Ποιητική συλλογή Το παρόν υλικό εμπνεύστηκε και στην πορεία καταγράφτηκε το 1993, όταν ήμουν 15 χρονών. Τα ποιήματα-σκέψεις που υπάρχουν μέσα σε αυτό το δείγμα, είναι παρμένα από διάφορες εμπειρίες της ζωής μου, άλλοτε ευχάριστες και άλλοτε δυσάρεστες. Πάντα μου άρεσε να καταγράφω τα συναισθήματα, όποια και αν ήταν αυτά! Ίσως γιατί με ενέπνεαν στο να φτιάχνω τις δικές μου ιστορίες, τα δικά μου ποιήματα. Πέρασαν 20 χρόνια από τότε που έγραψα το πρώτο μου ποίημα Σήμερα 35 χρονών πια, τα βρήκα ξεχασμένα στο συρτάρι του πατρικού μου σπιτιού. Έτσι λοιπόν, θέλησα να τα καθαρογράψω, δίνοντάς τους την ομορφιά που τους αρμόζει. Είναι κομμάτια της ζωής μου όλα αυτά! Το μαγικό της υπόθεσης είναι ότι, διαβάζοντάς τα, θυμάμαι ακόμα τους λόγους που με έκαναν να τα γράψω έτσι, ως διαρρήκτης των δικών μου αναμνήσεων τρυπώνω για άλλη μια φορά στις αναμνήσεις μου και τις αντιμετωπίζω με νοσταλγία και αγάπη. Είμαι άνθρωπος που ζει με το παρελθόν, που σχεδόν κάθε νύχτα προσπαθώ να θυμηθώ εμπειρίες διάφορες αλλά και διαλόγους πολλών χρόνων πίσω. Και συνήθως το καταφέρνω! Στο παρόν δείγμα, όπως και στο υπόλοιπο που θα ακολουθήσει, θα συναντήσετε πρωτότυπα αποσπάσματα ακριβώς έτσι όπως τα είχα γράψει τότε. Μέσα από αυτές τις μουντζούρες και τα ορθογραφικά λάθη ενός 15χρονου δυσλεκτικού παιδιού, θα ζήσετε τις ανησυχίες του, σαν να ήσασταν και εσείς εκεί, παρέα σε ένα σκοτεινό κόσμο, που όλοι μας κρύβουμε βαθιά μέσα μας, αλλά διστάζουμε να τον μοιραστούμε. Καλή σας ανάγνωση! 2
3
Η μαριονέτα Λύσε τα σχοινιά!!! Δεν μπορείς να είσαι η μαριονέτα των άλλων! Κόψε τα σχοινιά!!! Δεν θα αντέξεις για πολύ! Σπάσε τα, πριν σπάσεις εσύ. Μαύρο κρύσταλλο Ένας άντρας μέσα σε ένα κρύσταλλο χορεύει τον χορό της αγάπης, ψάχνει να βρει τον χαμένο ήλιο, μα δεν τον βρίσκει, γιατί ο ήλιος ήσουν εσύ και το κρύσταλλο η αγάπη σου, εύθραυστη σαν ένα κομμάτι γυαλί. Τι κρίμα. Φυγάς Έλα να χορέψουμε πριν βγει ο ήλιος, να ταξιδέψουμε μέσα στη νύχτα, μέσα στο άπειρο, έλα να κλέψουμε την παράσταση, η ζωή σέρνεται στα πόδια μας, μην την κλωτσάς! Η μουσική θα σε βοηθήσει να μπεις στο νόημα της φυγής. Ας τρέξουμε!!! Τρέχα μαζί μου, ας γίνουμε φαντάσματα του παρελθόντος. Μάθε να ζεις Χρυσός ο θάνατος αν ξέρεις να τον ζεις, μαύρη η ζωή αν δε μπορείς να πεθάνεις, μα αν μπορείς να κάνεις και τα δυο, τότε πες: Ζωή σε νίκησα! 4
Τα χάλια μου Καθώς τα λουλούδια γελάνε, αναρωτιέμαι τι ήταν αυτό που σε έδιωξε από κοντά μου. Ένα αγκάθι μου τρυπά την καρδιά, οι στάλες του αίματός μου πέφτουν πάνω στα ξανθά μαλλιά σου. Μα εσύ φεύγεις! Όχι, μην το κάνεις αυτό! Μη με αφήνεις Τώρα τα λουλούδια έπαψαν να γελούν και τα δάκρυά τους πέφτουν καυτά στο κρύο πάτωμά σου. Ύψωσα το ξίφος της αγανάκτησης να σκοτώσω τη ζωή Μα εκείνη με τιμώρησε στο να ζω αιώνια Δώσε ζωή στο φόβο σου, αντίκρισέ τον και μίλησέ του στοργικά Κοίταξέ τον κατάματα κι αντιμετώπισέ τον Μη διστάσεις, μη δυσανασχετήσεις! Υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω, που δεν το τολμούν Υπάρχουν άνθρωποι εκεί έξω, που δε νοιάζονται Αυτοί είναι που σε εμποδίζουν Αυτοί είναι που σε κρατάνε πίσω Δώσε τους ζωή λοιπόν και αντιμετώπισέ τους. Ο φόβος τους είναι και φόβος σου. Εσύ όμως ξέρεις τώρα το μυστικό! Φτιάξε αυτό που οι άλλοι δε μπορούν καν να ονειρευτούν. 5
Μόνο εσύ Νιώθω μόνος και έρημος Θέλω να πεθάνω, αν δεν έχω πεθάνει Ούτε φίλους, ούτε ζωή Θέλω να πεθάνω και ξέρεις εσύ το γιατί Το σώμα μου πεταμένο στον ουρανό, να το τρώνε τα άστρα και η σελήνη. Ναι, θέλω να πεθάνω, αν δεν έχω ήδη πεθάνει. Η ζωή με καίει, ο θάνατος με γαληνεύει Έχω βαρεθεί τον κόσμο κι αυτός εμένα Θέλω να πεθάνω, αν δεν έχω ήδη πεθάνει και θα φταις εσύ. Άγνωστη Τη βλέπω Είναι πάντα έξω από το σχολείο Δεν την ξέρω, δε με ξέρει, κι όμως νιώθω σα να την ξέρω χρόνια Θέλω να την πλησιάσω να της πω: «Γεια σου, σ αγαπώ, θα μου πεις το όνομά σου;» Δεν μπορώ όμως Δεν είμαι τίποτα γι αυτήν. Προχώρα μακριά Προχώρα, γέλα, η ζωή σού χαμογελά! Η ζωή είναι ωραία, τα λουλούδια σου λένε αντίο! Η μουσική είναι για εσένα! Προχώρα! Ο ουρανός είναι γαλάζιος κι εμείς είμαστε οι εραστές. Προσπάθησε να πετάξεις, η μουσική είναι για εμάς, είμαστε ελεύθεροι, σπάσε τη σκλαβιά, προχώρα! Το μέλλον είναι για εμάς! Το διάστημα επιστρέφει, πέφτει στα πόδια μας και μας παρακαλά! 6
