Αρ. Φακ.: AKI 48/05, AKI 1/06 Έκθεση της Αρχής Ισότητας αναφορικά με την πρακτική που το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και προσωπικού ακολουθεί να μην ανανεώνει τα συμβόλαια των εκτάκτων υπαλλήλων που βρίσκονται σε άδεια μητρότητας ή ασθένειας λόγω εγκυμοσύνης 1. Περιγραφή Καταγγελιών: Δύο έκτακτες υπάλληλοι, η κα Χ. Γ. και η κα Ε. Θ. Χ Κ., προσέφυγαν στην Αρχή Ισότητας καταγγέλλοντας ότι επειδή και ενώ βρισκόντουσαν σε άδεια μητρότητας τα συμβόλαια τους δεν ανανεώθηκαν. Έθεσαν επίσης, υπόψη μου, ότι επαναπροσλήφθηκαν και πάλι σε έκτακτη βάση μετά το πέρας της άδειας μητρότητας τους. 2. Διαπιστώσεις 2.1 Η κα Χ. Γ. άρχισε να εργάζεται ως έκτακτη Γραφέας στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού στις 27.6.2002. Τα πρώτα χρόνια, μέχρι το 2005, της προσφέρονταν χρονιαία συμβόλαια. Για το έτος 2005 δόθηκαν συμβόλαια σε όλες τις Γραφείς, συμπεριλαμβανομένης και της ίδιας, διάρκειας από 7.1.05-15.2.05, 16.2.05 8.3.05, 9.3.05 31.3.05, 1.4.05 10.4.05 ενώ στις 11.4.05 επρόκειτο να τους προσφερθούν πλέον δίχρονα συμβόλαια. Η άδεια μητρότητας της κας Γ. άρχισε στις 28.2.05, σε χρόνο δηλαδή που το συμβόλαιο της ήταν ακόμα σε ισχύ, και έληγε στις 19.6.2005. Στις 11.4.05 τα συμβόλαια όλων των υπόλοιπων Γραφέων ανανεώθηκαν εκτός από το δικό της. Η επαναπρόσληψη της σε έκτακτη βάση έγινε μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας της, και συγκεκριμένα στις 27.6.05, οπότε και υπέγραψε νέο συμβόλαιο διάρκειας μέχρι 31.12.06. Για τους σκοπούς της έρευνας με επιστολή μου ημερομηνίας 26 Αυγούστου 2005, ζήτησα από το Διευθυντή Τμήματος Διοίκησης και Προσωπικού να τοποθετηθεί ως προς τα όσα με την καταγγελία εγείρονταν. Απάντηση έλαβα με επιστολή ημερομηνίας 18 Νοεμβρίου 2005 και με
2 αρ. φακ.: Π.7903 Ε.Π., με την οποία τέθηκε υπόψη μου ότι «μετά από σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αποφασίσθηκε όπως για όλες τις περιπτώσεις που έκτακτοι υπάλληλοι απουσίαζαν με άδεια μητρότητας ή άδεια ασθένειας λόγω εγκυμοσύνης, δοθούν συμβόλαια απασχόλησης για τις εν λόγω χρονικές περιόδους». Λειτουργός της εμπλεκόμενης υπηρεσίας ζήτησε στη συνέχεια από τηλεφώνου να αγνοηθεί το περιεχόμενο αυτής της επιστολής και ανέφερε ότι θα ακολουθούσε η αποστολή νέας επιστολής. Ανέφερε, επίσης, ότι σχετική με το υπό εξέταση θέμα γνωμοδότηση δεν είχε δοθεί ακόμα. Εντέλει, από το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού μου στάλθηκε δεύτερη επιστολή, ημερομηνίας 22.2.06, με την οποία μου διαβιβάσθηκε γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα, ημερομηνίας 1.2.06, σύμφωνα με την οποία όσον αφορά τις έκτακτες υπαλλήλους στις οποίες δεν προσφέρθηκαν συμβόλαια στη διάρκεια της απουσίας τους λόγω εγκυμοσύνης ή τοκετού (από 1.1.05 μέχρι 11.4.05) «μπορεί να θεωρηθεί κατά πλάσμα δικαίου ότι προσφερόταν από αυτές υπηρεσία για σκοπούς συμπλήρωσης των τριάντα μηνών ώστε η απασχόληση τους να μετατραπεί από ορισμένου χρόνου σε αορίστου διάρκειας, νοουμένου πάντοτε ότι στις εν λόγω υπαλλήλους θα προσφερόταν υπηρεσία πάνω σε δεκαπενθήμερη βάση για την πιο πάνω περίοδο ή μέρος αυτής, κάτι το οποίο δεν έγινε λόγω εγκυμοσύνης, τοκετού, γαλουχίας ή μητρότητας». 