ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ



Σχετικά έγγραφα
Η Θεωρια Αριθμων στην Εκπαιδευση

Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

Συγκρίσεις ιατονικής Κλίµακας ιδύµου µε άλλες διατονικές κλίµακες.

Ακολουθίες στο Παρεκκλήσιο Αγίου Λουκά Κριμαίας

Ακολουθίες στο Παρεκκλήσιο Αγίου Λουκά Κριμαίας

Κατάλογος Ἐκδόσεων καὶ Ἐργοχείρων

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ (Δελφῶν καί Μιαούλη) Τηλ: Ἡ Θεία Κοινωνία.

Εὐκλείδεια Γεωµετρία

11η Πανελλήνια Σύναξη Νεότητος της Ενωμένης Ρωμηοσύνης (Φώτο Ρεπορτάζ)

Εὐκλείδεια Γεωµετρία

Η Ετήσιος Πανήγυρις τῆς Ιερᾶς Μητροπολιτικῆς Μονῆς τῶν Αγίων Κυπριανοῦ καὶ Ιουστίνης

Νὰ συγκαλέσει πανορθόδοξη Σύνοδο ή Σύναξη των Προκαθημένων καλεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη η Κύπρος αν ο στόχος δεν επιτευχθεί

Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου

Θέμα: «Περὶ τοῦ προσώπου τοῦ Ἀναδόχου εἰς τὸ Μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος».

ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑΣ ΚΑΙ ΑΦΟΣΙΩΣΕΩΣ

EISGCGSG Dò. «Ἡ Εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ: Χθὲς καὶ σήμερον ἡ αὐτὴ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας» Σάββατο, 22α Δεκεμβρίου 2012

Ἀσκητὲς καὶ ἀσκητήρια στὴ νῆσο Σκόπελο

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΚΗΦΙΣΙΑΣ, ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ & ΩΡΩΠΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΥ 2018

ΜΑΡΤΙΟΣ Θ 2014 ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ Η ΛΙΤΑΝΕΥΣΙΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ & ΟΜΙΛΙΩΝ ΜΗΝ ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2019

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ 2017 Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΘΙΜΟΣ

Σᾶς εὐαγγελίζομαι τὸ χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς γεννήσεως τοῦ. Χριστοῦ, ποὺ ἀποτελεῖ τὴν κορυφαία πράξη τοῦ Θεοῦ νὰ σώσει τὸν

Ὁ Γάμος. Ἀγαπητοί μας μελλόνυμφοι,

Χρήσιμες ὁδηγίες γιὰ τοὺς ἐνηλίκους ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ βαπτισθοῦν Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι.

ΙΕΡΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΘΕΟΛΟΓΟΥΣ

Έγκατάσταση καὶ Χρήση Πολυτονικοῦ Πληκτρολογίου σὲ Περιβάλλον Ubuntu Linux.

Εἰσαγωγὴ. Αὐτόματη Δημιουργία Οἰκονομικῶν Κινήσεων Ἀμοιβῶν. Αὐτόματη Δημιουργία Οἰκονομικῶν Κινήσεων Ἀμοιβῶν. ICAMSoft Law Applications Σημειώ σεις

(Θ. Λειτουργία Ἰωάννου Χρυσοστόμου)

LAHGLATA ACIOCQAVIAS PEQIODOS Bò L hgla Aò

Γενικὴ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία Α

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΡΗΣΕ ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ. Ἡ καρδιά (ἔλεγε κάποτε ὁ γέροντας Παΐσιος) εἶναι ὅπως τό ρολόι.

Ἡ Κυριακή του Πάσχα. Fr.Lev Gillet

μπορεῖ νὰ κάνει θαύματα. Ἔτσι ὁ ἅγιος Νέστωρ, παρότι ἦταν τόσο νέος, δὲν λυπήθηκε τὴν ζωή του καὶ ἦταν ἕτοιμος νὰ θυσιάσει τὰ πάντα γιὰ τὸν Χριστό.

ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΘΙΜΟΣ

ΙΕΡΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ὑπ ἀριθμ. 17

ΧΡΗΣΤΟΥ Α. ΣΑΡΤΖΕΤΑΚΗ

Φροντιστηριακὸ Μάθημα Ἁγιογραφίας Β

«Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ Π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ» 1

Ἑλένη Γλύκατζη-Ἀρβελέρ. Γιατὶ τὸ Βυζάντιο. Ἐκδόσεις «Ἑλληνικὰ Γράμματα», Ἀθήνα 2009, σελίδες 292.

Τις ο νους της Θείας Λειτουργίας (Άγιος Νικόλαος Καβάσιλας)

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΚΔΟΣΕΩΝ

3. δυνητικό: ἄν, ποὺ σημαίνει κάτι ποὺ μπορεὶ ἤ ποὺ μποροῦσε νὰ γίνει.

Ο Αγιος Βασίλειος τοῦ Οστρογκ τῆς Σερβίας ὁ Θαυματουργὸς *

ΙΕΡΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΜΑΡΤΙΟΥ

«Ἁγιογραφικὴ Σύναξις Πατρῶν Α»

Η Εὐλογία τῶν σταφυλιῶν κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως*

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΜΑΤΘΑΙΟ, πού, ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε,

Ἐγκατάστασις ICAMSoft Law Applications' Application Server ἔκδοση 3.x (Rel 1.1-6ος 2009) 1

Τὰ Προλεγόμενα. (π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνὸς)

ΤΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ. Για πρώτη φορά τη λέξη Εὐαγγέλιο σαν ό- νομα ενός βιβλίου τη συναντούμε στον Ιουστίνο τον μάρτυρα.

Ὁ πιστὸς φίλος. Πιστεύω¹ τῷ φίλῳ. Πιστὸν φίλον ἐν κινδύνοις γιγνώσκεις². Ὁ φίλος τὸν

ποταμιτου εκδοσεισ ποταμιτου καταλογοσ ΒΙΒΛΙΑ ΜΕ ΝΟΗΜΑ ΒΙΒΛΙΑ ΜΕ ΝΟΗΜΑ θεροσ 2012

Τευχος πρωτο. αρχεία. Πηγεσ γνωσησ, πηγεσ μνημησ Ένα σύγχρονο αρχείο. Το ΙΑ/ΕΤΕ ανοίγει τα χαρτιά του

ΙΕΡΑ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΗ ΑΘΗΝΩΝ ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΑΓΙΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΟΔΟΥ ΑΧΑΡΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ & ΟΜΙΛΙΩΝ ΜΗΝ ΜΑΡΤΙΟΣ 2019

Ἀγαπητοί ἐθελοντές τῆς Διακονίας Ἀσθενῶν τῆς Ἐκκλησίας μας.

Μὲ τὴν Χάρι τοῦ Κυρίου μας

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Άγιος Νικόλαος Καισαριανής: Εκεί που βρήκε τόπο ο ξεριζωμένος Έλληνας

ΑΣΚΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΘΑΡΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΑΘΗ

Διαχείριση Συσχετισμένων Ἀρχείων & Εἰκόνων

Η Λειτουργική ερμηνευτική (Μυσταγωγικά υπομνήματα) από τον ΣΤ έως τον ΙΒ αιώνα

Παρέλαση-Μαντήλα-Δωδεκάποντα*

Χριστιάνα Ἀβρααμίδου ΜΑΤΙΑ ΑΝΑΠΟΔΑ. Ποιήματα

Ἡχριστιανικὴ ἀρχιτεκτονική, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς διαμόρφωσης

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ἡ Ἐκκλησία ὡς λατρεύουσα κοινότητα

ΙΕΡΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΙΟΥΛΙΟΥ

ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ Β ΔΙΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΓΑΜΟΥ, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ, ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΚΑΙ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ

ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ π.ἀλέξανδρος Σμέμαν

Το κατανυκτικό Τριώδιο

Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

Σεβασμιώτατε Μητροπολῖτα Καισαριανῆς, Βύρωνος & Ὑμηττοῦ, καί Πρόεδρε τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Λειτουργικῆς

ΙΕΡΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

Ὁ Γάμος. Ἀγαπητοί μας μελλόνυμφοι,

Αποστολικοί Πατέρες και Απολογητές. Tuesday, March 5, 13

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΙΕΡΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ & ΟΜΙΛΙΩΝ ΜΗΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2019

Στους κήπους της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης

Ὄχι στὴν ρινόκερη σκέψη τοῦ ρινόκερου Κοινοβουλίου μας! (ε ) Tὸ Παγκόσμιο Οἰκονομικὸ Φόρουμ προωθεῖ τὴν ὁμοφυλοφιλία*

Αποδεικτικές Διαδικασίες και Μαθηματική Επαγωγή.

Οδηγοσ των Εκκλησιαζοµενων χριστιανων

Σεραφείμ Πειραιώς: «Η Μεγάλη Τεσσαρακοστή είναι ο ευλογημένος καιρός»

ICAMLaw Application Server Χειροκίνηση Ἀναβάθμιση

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

χρωματιστές Χάντρες».

Εκεί όπου όντως ήθελε ο Θεός

Μαρτυρία Πίστεως καὶ Ζωῆς

Ἑλληνικὰ σταυρόλεξα μὲ τὸ L A T E X

Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης

ιδαγµένο κείµενο 'Αριστοτέλους 'Ηθικά Νικοµάχεια (Β6, 4-10)

Σκέψεις γιὰ τὴν διατροφὴ καὶ τὴ νηστεία

«ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΛΟΓΟΣ»

ΙΕΡΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ ΙΟΥΛΙΟΥ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ

ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΑΓΑΘΟΠΟΥΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ

Νικηφόρος Βρεττάκος

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ. Β Ἀνωτέρα

X ΜΑΘΗΜΑ ΑΓΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Α

Transcript:

ΙΕΡΑΤΙΚΗ ΣΧΟΛΗ «ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΒΑΡΝΑΒΑΣ» ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΑΓΑΘΩΝΟΣ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΗΣ Α ΑΝΩΤΕΡΑ ΛΕΥΚΩΣΙΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Ὁρισµός. Ὁ ὅρος Λειτουργικὴ σχηµατίσθηκε ἀπὸ τὴν λέξη λειτουργία, ἡ ὁποία παράγεται ἐκ τῶν ἐπὶ µέρους συνθετικῶν λεῖτος (=λαὸς) καὶ ἔργον. Στὴν Χριστιανικὴ Γραµµατεία ὁ ὅρος χρησιµοποιεῖται γιὰ νὰ δηλώσῃ τὴν καθόλου χριστιανικὴ λατρεία, καὶ ἰδιαίτερα τὴν κατ ἐξοχὴν λατρευτικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας, τὸ µυστήριο τῆς θείας εὐχαριστίας. Ὁ ὅρος Λειτουργικὴ δηµιουργήθηκε τὸν ιστ αἰῶνα, καὶ ἔκτοτε χρησιµοποιεῖται διεθνῶς, προκειµένου νὰ δηλώσῃ τὸ µάθηµα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο ἔχει ὡς ἀντικείµενό του τὴν συστηµατικὴ µελέτη τῆς θείας λατρείας. 2. Περιεχόµενο. Τὸ περιεχόµενο τῆς Λειτουργικῆς εἶναι εὐρύτατο. Αὐτὴ ἐξετάζει: 1) Τὸν τόπο, ποὺ τελεῖται ἡ λατρεία, δηλ. τὸν χριστιανικὸ ναό, τὴν γένεση, ἐξέλιξη καὶ διαµόρφωσή του, τὴν διαρρύθµιση καὶ τὴν διακόσµησή του. 2) Τὰ ἀντικείµενα καὶ σκεύη τὰ ὁποῖα χρησιµοποιοῦνται στὴν λατρεία, ἤτοι ἱερὰ σκεύη καὶ καλύµµατα, ἱερὰ ἄµφια, λειτουργικὰ βιβλία, κ.λπ. 3) Τοὺς καιρούς, κατὰ τοὺς ὁποίους τελεῖται ἡ λατρεία, δηλ. τὶς ἑορτές. 4) Tὸν τρόπο κατὰ τὸν ὁποῖο τελεῖται ἡ λατρεία, δηλ. τὸ τυπικὸ µέρος τῶν διαφόρων ἀκολουθιῶν (εἰκοσιτετραώρου, Εὐχολογίου, θεία λειτουργία). Κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ ἀντικείµενα τοῦτα ἐξετάζει ἡ Λειτουργικὴ ἀπὸ ἱστορικῆς ἀπόψεως, πρακτικῆς χρήσεως καὶ θεολογικῆς ἑρµηνείας. 3. Σκοπὸς καὶ χρησιµότητα. Σκοπὸς τοῦ µαθήµατος τῆς Λειτουργικῆς εἶναι νὰ καταστήσῃ τὸν σπουδαστὴ καλὸ γνώστη τῆς λατρείας τῆς ὀρθοδόξου ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ νὰ τὸν µυήσῃ εἰς τὴν µέσῳ αὐτῆς λατρεία καὶ γνώση τοῦ ἀληθινοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἐπίσης ἡ Λειτουργικὴ ἀποσκοπεῖ µὲ τὴν διδασκαλία τῶν διαφόρων πτυχῶν τοῦ µαθήµατος νὰ εὐαισθητοποιήσῃ τὸν σπουδαστὴ σὲ θέµατα λατρείας. Ἀκόµη ἡ Λειτουργικὴ σκοπὸ ἔχει τὴν κατάρτιση τῶν κληρικῶν ἐπὶ τὰ τελετουργικά τους ἔργα πρὸς ἐπιτέλεση τῆς λατρείας «κατὰ τάξιν καὶ εὐσχηµόνως». 4. Πηγὲς τῆς λειτουργικῆς. Ἡ Λειτουργικὴ ἀντλεῖ τὸ ὑλικό της ἀπὸ πάρα πολλὲς πηγές, τὶς ὁποῖες 2

