ΗΜ/ΝΙΑ :. ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ :..



Σχετικά έγγραφα
ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ & Δ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 4 IOYNIOY 2014

ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΤΙΚΗ ΓΡΑΠΤΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γεώργιος Βιζυηνός, Τὸ ἁμάρτημα τῆς μητρός μου Α ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών, αφότου ορισμένοι τύποι γυναικών μού άρεσαν εξαιρετικά. Αλλά για μερικές απ αυτές ήτο τόσο ξεχωριστή η προτίμησή μου και

ΕΛΕΝΗ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΟΥ «Η ΜΑΜΑ ΜΑΣ, ΤΟ ΘΗΛΥΚΟ!!»

1/2

Μονόλογοι απ τη Γάζα. µαθητές-µαθήτριες γράφουν για τη ζωή τους

ΜΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΑΓΕΙΑ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΛΗΓΗ

(αρ. φυλλ. 66) ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΦΥΛΛΑΔΙΟ Μάρτιος 2015 ΠΟΥ ΕΛΠΙΖΕΙΣ;

ΜΑΝΕΣ ΣΠΕΡΜΠΕΡ, ΔΑΚΡΥ ΣΤΟΝ ΩΚΕΑΝΟ Τ. 3 Χωρίς τέλος

βιβλίο παιδικων ονείρων

Πετρώνουν τα Δάκρυά μας;

ΘΕΑΝΩ, Η ΛΥΚΑΙΝΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

Η Μ Ι Ο Υ Ρ Γ Ι Κ Ο Ε Ρ Γ Α Σ Τ Η Ρ Ι Ν Ε Ω Ν

Δυο κουβέντες στο γιο μου... - Δημητρίου Φθενάκη (Α Βραβείο)

Ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό

τον φρόντιζε με προσοχή, αλλά, όταν ήρθε η γυναίκα του στο σπίτι, άφησε την ίδια να αναλάβει τη διαμόρφωσή του. Σύντομα, ο κήπος γέμισε

σόφη Θεοδωρίδου, 2010 πρώτη έκδοση: μάρτιος 2010, αντίτυπα ιsbn

«Ο ΜΩΒΙ ΚΑΙ ΤΑ ΒΡΩΜΙΚΑ ΧΕΡΑΚΙΑ»

ΑΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑ ΘΑ Τ ΑΛΛΑΖΑ ΟΛΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ. Έτος 1927

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ


ΓρAμμα σ Eνα παιδi για τη

Μαζί. Της άρεσε αυτή η λέξη. Ακόμα και τώρα, όποτε την άκουγε, το κοριτσάκι που υπήρχε μέσα της σκιρτούσε. Κι ας

Μια παρέα με... καρδιά!

Tο καλύτερο καλοκαίρι μου! - Θοδωρή Φριλίγκου (Α Βραβείο)

"τα ντριγκιντένια" 6+1 παραμύθια

Λάκης Φουρουκλάς. Δυο φωνές και μια σιωπή

«Προχώρα ως εκεί που φτάνει το βλέμμα σου. Κι όταν πια φτάσεις, θα μπορείς από εκεί να δεις ακόμα πιο μακριά» Τόμας Καρλάιλ

ΔΕΝ ΦΟΒΟΜΟΥΝ ΠΑΝΤΑ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ-ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ

Transcript:

ΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ ΗΜ/ΝΙΑ :. ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ :.. ΚΕΙΜΕΝΟ: «- Ἔ! τί νά γίνῃ! Κ ἐγώ τό ἤθελα καλλίτερο, µά - ἡ ἁµαρτία µου, βλέπεις, δέν ἐσώθηκεν ἀκόµη. Καί τό ἔκαµεν «ὁ Θεός τέτοιο, δια να δοκιµάσῃ τήν ὑποµονήν µου, καί νά µέ σχωρέσῃ. Εὐχαριστῶ σέ, Κύριε! Καί ταῦτα λέγουσα, ἔθηκε τήν δεξιάν ἐπί τοῦ στήθους, ὕψωσε τούς ὀφθαλµούς αὑτῆς πλήρεις δακρύων πρός τόν οὐρανόν, καί ἔµεινεν οὕτως ἐπί τινας στιγµάς σιγῶσα. - Κἄτι θά ἔχῃς στήν καρδιά, µητέρα, εἶπον τότε µετά τινος δειλίας. Μή θυµώνῃς! Καί λαβών ἐφίλησα τήν παγεράν αὑτῆς χεῖρα πρός ἐξιλέωσιν. - Ναί! εἶπεν ἐκείνη ἀποφασιστικῶς. Ἔχω κἄτι ἐδῶ µέσα βαρύ, πολύ βαρύ, παιδί µου! Ὥς τώρα τό γνωρίζει µόνον ὁ Θεός καί ὁ πνευµατικός µου. Ἐσύ εἶσαι διαβασµένος καί συντυχαίνεις καµµιά φορά σάν τόν ἴδιο τόν πνευµατικό, καί καλύτερα. Σήκω, κλείσε τή θύρα, καί κάτσε νά σέ τό πῶ, ἵσως µέ παρρηγορήσῃς ὀλίγο, ἵσως καί µέ λυπηθῇς, καί ἀγαπήσῃς τό Κατερινιώ, σάν νἆταν ἀδελφή σου. Οἱ λόγοι οὗτοι, καί ὁ τρόπος µέ τόν ὁποῖον τούς ἐπρόφερεν, ἐνἐβαλον ἐν τήν καρδίαν µου εἰς µεγάλην ταραχήν. Τί εἶχε νά µ ἐµπιστευθῇ ἡ µήτηρ µου χωριστά ἀπό τούς ἀδελφούς µου; Ὅλας τάς κατά τήν ἀπουσίαν µου δυστυχίας της µοί τάς εἶχεν ἀφηγηθῆ. Ὅλον τόν προτοῦ της βίον τον ἐγνώριζον ὡσάν παραµῦθι. Τί ἦτο λοιπόν αὐτό πού µᾶς ἀπέκρυπτε µέχρις τοῦδε; πού δέν ἐτόλµησε νά φανερώσῃ εἰς κανένα πλήν τοῦ Θεοῦ καί τοῦ πνευµατικοῦ της; Ὅταν ἐπανῆλθον νά καθίσω πλησίον της, ἔτρεµον τά γόνατά µου ἐξ ἀορίστου ἀλλ ἱσχυρός τινός φόβου. Ἡ µήτηρ µου ἐκρέµασε την κεφαλήν, ὡς κατάδικος, ὅστις ἵσταται ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ του µέ τήν συναίσθησην τροµεροῦ τινός ἐγκλήµατος. - Τό θυµᾶσαι τό Ἀννιώ µας; µέ ἠρώτησε µετά τινας στιγµάς πληκτικῆς σιωπῆς. - Μάλιστα, µητέρα! Πῶς δέν τό θυµοῦµαι! Ἦταν ἡ µόνη µας ἀδελφή, κ έξεψύχησεν έµπρός στά µάτια µου. - Ναί! µέ εἶπεν, ἀναστενάξασα βαθέως, ἀλλά δέν ἦτο τό µόνο µου κορίτσι! Ἐσύ εἶσαι τέσσαρα χρόνια µικρότερος ἀπό τό Χρηστάκη. Ἕνα χρόνο κατόπιν του ἔκαµα τήν πρώτη µου θυγατέρα. Ἦταν τότε κοντά, που ἐπαντρολογιέτο ὁ Φώτης ὁ Μυλωνᾶς. Ὁ µακαρίτης ὁ πατέρας σου παράργησε τό γάµο τους, ὥς πού ν ἀποσαραντήσω ἐγώ, γιά νά τούς στεφανώσουµε µαζί. Ἤθελε νά µέ βγάλῃ καί µένα στόν κόσµο, γιά νά χαρῶ σάν πανδρευµένη, ἀφοῦ κορίτσι δέν µ ἄφηκεν ἡ γιαγιά σου νά χαρῶ. 1

