ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ 1
1. ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΪΟΝΤΟΣ Isoptin επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία 40 mg Isoptin επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία 80 mg Isoptin επικαλυμμένα με λεπτό υμένιο δισκία 120 mg 2. ΠΟΙΟΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ Isoptin 40 mg: Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει: 40 mg Verapamil hydrochloride. Isoptin 80 mg: Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει: 80 mg Verapamil hydrochloride. Isoptin 120 mg: Κάθε επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο περιέχει: 120 mg Verapamil hydrochloride. Για τον πλήρη κατάλογο των εκδόχων βλ. παράγραφο 6.1 3. ΦΑΡΜΑΚΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΟΡΦΗ Επικαλυμμένο με λεπτό υμένιο δισκίο. 4. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ 4.1 Θεραπευτικές ενδείξεις Σταθερή και ασταθής στηθάγχη. Παροξυσμική υπερκοιλιακή ταχυκαρδία (ανάταξη ή/και πρόληψή της) και ταχυαρρυθμία από κολπική μαρμαρυγή ή κολπικό πτερυγισμό (εκτός αν οφείλονται στην παρουσία παρακαμπτηρίου δεματίου). Υπέρταση. 4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης Isoptin 40 mg: Η δόση του Isoptin 40 mg εξατομικεύεται, ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου. Το φάρμακο πρέπει να λαμβάνεται τακτικά, σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού. Τα δισκία καταπίνονται αμάσητα με κάποιο υγρό, κατά προτίμηση στη διάρκεια ή λίγο μετά το φαγητό. Εκτός αν καθορίσει αλλιώς ο γιατρός, η ημερήσια δόση είναι 1-2 δισκία Isoptin 40 mg, 3-4 φορές την ημέρα. Αν απαιτούνται υψηλότερες δόσεις ή λιγότερες χορηγήσεις, συνιστώνται ως εναλλακτικές λύσεις τα Isoptin 80 mg ή Isoptin 120 mg. Σε μακροχρόνια βάση, δεν θα πρέπει να γίνεται υπέρβαση της ημερήσιας δόσης των 480 mg. Μόνο για βραχέα διαστήματα μπορεί να επιτραπεί αύξηση της παραπάνω δόσης, εφόσον κριθεί αναγκαίο από το γιατρό. Για τη θεραπεία των ταχυαρρυθμιών σε παιδιά συνιστώνται οι ακόλουθες δόσεις: Σε μεγαλύτερα παιδιά προσχολικής ηλικίας έως 6 ετών χορηγείται 1 δισκίο Isoptin 40 mg, 2-3 φορές την ημέρα. Σε παιδιά σχολικής ηλικίας χορηγούνται 1-3 δισκία Isoptin 40 mg, 2-3 φορές την ημέρα (μέγιστη ημερήσια δόση 360 mg). Σε ασθενείς με περιορισμένη ηπατική λειτουργία η δράση του Isoptin επιτείνεται και παρατείνεται, ανάλογα με τη βαρύτητα της ηπατοπάθειας, λόγω μειωμένου μεταβολισμού του φαρμάκου. Στις ανάλογες περιπτώσεις πρέπει να γίνεται εξατομίκευση της δόσης με ιδιαίτερη προσοχή, αρχίζοντας από χαμηλές δόσεις (π.χ. κιρρωτικοί ασθενείς: 1 δισκίο Isoptin 40 mg δύο φορές την ημέρα). 2