γενικά µποροῦµε νὰ κατατάξωµε σὲ δύο µεγάλες ὁµάδες α) στὶς γραπτὲς πηγές, καὶ β) στὶς ἀρχαιολογικὲς πηγές. α) Γραπτὲς πηγές. Σ αὐτὲς περιλαµβάνεται ὅ,τιδήποτε γραπτὸ παραδόθηκε σὲ ἐµᾶς καὶ ἀφορᾶ στὴν τέλεση τῆς χριστιανικῆς λατρείας. Αὐτὲς εἶναι: 1) Παλαιὰ καὶ Καινὴ ιαθήκη. Ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ἀντλοῦµε ὅ,τιδήποτε τὸ ὁποῖο ἀφορᾶ σὲ λειτουργικὲς συνήθειες τῶν χρόνων τῆς Π.. καὶ τῆς Κ.., ὅπως σταθµοὶ προσευχῆς, ψαλµοί, ὕµνοι, ἑορτές, νηστεῖες, θεία εὐχαριστία, βάπτισµα, κήρυγµα). 2) Τὰ κείµενα τῶν διαφόρων λειτουργιῶν, ὅπως τῶν Ἀποστολικῶν ιαταγῶν, τοῦ Ἀποστόλου Μάρκου, τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ ἀδελφοθέου, τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόµου, τῆς Προηγιασµένης, κ.ἄ. 3) Τὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως Εὐχολόγια, Τυπικά, Μέγα Ὡρολόγιον, Παρακλητική, Μηναῖα, Τριῴδιον, Πεντηκοστάριον κ.ἄ. 4) Κανόνες τῶν τοπικῶν καὶ οἰκουµενικῶν συνόδων, οἱ ὁποῖοι ἀφοροῦν σὲ θέµατα λατρείας. 5) Γραπτὲς λειτουργικὲς µαρτυρίες τῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων καὶ πατέρων τῆς Ἐκκλησίας (ἅγιος Ιουστῖνος, Κύριλλος Ἱεροσολύµων, Μέγας Ἀθανάσιος, Μέγας Βασίλειος, Ιωάννης Χρυσόστοµος, ιονύσιος Ἀρειοπαγίτης, Γερµανὸς Κωνσταντινουπόλεως, Σωφρόνιος Ιεροσολύµων, Νικόλαος Καβάσιλας, Συµεὼν Θεσσαλονίκης). β) Ἀρχαιολογικὲς πηγές σ αὐτὲς ἀνήκουν ὅλα τὰ διασωθέντα µνηµεῖα χριστιανικῆς τέχνης καὶ ἀρχιτεκτονικῆς (χριστιανικοὶ ναοὶ - βασιλικές, βαπτιστήρια, κατακόµβες, κοιµητήρια, τάφοι χριστιανῶν), τὰ ἱερὰ ἄµφια καὶ σκεύη, οἱ εἰκόνες, οἱ γλυπτὲς διακοσµήσεις καὶ οἱ χριστιανικὲς ἐπιγραφές. 3

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Α Ο ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΣ ΝΑΟΣ 1. Ὀνοµασίες τοῦ χριστιανικοῦ ναοῦ. Ὁ τόπος στὸν ὁποῖο οἱ χριστιανοὶ συναθροίζονταν γιὰ τὴν λατρεία τοῦ Θεοῦ, ἀνέκαθεν χαρακτηριζόταν διὰ διαφόρων ὀνοµάτων, τὰ ὁποῖα µαρτυροῦν τὸν χαρακτῆρά του ἢ τὸν σκοπό του. Ἀρχαιοτάτη εἶναι ἡ ὀνοµασία ναός. Η λέξη εἶναι προχριστιανική, παράγεται ἐκ τοῦ ρήµατος ναίω (=κατοικῶ) καὶ σηµαίνει τὴν µεγαλοπρεπὴ κατοικία. Πράγµατι οἱ εἰδωλολάτρες πίστευαν, ὅτι οἱ θεοὶ κατοικοῦσαν ἐντὸς τῶν ναῶν, τοὺς ὁποίους ἔκτιζαν γι αὐτούς. Καὶ οἱ Ιουδαῖοι, ἂν καὶ πίστευαν στὴν πανταχοῦ παρουσία τοῦ Θεοῦ (Ψαλµ. ρλη 7-9), ἐν τούτοις εἶχαν τὴν ἀντίληψη, ὅτι ὁ Θεὸς κατ ἐξοχὴν κατοικεῖ στὸν ναὸ τῶν Ἱεροσολύµων (Ψαλµ. οε 3 «ἐγενήθη ἐν εἰρήνῃ ὁ τόπος αὐτοῦ καὶ τὸ κατοικητήριον αὐτοῦ ἐν Σιών»). Γιὰ τοῦτο πίστευαν καὶ ὑποστήριζαν ὅτι µόνο ἐκεῖ ἔπρεπε νὰ λατρεύεται ὁ Θεός. Στὸν χριστιανισµὸ ὁ ναὸς δὲν ἔχει βεβαίως τὴν ἔννοια τῆς ἀποκλειστικῆς κατοικίας τοῦ Θεοῦ, διότι, ὅπως διεκήρυξαν ὁ πρωτοµάρτυρας Στέφανος καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «οὐχ ὁ Υψιστος ἐν χειροποιήτοις ναοῖς κατοικεῖ» (Πράξ. ζ 48 καὶ ιζ 24), οὔτε πάλιν εἶναι ὁ µοναδικὸς τόπος λατρείας τοῦ Θεοῦ. ὲν 4

παύει ὅµως ἀπὸ τοῦ νὰ εἶναι ὁ τόπος, ὅπου ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ εἶναι κατ ἐξοχὴν φανερή, καὶ ἑποµένως εἶναι ὁ καταλληλότερος τόπος λατρείας τοῦ Θεοῦ καὶ µόνον κατ ἀνάγκη καὶ σὲ ἔκτακτες περιπτώσεις µποροῦµε νὰ τελέσωµε λατρεία ἐκτὸς τοῦ ναοῦ. Ἀρχαιοτάτη ἐπίσης εἶναι καὶ ἡ ὀνοµασία ἐκκλησία. Εἶναι καὶ αὐτὴ ἀρχαία ἑλληνικὴ λέξη καὶ σηµαίνει: α) συνάθροιση (ἐκ καὶ καλῶ). Ὑπὸ τὴν ἔννοια τούτη οἱ συνάξεις τῶν χριστιανῶν ἀπὸ τῆς ἀποστολικῆς ἤδη ἐποχῆς ὀνοµάστηκαν ἐκκλησίες (πρβλ. «συνερχοµένων ἡµῶν ἐν ἐκκλησίᾳ» Α Κορ. ια 18). β) Ἡ ἴδια ὀνοµασία χρησιµοποιήθηκε ὑπὸ τοῦ Κυρίου καὶ τῶν ἀποστόλων, προκειµένου νὰ δηλωθῇ τὸ σύνολο τῶν χριστιανῶν τῆς οἰκουµένης ἢ ἑνὸς τόπου (πρβλ. Ματθ. ιστ 18 καὶ ιη 17. Πράξ. β 47. η 1. θ 31. Ρωµ. ιστ 4 κ.ἄ.). γ) Στὴν Κ.. συναντοῦµε ἐπίσης καὶ τὴν ὀνοµασία κατ οἶκον ἐκκλησία, ἡ ὁποία δηλώνει τοὺς χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι συναθροίζονταν σὲ συγκεκριµένη οἰκία γιὰ τὴν τέλεση τῆς λατρείας (Ρωµ. ιστ 5. Α Κορ. ιστ 19). Ἀπὸ τοῦ 200 µ.χ. περίπου ὀνοµάστηκαν ἐκκλησίες ὄχι µόνο οἱ συναθροίσεις τῶν χριστιανῶν, ἀλλὰ καὶ οἱ τόποι, στοὺς ὁποίους αὐτὲς γίνονταν. Ἡ ὀνοµασία αὐτὴ ἐπεκράτησε γενικῶς καὶ χρησιµοποιεῖται µέχρι σήµερα. Ἐκτὸς τῶν ὀνοµασιῶν τούτων, συνήθης ἦταν κατὰ τὴν ἀρχαία χριστιανικὴ ἐποχὴ καὶ ἡ ὀνοµασία οἶκος Θεοῦ ἢ οἶκος Κυρίου, εἰληµµένη ἐκ τῆς Παλαιᾶς ιαθήκης (Γεν. κη 17-19. Ψαλµ. ρκα 1. ρλγ 1). Ὀνοµαζόταν ἐπίσης ὁ χριστιανικὸς ναὸς κυριακὸν ὡς ἀφιερωµένος στὸν Κύριο. Ἡ ὀνοµασία αὐτὴ χρησιµοποιεῖται µέχρι σήµερα στὸ Ἅγιον Ὄρος µὲ ἐλαφρῶς παρηλλαγµένη ἔννοια σηµαίνει τὸν κεντρικὸ ναὸ κάποιας σκήτης, στὸν ὁποῖο κατὰ τὴν Κυριακὴ τελεῖται ἡ θεία λατρεία. Ἄλλη ὀνοµασία τοῦ ναοῦ εἶναι εὐκτήριος οἶκος ἢ προσευκτήριον, εἰληµµένη καὶ αὐτὴ ἐκ τῆς Ἁγίας Γραφῆς. («Ο οἶκός µου, οἶκος προσευχῆς κληθήσεται» Ἡσ. νστ 7. Ματθ. κα 13). 2. Γένεση καὶ διαµόρφωση τοῦ χριστιανικοῦ ναοῦ - ρυθµοὶ ναῶν. Οἱ λατρευτικὲς συναθροίσεις τῶν πρώτων χριστιανῶν γίνονταν, ὅπως εἴδαµε, σὲ ἰδιωτικὲς οἰκίες. Οἱ ρυθµοὶ τῶν οἰκιῶν τῆς ἐποχῆς ἐκείνης διευκόλυναν τὶς συνάξεις αὐτές. ιότι στὴν µὲν Παλαιστίνη καὶ τὴν Συρία οἱ οἰκίες εἶχαν εὐρύχωρο ἀνώγειο, στὸ ὁποῖο ἀνέβαιναν µὲ ἐξωτερικὴ κλίµακα. Σὲ τέτοιο ἀνώγειο τελέσθηκε ὁ µυστικὸς δεῖπνος. Στὴν δὲ Μικρὰ Ἀσία, τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Μεσόγειο γενικῶς ἐπικρατοῦσε ὁ ἑλληνιστικὸς τύπος τῆς οἰκίας, ὁ ὁποῖος εἶχε ἐσωτερικὴ ὑπαίθρια αὐλὴ ἀποκαλούµενη αἴθριο, πέριξ τῆς ὁποίας ὑπῆρχαν ὑπόστεγα, ἀπέναντι δὲ τῆς εἰσόδου εὑρισκόταν ἡ καλύτερη αἴθουσα, ὁ ἀνδρῶνας. Οἱ συνάξεις τῶν πιστῶν γίνονταν εἴτε στὸ αἴθριο εἴτε στὸν ἀνδρῶνα, ἀναλόγως τῆς ἐποχῆς. Οἱ χῶροι αὐτοὶ κατ ἀρχὰς δὲν χρησιµοποιοῦνταν ἀποκλειστικὰ ὡς τόποι λατρείας ἤδη ὅµως ἀπὸ τοῦ β αἰῶνος πολλὲς τέτοιες αἴθουσες παρεχωρήθησαν ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ἰδιοκτῆτές τους µόνιµα πλέον, γιὰ τὴν θεία λα- 5