Σας χρειάζομαι Χρειάζομαι αγάπη, για να σταματήσω τον πόλεμο Χρειάζομαι ένα άγγιγμα, για να ξαναμοιράσω την ειρήνη Έχω ανάγκη από ένα χάδι, για να γίνω φίλος σας Έχω ανάγκη από ένα φιλί, για να επιζήσω Για μια χαμένη φίλη Ένας άγγελος από τον ουρανό ήρθε να πάρει, λέει, μια άψυχη αγάπη. Μια αγάπη που ξεκίνησε από μίσος και κατέληξε σε έρωτα. Μια ευαίσθητη μελωδία στην ψυχή μου θέλησε να παίξει για την καρδιά μου. Ένα θεατρικό έργο πλανιέται στα άψυχα μάτια μου, με κομπάρσο εμένα. Άργησα να καταλάβω τι συμβαίνει γύρω μου και τώρα εγώ είμαι ο χαμένος Μπλεγμένος σε ένα δίχτυ ειρωνείας ψάχνω να βρω μια διέξοδο. Μα η μόνη διέξοδος είσαι εσύ. Γράφω ένα ποίημα φτιαγμένο από αίμα, για να ξέρεις ότι σου ανήκει κάτι, αφού η καρδιά μου είναι νεκρή. Τον άγγελο τον δημιούργησα εγώ ΣΥΓΝΩΜΗ Άνεμος Ένα «αντίο» θέλω να σου πω, μα θα το πάρει ο άνεμος Ένα «ευχαριστώ για όλα», μα και αυτό θα το πάρει ο άνεμος Ένα άγγιγμα στα χείλια σου και μια ματιά μέσα στα υγρά σου μάτια Ένα χάδι στα μαλλιά και μια σιωπή να πλανάται Μα και αυτά θα τα πάρει ο άνεμος Γιατί όταν κτίζεις παλάτια στην άμμο, πάντα πρέπει να φοβάσαι τον άνεμο Τι κι αν η θάλασσα ήσουν εσύ, που με παρέσυραν τα κύματά σου; Τον άνεμο δεν κατάφερα να τον νικήσω ποτέ Αγανάκτηση Βαρέθηκα να είμαι φάντασμα σε έναν κόσμο, που νομίζω ότι υπάρχω κι εγώ Βαρέθηκα να είμαι αόρατος στους πάντες, σαν πεθαμένος, που τον αντικρίζουν άνθρωποι, που όμως δε μπορούν να δουν νεκρούς! Ήρθε η ώρα να αναγεννηθώ, να πάρω αυτό που μου αξίζει και μαζί με εμένα και όλοι αυτοί που έζησαν εις βάρος μου 7
Αυτός είμαι Τίποτα στον κόσμο δεν αλλάζει αυτό που πάντα θα νιώθω Ένα κενό που άφησες και τώρα σε τρομάζει, αλλά γλυκιά μου, εγώ ξέρω από πόνο, και βλέπω, πάντα δυνατός, τη νέα μέρα που χαράζει. 8
Ένα παραμύθι Ένιωσες ποτέ ένα τέρας να σου κατασπαράζει την καρδιά, επειδή τόλμησε να αγαπήσει; Ένιωσες ποτέ το σκοτάδι να σου πλακώνει κάθε σου σκέψη γιατί το φως το έφερνες εσύ; Ξύπνησες ποτέ λουσμένη από τον ιδρώτα νιώθοντας την αγωνία της μοναξιάς; Πίστεψες σε παραμύθια με δράκους απλά και μόνο γιατί η πριγκίπισσά τους ήσουν εσύ; Μύρισες ποτέ αέρα, που να έχει μόνο το άρωμα του κορμιού σου; Αν απάντησες έστω κι ένα όχι, τότε μην πεις ποτέ ξανά ότι δεν σε αγάπησα, γιατί στα δικά μου παραμύθια, η μορφή σου κυριαρχεί Τα δικά σου είναι απλά παραμύθια Ασφυξία Άγγιξε το καθετί που σε κάνει να ονειρεύεσαι Νιώσε τον αέρα που αγκαλιάζει κάθε σου πνοή Κλείσε τα μάτια και μάθε να δέχεσαι πως ό,τι αγαπάς, έχει δικιά του αναπνοή... Μόνος Έπεσε ένα αστέρι Έπεσε και άλλο ένα Κάθομαι και τα κοιτώ μόνος μου, δίχως να έχω κανέναν Τι ευχή να κάνω; Τι ευχή να τους στείλω, αφού εκείνα είχα μόνο συντροφιά, μοναδικό μου φίλο Μα τώρα έσβησαν, έπεσαν απ του ουρανού την αγκαλιά, κι έτσι μόνος, τα κοιτάω, όπως μόνα με κοιτάγανε και αυτά Και όμως υπάρχει Δεν υπάρχει βροχή, που να μη μπορεί να σε αγγίξει Δεν υπάρχει δάκρυ, που να μη μπορεί να σου χαϊδέψει το μάγουλο Δεν υπάρχει ζωή δίχως πόνο Υπάρχει όμως μια αγάπη, που δεν θα την ξανανιώσεις ποτέ 9