2.2 Παρόμοια είναι τα γεγονότα που συνθέτουν και την περίπτωση της κας Ε. Χ Κ., η οποία άρχισε να εργάζεται σε έκτακτη βάση ως Γραφέας στην Επαρχιακή Διοίκηση Αμμοχώστου (Παράρτημα Παραλιμνίου) στις 19.2.2003. Η άδεια μητρότητας της άρχιζε στις 29.11.04 και έληγε στις 20 Μαρτίου 2005. Το συμβόλαιο της κατ αυτό το χρόνο έληγε στις 31.12.05, δηλαδή ενόσω θα βρισκόταν σε άδεια μητρότητας. Στις 4.1.05 ανανεώθηκαν τα συμβόλαια όλων των άλλων Γραφέων εκτός από το δικό της. Ο επαναδιορισμός της έγινε αμέσως μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας της και συγκεκριμένα στις 21.3.05. Ο Αν. Έπαρχος Αμμοχώστου με ενημέρωσε ότι με επιστολή ημερομηνίας 28 Ιανουαρίου 2005 είχε ζητήσει από το Διευθυντή Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού να τον ενημερώσει για ποιο λόγο δεν στάλθηκε επαναδιορισμός από 4.1.05 για την κα Χ Κωνσταντίνου όπως είχε γίνει για τις υπόλοιπες έκτακτες υπαλλήλους. Στην επιστολή αυτή δεν δόθηκε απάντηση. 2.3 Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι η πρακτική που σε παρόμοιες με τις πιο πάνω περιπτώσεις ακολουθεί το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού είναι να μην ανανεώνει τα συμβόλαια των εκτάκτων υπαλλήλων που απουσιάζουν με άδεια μητρότητας ή άδεια
3 ασθένειας λόγω εγκυμοσύνης. Αυτό προκύπτει σαφώς και από το περιεχόμενο επιστολής του Διευθυντή Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, ημερομηνίας 22.12.05 και με αρ. φακ.: 15.17.10/14, με την οποία ζήτησε σχετική με το όλο θέμα γνωμοδότηση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Στην υπό αναφορά επιστολή αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι «σε αριθμό υπαλλήλων που ήταν στο νέο κατάλογο των υποψηφίων για γραφειακά καθήκοντα, δεν προσφέρθηκε το διετές συμβόλαιο απασχόλησης (από 11.4.05), επειδή απουσίαζαν λόγω εγκυμοσύνης ή τοκετού, αλλά προσελήφθηκαν σε μεταγενέστερο στάδιο με τη λήξη της άδειας μητρότητας». Αναφέρεται, επίσης, ότι «σε αριθμό υπαλλήλων που λόγω εγκυμοσύνης ή τοκετού απουσίαζαν είτε πριν τη λήξη του συμβολαίου τους (31.12.04), είτε κατά την περίοδο μέχρι τις 11.4.05, δεν προσφέρθηκε δεκαπενθήμερο συμβόλαιο για την περίοδο της απουσίας τους». Θα πρέπει να υπογραμμίσω εδώ ότι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα που του τέθηκε από το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, είχε γνωμοδοτήσει πριν από δύο χρόνια 1 ότι η μη πρόσληψη ατόμου που απουσιάζει για λόγους εγκυμοσύνης, τοκετού, γαλουχίας, μητρότητας ή ασθένειας οφειλομένης σε εγκυμοσύνη ή τοκετό, συνιστά δυσμενή μεταχείριση μεταξύ των υποψηφίων. Το άμεσο αποτέλεσμα της πρακτικής να μη προσφέρονται συμβόλαια στις έκτακτες υπαλλήλους που απουσιάζουν με άδεια μητρότητας είναι, να χάνουν τα δικαιώματα τους για σκοπούς συμπλήρωσης των τριάντα μηνών ούτως ώστε η απασχόληση τους να μετατραπεί από ορισμένου σε αορίστου διαρκείας, να χάνουν το δικαίωμα καταβολής της ετήσιας προσαύξησης, να μειώνεται η αναλογία του 13 ου μισθού που τους αντιστοιχεί και να μην τους καταβάλλεται η διαφορά στο μισθό τους που δεν καλύπτεται από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων για τους μήνες που απουσιάζουν με άδεια μητρότητας. 3. Νομική πτυχή Δυνάμει του άρθρου 4 των περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμων του 1997 έως 2002, απαγορεύεται σε εργοδότη να τερματίσει την απασχόληση εργαζόμενης η οποία του έχει γνωστοποιήσει με πιστοποιητικό γιατρού την εγκυμοσύνη της. Η απαγόρευση αυτή αρχίζει από τη γνωστοποίηση της εγκυμοσύνης και λήγει 3 μήνες μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας. Δυνάμει του ίδιου άρθρου, ο εργοδότης δεν θεωρείται ότι τερμάτισε παράνομα την απασχόληση της εργαζόμενης εάν: 1 Γνωμοδότηση ημερομηνίας 18.6.03, με αρ. φακ.: Γ.Ε. 50(Α)/1995/Ν.13/3.