τρεία. Λίγο ἀργότερα, κατὰ τὸν γ αἰῶνα, ἄρχισαν οἱ χριστιανοὶ νὰ κτίζουν ἰδιαίτερα οἰκοδοµήµατα γιὰ τὶς συνάξεις τους. Πολλοὶ τέτοιοι ναοὶ κτίστηκαν, ὅπως µαρτυρεῖ ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβειος, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πεντηκονταετοῦς εἰρήνης, ἡ ὁποία ἐπικράτησε µετὰ τὸν διωγµὸ τοῦ εκίου (250 µ.χ.). Οἱ ναοὶ ὅµως τοῦτοι κατεδαφίστηκαν κατὰ τὸν διωγµὸ τοῦ ιοκλητιανοῦ (303), καὶ γιὰ τοῦτο δὲν γνωρίζοµε ποιό ἦταν τὸ ἀρχιτεκτονικό τους σχῆµα. Μετὰ ὅµως ἀπὸ σύντοµο χρονικὸ διάστηµα ἡ Ἐκκλησία διὰ τοῦ διατάγ- µατος τῶν Μεδιολάνων (313) ἀπέκτησε τὴν ἐλευθερία της. Τότε ἄρχισαν ἐπισήµως νὰ ἀνεγείρωνται πανταχοῦ χριστιανικοὶ ναοί. Ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας καὶ ἡ µητέρα του Ἑλένη πρωτοστάτησαν στὴν ἵδρυση ναῶν, ἐκ τῶν ὁποίων σπουδαιότεροι ἦταν ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Τάφου στὰ Ἱεροσόλυµα, ὁ ναὸς τῆς Γεννήσεως στὴν Βηθλεέµ, οἱ ναοὶ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης στὴν Κωνσταντινούπολη. Οἱ µετὰ τὸν Κωνσταντῖνον χριστιανοὶ αὐτοκράτορες µιµήθηκαν τὸ παράδειγµά του. Σὲ πολλὲς περιπτώσεις καὶ εἰδωλολατρικοὶ ναοὶ καὶ ἄλλα οἰκοδοµήµατα µετετράπησαν σὲ χριστιανικοὺς ναούς, ὡς λ.χ. τὸ Πάνθεο στὴν Ρώµη, ὁ Παρθενῶνας στὴν Ἀθήνα, τὸ µαυσωλεῖο τοῦ Γαλερίου στὴν Θεσσαλονίκη κ.ἄ. Ἡ χριστιανικὴ ναοδοµία δηµιούργησε διάφορους ρυθµοὺς ναῶν ἐκ τῶν ὁποίων θὰ ἀναφερθοῦµε µόνο στοὺς κυριώτερους, διότι ἡ λεπτοµερὴς ἐξέτασή τους ἀνήκει στὸ µάθηµα τῆς Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογίας. Πρῶτος χρησιµοποίηθηκε ὁ ρυθµὸς τῆς βασιλικῆς. Βασιλικὲς ὀνοµάζονταν µεγαλοπρεπῆ καὶ εὐρύχωρα δηµόσια οἰκοδοµήµατα, τὰ ὁποῖα χρησί- µευαν ὡς δικαστήρια καὶ ὡς τόποι συναλλαγῶν καὶ ἐµπορίου. Οἱ βασιλικὲς ἦταν ἐπιµήκη ὀρθογώνια οἰκοδοµήµατα, διαιρούµενα ἐσωτερικὰ µὲ κιονοστοιχίες σὲ τρία ἢ περισσότερα κλίτη πρὸ τῆς εἰσόδου ὑπῆρχε περίστυλος αὐλὴ (αἴθριο), τὸ δὲ πίσω µέρος τοῦ οἰκοδοµήµατος ἀπέληγε σὲ ἡµικυκλικὴ κόγχη. Κατὰ τὸν ρυθµὸ λοιπὸν τοῦτο, καὶ µὲ ἀνάλογη διαρρύθµιση, ὥστε νὰ ἐξυπηρετῇ τὶς ἀνάγκες τῆς χριστιανικῆς λατρείας, κτίστηκαν οἱ παλαιοχριστιανικοὶ ναοί. Ἐκ τῶν σωζοµένων σήµερα ἀκέραιων βασιλικῶν περίφηµες εἶναι ἡ τῆς Γεννήσεως τοῦ Σωτῆρος στὴν Βηθλεὲµ (δ αἰ.), ἡ τῆς Παναγίας Ἀχειροποιήτου (ε αἰ.) καὶ ἡ τοῦ Ἁγίου ηµητρίου (ε αἰ. πεντάκλιτος) στὴν Θεσσαλονίκη. Λείψανα καὶ ἐρείπια βασιλικῶν εὑρέθησαν σὲ πλεῖστα µέρη τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς ύσεως. Στὴν Κύπρο σηµειώνουµε τὴν περίφηµη ἑπτάκλιτη βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου στὴν Σαλαµίνα. Παράλληλα οἱ χριστιανοὶ χρησιµοποίησαν κατὰ µίµηση τῶν µαυσωλείων (τῶν οἰκοδοµηµάτων δηλ. στὰ ὁποῖα ἐνταφιάζονταν ἐπιφανεῖς Ρωµαῖοι) καὶ τὸν περίκεντρο ρυθµὸ (rotonda). Τὰ οἰκοδοµήµατα τοῦ ρυθµοῦ τούτου εἶναι κυκλικὰ ἢ πολυγωνικὰ καὶ στεγάζονται µὲ θόλο. Τὸν ρυθµὸ τοῦτο οἱ χριστιανοὶ χρησιµοποίησαν κυρίως στὰ βαπτιστήρια καὶ τὰ µαρτύρια, τὰ οἰκοδο- µήµατα δηλ., τὰ ὁποῖα κτίζονταν ἐπὶ τῶν τάφων τῶν µαρτύρων. Ἄριστο δεῖγµα περίκεντρου ναοῦ εἶναι ὁ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸ παλαιὸ Κάιρο. Ἐκ τοῦ συνδυασµοῦ τῆς βασιλικῆς καὶ τῶν περίκεντρων ναῶν προέκυψε νέος ρυθµός, ἡ βασιλικὴ µετὰ τρούλλου. Ὁ ρυθµὸς αὐτὸς διαδόθηκε εὐ- 6

ρύτατα κατὰ τὸν στ αἰῶνα, προσέλαβε δὲ τὴν τελειότερή του µορφὴ στὸν περίφηµο καὶ ἀπαράµιλλο ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἐξέλιξη τοῦ ρυθµοῦ τῆς βασιλικῆς µετὰ τρούλλου ἀποτελεῖ ὁ σταυροειδὴς µετὰ τρούλλου ναὸς (βυζαντινὸς ρυθµός). Ὁ ρυθµὸς αὐτὸς ἀποκρυσταλλώθηκε κατὰ τὸν θ αἰῶνα κατόπιν πολλῶν ἀµφιταλαντεύσεων καὶ δοκι- µαστικῶν συνδυασµῶν, ἀπέβηκε δὲ κλασσικὸς στὴν βυζαντινὴ ἀρχιτεκτονικὴ ἀπὸ τοῦ ια αἰῶνος καὶ ἑξῆς. Τὸ ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ τοῦ ρυθµοῦ τούτου εἶναι ἡ διαµόρφωση τῆς στέγης σὲ σχῆµα σταυροῦ, στὴν διασταύρωση τῶν κεραιῶν τοῦ ὁποίου ὑψώνεται ὁ τροῦλλος, στηριζόµενος ἀπὸ τέσσερεις κίονες. 3. Τὰ µέρη τοῦ χριστιανικοῦ ναοῦ καὶ τὰ ἀντικείµενά τους. Πρὸς ἐξυπηρέτηση τῶν λατρευτικῶν ἀναγκῶν, ὁ χριστιανικὸς ναός, διαιρέθηκε σὲ τρία κυρίως µέρη τὸν νάρθηκα, τὸν κυρίως ναὸ καὶ τὸ ἱερὸ ἢ ἅγιο βῆµα. Ἡ διαίρεση αὐτὴ ἀνταποκρίνεται πρὸς τὶς διάφορες τάξεις τῶν χριστιανῶν. Ὁ νάρθηκας ἦταν ὁ τόπος παραµονῆς τῶν κατηχουµένων, ὁ κυρίως ναὸς ὁ τόπος παραµονῆς τῶν πιστῶν, καὶ τὸ ἱερὸ ὁ τόπος δραστηριοποίησης τοῦ κλήρου. α. Ὁ νάρθηκας. Νάρθηκας ἢ πρόναος καλεῖται τὸ πρὸς δυσµὰς µέρος τοῦ ναοῦ. Ὁ νάρθηκας ἔχει σχῆµα ἐπίµηκες καὶ ἐπικοινωνεῖ µὲ τὸν κυρίως ναὸ µὲ τρεῖς θύρες, µία γιὰ κάθε κλῖτος. Ἡ πρὸς τὸ κεντρικὸ κλῖτος ὁδηγοῦσα πύλη ὀνοµάζεται βασιλική. Ὁ νάρθηκας ἦταν κατὰ τὴν ἀρχαιότητα ὁ τόπος, ὅπου ἔµεναν οἱ κατηχούµενοι ἄνδρες καὶ οἱ µετανοοῦντες. Πάνω ἀπὸ τὸν νάρθηκα ὑπῆρχεν ὁ γυναικωνίτης ἢ τὰ κατηχούµενα, ὅπου παρέµεναν οἱ κατηχούµενες γυναῖκες. Ὅταν βραδύτερα καταργήθηκαν οἱ τάξεις αὐτές, ἐξέλιπε καὶ ὁ νάρθηκας ἀπὸ τοὺς περισσότερους ναούς, πλὴν θὰ πρέπει νὰ ἐπισηµάνωµε ὅτι γιὰ λόγους λατρείας ὁ νάρθηκας ἐξακολουθεῖ καὶ σήµερα νὰ εἶναι ἀπαραίτητος. Ἐδῶ πρέπει νὰ τελοῦνται ὅλες οἱ προβαπτισµατικὲς τελετές, ὅπως: α) ἡ ἀκολουθία ἐπὶ ὀνοµατοδοσίᾳ τῇ ὀγδόῃ ἡµέρᾳ ἀπὸ τῆς γεννήσεως τέκνου, β) ἡ ἀκολουθία τῆς τεσσαρακοστῆς ἡµέρας ἀπὸ τῆς γεννήσεως τέκνου (σαραντισµός), καὶ γ) ἡ ἀκολουθία τῆς κατήχησης πρὸ τοῦ βαπτίσµατος. Στὸν νάρθηκα ἀκόµη θὰ πρέπει νὰ τελεῖται καὶ ἡ ἀκολουθία τοῦ ἀρραβῶνος. Σήµερα στὸν νάρθηκα ὑπάρχουν συνήθως προσκυνητάρια, τὸ παγκάρι καὶ µανουάλια. Σὲ πολλοὺς σύγχρονους ναοὺς ὑπάρχει ἀντὶ τοῦ νάρθηκα ἁπλὸ πρόπυλο. Στοὺς ναοὺς τῶν µονῶν ὅµως, ἰδίως τοῦ Ἁγίου Ὄρους, διατηρεῖται ὁ νάρθηκας, καὶ µάλιστα εὐρύχωρος, ὀνοµάζεται δὲ λιτή, διότι σ αὐτὸν τελεῖται ἡ ἀκολουθία τῆς λιτῆς κατὰ τὶς ἀγρυπνίες, καθὼς καὶ ἄλλες ἀκολουθίες, ὅπως τὸ µεσονυκτικό, οἱ ὧρες, τὸ ἀπόδειπνο καὶ ἡ νεκρώσιµος ἀκολουθία σὲ µοναχούς. 7

Στὶς παλαιοχριστιανικὲς βασιλικὲς ὑπῆρχε πρὸς τὸ δυτικὸ µέρος τοῦ ναοῦ καὶ τὸ αἴθριο, τετράγωνη αὐλὴ περικλεισµένη ἀπὸ στοές. Στὸ αἴθριο ὑπῆρχε ἡ κρήνη ἢ φιάλη, στὴν ὁποία οἱ εἰσερχόµενοι στὸν ναὸ ἔνιβαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, συµβολίζοντες µὲ τὴν πράξη αὐτὴ τὴν ἀνάγκη τῆς ψυχικῆς καθαρότητας κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Ἡ φιάλη διατηρήθηκε στὶς µονὲς τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ χρησιµοποιεῖται γιὰ τὴν τέλεση τῶν ἁγιασµῶν. Στὸν νάρθηκα καὶ τὸ αἴθριο ἦταν ἐπίσης προσαρτηµένο καὶ τὸ βαπτιστήριον, τὸ ὁποῖο ἦταν συνήθως κυκλικὸ ἢ πολυγωνικὸ οἰκοδόµηµα διαιρε- µένο σὲ δύο χώρους τὸν ἐξώτερο οἶκο καὶ τὸν ἐσώτερο οἶκο, στὸν ὁποῖο ὑπῆρχε ἡ κολυµβήθρα. Στὸν ἐξώτερο οἶκο, γίνονταν οἱ προβαπτισµατικὲς τελετὲς (ἐξορκισµοί, ἀπόταξη, σύνταξη, ὁµολογία πίστεως), στὸν δὲ ἐσώτερο τὸ βάπτισµα καὶ τὸ χρῖσµα. Καὶ τὰ βαπτιστήρια ἐξέλιπαν βραδύτερα, λόγῳ τῆς ἐπικράτησης τοῦ νηπιοβαπτισµοῦ. β. Ὁ κυρίως ναός. Κυρίως ναὸς καλεῖται τὸ µεταξὺ τοῦ νάρθηκα καὶ τοῦ ἁγίου βήµατος τµῆµα τοῦ ναοῦ, τὸ ὁποῖο εἶναι τὸ µεγαλύτερο. Στὸν κυρίως ναὸ ὑπάρχουν ὁ σολέας, ὁ ἄµβωνας, τὰ ἀναλόγια, ὁ δεσποτικὸς θρόνος, τὰ στασίδια καὶ τὸ τέµπλο, τὸ ὁποῖο διαχωρίζει τὸν κυρίως ναὸ ἀπὸ τὸ ἅγιο βῆµα. Μετὰ τοῦ κυρίως ναοῦ συνδέεται ἐπίσης καὶ ὁ γυναικωνίτης. Ὁ σολέας εἶναι τὸ πρὸς τὸ ἅγιο βῆµα ὑπερυψωµένο µέρος τοῦ κυρίως ναοῦ. Στὸν σολέα εὑρίσκονται τὰ ἀναλόγια καὶ ὁ δεσποτικὸς θρόνος καὶ τὰ παραθρόνια, ὅπου ὑπάρχουν. Παλαιότερα ἦταν ὁ χῶρος ὅπου ἵστατο ἡ σχολὴ τῶν ψαλτῶν. Ὁ δεσποτικὸς θρόνος εὑρίσκεται σή- µερα στὸ δεξιὸ µέρος τοῦ κεντρικοῦ κλίτους, ὀλίγον πρὸ τοῦ δεξιοῦ ἀναλογίου. ὲν ἦταν ὅµως ἐξ ἀρχῆς ἐκεῖ, ἀλλὰ ἐντὸς τοῦ ἁγίου βή- µατος, ὅπως θὰ δοῦµε. Ὅταν ὅµως ἐπεκράτησε τὸ ψηλὸ τέµπλο, τὸ ὁποῖο ἀποκρύπτει τὴν θέα τοῦ ἁγίου βήµατος ἀπὸ τὸν λαό, τότε ὁ ἐπισκοπικὸς θρόνος µεταφέρθηκε στὴ σηµερινή του θέση. Ἐπὶ τοῦ ἀρχιερατικοῦ θρόνου εὑρίσκεται συνήθως ἡ εἰκόνα τοῦ Κυρίου. Στὴν Κύπρο ἐκ παραδόσεως τοποθετεῖται ἡ εἰκόνα τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα. 8