Το καλάθι Γέμισα ένα καλάθι γεμάτο όνειρα, το έπλεξα μέσα από τα μαλλιά σου, μα το ομολογώ, βγήκε λίγο πρόχειρα, γιατί διαλύθηκε από το βάρος της καρδιάς σου. Μα θα πλέξω και άλλο ένα, αυτή την φορά πιο δυνατό, δεν θα σπάει από κανένα και θα αντέχει πάνω από την αξία ενός «Σ αγαπώ». Ξανά ζωντανός Νιώσε της νύχτας τον απαλό ρυθμό, χάιδεψε του φεγγαριού την άκρη, πάλεψε να διώξεις κάθε καημό, και βάλε τη θλίψη σου σε αιώνια νάρκη. Τι κι αν χτύπησες και πόνεσες; Τι κι αν βούλιαξες βαθιά μέσα στη γη; Του θανάτου τον μανδύα δεν τον φόρεσες, και άφησες ξανά την ψυχή σου να φανεί! Αποχαιρέτα τα αστέρια, γύρισε την πλάτη στο φως τους, κλείσε τα μάτια και πάρε μια ανάσα πάρα πολύ βαθιά Τώρα έχεις έναν ήλιο να σε φωτίζει, δεν είσαι πια δικός τους, σταμάτα να φοβάσαι, ελευθέρωσε του χεριού σου τη γροθιά. Είσαι ξανά ζωντανός, στον ίδιο κόσμο που κάποτε αμυνόσουν, τώρα όμως τους κοίταξες ξανά και είδες όλη την αλήθεια Πόσο ασήμαντοι ήταν τελικά όλοι αυτοί που φοβόσουν, ξεχνώντας τον μοναδικό άνθρωπο που ήταν πραγματικά δίπλα σου και όχι στα παραμύθια Μια νέα Μέρα Χάραξε μια νέα μέρα, ένα νέο φως πλημμύρισε την καρδιά μου, αναπνέω ξανά καθαρό αέρα, και βλέπω με άλλο μάτι τα όνειρά μου, έριξα μαύρη πέτρα πίσω, δε με αγγίζει ξανά το παρελθόν, κάθε σκέψη που έκανα, ποτέ δε θα ξαναφήσω στα χέρια άκαρδων θεών. 10
Χαραυγή Σκοτάδι και μίσος, φόβος και αγωνία η ζωή μου όλη Φωτιά και στάχτη, υπολείμματα από έναν κόσμο ιδανικό Βαρέθηκα να μετράω τις σφαίρες από της ζωής μου το πιστόλι, γι αυτό, θα σκορπίσω στον αέρα τη σκόνη του δικού μου ΕΓΩ. Νέα μέρα θα χαράξω, δίχως φίλους και ζωή Πέρα από τα σύννεφα, πίσω από τον ουρανό, το σκοτάδι μου θα απλώσω στης νύχτας μου τη χαραυγή, και αν εμφανιστεί ένα αστέρι όμορφο και λαμπερό, η χαραυγή μου θα το πνίξει μέσα στην απόλυτη σιωπή. Ανάσες Ανάσες μοναχικές σε μια νύχτα υγρή Σε σκισμένο μεταξωτό σεντόνι κοιμάται η σιωπή Πάγωσαν οι αναμνήσεις, πάγωσαν και οι φωνές, μόνο οι ανάσες έμειναν, να στοιχειώνουν τις στιγμές. Αναμνήσεις Έχασα το σήμερα ψάχνοντας το χτες, ζούσα με αναμνήσεις και αέρινες σιωπές Μπέρδεψα το χρόνο, χάθηκα σε λέξεις, το σήμερα έγινε χτες και χάθηκε στις σκέψεις. 11
12
Άστεγος Μουσική, χιόνι και χορός, παγωνιά έξω από το τζάμι Μα τι παράξενος κόσμος είναι αυτός, που παρασέρνεται από της ζωής του το ποτάμι. Γλεντάν αμέριμνοι μέσα στην ξενοιασιά τους, ξεχνώντας γιατί μπορεί να έκλαψαν χτες Το κρύο κατέστρεψε τη ζεστασιά τους, και μαύρο χιόνι σκέπασε τις άπληστες καρδιές. Μουσική χιόνι και χορός, μια σκιά κοιτάζει πίσω από το τζάμι Γι αυτόν ο κόσμος ήταν πάντα τόσο σκληρός, γιατί δεν είχε την ίδια θέση, στο δικό τους το ποτάμι. Μα το κρύο δεν αγγίζει της καρδιάς του τη ζεστασιά Όσο και αν πεινάει, όσο και αν κρυώνει, ποτέ του δε λυγίζει, γιατί είναι άνθρωπος που δεν ξεχνάει, τι σημαίνει μοναξιά και ας τον έβαλε ο θάνατος στο κατώφλι του να γονατίσει! Όνειρα Παγιδευμένος μέσα στις δικές μου επιλογές, βλέπω να ματώνει το σήμερα από τις πληγές του χτες Πράξεις και λόγια που κάποτε έμοιαζαν σημαντικά, τώρα το μέλλον μου κοιτάζω με μάτια μελαγχολικά. Πώς άλλαξαν όλα έτσι απότομα και ξαφνικά, έγιναν τα όνειρα εφιάλτες, που σου ρημάζουν τα σωθικά! Μια μαύρη οθόνη κυριαρχεί μονίμως στο μυαλό μου, δίχως χρώμα και ζωή, σκοτώνει κάθε όνειρό μου. Καλοκαίρι Έφυγε το καλοκαίρι λουσμένο μες το φως Οι γλάροι έπαψαν να φτερουγίζουν στο γαλάζιο του ουρανού Μέσα στα μαύρα σύννεφα κρύφτηκαν η Πούλια και ο Αυγερινός, κρύβοντας τη μόνη ανάμνηση ενός γλυκού καλοκαιριού Χιόνι, κρύο και βροχή γέμισε η αυλή μας, η θάλασσα θέριεψε, φούσκωσαν τα κύματά της Η άλλοτε χαρούμενη γειτονιά τώρα βούλιαξε στη σιωπή μας, παρασέρνοντας αλύπητα τους πάντες, μες την υγρή μοναξιά της 13
Η ζωή που δεν έζησα Έκλαψα, μα δε δάκρυσα Ούρλιαξα, μα δε φώναξα Πληγώθηκα, μα δε μάτωσα Αγάπησα, μα δεν αγαπήθηκα Πέθανα, μα δεν έζησα ΠΟΤΕ! Σκοτάδι Μαύρος γκρίζος ουρανός, πέταξε από πάνω του των αστεριών το φως. Κόσμος κρύος γεμάτος μοναξιά, έχασε από πάνω του των αστεριών τη συντροφιά. Τώρα οι ευχές πήγαν στο φεγγάρι, ελπίζοντας ότι ο ουρανός δε θα τους το πάρει! Μαύρος γκρίζος ουρανός, πέταξε από πάνω του και του φεγγαριού το φως. 14