Τό πρωί τούς στεφανώσαµε, καί τό βράδυ ἦταν οἱ καλεσµένοι στό σπίτι τους καί ἐπαίζαν τά βιολιά, καί ἔτρωγεν ὁ κόσµος µέσα στήν αὐλή, κι ἐγύρνα ἡ κανάτα µέ τό κρασί ἀπό χέρι σέ χέρι. Καί ἔκαµεν ὁ πατέρας σου κέφι, σάν διασκεδαστικός που ἦταν ὁ µακαρίτης, καί µ ἔρριψε τό µανδήλι του, νά σηκωθῶ νά χορέψουµε. Σάν τόν ἔβλεπα νά χορεύῃ, µοῦ ἄνοιγεν ἡ καρδιά µου, καί σάν νέα πού ἤµουνε, ἀγαποῦσα κ ἐγώ τό χορό. Κ ἐχορέψαµε λοιπόν κ ἐχόρεψαν καί οἱ ἄλλοι καταπόδι µας. Μά ἐµεῖς ἐχορέψαµε καί καλύτερα καί πολύτερα. Σάν ἐκοντέψανε τά µεσάνυχτα, ἐπήρα τόν πατέρα σου παράµερα καί τόν εἶπα Ἄνδρα, ἐγώ ἔχω παιδί στήν κούνια καί δέν µπορῶ πιά νά µείνω. Τό παιδί πεινᾷ ἐγώ ἐσπάργωσα. Πῶς νά τό βυζάξω µέσ στόν κόσµο καί µέ τό καλό µου τό φόρεµα! Μεῖνε σύ, ἄν θέλῃς νά διασκεδάσεις ἀκόµα. Ἐγώ θά πάρω τό µωρό νά πάγω στό σπίτι. - Ἔ, καλά, γυναῖκα! εἶπεν ὁ σχωρεµένος, καί µ ἐπαπάρισε πά στόν ὦµο. Ἔλα, χόρεψε κι αὐτό τό χορό µαζί µου, καί ὕστερα πηγαίνουµε κ οἱ δύο. Τό κρασί ἄρχισε νά µέ χτυπᾷ στό κεφάλι, καί ἀφορµή γυρεύω κι ἐγώ νά φύγω. Σάν ἐξεχορέψαµε κ ἐκεῖνο τό χορό, ἐπήραµε τή στράτα. Ὁ γαµβρός ἔστειλε τά παιχνίδια καί µᾶς ἐξεπροβόδισαν ὥς τό σπίτι. Γιατί ὁ γάµος ἔγινε στόν Καρσιµαχαλᾶ. Ὁ δοῦλος ἐπήγαινε µπροστά µέ τό φανάρι. Ὁ πατέρας σου ἐσήκωνε τό παιδί, καί βαστοῦσε καί µένα ἀπό τό χέρι. - Κουράσθης, βλέπω, γυναῖκα! - Ναί, Μιχαλιό. Κουράσθηκα. - Ἄιντε βάλ ἀκόµα κοµµάτι δύναµι, ὥς πού νά φθάσουµε στό σπίτι. Θά σττρώσω τά στρώµατα µοναχός µου. Ἐµετάνοιωσα πού σ ἔβαλα κ ἐχόρεψες τόσο πολύ. - έν πειράζει, ἄνδρα, τοῦ εἶπα. Τό ἔκαµα γιά τό χατῆρι σου. Αὔριο ξεκουράζοµαι πάλι. Ἔτσι ἤρθαµε στό σπίτι. Ἐγώ ἐφάσκιωσα κ ἐβύζαξα τό παιδί, κ ἐκεῖνος ἔστρωσε. Ὁ Χρηστάκης ἐκοιµᾶτο µαζί µέ τήν Βενετιά, πού τήν ἀφῆκα νά τόν φυλάγῃ. Σέ λίγο ἐπλαγιάσαµε καί µεῖς. Ἐκεῖ, µέσα στόν ὕπνο µου, µ ἐφάνηκε πώς ἔκλαψε τό παιδί. Τό καϋµένο!, εἶπα, δέν ἔφαγε σήµερα χορταστικά. Καί ἀκούµβησα στήν κούνια του νά τό βυζάξω. Μά ἤµουν πολύ κουρασµένη καί δέν µποροῦσα νά κρατηθῶ. Τό ἔβγαλα λοιπόν, καί τό ἔβαλα κοντά µου, µέσ τό στρῶµα, καί τοῦ ἔδωσα τη ρόγα µου στό στόµα του. Ἐκεῖ µέ πῆρε ὁ ὕπνος. έν ἠξεύρω πόσην ὥρα ἤθελεν ὥς τό πουρνό. Μά σάν ἔννοιωσα νά χαράζῃ -ἄς τό βάλω, εἴπα, τό παιδί στόν τόπο του. Μά ἐκεῖ πού πῆγα νά τό σηκώσω, τί νά διῶ! Τό παιδί δέν ἐσάλευε! Ἐξύπνησα τόν πατέρα σου τό ξεφασκιώσαµε, τό ζεστάναµε, τοῦ ἐτρίψαµε τό µυτοῦδί του, τίποτε! -Ἦταν ἀπεθαµένο! - Τό πλάκωσες, γυναῖκα, τό παιδί µου! εἶπεν ὁ πατέρας σου, καί τόν ἐπῆραν τά δάκρυα. Τότε ἄρχισα ἐγώ νά κλαίγω στά δυνατά καί νά ξεφωνίζω. Μά ὁ πατέρας σου ἔβαλε τό χέρι του στό στόµα µου Σοῦς! µέ εἶπε. Τί φωνάζεις ἔτσι, βρέ βόδι; - Αὐτό µέ τό εἶπε. Θεός σχωρέσ τονε. Τρία χρόνια εἴχαµε πανδρευµένοι, κακό λόγο δέν µέ εἶπε. Κ ἐκείνη τή στιγµή µέ τό εἶπε. -Ἔ; Τί φωνάζεις ἔτσι; Θέλεις νά ξεσηκώσῃς τή γειτονιά, νά πῇ ὁ κόσµος πώς ἐµέθυσες καί ἐπλάκωσες τό παιδί σου; Καί εἶχε δίκῃο, πού ν ἁγιάσουν τά χώµατα πού κοίτεται! Γιατί, ἄν τό µάθαινεν ὁ κόσµος, ἔπρεπε νά σχίσω τή γῆ νά ἔµβω µέσα ἀπό τό κακό µου. 2