Ὁ ἄµβωνας (πιθανῶς ἐκ τοῦ ρήµατος ἀναβαίνω) εἶναι εἶδος βήµατος, ἀπὸ τοῦ ὁποίου ἀναγινώσκεται τὸ Εὐαγγέλιο καὶ κηρύττεται ὁ θεῖος λόγος. Ὁ ἄµβωνας εὑρίσκεται σή- µερα στὸ ἀριστερὸ µέρος τοῦ κεντρικοῦ κλίτους, πολλάκις δὲ εἶναι ὑπερυψωµένος σὲ κίονα τῆς ἀριστερᾶς κιονοστοιχίας ἢ ἐπὶ τοῦ ἀριστεροῦ τοίχου (ἐπίδραση ἀπὸ τοὺς χρόνους τῆς τουρκοκρατίας). Ὁ ἀρχαῖος ὅµως ἄµβωνας διέφερε τοῦ σηµερινοῦ κατὰ τὴν θέση, τὸ σχῆµα καὶ τὴν χρήση. Εὑρισκόταν στὸ µέσο τοῦ ναοῦ, µολονότι ὑπάρχουν καὶ ἐξαιρέσεις, ἦταν χαµηλὸς καὶ εἶχε σχῆµα τετράγωνο ἢ ὀκτάγωνο, πολλάκις δὲ στεγαζόταν µὲ κιβώριο. Εἶχε δύο κλίµακες, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ µία ἔβλεπε πρὸς τὸν νάρθηκα καὶ ἡ ἄλλη πρὸς τὸ ἁγιο βῆµα. Ἡ δὲ χρήση του ἦταν πολλαπλῆ, διότι ἐπ αὐτοῦ ἀναγινώσκονταν γενικῶς τὰ ἀναγνώσµατα, γινόταν τὸ κήρυγ- µα, ἐκφωνοῦσε ὁ διάκονος τὰ εἰρηνικὰ καὶ ἔψαλλαν οἱ ψάλτες. Πολλὲς φορὲς ἀπὸ τοῦ ἄµβωνα ἀναγινώσκονταν αὐτοκρατορικὰ διατάγµατα καὶ διαγγέλµατα. Τὰ ἀναλόγια συνδέονται µὲ τὸν ἄµβωνα. Ἐπειδὴ ὁ ἄµβωνας εἶχε πολλαπλῆ χρήση, παρέστη ἀνάγκη νὰ δηµιουργηθοῦν νέοι χῶροι γιὰ τοὺς χοροὺς τῶν ψαλτῶν, καὶ ἔτσι δηµιουργήθηκαν τὰ ἀναλόγια. Ἡ ἐπικράτηση δὲ τῆς ἀντιφωνικῆς ψαλµωδίας, ἡ ὁποία χώρισε τοὺς ψάλτες σὲ δύο χορούς, ἐπέβαλε τὴν δηµιουργία δύο ἀναλογίων. Πότε ἀκριβῶς ἐµφανίστηκαν τὰ ση- µερινὰ ἀναλόγια δὲν εἶναι γνωστό ἴσως ὅταν καὶ ὁ ἄµβωνας µετατοπίσθηκε ἀπὸ τὸ κέντρο τοῦ ναοῦ. Τὰ στασίδια εἶναι ξύλινα καθίσµατα κατασκευασµένα κατὰ τέτοιο τρόπο, ὥστε νὰ ἐξυπηρετοῦν τοὺς πιστοὺς κατὰ τὴν µετοχή τους στὴν θεία λατρεία. Τὰ σηµερινὰ στασίδια προέρχονται πιθανώτατα ἀπὸ τοὺς ναοὺς τῶν µονῶν, ὅπου οἱ µακρὲς ἀκολουθίες ἐπέβαλαν τὴν χρήση τους. Ὁ γυναικωνίτης εἶναι τὸ ἰδιαίτερο µέρος τοῦ ναοῦ, στὸ ὁποῖο ἵστανται οἱ γυναῖκες. Ἡ συνήθεια νὰ ἵστανται οἱ γυναῖκες χωριστὰ ἀπὸ τοὺς ἄνδρες στὸ ναὸ εἶναι ἀρχαιοτάτη. Ὁ γυναικωνίτης εὑρίσκεται συνήθως ὑπεράνω τοῦ νάρθηκα καὶ τῶν πλαγίων κλιτῶν, γιὰ τοῦτο ὀνοµάζεται καὶ ὑπερῷον. Κατὰ τὴν ἀρχαία ἐποχὴ ὀνοµαζόταν καὶ κατηχούµενα, διότι στὸ ὑπεράνω τοῦ νάρθηκα µέρος ἵσταντο, ὅπως προαναφέραµε οἱ κατηχούµενες γυναῖκες. Σήµερα πολλοὶ ναοὶ στεροῦνται γυναικωνίτου. 9

Τὸ τέµπλο ἢ εἰκονοστάσιο εἶναι τὸ διάφραγµα, τὸ ὁποῖο χωρίζει τὸν κυρίως ναὸ ἀπὸ τὸ ἅγιο βῆµα. Καὶ τὸ τέµπλο ὑπὸ τὴν σηµερινή του µορφὴ διαφέρει πολὺ τοῦ ἀρχαίου τοιούτου. Τὸ ἀρχαῖο τέµπλο, ὀνοµαζόµενο καὶ δρύφρακτα ἢ κιγκλίδες ἢ στηθαῖο, ἀποτελεῖτο ἀπὸ σειρὰ κιονίσκων ἐπὶ τῶν ὁποίων ἐπικαθόταν τὸ ἐπιστύλιο. Μεταξὺ τῶν κιονίσκων τοποθετοῦντο χα- µηλὰ µαρµάρινα ἢ ξύλινα θωράκια, ὕψους περίπου ἑνὸς µέτρου, τὰ δὲ ἀποµένοντα ὑπεράνω τῶν θωρακίων διάκενα καλύπτονταν σὲ ὁρισµένες στιγ- µὲς τῆς θείας λειτουργίας µὲ παραπετάσµατα (βῆλα). Ἐπὶ τῶν κιονίσκων τοῦ τέµπλου ἀναρτήθηκαν βραδύτερα µικρὲς εἰκόνες, οἱ ὁποῖες µετὰ τὸν θρίαµβο τῆς Ἐκκλησίας κατὰ τῶν εἰκονοµάχων µεγεθύνθηκαν καὶ τοποθετήκαν στὰ διάκενα τοῦ τέµπλου. Σὺν τῷ χρόνῳ προστέθηκαν ὑπεράνω αὐτῶν καὶ ἄλλες σειρὲς εἰκόνων οἱ ὁποῖες εἰκόνιζαν σκηνὲς ἀπὸ τὶς κυριώτερες ἑορτὲς καὶ µορφὲς ἁγίων. Ετσι τὸ τέµπλο κατέστη ψηλὸ διάφραγµα, τὸ ὁποῖο ἐνίοτε φθάνει µέχρι τῆς ὀροφῆς (ἰδίως στοὺς ρωσικοὺς ναούς). Σήµερα παρατηρεῖται τάση ἐπιστροφῆς πρὸς τὸ παλαιοχριστιανικὸ τέµπλο, τὸ ὁποῖο ἀναµφίβολα ἐπέτρεπε στοὺς χριστιανοὺς νὰ παρακολουθοῦν τὰ τελούµενα καὶ νὰ συµµετέχουν στὴν θεία λατρεία. Στὸ τέµπλο, ὅπως ἔχει διαµορφωθῆ, παρατηροῦµε τρεῖς θύρες ἀντιστοιχοῦσες πρὸς τὰ τρία κλίτη τοῦ ναοῦ. Ἡ κεντρικὴ εἶναι συνήθως µεγαλύτερη, ὀνοµάζεται ὡραία πύλη καὶ ὁδηγεῖ κατ εὐθεῖαν πρὸς τὴν ἁγία τράπεζα. Ἡ ὡραία πύλη κλείεται µὲ δίφυλλα θυρίδια, συνήθως ξυλόγλυπτα, τὰ ὁποῖα καλοῦνται βηµόθυρα. Ὁλόκληρη ἡ ὡραία πύλη καλύπτεται µὲ τὸ καταπέτασµα (κουρτίνα). Οἱ πλάγιες πύλες κλείονται µὲ µονόφυλλες θύρες ἢ µὲ παραπετάσµατα. Ἐπὶ τῶν βηµοθύρων τῆς ὡραίας πύλης εἰκονίζεται ὁ Εὐαγγελισµὸς τῆς Θεοτόκου πάνω καὶ ἀρχιερεῖς ἅγιοι κάτω, ἐνῶ στὶς πλάγιες θύρες εἰκονίζονται οἱ ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Γαβριήλ. εξιὰ τῆς ὡραίας πύλης τοποθετοῦνται οἱ εἰκόνες τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ Προδρόµου καὶ στὰ ἀριστερὰ οἱ εἰκόνες τῆς Θεοτόκου, τοῦ ἁγίου τοῦ ναοῦ, καὶ τοῦ Ιωάννου τοῦ Θεολόγου. Οἱ ὑπόλοιπες θέσεις καταλαµβάνονται ἀπὸ εἰκόνες ἄλλων ἁγίων. Ὑπεράνω τῆς ὡραίας πύλης ἁγιογραφεῖται ὁ µυστικὸς δεῖπνος ἢ ἡ παράσταση τῆς δεήσεως (Χριστός, Θεοτόκος καὶ τίµιος Πρόδροµος δεόµενοι) ἑκατέρωθεν αὐτῶν τοποθετοῦνται εἰκόνες τῶν ἀποστόλων καὶ ἄλλων ἁγίων κατ ἐκλογήν, ἐνῶ τὴν δεύτερη σειρὰ εἰκόνων καταλαµβάνει τὸ δωδεκάορτον. Στὸ πάνω µέρος τοῦ εἰκονοστασίου τοποθετοῦνται τὰ λυπηρὰ ἢ λυπητερὰ (ἡ παράσταση τῆς σταυρώσεως µὲ τὴν Θεοτόκο καὶ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη). 10