Ανύπαρκτος Νιώθω πως τα έχω όλα και όμως δεν έχω τίποτα Νιώθω πως είμαι κάποιος και όμως δεν είμαι τίποτα Νιώθω πως είμαι ζωντανός και όμως δεν υπάρχω Μα ποιός είμαι; Τι δουλειά έχω με τους ανθρώπους; Αφανίστε με τώρα!... Πριν να είναι πολύ αργά! Η συντέλεια Ακούω τα φαντάσματα του παρελθόντος να τραγουδούν ένα λυπητερό σκοπό ένα σκοπό χωρίς όρια σκόρπιοι άνθρωποι περπατάνε στο δρόμο, ενώ άθλια φαντάσματα συνεχίζουν να τραγουδάνε πίσω τους τον ίδιο λυπητερό σκοπό Η ζωή συνεχίζεται ήσυχα, αυτά όμως θα είναι πάντα εκεί και θα τραγουδούν μέχρι τη συντέλεια του κόσμου Αφυδατωμένη ζωή Όταν οι άσπροι σκύλοι δαγκώσουν την ελευθερία, αίμα πηχτό θα τρέξει από τις φλέβες μας, η σκλαβιά θα ανθίσει και η ελευθερία θα χαθεί! Θα κρατά αιώνια αυτό, μέχρι οι σαρκοφάγοι της ανθρωπότητας να σταματήσουν να ρουφούν το μεδούλι της ζωής!... 15
Ανόργανη θυσία Μέσα στο φως εμφανίστηκε ένα σκοτάδι το οποίο με καλούσε δίπλα του! Δεν ξέρω κάτι με τράβαγε σα μαγνήτης κάτω, μα δε μπήκα, παρόλο που δεν ένιωσα φόβο Ήθελε να με αγκαλιάσει μα τραβήχτηκα Ξαφνικά έγιναν όλα όπως πριν, μα εγώ έμεινα ακόμα εκεί να κοιτάω το σκοτάδι. Όταν συνήλθα, κατάλαβα ότι είχα χάσει πολλά, μα δεν πειράζει, κάτι θα βρω ισάξιο και σε αυτήν τη ζωή. Όχι εγώ Είμαστε στο κέντρο ενός κύκλου αίματος, που όλο και στενεύει. Σταματήστε τη βροχή πριν τα χαλάσει όλα, κατεβείτε από τις σκάλες αγκαλιά με ένα κερί. Τα μάτια σας έσπασαν και δε μπορούν να δουν την αλήθεια. Πετάξτε πολύ ψηλά και φωνάξτε: «εγώ είμαι ελεύθερος, εσείς σκλάβοι μιας σκάρτης κοινωνίας»! Όταν κατεβείτε, δε θα σας φαίνονται όλα ίδια, ο κόσμος θα έχει αλλάξει Θα έχετε ατσάλινα μάτια και άφθαρτη ψυχή! Μα θα έχετε και κάτι κοινό με τους υπόλοιπους θα είστε όλοι άνθρωποι Η ψυχή σας θα είναι θεός και το μυαλό σας θα έχει πάρει φωτιά Ναι, θα είστε θεοί μιας ανθρώπινης κοινωνίας. Μα ένα να θυμάστε όταν σβήσουν τα κεριά, θα χαθείτε κι εσείς. Άδοξο τέλος Με τη βοήθεια της μουσικής και τη δύναμη της φαντασίας μου πλάθω όντα με τη μορφή σου! Οδηγώ προς τη θάλασσα και πέφτω από τον ουρανό Τα χέρια μου τρέμουν παράξενα, η ζωή μου φεύγει, τα πόδια μου νιώθω να μεγαλώνουν, ο λαιμός μου σπάει και ελευθερώνεται ένα ματωμένο περιστέρι. Ό,τι αγαπάς, σπάει Απόψε έσπασες εσύ μαζί σου και εγώ Όνειρα Περπατά στο δρόμο μοναχός ο κόσμος τον κοιτά με απορία Όνειρα που αγγίζουν τον καθένα, αυτόν δε μπόρεσαν ούτε καν να τον δουν! Αν μπορούσαμε να τον νιώσουμε Κοίταξα τα μάτια του, η θλίψη τους με συγκίνησε. Όνειρα που μιλούν, αυτός δε μπόρεσε να τα ακούσει 16
Μην απελπίζεστε (Για δυο αγαπημένες φίλες) Δυο κορίτσια ξεχασμένα από την ίδια τη ζωή τους, ψάχνουν τώρα απεγνωσμένα καταφύγιο στην ψυχή τους Χαμένες σε έναν κόσμο αφάνταστα κακό, προσπαθούν να επιζήσουν με ένα μαχαίρι στο λαιμό Περπατούν απεγνωσμένα σε ένα δρόμο χωρίς ψυχή, μα η δύναμη της καρδιάς τους δε ραγίζει σα γυαλί Τα μάτια τους γαλάζια, όπως ένας ουρανός, και βαθιά μες την ψυχή τους, κρύβεται ένας μικρός θεός Απελπισία μες στα μάτια τους δε θα βρεις ποτέ, γιατί ξέρουν να ζουν, όπως δεν έζησαν ποτέ! Ονόματα δεν έχουν, είναι άγνωστες σε εμάς, γιατί είμαστε ανίκανοι να τις δούμε με τα μάτια της καρδιάς Παρανοϊκός Όταν κάποιο βράδυ ξημερώσει και με βρεις δίπλα σου, είναι γιατί εσύ θέλησες να βρεθώ εκεί Δεν είναι οι στιγμές που μας ενώνουν, ούτε τα χρόνια, αλλά η σκέψη! Αυτή και μόνον αυτή μπορεί να μας κρατήσει ζωντανούς, έτσι όπως τα κάναμε τώρα. Κράτα για λίγο καθαρό το μυαλό σου και προσπάθησε να βρεις τι είναι αυτό που σε κάνει να με αγνοείς Τι φοβάσαι; Λες ότι δε ζητάς τίποτα, και όμως! Μοιάζει να φαίνεται ότι ζητάς πολλά με τον τρόπο που επιδιώκεις να τα αποκτήσεις. Μπορεί εγώ να είμαι ένας παρανοϊκός, που ζει με τι φαντασιώσεις του, αλλά και εσύ είσαι ακόμα πιο φτωχή από εμένα, γιατί δεν ξέρεις να πραγματοποιείς τα όνειρά σου! Συγνώμη αν σε αγάπησα κάποτε ΔΕΝ ΘΑ ΞΑΝΑΣΥΜΒΕΙ! 17
