ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΤΜΗΜΑ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ Θέμα πτυχιακής «Η συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ (1978) και η συμφωνία του Όσλο (1993)» Επόπτης : Ιωάννης Σακκάς Εξεταστική Επιτροπή: Σαββίδης Αλέξιος, Σεϊμένης Ιωάννης Φοιτήτρια: Μαριλίζα Οικονόμου Α.Μ. 431/2002058 Αθήνα, Ιανουάριος 2009 1
Η ΑΡΑΒΟ - ΙΣΡΑΗΛΙΝΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ 2
Π ε ρ ι ε χ ό μ ε ν α Εισαγωγή Το παλαιστινιακό ζήτημα 6 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Η ίδρυση του Ισραήλ έως το πόλεμο του Γιoμ Κιπούρ (1948 1973) 10 Ο πρώτος αραβο ισραηλινός πόλεμος(1948 1949).11 Ο πόλεμος των έξι ημερών 1967 (το σχέδιο, η σύγκρουση, τα αποτελέσματα)..13 Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ (1973)..17 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ο πόλεμος του Γιομ Κιπούρ έως στις Συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ (1978).. 20 Καμπ Ντέιβιντ 1978. 22 Οι δύο συμφωνίες 23 Το Καμπ Ντέιβιντ κακός οιωνός για ειρήνη 24 Συνέπειες. 26 Η κριτική των Συμφωνιών του Καμπ Ντέιβιντ.. 27 3
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Πώς φτάσαμε μετά την Συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ (1978) στο Όσλο(1993) Τι συνέβη. 28 Η Συμφωνία 29 Τα αποτελέσματα.. 32 Δύο απόψεις( Ισραηλινών Παλαιστινίων) 33 Η κατάρρευση του Όσλο.. 37 Επίλογος 40 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ Καμπ Ντέιβιντ 1978 1. Το Πλαίσιο για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή 44 2. Το Πλαίσιο για την σύναψη της Συνθήκης Ειρήνης μεταξύ Αιγύπτου και Ισραήλ (Αίγυπτος Ισραήλ), (Συνεργαζόμενες Αρχές) 47 4
Όσλο 1993 3. Το Πλαίσιο.48 Βιβλιογραφία.50 5
Το παλαιστινιακό ζήτημα Η αραβο-ισραηλινή αντιπαράθεση είναι η πιο σημαντική σε οξύτητα και διάρκεια, περιφερειακή σύγκρουση της μεταπολεμικής εποχής. ύο λαοί,οι Παλαιστίνιοι και οι Εβραίοι, διεκδικούν το ίδιο κομμάτι γης, τη γη της Παλαιστίνης όπου σήμερα την κατέχουν τα κράτη του Ισραήλ και της Ιορδανίας. Η σύγκρουση ανάμεσα στους δύο λαούς δεν είναι απλώς για ένα κομμάτι γης, αλλά για τη νομιμοποίηση της εθνικής και θρησκευτικής τους υπόστασης μέσω της σύνδεσης του χώρου με τον ιστορικό χρόνο και την πίστη. Για τους Παλαιστίνιους η γη αυτή έχει μεγάλη σημασία. Αποτελεί την πατρογονική τους εστία, αφού θεωρούν τους εαυτούς τους απόγονους των Χαναναίων και των Φιλισταίων. Για τους Εβραίους είναι τα βιβλικά τους εδάφη, η Σιών, η γη της Επαγγελίας, ο τελικός προορισμός πριν την έλευση του Μεσσία. 1 Οι απαρχές του παλαιστινιακού προβλήματος εντοπίζονται στο εβραϊκό εθνικό κίνημα στα τέλη του 19 ου αιώνα και απασχολεί τη διεθνή κοινότητα από το 1917 και κυρίως από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, το 1948. Στο Παλαιστινιακό ζήτημα εμπλέκονται, κατά διαστήματα και σε διαφορετική ένταση περιφερειακοί και διεθνείς δρώντες με μεγάλα γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα στην περιοχή και την ευρύτερη Μέση Ανατολή: Πριν το Β Παγκόσμιο πόλεμο τον πρώτο λόγο είχε η Βρετανία. Στην διάρκεια του Ψυχρού πολέμου το Παλαιστινιακό μεταβλήθηκε σε διεθνές ζήτημα και αποτέλεσε αντικείμενο οξείας αντιπαράθεσης μεταξύ των υπερδυνάμεων, σε βαθμό που να απειλήσει ακόμα και την παγκόσμια ειρήνη. Κατά τη δεκαετία του 1990 οι ΗΠΑ ανέλαβαν ηγεμονικό ρόλο στη Μέση Ανατολή και επηρέασαν καθοριστικά τις εξελίξεις στην Παλαιστίνη. 1 Στην αρχαιότητα τρεις κυρίως λαοί έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην περιοχή της Παλαιστίνης: πρώτα οι Χαναναίοι (μετά το 3000 π.χ ), που έχτισαν πολλές πόλεις ανάμεσα στις οποίες ήταν και η Ιερουσαλήμ, και έπειτα οι Φιλισταίοι και οι Εβραίοι (μετά το 1200 π.χ ). Οι Φιλισταίοι, ένας από τους λεγόμενους «λαούς της θάλασσας», έφτασαν στην Παλαιστίνη πιθανόν από τις Κυκλάδες και την Κρήτη. Οι Εβραίοι, λαός ρωμαϊκής καταγωγής από την Μεσοποταμία, ήρθαν μετά την έξοδο τους από την Αίγυπτο. Το 1030 πχ οι 12 φυλές του Ισραήλ ενώθηκαν υπό τον Σαούλ, τον πρώτο τους βασιλιά. Μετά το θάνατο του Σαούλ το θρόνο ανέλαβε ο Δαβίδ, ο οποίος περί το 1000 πχ κατέλαβε την Ιερουσαλήμ και την κατέστησε πρωτεύουσα του βασιλείου του. Στη συνέχεια στράφηκε εναντίον των Φιλισταίων, χωρίς όμως να μπορέσει να τους υποτάξει. Βασίλευσε 33 χρόνια (1006 972 πχ ) και ο γιος του Σολομών 40 χρόνια ( 972 932 πχ ). Μετά το θάνατο του τελευταίου, το βασίλειο των Εβραίων διασπάστηκε στο βασίλειο του Ισραήλ στο βορρά και στο βασίλειο του Ιούδα στο νότο. Το πρώτο βασίλειο καταστράφηκε από τους Αέριους το 721 πχ, το δεύτερο από τους Βαβυλώνιους το 587 π.χ. Το 63 πχ οι Ρωμαίοι κατέλαβαν την Παλαιστίνη και την κατέστησαν ρωμαϊκή επαρχία (της Ιουδαίας ). Μετά τους Ρωμαίους η Παλαιστίνη παρέμεινε υπό Βυζαντινή κυριαρχία για περισσότερο από τρεις αιώνες. Το 638 την κατέκτησαν οι Άραβες και το 1099 οι Σταυροφόροι. Το 1187 επανήλθε στον αραβικό έλεγχο έως την τουρκική κατάκτηση το 1517. 6
Κατά την διάρκεια του Α Παγκοσμίου πολέμου, ο βρετανός υπουργός Εξωτερικών Λόρδος Μπάλφουρ διακήρυξε στις 2 Νοεμβρίου του 1917 ότι η κυβέρνησή του αναζητούσε λύσεις σχετικά με τον διάσπαρτο εβραϊκό πληθυσμό και για το λόγο αυτό εξέφρασε την επιθυμία δημιουργίας μιας εθνικής εστίας στην Παλαιστίνη. Στην πραγματικότητα η Βρετανία είχε υποσχεθεί στους Άραβες ότι θα υποστήριζε το αίτημά τους για ενότητα και ανεξαρτησία και παράλληλα στους σιωνιστές ότι θα βοηθούσε στη δημιουργία εβραϊκής εστίας. Με την κίνηση αυτή γίνεται φανερό ότι η Βρετανία αποσκοπούσε στην εξασφάλιση των συμφερόντων της στη Μέση Ανατολή (προστασία των εμπορικών οδών προς την Ινδία και την Άπω Ανατολή) και στην οικονομική και πολιτική υποστήριξη του παγκόσμιου ιουδαϊσμού. 2 Έμελλε λοιπόν, το σχέδιο αυτό, να επηρεάσει καθοριστικά την πορεία της ιστορίας στην Παλαιστίνη αλλά και ολόκληρης της Μέσης Ανατολής. Σε αυτήν τη διακήρυξη, οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, οι Άραβες, ήταν λογικό να αντιδράσουν και να την καταδικάσουν απερίφραστα διότι η γη αυτή τους ανήκε δικαιωματικά πληθυσμιακά αλλά και ιστορικά- αφού στις αρχές του 20 ου αιώνα οι Εβραίοι δεν ξεπερνούσαν το 8% του συνολικού πληθυσμού και επιπλέον τη γη αυτή την είχαν υποσχεθεί οι βρετανοί στους ίδιους για να τους υποστηρίξουν στον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο 3. Μετά τον πόλεμο η Βρετανία προσπάθησε να κερδίσει την εμπιστοσύνη των Αράβων φτάνοντας στο σημείο να αναφέρει και να υποστηρίξει ότι η διακήρυξη Μπάλφουρ δεν συνεπαγόταν καμία υποχρέωση δημιουργίας ισραηλινού κράτους στην Παλαιστίνη, αλλά μονάχα την υποχρέωση να καταστεί καταφύγιο για όσους Εβραίους δεν είχαν πατρίδα, δεν είχαν δηλαδή άλλη εστία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα επιβαρύνονταν ή θα απειλούνταν τα συμφέροντα των Αράβων. Παρόλη όμως την προσπάθεια της Βρετανίας να προσεγγίσει τους άραβες δεν υπήρξε καμία ιδιαίτερη επιτυχία. Από την άλλη πλευρά τα δημογραφικά δεδομένα άρχισαν να αλλάζουν ραγδαία μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933. Οι αυξημένες πιέσεις προς τις εβραϊκές κοινότητες για μεγαλύτερη μετανάστευση προς την Παλαιστίνη ήταν αρκετά έντονες με απόρροια μέσα σε λίγα χρόνια αυτοί οι χιλιάδες Εβραίοι της κεντρικής Ευρώπης που κατέφυγαν στην Παλαιστίνη να 2 J. Parks, the Emergence, σ. 7-13 P. Dugan και L.H. Gann, The Middle East, σ. 59. 3 A. Schism, The politics of Partition, σ. 3-5 και Catton, ό.π., σ. 8. Την υπόσχεση για ανεξαρτησία της Παλαιστίνης είχε δώσει ο Χένρυ Μαγκωμένο, Βρετανός επιτετραμμένος στο Κάιρο, στις επιστολές που αντάλλαξε τη διετία 1915-1916 με το σαράφη της Χετζάζης, Χουσεΐν. 7
