίες τους και δέχθηκαν να τους φωτογραφήσω. Γεωργία Μπλιάτσου Μάιος 2013

Όταν τα πορτραίτα μιλούν Έχοντας, για πολλά χρόνια, παρακολουθήσει την πορεία της Γεωργίας Μπλιάτσου, βλέπω, με ιδιαίτερη χαρά, την εξέλιξή της να αποτυπώνεται σε ένα βιβλίο που αποτελεί ορόσημο για την ίδια. Μέχρι τώρα, μέσα από ευφάνταστες συνθέσεις, όμορφες εικόνες από τη φύση, την καθημερινότητα και μέσα από αντικείμενα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων, μας μετέφερε συγκίνηση και προβληματισμούς για την ύπαρξη και την συνύπαρξη. Με το βιβλίο αυτό, που γεφυρώνει την εικαστική τέχνη με την αφήγηση, συμβάλλει συγχρόνως στις αναζητήσεις όλων μας. Καθώς ψάχνουμε για χάρτη και πυξίδα, μέσα στη δίνη των κατακλυσμιαίων και επώδυνων ανατροπών που συμπαρέσυραν τα σταθερά σημεία αναφοράς μας, η καλλιτέχνις, με την πρωτότυπη και ευρηματική της ματιά, μας υποδεικνύει ένα μονοπάτι προς την αυτογνωσία μας. Όπως λέει μια αφρικανική παροιμία: Αν δεν ξέρεις που πας, αναρωτήσου από πού έρχεσαι. Εμείς, σε αυτό τον τόπο, πάντοτε γυρίζαμε πίσω για να αντλήσουμε δύναμη, ασφάλεια και δημιουργικότητα. Οι συναισθηματικοί δεσμοί που δημιουργούνταν μέσα στις μικρές, κλειστές κοινότητες, που περικλείουν τις οικογένειές μας, αποτέλεσαν το διαχρονικό μας κάστρο. Ένα καταφύγιο που μας προμήθευε, σε όλη την πορεία του πολιτισμού μας, τα εφόδια για να αντιμετωπίζουμε τις ατελείωτες κρίσεις που σφράγισαν το οδοιπορικό της φυλής μας. Η Γεωργία Μπλιάτσου, επέλεξε να μιλήσει, μέσα από τα πρόσωπα και τις αυθεντικές μαρτυρίες, με ανθρώπους που συνδέονται και, γι αυτό, μας συνδέουν με τις ρίζες μας. Η αυθεντικότητα των πορτραίτων της ζωγράφου, καθώς και των προσωπικών αφηγήσεων, των ιστοριών και των εξομολογήσεων, καθιστά το βιβλίο αυτό ένα πολύτιμο ντοκουμέντο, τόσο για τον χώρο των εικαστικών τεχνών, όσο για όλους εμάς που ανήκουμε στο χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών. Η καινούρια δουλειά της Γεωργίας Μπλιάτσου αποτελεί σημαντική συμβολή για όλους μας, σε μια εποχή που η επικοινωνία με τον εαυτό μας και τους άλλους, μέσα από γεφυρώσεις και δικτυώσεις σε όλα τα επίπεδα, είναι το όχημα που μπορεί να μας οδηγήσει στην δημιουργία μιας πιο ανθρώπινης κοινωνίας. Χάρις Κατάκη Ψυχολόγος, Πρόεδρος Εργαστηρίου Διερεύνησης Ανθρώπινων Σχέσεων Πλάι στα πορτραίτα που εκθέτει η Γεωργία Μπλιάτσου, αναδύονται θραύσματα μνήμης από την παιδική ηλικία των αδρά σχεδιασμένων μορφών, τα σχολικά τους θρανία ή τις σπουδές, τη δουλειά, τη μετακίνηση από το νησί στην Αθήνα και πάλι πίσω, το σκίρτημα της πρώτης αγάπης, το γάμο, τη δημιουργία οικογένειας... Στο ξετύλιγμά τους, τα οδοιπορικά αυτά ανασύρουν στην επιφάνεια και στοιχεία γύρω από την ευρύτερη οργάνωση της τοπικής κοινωνίας - τα νήματα που εξυφαίνονται με τον κορμό της χώρας σε διαδοχικές χρονικές περιόδους, το θρυμμάτισμα των εποχών ανάπτυξης, τις πρωτοβουλίες που παίρνουν οι νεότερες γενιές. Αν και ευαίσθητη, γοητευτική, γεμάτη εκπλήξεις διαδικασία, η συγκέντρωση σκέψεων, συναισθημάτων και εμπειριών που προϋποθέτουν τη νοητή επιστροφή στο παρελθόν παραμένει ατελής. Αφενός, διότι επιτρέπει ή/ και ενθαρρύνει την ανακατασκευή - παρά την πιστή περιγραφή - του ειδικότερου νοήματος που μπορεί να είχαν επιμέρους σκέψεις και βιώματα σε παρελθόντες καιρούς και διαφορετικά συμφραζόμενα. Και αφετέρου, επειδή ακόμη και όταν εξασφαλιστούν ευνοϊκές συνθήκες για τη διεξαγωγή της (λ.χ. αμοιβαία εμπιστοσύνη, συμβολικά ή υλικά οφέλη για εκείνον που μιλά όσο και για αυτόν που ακούει), η διαδικασία αυτή συχνά προσκρούει σε δυσδιάκριτους και ανυπέρβλητους φραγμούς (πρόσδεση σε βαθιά ριζωμένες προϊδεάσεις, τάσεις ωραιοποίησης ή απόκρυψης καίριων περιστατικών, αδυναμία κατανόησης, κ.