Ψεύτικη νύχτα Φτιάχνοντας μια δική μου νύχτα, προσπάθησα να της δώσω λίγη πνοή, λίγο άνεμο και μερικά ψεύτικα χαμόγελα, που όμως παρέμειναν να με κοιτάζουν ανέκφραστα Χωρίς δισταγμό με πίεσαν να τα αγκαλιάσω Δε μπόρεσα, φοβήθηκα, ναι, ένιωσα το περίεργο συναίσθημα του φόβου να κυλά μέσα στις φλέβες μου, να κυριαρχεί το μυαλό μου, να μην ξέρω τι κάνω, ποιος είμαι και που ζω. Μέσα σε ένα κλειστό δωμάτιο, ένα μικρό παιδί κοιτάζει με δάκρυα στα μάτια, μια κουρτίνα κρεμασμένη πίσω από ένα άψυχο παράθυρο. Φοβάται, νιώθει ότι πίσω από αυτό, υπάρχει κάποιος που θα τον πάρει μακριά. Τα χάνει Το μόνο που μπορεί να κάνει, είναι να στριγγλίσει με όλη του τη δύναμη, να σφίξει τις μικρές του γροθιές και να αρχίσει να βαράει τον τοίχο. Θέλει να φύγει, μα δε μπορεί Τυφλώνεται από τον τρόμο του και να! Έσπασε το παράθυρο και βγήκε έξω. Νύχτα Δίνει έναν μικρό χαιρετισμό στα αστέρια, κοιτάζει ψηλά μα δε μπορεί, δε μπορεί να νιώσει τη δύναμη της νύχτας. Έτσι απελπισμένος φεύγει, για να πάει εκεί, όπου τα άστρα δεν κάνουν διακρίσεις εκεί που ο Θεός είναι κοινός για όλους, εκεί όπου μπορείς να φτιάξεις τις δικές σου ψεύτικες νύχτες Μάριος Ένας ήχος πλανιέται μέσα σε ένα τούνελ. Τρέχει για να βρει μια διέξοδο, μα δυστυχώς όλα είναι τεράστια και το μόνο που υπάρχει, είναι ένα αβάσταχτο κενό να σε κοιτά. Μια μέρα σε ένα μακρινό ξενοδοχείο ένας επισκέπτης θέλησε να πάει Έμοιαζε με την κόλαση, μα ήταν τόσο κουρασμένος, που το μόνο που ήθελε ήταν να ξεκουραστεί. Ζήτησε ένα δωμάτιο και του πρόσφεραν λίγο θάνατο. «Τι υπέροχο μέρος», είπε κι έκατσε να ξεκουραστεί. «Κακώς πιστεύουν ότι η ζωή είναι τόσο ωραία, εδώ είναι όλα τόσο όμορφα, που σε κάνει να νιώθεις σαν την πατρίδα σου»! «Αν θέλεις, μπορείς να φύγεις αύριο», του είπαν «μα αν θέλεις, μπορείς να μείνεις και για πάντα η ελευθερία σου πετάει πάντα σαν πουλί και όλα μπορούν να αλλάξουν, μέχρι να γυρίσει.» «Ναι, θα μείνω, μα σας παρακαλώ, αφήστε με να νιώσω και εγώ σαν πουλί, θέλω μια μέρα να φωνάξω σαν πουλί να φύγω κι όταν γυρίσω, όλα να έχουν αλλάξει». Του το υποσχέθηκαν και από τότε.. Ένας ήχος πλανιέται μέσα σε ένα τούνελ. Τρέχει για να βρει μια διέξοδο, μα δυστυχώς όλα είναι τεράστια και το μόνο που υπάρχει είναι ένα αβάσταχτο κενό να σε κοιτά. 18
Αλήθεια Για δες, φίλε μου, πώς μπορεί να νιώσει κάποιος, όταν διαπιστώσει πως όλα αυτά που πίστευε, που ένιωθε, τα όνειρα που ακολουθούσε, ήταν όλα για μια στιγμή ή για μόνο έναν άνθρωπο; Πες μου, φίλε, τι είναι αγάπη, τι είναι έρωτας, γιατί αρχίζω σιγά-σιγά να ξεχνάω, να χάνω την αλήθεια Θέλω να μου πεις αυτό που εσύ πιστεύεις, γιατί εγώ δεν έχω πλέον γνώμη για τίποτα, μου την έκλεψαν, μου πήραν τα πάντα ό,τι είχα και δεν είχα Τίποτα πλέον δε μπορεί να κάτσει κοντά μου, όλα φεύγουν το ίδιο γρήγορα και ξαφνικά, έτσι ακριβώς όπως ήρθαν Δε με νοιάζει όμως, φίλε Συνήθισα πλέον να ζω με αυτό Έμαθα να ζω με αυτή την αλήθεια Μόνο, σε παρακαλώ, φίλε αν θες, μη φύγεις κι εσύ Θέλω να έχω κάποιον να μιλάω, έχω την ανάγκη να εκμυστηρευτώ τα μυστικά μου, αφού δεν έχω πια κανέναν να μιλήσω. Έφυγαν όλοι Ακόμα και αυτή Δε μπορείς να καταλάβεις Έχασα ένα όνειρο, ίσως γιατί δεν πίστευα και τόσο σε αυτό. Δεν ξέρω πώς να νιώσω Τη μια θέλω να κλάψω και την άλλη γελάω Δε μπορούσα να τη φανταστώ με κάποιον άλλο και όμως, έγιναν όλα τόσα γρήγορα! Πού να είναι τώρα; Νιώθω ένα βλέμμα να με καθηλώνει σε κάθε μου κίνηση λουλούδια που ανθίζουν, μόλις πέσει λίγο δάκρυ επάνω τους ένα ουράνιο τόξο θλιμμένο, γεμάτο χρώματα να φωτίζουν τη ματαιοδοξία του Ένας νεκρός που έχασε την ψυχή του, γεμάτος θλίψη ψάχνει απεγνωσμένα, μέσα από έναν άδικο Θεό. Τα μάτια δε μπορούν να κλάψουν δε μπορεί να νιώσει χαρά, είναι ένας αληθινός πρίγκιπας. Πίσω από μια πόρτα υπάρχει η αληθινή αγάπη ένα φωτάκι τρεμοσβήνει πάνω ψηλά σε ένα σκοτεινό κάστρο τί να είναι; Ο θάνατος χορεύει έναν ασυνήθιστο χορό τα χέρια ματώνουν καθώς τα αγγίζει λευκά περιστέρια ξεδιπλώνονται μέσα από ένα σπασμένο μυαλό. Δεν πονάς. Σκέψεις Παρόλα αυτά, θέλω να σου πω κάτι, μικρή μου βασίλισσα Σε αγαπώ 19