γ. Τὸ ἅγιο βῆµα. Τὸ ἅγιο βῆµα, τὸ ἱερώτερο µέρος τοῦ χριστιανικοῦ ναοῦ, εὑρίσκεται πάντοτε πρὸς ἀνατολάς, διότι ἀπὸ ἐδῶ ἀνατέλλει ὁ φυσικὸς ἥλιος, ὁ ὁποῖος ἀνέκαθεν θεωρήρηκε ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς ὡς σύµβολο τοῦ νοητοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης, τοῦ Κυρίου, πρὸς τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ στρέφωνται οἱ καρδίες τῶν πιστῶν κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Καλεῖται δὲ τὸ µέρος τοῦτο βῆµα, διότι κεῖται ψηλότερα τοῦ ὑπόλοιπου ναοῦ ὀνοµάζεται ὅµως καὶ πρεσβυτέριο καὶ ἱερατεῖο, ἐπειδὴ προορίζεται γιὰ τὸν κλῆρο ἄδυτο καὶ ἄβατο, ἐπειδὴ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ εἰσέρχωνται σ αὐτὸ ἄλλοι πλὴν τῶν κληρικῶν θυσιαστήριο καὶ ἱλαστήριο, ἐπειδὴ τελεῖται σ αὐτὸ ἡ ἀναίµακτος θυσία καὶ ἅγια ἁγίων ὡς τὸ ἁγιώτερο µέρος τοῦ ναοῦ. Στὸ ἅγιο βῆµα εὑρίσκονται ἡ ἁγία τράπεζα, τὸ σύνθρονο, ἡ πρόθεση ἢ προσκοµιδή, τὸ σκευοφυλάκιο, ὁ νιπτήρας καὶ τὸ χωνευτήριο. α) Η ἁγία τράπεζα. Αὐτὴ κατέχει τὸ κέντρο τοῦ ἁγίου βήµατος καὶ εἶναι τὸ ἀρχαιότερο καὶ ἀναγκαιότερο ἀντικείµενο σ ἕνα ναό. Ὀνοµάζεται καὶ θυσιαστήριο, διότι τελεῖται ἐπ αὐτῆς ἡ ἀναίµακτη θυσία. Συµβολικὰ ἀποκαλεῖται καθέδρα Θεοῦ, τόπος Θεοῦ, µνῆµα Χριστοῦ κ.λπ. Ἡ ἐπιτυχέστερη ὅµως ὀνοµασία της εἶναι τράπεζα, διότι ἐπ αὐτῆς θύεται καὶ παρατίθεται ὡς τροφὴ ζωτικὴ ὁ ἀµνὸς τοῦ Θεοῦ. Ἐξ ἴσου σηµαντικὴ εἶναι καὶ ἡ ὀνοµασία θρόνος Κυρίου, ὀνοµασία ἡ ὁποία ὀφείλεται στὴν πράξη τοῦ ἐνθρονισµοῦ τοῦ θυσιαστηρίου κατὰ τὸν καθαγιασµό του. Ἡ ἁγία τράπεζα ἀρχικὰ ἦταν ξύλινη πολὺ σύντοµα ὅµως τὸ ξύλο ἀντικαταστάθηκε µὲ λίθο ἢ µαρµάρο σὲ τοῦτο συνετέλεσε καὶ ἡ συνήθεια τῆς τελέσεως τῆς θείας λειτουργίας ἐπὶ τῶν τάφων τῶν µαρτύρων. Ἀπὸ τὴν συνήθεια αὐτὴ ἐπίσης ἐπεκράτησε νὰ τοποθετοῦνται ὑπὸ τὴν ἁγία τράπεζα µαρτυρικὰ λείψανα κατὰ τὸν ἐγκαινισµό της. ἁγία τράπεζα µέ ἐπιγραφὴ ἀντιµινσίου Ἡ ἁγία τράπεζα εἶναι κατὰ τὸ σχῆµα τετράγωνη ἢ ὀρθογώνια στηρίζεται δὲ ἄλλοτε σὲ ἕνα κίονα ὑπενθυµίζοντα τὸν Κύριο, ἄλλοτε δὲ σὲ τέσσερεις ὑποδηλοῦντες τοὺς τέσσερεις εὐαγγελιστές. Σὲ ἄλλες δὲ περιπτώσεις εἶναι κτιστή. Στοὺς παλαιοχριστιανικοὺς ναοὺς ὑπεράνω τῆς ἁγίας τράπεζας ὑπῆρχε τὸ κιβώριον, δηλ. ξύλινο ἢ µαρµάρινο κουβούκλιο, τὸ ὁποῖο στέγαζε ὡς οὐρανὸς τὴν ἁγία τράπεζα, στὸ µέσον τοῦ ὁποίου κρεµόταν χρυσὴ κανδήλα. Ἡ ἁγία τράπεζα καθαγιάζεται µὲ ἅγιο µύρο καὶ µὲ τὴν ἀνάγνωση τῶν 11

εἰδικῶν καθαγιαστικῶν τοῦ θυσιαστηρίου εὐχῶν, καὶ ἐγκαινιάζεται µὲ τὴν τοποθέτηση σ αὐτὴ µαρτυρικῶν λειψάνων, σύµφωνα µὲ τὸν ζ κανόνα τῆς ζ οἰκουµενικῆς συνόδου (787). Ὁ καθαγιασµὸς τοῦ θυσιαστηρίου θεωρεῖται ἀπαραίτητος, ἄνευ τοῦ ὁποίου ἡ ἁγία τράπεζα ἐκλαµβάνεται ὡς ἕνα κοινὸ καθίδρυµα. Ὁ καθαγιασµὸς τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ παρέχει τὸ δικαίωµα τοῦ καθαγιάζειν τὰ προσφερόµενα δῶρα (πρβλ. Ματθ. 23,19 «Τὸ θυσιαστήριον τὸ ἁγιάζων τὸ δῶρον»). Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο καταξιώνει, ἀπὸ ἀπόψεως ἱερότητας, ἕνα ναὸ καὶ τὸν καθιστᾶ χῶρο λατρείας τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ θυσιαστήριο. Χωρὶς καθαγιασµένη τράπεζα ἕνας ναὸς παραµένει ἁπλὰ χῶρος συγκέντρωσης καὶ ὄχι χῶρος λατρείας. Ἡ ἁγία τράπεζα εἶναι ἐνδεδυµένη µὲ ὑφασµάτινα καλύµµατα. Ἀρχικὰ καλυπτόταν µὲ µία ὀθόνη ἀπὸ λινό, ἡ ὁποία ὀνοµαζόταν σινδών, καὶ θύµιζε τὴν σινδόνα διὰ τῆς ὁποίας ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδηµος τύλιξαν τὸ σῶµα τοῦ Κυρίου. Ἡ σινδόνα ὑπάρχει µέχρι σήµερα ὡς τὸ πρῶτο ἐσωτερικὸ κάλυµµα τῆς ἁγίας τράπεζας, τὸ καλούµενο κατασάρκιον. Ἐπ αὐτοῦ ἁπλώνεται κατὰ τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ ἄλλο, πολυτελέστερο κάλλυµα, ἡ ἐνδυτή. Ἐπὶ τῆς ἁγίας τραπέζης εὑρίσκονται ἀπαραιτήτως τὸ εἰλητὸ ἢ τὸ ἀντι- µίνσιο, ἐὰν ὁ ναὸς εἶναι ἀκαθιέρωτος, διπλωµένα, καὶ ἐπ αὐτῶν τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο, τὸ ἀρτοφόριο γιὰ τὴν φύλαξη τοῦ ἀµνοῦ τῆς Μεγάλης Πέµπτης καὶ δύο κηροπήγια, γιὰ νὰ ἀνάπτεται ἐπ αὐτῆς καθαρὸ κερὶ κατὰ τὴν τέλεση τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν. Περὶ τῶν τριῶν τούτων (εἰλητοῦ, ἀντιµινσίου, καὶ ἀρτοφορίου) θὰ γίνῃ λόγος κατωτέρω, στὸ περὶ τῶν ἱερῶν σκευῶν κεφάλαιο. β) Τὸ σύνθρονο. Τοῦτο ἦταν σειρὰ καθισµάτων γιὰ τοὺς πρεσβυτέρους, στὸ µέσο τῶν ὁποίων ὑπῆρχε ὁ θρόνος τοῦ ἐπισκόπου. Τὸ σύνθρονο κατελάµβανε τὸν χῶρο τῆς κόγχης τοῦ ἁγίου βήµατος, ὥστε ὁ ἐπίσκοπος καὶ οἱ πρεσβύτεροι νὰ βλέπουν πρὸς τὸν λαό. Μὲ τὴν ἐπικράτηση τοῦ ψηλοῦ εἰκονοστασίου καὶ τὴ µεταφορὰ τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου στὸν σολέα, τὸ σύνθρονο περιέπεσε σὲ ἀχρησία καὶ καταργήθηκε. γ) Ἡ πρόθεση καλεῖται καὶ προσκο- µιδὴ καὶ παρατραπέζιο. Εἶναι µικρὸς θύλακας - κόγχη, διαµορφωµένος ἐντὸς τοῦ τοίχου στὰ ἀριστερὰ τὴς ἁγίας τράπεζας ἢ µικρὴ ξύλινη ἢ µαρµάρινη τράπεζα, ἡ ὁποία χρησι- µεύει γιὰ τὴν τέλεση τῆς προσκοµιδῆς, τῆς παρασκευῆς, δηλ. τῶν τιµίων δώρων γιὰ τὴν θεία εὐχαριστία. πρόθεση Ἁγίου Νικολάου τῆς Στέγης Ἡ πρόθεση δὲν ὑπῆρχε ἐξ ἀρχῆς στοὺς χριστιανικοὺς ναούς, διότι δὲν ὑπῆρχε καὶ ἰδιαίτερη ἀκολουθία τῆς προσκοµιδῆς, ἀλλὰ τὰ δῶρα προσφέρονταν ἀπ εὐθείας ὑπὸ τοῦ λαοῦ στοὺς διακόνους, οἱ ὁποῖοι τὰ ἀπέθεταν στὸ 12

θυσιαστήριο, καὶ ἐπακολουθοῦσε ἡ τέλεση τοῦ µυστηρίου. Ὅταν ὅµως βραδύτερα ἡ ἁπλῆ αὐτὴ προσκοµιδὴ τῶν δώρων διαµορφώθηκε σὲ ἰδιαίτερη τελετή, ἡ ὁποία µάλιστα τελεῖται πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς θείας λειτουργίας, τότε κατέστη ἀναγκαία ἡ ὕπαρξη ἰδιαίτερης τράπεζας γιὰ τὴν τελετὴ αὐτή. Ἔτσι δηµιουργήθηκε ἡ πρόθεση. Συµβολίζει, κατὰ τοὺς νεώτερους ἀλληγοριστὲς τὸ σπήλαιο καὶ τὴν φάτνη τῆς Βηθλεέµ. Ἀρχαιότερος ὅµως καὶ ὀρθότερος συµβολισµὸς εἶναι αὐτὸς τοῦ πάθους καὶ τῆς θυσίας. Γι αὐτὸ εἰκονίζεται στὴν πρόθεση ἡ παράσταση τῆς ἄκρας ταπεινώσεως ἢ ἡ τοῦ µελισµοῦ τοῦ ἄρτου, παραστάσεις µὲ εὐχαριστιακὸ περιεχόµενο. Κοντὰ στὴν πρόθεση ὑπάρχει ἀπαραιτήτως νιπτήρας γιὰ τὴν νίψη τῶν χειρῶν τῶν λειτουργῶν, καὶ κάτω ἀπ αὐτὸν χωνευτήριο, στὸ ὁποῖο καταλήγει Πρόθεση Παναγίας Γαλακτοτροφούσης (Καπέδες) τὸ ἐκ τῆς νίψεως τῶν χειρῶν νερό. Στὸ χωνευτήριο χύνονται καὶ τὰ ἁγιασµένα νερὰ τοῦ βαπτίσµατος. Τὸ σκευοφυλάκιο καταλαµβάνει τὸ δεξιὸ µέρος τοῦ ἁγίου βήµατος καὶ χρησιµεύει γιὰ τὴν φύλαξη ὅλων τῶν ἱερῶν σκευῶν καὶ ἀντικειµένων. Καλεῖται καὶ διακονικό, διότι τὴν φροντίδα καὶ ἐπιµέλειά του, κατὰ τὴν ἀρχαιότητα, τὴν εἶχαν οἱ διάκονοι. Στοὺς µεγάλους ναούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πλῆθος σκευῶν καὶ κειµηλίων, τὸ σκευοφυλάκιο ἦταν πολλάκις ἰδιαίτερο οἴκηµα ἐκτὸς τοῦ ναοῦ ἢ προσαρτηµένο σ αὐτό. Στοὺς σηµερινοὺς ναούς, δὲν ὑπάρχει σκευοφυλάκιο ὡς ἰδιαίτερο διαµέρισµα. Γιὰ τὴν φύλαξη τῶν ἱερῶν σκευῶν, ἀµφίων κ.λπ., χρησιµοποιοῦνται ἕνα ἢ περισσότερα ἑρµάρια, τὰ ὁποῖα συνήθως τοποθετοῦνται στὸ δεξιὸ µέρος τοῦ ἁγίου βήµατος. 13