διαταράξουν την αναλογία του πληθυσμού. Έτσι στα τέλη της δεκαετίας του 1930 οι Εβραίοι αποτελούσαν το ένα τρίτο του πληθυσμού της Παλαιστίνης. Την ίδια περίοδο οι αντιθέσεις των Αράβων εξτρεμιστών ενάντια στον εβραϊκό εποικισμό άρχισαν να παίρνουν τη μορφή της ένοπλης εξέγερσης. Για να υπάρξει αποκλιμάκωση των κρίσεων αυτών επεμβαίνει η Βρετανία κάνοντας δύο προσπάθειες. Το 1937 υποβάλει σχέδιο διαμελισμού της περιοχής της Παλαιστίνης σε δύο κράτη, στο αραβικό και στο εβραϊκό με την περιοχή της Ιερουσαλήμ να παραμένει υπό βρετανική εντολή. Οι Εβραίοι δέχτηκαν αλλά οι Άραβες απέρριψαν την απόφαση αυτή. ύο χρόνια αργότερα(1939) οι Βρετανοί για να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους με τους Άραβες αλλά και λόγω του χιτλερικού κινδύνου, πρότειναν και πάλι μια ακόμη λύση, την ίδρυση ενός κράτους, ενός κοινού κράτους, για τους Εβραίους και τους άραβες, στο οποίο οι Εβραίοι δεν θα ξεπερνούσαν το ένα τρίτο του πληθυσμού. Οι Άραβες είδαν την πρόταση αυτή με θετική ματιά σε αντίθεση με τους Εβραίους που διαφώνησαν κατηγορηματικά, θεωρώντας ότι η Βρετανική αυτή λύση θα έκλεινε τις «πόρτες εισόδου» προς την Παλαιστίνη για τους περισσότερους μετανάστες και θα απέτρεπε την ίδρυση ενός ιουδαϊκού κράτους. 4 Η Βρετανία διατήρησε τη φιλοσιωνιστική της πολιτική έως τα πρόθυρα του Β Παγκοσμίου πολέμου, διότι μετά το πέρασμα του πολέμου και λόγω οικονομικών της προβλημάτων ζήτησε να αποσυρθεί από την Παλαιστίνη, και το θέμα αυτό παραπέμφθηκε στον ΟΗΕ ο οποίος συνέστησε μια Ειδική Επιτροπή (U. N. Special Committee on Palestine). Το μεγαλύτερο ποσοστό των μελών της επιτροπής αυτής πρότεινε ένα σχέδιο διχοτόμησης της ανατολικής Παλαιστίνης (τη δυτική περιέκλεισε το νεοπαγές κράτος της Ιορδανίας), με το οποίο περισσότερο κερδισμένοι ήταν οι Εβραίοι αφού θα αποκτούσαν το 56,47% του παλαιστινιακού εδάφους. Το σχέδιο αυτό έγινε αποδεχτό από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το Νοέμβριο του 1947 (απόφαση 181), ύστερα από συμβολή των ΗΠΑ, λόγω του ότι συνέδεσαν τα ύψιστης σημασίας γεωπολιτικά και στρατηγικά τους συμφέροντα με την αναβαθμιζόμενη τότε Μέση Ανατολή και με το σιωνισμό, της Σοβιετικής Ένωσης 5 που επιθυμούσε να αποδυναμώσει τη βρετανική επιρροή στην περιοχή και γι αυτό υποστήριξε και αυτή την ίδρυση του Ισραήλ, καθώς 4 Cattan, ό.π., σ. 25-31. 5 Το σχέδιο απορρίφθηκε από δέκα αραβικές χώρες, την Κούβα, την Ινδία και την Ελλάδα. 8
επίσης και από τους Εβραίους, αλλά σε καμία περίπτωση με την συγκατάθεση των Αράβων. Ανήμερα της λήξης της βρετανικής Εντολής στις 14 Μαΐου του 1948, οι Εβραίοι ανακήρυξαν την ίδρυση του ιουδαϊκού κράτους Μεντινάτ Γιζραέλ (δηλαδή κράτος του Ισραήλ). Αμέσως την επόμενη μέρα στρατεύματα των γειτονικών αραβικών χωρών εισέβαλλαν στο νεοσύστατο κράτος με κανένα σημαντικό αποτέλεσμα λόγω του ότι αντιμετώπισαν σθεναρή αντίσταση και έτσι στις αρχές του 1949 αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν και να αποχωρήσουν από το κράτος αυτό. Είναι η περίοδος, το χρονικό διάστημα, όπου εξελίχθηκε ο α αραβο-ισραηλινός πόλεμος(1948-1949). Μετά από την έκβαση των γεγονότων αυτών τα τρία τέταρτα της ανατολικής Παλαιστίνης περιήλθαν στο Ισραήλ και περίπου 750.000 Παλαιστίνιοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις «πατρογονικές τους εστίες». Η Ιερουσαλήμ μοιράστηκε κυρίως σε δύο μέρη. Ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Ιορδανία. Μόνο μια λωρίδα γης στις νότιες ακτές, η λωρίδα της Γάζας, που εκτεινόταν από τη Γάζα έως τα αιγυπτιακά σύνορα, περιήλθε στην αιγυπτιακή διοίκηση. Το υπόλοιπο τμήμα της Παλαιστίνης δηλαδή η Ιουδαία και η Σαμάρεια, ενσωματώθηκαν στην Ιορδανία. 6 Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των Παλαιστινίων Αράβων αγνοήθηκε, παλαιστινιακό κράτος δεν ιδρύθηκε ποτέ. Για τους Άραβες το 1948 θεωρείται «νάκμπα» δηλαδή καταστροφή και συμφορά, ανάλογη με την ελληνική μικρασιατική καταστροφή ή την κατοχή της Κύπρου. Ένας ολόκληρος λαός αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη γη όπου επί αιώνες αποτελούσε το κυρίαρχο στοιχείο, για να γίνει πρόσφυγας στη Μέση Ανατολή. 6 Παρ όλα αυτά οι Εβραίοι δεν θεωρούν ότι κατέχουν παλαιστινιακά εδάφη. Μάλιστα οι ορθόδοξοι (φανατικοί ) Εβραίοι πιστεύουν ότι η γη της Χαναάν τους δόθηκε από το θεό πριν από χιλιάδες χρόνια και τους ανήκει δικαιωματικά. Για μια κριτική των απόψεων των σιωνιστών βλ. Cattan, ό.π., σ. 17-21. Για τον πόλεμο του 1948 βλ. την εξαιρετική μελέτη του I. Pappe, The Making of the Arab-Israeli Conflict, 1947-51. 9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Η ίδρυση του Ισραήλ έως το πόλεμο του Γιομ Κιπούρ (1948-1973) Τον Απρίλιο του 1948 το Εβραϊκό Πρακτορείο, η Βαάντ Λεούμι και το Εθνικό Συμβούλιο των Παλαιστινίων Εβραίων αποφάσισαν να ιδρύσουν, μετά από την αποχώρηση των Άγγλων, μια διοίκηση από 13μέλη και ένα Συμβούλιο από 37 μέλη, τα οποία θα λειτουργούσαν ως μια προσωρινή εθνοσυνέλευση αλλά και κυβέρνηση στο εβραϊκό υπό ίδρυση κράτος. Ο Μπεν Γκουριόν είχε τις ενστάσεις του και επέμενε να διαμορφωθεί η διακήρυξη της Ανεξαρτησίας σύμφωνα με τις αποφάσεις του ΟΗΕ καθώς επίσης να μην διαμορφωθούν τα σύνορα του νεοσύστατου κράτους. Εάν οι Εβραίοι κατόρθωναν να επικρατήσουν και να απωθήσουν τους Άραβες στον πόλεμο, θα καταλάμβαναν την δυτική Γαλιλαία αλλά και τον δρόμο προς την Ιερουσαλήμ. Τελικά αποφασίστηκε να μην υπάρξει καθορισμός στα σύνορα με πλειοψηφία πέντε προς τέσσερα. Τον τελευταίο λόγο σχετικά με το κείμενο της διακήρυξης τον είχε ο Μπεν Γκουριόν, παρόλο που είχε συσταθεί πενταμελής επιτροπή για την πλήρη επεξεργασία αυτού του κειμένου. Στις 14 Μαΐου του 1948 διάφοροι εκπρόσωποι των εβραϊκών οργανώσεων (της Βαάντ Λεούμι, του ιουδαϊκού ιερατείου, της Σιωνιστικής Οργάνωσης, του Εβραϊκού Πρακτορείου κ.