Ἀλλά, τί τά θέλεις! Ἡ ἀµαρτία εἶνναι ἀµαρτία. Σάν τό ἐθάψαµε τό παιδί, κ ἐγυρίσαµεν ἀπό τήν ἐκκλησία, τότε ἄρχισε τό θρῆνος τό µεγάλο. Τότε πιά δέν ἔκλαιγα κρυφά. Εἶσαι νέα, καί θά κάµῃς κι ἄλλα, µ ἔλεγαν. Ὡς τόσον ὁ καιρός περνοῦσε, καί ὁ Θεός δέν µᾶς ἔδιδε τίποτα. Νά! ἔλεγα µέσα µου. Ὁ Θεός µέ τιµωρεῖ, γιατί δέν στάθηκα ἄξια νά προφυλάξω τό παιδί πού µ ἔδωκε! Καί ἐντρεπόµουνα τόν κόσµο, καί ἐφοβούµην τον πατέρα σου. Γιατί κ ἐκεῖνος ὅλο τόν πρῶτο χρόνο ἔκαµµνε τάχα τόν ἀλύπητο καί µ ἐπαρηγοροῦσε, γιά νά µέ δώσῃ θάρρος. Ὕστερα ὅµως ἄρχισε νά γίνεται βαρύς καί συλλογισµένος. Τρία χρόνια ἐπέρασαν, χωρίς να φάγω ψωµι νά πάγῃ στήν καρδιά µου. Στά τρία χρόνια κ ὕστερα γεννήθηκες ἐσύ. -Ἦταν οἱ πολλαίς χαραίς πού ἐπῆγα. Σάν ἐγγενήθηκες ἐσύ ἐκατάκατσεν ἡ καρδιά µου, µά δέν ἡµέρεψε. Ὁ πατέρας σου σέ ἤθελεν κορίτσι. Καί µιάν ἡµέρα µέ τό εἶπε. - Κι αὐτό καλῶς µᾶς ὥρισε, εσποινιώ, µά ἐγώ τό ἤθελα κορίτσι. Ὅταν ἐπῆγε ἡ γιαγιά σου στόν Ἁγιοντάφο, ἔστειλα δώδεκα πουκάµισα καί τρία Κωνσταντινάτα, γιά νά µέ βγάλῃ ἕνα σχωροχάρτι. Καί, διές ἐσύ! Ἴσα ἴσα ἐκεῖνο τό µῆνα, πού ἐγύρισεν ἡ γιαγιά σου ἀπό τή Γερουσαλή µέ τό σχωροχάρτι, ἐκεῖνο τό µῆνα ἐκακοψυχοῦσα τήν Ἀννιώ. Κάθε λίγο καί λιγάκι ἐφώναζα τη µανίτσα. -Ἔλα δά, κυρά, νά διοῦµε κορίτσι εἶναι; -Ναί, θυγατέρα, ἔλεγεν ἡ µαµή. Κορίτσι. έ βλέπεις; έ σέ χωροῦν τά ροῦχά σου! Καί νά πιά χαρά ἐγώ, σάν τό ἄκουγα! Σάν ἐγεννήθηκε τό παιδί καί βγῆκεν ἀληθινά κορίτσι, τότε ἦρθεν ἡ καρδιά στόν τόπο της. Τό ὠνοµάσαµεν Ἀννιώ, τό ἵδιο τό ὄνοµα πού εἶχε τό