ά.). Η ζωγράφος, εντούτοις, δεν επιζητεί να ανιχνεύσει και να καταγράψει σε όλη τους την έκταση αλλοτινές ή σύγχρονες όψεις της ζωής των κατοίκων της Τζιας. Πρωταρχικό της μέλημα είναι να πλησιάσει άνδρες και γυναίκες που ζουν μόνιμα ή εποχιακά στο νησί, να εκθέσει σε αυτούς τους εικαστικούς της στόχους και, χαράζοντας ένα κανάλι διαπροσωπικής επικοινωνίας, να τους παρακινήσει να μιλήσουν με όποιον τρόπο οι ίδιοι κρίνουν κατάλληλο και επιθυμητό για τη διαδρομή που ακολούθησαν ως τώρα, το πως έζησαν, τι νοσταλγούν, τι πέτυχαν, που σκόνταψαν, τι ακόμη θέλουν να αποκτήσουν... Μέσα από τα ακούσματα αυτά, η ζωγράφος έχει μία πολύτιμη ευκαιρία: να γνωρίσει καλύτερα τους συνομιλητές της, να γεφυρώσει συμβολικά τις αποστάσεις, να εμπνευστεί από τις όποιες εκμυστηρεύσεις και στη συνέχεια να αναδείξει, με μολύβια και χρώματα, την ιδιαίτερη έκφραση και τα σημάδια που ο χρόνος έχει εναποθέσει στις φυσιογνωμίες που σχεδιάζει. Αυτή είναι η οπτική που προσδίδει ξεχωριστή πνοή και ενδιαφέρον στο έργο της Γεωργίας Μπλιάτσου. Τοποθετώντας τα πορτραίτα δίπλα σε ψηφίδες ζωντανής μνήμης, καλεί τον επισκέπτη να συναρμολογήσει τον προφορικό με τον εικαστικό λόγο, τα σύντομα ή περιεκτικά κείμενα με τα χαρούμενα ή απόμακρα βλέμματα, τα γελαστά ή σφιγμένα χείλη, τα τολμηρά ή κουρασμένα μέτωπα. Μαρίνα Πετρονώτη Κοινωνική ανθρωπολόγος

Μητρώα Μνήμης «Οπουδήποτε κατοικεί κάποιος, υπάρχει εκεί, ανοιχτό, ένα μητρώο όπου ο χρόνος εγγράφεται. HenriBergson Κρατώ στα χέρια μου ανοιχτό σε τυχαία σελίδα το πολύτιμο χειροποίητο πόνημα της Γεωργίας Μπλιάτσου «Απογραφές της Μνήμης Μαρτυρίες της Τζιας»: η επίσκεψη της ζωγράφου στο νησί που αριθμεί αρκετές δεκαετίες, συνεχίζεται ακάματη έως σήμερα. Είναι εδώ ο βιωμένος τόπος της και οι «απογραφές μνήμης» της το αποδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο. Τα σχέδιά της, άλλοτε καμωμένα με γήινο χρώμα και άλλοτε εγγεγραμμένα σε άσπρο και μαύρο, πάντοτε ολοκληρωμένα με γοργές γραμμές και ελαφρά υλικά, αποφεύγουν να κουράσουν το βλέμμα καθώς αποτυπώνουν ένα αχνό στιγμιότυπο φεύγοντος χρόνου, διατηρούν, ωστόσο, κάτι ανεξίτηλο. Κάρβουνα, μολύβια, μελάνια, παστέλ σκιρτούν και σκαλώνουν ανάμεσα σε εφήμερα σημάδια χαράς και θλίψης, περιπλανώνται με αφουγκραστική ενδελέχεια ανάμεσα σε ρυτίδες, χαμόγελα, παύσεις και αφηγήσεις, τρέποντας τα μικρά πορτραίτα των οικείων της άλλοτε σε ταξίδια στη θάλασσα του απέναντι και άλλοτε σε ολονύχτια γλέντια σε απόκρημνα αυτοσχέδια πανηγυράκια του νησιού. Κι ύστερα εξακολουθούν να κεντούν το χαρτί, μεταμορφώνοντας τα σχέδια σε ευχές και ξόδια, σε προσευχές και αναπάντεχες εξομολογήσεις. Στα 140 σχέδια της Γεωργίας Μπλιάτσου, διηθίζονται και εντέλει κατασταλάζουν οι λανθάνουσες ιστορίες και οι μικρές περιπέτειες ενός τοπίου κατοικημένου και εννοημένου με ξεχωριστή τρυφερότητα. Ακολουθώντας τις αφαιρετικές γραμμές και τις ελάχιστες φόρμες της ζωγράφου, οι μνήμες της Τζιας απομαγνητοφωνούνται επί χάρτου συναντώντας τη λιγνή γεωγραφία του κυκλαδίτικου τόπου, υφαίνουν βουβές συναθροίσεις ενώνοντας χωρίς προσχεδιασμό την ατομική με τη συλλογική μνήμη των κατοίκων του. Πρόκειται ουσιαστικά για μια εντόπια «πινακοθήκη» μεταβλητών διαστάσεων, κατοικημένη από αναγνωρίσιμους στους περισσότερους αλλά και αφανείς ανθρώπους που συνδέθηκαν κατά τις τελευταίες δεκαετίες με τα καλοκαίρια αλλά και τους χειμώνες του νησιού, με την καλοκαιρινή ραστώνη αλλά και τις εποχιακές εργασίες της υπαίθρου, με τις αυγουστιάτικες βεγγέρες αλλά και με την καθημερινότητα κάποιων πιο σιωπηλών μηνών του χρόνου. Στη Χώρα και στο Βουρκάρι, στο Λιβάδι και στον Οτζιά, στους Κοκκίνους και στον Μαύρο, συλλέκτες, αρχιτέκτονες και καλλιτέχνες, τοπι- κοί ιστοριοδίφες και συγγραφείς συνομιλούν μέσα από τα σχεδόν στιγμιαία πορτραίτα τους με βοσκούς και παπάδες, με ψαράδες και ιδιοκτήτες καφενείων και παραδοσιακών παντοπωλείων, με κραταιούς χασάπηδες και γηραιές φουρνάρισσες, με παλαίμαχους τεχνίτες του εργοστασίου «Εμαγιέ» και ιδιοκτήτες καλτ καλοκαιρινών ποτάδικων. Στις 62 προφορικές μαρτυρίες που με αφοπλιστική απλότητα συγκεντρώνει, εγγράφει και παραθέτει η ζωγράφος, διασώζοντάς τις από παντοτινή λήθη, ο ίδιος τόπος προσμετρά με ακρίβεια τις ψυχές που τον κατοικούν, τις επιθυμίες και τα παθήματα που τις στοιχειώνουν. Άλλοτε σε ελάχιστες λέξεις και άλλοτε στο σύντομο αλλά εύγλωττο διάστημα μιας εκ βαθέων συμπυκνωμένης εξομολόγησης, οι παλιοί αλλά και οι όψιμοι φίλοι της εμπιστεύονται