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ Β ΤΑ ΙΕΡΑ ΣΚΕΥΗ Ἱερὰ σκεύη καλοῦνται κυρίως τὰ σκεύη, τὰ ὁποῖα χρησιµοποιοῦνται γιὰ τὴν τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας, ἤτοι τὸ ἅγιο ποτήριο καὶ τὸ δισκάριο, ἡ λόγχη, ὁ ἀστερίσκος, τὸ ζέον, ἡ λαβίδα, ὁ σπόγγος καὶ τὸ ἀρτοφόριο. Κατ ἐπέκταση ὅµως καλοῦνται ἱερὰ σκεύη καὶ ὅλα τὰ λοιπὰ σκεύη τὰ ὁποῖα χρησιµοποιοῦνται γιὰ τὴν τέλεση τῶν λοιπῶν µυστηρίων καὶ ἱερῶν ἀκολουθιῶν. 1. Τὰ ἱερὰ σκεύη τῆς θείας εὐχαριστίας. α) Τὰ ἀρχαιότερα σκεύη τῆς θείας εὐχαριστίας καὶ τὰ πλέον ἀναγκαῖα εἶναι τὸ δισκάριο, στὸ ὁποῖο ἀποτίθεται ὁ ἄρτος τῆς θείας εὐχαριστίας, καὶ τὸ ποτήριο, στὸ ὁποῖο ἐγχύνεται οἶνος µεθ ὕδατος. Τοῦτα σήµερα κατασκεάζονται συνήθως ἀπὸ ἄργυρο (ἀσήµι) ἢ χρυσὸ καὶ στηρίζονται ἐπὶ εὐρείας βάσεως. Κατὰ τὴν ἀρχαία ὅµως ἐποχὴ δὲν ἦταν σπάνια καὶ τὰ ἐξ ὑάλου (γυαλί), ξύλου, εὐτελῶν µετάλλων ἢ ἀκόµη καὶ πηλοῦ ἱερὰ σκεύη. Τὰ ἱερὰ σκεύη κοσµοῦνται µὲ παραστάσεις κατάλληλες ἀναλόγων πρὸς τὸ συµβολικὸ νόηµά τους καὶ µὲ ἐπιγραφὲς σχετικὲς πρὸς τὴν χρήση τους, ὅπως λ.χ. «Λάβετε φάγετε...», «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες...». Συµβολίζουν δὲ τὸ µὲν ποτήριο τὸ ποτήριο ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖο χρησιµοποίησεν ὁ Κύριος κατὰ τὴν παράδοση τοῦ µυστηρίου τῆς θείας εὐχαριστίας, ὁ δὲ δίσκος κατ ἄλλους µὲν τὸν οὐρανό, κατ ἄλλους δὲ τὴν φάτνη τῆς Βηθλεέµ, γι αὐτὸ καὶ συχνάκις φέρει τὴν παράσταση τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου. β) Η λόγχη, µαχαιρίδιο σχήµατος λόγχης, διὰ τοῦ ὁποίου τέµνεται καὶ ἐξάγεται ἀπὸ τὸ πρόσφορο ὁ ἅγιος ἄρτος. Πρῶτος τὴν ἀναφέρει ὁ πατριάρχης Γερµανὸς (+740). Ὑπενθυµίζει τὴν λόγχη, µὲ τὴν ὁποία ὁ στρατιώτης κέντησε τὴν πλευρὰ τοῦ Σωτῆρος. Ἐπιπλέον ἡ λόγχη χρησιµοποιεῖται γιὰ τὴν ἐξαγωγὴ τῆς µερίδος τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ταγµάτων ἀπὸ τὸ πρόσφορο, τὴν µνηµόνευση τῶν ζώντων καὶ τῶν κεκοιµηµένων στὴν πρόθεση καὶ τὸν τεµαχισµὸ τοῦ ἀµνοῦ στὸ δισκάριο πρὸ τῆς κοινωνίας τῶν πιστῶν. 14

γ) Τὸ ζέον (ἢ λεβητάριο), µικρὸ µεταλλικὸ σκεῦος ἀπὸ τοῦ ὁποίου ἐγχύνεται στὸ ἅγιο ποτήριο πρὸ τῆς θείας κοινωνίας ζεστὸ νερὸ (ζέον ὕδωρ). Ὁ σκοπὸς τῆς ἐγχύσεως ζέοντος ὕδατος εἶναι, κατὰ τοὺς ἑρµηνευτὲς τῆς θείας λειτουργίας, ἡ πιστοποίηση καὶ πληροφορία ὅτι τὸ ἐκ τῆς πλευρᾶς τοῦ Κυρίου ρεῦσαν αἷµα δὲν ἦταν νεκρό, ἀλλὰ ζωντανό, καὶ ὅτι αὐτοῦ τοῦ ζωντανοῦ αἵµατος τοῦ Κυρίου κοινωνοῦµε οἱ πιστοί. Κατ ἄλλη, ἁπλούστερη ἑρµηνεία, τὸ ζέον συµβολίζει τὴν θερµότητα τῆς πίστεως, τὴν ὁποία πρέπει νὰ ἔχουν οἱ προσερχόµενοι στὴν θεία κοινωνία. Ἡ πιὸ εὔστοχη ὅµως συµβολικὴ ἑρµηνεία τοῦ ζέοντος εἶναι αὐτὴ ποὺ τὸ παραλληλίζει πρὸς τὴν ἔγχυση τοῦ ἁγίου Πνεύµατος στὴν Ἐκκλησία. Φαίνεται πὼς ἡ χρήση τοῦ ζέοντος ὕδατος στὴν λατρεία ὀφείλεται στὴν συνήθεια τῶν ἀνθρώπων νὰ ἀναµιγνύουν τὸν οἶνο, πρὸ τῆς πόσεώς του, µὲ ζεστὸ νερό. Ἡ ἀρχαιότερη µαρτυρία γιὰ τὴν χρήση ζέοντος ὕδατος ἀνάγεται στὸν ια αἰῶνα. Σήµερα ἡ χρήση του εἶναι ἀπαραίτητη ἐκτὸς ἐκτάκτου ἀνάγκης. Κατὰ τὸν 13ο κανόνα τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρου τοῦ Β «οὐ χρὴ ἄνευ θερµοῦ λειτουργῆσαι πρεσβύτερον, εἰ µὴ κατὰ πολλὴν περίστασιν καὶ εἰ οὐδαµῶς εὑρίσκεται θερµόν». δ) Ἡ λαβίδα, µικρὸ κοχλιάριο (κουταλάκι) διὰ τοῦ ὁποίου µεταδίδεται ἡ θεία κοινωνία στοὺς λαϊκούς. Ἡ λαβίδα δὲν ὑπῆρχε ἀνέκαθεν, διότι κατὰ τὴν ἀρχαία ἐποχὴ οἱ χριστιανοὶ µεταλάµβαναν χωριστὰ τὸ σῶµα καὶ τὸ αἷµα τοῦ Κυρίου. Τὸ µὲν σῶµα τὸ ἔπαιρναν ἐπὶ τῆς δεξιᾶς παλάµης τοποθετούµενης ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς, τὸ δὲ αἷµα τὸ ἔπιναν ἀπ εὐθείας ἀπὸ τὸ ἅγιο ποτήριο. Κοινωνοῦσαν δηλ. ὅπως κοινωνοῦν µέχρι σήµερα οἱ κληρικοί. Ἡ λαβίδα πιθανώτατα εἰσήχθη στὴν λατρεία γιὰ πρακτικοὺς λόγους, πρὸς ἀποφυγὴ δηλ. βεβηλώσεως τῆς θείας κοινωνίας κατὰ τὴν µετάδοσή της στὰ νήπια καὶ τοὺς ἀσθενεῖς. Σὺν τῷ χρόνῳ δὲ ἐπεκράτησε χάριν εὐκολίας. Ὁ χρόνος τῆς εἰσαγωγῆς της δὲν εἶναι γνωστός πάντως µέχρι τοῦ ια αἰῶνος ἦταν ἀκόµη ἐν χρήσει ὁ ἀρχαῖος τρόπος µετάδοσης τῆς θείας κοινωνίας, καὶ µόνο κατ ἐξαίρεση χρησιµοποιόταν ἡ λαβίδα. Ἀπὸ συµβολικῆς ἀπόψεως ἡ λαβίδα ὑπενθυµίζει τὴν λαβίδα ἐκείνη, µὲ τὴν ὁποία, κατὰ τὸ ὄραµα τοῦ προφήτου Ἡσαΐου, ἕνα ἀπὸ τὰ σεραφὶµ ἔλαβε ἄνθρακα ἀπὸ τὸ θυσιαστήριο καὶ τὸν µετέδωκε στὸν προφήτη, γιὰ νὰ τὸν «καθαρίσῃ ἀπὸ τὰς ἁµαρτίας του» (Ἡσ. στ 6-7), ὅπως ὁ ἄνθρακας τοῦ σώµατος καὶ τοῦ αἵµατος τοῦ Κυρίου καθαρίζει «ἡµᾶς ἀπὸ πάσης ἁµαρτίας». (Α Ιωάν. α 7). ε) Ὁ σπόγγος. Χρησιµεύει γιὰ τὸν καθαρισµὸ τοῦ ἁγίου ποτηρίου καὶ ὑπενθυµίζει τὸν σπόγγο, µὲ τὸν ὁποῖο πότισαν τὸν Κύριο ὄξος, ὅταν ἐπὶ τοῦ σταυροῦ ἀνέκραξε «διψῶ» (Ματθ. κζ 48). Προτιµότερον εἶναι γιὰ τὸν καθαρισµὸ τοῦ ποτηρίου νὰ χρησιµοποιοῦµε εἰδικὸ ὑφασµάτινο µάκτρο. 15

στ) Ἡ µοῦσα. Τεµάχιο πεπλατυσµένου σπόγγου, ἡ ὁποία φυλάσσεται ἐντὸς τοῦ εἰλητοῦ ἢ τοῦ ἀντιµινσίου καὶ χρησιµεύει γιὰ τὸν καθαρισµὸ τοῦ δισκαρίου καὶ τὴν περισυλλογὴ τῶν µαργαριτῶν ἀπὸ τὸ εἰλητὸ ἢ τὸ ἀντιµίνσιο. ζ) Τὸ ἀρτοφόριο. Εἶναι ἀρχαιότατο σκεῦος, ἐντὸς τοῦ ὁποίου φυλάσσεται ὁ ἅγιος ἄρτος γιὰ τὶς ἔκτακτες ἀνάγκες τῶν χριστιανῶν, ἤτοι γιὰ τὴν κοινωνία τῶν ἀσθενῶν καὶ τῶν νεοφωτίστων. Τὸ ἀρτοφόριο κατασκευάζεται ἀπὸ εὐγενὲς µέταλλο ἢ ξύλο, ἔχει δὲ σχῆµα ναΐσκου ἢ ἁγίας τραπέζης µὲ κιβώριο. Σὲ παλαιότερους χρόνους εἶχε καὶ τὸ σχῆµα περιστερᾶς, ἡ ὁποία κρεµόταν ἀπὸ τὸ κιβώριο τῆς ἁγίας τραπέζης γιὰ τοῦτο ὀνοµαζόταν καὶ περιστέριο ἢ περιστερά. Ὡς δεύτερος τύπος ἀρτοφορίου µπορεῖ νὰ νοηθῇ τὸ εἰδικὸ µικρὸ κιβώτιο ἐντὸς τοῦ ὁποίου φυλλάσσονται οἱ ἁγιασµένοι ἀµνοὶ γιὰ τὶς προηγιασµένες «λειτουργίες» τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. η) Στὰ ἱερὰ σκέυη τῆς θείας εὐχαριστίας πρέπει νὰ κατατάξωµε καὶ τὰ καλύµ- µατα, µὲ τὰ ὁποῖα καλύπτονται τὸ δισκάριο καὶ τὸ ποτήριο κατὰ τὴν τέλεση τῆς προσκο- µιδῆς. Τὰ καλύµµατα εἶναι τρία, ἤτοι ἕνα γιὰ τὸ ποτήριο, ἕνα γιὰ τὸ δισκάριο καὶ ἕνα τρίτο ὑφασµάτινο σχήµατος ὀρθογωνίου, µὲ τὸ ὁποῖο καλύπτονται ἀµφότερα τὰ σκεύη. Τὸ τελευταῖο κάλυµµα ὀνοµάζεται ἀέρας, διότι µὲ αὐτὸ ὁ ἱερέας ριπίζει τὰ ἅγια, ὅταν αὐτὰ εὑρίσκονται ἀκάλυπτα πλέον ἐπὶ τῆς ἁγίας τραπέζης. Τὰ δύο πρῶτα ἄλλοτε µὲν κατασκευάζονται ἀπὸ εὐγενὲς µέταλλο καὶ εἶναι διακοσµηµένα µὲ διάφορες παραστάσεις, ἄλλοτε δὲ κατασκευάζονται ἀπὸ ὕφασµα καὶ ἔχουν σταυροειδὲς σχῆµα. θ) Τὸ ἀντιµίνσιο. Ὁ ὅρος ἀντιµίνσιο ἀπαντᾶται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἐκκλησιαστικὴ γραµµατεία σὲ ἐγκώµιο τοῦ Θεοδοσίου Συρακουσῶν (η αἰ.) στὸν ἅγιο Μαρκιανό. Συγκεκριµένα ὁ Θεοδόσιος ἀναφέρει ὅτι «ἔπηξεν (ὁ ἅγιος Μαρκιανὸς) τὴν µυστικὴν τράπεζαν, ἥτις καλεῖται ἀντιµίνσιον κατ ὄψιν τοῦ σπηλαίου τῆς ἀναβάθρας καὶ ἐποίει λειτουργίαν» (Αcta Sanctorum, Iuni, τ. 2, σ. 793). Ὅπως συµπεραίνεται ἐκ τοῦ χωρίου τούτου, τὸ ἀντιµίνσιο, τὸ ὁποῖο ἀποκαλεῖται µυστικὴ τράπεζα, ταυτίζεται οὐσιαστικὰ πρὸς τὶς µικρὲς κινητὲς ἁγίες τράπεζες, οἱ ὁποῖες ἦταν γνωστὲς στὴν ἐποχὴ τοῦ Θεοδοσίου, καὶ οἱ ὁποῖες εἶχαν τὴν ἰδιότητα νὰ µετακινοῦνται καὶ νὰ τοποθετοῦνται ὅπου παρίστατο ἀνάγκη, πρὸς τέλεση τῆς θείας λειτουργίας ἐκτὸς ναοῦ 1. 1 Σὲ ἀπόκριση, τὴν ὁποία δίδει ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης (θ αἰ.) πρὸς τὸν µαθητή του Ναυκράτιο, γιὰ τὸ ἐὰν µπορεῖ ὀρθόδοξος ἱερέας νὰ λειτουργήσῃ σὲ ναό, τὸν ὁποῖο χρησιµοποίησαν προηγουµένως, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐµίαναν, οἱ αἱρετικοὶ εἰκονοµάχοι, ἀναφέρει πὼς εἶναι προτιµότερο, ὁ ὀρθόδοξος ἱερεύς, νὰ ἐπιλέξει ἕνα καθαρὸ τόπο, ἀκόµη, καὶ ἐντὸς οἰκί- 16