σχωρεµένο, γιά νά µήν ποφαίνεται πώς µᾶς λείπει κανείς ἀπό τό σπίτι. Εὐχαριστῶ σε, Θεέ µου! ἔλεγα νύχτα καί µέρα. Εὐχαριστῶ σέ ἡ ἁµαρτωλή, πού ἐσήκωσες τήν ἐντροπή καί ἐξάλειψες τήν ἁµαρτία µου! Καί εἴχαµε πιά τήν Ἀννιώ σάν τά µάτια µας. Καί ἐζούλευες ἐσύ, καί ἔγινες τοῦ θανατᾶ ἀπό τή ζούλια σου. Ὁ πατέρας σου σέ ἔλεγε «τό ἀδικηµένο του», γιατί σ ἀπόκοψα νωρίς, καί µ ἐµάλωνε καµµιά φορά, γιατί σέ παραµελοῦσα. Κ ἐµένα ἡ καρδιά µου ἐρράγιζε, σάν σ ἔβλεπα νά χαλνᾷς. Μά, ἔλα πού δέν ἠµποροῦσα ν ἀφήσω τήν Ἀννιώ ἀπό τά χέρια µου! Ἐφοβούµην πώς κάθε στιγµή µπορεῖ νά τῆς συµβῇ τίποτε. Καί ὁ πατέρας σου ὁ µακαρίτης, ὅσο καί ἄν µάλωνε κ ἐκεῖνος, τήν ἤθελε πιά νά µή στάξῃ καί τήν βρέξῃ! Μά ἐκεῖνο τό εὐλογηµένο, ὅσο περισσότερα χάδια, τόσον ὀλιγώτερην ὑγεία. Ἔλεγες πώς ἐµετάνοιωσεν ὁ Θεός γιατί µᾶς τό ἔδωκε. Ἐσεῖς ἤσασθε κόκκινα κόκκινα, καί ζωηρά καί σερπετά. Ἐκεῖνο, ἥσυχο καί σιγανό καί ἀρρωστιάρικο! Ὅταν τό ἔβλεπα ἔτσι χλωµό χλωµό, µοῦ ἤρχετο εἰς τό νοῦ µου τό πεθαµένο, καί ἡ ἰδέα πώς ἐγώ τό ἐθανάτωσα ἄρχισε νά ξανακυριεύῃ µέσα µου. Ὥς πού µιάν ἡµέρα ἀπέθανε καί τό δεύτερο! Ὅποιος δέν τό ἐδοκίµασε µοναχός του, παιδί µου, δέν ξεύρει τί πικρό ποτῆρι ἦταν ἐκεῖνο. Ἐλπίδα νά κάνω ἄλλο κορίτσι δέν ἦταν πλέον. Ὁ πατέρας σου εἶχ ἀποθάνει. Ἄν δέν εὑρίσκετο ἕνας γονιός νά µέ χαρίσῃ τό κορίτσι του, ἤθελα νά πάρω τά βουνά νά φύγω. Ἀλήθεια πού δέν ἐβγῆκε καλόγνωµο. Μά ὅσο τό εἶχα καί τό κήδευα καί τό κανάκευα, θαρροῦσα πώς τό εἶχα δικό µου, καί ξεχνοῦσα κεῖνο πὤχασα, κ ἠµέρωνα τη συνείδησί µου. 3