α) συγκεντρώθηκαν στο μουσείο του Τελ Αβίβ όπου εκεί ανακηρύχθηκε από τον Μπεν Γκουριόν η ίδρυση ιουδαϊκού κράτους στην Παλαιστίνη με το όνομα Μεντινάτ Ισραέλ (δηλαδή κράτος του Ισραήλ). Αυτή η διακήρυξη της ανεξαρτησίας υπογράμμιζε την ανάγκη δημιουργίας εβραϊκής εστίας, έκανε αναφορά στην καταστροφή που υπέστη ο ευρωπαϊκός ιουδαϊσμός από τους ναζί, τόνιζε τους μεγάλους και ύψιστης σημασίας δεσμούς μεταξύ των Εβραίων με την εστία τους, την Παλαιστίνη, έδινε έμφαση στην ανάγκη της αναγνώρισης του δικαιώματος του εβραϊκού λαού για αυτοδιάθεση, υποστήριζε την απόφαση του ΟΗΕ για διχοτόμηση της Παλαιστίνης καθώς επίσης διαβεβαίωνε ότι το νέο κράτος θα διέπεται από τις αρχές της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ειρήνης. 7 Οι πρώτες χώρες που αναγνώρισαν το νεοσύστατο κράτος του Ισραήλ ως πολιτική οντότητα(de facto) χωρίς όμως καθορισμό των συνόρων, ήταν οι ΗΠΑ, η ΕΣΣ, η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία, η Γιουγκοσλαβία, η 7 EJ, λήμμα «Declaration of Independence, Israel», τόμ. 5, στήλες 1451-5. 10
Γουατεμάλα και η Ουραγουάη. Η ΕΣΣ το αναγνώρισε και de jure, ενώ το ίδιο έπραξαν τον Ιανουάριο του 1949 ΗΠΑ και Βρετανία. Απόσπασμα από τη ιακήρυξη Ανεξαρτησίας του Κράτους του Ισραήλ Η γη του Ισραήλ ήταν η γενέθλια γη του εβραϊκού λαού. Εδώ διαμόρφωσε την πνευματική, θρησκευτική και εθνική του ταυτότητα..εξόριστος από τη γη του Ισραήλ ο εβραϊκός λαός παρέμεινε πιστός σ αυτή σ όλες τις χώρες της διασποράς του, μη σταματώντας ποτέ να προσεύχεται και να ελπίζει για την επιστροφή του και την αποκατάσταση της πολιτικής του ελευθερίας. Με πλήρη συνείδηση αυτού του ιστορικού και παραδοσιακού δεσμού όλες οι γενιές των Εβραίων αγωνίστηκαν για να επιστρέψουν στη γη των προγόνων τους. Τις τελευταίες δεκαετίες επέστρεψαν μαζικά Το κράτος του Ισραήλ θα έχει τις πύλες του ανοιχτές σ όλους τους μετανάστες Ισραηλίτες οποιασδήποτε προέλευσης. Θα αναπτυχθεί προς όφελος όλων των κατοίκων του. Θα είναι θεμελιωμένο στις αρχές που δίδαξαν οι προφήτες του Ισραήλ: ελευθερία, δικαιοσύνη και ειρήνη. Θα εξασφαλίσει απόλυτη ισότητα πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων σ όλους τους πολίτες, αδιακρίτως πεποιθήσεων, φυλής ή φύλου. Θα προστατεύσει την ελευθερία της συνείδησης, του θρησκευτικού δόγματος και της μόρφωσης των ατόμων. Θα αναλάβει τη διατήρηση του απαραβίαστου των Αγίων Τόπων και όλων των εκκλησιών. Τέλος, θα σεβαστεί τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Πηγή:W. Laqueur και B. Rubin (επιμ.), The Isreal-Arab Reader, a Documentary History of the Middle East, Canada, Pelican Bookw, 1984, σελ. 126. -Ο πρώτος αραβο-ισραηλινός πόλεμος(1948-1949) Ακριβώς την επόμενη μέρα μετά την ίδρυση του Κράτους του Ισραήλ στρατεύματα των πέντε γειτονικών αραβικών χωρών (Αιγύπτου, Ιορδανίας, Συρίας, Λιβάνου και Ιράκ) εισέβαλαν στην Παλαιστίνη με επικείμενο στόχο να εξοντώσουν τον σιωνισμό με απόρροια να αποτρέψουν την πραγματοποίηση των σχεδίων του Αμπντάλα και να αυξήσουν την δικιά τους επιρροή στη Μέση Ανατολή. Ως τον Ιούλιο είχε αντιμετωπίσει με επιτυχία τους αντιπάλους και είχε καταλάβει επιπλέον παλαιστινιακά εδάφη. 11
Αυτή η αραβο-ισραηλινή σύγκρουση μετεξελίχτηκε σε αιγυπτο-ισραηλινή με τους υπόλοιπους Άραβες να παρακολουθούν σχεδόν αδρανείς. 8 Το Ισραήλ κατάφερε τους Αιγύπτιους στην Νεγεύη και το Φεβρουάριο του 1949 υπέγραψε μαζί τους στη Ρόδο (έδρα του μεσολαβητή του ΟΗΕ) συμφωνία ανακωχής. Ακολούθησαν και άλλες συμφωνίες ανακωχής και με άλλες χώρες όπως με το Λίβανο, την Ιορδανία και την Συρία. Οι συμφωνίες αυτές καθόριζαν σύνορα ανακωχής, προσωρινά τουλάχιστον έως την τελική διευθέτηση του παλαιστινιακού ζητήματος. Παρ όλα αυτά το Ισραήλ θεώρησε τα σύνορα αυτά πολιτικά με το επιχείρημα ότι εξασφάλιζαν την ασφάλειά του. 9 Η αδυναμία και ταυτόχρονα η ήττα των Αράβων οφειλόταν στην ισχύ που κατείχε ο αντίπαλος διότι το Εβραϊκό Πρακτορείο κατόρθωσε σε μικρό σχετικά χρονικό διάστημα να ανασυγκροτήσει αριθμητικά αλλά και στρατιωτικά τη Χαγκάνα. Αντίθετα, οι αραβικές ηγεσίες προτίμησαν να στείλουν ένα μικρό τμήμα των στρατιωτικών τους δυνάμεων στην Παλαιστίνη διατηρώντας έτσι το υπόλοιπο για τη τήρηση της τάξης στις χώρες τους. Ενώ ο ισραηλινός στρατός ήταν πολύ καλά εκπαιδευμένος αλλά και εξοπλισμένος και με ακμαιότατο ηθικό, οι Άραβες είχαν χαμηλό βαθμό ετοιμότητας και δεν διέθεταν μια πλήρη, άρτια και στην συγκεκριμένη περίπτωση, ισάξια ανταγωνιστική οργάνωση και ενιαία δομή διοίκησης. Ακόμα και οι στόχοι τους δεν ήταν κοινοί διότι οι παλαιστίνιοι ήταν προσκολλημένοι στον μουφτή τους, του οποίου όμως οι φιλοδοξίες δεν συνέπιπταν με τις φιλοδοξίες των ηγετών των αραβικών κρατών γι αυτό και δεν τον προσκαλούσαν στις συναντήσεις του Αραβικού Συνδέσμου και δεν του επέτρεπαν να ιδρύσει προσωρινή παλαιστινιακή κυβέρνηση. Οι άραβες υπέστησαν μεγάλη ταπείνωση η οποία τους δημιούργησε μια έντονη επιθυμία για αποκατάσταση αλλά και εκδίκηση για την ταπεινωμένη αξιοπρέπεια τους. Το Ισραήλ αισθανόταν πλέον μεγάλη αυτοπεποίθηση και υιοθέτησε αδιάλλακτη στάση απέναντι στους αντιπάλους του με πρωταρχικό σκοπό την υπεροχή της στρατιωτικής του δύναμης αλλά και την διαφύλαξη της ασφάλειάς του. Το θέμα της ειρήνης αποτελούσε δευτερεύον παράγοντα. Σκοπός του ήταν να καταστεί μεταπολεμικά μια μικρή υπερδύναμη ικανή όμως 8 Στα απομνημονεύματά του (Israel. A Personal History, 1972) ο Μπεν Γκουριόν περιλαμβάνει αναλυτικό ημερολόγιο για τις επιχειρήσεις του 1948. 9 Αναλυτικά για τις συμφωνίες αυτές βλ. Tannous 1988, σελ. 686-9, 722-7. 12
να μπορεί να εξουδετερώνει την αραβική απειλή και να διατηρεί την ισορροπία ισχύος υπέρ των Αμερικανών στη Μέση Ανατολή. Ένας ακόμα παράγοντας που συνέβαλε στην επικράτηση των σιωνιστών ήταν ο ψυχολογικός. Αν το Ισραήλ δεν κέρδιζε τον πόλεμο, τα εδάφη της δεν θα πέρναγαν στα χέρια των παλαιστινίων αλλά προφανώς θα ήταν στην κατοχή των Αράβων εισβολέων. Για τους Εβραίους όμως ο πόλεμος αυτός ήταν ζωτικής σημασίας γι αυτό άλλωστε και τον αποκαλούν «πόλεμο της ανεξαρτησίας». Για αυτούς ήταν ένας πόλεμος ζωής ή θανάτου αλλά και η μοναδική τους ευκαιρία για να εξασφαλίσουν το μέλλον τους ως ανεξάρτητο κράτος. Ο πόλεμος του 1948 διαμόρφωσε τις αραβο-ισραηλινές σχέσεις για τουλάχιστον μια γενιά και έλαβε για πρώτη φορά περιφερειακή διάσταση παρασύροντας τα γειτονικά αραβικά κράτη. Η ίδρυση του Ισραήλ και η ήττα των Αράβων δημιούργησαν αρκετά σοβαρές πολιτικές αναταραχές στο εσωτερικό των αραβικών κρατών. Τον εκέμβριο του 1948 ο πρωθυπουργός της Αιγύπτου Φάχμι αλ-νουκράσι δολοφονήθηκε από ισλαμιστές. Το 1949 πραγματοποιήθηκαν τρία πραξικοπήματα στη Συρία και στο Ιράκ παραιτήθηκε η κυβέρνηση του πρωθυπουργού Μουζαχίμ αλ- Παχάχι. Το 1951 δολοφονήθηκαν ο βασιλιάς Αμπντάλα της Ιορδανίας και ο πρωθυπουργός του Λιβάνου. Τον Ιούλιο του 1952 Αιγύπτιοι αξιωματικοί, που είχαν πολεμήσει στην Παλαιστίνη, κατέλαβαν την εξουσία και εκθρόνισαν το βασιλιά Φαρούκ. Το Σεπτέμβριο του 1954 είκοσι δύο στελέχη του κόμματος Μπάαθ της Συρίας εκλέχτηκαν βουλευτές μαζί με τον κομουνιστή ηγέτη Χαλίντ Μπεγκντάς. Επρόκειτο για την πρώτη μεγάλη επιτυχία της αριστεράς στον αραβικό κόσμο. -Ο πόλεμος των έξι ημερών 1967(Β αραβο-ισραηλινός πόλεμος) Το παλαιστινιακό κίνημα θα λυτρωθεί από τον ασφυκτικό κλοιό του αραβικού εθνικισμού μετά τον πόλεμο των έξι ημερών. Για το κράτος του Ισραήλ ήταν και είναι η επέτειος της στρατιωτικής νίκης που εδραίωσε το σιωνισμό. 13