ανέκδοτα ιστορικά και προσωπικά γεγονότα, κατοχικές αφηγήσεις και μικρά οικογενειακά δράματα, οδηγίες και συνταγές, εφήμερα ήθη και διαχρονικά έθιμα. Ανάμεσα σε χωματόδρομους και ξερολιθιές, ψαρέματα και ανεμόμυλους, παραθαλάσσιες ταβέρνες, παραδοσιακά χασάπικα και αυτοσχέδια μπαρ, μας γνέφουν νεκροί φαντάροι και χαμένες αρραβωνιαστικές, μας καλούν ανυπόμονα παιδιά με κοντοκουρεμένα κεφάλια και εύθυμες παρέες χαλκέντερων γλεντιστών, επαναφέροντας στο βλέμμα μια εποχή χαμένης αθωότητας που ζωντανεύει στο όνομα της ψηλαφητής και ευπρόσδεκτα συνοπτικής γλαφυρότητας της σχεδιαστικής της αποτύπωσης: ιδού μια μικρογραφία Ελλάδας που πληγώνει και επουλώνει ταυτόχρονα. Κάτω από τα σχέδια και τους ανθρώπους ηθελημένα δεν μπαίνουν ονόματα. Γνωστοί και άγνωστοι στα κοινά, κάτοικοι Τζιας είναι όλοι... Κάθε σχεδίασμα, παρεπέμπει σε αλλοτινά καλοκαίρια, σε ανθισμένες εξοχές, σε δύσκολες θάλασσες. Δύσκολο, λοιπόν, να αποφασίσεις πού να βάλεις την άνω τελεία. Δύσκολο να αποχωριστείς εκείνους που δεν συνάντησες ακόμη. Γεωργία, ετούτα που δεν έχουν ακόμη ειπωθεί, τα περιμένουμε. Ίρις Κρητικού Μάιος 2013

Μ η τ ρ ώ ο θ η λ έ ω ν

Μ η τ ρ ώ ο α ρ ρ ε ν ω ν

Το ημερολόγιο Γεώργιος Σπέης, ερευνητής Όταν κάποιος κάνει μια εθνογραφική έρευνα η επιστημονική πρακτική λέει ότι πρέπει να κρατάει ημερολόγιο. Εκεί κανείς μπορεί να παρακολουθήσει όχι μόνο τι καταγράφεται αλλά και πως ο τόπος και οι άνθρωποι τον επηρεάζουν. Ακούγεται εύκολο. Αλλά όλο αυτό το σκηνικό είναι ανθρώπινη επικοινωνία, συναισθήματα. Πως λοιπόν να βάλεις σε χαρτί τα συναισθήματα; Εγώ λοιπόν γράφω τις πληροφορίες και κρατάω τα συναισθήματα των ανθρώπων. Αυτό άλλωστε είναι πολύ μεγάλος πλούτος. Κάνοντας λοιπόν αυτή την έρευνα στη Κέα είχα και «αυτό». Οι πληροφορίες μπήκαν στο χαρτί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Οι άνθρωποι όμως δεν χώρεσαν, ούτε χωράνε. Μόνο κάποιες εντυπώσεις, κάποιες πινελιές, που κανείς θα έλεγε από τη μνήμη. Γιατί ένα νησί, ένας τόπος, είναι οι άνθρωποί του. Τον κουβαλάνε είτε θέλουν είτε όχι όπου και να πάνε. Δεν χρειάζονται ονόματα, μόνο στιγμιότυπα από αυτό μου το ταξίδι τα τελευταία τρία χρόνια στη Τζια. Πήγαμε λοιπόν να δούμε μια καθοικιά, ένα στάβλο. Εκεί μέσα είχε μεγάλες κουρούπες ανάμεσα σε όλο το νοικοκυριό. Ήταν αφημένα αλλά όχι ξεχασμένα πολλά χρόνια. Στη πόρτα αριστερά ήταν κάτι ξεραμένα χόρτα. Πρέπει να ήταν λουλούδια. «Αυτά τα είχε η μάνα μου. Βγαίνουν κάθε χρόνο» και βαθειά συγκίνηση είχε πλημμυρίσει το συνομιλητή και ξεναγό μου. Είχε φύγει εδώ και πολλά χρόνια μετανάστης. Είχε ξεπεράσει πολύ μακριά τη στερημένη ζωή των ξωτάρηδων. Έρχεται κάθε χρόνο. Μάλλον κάνει αυτό το προσκύνημα πάντα. Αυτό εγώ εισέπραξα. Αυτή η σκηνή δεν ήταν από τις πρώτες στη Τζια. Θυμάμαι είχε πάει σ ένα καφενείο στο Λιβάδι. Ρωτούσα για τα στοιχειά και όχι μόνο. Πιστεύω ότι αυτές οι ιστορίες κρύβουν πολλά πράγματα. Είχα συνάντηση με δύο μαζί. Με κοιτούσαν ως συνήθως πολύ παράξενα. Τι είναι αυτός! Το αυτί του καφετζή είχε επικίνδυνα μεγαλώσει και το μάτι τηλεσκόπιο. «Εμείς δεν τα πιστεύουμε αυτά!» «Μα εγώ δεν είπα αυτό. Αλλά έχετε ακούσει κάποια ιστορία;» «Βέβαια, τις λέγαν οι παλιοί». Άρχισαν διστακτικά οι διηγήσεις. Και το κλίμα άλλαζε. Οι ενδοιασμοί σιγά- σιγά χάθηκαν και μπήκαμε σε άλλη εποχή. Οι παρεμβάσεις του καφετζή άρχισαν βροχή. Μπήκαμε στην εποχή που όλα αυτά ήταν ζωντανά. «Μα εγώ το είδα!». Εδώ η «άλλη» εποχή και ο κόσμος της ήταν πια ζωντανός! Κάτι αντίστοιχο έγινε και στη Πιάτσα μια άλλη μέρα. Η μέση ηλικία των θαμώνων μάλλον στα εβδομήντα αλλά με κάποιους στα ενενήντα και στα τριάντα. Όλη η γκάμα. Καβγάς τρικούβερτος. Τα χαρτιά έπεφταν στο τραπέζι σαν να έπεφταν καρεκλιές. Έβγαινε όλη η ένταση μέσα από ένα κοσμοχαλασμό. Εγώ έπιασα κάποιον που δεν έπαιζε. Άρχισε η εξομολόγηση. «Πείτε στον άνθρωπο για το». «Άσε μας». Η τελετουργία των χαρτιών δεν μπορούσε να σταματήσει. Έτσι έμαθα πολλά από τον συνομιλητή μου μέχρι η περι- Το στεγάδι στην είσοδο της χώρας (πρώτη αποτύπωση της λαϊκής αρχιτεκτονικής της Κέας). Αρχείο Αρχιτεκτ. Σχολής Θεσσαλονίκης.