Σε πάσχοντες από νεφρική ανεπάρκεια, η χορήγηση της υδροχλωρικής βεραπαμίλης πρέπει να γίνεται επίσης με προσοχή και ο άρρωστος να παρακολουθείται για παθολογική παράταση του PR καθώς και άλλα σημεία υπερβολικών φαρμακολογικών δράσεων της ουσίας. Isoptin 80 mg: Η δόση του Isoptin 80 mg εξατομικεύεται, ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου. Το φάρμακο πρέπει να λαμβάνεται τακτικά, σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού. Τα δισκία καταπίνονται αμάσητα με κάποιο υγρό, κατά προτίμηση στη διάρκεια ή λίγο μετά το φαγητό. Εκτός αν καθορίσει αλλιώς ο γιατρός, η ημερήσια δόση είναι 1 δισκίο Isoptin 80 mg, 3-4 φορές την ημέρα. Αν απαιτούνται υψηλότερες δόσεις ή λιγότερες χορηγήσεις, συνιστάται ως εναλλακτική λύση το Isoptin 120 mg. Σε μακροχρόνια βάση, δεν θα πρέπει να γίνεται υπέρβαση της ημερήσιας δόσης των 480 mg. Μόνο για βραχέα διαστήματα μπορεί να επιτραπεί αύξηση της παραπάνω δόσης, εφόσον κριθεί αναγκαίο από το γιατρό. Για παιδιά και ενήλικες που χρειάζονται μικρότερες δόσεις, διατίθενται τα δισκία Isoptin 40 mg. Σε ασθενείς με περιορισμένη ηπατική λειτουργία η δράση του Isoptin επιτείνεται και παρατείνεται, ανάλογα με τη βαρύτητα της ηπατοπάθειας, λόγω μειωμένου μεταβολισμού του φαρμάκου. Στις ανάλογες περιπτώσεις πρέπει να γίνεται εξατομίκευση της δόσης με ιδιαίτερη προσοχή, αρχίζοντας από χαμηλές δόσεις (π.χ. κιρρωτικοί ασθενείς: 1 δισκίο Isoptin 40 mg 2-3 φορές την ημέρα). Σε πάσχοντες από νεφρική ανεπάρκεια, η χορήγηση της υδροχλωρικής βεραπαμίλης πρέπει να γίνεται επίσης με προσοχή και ο άρρωστος να παρακολουθείται για παθολογική παράταση του PR καθώς και άλλα σημεία υπερβολικών φαρμακολογικών δράσεων της ουσίας. Isoptin 120 mg: Η δόση του Isoptin 120 mg εξατομικεύεται, ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου. Το φάρμακο πρέπει να λαμβάνεται τακτικά, σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού. Τα δισκία καταπίνονται αμάσητα με κάποιο υγρό, κατά προτίμηση στη διάρκεια ή λίγο μετά το φαγητό. Εκτός αν καθορίσει αλλιώς ο γιατρός, η ημερήσια δόση είναι 1 δισκίο Isoptin 120 mg, 3-4 φορές την ημέρα. Σε μακροχρόνια βάση, δεν θα πρέπει να γίνεται υπέρβαση της ημερήσιας δόσης των 480 mg. Μόνο για βραχέα διαστήματα μπορεί να επιτραπεί αύξηση της παραπάνω δόσης, εφόσον κριθεί αναγκαίο από το γιατρό. Για παιδιά και ενήλικες που χρειάζονται μικρότερες δόσεις, διατίθενται τα δισκία Isoptin 40 mg και Isoptin 80 mg. Σε ασθενείς με περιορισμένη ηπατική λειτουργία η δράση του Isoptin επιτείνεται και παρατείνεται, ανάλογα με τη βαρύτητα της ηπατοπάθειας, λόγω μειωμένου μεταβολισμού του φαρμάκου. Στις ανάλογες περιπτώσεις πρέπει να γίνεται εξατομίκευση της δόσης με ιδιαίτερη προσοχή, αρχίζοντας από χαμηλές δόσεις (π.χ. κιρρωτικοί ασθενείς: 1 δισκίο Isoptin 40 mg 2-3 φορές την ημέρα). Σε πάσχοντες από νεφρική ανεπάρκεια, η χορήγηση της υδροχλωρικής βεραπαμίλης πρέπει να γίνεται επίσης με προσοχή και ο άρρωστος να παρακολουθείται για παθολογική παράταση του PR καθώς και άλλα σημεία υπερβολικών φαρμακολογικών δράσεων της ουσίας. 4.3 Αντενδείξεις Yπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα Καρδιογενές shock Οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου με επιπλοκές Κολποκοιλιακός αποκλεισμός 2ου ή 3ου βαθμού (εκτός από ασθενείς με καλώς λειτουργoύντα τεχνητό βηματοδότη) Σύνδρομο νοσούντος φλεβόκομβου (εκτός από ασθενείς με καλώς λειτουργoύντα τεχνητό βηματοδότη) 3
Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια Kολπική μαρμαρυγή/πτερυγισμός και παραπληρωματικό δεμάτιο (π.χ. σύνδρομο Wolff- Parkinson-White, σύνδρομο Lown-Ganong-Levine) 4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση Κατά τη θεραπεία υπέρτασης με Isoptin, η αρτηριακή πίεση του ασθενούς πρέπει να ελέγχεται ανά τακτικά χρονικά διαστήματα. Η χορήγηση της υδροχλωρικής βεραπαμίλης γενικά θα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή στις ακόλουθες περιπτώσεις: 1ου βαθμού κολποκοιλιακός αποκλεισμός Υπόταση Βραδυκαρδία Σοβαρή διαταραχή της ηπατικής λειτουργίας Νόσοι στις οποίες επηρεάζεται η νευρομυϊκή μεταβίβαση (μυασθένεια gravis, σύνδρομο Lambert-Eaton, προχωρημένη μυϊκή δυστροφία του Duchenne) Αν και από συγκριτικές μελέτες έχει αποδειχθεί ότι η διαταραγμένη νεφρική λειτουργία δεν επηρεάζει τη φαρμακοκινητική της βεραπαμίλης σε ασθενείς με τελικού σταδίου νεφρική ανεπάρκεια, αναφορές αρκετών περιστατικών συνιστούν να χορηγείται η βεραπαμίλη με προσοχή και να γίνεται προσεκτική παρακολούθηση των ασθενών με διαταραγμένη νεφρική λειτουργία. Η βεραπαμίλη δεν απομακρύνεται με την αιμοκάθαρση. 4.5 Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαρμακευτικά προϊόντα και άλλες μορφές αλληλεπίδρασης Μελέτες μεταβολισμού in vitro αποδεικνύουν ότι η υδροχλωρική βεραπαμίλη μεταβολίζεται μέσω του κυτοχρώματος P450 CYP3A4, CYP1A2, CYP2C8, CYP2C9 και CYP2C18. Έχει δειχθεί ότι η βεραπαμίλη αναστέλλει τα CYP3A4 ένζυμα και την Ρ-γλυκοπρωτεΐνη (P-gp). Έχουν αναφερθεί κλινικά σημαντικές αλληλεπιδράσεις με τους αναστολείς του CYP3A4 με αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων της υδροχλωρικής βεραπαμίλης στο πλάσμα ενώ οι επαγωγείς του CYP3A4 προκάλεσαν μείωση των επιπέδων της υδροχλωρικής βεραπαμίλης στο πλάσμα. Για το λόγο αυτό, οι ασθενείς πρέπει να ελέγχονται για φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις. Στον παρακάτω πίνακα αναφέρονται οι πιθανές φαρμακευτικές αλληλεπιδράσεις που οφείλονται σε φαρμακοκινητικούς λόγους: Πιθανές Φαρμακευτικές Αλληλεπιδράσεις που σχετίζονται με τη Βεραπαμίλη Συγχορηγούμενο φάρμακο α-αναστολείς Πραζοσίνη Τεραζοσίνη Αντιαρρυθμικά Φλεκαϊνίδη Κινιδίνη Αντιασθματικά Πιθανή επίδραση στη Βεραπαμίλη ή στο συγχορηγούμενο φάρμακο Αύξηση της C max (~40 %) της πραζοσίνης, χωρίς καμία επίδραση στο χρόνο ημιζωής Αύξηση της AUC (~24 %) και C max (~25 %) της τεραζοσίνης Ασήμαντη επίδραση στην κάθαρση της φλεκαϊνίδης στο πλάσμα (<~10 %) Καμία επίδραση στην κάθαρση της βεραπαμίλης στο πλάσμα Μείωση της κάθαρσης της κινιδίνης (~35 %) σε από του στόματος χορήγηση Σχόλια 4