Καθώς τό λεγ ὁ λόγος, ξένο παιδί ναι παίδεψι. Μά γιά µένα ἡ παίδεψι αὐτή εἶναι παρηγοριά κ ἐλαφροσύνη. Γιατί ὅσο περισσότερο τυραννηθῶ καί χολοσκάσω, τόσο λιγώτερο θά µέ παιδέψῃ ὁ Θεός γιά τό παιδί πού πλάκωσα. Γι αὐτό -νἄχῃς τήν εὐχή µου- µή µέ γυρεύεις νά διώξω τήν Κατερινιώ γιά νά πάρω ἕνα παιδί καλόγνωµο καί προκοµµένο. ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ: Α. Ο Γεώργιος Βιζυηνός έχει χαρακτηρισθεί «ψυχογραφικός και δραµατικός πεζογράφος». Ενισχύει την άποψη αυτή το διήγηµά µας; Να τεκµηριώσετε την απάντησή σας. ΜΟΝΑ ΕΣ 15 Β1.α. Ποιος ο ρόλος της εγκιβωτισµένης αφήγησης στην εξέλιξη του µύθου; ΜΟΝΑ ΕΣ 10 Β1.β. Πώς λειτουργούν τα θαυµαστικά στη σκηνή της συνειδητοποίησης του θανάτου του βρέφους; ΜΟΝΑ ΕΣ 10 Β2. Ο αφηγητής πιστεύει στο «απροµελέτητον και αβούλητον του αµαρτήµατος της µητρός». Ποια είναι η δική σας άποψη; ΜΟΝΑ ΕΣ 20 Β3. Σε ποιες δύο χρονικές βαθµίδες διαδραµατίζονται τα γεγονότα και σε τι εξυπηρετεί η εναλλαγή τους; ΜΟΝΑ ΕΣ 25 Γ. Παράλληλο κείµενο, ΈΡΝΕΣΤ ΧΕΜΙΝΓΟΥΕΙ, «Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ» «Ούτε καταλαβαίνω, είµαι σίγουρος ότι πιστεύω τις αµαρτίες. Μπορεί νάταν αµαρτία, που σκότωσα το µεγάλο ψάρι. Θαρρώ πως ήταν, αν και το σκότωσα για να ζήσω, και για να τραφούν ένα σωρό άλλοι άνθρωποι. Μα τότε, το κάθε τι είν αµαρτία. Μη σκέφτεσαι την αµαρτία. Είναι πολύ αργά γι αυτό, κι υπάρχουν άνθρωποι που πληρώνονται γι αυτή τη δουλειά. Άσε κείνους να σκέφτονται. Συ γεννήθηκες για να γίνεις ψαράς, και το ψάρι γεννήθηκε για νάναι ψάρι. Ο Άγιος Πέτρος ήτανε ψαράς, σαν τον πατέρα του µεγάλου Ντι Μάτζιο. Όµως, του άρεσε να σκέφτεται για όλα τα πράγµατα που ήτανε µπλεγµένα µε τη ζωή του, κι αφού δεν είχε µια εφηµερίδα να διαβάσει, µήτε ένα ραδιόφωνο ν ακούσει, βάλθηκε να σκέφτεται την αµαρτία. ε σκότωσες το ψάρι µονάχα για να ζήσεις, και να πουλήσεις το κρέας του για φαΐ, συλλογίστηκε. Το σκότωσες από περηφάνια, κι επειδή είσαι ψαράς. Τ αγάπαγες όταν ήταν ζωντανό, τ αγάπαγες κι ύστερα. Αν το αγαπάς δεν είναι αµαρτία να το σκοτώσεις. Α, µπας και είναι πιο µεγάλη; [ ] - Το σκότωσα για να υπερασπίσω τον εαυτό µου, είπε φωναχτά, ο γέρος. Και τα κατάφερα καλά. 4

Κι ύστερα, συλλογίστηκε, όλοι αλληλοσκοτώνονται µε κάποιο τρόπο. Το ψάρεµα µε σκοτώνει. Ίδια όµως µε κρατάει και στη ζωή. Το παιδί µε κρατάει στη ζωή, σκέφτηκε. εν πρέπει να ξεγελάω τον εαυτό µου τόσο πολύ. Στα δύο παραπάνω αποσπάσµατα µε αφορµή διαφορετικά θέµατα γίνεται λόγος για την αµαρτία και την λύτρωση. Σε ποιο προβληµατισµό µπαίνουν οι ήρωες και πώς αντιµετωπίζουν την κατάσταση στην οποία βρίσκονται; ΜΟΝΑ ΕΣ 20 ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ!!! 5