Όνειρα Όνειρα φτιαγμένα από πηλό, οδήγησαν τον άνθρωπο σε ένα απύθμενο κενό Γιατί έσπασαν, έγιναν σκόνη με αέρινη πνοή, σκορπίζοντας στον άνεμο κάθε τους κραυγή; Ο δικός μου ήλιος Χάραξε πάλι μια νέα μέρα Ζεστό φως άρχισε να μπαίνει από το τζάμι Λουλούδια αντλούν ζωή από τη χρυσή σφαίρα, μα η ζεστασιά της, στων ανθρώπων την καρδιά δε φτάνει Παγωμένοι ταξιδιώτες σε μια ζωή περαστική, λίγο φως αναζητούν να σπάσουν της ψυχής τους το σκοτάδι Μα όταν τα λουλούδια αντλούν πνοή από τη ζωή, το φως της σφαίρας στους ανθρώπους ποτέ δε φτάνει ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΞΙΑ Μια φορά και έναν καιρό πριν από πολλά, πολλά χρόνια ήταν η Μοναξιά και ο Έρωτας. Αν και ήταν δύο εντελώς διαφορετικές υπάρξεις, με το που συναντήθηκαν, ένιωσαν ότι ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο Η Μοναξιά ήταν μια κοπέλα πάρα πολύ όμορφη, που της άρεσε να κάθεται μόνη, τον περισσότερο καιρό της ημέρας, αγναντεύοντας το απέραντο γαλάζιο της θάλασσας. Μοιραζόταν τα όνειρα και τις σκέψεις της με τα κύματα το μέλλον που επιθυμούσε να έρθει. Η θάλασσα πάντα γαλήνευε, σαν να την άκουγε, χαϊδεύοντας τα γυμνά της πόδια απαλά με το αφρισμένο της νερό. Έτσι μόνο ηρεμούσε η ψυχή της, που τόσο καιρό αναζητούσε λίγη γαλήνη, γιατί παρά το νεαρό της ηλικίας της, ένιωθε πάντα τόσο κουρασμένη κι ένιωθε πως κάθε στιγμή ζωής της ήταν άσκοπη και βαρετή μέχρι που γνώρισε τον Έρωτα Από την άλλη, ο Έρωτας ήταν ένας παιχνιδιάρης νέος, που του άρεσε να διασκεδάζει, να χαζεύει τον ήλιο και να γεμίζει την μεγάλη του ψυχή με όλη τη ζεστασιά που εισέπραττε. Του άρεσε να κοιτάει τον καταγάλανο ουρανό, λέγοντας κάθε του σκέψη και όνειρο, ακριβώς όπως έκανε η Μοναξιά με τη θάλασσα. Κι ο ουρανός, σαν να τον άκουγε, τροφοδοτούσε την ψυχή του Έρωτα με αισιοδοξία και χαμόγελο. Ακόμα και οι νύχτες φώτιζαν με τη λάμψη των ματιών του, κάνοντας τα άστρα να τον ζηλεύουν. Δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να τον κάνει να χάσει την αισιοδοξία και το χαμόγελό του μέχρι που γνώρισε τη Μοναξιά 20
Κανείς δε θα ξεχνούσε την πρώτη ημέρα που συναντήθηκαν οι δυο τους. Ήταν μια βροχερή μέρα του χειμώνα κι η Μοναξιά, προστατευμένη κάτω από ένα σκέπαστρο, απολάμβανε το άκουσμα της βροχής, νιώθοντας τις σταγόνες της μέχρι τα πέρατα της ψυχής της! Ξαφνικά, ένιωσε στα μάτια της την πρώτη ζεστή ακτίνα του ήλιου, ενώ ταυτόχρονα, η βροχή σταματούσε. Τυφλωμένη η Μοναξιά από το φως της, έβαλε το χέρι της σαν σκίαστρο, για να δει καλύτερα την αχνή σκιά που ξεπρόβαλλε μπροστά της ήταν ο Έρωτας Πλησιάζοντάς την με το γνώριμο χαμόγελό του, η Μοναξιά ένιωσε μέσα της ένα πρωτόγνωρο για εκείνην συναίσθημα. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά τόσο δυνατά, που φοβήθηκε ότι ο Έρωτας θα την άκουγε! Μα κι εκείνος δεν έμεινε ασυγκίνητος από τη γοητεία της κοπέλας. Μόλις την αντίκρισε, αισθάνθηκε κάτι, που ούτε ο ίδιος είχε ξανανιώσει ως τότε. Και πόσες κοπέλες κι αν είχαν περάσει από τη ζωή του! Καμιά τους όμως δεν διέθετε στο ελάχιστο τη θλιμμένη γοητεία της Μοναξιάς Με το που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους, αμέσως κατάλαβαν ότι ο ένας ήταν πλασμένος για τον άλλο. Ο Έρωτας βρήκε στη Μοναξιά την ισορροπία που χρειαζόταν στη ζωή του και της πρόσφερε άπλετη ανιδιοτελή αγάπη... ενώ η Μοναξιά ζώντας μέσα από την αισιοδοξία του Έρωτα, έβρισκε δεκάδες λόγους να βλέπει με διαφορετικό μάτι την ζωή. Γιατί μόνο μέσα από εκείνον μπορούσε να δει μια καλύτερη όψη της. Η ζωή τους κυλούσε σαν να μην υπήρχε κανείς άλλος γύρω από αυτούς, νιώθοντας τον κόσμο τους ομορφότερο, μόνο και μόνο επειδή είχαν πλέον ο ένας τον άλλο. Αγνοούσαν τους πάντες και τα πάντα, έχοντας μάτια μόνο για την αγάπη τους. Έτσι δεν άργησαν να προσελκύσουν τα βλέμματα άλλων υπάρξεων προς το μέρος τους, κυρίως την προσοχή ενός άντρα, που ονομαζόταν Φθόνος. Ο Φθόνος παρατηρούσε το ζευγάρι αρκετό καιρό, θέλοντας να καταλάβει τι είναι αυτό που