Ὁ ὅρος ἀντιµίνσιον παράγεται, σύµφωνα µὲ τοὺς βυζαντινοὺς κανονολόγους Νικηφόρο Κων/λεως, Θεόδωρο Βαλσαµῶνα, Ματθαῖο Βλάσταρη, Ἰω- άννη Κίτρους, ηµήτριο Χωµατιανὸ καὶ Ἰωάννη Κασταµονίτη «ἀπὸ τοῦ µίνσου», καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ mensa (τράπεζα), ὅπως γράφεται σὲ ἀρκετὰ ἐγχειρίδια. Ὁ ὅρος µίνσος εἶναι ἐξελληνισµένος τύπος τῶν λατινικῶν λέξεων missa καὶ missus. Ἀναλόγως τοῦ ἀπὸ ποιὰ ἐκ τῶν δύο λατινικῶν λέξεων (missa ἢ missus) θὰ παραχθῇ ὁ ἑλληνικὸς πλέον ὅρος µίνσος, θὰ λάβῃ καὶ τὴν ἀντίστοιχη ἐννοιολογικὴ σηµασία. Ετσι, ὁ ὅρος µίνσος, ἐκ τοῦ missa, εἶναι δυνατὸν νὰ σηµαίνει α) µία σύνθετη ἐκκλησιαστικὴ ἀκολουθία, ἡ ὁποία προκύπτει ἐκ τῆς συνενώσεως ἄλλων, µικροτέρων ἀκολουθιῶν (π.χ. ἡ τοῦ καθαγιασµοῦ καὶ ἐγκαινίων ναοῦ ἢ ἡ τῶν προηγιασµένων δώρων), καὶ β) τὴν τέλεια ἢ τὴν προηγιασµένη θεία λειτουργία. ξύλινον ἀντιµίνσιον Σωτήρας ιαφορετικὲς ἔννοιες λαµβάνει ὁ ὅρος µίνσος ἐκ τοῦ missus, ὅπως α) τὸ κάνιστρο, δηλ. τὸ πανέρι, τὸ ὁποῖο χρησιµοποιεῖται, προκειµένου νὰ προσκοµίζεται κάτι πρὸς κάποιο πρόσωπο. β) τὸ ἐκ τοῦ κανίστρου παραγόµενο κανίσκι, δηλ. τὸ δῶρο, τὸ ὁποῖο προσφέρουµε σ ἕνα ἄνθρωπο, ἢ ἀκόµη καὶ τὸ ἀντίδωρο, τὸ ὁποῖο θὰ λάβωµε ἐξ αἰτίας τοῦ προσφεροµένου δώρου, καὶ γ) τὸ πιάτο, διὰ τοῦ ὁποίου προσφέροµεν ἐδέσµατα καὶ ἄρτον. ας, καὶ ἐκεῖ νὰ λειτουργήσει, χρησιµοποιῶντας «τὸ ἐν σινδόνι ἢ ἐν σανίσι καθηγιασµένον θυσιαστήριον» (ΡG 99, 1056Β). ὲν χωρεῖ ἀµφιβολία πὼς «τὸ ἐν σινδόνι ἢ ἐν σανίσι καθηγιασµένον θυσιαστήριον» εἶναι τὸ ἀντιµίνσιο, τὸ ὁποῖο µεταφερόµενον ἐτοποθετεῖτο ὅπου ὑπῆρχεν ἀνάγκη γιὰ τὶς ἐκτὸς ναῶν λειτουργίες. Ἐπίσης, σὲ κανονικὴ διάταξη τοῦ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Νείλου (1378-1388), ἀναφέρεται ὅτι «εὕροµεν ἐκδεδοµένον παρὰ τῶν ἁγίων πατέρων τῶν θείων καὶ ἱερῶν συνόδων, ὅτι ἐδόθη αὐτοῖς (στοὺς ἀποδηµοῦντες γιὰ λόγους ἀσκήσεως, ἐκστρατειῶν καὶ διωγµῶν κληρικοὺς) ἢ διὰ σανίδος ἢ διὰ πανίου ἱερὰ τράπεζα καθιερωµένη, καὶ τιθέασιν αὐτὴν οἱ λαβόντες ἐν ἰδίῳ τινὶ τόπῳ ἐκκεκοµµένῳ καὶ περιωρισµένῳ ἢ διὰ τοίχου ἐντὸς οἰκίας, ἢ διὰ πανίου καὶ ἱερουργοῦσιν ἐν αὐτῷ» (Ράλλη-Ποτλῆ, τ. 5, σ. 142). Καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ παρατηροῦµε πὼς τὸ ἀντιµίνσιο, ξύλινο ἢ ὑφασµάτινο, γιὰ τὸ ὁποῖο γίνεται σαφέστατα λόγος, ταυτίζεται πλήρως πρὸς τὴν ἱερὰ καθιερωµένη κινητὴ τράπεζα, ἡ ὁποία καὶ πάλιν ἐτίθετο πρὸς ἐξυπηρέτηση τῶν ἐκτάκτων, εἴτε ἐκτὸς καθιερωµένων ναῶν, εἴτε καὶ στὸ ὕπαιθρο, λειτουργιῶν. Σηµαντικὴ γιὰ τὸ θέµα µας εἶναι καὶ ἡ περὶ τῶν ἀντιµινσίων ἑρµηνεία τοῦ ἁγίου Συµεὼν Θεσσαλονίκης (+1429), ὁ ὁποῖος γράφει «ὅτι καὶ ἕκαστον αὐτῶν ἱερὰ τράπεζα ἐστι, καὶ δόξης Θεοῦ πεπληρωµένα εἰσὶ» (ΡG 155, 333C), καὶ ἀλλοῦ ὅτι «οὐ καθιδρυµένα εἰσί, καὶ οὐ µετὰ ναοῦ» (ΡG 155, 332D). Στὰ πιὸ πάνω µνηµονευθέντα κείµενα, ἀλλὰ καὶ σὲ πλεῖστα ὅσα ἄλλα, ἐπικρατεῖ γιὰ τὰ ἀντιµίνσια ἡ ἄποψη, ὅτι αὐτὰ εἶναι θυσιαστήρια, πλήρως καθαγιασθέντα, πλὴν φορητά. Ἡ µόνη δηλ. διαφορά, ἡ ὁποία ἐντοπίζεται µεταξὺ ἑνὸς ἀντιµινσίου καὶ µιᾶς καθαγιασµένης ἁγίας τράπεζας εἶναι τὸ ὅτι, τὸ ἕνα εἶναι κινητὸ θυσιαστήριο, ἐνῶ τὸ ἄλλο σταθερὸ καὶ καθιδρυµένο. 17

Θὰ σταθοῦµε λίγο σὲ κείµενα τῶν πιὸ πάνω βυζαντινῶν κανονολόγων, γιὰ νὰ δοῦµε τὴν ἐτυµολογία τοῦ ἀντιµινσίου. Κατὰ τὸν Νικηφόρο Κων/λεως (758-829), τὸν ὁποῖο ἀκολουθεῖ καὶ ὁ Βαλσα- µῶνας, τὰ ἀντιµίνσια «καλοῦνται οὕτως ὡς ἀντιπρόσωπα καὶ ἀντίτυπα τῶν πολλῶν µίνσων, τῶν καταρτιζόντων τὴν ἁγίαν καὶ δεσποτικὴν τράπεζαν» (ΡG 100, 861C). Συνεχίζοντας ὁ Βαλσαµῶνας τὴν σκέψη τοῦ Νικηφόρου ἀναφέρει ὅτι «τὰ γινόµενα παρὰ τῶν ἀρχιερέων ἀντιµίνσια, ὑφασµάτινον ἔντυπον ἀντιµίνσιον καθ ὃν χρόνον καθιέρωσις ναοῦ γίνεται, διδόµενα εἰς εὐκτηρίους οἴκους, ἀρκοῦσιν ἀντὶ καθιερώσεως, ἤτοι ἐνθρονισµοῦ καὶ ἐγκαινίων καὶ ἀνοιξίων» (ΡG 137, 912Β). Μὲ τὰ δύο αὐτὰ κείµενα πραγµατοποιεῖται µία λειτουργικὴ ἐξίσωση τοῦ ἀντιµινσίου πρὸς τὴν ἁγία τράπεζα, ἡ ὁποία ὀφείλεται στὸν τρόπο καθαγιασµοῦ τῶν δύο. Ἡ ἑρµηνεία αὐτὴ γίνεται κατορθωτὴ ἐξ αἰτίας τῆς πρωταρχικῆς σηµασίας τῶν λέξεων «ἀντιπρόσωπα» καὶ «ἀντίτυπα», οἱ ὁποῖες δηλώνουν ἰσότητα, ἰσοτιµία καὶ ἰσοκυρία µεταξὺ δύο πραγµάτων 2. Ετσι, ἐπειδὴ τόσον ἡ ἁγία τράπεζα, ὅσον καὶ τὸ ἀντιµίνσιο καθιερώνονται (καθαγιάζονται) διὰ τῆς τελέσεως τῶν ἴδιων ἀκολουθιῶν (µίνσων) (προπαρασκευάζονται - καθιδρύονται - ἐνθρονισµὸς θυσιαστηρίου, ἁγιάζονται δι ἁγίου µύρου καὶ ἐγκαινιάζονται διὰ τῶν µαρτυρικῶν λειψάνων), ἄρα λειτουργικὰ τὰ δύο τοῦτα θυσιαστήρια εἶναι ἴσα, ἰσότιµα καὶ ἰσόκυρα. Χαρακτηριστικὸ τῆς ἰσοτιµίας τῶν ἀντιµινσίων πρὸς τὴν ἁγία τράπεζα εἶναι καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι δι αὐτῶν (ἀντιµινσίων) καθιεροῦνται οἱ εὐκτήριοι οἶκοι (ναοί), ὅπως ἀναφέρει ὁ Βαλσαµῶνας (πρβλ. «διδόµενα εἰς εὐκτηρίους οἴκους, ἀρκοῦσιν ἀντὶ καθιερώσεως, ἤτοι ἐνθρονισµοῦ καὶ ἐγκαινίων καὶ ἀνοιξίων»). Τὴν θέση τοῦ Βαλσαµῶνα ἐπαληθεύει ἕνα ἀπὸ τὰ καθήκοντα τοῦ ἄρχοντος τῶν ἀντιµινσίων στὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ ὁποῖος ἔδιδε «τὰ ἀντιµίνσια καὶ καθιεροῦνται οἱ ναοὶ» (ΡG 157, 128Β), ὡς ἐπίσης καὶ ἡ ὕπαρξη ἀντιµινσίων, τὰ ὁποῖα ἐνεργοῦν ὡς «θυσιαστήριον καὶ καθιέρωσις τοῦ ναοῦ τῆς Μεταµορφώσεως τοῦ Σωτῆρος...» (βλ. ἀντιµίνσιο µονῆς Ξηροποτάµου Ἁγίου Ὄρους, 1529). Σύµφωνα µὲ κείµενο τοῦ Ἰωάννη Κασταµονίτη ἡ προσηγορία τῶν ἀντι- µινσίων «παράγεται ἀπὸ τοῦ µίνσου, τοῦ καθ ἕλληνας µὲν τὸ κανοῦν δηλοῦντος, κατὰ δὲ τὴν ἰταλὴν γλῶσσαν τὸ πεπραγµένον τοῖς ὀψοποιοῖς ἐδεστὸν» (ΡG 119, 976Β). Ὅπως ἀναφέραµε πιὸ πάνω, ὁ ὅρος µίνσος ἐκ τοῦ missus σηµαίνει οὐσιαστικὰ τὸ µέσο διὰ τοῦ ὁποίου προσφέρεται ἕνα δῶρο καὶ λαµβάνεται ἕνα ἀντίδωρο. Στὴν ἀρχαιότητα, αὐτὸ τὸ µέσο (κανοῦν - κάνιστρον - πανέρι) χρησιµοποιόταν στὶς ἱερὲς τελετές, γιὰ νὰ τοποθετοῦνται ἐπ αὐτοῦ τὰ διὰ τὶς τελετὲς προσδιοριζόµενα ἱερὰ σκεύη. Κατ ἀνάλογο τρόπο λειτουργεῖ στὸν χῶρο τῆς λατρείας τῆς Ἐκκλησίας τὸ ἀντιµίνσιο. Εἶναι τὸ «ἱερὸν λειτουργικὸν 2 Ἡ πρόθεση ἀντὶ στὴν πρωταρχική της ἔννοια ἑρµηνεύεται ὡς δηλοῦσα αὐτὲς τὶς ἔννοιες. 18