Θεοφυλλίνη Μείωση της κάθαρσης τόσο σε από του στόματος όσο και σε συστηματική χορήγηση κατά ~20 % Αντιεπιληπτικά Καρβαμαζεπίνη Αύξηση της AUC της καρβαμαζεπίνης (~46 %) Η μείωση της κάθαρσης στους καπνιστές ήταν ~11 % σε επιληπτικούς ασθενείς Αντικαταθλιπτικά Ιμιπραμίνη Αύξηση της AUC της ιμιπραμίνης (~15 %) Καμία επίδραση στα επίπεδα του ενεργού μεταβολίτη, δεσιπραμίνη Αντιδιαβητικά Glyburide Αύξηση της C max (~28 %) και της AUC (~26 %) της Glyburide Αντιμικροβιακά Κλαριθρομυκίνη Ερυθρομυκίνη Ριφαμπίνη Τελιθρομυκίνη Αντινεοπλασματικά Δοξορουβικίνη Βαρβιτουρικά Φαινοβαρβιτάλη Βενζοδιαζεπίνες και άλλα αγχολυτικά Βουσπιρόνη Πιθανή αύξηση των επιπέδων της βεραπαμίλης Πιθανή αύξηση των επιπέδων της βεραπαμίλης Μείωση της AUC (~97 %), C max (~94 %) και της βιοδιαθεσιμότητας (~92 %) σε από του στόματος χορήγηση της βεραπαμίλης Πιθανή αύξηση των επιπέδων της βεραπαμίλης Αύξηση της AUC (89 %) και της C max (61 %) με βεραπαμίλη χορηγούμενη από το στόμα Καμία σημαντική μεταβολή στην φαρμακοκινητική της δοξορουβικίνης με ενδοφλέβια χορήγηση βεραπαμίλης Αύξηση της κάθαρσης της βεραπαμίλης (~5 φορές), σε από του στόματος χορήγηση Αύξηση της ΑUC και της C max της βουσπιρόνης κατά ~3,4 φορές Μιδαζολάμη Αύξηση της ΑUC (~3 φορές) και της C max (~2 φορές) της μιδαζολάμης β-αναστολείς Μετοπρολόλη Αύξηση της ΑUC (~32,5 %) και της C max (~41 %) της μετοπρολόλης σε ασθενείς με στηθάγχη Προπρανολόλη Αύξηση της ΑUC (~65 %) και της C max (~94 %) της προπρανολόλης σε ασθενείς με στηθάγχη Καρδιακές γλυκοσίδες Διγιτοξίνη Διγοξίνη Μείωση της συνολικής κάθαρσης της διγιτοξίνης (~27 %) και της εξωνεφρικής κάθαρσης (~29 %) Υγιή άτομα: Αύξηση της C max της διγοξίνης κατά ~45-53 % Αύξηση της C ss της διγοξίνης κατά ~42 % και αύξηση της ΑUC της διγοξίνης κατά ~52 % Ανταγωνιστές των H2 υποδοχέων Σιμετιδίνη Αύξηση της ΑUC της R- (~25 %) και της S- (~40 %) βεραπαμίλης με αντίστοιχη μείωση της κάθαρσης της R- και S-βεραπαμίλης Ανοσολογικά Κυκλοσπορίνη Αύξηση της AUC, της C ss και της C max της κυκλοσπορίνης ~45 % Σε ασθενείς με μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα Σε ασθενείς με προχωρημένα νεοπλάσματα 5
Everolimus Sirolimus Tacrolimus Αντιλιπιδαιμικά Ατορβαστατίνη Λοβαστατίνη Σιμβαστατίνη Πιθανή αύξηση των επιπέδων του εβερόλιμους Πιθανή αύξηση των επιπέδων του σιρόλιμους Πιθανή αύξηση των επιπέδων του τακρόλιμους Πιθανή αύξηση των επιπέδων της ατορβαστατίνης Αύξηση της ΑUC της βεραπαμίλης κατά ~42,8 % Πιθανή αύξηση των επιπέδων της λοβαστατίνης Αύξηση της AUC (~2,6 φορές) και της C max (~4,6 φορές) της σιμβαστατίνης Αγωνιστές των υποδοχέων της σεροτονίνης Αλμοτριπτάνη Κατά του ουρικού οξέος Σουλφινοπυραζόνη Αύξηση της AUC (~20 %) της αλμοτριπτάνης Αύξηση της C max (~24 %) Αύξηση της κάθαρσης της βεραπαμίλης σε από του στόματος χορήγηση (~3 φορές) Μείωση της βιοδιαθεσιμότητας (~60 %) Άλλα Χυμός γκρέιπφρουτ Αύξηση της AUC της R- (~49 %) και S- (~37 %) βεραπαμίλης Αύξηση της C max της R- (~75 %) και S- (~51 %) βεραπαμίλης St. John s Wort Μείωση της AUC της R- (~78 %) και S- (~80 %) βεραπαμίλης με αντίστοιχη μείωση της C max Ο χρόνος ημιζωής και η νεφρική κάθαρση δεν επηρεάζονται Άλλες Φαρμακευτικές Αλληλεπιδράσεις και επιπρόσθετες πληροφορίες για τις Φαρμακευτικές Αλληλεπιδράσεις Αντιαρρυθμικά, β-αναστολείς, εισπνεόμενα αναισθητικά Αμοιβαία ενίσχυση της δράσης αυτών στο καρδιαγγειακό σύστημα (π.