Για τις αραβικές μάζες ήταν και είναι μια μαύρη πληγή στην ψυχή τους. Ως αίτιο του πολέμου αυτού (από τις 5 έως τις 10 Ιουνίου του 1967) υπήρξε ο οξύς ανταγωνισμός μεταξύ του Ισραήλ και των δύο ριζοσπαστικότερων αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής, της Συρίας και της Αιγύπτου. Το επαναστατικό καθεστώς της Συρίας επιθυμούσε να επιλύσει δυναμικά το Παλαιστινιακό ζήτημα, ενώ ο Νάσερ ήθελε να καταστήσει την χώρα του ηγέτιδα του αραβικού κόσμου. Από την άλλη πλευρά, το Ισραήλ ήξερε ότι από στρατιωτική δύναμη ήταν ισχυρότερο από τους Άραβες αντιπάλους του και αφού αντιμετώπιζε συχνά πυκνά απειλές από αυτούς η καλύτερη λύση δεν ήταν παρά μόνο να τους δείξει την υπεροχή του. Στην πραγματικότητα βέβαια πίσω από αυτή την αντίδραση ήταν η βαθύτερη επιθυμία να κατακτήσει και την υπόλοιπη Παλαιστίνη για να προβεί και στην ολοκλήρωση του πολέμου του 1948. Το σχέδιο Την ίδια ώρα που το Ισραήλ προωθούσε την πολεμική αναμέτρηση και κατάστρωνε το σχέδιο της με συστηματικό τρόπο, απ την άλλη πλευρά τα αραβικά κράτη και ο Νάσερ, ο ηγέτης-σύμβολο του παναραβικού εθνικισμού, ξοδευόταν σε πολεμική ρητορεία. Αυτή η πολιτική αντιμετώπιση έβρισκε ευθεία αντανάκλαση στις εκτιμήσεις και τους σχεδιασμούς των αντιπάλων επιτελείων. Η αραβική στρατιωτική ηγεσία είχε υποτιμήσει πάλι τη στρατιωτική μηχανή του Ισραήλ (όπως το 1948 και το 1956) υπολογίζοντας στην αριθμητική υπεροχή των στρατευμάτων της (450.000 οι συνδυασμένες δυνάμεις Αιγύπτου, Συρίας και Ιορδανίας έναντι 250.000 του Ισραήλ). Στην πράξη, στην πολεμική αναμέτρηση που ακολούθησε οι συσχετισμοί ήταν εντελώς αντίστροφοι και οι αραβικοί στρατοί δεν ξεπέρασαν τις 150.000. Από τις εκτιμήσεις των αραβικών επιτελείων όμως φαίνεται ότι διέφευγαν η ποιότητα και ο εξοπλισμός των στρατευμάτων και ακόμη πιο πολύ η σημασία που είχε η έλλειψη συντονισμού μεταξύ των αραβικών στρατών. Ταυτόχρονα διέφευγε το γεγονός ότι ο αιγυπτιακός στρατός, ο σαφώς ανώτερος απ όλους τους αραβικούς, διέθετε το 1/3 των δυνάμεών του σ ένα άλλο πολεμικό μέτωπο, 14
στην Υεμένη. Το χειρότερο όμως απ όλα ήταν ότι στην πολεμική αναμέτρηση με το Ισραήλ δεν υπολόγιζαν και το ρόλο που θα έπαιζε ο έκτος αμερικάνικος στόλος με τα αεροπλανοφόρα του. Η Σύγκρουση Αντίθετα το ισραηλινό επιτελείο είχε ένα ξεκάθαρο σχέδιο: μαζική επίθεση σε περιορισμένο χώρο και χρόνο ξεκινώντας με αεροπορικό αιφνιδιασμό. Έτσι στις 5 του Ιούνιου ξεκίνησε η σύγκρουση. Εξαπολύθηκε πρώτα η αεροπορική και ύστερα η χερσαία επίθεση του Ισραήλ ενάντια στα αιγυπτιακά στρατεύματα στη χερσόνησο του Σινά. Μέσα σε τρεις ώρες είχε καταστραφεί σχεδόν όλη η αεροπορία στο έδαφος και μέχρι το τέλος της πρώτης μέρας είχε καταληφθεί η ζώνη της Γάζας. Το πλήγμα ήταν πολύ σκληρό αλλά δεν ήταν τελειωτικό γιατί οι χερσαίες δυνάμεις ήταν ακόμη άθικτες και οχυρωμένες. Το αιγυπτιακό επιτελείο πανικοβλήθηκε και έδωσε εντολή υποχώρησης με τα στρατεύματα ακάλυπτα και εκεί επακολούθησε η καταστροφή. Μέσα στις υπόλοιπες μέρες είχαν περάσει στον έλεγχο του Ισραήλ η υτική Όχθη του Ιορδάνη, η Ιερουσαλήμ, τα υψίπεδα του Γκολάν και όλη η χερσόνησος του Σινά. Οι απώλειες για τους Άραβες ήταν βαρύτατες (χάθηκε ο μισός σχεδόν αιγυπτιακός στρατός στη χερσόνησο και το σύνολο των αρμάτων, του πυροβολικού και της αεροπορίας). Τα ισραηλινά στρατεύματα έφτασαν ουσιαστικά τρεις ώρες μακριά απ το Κάιρο, όπου και σταμάτησαν. Το δόγμα της προληπτικής επίθεσης είχε απόλυτη επιτυχία. Η νίκη του Ισραήλ ήταν πέρα από κάθε αμφιβολία. Με αυτά τα δεδομένα πήρε το λόγο η διπλωματία. Ο ΟΗΕ με την απόφαση 242 ουσιαστικά διατύπωνε μια θέση που ήταν το «δίνω γη για ειρήνη», ζητώντας απ το Ισραήλ να γυρίσει στα προηγούμενα εδάφη του και από τα αραβικά κράτη να εγγυηθούν την ασφάλειά του και την ειρήνη στην περιοχή. Η απάντηση του Αραβικού Συνδέσμου ήταν τα τρία ΟΧΙ «όχι στην αναγνώριση του Ισραήλ, όχι στις διαπραγματεύσεις, όχι στην ειρήνη», καθώς και οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να διακόψουν τη στρατιωτική και οικονομική βοήθεια που παρείχαν στο εβραϊκό κράτος. 10 10 B. Tibi, Conflict and War, σ. 61-104 Cattan, ό.π., σ. 100-14. Για την υποστήριξη των Αμερικανών προς το Ισραήλ στον Πόλεμο των Έξι Ημερών βλ. S. Green, Taking Sides, σ. 204-11. 15
Τα αποτελέσματα Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών άλλαξε την ισορροπία δυνάμεων στη Μέση Ανατολή. Η έκταση του Ισραήλ τριπλασιάστηκε και η στρατιωτική του δύναμη ήταν αδιαμφισβήτητη. Για τη στρατιωτική συντριβή δεν ήταν υπαίτια μόνο η αραβική στρατιωτική ηγεσία. Υπήρχαν και πολιτικοί λόγοι: τα όρια του παναραβικού εθνικισμού εκφράστηκαν στρατιωτικά. Η αυτοπεποίθηση των αραβικών επιτελείων στηριζόταν στη βασική εκτίμηση ότι οι ΗΠΑ θα κρατούσαν στάση ουδετερότητας. Ο ρόλος όμως του αμερικάνικου στόλου ήταν καθοριστικός για την επιτυχία της ισραηλινής επίθεσης. Τα αεροπλανοφόρα δεν λειτούργησαν μόνο ως βάση εξορμήσεων και ανεφοδιασμού της ισραηλινής αεροπορίας, αλλά απέκλεισαν και την πρόσβαση του ρωσικού ναυτικού για ανεφοδιασμό ή για τη συλλογή κρίσιμων πληροφοριών. Η αραβική ενότητα, το θεμέλιο του παναραβισμού, διασύρθηκε. Η Ιορδανία, μία απ τις τρεις χώρες που ενεπλάκησαν στον πόλεμο, το έκανε για να αποφύγει τον εμφύλιο και την εξέγερση του παλαιστινιακού πληθυσμού στις δικές της περιοχές. Ο προδοτικός ρόλος της ιορδανικής ηγεσίας αποκαλύφτηκε χαρακτηριστικά όταν παρέδωσε σχεδόν αμάχητη την Ιερουσαλήμ. Τον εμφύλιο πόλεμο τελικά δεν τον απέφυγε (1970), αλλά η μοναρχία συνέτριψε την εξέγερση. Την περίοδο που διεξήχθη ο πόλεμος των 6 ημερών, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός ήταν απασχολημένος με τον πόλεμο στο Βιετνάμ, όπου τα πρώτα σημάδια της επερχόμενης ήττας είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Ο στρατιωτικός θρίαμβος του Ισραήλ επανακαθόρισε τους παγκόσμιους συσχετισμούς ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις ΗΠΑ και ΕΣΣ : Στη Μέση Ανατολή οι ΗΠΑ θα εξακολουθούσαν να έχουν το πάνω χέρι και με εργαλείο το σιωνιστικό κράτος θα καθόριζαν τις εξελίξεις. Η Σοβιετική Ένωση υπέστη μια ήττα γοήτρου, αλλά ταυτόχρονα αντιλήφθηκε ότι έπρεπε στο μέλλον να δείξει μεγαλύτερο ενδιαφέρον και αποφασιστικότητα στα θέματα της Μέσης Ανατολής και να προστατεύσει τα φιλικά προς αυτή αραβικά καθεστώτα από μια καινούργια ταπείνωση. 11 Ο «Πόλεμος των 6 ημερών» ήταν επίσης η ιμπεριαλιστική απάντηση στο κύμα των εθνικών κινημάτων στις χώρες του αραβικού κόσμου. Λίγα χρόνια πριν είχε νικήσει ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του λαού της Αλγερίας (1954-62) ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία. Είχαν προηγηθεί η ανεξαρτησία της Συρίας το 1946, η Αίγυπτος το 1952 και το Ιράκ το 1958. 11 G. Gera, «Israel», MEJ, σ. 229-43. 16