έργεια να κατανικήσει τη λύτρωση του καθημερινού πάθους. Άρχισε ο διάλογος. «Θα πας να τον βρεις στην Αγία Παρασκευή. Όποιον ρωτήσεις θα σου τον δείξει». Η απορία μου τεράστια. Πως στην Αγία Παρασκευή, στην Αθήνα θα έβρισκα τον πολύτιμο πληροφοριοδότη μου σαν να βρισκόμουν σ ένα μικρό χωριό! Αρχίσαν τα κεράσματα και τα πειράγματα. «Σκέψου μπήκαμε συρτοί μέσα στις Τρύπες. Μάλιστα παραλίγο να κολλήσουμε γιατί αυτή ήταν πολύ χοντρή!» Σουρεαλιστική σκηνή. Αυτόν που πραγματικά ήθελα στο καφενείο μέσα για να πάρω απαντήσεις, κατάφερα να τον έχω μπροστά μου μια άλλη μέρα να θέλει να μου πει. Και μου είπε πάρα πολλά πράγματα. Η ζωή του ένα παραμύθι από άλλες εποχές. Εκείνος όμως αυτό το παραμύθι το έζησε. Μια σκηνή όμως μου άφησε τρομερή εντύπωση. «Ήμουνα παιδί. Με είχαν πάρει παραγιό. Με έστειλαν στο στάβλο. Ήμουνα τόσο κουρασμένος που όταν μπήκα μέσα είχε σηκωθεί το μουλάρι. Το άχυρο ήταν ακόμα ζεστό. Έπεσα και κοιμήθηκα εκεί». Ψάχνοντας για το Μπαρούμα βρέθηκα στις Ποίσες. «Έλα να μας βρεις στο σπίτι. Είναι μέσα στο ποταμό. Θα σου δείξω και τα όργανα». Βρήκα το δρόμο του σπιτιού ακούγοντας. Έπαιζαν για να με οδηγήσουν; Έπαιζαν μάλλον για το κέφι τους. Εγώ όμως βρήκα το δρόμο ακούγοντας. Πρώτη φορά μου συνέβαινε αυτό. Εκεί είδα και το τουμπί από πηλό. Την άλλη μέρα πήγαμε μαζί μέσα στη ρεματιά. Μετά το ταμπάκικο του γέρο Κοκκάλα φτάσαμε στο Στοιχειωμένο. Ο πρίγκιπας από τις Πόλες σαν να φαινόταν ακόμα να πηγαίνει αμέριμνος απέναντι να συναντήσει την πριγκίπισσα της Πανάχρας και οι δολοφόνοι να τον περιμένουν στο τρομερό γκρεμό. Ένας άλλος ήρεμα με περίμενε να μου δείξει ένα σημαντικό μνημείο του πολιτισμού του νησιού, το λιοτρίβι. Πάντα πρόθυμος να εξηγήσει ακόμα και στους ξένους που του κουβάλησα αργότερα. Όσο αυτοί φωτογράφιζαν, εγώ μετέφραζα τη τζιώτικη τραγουδιστή του προφορά. Πόσο χάνουν αυτοί που δεν μπορούν να καταλάβουν! Αργότερα θα έγραφα ένα άρθρο στα αγγλικά για το λιοτρίβι. Αυτός που έκανα επιμέλεια, Ολλανδός, στο κείμενο σημείωσε το λάθος μου. «Η οροφή του κτηρίου δεν μπορεί να έχει πέτρινα δοκάρια! Μήπως είναι ξύλινα;» Το μυαλό μου πήγε στον «αμπά». Έχω και φωτογραφία μαζί με την περιγραφή. Αλλά τελικά δεν του την έστειλα. Απλώς επέμεινα με τα πέτρινα δοκάρια. Ας καταλάβει ότι υπάρχει και ένας άλλος πολιτισμός με δικούς του τρόπους. Ο πολιτισμός της πέτρας. Όλα πέτρινα. Αυτοί τα έχουν όλα ξύλινα! Πέτρα και ξυπόλητοι πάνω στην κοφτερή πέτρα. Ακόμα χειρότερα, ξυπόλητοι πάνω στο κάρβουνο, που άναβε και έκαιγε τη γυμνή πατούσα αυτών που δούλευαν στη Κόκκα. Χείμαρρος οι διηγήσεις για τη ζωή και τη δουλειά στη Κόκκα. Μια τελείως άλλη ζωή. Ήταν όμως πλούτος για το νησί, μεγάλα μεροκάματα κίνητρο για ποδαρόδρομο από μεγάλες αποστάσεις. Σφύριζε το καράβι και μετρώντας τα σφυρίγματα ξεκινούσαν για κάτω. Και από πάνω οι μύλοι. Σοβαρός, δωρικός ο τελευταίος που ξέρει, να μου δίνει με φοβερή ευγλωττία τις πιο φοβερές λεπτομέρειες για τους μύλους. «Αυτά χάθηκαν. Η ζωή αυτή χάθηκε». Γέμισα μελαγχολία στην πιο μεγαλειώδη τοποθεσία προ- σπαθώντας να καταλάβω εκείνο που εκείνος αναπολούσε και ακόμα ζούσε. Από την άλλη μεριά του λόφου μια άλλη σκηνή, το πατητήρι. Εγώ έψαχνα για τα γλαστριά και εκεί έμαθα για το κρασί της Κέας. Καθόταν ευχαριστημένος, γελαστός μέσα στο γλέντι του πατητηριού. Έφυγα έχοντας βάλει φρένο τα κεράσματα για να μην κατέβω οδηγώντας από την πλαγιά και όχι το δρόμο. Το νησί γεμάτο πλαγιές, όπως όλα τα νησιά. «Εγώ έχω σκάψει όλες τις πλαγιές που βλέπεις», μου είπε γαλήνια. Είχε όμως κάνει αυτό που ακούγεται ακατόρθωτο. Είχε μάθει στα εβδομήντα του να παίζει τσαμπούνα! Δεν είναι ο μόνος που δεν ξαναείδα, βλέπετε ψάχνοντας για πληροφορίες ψάχνω εκείνους που θυμούνται και ξέρουν. Εκείνος ήξερε και παρ όλους τους τρομερούς πόνους καθόταν όρθιος και σχεδίαζε για να μου περιγράψει τα μελίσσια στις «όχτες». «Είναι τριακόσια». Τελικά μια άλλη μέρα με το μπαστούνι μου, πονώντας φοβερά από κρίση στη μέση, έψαξα αλλά δυστυχώς δεν κατάφερα να βρω το «μνημείο» που