χ. υψηλότερου βαθμού κολποκοιλιακός αποκλεισμός, μεγαλύτερη μείωση του καρδιακού ρυθμού, καρδιακή ανεπάρκεια και ενίσχυση της υποτασικής δράσης). Αντιυπερτασικά, διουρητικά, αγγειοδιασταλτικά Ενίσχυση της υποτασικής δράσης. Πραζοσίνη, τεραζοσίνη Πρόσθετη υποτασική δράση. HIV αντιρετροϊκά φάρμακα Λόγω της πιθανής ανασταλτικής δράσης κάποιων HIV αντιρετροϊκών φαρμάκων, όπως η ριτοναβίρη, επί του μεταβολισμού, η συγκέντρωση της βεραπαμίλης στο πλάσμα μπορεί να αυξηθεί. Πρέπει να χορηγείται με προσοχή ή να μειωθεί η δόση της βεραπαμίλης. Κινιδίνη Υπόταση Σε ασθενείς με υπερτροφική αποφρακτική μυοκαρδιοπάθεια μπορεί να εμφανισθεί πνευμονικό οίδημα. Καρβαμαζεπίνη Αύξηση των επιπέδων της καρβαμαζεπίνης, με αποτέλεσμα ανεπιθύμητες ενέργειες από την καρβαμαζεπίνη όπως διπλωπία, κεφαλαλγία, αταξία ή ζάλη. 6
Λίθιο Αυξημένη νευροτοξικότητα από το λίθιο. Ριφαμπίνη Μείωση της υποτασικής δράσης. Κολχικίνη Η κολχικίνη είναι υπόστρωμα τόσο για το CYP3A όσο και για τον εκφορητικό μεταφορέα, Ρ- γλυκοπρωτεΐνη (P-gp). Είναι γνωστό ότι η βεραπαμίλη αναστέλλει το CYP3A και την P-gp. Όταν η βεραπαμίλη και η κολχικίνη συγχορηγούνται, η αναστολή της P-gp και/ή του CYP3A από τη βεραπαμίλη, μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη έκθεση στην κολχικίνη. Δεν συνιστάται η συνδυασμένη χρήση τους. Σουλφινοπυραζόνη Μείωση της υποτασικής δράσης. Νευρομυϊκοί αποκλειστές Μπορεί να ενισχυθεί η δράση τους. Ακετυλοσαλικυλικό οξύ Αυξημένη τάση αιμορραγίας. Αιθανόλη (αλκοόλη) Αύξηση των επιπέδων της αιθανόλης στο πλάσμα. Αναστολείς της HMG Co-A Ρεδουκτάσης («Στατίνες») Η θεραπεία με αναστολείς της HMG Co-A ρεδουκτάσης (π.χ. σιμβαστατίνη, ατορβαστατίνη ή λοβαστατίνη) ασθενούς που λαμβάνει βεραπαμίλη πρέπει να ξεκινήσει με τη μικρότερη δυνατή δόση και τιτλοποίηση προς τα πάνω. Εάν η βεραπαμίλη χορηγηθεί σε ασθενείς που λαμβάνουν ήδη έναν αναστολέα της HMG Co-A ρεδουκτάσης (π.χ. σιμβαστατίνη, ατορβαστατίνη ή λοβαστατίνη), πρέπει να μειωθεί η δόση της στατίνης και να γίνει επανατιτλοποίηση σε σχέση με τα επίπεδα της χοληστερόλης στον ορό. Η φλουβαστατίνη, πραβαστατίνη και ροζουβαστατίνη δεν μεταβολίζονται μέσω του CYP3A4 και είναι λιγότερο πιθανό να αλληλεπιδρούν με τη βεραπαμίλη. 