είχαν εκείνοι και που δεν μπορούσε να το αποκτήσει ο ίδιος. Ένιωθε ότι ήταν εξίσου όμορφος με τον Έρωτα, μα ποτέ καμιά κοπέλα δε γύρισε να τον κοιτάξει! Και αυτό ήταν κάτι που τον πλήγωνε πάρα πολύ. Έτσι αποφάσισε να χωρίσει αυτό το ζευγάρι, με κάθε θυσία. Από την άλλη, ο Έρωτας και η Μοναξιά δίχως να ξέρουν τι τους επιφυλάσσει το μέλλον, απολάμβαναν την αγάπη τους πιστεύοντας ότι με αυτή θα ζούσαν αιώνια. Αγνοούσαν τα κακόβουλα σχέδια του Φθόνου κι ευτυχισμένοι, έκαναν όνειρα για το μέλλον και την κοινή τους ζωή. Στον κόσμο τους δεν υπήρχε η έννοια του χρόνου με λεπτά και ώρες και το μόνο που καθόριζε τη ζωή τους, ήταν οι αναμνήσεις. Αυτά που έκαναν κι άφηναν πίσω τους, ήταν αυτά που θεωρούνταν ως περασμένα γεγονότα, ενώ οι επόμενες πράξεις τους, καθόριζαν το μέλλον της ύπαρξής τους. 21
Αν κάποιος έμενε στάσιμος στις πράξεις του, θεωρείτο αυτόματα «μικρή ύπαρξη», ενώ αν οι επόμενες του κινήσεις ήταν σοφότερες από τις προηγούμενες, τότε ανέβαινε επίπεδο ως «μεγάλη ύπαρξη». Χωρισμένοι σε άντρες και γυναίκες, ζούσαν όλοι μαζί αρμονικά, προσπαθώντας η κάθε μία ύπαρξη να εκπληρώσει τον δικό της σκοπό. Βασισμένοι λοιπόν σε αυτό τον σκοπό, ο Έρωτας και η Μοναξιά ένιωσαν ότι αυτό ήταν το πεπρωμένο τους, να γίνουν ένα Όλο αυτό τον καιρό ο Φθόνος σε συνεργασία με τη Ζήλεια, η οποία ήθελε τον Έρωτα για δικό της σύντροφο εδώ και καιρό, κατέστρωναν ένα σχέδιο για το πως θα κατάφερναν επιτέλους να χωρίσουν το ζευγάρι. Και τον βρήκαν! Δίχως να χάσουν χρόνο, η Ζήλεια πήγε να συναντήσει τον Έρωτα, ενώ ο Φθόνος πήγε να βρει τη Μοναξιά. Βλέποντάς την μόνη να κάθεται στην παραλία, περιμένοντας τον Έρωτα, ο Φθόνος την πλησίασε. Τα κύματα αγρίεψαν από την απρόσμενη επίσκεψη, αναστατώνοντας τη Μοναξιά. Αμέσως ο Φθόνος άρχισε να της εξηγεί τον σκοπό της επισκέψεώς του, λέγοντάς της ότι ο Έρωτας την κορόιδευε. Εκείνη άκουσε προσεκτικά ό,τι της έλεγε, μα δεν πίστεψε λέξη από τα γεμάτα κακία λόγια του μέχρι που την έπεισε να τον ακολουθήσει Την ώρα που ο Φθόνος έφερνε τη Μοναξιά στο σημείο συνάντησης της Ζήλειας με τον Έρωτα, η Ζήλεια είχε ήδη βάλει σε εφαρμογή το δικό της μερίδιο του σχεδίου. Προσπαθούσε να πείσει τον Έρωτα να ξεχάσει τη Μοναξιά και να ζήσει κοντά της μια νέα ζωή γεμάτη δυνατές συγκινήσεις. Ο Έρωτας, ακάθεκτος στις επιλογές του, την αγνόησε προκλητικά και προσπάθησε να φύγει, για να τρέξει γρήγορα στην αγκαλιά της αγαπημένης του, που σίγουρα θα ανησυχούσε για την καθυστέρησή του στο συνηθισμένο μέρος συνάντησής τους. Η κίνησή του εξαγρίωσε περισσότερο τη Ζήλεια και την ώρα που εκείνος την προσπερνούσε αδιάφορος, εκείνη τον άρπαξε από το χέρι, και τον φίλησε με πάθος στο στόμα, πριν εκείνος προλάβει να αντιδράσει! Ήταν ακριβώς η στιγμή που ο Φθόνος κατέφθανε με τη Μοναξιά Η Μοναξιά βλέποντας τον Έρωτα με τη Ζήλεια από μακριά να φιλιούνται, θεώρησε πως αυτά που της είπε ο Φθόνος, ήταν τελικά αλήθεια. Νιώθοντας την καρδιά της να σπάει σε δεκάδες μικρά κομματάκια, άρχισε να ουρλιάζει με όλη της την δύναμη, σκίζοντας το μεταξένιο πέπλο της θλίψης της στα δύο! Αφήνοντας τον Φθόνο μόνο του, άρχισε να τρέχει όσο πιο μακριά μπορούσε, κλαίγοντας Ο Έρωτας ακούγοντάς την, έσπρωξε τη Ζήλεια από πάνω του κι άρχισε να τρέχει στο κατόπι της Μοναξιάς. Μα εκείνη δεν τον άκουγε πια Το μόνο που την οδηγούσε, ήταν η φωνή της πληγωμένης της καρδιάς. 22