Έτσι ο «Πόλεμος των 6 ημερών» και η συντριπτική ήττα, όχι τόσο των αραβικών στρατών γενικά, αλλά του αιγυπτιακού στρατού ειδικά, έφερε την άνοδο της ισχύος της σαουδαραβικής μοναρχίας και της αραβικής αντίδρασης. Η συντριβή των Αράβων έδειξε τα όρια της στρατιωτικής αλλά και πολιτικής τους ικανότητας, ώθησε όμως τους Παλαιστινίους να ξεκινήσουν μόνοι τους, στηριζόμενοι πια στις δικές τους δυνάμεις, τον ένοπλο αγώνα εναντίον του Ισραήλ αλλά και των αραβικών εκείνων καθεστώτων, που θα προσπαθούσαν με διάφορους τρόπους να τους κάνουν υποχείριά τους και να τους χρησιμοποιήσουν για τις προσωπικές του φιλοδοξίες (όπως συνέβη στην περίπτωση της Ιορδανίας το 1970 και της Συρίας το 1976). 12 Ήταν το ρέκβιεμ του αραβικού εθνικισμού και του Νάσερ. Το 1970, όταν πέθανε ο Νάσερ, ο παναραβικός εθνικισμός, που τόσο είχε συνεπάρει τις αραβικές μάζες, είχε ήδη υποβαθμιστεί. Το όραμα της παναραβικής ενότητας εγκαταλείφτηκε και τη θέση του κατέλαβαν είτε οι διάφοροι κρατικοί εθνικισμοί είτε το πολιτικό Ισλάμ. Ότι πιο ριζοσπαστικό προσπάθησε να καλύψει το χώρο του νασερισμού ήταν το παλαιστινιακό απελευθερωτικό κίνημα, που οδηγήθηκε όμως και αυτό σε αδιέξοδο μέσα απ τις συμφωνίες του Όσλο το 1993. -Ο Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ (1973) Στις 6 Οκτωβρίου του 1973 ανήμερα της μεγαλύτερης εβραϊκής γιορτής, του Γιομ Κιπούρ (Ημέρα της Εξιλέωσης), το Ισραήλ δέχεται ταυτόχρονη επίθεση από δυνάμεις της Αιγύπτου που περνούν το Κανάλι του Σουέζ και της Συρίας που εισχωρεί στα υψίπεδα του Γκολάν. Με το κατόρθωμα των Αιγυπτίων να ανακαταλάβουν τη δυτική όχθη της διώρυγας του Σουέζ ήθελαν να δείξουν ότι το Ισραήλ δεν ήταν παντοδύναμο και στηριζόταν πλήρως στην αδιάλειπτη στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ. Στην επίθεση συνδράμουν τουλάχιστον άλλες δέκα αραβικές χώρες. Στόχος αυτής της επίθεσης ήταν η ανάκτηση εδαφών που χάθηκαν στον Πόλεμο των Έξι Ημερών, το 1967. Το Ισραήλ αιφνιδιάζεται και στις εχθροπραξίες που ακολουθούν γνωρίζει αλλεπάλληλες ήττες. Παρ όλο που στην αρχή οι δύο 12 Για την εμπλοκή των αραβικών κρατών στο Παλαιστινιακό Ζήτημα βλ. B. Rubin, The Arab States και B. Korany & A.E.H. Dessouki (επιμ.), The Foreign Policy. 17
αραβικές χώρες είχαν επιτυχίες, αργότερα οι Ισραηλινοί θα ανακάμψουν με την αμερικανική βοήθεια. Πλήρης ήταν όμως και ο αιφνιδιασμός για τη διεθνή κοινότητα. Η επιχείρηση αυτή είχε προετοιμαστεί με πάσα μυστικότητα. Η τροπή του πολέμου αλλάζει στις 10 Οκτωβρίου, όταν οι Ισραηλινοί οργανώνονται και ολοκληρώνουν την επιστράτευσή τους. Περνούν στην αντεπίθεση και αναγκάζουν τους Σύριους να υποχωρήσουν βαθιά μέσα στο έδαφός τους. Στις 14 Οκτωβρίου οι ισραηλινές δυνάμεις βρίσκονταν σε απόσταση βολής πυροβόλου από τη αμασκό. Ανάλογη είναι η εικόνα και στο νότο, όπου οι ισραηλινοί ανακόπτουν την πορεία των Αιγυπτίων και περνούν το Κανάλι του Σουέζ. Οι Αιγύπτιοι βρίσκονται σε δεινή θέση, καθώς η 3η Στρατιά τους βρίσκεται περικυκλωμένη. Η κρίση φαίνεται να λαμβάνει διεθνείς διαστάσεις, μετά την απειλή της Σοβιετικής Ένωσης για αποστολή δυνάμεων στην περιοχή και την παρέμβαση του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ. Η διεθνής διπλωματία αναλαμβάνει δράση, υποκινούμενη από την απόφαση των πετρελαιοπαραγωγών χωρών να ελαττώσουν τις εξαγωγές πετρελαίου στις υτικές Χώρες που υποστήριζαν το Ισραήλ (Α' Πετρελαϊκή Κρίση). Στις 22 Οκτωβρίου 1973, κατόπιν αμερικανοσοβιετικού ψηφίσματος, που υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, η Συρία αποδέχεται κατάπαυση του πυρός και επανέρχεται στα προ του πολέμου σύνορά της με το Ισραήλ. Ανάλογη συνθήκη υπογράφει στις 24 Οκτωβρίου και η Αίγυπτος, η οποία όμως βγαίνει ωφελημένη, καθώς ανακτά τον πλήρη έλεγχο και στις δύο όχθες του Καναλιού του Σουέζ, ενώ κερδίζει και μία λωρίδα γης στη δυτική όχθη του Σινά. Μία ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ καταλαμβάνει θέσεις ανάμεσά στους εμπόλεμους. Η συμφωνία θεωρήθηκε ήττα στο Ισραήλ και οι Εργατικοί που κυριαρχούσαν στην πολιτική σκηνή της χώρας από το 1948 άρχισαν να υποχωρούν προς όφελος των Συντηρητικών του «Λικούντ». Σαν μία από τις συνέπειες του πολέμου ήταν ότι η ΟΑΠ( Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) προσπάθησε να βελτιώσει την εικόνα της στο εξωτερικό. Οι Αραβικές χώρες αναγνώρισαν την ΟΑΠ ως το μόνο νόμιμο εκπρόσωπο του παλαιστινιακού λαού και η γενική συνέλευση του ΟΗΕ τη δέχτηκε ως μέλος του Οργανισμού με την ιδιότητα του Παρατηρητή. Επιπλέον η ΟΑΠ αρχίζει να βλέπει θετικά την προοπτική δημιουργίας ανεξάρτητης παλαιστινιακής αρχής στη Λωρίδα της Γάζας και στη υτική Όχθη. 18
Στη 12 η σύνοδο του ΠΕΣ, τον Ιούνιο του 1974, η ΟΑΠ αποφάσισε με συντριπτική πλειοψηφία «να αγωνιστεί με όλα τα μέσα για την απελευθέρωση της γης της Παλαιστίνης και την ίδρυση μιας λαϊκής, εθνικής, ανεξάρτητης και αγωνιστικής αρχής 13 σε οποιοδήποτε τμήμα της Παλαιστίνης απελευθερωθεί». 14 Όμως λίγες εβδομάδες αργότερα το ΛΜΑΠ(Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης), το ΛΜΑΠ-Γ ( Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης-Γενική ιοίκηση), το ΑΑΜ(Αραβικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και το ΜΠΛΑ(Μέτωπο του Παλαιστινιακού Λαϊκού Αγώνα) διαφώνησαν με τη διαπραγματευτική πολιτική του Αραφάτ για την υλοποίηση της παραπάνω απόφασης και δημιούργησαν το Μέτωπο Απόρριψης, το οποίο διήρκεσε ως το 1978 χρονιά όπου έφερε πιο κοντά την Αίγυπτο και το Ισραήλ, που αποφάσισαν να λύσουν τις διαφορές τους ειρηνικά στο Καμπ Ντέιβιντ, με την μεσολάβηση του αμερικανού προέδρου Τζίμι Κάρτερ (5 Σεπτεμβρίου 1978). 13 Όχι κράτους, γιατί σ αυτή την περίπτωση οι Παλαιστίνιοι θα έπρεπε να σεβαστούν τους διεθνείς νόμους και τη Χάρτα του ΟΗΕ, δηλαδή να αποδεχτούν την ύπαρξη του κράτους του Ισραήλ, πράγμα που ορισμένες οργανώσεις στην ΟΑΠ δεν ήταν διατεθειμένες να κάνουν. 14 Gresh, ό.π., σ. 168 19