μου είχε περιγράψει μέχρι τον Άγιο Φίλιππο. Έτσι έμεινα με την περιέργεια. Η περιέργεια με έχει οδηγήσει σε παράξενες αλλά ευχάριστες καταστάσεις. Μια από αυτές ήταν να δω το νερόμυλο και να μάθω για τη κρεβαταριά. Θα μου πεις σε τι διαφέρει από άλλες σε όλη την Ελλάδα. Λοιπόν εκεί είχα μια πολύ όμορφη συνάντηση, έζησα λίγη ώρα σ ένα χώρο όπου όλα ήταν δική τους παραγωγή, από το ψωμί μέχρι το κρασί. Παράξενο; Για έναν άνθρωπο που πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ σίγουρα! Εκεί με είχαν στείλει, όπως και σε πολλά μέρη, άνθρωποι ακούραστοι, χωρίς φανφάρες, χτίζουν πάνω στο πολιτισμό του νησιού. Αυτοί βλέπουν ότι το νησί είναι πλούσιο και ότι υπάρχουν ευκαιρίες αρκεί να έχεις υπομονή και επιμονή να συνεχίζεις σαν το μυρμήγκι. Το έργο τους πολύ μεγάλο για ένα μικρό νησί. Πιο κάτω στο Λιβάδι ένας άλλος πολεμάει με τα μηχανήματα. Φαίνεται σαν να κυνηγάει ανεμόμυλους. Παρ όλα αυτά το νησί που κάποτε ήταν βιομηχανικό κέντρο μπορεί να περηφανεύεται ότι έχει κάτι σαν μουσείο βιομηχανικής αρχαιολογίας. Που αλλού ακούστηκε αυτό! Η τελευταία όμως έκπληξη ήταν τα Στραντιβάριους. Μάλιστα υπάρχουν δύο στη Κέα. Ατέλειωτη η συζήτηση, πολύ φορτισμένη. «Θα έρθω ξανά όταν κρυώσει ο καιρός. Να πιούμε ένα κρασί, ένα τσίπουρο».

Τα σημάδια της φύσης Δώρος Παύλου, καθηγητής Είμαι πολλά χρόνια στο νησί. Καθηγητής στη μέση εκπαίδευση. Οι παλιοί παρατηρούσαν τα σημάδια της φύσης και προέβλεπαν τον καιρό. Βρέχει όταν πιάνει νοτιοανατολικός άνεμος. Όταν βλέπουν τον βλαστό της κρεμμυδασκέλας να στέκει ψηλά, λένε ότι θα έχουμε βροχή. Όταν γέρνει τσιγκελωτά προς τα κάτω, τότε θα έχουμε ξηρασία. Η κρεμμυδασκέλα [Ourginea maritium] είναι ένα είδος κρεμμύδας που παίρνουμε για την Πρωτοχρονιά. Μέχρι τέλος Οκτώβρη βγάζει άλλο ένα. Τα διαμαντένια Μαυρομάτης Νίκος, χασάπης Έχω συμπληρώσει 65 χρόνια σε αυτή τη δουλειά. Από 15 χρονών είμαι στο σφαγείο. Έκανα και εμπόριο ζώων. Παλιά είχαμε τρία σφαγεία στην Αθήνα, ένα σφαγείο στην Πειραιώς, ένα στην Κηφισιά και ένα στην Αγία Παρασκευή. Ο παππούς μου, ο πατέρας μου, όλοι στο σόι μου ήταν σφάχτες. Είμαι παραδοσιακός χασάπης χωρίς σχολή. Στη σχολή πήγα το 2005 για να πάρω την άδεια του μαγαζιού. Είχε σκάσει το πουλάκι από το αυγό. -Διαμαντένιο Αυτά είναι δικά μου μοσχάρια, δεν είναι αγοραστά! Μανώληηηηηηη Δεμένεγας Μανώλης, χασάπης Είμαι γεννημένος το 51. είμαι από 12 χρονών σε αυτή τη δουλειά. Ο μπαμπάς μου ήταν ζωέμπορας. Από την πρώτη τάξη του δημοτικού πήγαινα στο σφαγείο. Τότε το σφαγείο ήταν κάτω από το δημοτικό σχολείο και εγώ όλο εκεί ήμουνα. Είχα φάει ξύλο από τη δασκάλα, που με φώναζε, «Μανώληηηηηηη». Μου άρεσε πολύ αυτή η δουλειά. Έκανα και άλλες. Παραπάνω από έναν μήνα δε μπόρεσα να μείνω. Σε αυτή τη δουλειά είμαι όλη μου τη ζωή. Μερικοί το χαλάνε Κλάψης Μιχαήλ, παπάς 40 χρόνια, πολλά χρόνια είμαι παπάς. Το νησί είναι ωραίο, μα όπως συμβαίνει παντού, είναι μερικοί που το χαλάνε. Μεγάλη Παρασκευή Τούντα Άννα, συνταξιούχος Είμαι 83 ετών. Από τον προφήτη Ηλία, Βελάδων. Τα παιδικά χρόνια δύσκολα. Πέθανε ο πατέρας όταν ήμουν 11 ετών. Με έστειλαν στην Αθήνα να δουλέψω στα 15. Από 15 έως 24 ετών έμεινα στην Αθήνα. Μετά γύρισα στη Τζια και παντρεύτηκα στον Οτζιά. Δεν έχω νιώσει χαρά. Ορφάνεψα, δύσκολα, κατοχή. Πέθανε ο πατέρας μου, άσχημα χρόνια. Η μάνα μου δεν ήταν ούτε 40. Μας μεγάλωσε με δυσκολία, Όλο στενοχώριες. Παντρεύτηκα, δουλειά, παιδιά, κούραση. Είχα τέσσερα παιδιά. Το πρώτο ήταν αγόρι, το έχασα, 24 ετών. Τα τρία κορίτσια. Ξέρεις τι είναι να φύγει να πάει σε μια γιορτή και να σου τον φέρουν γαμπρό; Πέρασα ψυχολογικό. Καλό παιδί. Όλοι τον αγαπούσαν. Το έχω βάρος που τον πίεσα να γυρίσει πίσω. Όταν πήγε στην αεροπορία, παρόλο που ήταν του Γυμνασίου, διαγωνίστηκε για να πάρουν 22 γραφείς. Πέρασε στους 22. Πέρασε πολύ ωραία στο στρατό. Πήγε στην Ελευσίνα και από εκεί στην Τανάγρα. Τον θέλαν για μόνιμο. Εγώ τον ήθελα εδώ. Είχα ένα φόβο για αυτό το παιδί. Κάτι προαισθήσεις, πίκρες πολλές. Ετοίμαζα το γάμο της τρίτης κόρης μου. Ο πατέρας ήταν άρρωστος. Τον φέρνουμε από το νοσοκομείο τη Μεγάλη Παρασκευή, γιατί τη δεύτερη μέρα του Πάσχα θα γινόταν ο γάμος. Ο πατέρας, όμως, βαραίνει και τη δεύτερη μέρα που ετοιμαζόταν η νύφη, φωνάξαμε το ασθενοφόρο. Τρεις η ώρα πέρναγε το ασθενοφόρο μπροστά από την ταβέρνα που γινόταν το τραπέζι. Η νύφη έκλαιγε. Όλοι κλαίγανε. Δέκα μέρες νύφη πήγε στην κηδεία του πατέρα της. Αυτή τον υπεραγαπούσε. Τι να κάνω εγώ; Ποιον να κοιτούσα;