σκεῦος», διὰ τοῦ ὁποίου, ὅπως καὶ διὰ τῆς ἁγίας τραπέζης, προσφέρονται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα τὰ ὑπ αὐτοῦ διδόµενα σ αὐτοὺς δῶρα, ὁ ἄρτος καὶ ὁ οἶνος δηλ., τὰ ὁποῖα ἀντιπροσφέρει πρὸς ἐµᾶς ὁ Θεὸς Πατήρ, ἀφοῦ καθαγιασθοῦν, ὡς σῶµα καὶ αἷµα Χριστοῦ, γιὰ τὸν δικό µας ἐξαγιασµό. Πραγµατοποιεῖται δηλ. διὰ τοῦ ἀντιµινσίου µία διαρκὴς προσφορὰ δώρων καὶ µία ἀντιπροσφορά, ἐπίσης δώρων. Προσφέροµεν ὡς δῶρα πρὸς τὸν Θεὸ ἄρτον καὶ οἶνον καὶ λαµβάνοµεν ἐξ αὐτοῦ ὡς ἀντίδωρο τὸ σῶµα καὶ τὸ αἷµα τοῦ Κυρίου. Ἐπίσης, λαµβάνοντας ὁ ὅρος µίνσος, ἐκ τοῦ missa, καὶ τὴν σηµασία τῆς λειτουργίας, καταλήγοµεν στὸ συµπέρασµα ὅτι διὰ τοῦ ἀντιµινσίου προσφέροµε τὴν θεία λειτουργία. Τὸ ἀντιµίνσιο, ὡς µία πλήρης καθαγιασµένη τράπεζα - θυσιαστήριο χρησιµοποιήθηκε ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας πρὸς κάλυψη κυρίως σὲ ἔκτακτες περιπτώσεις, τῶν λατρευτικῶν καὶ ἁγιαστικῶν ἀναγκῶν τῶν πιστῶν. Ἡ χρήση του ἐπιτρέπεται προκειµένου νὰ τελεσθῇ λειτουγία ἢ βάπτιση ἐκτὸς ναοῦ (ὕπαιθρο, στρατόπεδα, πλοῖα) ἢ σὲ ναό, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει ἀκόµη καθιερωθεῖ. Μὲ βάση τὰ πιὸ πάνω, καὶ ὅπως ὁρίζουν τὰ κανονικολειτουργικὰ κείµενα, ἡ χρήση ἀντιµινσίου ἐπὶ καθιερωµένης τράπεζας κανονικὰ δὲν ἐπιτρέπεται, ἔστω καὶ ἂν ἡ πράξη αὐτὴ ἐπεκράτησε ἐπὶ τῶν ἡµερῶν µας. Ἡ τοποθέτηση ἀντιµινσίου ἐπὶ καθαγιασµένης τράπεζας καθιστᾶ αὐτὴν ἀργή, ὅπως σηµειώνει σὲ συνοδικὴ ἀπόκριση ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ματθαῖος ὁ ἀπὸ Κυζίκου (1400). «Ὅπου δὲ τυγχάνει πεπηγµένον θυσιαστήριον, ἀπειροκαλία ἔσται καὶ ἐπίδειξις, ἀργήσαντα τὸ ἀκίνητον, ἐπιθεῖναι αὐτῷ ἀντιµίνσιον καὶ λειτουργῆσαι» (Μ. Γεδεών, Κανονικαὶ ιατάξεις πατριαρχῶν Κων/πόλεως, σσ. 61-62). Πλὴν τῆς προσφορᾶς τῆς θείας λειτουργίας καὶ τῆς τῇ παρουσίᾳ τους τελέσεως βαπτίσεων, τὰ ἀντιµίνσια χρησιµοποιήθηκαν κατὰ τὶς στέψεις τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων καὶ ἀξιωµατούχων, ὅπως ἐπίσης καὶ γιὰ τὸν ἐγκαινιασµὸ συγκεκριµένων ναῶν. Ἀντὶ δηλ. νὰ παραστῇ ὁ ἐπίσκοπος καὶ νὰ ἐγκαινιάσῃ ἕνα ναό, καθαγίαζε ἕνα ἀντιµίνσιο γιὰ τὸν συγκεκριµένο ναό, καὶ τὸ ἀπέστελλε πρὸς αὐτόν. Ετσι, ὁ ναὸς τοῦτος θεωρεῖτο καθαγιασµένος (πρβλ. ἀντιµίνσιο τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Γεωργίου Λευκωσίας, ὅπου ἀναγράφεται «Θυσιαστήριον τοῦ ναοῦ τοῦ ἁγίου Γεωργίου...», καὶ ἄλλα παρόµοια). Κατὰ µίµηση τῶν πράξεων τελέσεως λειτουργίας καὶ βαπτίσµατος σὲ µὴ καθιερωµένο ναὸ τῇ ἐπιθέσει ἀντιµινσίου, θὰ µπορούσαµε νὰ ποῦµε πὼς εἶναι ἀπαραίτητη ἡ παρουσία ἀντιµινσίου σὲ µὴ καθιερωµένο ναό, προκει- µένου νὰ τελεσθῇ γάµος, καὶ πὼς τῇ παρουσίᾳ ἀντιµινσίου σὲ ἀκαθιέρωτο ναὸ εἶναι δυνατὸ νὰ τελεσθῇ χειροτονία κληρικοῦ, ἀφοῦ τὸ ἀντιµίνσιο, µηδὲν διαφέρον τῆς ἁγίας τραπέζης, καθαγιάζει, κατὰ τὸν ἅγιο Συµεὼν Θεσ/νίκης, καὶ τὸ ἀκαθιέρωτο θυσιαστήριο, καὶ τὰ προσφερόµενα δῶρα, ἀλλὰ καὶ τὸν πέριξ αὐτοῦ χῶρο. Τέλος, νὰ ἀναφέρουµε πὼς τὰ ἀντιµίνσια καθαγιάζονται, εἴτε ἐντὸς τῆς ἀκολουθίας «ἐπὶ καθιερώσει ναοῦ», εἴτε ἐντὸς εἰδικῆς πρὸς τοῦτο ἀκολουθίας. Τοῦτα καθαγιάζονται ὑπὸ τῶν ἐπισκόπων, τῇ ἀδείᾳ ὅµως αὐτῶν εἶναι δυνατὸ 19

νὰ καθαγιασθοῦν καὶ ἀπὸ ἔµπειρο πρὸς τὰ τελετουργικὰ πράγµατα ἱερέα, ὅπως ἀναφέρει καὶ πάλιν ὁ ἅγιος Συµεὼν Θεσσαλονίκης (ΡG 155, 333ΒC). ι) Τὸ εἰλητό. Οἱ περὶ τοῦ εἰλητοῦ διατάξεις εἶναι ἀρχαιότατες. Ἡ πρώτη µαρτυρία ἀπαντᾶται τὸ β ἥµισυ τοῦ γ αἰῶνος καὶ εὑρίσκεται στὸ βιβλίο τῶν ἀποκρύφων Πράξεων τοῦ ἀποστόλου Θωµᾶ. Ἀπ αὐτὸ πληροφορούµεθα ὅτι σὲ µία ἀπὸ τὶς περιοδεῖες τοῦ ἀποστόλου «ἐκέλευσεν ὁ ἀπόστολος τῷ διακόνῳ αὐτοῦ παραθεῖναι τράπεζαν παρέθηκαν δὲ συµψέλλιον ὃ εὗρον ἐκεῖ, καὶ ἁπλώσας σινδόνα ἐπ αὐτὸ ἐπέθηκεν ἄρτον τῆς εὐλογίας». Ἡ σινδόνα γιὰ τὴν ὁποία γίνεται λόγος χρησιµοποιεῖται ἐν προκειµένῳ ὑπὸ τοῦ ἀποστόλου ὡς µέσο προστασίας τοῦ ἐπὶ τοῦ συµψελλίου (µικρὸ σκαµνὶ) παρατιθησοµένου ἄρτου τῆς εὐλογίας (ὁ ἄρτος τῆς θείας εὐχαριστίας). Ἡ ἑπόµενη περὶ τοῦ εἰλητοῦ µαρτυρία ἀπαντᾶται στὸν ἅγιο Ἰσίδωρο τὸν Πηλουσιώτη (δ -ε αἰ.). Σὲ ἐπιστολή του ἀναφέρει ὅτι «ἡ καθαρὰ σινδών, ἡ ὑφαπλωµένη τῇ τῶν θείων δώρων διακονίᾳ, ἡ τοῦ Ἀριµαθέως ἐστὶν Ἰωσὴφ λειτουργία. Ὡς γὰρ ἐκεῖνος τὸ τοῦ Κυρίου σῶµα σινδόνι ἐνειλήσας τῷ τάφῳ παρέπεµψεν...οὕτως ἡµεῖς, ἐπὶ σινδόνος τὸν ἄρτον τῆς προθέσεως ἁγιάζοντες, σῶµα Χριστοῦ ἀδιστάκτως εὑρίσκοµεν» 3. Ἀπὸ τὸ κείµενο τοῦτο ἀντλοῦµε µία ἀρκετὰ πρώϊµη λειτουργικὴ πράξη, ἡ ὁποία ἀπὸ πολὺ νωρὶς ἔλαβε καὶ συµβολικὸ χαρακτῆρα. Αὐτὴ ἀφορᾶ στὸ ἅπλωµα σινδόνας ἐπὶ τῆς ἁγίας τραπέζης πρὸς «διακονίαν» (προστασία) τῶν θείων δώρων κατὰ τὴν τέλεση τῆς θείας λειτουργίας. Ἡ πράξη τούτη συµβολικὰ ἀνάγεται στὸν ἐνταφιασµὸ τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν κρυφὸ µαθητὴ Ἰωσήφ, τὸν ἀπὸ Ἀριµαθέας. Πιὸ σαφεῖς πληροφορίες γιὰ τὴν ὕπαρξη καὶ χρήση τοῦ εἰλητοῦ µᾶς παρέχει ὁ πατριάρχης Κων/πόλεως Ἰωάννης ὁ Νηστευτῆς (+595). Σὲ σύντοµο ἑρµηνευτικὸ ὑπόµνηµα γιὰ τὴν θεία λειτουργία ἀναφέρει «Τὸ εἰλητόν, ὃ ἐν τῇ τραπέζῃ ἁπλοῦται τῇ θείᾳ, εἰς τύπον ἄν εἴη τῆς σινδόνος, δι ἧς εἰλίχθη τὸ δεσποτικὸν σῶµα ὑπὸ Ἰωσὴφ καὶ Νικοδήµου». Στὸ κείµενο τοῦτο ἀπαντᾶ γιὰ πρώτη φορὰ ὁ ὅρος εἰλητό, διὰ τοῦ ὁποίου δηλώνεται καὶ πάλιν τὸ ἁπλούµενον ἐπὶ τῆς ἁγίας τραπέζης σινδόνι, προκειµένου νὰ τελεσθῇ ἐπ αὐτῆς ἡ θεία λειτουργία. Ὁ ὅρος ἐτυµολογεῖται ἐκ τοῦ ρήµατος εἴλω-εἴλλω. Στὴν παραγωγή του ὅµως σηµαντικότατο ρόλο διεδραµάτισε, τόσο ὁ συµβολικὸς χαρακτήρας, ὁ ὁποῖος τοῦ ἐδόθη ἀπὸ τοὺς Ἰσίδωρο καὶ Ἰωάννη τὸν Νηστευτῆ, ὅσο καὶ ἡ πρακτική του χρήση κατὰ τὴν θεία λειτουργία. Στοὺς δύο πατέρες τὸ εἰλητὸ παρεµβάλλεται πρὸς τὴν σινδόνα τῶν δύο κρυφῶν µαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, Ἰωσὴφ καὶ Νικοδήµου, οἱ ὁποῖοι τὴν χρησιµοποίησαν, προκειµένου νὰ τυλιχθῇ τὸ νεκρὸ σῶµα τοῦ Κυρίου καὶ νὰ ἐνταφιασθῇ. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ὁ «τύπος» τῆς σινδόνας ἐκείνης, τὸ εἰλητὸ δηλαδή, χρησιµοποιεῖται, προκειµένου νὰ «τυλιχθῇ», νὰ τεθῇ ἐντός του τὸ σῶµα καὶ τὸ αἷµα τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας. Πλὴν τῶν πατερικῶν κειµένων ἀναφορὰ στὸ εἰλητὸ γίνεται καὶ ἀπὸ 3 123 Ἐπιστολή, «ιασάφησις τῆς ἐκκλησιαστικῆς µυσταγωγίας», (ΡG 78, 264-265). 20