4 η εργαζόμενη είναι ένοχη σοβαρού παραπτώματος ή συμπεριφοράς η οποία δικαιολογεί τη ρήξη της σχέσης εργοδότησης, η σχετική επιχείρηση έπαυσε να λειτουργεί, η περίοδος διάρκειας της σύμβασης εργασίας έχει λήξει. Η πιο πάνω νομοθετική ρύθμιση πρέπει να εφαρμόζεται πλέον υπό το πρίσμα των εξής νέων νομοθετικών ρυθμίσεων, οι οποίες χρονολογικά έπονται. Σύμφωνα με το άρθρο 8.1. της Σύμβασης της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (Αρ. 183) 2, απαγορεύεται στον εργοδότη να απολύσει μία γυναίκα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, της άδειας μητρότητας ή της άδειας ασθένειας λόγω εγκυμοσύνης ή επιπλοκών στην εγκυμοσύνη ή κατά τη διάρκεια της περιόδου που ακολουθεί την επιστροφή της από την άδεια που ορίζεται από την εθνική νομοθεσία, εκτός για λόγους που δεν έχουν σχέση με την εγκυμοσύνη, τη γέννηση του παιδιού και τα επακόλουθα αυτής ή το θηλασμό. Το βάρος της απόδειξης ότι τα κίνητρα της απόλυσης δεν έχουν σχέση με την εγκυμοσύνη, τη γέννηση του παιδιού και τα επακόλουθα αυτής ή το θηλασμό εμπίπτει στον εργοδότη. Η παράγραφος 2, του ίδιου άρθρου, προνοεί ότι μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας πρέπει να διασφαλίζεται το δικαίωμα της γυναίκας να επιστρέψει στην ίδια ή ισότιμη θέση αμειβόμενη με τον ίδιο μισθό. Με βάση το άρθρο 9 της πιο πάνω Σύμβασης κάθε κράτος μέλος έχει υποχρέωση να υιοθετήσει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η μητρότητα δε αποτελεί αιτία διάκρισης στην απασχόληση. Πέρα από τα πιο πάνω, το άρθρο 5 του περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και την Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμου του 2002 (Ν. 205(Ι)/2002), καθορίζει ότι άνδρες και γυναίκες απολαμβάνουν ίσης μεταχείρισης όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την πρόσβαση σε απασχόληση, απαγορευμένης οποιασδήποτε άμεσης ή έμμεσης διακρίσεως λόγω φύλου, σε συσχετισμό ιδίως με την έγγαμη ή οικογενειακή κατάσταση. Στις ερμηνευτικές διατάξεις του άρθρου 2, του Ν.205(Ι)/2002, καθορίζεται ότι «άμεση διάκριση λόγω φύλου» σημαίνει δυσμενή μεταχείριση ευθέως και εμφανώς συνδεόμενη με το φύλο, την εγκυμοσύνη, τον τοκετό, τη γαλουχία ή τη μητρότητα. Όπως προβλέπεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 5, του ίδιου Νόμου, η άμεση διάκριση, σε αντίθεση με την έμμεση διάκριση, δεν επιδέχεται δικαιολόγηση. 2 Επικυρώθηκε με το Ν.54(ΙΙΙ)/2004.