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Από τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ (1973) έως τις συμφωνίες στο Καμπ Ντέιβιντ (1978) H επιλογή της 6ης Οκτωβρίου, ως ημέρα εκδήλωσης της αραβικής επίθεσης, έγινε με βάση 3 πλεονεκτήματα που αυτή παρείχε. Το κυριότερο από αυτά ήταν ότι η 6η Οκτώβρη είναι η ημέρα του Γιομ-Κιπούρ, ημέρα της εξιλεώσεως, ιερότερης εβραϊκής θρησκευτικής εκδήλωσης και τα πάντα στο Ισραήλ παρέλυαν ή υπολειτουργούσαν, ακόμη και οι ένοπλες δυνάμεις. Το δεύτερο, πλεονέκτημα έγκειτο στο ότι για το Ισραήλ ήταν προεκλογική περίοδος και έτσι η κυβέρνηση θα έπαιρνε ακόμη πιο δύσκολα μέτρα μπροστά σε μία αραβική απειλή που θα μπορούσε να αποδειχθεί ψευδής, όπως είχε συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν και τέλος, η προσοχή της ισραηλινής κυβέρνησης, αλλά και του λαού του Ισραήλ γενικότερα ήταν στραμμένη στο ζήτημα των Εβραίων μεταναστών από τη Σοβιετική Ένωση και τα προβλήματα που είχαν ανακύψει με την αυστριακή κυβέρνηση και της πρόθεσής της να κλείσει το κέντρο υποδοχής μεταναστών στο Σοχενάου. H προετοιμασία που είχε προηγηθεί από τις υπηρεσίες πληροφοριών (συγκεκριμένα από τα τμήματα ψυχολογικού πολέμου) των αραβικών κρατών, ήταν κάτι παραπάνω από τέλεια. Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας ήταν το ισραηλινό δίκτυο πληροφοριών που φημιζόταν για τη δυνατότητα έγκαιρης προειδοποίησης που παρείχε στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας του, να ξεγελαστεί και να μην καταλάβει τον επερχόμενο πόλεμο που διαγραφόταν στον ορίζοντα. Έτσι το μεσημέρι της 6ης Οκτωβρίου του 1973 η τότε πρωθυπουργός Γκόλντα Μέιερ και το επιτελείο της, έκπληκτοι πληροφορούνται τη συνδυασμένη επίθεση που εξαπέλυσαν οι αραβικές χώρες εναντίον του Ισραήλ. Το γεγονός ότι, το ΛΜΑΠ, το ΛΜΑΠ- Γ, το ΑΑΜ και το ΜΠΛΑ διαφώνησαν με την πολιτική που ήθελε να ακολουθήσει ο Αραφάτ για διαπραγματεύσεις, δημιούργησαν και σχημάτισαν το Μέτωπο Απόρριψης το οποίο διήρκεσε έως το 1978, χρονιά κατά την οποία ο πρόεδρος της Αιγύπτου Σαντάτ και ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μεναχέμ Μπέγκιν, υπόγραψαν τις συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ. Αντάλλαγμα 20
για την αποχώρηση των Ισραηλινών από την χερσόνησο του Σινά ήταν ότι ο Σαντάτ εγκατέλειψε την ιδέα της αυτοδιάθεσης των Παλαιστινίων και στράφηκε υπέρ του σχεδίου Μπέγκιν για την «αυτονομία» στην υτική Όχθη και τη Γάζα, αναγνώρισε το Ισραήλ και για τη δική του χώρα κατοχύρωσε το δικαίωμα της ελεύθερης ναυσιπλοΐας στη διώρυγα του Σουέζ καθώς και στα στενά του Τιράν στην Ερυθρά Θάλασσα. Οι συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ είχαν θετικά αποτελέσματα-συνέπειες για του Αμερικάνους γιατί η Σοβιετική Ένωση, για μια ακόμη φορά διπλωματικά, βρέθηκε στο περιθώριο 15, η ακεραιότητα του Ισραήλ παρέμεινε άθικτη και οι δυνατότητες των Αράβων για συλλογική δράση εξαλείφθηκε οριστικά. Για τους Άραβες όμως όλο αυτό ήταν ένα μεγάλο ξεπούλημα, μια τεράστια προδοσία χωρίς προηγούμενο διότι οι συμφωνίες δεν προέβλεπαν ούτε απομάκρυνση του Ισραήλ από τα κατεχόμενα εδάφη, ούτε ίδρυση ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους. Όλες οι Αραβικές χώρες καταδίκασαν αυτές τις συμφωνίες με εξαίρεση το Σουδάν και το Ομάν, ενώ η Αίγυπτος ήταν πια το μαύρο πρόβατο του αραβικού κόσμου και εκδιώχτηκε από τον Αραβικό Σύνδεσμο. 16 Οι αμοιβαίες υποχωρήσεις, που σημειώθηκαν κατά τις διαπραγματεύσεις στο Καμπ Ντέιβιντ, συνέβαλαν ελάχιστα στην εύρεση λύσεων για το Παλαιστινιακό Ζήτημα. Οι προθέσεις των δυο αντιμαχόμενων πλευρών ήταν στην πραγματικότητα διαμετρικά αντίθετες. 15 Hudson, ό.π., σ. 335. 16 Cattan, ό.π., σ. 143-9 21
Καμπ Ντέιβιντ 1978 Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζίμι Κάρτερ, επικυρώνει τη συμφωνία που υπέγραψαν προηγουμένως ο Σαντάτ και ο Μπέγκιν στο Καμπ Ντέιβιντ Μετά τον πόλεμο του 1967 υπήρξαν εκατέρωθεν προτάσεις για ειρήνη, όπως αυτή του Ισραηλινού στρατηγού Γιγκάλ Αλλόν, ο οποίος πρότεινε το Ισραήλ να επιστρέψει την περιοχή της υτικής Όχθης στην Ιορδανία, διατηρώντας όμως μία αμυντική γραμμή στην Κοιλάδα του Ιορδάνη. Ωστόσο, όλες οι προτάσεις που ετέθησαν έως τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ το 1973, έπεσαν στο κενό. Μετά τον πόλεμο, το κλίμα στη Μ. Ανατολή άλλαξε, με το Ισραήλ και την Αίγυπτο να επιθυμούν την ειρήνη. Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Αιγύπτιος πρόεδρος Ανουάρ Σαντάτ επισκέφθηκε την Ιερουσαλήμ τον Νοέμβριο του 1977. Λίγους μήνες αργότερα, ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζίμι Κάρτερ κάλεσε τον πρόεδρο Σαντάτ και τον πρωθυπουργό του Ισραήλ, Μεναχέμ Μπέγκιν σε διαπραγματεύσεις στο Καμπ Ντέιβιντ κοντά στην Ουάσιγκτον. Στις 8 Αυγούστου 1978 είχαμε μια ιστορικής σημασίας ανακοίνωση από τον Πρόεδρο της Αιγύπτου Ανουάρ Σαντάτ και τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Μεναχέμ Μπέγκιν. Οι δύο ηγέτες ανακοίνωσαν, αιφνιδιάζοντας τους πάντες, ότι αποδέχτηκαν την πρόταση του Προέδρου των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ για απευθείας συνομιλίες στη θερινή προεδρική κατοικία στο Καμπ Ντέιβιντ. Η αναγγελία της συνάντησης έγινε σε κλίμα γενικευμένης απαισιοδοξίας. Η συνεχιζόμενη κρίση στη Μέση Ανατολή, η αποτυχία της διαδικασίας που άρχισε με τις ανταλλαγές επισκέψεων Σαντάτ - Μπέγκιν σε Ισραήλ και Αίγυπτο αντίστοιχα και οι συνεχείς συγκρούσεις που τις διαδέχονται, με αποκορύφωμα την ισραηλινή εισβολή στο Λίβανο το Μάρτη του 1978, δημιουργούν ένα σκηνικό που δεν υπόσχεται τίποτα το θετικό για την έκβαση των συνομιλιών. 22
Ωστόσο οι επαφές των δυο πλευρών δεν σταμάτησαν ποτέ και οι Ηνωμένες Πολιτείες επιμένουν στις πολύπλοκες ισορροπίες της πολιτικής τους, επιχειρώντας, χωρίς να υπονομεύσουν τις σχέσεις τους με το Ισραήλ, να αποστείλουν θετικά μηνύματα προς τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο. Οι Αμερικανοί προσδοκούσαν να ρυμουλκήσουν την Αίγυπτο στο δυτικό στρατόπεδο χρησιμοποιώντας την πολιτική «καρότο και μαστίγιο». Έτσι υπολόγιζαν ότι έφθαναν σε διευθέτηση του Παλαιστινιακού σε βάρος των Παλαιστινίων, ενώ θα πετύχαιναν και την αποδυνάμωση της σοβιετικής επιρροής στον αραβικό κόσμο. Οι παλαιστινιακές αρχές φοβούμενες μια τέτοια εξέλιξη δήλωσαν ότι θα συνεχίσουν και θα εντείνουν την εκστρατεία κατά του Ισραήλ. Στις δύο επιθέσεις που σημειώθηκαν σε αεροπλάνα της Ελ - Αλ από Παλαιστίνιους αντάρτες, το Ισραήλ απαντά με τον αεροπορικό βομβαρδισμό των στρατοπέδων των Παλαιστινίων και των προσφυγικών καταυλισμών. Ύστερα από τις πολυήμερες, και συχνά ταραγμένες, συνομιλίες στο Καμπ Ντέιβιντ των ΗΠΑ, συμφωνούν (στις 18 του Σεπτέμβρη 1978) να υπογράψουν εντός τριών μηνών συμφωνία ειρήνης. Μια μέρα πριν, ο