4.6 Γονιμότητα, κύηση και γαλουχία Χρήση κατά την κύηση: Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία από τη χρήση της υδροχλωρικής βεραπαμίλης σε εγκύους γυναίκες. Το Isoptin θα πρέπει να χορηγείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μόνο εάν κριθεί εντελώς απαραίτητο. Η βεραπαμίλη διέρχεται τον πλακουντιακό φραγμό και μπορεί να ανιχνευθεί στο αίμα της ομφαλικής φλέβας κατά τον τοκετό. Θηλάζουσες μητέρες: Η υδροχλωρική βεραπαμίλη απεκκρίνεται στο μητρικό γάλα στον άνθρωπο. Περιορισμένα στοιχεία στον άνθρωπο μετά από χορήγηση από το στόμα έδειξαν ότι η σχετική δόση της βεραπαμίλης στα βρέφη είναι χαμηλή (0,1 1 % της δόσης της μητέρας από το στόμα) και ότι η χρήση της βεραπαμίλης μπορεί να είναι συμβατή με το θηλασμό. Λόγω του ενδεχομένου σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών στα θηλάζοντα βρέφη, η βεραπαμίλη μπορεί να χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια του θηλασμού μόνο εάν είναι απολύτως απαραίτητο προς όφελος της μητέρας. 4.7 Επιδράσεις στην ικανότητα οδήγησης και χειρισμού μηχανών Ανάλογα με την ευαισθησία του κάθε ασθενούς, μπορεί να επηρεασθεί δυσμενώς η ικανότητά του να οδηγεί, να χειρίζεται μηχανές ή να εργάζεται σε επικίνδυνες συνθήκες. Τούτο ισχύει ιδιαίτερα κατά 7
την αρχή της θεραπείας, όταν αλλάζουμε κάποιο άλλο φάρμακο με Isoptin, επί χρήσης οινοπνεύματος και επί υψηλών δόσεων. 4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες Οι ακόλουθες ανεπιθύμητες ενέργειες έχουν αναφερθεί με τη βεραπαμίλη κατά την παρακολούθηση μετά την κυκλοφορία ή σε κλινικές μελέτες φάσης IV και κατατάσσονται ανά κατηγορία οργανικού συστήματος. Κατηγορία οργανικού συστήματος Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος Διαταραχές του νευρικού συστήματος Διαταραχές του ωτός και του λαβυρίνθου Καρδιακές διαταραχές Αγγειακές διαταραχές Διαταραχές του γαστρεντερικού Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού Διαταραχές του αναπαραγωγικού συστήματος και του μαστού Γενικές διαταραχές και καταστάσεις της οδού χορήγησης Έρευνες Ανεπιθύμητη Ενέργεια Υπερευαισθησία Κεφαλαλγία Ζάλη Παραισθησία Τρόμος Εξωπυραμιδική διαταραχή Ίλιγγος Εμβοές Κολποκοιλιακός αποκλεισμός (1ου, 2ου, 3ου βαθμού) Φλεβοκομβική βραδυκαρδία Φλεβοκομβική παύση Οίδημα περιφερικό Αίσθημα παλμών Ταχυκαρδία Καρδιακή ανεπάρκεια Υπόταση Έξαψη Ναυτία Έμετος Δυσκοιλιότητα Ειλεός Υπερπλασία των ούλων Κοιλιακό άλγος Κοιλιακή δυσφορία Αγγειοοίδημα Σύνδρομο Stevens-Johnson Πολύμορφο ερύθημα Εξάνθημα κηλιδοβλατιδώδες Αλωπεκία Κνίδωση Πορφύρα Κνησμός Μυϊκή αδυναμία Μυαλγία Αρθραλγία Στυτική δυσλειτουργία Γυναικομαστία Γαλακτόρροια Κόπωση Αυξημένα ηπατικά ένζυμα Αυξημένη προλακτίνη στο αίμα 8
Υπάρχει μία αναφορά, μετά την κυκλοφορία, παράλυσης (τετραπάρεση) που σχετίζεται με τη συνδυασμένη χρήση βεραπαμίλης και κολχικίνης. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι η κολχικίνη διέρχεται τον αιματο-εγκεφαλικό φραγμό λόγω της αναστολής του CYP3A4 και της Ρ-gp από τη βεραπαμίλη. Δεν συνιστάται η συνδυασμένη χρήση βεραπαμίλης και κολχικίνης. Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες του τομέα της υγειονομικής περίθαλψης να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες: στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων, Μεσογείων 284, GR-15562 Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: + 30 21 32040380/337, Φαξ: + 30 210 6549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr, για την Ελλάδα, ή στις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες, Υπουργείο Υγείας, CΥ-1475, www.moh.gov.cy/phs, Fax: + 357 22608649, για την Κύπρο. 4.9 Υπερδοσολογία Συμπτώματα Υπόταση, βραδυκαρδία μέχρι υψηλού βαθμού κολποκοιλιακός αποκλεισμός και φλεβοκομβική παύση, υπεργλυκαιμία, λήθαργος, μεταβολική οξέωση. Έχουν αναφερθεί θάνατοι ως αποτέλεσμα υπερδοσολογίας. Αντιμετώπιση Η αντιμετώπιση της υπερδοσολογίας πρέπει να είναι κυρίως υποστηρικτική αν και έχουν χρησιμοποιηθεί επίσης η παρεντερική χορήγηση ασβεστίου, η διέγερση των β-αδρενεργικών υποδοχέων και η γαστρική πλύση. Η υδροχλωρική βεραπαμίλη δεν μπορεί να απομακρυνθεί μέσω της αιμοκάθαρσης. 5. ΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΚΕΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ 5.1 Φαρμακοδυναμικές ιδιότητες Κωδικός ATC: C08DA01 Η υδροχλωρική βεραπαμίλη αναστέλλει τη διαμεμβρανική εισροή ιόντων ασβεστίου στην καρδιά και τις λείες μυϊκές ίνες των αγγείων. Ελαττώνει τις ανάγκες του μυοκαρδίου σε οξυγόνο άμεσα παρεμβαίνοντας στις μεταβολικές διεργασίες της κατανάλωσης ενέργειας στον καρδιακό μυ και έμμεσα ελαττώνοντας το μεταφορτίο. Η ανασταλτική δράση επί του ασβεστίου στις λείες αγγειακές μυϊκές ίνες των στεφανιαίων αρτηριών αυξάνει τη μυοκαρδιακή αιματική ροή, ακόμα και στο μεταστενωτικό ιστό και λύνει το σπασμό των στεφανιαίων. Η αντιυπερτασική δράση της υδροχλωρικής βεραπαμίλης οφείλεται στην ελάττωση των περιφερικών αγγειακών αντιστάσεων χωρίς αντιρροπιστική ταχυκαρδία. Σε νορμοτασικά άτομα τα φυσιολογικά επίπεδα της αρτηριακής πίεσης δεν επηρεάζονται ιδιαίτερα. Η υδροχλωρική βεραπαμίλη διαθέτει έντονη αντιαρρυθμική δράση, κυρίως παρουσία υπερκοιλιακής αρρυθμίας. Επιβραδύνει την αγωγή των ερεθισμάτων από τον κολποκοιλιακό κόμβο. Με τον τρόπο αυτό και ανάλογα με το είδος της διαταραχής του ρυθμού, αποκαθίσταται ο φλεβοκομβικός ρυθμός και/ή η κοιλιακή συχνότητα. Οι φυσιολογικοί καρδιακοί ρυθμοί δεν επηρεάζονται ή μειώνονται ελαφρώς. 5.2 Φαρμακοκινητικές ιδιότητες 9
Περισσότερο από 90 % της υδροχλωρικής βεραπαμίλης απορροφάται ταχέως στο λεπτό έντερο. Μετά από εφάπαξ δόση, η μέση συστηματική διαθεσιμότητα του αμετάβλητου φαρμάκου είναι 22 %, λόγω εκτεταμένου μεταβολισμού πρώτης διόδου στο ήπαρ. Η βιοδιαθεσιμότητα είναι περίπου 2 φορές μεγαλύτερη μετά από επαναλαμβανόμενη χορήγηση. Τα μέγιστα επίπεδα στο πλάσμα της υδροχλωρικής βεραπαμίλης επιτυγχάνονται μία έως δύο ώρες μετά τη χορήγηση μορφών άμεσης απελευθέρωσης. Ο χρόνος ημιζωής απομάκρυνσης είναι τρεις έως επτά ώρες. Η υδροχλωρική βεραπαμίλη συνδέεται σε ποσοστό περίπου 90 % με τις πρωτεΐνες του πλάσματος.