5 Το άρθρο 8 του Ν.205(Ι)/2002 καθορίζει ότι η αρχή της μη διάκρισης λόγω φύλου έχει εφαρμογή (και) στον τομέα της πρόσβασης σε απασχόληση ή σε θέση εργασίας, ανεξάρτητα από το αν είναι μόνιμη ή προσωρινή ή έκτακτη, ορισμένης ή αόριστης διάρκειας, πλήρους ή μερικής, συνεχούς ή μη απασχολήσεως, και σε όλες τις βαθμίδες της επαγγελματικής ιεραρχίας. Η πιο πάνω διάταξη εφαρμόζεται και σε περίπτωση οποιασδήποτε άμεσης ή έμμεσης δυσμενούς μεταχείρισης γυναικών λόγω εγκυμοσύνης, τοκετού, γαλουχίας, μητρότητας ή ασθένειας οφειλομένης στην εγκυμοσύνη ή τον τοκετό. Δυσμενής μεταχείριση γυναίκας που βρίσκεται σε μία από αυτές τις καταστάσεις τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίον, ότι οφείλεται σε κάποια από τις καταστάσεις αυτές (άρθρο 11). Η αρμοδιότητα να διερευνώ καταγγελίες για παράβαση του πιο πάνω Νόμου μου ανατέθηκε με τον περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και την Επαγγελματική Εκπαίδευση (Τροποποιητικός) Νόμο του 2004 (Ν.191(Ι)/2004), με την προσθήκη στον βασικό Νόμο του άρθρου 17 Α, το οποίο έχει ως εξής: «Κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση του παρόντος Νόμου, δικαιούται να υποβάλλει σχετικό παράπονο στον Επίτροπο Διοίκησης, ο οποίος έχει αρμοδιότητα να εξετάζει το εν λόγω παράπονο σύμφωνα με τον περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Ορισμένων Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμο του 2004.» Σύμφωνα με το άρθρο 17(1), σε συνδυασμό με τα άρθρα 8(β) και 18(α) του περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμου του 2004, όταν ο Επίτροπος με βάση τα στοιχεία της έρευνας διαπιστώσει ότι το δημόσιο πρόσωπο ή το πρόσωπο ιδιωτικού τομέα εναντίον του οποίου στρέφεται το παράπονο εφαρμόζει διάταξη, όρο, κριτήριο ή πρακτική που συνιστά απαγορευμένη με Νόμο διάκριση, δύναται να επιβάλει στο πρόσωπο αυτό πρόστιμο το οποίο δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες πενήντα λίρες. Ο Επίτροπος δύναται πρόσθετα ή εναλλακτικά να προβεί σε σύσταση κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 21, τηρώντας τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 22 του ίδιου Νόμου. 4. Συμπεράσματα και απόφαση Όπως στην παράγραφο 2 της Έκθεσης αναφέρω, και οι δύο παραπονούμενες εργάζονται σε έκτακτη βάση σε δημόσιες θέσεις, η πρώτη από το 2002 στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού και η δεύτερη από το 2003 στην Επαρχιακή Διοίκηση Αμμοχώστου (Παράτημα Παραλιμνίου). Η υπηρεσία τους παρατεινόταν με διαδοχικά συμβόλαια. Η μη προσφορά νέων συμβολαίων κατά τον ουσιώδη χρόνο οφειλόταν αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός ότι απουσίαζαν από την
6 εργασία τους με άδεια μητρότητας. Και οι δύο επαναπροσλήφθηκαν μετά το πέρας της άδειας μητρότητας. Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι ο πιο πάνω χειρισμός της περίπτωσης των δύο παραπονουμένων δεν είναι μεμονωμένος αλλά εμπίπτει στη γενική πρακτική που το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού εφαρμόζει να μην προσφέρει συμβόλαια παράτασης των υπηρεσιών των εκτάκτων υπαλλήλων που απουσιάζουν από την εργασία τους με άδεια μητρότητας. Πρόκειται για πρακτική που αποτελεί απαγορευμένη με Νόμο άμεση διάκριση και συγκεκριμένα διάκριση που απαγορεύεται με τον περί Ίσης Μεταχείρισης Ανδρών και Γυναικών στην Απασχόληση και την Επαγγελματική Εκπαίδευση Νόμο του 2004, ως προς τις σχετικές πρόνοιες του οποίου λεπτομερής αναφορά γίνεται στην παράγραφο 3 της Έκθεσης. Με βάση τα πιο πάνω έχω αποφασίσει να επιβάλω στο Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού πρόστιμο ύψους εκατόν λιρών Κύπρου. Η σχετική Διαταγή διαβιβάζεται δυνάμει του άρθρου 19 του περί Καταπολέμησης των Φυλετικών και Άλλων Διακρίσεων (Επίτροπος) Νόμου του 2004 μαζί με την παρούσα Έκθεση. Επειδή, επιπρόσθετα, προτίθεμαι να προβώ και σε Σύσταση και επειδή δυνάμει του άρθρου 22, του ίδιου πιο πάνω Νόμου πρέπει να προηγηθούν διαβουλεύσεις τόσο με τα πρόσωπα που υπέβαλαν τα παράπονα όσο και με το πρόσωπο εναντίον του οποίου τα παράπονα στρέφονται, διαβιβάζω μαζί με την παρούσα Έκθεση και Πρόσκληση για διαβουλεύσεις, με αναφορά στο περιεχόμενο της Σύστασης στην οποία προτίθεμαι να προβώ. Ηλιάνα Νικολάου Επίτροπος Διοικήσεως Λευκωσία, 27 Φεβρουαρίου 2006 /ΕΣ