Πρόεδρος Κάρτερ είχε προαναγγείλει το γεγονός υπογραμμίζοντας τη σημασία του, καθώς η υπογραφή της συμφωνίας σηματοδοτεί το πέρασμα της Αιγύπτου στο αμερικανό-ισραηλινό στρατόπεδο. - ύο συμφωνίες Ουσιαστικά πρόκειται για δύο συμφωνίες, ένα πλαίσιο για την ειρήνη στη Μέση Ανατολή και ένα πλαίσιο για τη σύναψη της Συνθήκης Ειρήνης μεταξύ της Αιγύπτου και του Ισραήλ. Η πρώτη ορίζει λεπτομερώς το πλαίσιο των τρίμηνων διαπραγματεύσεων που θα ακολουθήσουν (και οι οποίες θα αποδειχθούν τελικά πιο χρονοβόρες), με στόχο την ομαλοποίηση των διμερών σχέσεων, με την υπογραφή, εντός τριών μηνών, συνθήκης ειρήνης και την αναγνώριση του Ισραήλ από την Αίγυπτο, καθώς και την απόσυρση των ισραηλινών δυνάμεων από το Σινά. Η δεύτερη συμφωνία αναφέρεται στη δημιουργία ενός γενικού πλαισίου βάσει του οποίου θα κινηθούν οι διαδικασίες που, όπως ελπίζεται, θα αποδώσουν τελικά την επίλυση του Παλαιστινιακού και την ειρήνευση στη Μέση Ανατολή. Η απόφαση της Αιγύπτου να διαπραγματευθεί με το Ισραήλ εξόργισε τον 23
αραβικό κόσμο, αποπέμποντας την από τον Αραβικό Σύνδεσμο έως το 1989, ενώ λίγα χρόνια αργότερα το 1981 ο πρόεδρος Ανουάρ Σαντάντ έπεσε δολοφονημένος από σφαίρες εθνικιστών. Είναι, όμως, χαρακτηριστικό των προτεραιοτήτων των δύο ότι η μεν πρώτη συμφωνία είναι εξαιρετικά σαφής και λεπτομερής, και ως εκ τούτου θα αποδώσει, μετά την παρέλευση εξαμήνου, την υπογραφή συμφωνίας ειρήνης Αιγύπτου-Ισραήλ, ενώ η δεύτερη διατυπώνεται τόσο αόριστα, ώστε να εκλαμβάνεται διαφορετικά από το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι προφανές ότι η ειρήνη στη Μέση Ανατολή παραμένει μακρινό όνειρο. Αμέσως μετά τη γνωστοποίηση του περιεχομένου των συμφωνιών, διατυπώνονται από τον αραβικό κόσμο έντονες επικρίσεις. Οι επικρίσεις επικεντρώνονται στις νεφελώδεις δεσμεύσεις σχετικά με την παλαιστινιακή αυτοδιάθεση και, κυρίως, στην απουσία κάθε σαφούς αναφοράς στη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους, ενώ την οργή πολλών προκαλεί και η «εγκατάλειψη» της Ιερουσαλήμ. Ο ηγέτης της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, Γιάσερ Αραφάτ, εξαπολύει σφοδρή επίθεση στον Σαντάτ και τον κατηγορεί ότι «αντάλλαξε την αραβική Ιερουσαλήμ με την έρημο του Σινά» και προειδοποιεί τις Ηνωμένες Πολιτείες για έξαρση του παλαιστινιακού αγώνα. Ο Αραφάτ στη δήλωσή του υπόσχεται ότι «τα αμερικανικά συμφέροντα θα πληρώσουν το αντίτιμο των αποφάσεων του Καμπ Ντέιβιντ». -Το Καμπ Ντέιβιντ κακός οιωνός για την ειρήνη Σε φιάσκο κατέληξε τελικά, στις 25 Ιουλίου, η σύνοδος κορυφής μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων υπό την αιγίδα των ΗΠΑ στο Καμπ Ντέιβιντ. Με αυτό τον τρόπο λοιπόν διαψεύδονται οι ελπίδες εκείνων που πίστευαν πως έφτανε στο τέλος της η 52χρονη διαμάχη μεταξύ των δύο πλευρών και πως σύντομα θα άνοιγε ο δρόμος για την εγκαινίαση μιας νέας εποχής στη Μέση Ανατολή. «Για να προκύψει συμφωνία, οι Παλαιστίνιοι πρέπει να προβούν σε οδυνηρούς συμβιβασμούς» δήλωνε ο Εχούντ Μπαράκ προσερχόμενος στη σύνοδο, και ο Γιασσέρ Αραφάτ σημείωνε: «Η μόνη επιλογή που διαθέτουμε 24
είναι μεταξύ της ειρήνης των γενναίων και μιας βίαιης αντιπαράθεσης που θα οδηγήσει σε περισσότερο πόνο». Οι συνομιλίες ξεκινούν με χαμόγελα, και στην ατζέντα του Καμπ Ντέιβιντ βρίσκονται τα ζητήματα κλειδιά της διαμάχης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων: τα σύνορα, το μελλοντικό καθεστώς της Ιερουσαλήμ, η τύχη των Παλαιστίνιων προσφύγων και των 170.000 Εβραίων εποίκων που ζουν στη υτική Όχθη. Ο Μπιλ Κλίντον και η επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας Μάντλιν Ολμπράιτ πραγματοποιούν απέλπιδες προσπάθειες για την επίτευξη έστω και μερικής συμφωνίας στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται κάτω από ένα πέπλο μυστικότητας και συγκρατημένης αισιοδοξίας. Στις 21 Ιουλίου ο Εχούντ Μπαράκ εκπλήσσει τους πάντες και προβαίνει σε ιστορική υποχώρηση, αποδεχόμενος την αμερικανική πρόταση περί κοινής κυριαρχίας επί ορισμένων αραβικών συνοικιών στην ανατολική Ιερουσαλήμ. Ξεσπά θύελλα αντιδράσεων στο εσωτερικό του Ισραήλ, καθώς τόσο ο Μπαράκ όσο και ο Αραφάτ δέχονται ισχυρές πολιτικές πιέσεις να μην προβούν σε συμβιβασμούς στα ακανθώδη ζητήματα που τους χωρίζουν, και ιδιαίτερα στο φλέγον θέμα της ιερής πόλης, την οποία οι Παλαιστίνιοι προορίζουν για πρωτεύουσα του μελλοντικού τους κράτους. Ο Εχούντ Μπαράκ υπαναχωρεί και ο Γιασσέρ Αραφάτ με τη σειρά του απορρίπτει το συμβιβασμό που προτείνουν το Ισραήλ και οι ΗΠΑ για την Ιερουσαλήμ. Η αρχική αισιοδοξία δίνει τη θέση της στην απογοήτευση και η πολυδιαφημισμένη σύνοδος καταρρέει. Επιστρέφοντας στη Γάζα, ο Γιάσσερ Αραφάτ έχει υποδοχή ήρωα την ώρα που στο Τελ - Αβίβ τρίζουν τα θεμέλια του κυβερνητικού συνασπισμού του Ισραηλινού πρωθυπουργού, αφού η πλειονότητα των κομμάτων της χώρας του θεωρεί ότι ο Μπαράκ προσέφερε γη και ύδωρ στην Παλαιστινιακή Αρχή. Η πολιτική επιβίωση του Εχούντ Μπαράκ λαμβάνει τελικώς παράταση, καθώς απορρίπτεται μία ακόμη πρόταση μομφής που είχε κατατεθεί στην Κνεσέτ από το δεξιό κόμμα Λικούντ. Στις 31 Ιουλίου, νέο σοκ προκαλείται στον κυβερνητικό συνασπισμό. Η εκλογή - έκπληξη στην προεδρία της χώρας του κορυφαίου στελέχους του Λικούντ, ο Μοσέ Κατσάβ, ο οποίος επικρατεί του νομπελίστα Ειρήνης και πρώην πρωθυπουργού του Ισραήλ, Σιμόν Πέρες. Ο Μπαράκ δέχεται ένα ακόμη πλήγμα με την παραίτηση του Ισραηλινού υπουργού Εξωτερικών, Νταβίντ Λεβί, ενώ έχουν ήδη αρχίσει να εκφράζονται οι πρώτοι φόβοι για αναζωπύρωση της βίας στη Μέση Ανατολή. 25
-Συνέπειες Ο χρόνος που πέρασε από το Καμπ Ντέιβιντ συμφωνιών δεν άφησε αμφιβολία για τις τεράστιες επιπτώσεις στη πολιτική της Μέσης Ανατολής. Πιο συγκεκριμένα, η αντίληψη της Αιγύπτου σχετικά με τον αραβικό κόσμο άλλαξε. Με τους πιο ισχυρούς αραβικού στρατούς και με μια μεγάλη ιστορία ηγεσίας στον αραβικό κόσμο υπό του Nasser, η Αίγυπτος μπορούσε να κρατήσει σε μεγάλο επίπεδο ενδιαφέροντος, από οποιαδήποτε άλλα αραβικά κράτη, την προώθηση των αραβικών συμφερόντων. Ένα βασικό σημείο κριτικής ήταν, στη σύναψη της ειρηνευτικής συνθήκης, η ισραηλινή αναγνώριση των Παλαιστινίων για «δικαίωμα στην αυτοδιάθεση» χωρίς όμως μεγάλες παραχωρήσεις. Η Αίγυπτος επίσης είχε ανασταλεί από τον Αραβικό Σύνδεσμο από το 1979 μέχρι το 1989. Οι Συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ ήθελαν επίσης τη διάλυση ενός ενωμένου αραβικού μετώπου σε αντίθεση με το Ισραήλ. Λόγω της ασαφής γλώσσας που αφορά την εφαρμογή του ψηφίσματος 242, το παλαιστινιακό πρόβλημα έγινε το πρωταρχικό ζήτημα στην αραβο-ισραηλινή σύγκρουση αμέσως μετά τις συμφωνίες στο Καμπ Ντέιβιντ (και, αναμφισβήτητα, μέχρι σήμερα). Πολλά από τα αραβικά έθνη κατηγόρησαν την Αίγυπτο επειδή δεν ασκεί αρκετή