Πρώτα πεθαίνεις και μετά βγαίνει το χούι. Σταμάτης Παούρης, συνταξιούχος Τελείωσα τη σχολή Βακαλό. Η κυρία Βακαλό είχε κάνει θαύματα επάνω μας. Πως ήμουν μέσα στην τέχνη, έτσι ουρανοκατέβατος; Ο Τάφος μου Είπα του Χιονάτου να κάνει την προτομή μου. Δουλεύει όμως μόνο άσπρο μάρμαρο. Ήθελα μια πράσινη προτομή δική μου, να τώρα να την έκανα, αν μπορεί να μου βγάλει εκμαγείο ή φωτογραφία, να την πληρώσω να τη βάλω στο σπίτι μου και όταν χρειαστεί να τη βάλουν. Τον τάφο που έκανα και έβαλα και τη μητέρα μου τον έκανα με πέτρες. Τον τάφο που είδα που είχε κάνει ο Δημήτρης ήταν λευκός από μάρμαρο γυαλιστερό σα σατέν κιλότα. Λέω, εγώ μέσα σε τέτοια κιλότα δε μπαίνω,.. όχι. Ο δικός μου είναι με πέτρες Καρύστου. Έκανα ένα σχέδιο. Οι πέτρες είναι κομμένες στα δύο. Είναι δύο κάθετες και δύο οριζόντιες. Τέσσερις κάθετες και δύο οριζόντιες, γύρω γύρω οι πρώτες και έγιναν τα στηθαία υπερυψωμένα και μπροστά μια μεγάλη πλάκα με ένα χερούλι σαν και αυτήν που λέει πως βγήκε ο Λάζαρος. Έκανα με πράσινο μάρμαρο ένα σταυρό μεγάλο, που μπήκε στις κάθετες πλάκες και ένα καντήλι μεγάλο με μια λοξή σκεπή από πράσινο μάρμαρο. Δεν το βιάζομαι... δε θα πεθάνω και αύριο. Αν ακούσω κανένα συνταρακτικό μπορεί και να δω. Το έχω ρίξει στη τρελή και βγαίνω στη σκηνή. Νόμιζε ότι ήμουν ράφτης Δαλαρέτος Νίκος, συλλέκτης Οι δύο πετυχημένοι ζωγράφοι ήταν ο Τσαρούχης και ο Φασιανός. Έξυπνα πλάσαραν τους εαυτούς τους. Ο Τσαρούχης ήταν αποτελεσματικός. Είχε πολύ χιούμορ. Αναφέρω κάποια περιστατικά «Ο Ωνάσης νόμισε ότι ήμουν ράφτης», του έλεγε η Κάλλας. «Πάω στον Τσαρούχη να μου δείξει τα κοστούμια...» Την εποχή που έκανε τους δώδεκα μήνες, μου έκανε ένα έργο που λεγόταν ο Δεκέμβρης. Ήταν ένα έργο που ήταν ένα κρεβάτι με τέσσερις κολόνες και γύρω γύρω είχε το πέπλο το οποίο δε βρίσκαμε. Ήθελε να είναι από βαμβακερό τούλι. Έπρεπε να βρούμε βαμβακερό τούλι για να το βάψει και να πιάσει, γιατί σε άλλο υλικό θα έφευγε το χρώμα. «Μόνο στην οδό Αθηνάς θα το βρούμε γιατί από εκεί έπαιρνα» μου είπε. Είχαμε πάει σε όλο το Μαρούσι και δεν το βρίσκαμε. Πήγαμε στου «Χυτήρογλου». Ρωτάει λοιπόν τον πωλητή αν έχει και του λέει οτι δεν έχει. - «Που το ξέρεις», του λέει. - «Έψαξες;» - «Μας ζήτησαν και άλλοι και δεν έχουμε». - «Έψαξες, χρυσό μου;» - «Δεν έχουμε»του απαντά εκείνος. - «Πάρε τη σκάλα και ανέβα εκεί πάνω στο δεξί ράφι». - «Δεν έχουμε» επιμένει αυτός. - «Εγώ σε προτρέπω να ανέβεις». Ανεβαίνει τότε αυτός και βρίσκει το ρεταλάκι. - «Και όμως μας έχουν ζητήσει και οι άλλοι και δεν τους δώσαμε». - «Βλέπεις;» του λέω εγώ. - «Πόσο θέλετε;» - «Είκοσι εκατοστά» λέει αυτός. - «Εντάξει, εντάξει», αρχίζει να τον μιμείται ο πωλητής. Γυρίζει τότε ο Τσαρούχης και του λέει, - «Χρυσό μου γιατί μιλάς έτσι;» Οι Διόσκουροι το χειμώνα Στις τέσσερις εποχές είχε κάνει ο Σιδέρης την άνοιξη. Ο Μυταράς το φθινόπωρο. Ο Φασιανός το καλοκαίρι και είχε μείνει ο χειμώνας. Λέω, λοιπόν, στον Τσαρούχη να ζωγραφίσει τον χειμώνα. - «Εγώ πάντα τον χειμώνα θα κάνω;» Ζωγράφισε δύο κεφάλια νέων, δύο νέοι γυμνοί και γράφει από κάτω «οι Διόσκουροι». «Δεν είχαμε πει να κάνεις το χειμώνα; Όλοι έχουν κάνει τις εποχές και μένει το δικό σου», του λέω. - «Το λησμόνησα να σου πω την αλήθεια»μου απαντά. - Και συμπληρώνει «οι Διόσκουροι το χειμώνα», Πέρασε. Δουλεύανε στο Εθνικό με τον Εγγονόπουλο. Στο τέλος της εβδομάδας τους πληρώσανε. Δίνουν του Εγγονόπουλου ένα πεντακοσάρικο και στον Τσαρούχη δίνουν πέντε κατοστάρικα. «Μου δίνεις δύο κατοστάρικα, να πάρω τα απαραίτητα, να μη χαλάσω το πεντακοσάρικο;», του ζητάει ο Εγγονόπουλος...