το φάρμακο υφίσταται εκτεταμένο μεταβολισμό. Ένας αριθμός μεταβολιτών παράγεται στον άνθρωπο (δώδεκα έχουν ταυτοποιηθεί). Από αυτούς τους μεταβολίτες, μόνο η νορβεραπαμίλη παρουσίασε υπολογίσιμη φαρμακολογική δράση (περίπου 20 % αυτής του μητρικού φαρμάκου), το οποίο παρατηρήθηκε σε μελέτη με σκύλους. Η υδροχλωρική βεραπαμίλη και οι μεταβολίτες της αποβάλλονται κατά κύριο λόγο με τα ούρα. Μόνο 3-4 % αυτής, αποβάλλεται ως αναλλοίωτη ουσία. Τα ποσοστά της χορηγηθείσης δόσης που απεκκρίνονται στα ούρα ανέρχονται σε 50 % μέσα σε 24 ώρες, 70 % μέσα σε 5 ημέρες. Η ουσία αποβάλλεται στα κόπρανα μέχρι ποσοστού 16 %. Η διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας δεν επιδρά στη φαρμακοκινητική της υδροχλωρικής βεραπαμίλης, όπως φαίνεται σε συγκριτικές μελέτες σε ασθενείς με νεφρική βλάβη τελικού σταδίου και άτομα με υγιείς νεφρούς. Υπάρχουν ωστόσο αναφορές αρκετών περιστατικών, οι οποίες υποδεικνύουν να χορηγείται η βεραπαμίλη με προσοχή. Ο χρόνος ημιζωής της βεραπαμίλης παρατείνεται σε ασθενείς με διαταραχή της ηπατικής λειτουργίας λόγω μικρότερης κάθαρσης σε λήψη από το στόμα και υψηλότερου όγκου κατανομής. 5.3 Προκλινικά δεδομένα για την ασφάλεια Τα ευρήματα από το καρδιαγγειακό και η αναστρέψιμη διάχυτη υπερπλασία των ούλων που παρατηρούνται, λόγω της χρόνιας τοξικότητας της υδροχλωρικής βεραπαμίλης, αναφέρονται στην παράγραφο 4.8. 6 ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ 6.1 Κατάλογος εκδόχων Calcium phosphate dibasic, cellulose microcrystalline, colloidal anhydrous silica, carmellose sodium, magnesium stearate, hypromellose 2910, sodium lauryl sulfate, macrogol 6000, talc purified, titanium dioxide E171. 6.2 Aσυμβατότητες Δεν αναφέρονται. 6.3 Διάρκεια ζωής 60 μήνες 6.4 Ιδιαίτερες προφυλάξεις κατά τη φύλαξη του προϊόντος Φυλάσσετε σε θερμοκρασία μικρότερη των 30 ο C. Να μη χρησιμοποιείται μετά από την ημερομηνία λήξης που αναγράφεται στη συσκευασία. 6.5 Φύση και συστατικά του περιέκτη Isoptin 40 mg: Κουτί με 30 δισκία σε blister από PVC/Aluminium foil. Isoptin 80 mg: Κουτί με 20 δισκία σε blister από PVC/Aluminium foil. 10
Isoptin 120 mg: Κουτί με 20 δισκία σε blister από PVC/Aluminium foil. 6.6 Ιδιαίτερες προφυλάξεις απόρριψης και άλλος χειρισμός Βλέπε 4.2 Δοσολογία και τρόπος χορήγησης. Κάθε αχρησιμοποίητο φαρμακευτικό προϊόν ή υπόλειμμα πρέπει να απορρίπτεται σύμφωνα με τις κατά τόπους ισχύουσες σχετικές διατάξεις. 7. ΚΑΤΟΧΟΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ Κάτοχος Αδείας Κυκλοφορίας στην Ελλάδα: ABBOTT LABORATORIES (EΛΛΑΣ) Α.Β.Ε.Ε. Αγ. Δημητρίου 63 174 56, Άλιμος Τηλ. 210 9985 222 Κάτοχος Αδείας Κυκλοφορίας στην Κύπρο: Βαρνάβας Χατζηπαναγής Λτδ., Λεωφ. Γιάννου Κρανιδιώτη 226, 2234 Λατσιά, Λευκωσία Τηλ.: 22 20 77 00 8. ΑΡΙΘΜΟΙ ΑΔΕΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ Isoptin 40 mg: 8571/06-02-2007 Isoptin 80 mg: 8571/06-02-2007 Isoptin 120 mg: 8571/06-02-2007 9. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΠΡΩΤΗΣ ΕΓΚΡΙΣΗΣ / ΑΝΑΝΕΩΣΗΣ ΤΗΣ ΑΔΕΙΑΣ 06-02-2007 10. ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ 08-10-2013 11