πίεση στο Ισραήλ για την αντιμετώπιση του παλαιστινιακού προβλήματος με έναν τρόπο που θα είναι ικανοποιητικό για αυτούς. Τέλος, η μεγαλύτερη συνέπεια μπορεί να βρίσκεται στην ψυχολογία όλων των συμμετεχόντων της αραβο-ισραηλινής διένεξης. Η επιτυχία Begin, Sadat και Κάρτερ στο Καμπ Ντέιβιντ απέδειξε στις υπόλοιπες αραβικές χώρες και σε άλλες οντότητες ότι οι διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ δεν ήταν κάτι ακατόρθωτο. Βέβαια για να υπάρχει συνεχής πρόοδος και για να έχουμε θετικά αποτελέσματα που θα είναι ορατά, είναι επιτακτική ανάγκη να υπάρχουν και να γίνονται συνεχείς προσπάθειες ως προς την επικοινωνία και τη συνεργασία. Παρά το απογοητευτικό συμπέρασμα της συμφωνίας του Όσλο του 1993 μεταξύ της ΟΑΠ και του Ισραήλ, και παρότι η Συνθήκη Ειρήνης του 1994 μεταξύ Ισραήλ και Ιορδανίας δεν προέβη στην πλήρη εξομάλυνση των σχέσεων με το Ισραήλ, οι δύο αυτές σημαντικές εξελίξεις, θα είχαν ελάχιστες πιθανότητες να υπάρξουν, αν η ανάγκη των καταστάσεων δεν είχε οδηγήσει πιο πριν στις συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ. 26
-Η κριτική των συμφωνιών του Καμπ Ντέιβιντ Για το Ισραήλ, ίσως το πιο προφανές απτό όφελος της συμφωνίας με την Αίγυπτο ήταν μια ειρηνική αμοιβαία συνεννόηση για τα σύνορα, που θα επιτρέψει στο Ισραήλ και κυρίως στο πεδίο των Αμυντικών υνάμεων να μειώσουν τα επίπεδα συναγερμού για τα νοτιοδυτικά σύνορα του Ισραήλ. Παρ όλα αυτά και οι δύο πλευρές, γενικά, συμμορφώθηκαν με τις συμφωνίες του 1978. Στα χρόνια όμως που ακολούθησαν μια κοινή πεποίθηση εμφανίστηκε στο Ισραήλ, ότι η ειρήνη με την Αίγυπτο είναι μια "ψυχρή ειρήνη". Υπάρχουν Ισραηλινοί που θεωρούν ότι η Αίγυπτος είναι προσκολλημένη μόνο σε αυτά που γράφτηκαν και όχι στο πνεύμα της συμφωνίας, και κυρίως με τις ρήτρες που αφορούν την εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Άλλοι πιστεύουν ότι η ειρηνευτική συμφωνία μεταξύ του ισραηλινού λαού και της Αιγύπτου επιτεύχθηκε με τον χαρισματικό Πρόεδρο Anwar El Sadat, και όχι τόσο με το αιγυπτιακό λαό, όπου δεν του έδωσαν την ευκαιρία να αποδεχθεί ή να απορρίψει τη συμφωνία με ελεύθερη ψηφοφορία ή με εκπροσώπηση της πλειοψηφίας. Όπως και να χει όμως, υποστηρίχθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία. Η Συνθήκη εγκρίθηκε από την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο του Ισραήλ, το οποίο έχει πολλές υποψήφιες, πολύ-εκλογικό σύστημα, ενώ η Αίγυπτος είχε ένα ημι-προεδρικό σύστημα με ενιαία υποψήφια κυβέρνηση από το 1953. 27
Κεφάλαιο 3 Η Συμφωνία του Όσλο (1993) Η ειρηνευτική συμφωνία του Όσλο που υπεγράφη τον Σεπτέμβριο του 1993, εισήγαγε, επίσημα πλέον, για πρώτη φορά στην ιστορία του Παλαιστινιακού ζητήματος τη βούληση για αμοιβαία αναγνώριση των δύο εθνικών κινημάτων, καθώς επίσης και την προθυμία τους να επιλυθεί το ζήτημα με πολιτικά μέσα. Σήμερα, σχεδόν τρία χρόνια μετά την έναρξη της Ιντιφάντα του Αλ-Ακσά, η πλειοψηφία των αναλυτών έχει εκδώσει το πιστοποιητικό θανάτου της συμφωνίας του Όσλο. Πριν από δέκα χρόνια υπήρχε διάχυτη μια αισιοδοξία για την επίλυση του ζητήματος. Τι πήγε λάθος και άλλαξε άρδην το πολιτικό τοπίο; Η απάντηση θα πρέπει να αναζητηθεί τόσο στην ουσία της συμφωνίας όσο και στον τρόπο που εφαρμόστηκε. -Τι συνέβη Το Όσλο δημιουργούσε ένα μεταβατικό στάδιο πέντε ετών μέσα στο οποίο θα ήταν δυνατό να εγκατασταθεί μια Παλαιστινιακή Αυτοδιοίκηση υπό την προεδρία του Γιασσέρ Αραφάτ, η οποία θα διαπραγματευόταν μια τελική συμφωνία σχετικά με τη δημιουργία ανεξαρτήτου παλαιστινιακού κράτους. Το πρώτο λάθος ανιχνεύεται στο ότι δεν επήλθε από την αρχή το ελάχιστο της αμοιβαίας κατανόησης των κεφαλαίων που άφηνε ανοικτά το Όσλο, δηλαδή εκείνα που αφορούσαν τα Ιεροσόλυμα, τους πρόσφυγες, τους εποίκους και το ποσοστό εδάφους που θα επέστρεφαν στους Παλαιστινίους. Αυτό δημιούργησε μια μόνιμη εντύπωση ότι στο τέλος το Ισραήλ θα έδινε και οι Παλαιστίνιοι θα έπαιρναν. Αυτό με τη σειρά του κατέστησε το εργατικό κόμμα του Ισραήλ, που υπέγραψε τη συμφωνία του Όσλο, επιρρεπές σε κατηγορίες της αντιπολίτευσης ότι ξεπουλούσε τις νίκες του Ισραήλ στους Αραβο- Ισραηλινούς πολέμους δημιουργώντας ένα πλαίσιο υπονόμευσης των κυβερνήσεων όταν θα διαπραγματεύονταν θέματα ουσίας με τους Παλαιστινίους, όπως στην περίπτωση των συνομιλιών του Καμπ Ντέιβιντ το καλοκαίρι του 2000. Από την άλλη πλευρά, ο Αραφάτ, όσο περνούσε ο καιρός γινόταν και πιο απαιτητικός αγνοώντας τις εσωτερικές αντοχές των κυβερνήσεων των εργατικών. 28
-Η Συμφωνία Η συμφωνία του Όσλο, τουλάχιστον μέχρι την έναρξη της Ιντιφάντα, συνέβαλε στο να παραβλεφθούν πολλές από τις παραμέτρους της σύγκρουσης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Όποτε τα δύο μέρη παρέμεναν σε συνομιλίες η σύγκρουση συμφερόντων και οι διαφορετικές προσεγγίσεις σε θέματα ουσίας έβγαιναν στην επιφάνεια. Την ίδια στιγμή η καχυποψία και η αμοιβαία έλλειψη εμπιστοσύνης γινόταν όλο και πιο έντονη αντί να μειώνεται. Σήμερα, η ισραηλινή πολιτική ηγεσία, ανεξαρτήτως των διαφορών σε επίπεδο στόχων, πιστεύει ότι εξάντλησε όλα εκείνα τα περιθώρια υποχωρήσεων για την προσέγγιση μιας συμφωνίας. Το ίδιο πιστεύει και η παλαιστινιακή ηγεσία. Το αποτέλεσμα είναι η καταφυγή στη μονομερή και εκβιαστική προσπάθεια, αρχικά από τον Αραφάτ και σήμερα από τον Αριέλ Σαρόν, να δημιουργηθούν νέα δεδομένα για να προωθηθεί μια τελική συμφωνία, έτσι πλέον καμία πλευρά δεν θεωρεί το Όσλο ως δεσμευτικό. Παρά την υπογραφή της συμφωνίας, οι πολιτικές ελίτ των δύο πλευρών δεν επέδειξαν την απαιτούμενη προσαρμογή στα νέα δεδομένα με αποτέλεσμα να μην προετοιμάζονται ψυχολογικά για την τελική συμφωνία. Κανένας πρωθυπουργός του Ισραήλ δεν επισκέφθηκε τις παλαιστινιακές περιοχές μετά το Όσλο, καθώς επίσης ο Αραφάτ θεωρείται μέχρι σήμερα ανεπιθύμητο πρόσωπο στο Ισραήλ. Στην εξέλιξη της ειρηνευτικής διαδικασίας οι δύο λαοί αφέθησαν έξω από τη διπλωματική δραστηριότητα με αποτέλεσμα η ειρηνευτική διαδικασία να μην αποκτήσει την αναγκαία αμφίδρομη δυναμική που θα οδηγούσε στην υλοποίηση των προσδοκιών της συμφωνίας του Όσλο. Στο Ισραήλ αυτή η τάση εξεφράσθη με τη δολοφονία του Γίτζχακ Ράμπιν το 1995 και με την εκλογική ήττα του Εχούντ Μπαράκ το 2001, ενώ στην παλαιστινιακή πλευρά εξεφράσθη με την αποτυχία του Αραφάτ να προσαρμόσει τις προσδοκίες του λαού του στις υποχωρήσεις που θα έπρεπε να κάνει για την υπογραφή μιας τελικής συμφωνίας. Η παλαιστινιακή πλευρά παραβίασε την συμφωνία του Όσλο σε τακτικό επίπεδο, δηλαδή ο Αραφάτ κάτω από τον μανδύα της δημιουργίας παλαιστινιακής αστυνομίας προσπάθησε να δημιουργήσει ένα μικρό στρατό και πολλές φορές αρνήθηκε να πάρει αποφασιστικά μέτρα κατά της τρομοκρατικής δράσης της Χαμάς. Το Ισραήλ παραβίασε τη συμφωνία σε 29