Μένοντας πίσω ο Φθόνος με τη Ζήλεια, χαμογελούσαν ευχαριστημένοι που το σχέδιο τους είχε την επιτυχία που περίμεναν. Φτάνοντας ξανά η Μοναξιά στην αγαπημένη της παραλία, κοίταξε για άλλη μια φορά τα άγρια κύματά της. Βλέποντας για τελευταία φορά τον Έρωτα, που την πλησίαζε γεμάτος αγωνία, θέλοντας να της εξηγήσει τι είχε πραγματικά συμβεί, πήδηξε δίχως δεύτερη σκέψη στα βάθη του απέραντου ωκεανού. Ο Έρωτας ουρλιάζοντας από τον καημό του, άρχισε να καταριέται τον Φθόνο και την Ζήλεια για αυτό που του είχαν κάνει. Γεμάτος απογοήτευση και καημό, ακολούθησε την αγαπημένη του Μοναξιά στον άγνωστο κόσμο, που εκείνη διάλεξε να πάει. Έτσι χάθηκαν και οι δυο τους ως υπάρξεις, αφήνοντας πίσω μονάχα την πονεμένη τους αύρα. Μαθαίνοντας οι σοφοί τι είχε συμβεί εξόρισαν για πάντα από τον κόσμο τους τον Φθόνο και τη Ζήλεια, λέγοντάς τους ότι θα ήταν για πάντα καταδικασμένοι να μη βρουν ποτέ την ευτυχία. Όσο για τη Μοναξιά και τον Έρωτα, θέλοντας οι σοφοί να τιμήσουν τον άδικο χαμό τους, πήραν την αύρα τους και την πρόσφεραν ως ένα από τα πιο πολύτιμα δώρα σε μια νέα ύπαρξη, τους ανθρώπους. Τους ευλόγησαν προσφέροντάς τους τη δυνατότητα να νιώθουν, όπως ένιωθε και ο Έρωτας κάθε φορά που συναντούσε την αγαπημένη του, ενώ ταυτόχρονα θα μάθαιναν να εκτιμούν την αγάπη δίχως να την προδίδουν, σκεφτόμενοι τη θλίψη της Μοναξιάς. Έτσι, μέσα από κάθε άνθρωπο ο Έρωτας και η Μοναξιά έγιναν αθάνατοι, αφού ζούσαν ξανά και ξανά μέσα από την ανθρώπινη ψυχή. Και αν κάποιος άνθρωπος δεν είχε ψυχή, τότε μέσα από αυτούς γεννιόταν ξανά ο Φθόνος και η Ζήλεια, κυνηγώντας γεμάτοι μίσος όλους αυτούς που τους θύμιζαν τον λόγο της εξορίας τους: ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ... Ωδή στην Νύκτα Κοίταζα τη Νύχτα κατάματα, προσπαθώντας να της πω ότι δεν τη φοβάμαι! Την πλησίασα... της χάιδεψα το πρόσωπο... της χαμογέλασα και προσπάθησα να τη φιλήσω... Εκείνη έδειξε να φοβάται αυτόν τον μικρό ανθρωπάκο, που δεν έδειχνε ίχνος τρόμου για αυτήν. Ήταν κρύα... Θέλησα να τη ζεστάνω, μα αισθανόμουν τόσο μικρός μπροστά της... Ξαφνικά, ένιωσα μια σταγόνα να μου λούζει το πρόσωπο... έκλαιγε! Με όλο το θάρρος που είχα, τη ρώτησα τι ήταν αυτό που την πλήγωνε και εκείνη, γεμάτη πόνο, μου είπε μια μικρή ιστορία... 23
Ήταν λέει πολύ παλιά, όταν κάποτε υπήρξε και αυτή νέα, όμορφη και φωτεινή, ναι...! Φωτεινή και μάλιστα όσο μπορεί να θυμάται, είχε χιλιάδες χρώματα και αποχρώσεις επάνω της, εκτός από το μαύρο. Είχε όμως ένα κακό ελάττωμα να μοιράζεται τα πάντα με τους άλλους, να τα δίνει όλα, σε όσους την είχαν ανάγκη Έτσι, μια μέρα παρουσιάστηκε μπροστά της ένας όμορφος νέος, πολύ φτωχός και σκοτεινός, που τον έλεγαν Ήλιο. Τον λυπήθηκε και παίρνοντάς τον κοντά της, του έδωσε όλη τη δύναμη και τη λάμψη που διέθετε. Τον αγάπησε πάρα πολύ, τον παντρεύτηκε κι έκανε μαζί του πολλά παιδιά. Σιγά-σιγά όμως, ο Ήλιος της έπαιρνε όλο και πιο πολλή δύναμη και λάμψη, ώσπου μια μέρα η Νύχτα δεν είχε τίποτε άλλο να του δώσει. Βλέποντας αυτά ο Ήλιος, έφυγε από κοντά της, παίρνοντας μαζί του τα πάντα, ακόμα και τα παιδιά τους, τις Ακτίνες. Η Νύχτα μαράζωσε από τον καημό της Έχασε κάθε δύναμη που είχε, ειδικά όταν έμαθε ότι ο Ήλιος χρησιμοποίησε τα παιδιά τους για να ανέβει ψηλά στον ουρανό, πιο πάνω από αυτήν, ελέγχοντας κάθε ψυχή. Μην αντέχοντας άλλο πόνο, το σώμα της γέμισε πληγές, χιλιάδες πληγές, που αφαίρεσαν από μέσα της το παλιό γνώριμο φως της, αυτά που σήμερα εμείς οι άνθρωποι ονομάζουμε «αστέρια», ενώ μαύρο χρώμα την περιέλουσε, θρηνώντας έτσι για τα παιδιά της. Από τότε η Νύχτα βγαίνει μόνο όταν φύγει ο Ήλιος με τις ζεστές του Ακτίνες, ξέροντας ότι κάθε του ακτίνα είναι και μια ψυχούλα από τα παιδιά τους αυτά που χρησιμοποίησε για να αποκτήσει την τωρινή του δύναμη Έτσι το μόνο που της απέμεινε, είναι να δέχεται τη ζέστη των παιδιών της, χωρίς αυτά να ξέρουν τι προσφέρουν και κυρίως σε ποια. Λέγοντας αυτά, η Νύχτα μου χαμογέλασε και φεύγοντας είπε: «Μικρέ μου άνθρωπε, αν ποτέ αγαπήσεις, μην εμπιστευτείς στον άλλον ό,τι πολυτιμότερο έχεις : τη λάμψη της ψυχής σου! Αυτό είναι μόνο για εσένα, αν το χαρίσεις, θα πεθάνεις μαζί μου. Κι εσύ είσαι σε χειρότερη μοίρα από εμένα, δεν έχεις ούτε άστρα να σε στολίζουν, ούτε κάποιους να σε θυμούνται. Οι δικές σου πληγές πονάνε περισσότερο και πολλές φορές είναι ικανές ακόμα και να σε σκοτώσουν». Και λέγοντας αυτά, έφυγε για να περιμένει και πάλι την πρωινή ζέστη των παιδιών της 24