Εντάξει, εγκρίνεται Ρολάνδος Σπίνουλας, Ουζερί Όταν πήγα να ζητήσω τη Χρυσούλα από τον πατέρα της, λέει ο πατέρας της - «Τι θα πιείς;» «Δεν πίνω» του λέω. Γυρίζει στη Χρυσούλα και λέει: «που σαι, Χρυσούλα, βάλε μια σερενάτα». Εκεί που καθόμασταν στο τραπέζι, πριν αρχίσουμε το φαγητό μου λέει, - «Σήκω». Σηκώνομαι και με πάει στο υπόγειο. Εκεί μου δείχνει το αλέτρι και μου λέει «σήκωσέ το». Τον ρωτώ «με τα δύο χέρια;» - μου λέει «ναι». Το σηκώνω με το ένα χέρι κι ευχαριστημένος μου λέει: «εντάξει, εγκρίνεται». Κουκής Σέρβος Δημήτρης, συνταξιούχος Μένω εδώ. Μέχρι που πήρα σύνταξη, είχα φορτηγό δημόσιας χρήσης. Έκανα μεταφορές, ζώα, εμπορεύματα, μάζευα σκουπίδια, σοβάτιζα, έχτιζα, τα πάντα έκανα. Είμαι εβδομήντα χρονών. Το παρατσούκλι μου είναι «Κουκής». Κόντεψα να ξεχάσω το όνομά μου. Μου φέρνει ο αστυνόμος μια κλήση στο όνομα Κουκής, τη βλέπω, του λέω «δεν είναι δική μου». Μου λέει «να δω τα χαρτιά σου» και εκεί διαπιστώνει ότι έχω άλλο όνομα. Ο αστυνόμος δεν ήταν δικός μας. Είχα πάθει ένα ατύχημα. Έφτιαχνα κάτι σε ένα φορτηγό και η ρόδα του και με πάτησε. Ξεκόλλησαν τα κρέατα από τα κόκκαλα. Τα μπούτια μου κρεμάσανε. Πήγα στο ΚΑΤ. Μετά από χρόνια, τα χέρια και τα πόδια κρεμάσανε. Η μέση μου πόναγε. Έκατσα ένα χρόνο στο κρεβάτι παράλυτος, με ταΐζανε. Στο χρόνο πάνω, σηκώθηκα μόνος μου. Παλιά λίγοι ήξεραν να γράφουνε γράμματα. Γι αυτό έκαναν κουμπαριές με συμβολαιογράφους και δικηγόρους. - «Τι, θα με γελάσει ο κουμπάρος;» έλεγαν. Δανειζόντουσαν χρήματα και οι συμβολαιογράφοι τα έγραφαν στα τεφτέρια τους. Πολλές φορές στα τεφτέρια αντί να αφαιρέσουν τα ποσά, αυτοί πρόσθεταν μηδενικά. Όταν ο παππούς μου αρραβωνιάστηκε. ο πεθερός του είχε αγοράσει το χωράφι με δάνειο. Του λέει, λοιπόν ο παππούς μου, να πάνε στον συμβολαιογράφο να δει τα χαρτιά, γιατί ήξερε γράμματα. Πάνε, λοιπόν. «Μπράβο, συγχαρητήρια για τα αρραβωνιάσματα», τους εύχεται ο κουμπάρος συμβολαιογράφος. Του ζητάει, λοιπόν, να δει τα βιβλία, γυρίζει στον πεθερό και του λέει «πόσες φορές έδωσες λίγα λίγα χρήματα;» Βλέπει ότι, δεν ήταν περασμένα στο βιβλίο. Σκίζει, λοιπόν αυτός το τεφτέρι, ρίχνει το τραπέζι κάτω, ρίχνει και μια σφαλιάρα στα μούτρα του κουμπάρου, γυρνάει στον πεθερό και του λέει, «πάμε να φύγουμε, πατσίσαμε». Σας εύχομαι αυτή τη δύσκολη εποχή πολλές υπομονές. Παπά Χριστόδουλος, κληρικός Κολυμβητές Μπουντούρης Σταύρος, ψαράς Όταν συνηθίζουν τα σκυλιά από μικρά τη θάλασσα, μετά μη τα φοβάσαι, γίνονται κολυμβητές. -Ο κύριος υπήρξε γόης κάποτε! Του λέει για να χαμογελάσει. Δε χαμογελάει. Αυτή επιμένει και της λέει, «πρώτα πρώτα δεν έχω δόντια». Τι να κάνουμε, σμπαραλιάσαμε.

Κακιά μαϊμού Στεφανάτου Βιολέτα, βιβλιοπωλείο Το να μιμείσαι κάποιον δεν είναι κακό. Ίσως να μαθαίνεις κι όλας (ίσως) Το να μαϊμουδίζεις, όμως, είναι πολύ κακό και εσύ δε μαϊμουδίζεις απλά, αλλά είσαι και κακιά μαϊμού. Σε λυπάμαι πολύ Στη ζωή το λαχείο το κερδίζουμε μόνοι μας Γκέκα Κωσταντίνα, συνταξιούχος Είμαι από την Κάτω μεριά. Από δέκα ετών έμαθα αργαλειό από τη μάνα μου. Ο αργαλειός είναι πολύ κουραστική δουλειά. Δεν είναι νταντέλα ή πλέξιμο να το πάρεις στη γειτονιά. Πρέπει να είσαι μέσα, δουλεύουν χέρια, πόδια και το μυαλό. Ένα λάθος να κάνεις και το ξηλώνεις Είναι πολύ σπουδαίο να παίρνεις την κλωστή και να την κάνεις ύφασμα. Αυτά είναι υφάδια, δεν είναι συνθετικά, γι αυτό προσπαθάω καλύτερα να είναι άλευκο, να κουραστώ να το δέσω στο χέρι, να το βάλω στη λεκάνη, παρά να πάρω συνθετικό. Εσύ είσαι δυνατή Γνώρισα τον άντρα μου το 1955. Τον είχα τυραννήσει 3 μήνες. Κόλπα του είχα κάνει γιατί με είχαν ζητήσει και άλλοι. Καμιά φορά στη Χώρα μπορεί να έβγαινε μπροστά μου. Και αρραβωνιασμένοι, δεν είχαμε δικαίωμα να μιλήσουμε. Άλλοι στειλιάρια, δικαστήρια Στα προξενιά ο πατέρας μου έλεγε «Σε δεκαπέντε, είκοσι μέρες θα σας απαντήσω». Ο άντρας μου όταν με ζήτησε ήθελε να πάρει την απάντηση το βράδυ. «Άμα σε θέλει η κόρη μου, σε θέλω και εγώ», είπε ο πατέρας μου. Έτσι, παντρευτήκαμε. Παλέψαμε πολύ. Ήμασταν πολύ φτωχοί. Μοιράζαμε το κρεμμύδι. Κάθε φορά που ήταν να πάμε σε πανηγύρι μου έλεγε ένα τραγούδι, «...την τελευταία μου στιγμή, εσένα θα ζητήσω να δεις με τι παράπονο, τα μάτια μου να κλείσω...» Έπαθε εγκεφαλικό και τον είχαμε στο νοσοκομείο. Εννέα μέρες δε μου άφησε και δεν του άφησα το χέρι. Ήταν Δευτέρα πρωί. Περάσανε πρώτα οι γιατροί. Είχε πέντε μέρες να ανοίξει τα μάτια του. Ανοίγει τα μάτια του, με βλέπει και μου αφήνει το χέρι. Τη στιγμή που μου άφησε το χέρι βάζω τις φωνές. Ήξερα ότι έφευγε. Στη ζωή το λαχείο το κερδίζουμε μόνοι μας. Το κιούπι και η Μέρκελ Λέπουρα Ευγενία του Νικολάου, συνταξιούχος Ήμουνα μικρό κοριτσάκι, 3-4 χρονών, όταν ήρθαν οι Γερμανοί. Πετάγανε τα αεροπλάνα πολύ χαμηλά. Εγώ ήμουνα με μια φίλη μου έξω στα χωράφια. Αρχίσαμε και πηγαίναμε τοίχο - τοίχο και κρυφτήκαμε σε μια σπηλιά. Ο φόβος ήταν τόσο μεγάλος που με πάγωσε. Έκτοτε δε βλέπω ποτέ πολεμικές ταινίες στην τηλεόραση. Ήταν άνοιξη του 44. Η μητέρα μου σηκωνόταν χαράματα να ζυμώσει και να ψήσει το ψωμί πριν να φέξει. Άναβε τον φούρνο μέσα στο σκοτάδι και έπρεπε να έχει τελειώσει πριν το χάραμα και να σβήσει και τα ξύλα στον φούρνο. Αν το καταλάβαιναν οι γερμανοί θα μας τα παίρνανε. Το φαγητό μας εκτός από το ψωμί ήταν κουλούρες κρίθινες που τις βρέχαμε είτε στο νερό, είτε στο γάλα για να μαλακώσουν. Είχαμε ελάχιστα τρόφιμα που προσπαθούσαμε να τα μοιραζόμαστε. Μια μέρα ήμουν στο σπίτι με τη γιαγιά μου. Ήρθαν οι στρατιώτες και ζήτησαν αυγά. Η γιαγιά μου είπε ότι δεν είναι εδώ η μάνα μου και δε ξέρει αν έχουμε. Τότε εγώ, μικρούλα και αθώα πετάγομαι και δείχνω ένα κιούπι που ήταν ψηλά όπου έκρυβε η μάνα μου τα αβγά. Τα πήρανε και φύγανε. Αμέσως μετά η γιαγιά με χαστούκισε και μου είπε «...τώρα να δω τι θα φας». Θυμάμαι τα σταβλάκια ήταν γεμάτα από ανθρώπους που ήρθαν από την Αθήνα. Εδώ πέθαναν ελάχιστοι από πείνα, γιατί είχαμε γάλατα, αβγά, ψωμί, πατάτες. Έτσι επιβιώσαμε. Το λίγο κρέας που είχαμε το κρύβανε στις σπηλιές σε κιούπια.. Συνήθως ήταν χοιρινό. Κάποιες φορές βέβαια δεν τα βρίσκαμε. Με όλες τις θύμισες βλέπω τη Μέρκελ στην τηλεόραση και με πιάνουν τα νεύρα. Η αγάπη δεν κρύβεται Μαρία και Γιώργος Ξέστερνος, συνταξιούχοι Γιώργος Οι καλύτερες μέρες της ζωής μου ήταν όταν έκλεψα την Μαρία. Μαρία Με έκλεψε όταν ήμουν 16 χρονών. Με αγαπούσε πολύ. Μετά πήγε στρατιώτης και έκανε τρία χρόνια να γυρίσει.