ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΓΗ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Οι περιγραφόμενες στο παρόν διαδικασίες έχουν συνταχθεί με βάση το ισχύον νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο και, ειδικότερα, με βάση το ν. 3691/2008, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, την απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς υπ αρ. 1/506/2009, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, την απόφαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς υπ αρ. 34/586/2011 και τις υπ αρ. 41/2009 και 49/2012 Εγκυκλίους της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθώς και με βάση τις εσωτερικές διαδικασίες για την αποφυγή νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας του Ομίλου Amundi. Οι παρούσες διαδικασίες δεσμεύουν όλα τα διευθυντικά στελέχη και τους υπαλλήλους της Εταιρίας. Κατά την εφαρμογή των περιγραφόμενων στην παρούσα διαδικασιών, η Εταιρία λαμβάνει πάντοτε υπόψη της και τις κατευθυντήριες γραμμές της FATF, όπως εκάστοτε δημοσιοποιούνται και ισχύουν. Η Εταιρία διασφαλίζει ότι στις συμβάσεις εξωτερικής ανάθεσης ή στις συμβάσεις που συνάπτει με τρίτους αντισυμβαλλόμενους/διαμεσολαβητές, περιλαμβάνεται ρητά όρος περί πλήρους συμμόρφωσης του τρίτου μέρους με το εκάστοτε ισχύον νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο που διέπει τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Οι σχετικές διαδικασίες που το τρίτο μέρος έχει υιοθετήσει και εφαρμόζει γνωστοποιούνται στην Εταιρία. 1. Επιχειρηματικές σχέσεις της Εταιρίας Η Εταιρία παρέχει στους Πελάτες και ασκεί επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες και δραστηριότητες σύμφωνα με τον καταστατικό της σκοπό. Επίσης η Εταιρία είναι ο αντιπρόσωπος για τη διάθεση στην Ελλάδα μεριδίων/μετοχών των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που τελούν υπό τη διαχείριση της Amundi Paris και της Amundi Luxembourg.Τα μερίδια αυτών των οργανισμών διατίθενται νόμιμα στο επενδυτικό κοινό στην Ελλάδα μέσω δικτύων διάθεσης. Στο πλαίσιο αυτό, οι επιχειρηματικές σχέσεις της Εταιρίας διαμορφώνονται ως εξής: 1.1. Περιπτώσεις στις οποίες η Εταιρία έρχεται σε άμεση επαφή με τον Πελάτη. Αυτό συμβαίνει με τα πρόσωπα στα οποία η Εταιρία παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες, τα οποία είναι αποκλειστικά θεσμικοί/επαγγελματίες πελάτες. Αυτό ενδέχεται να συμβεί και με επενδυτές σε μερίδια ΟΣΕΚΑ που διαχειρίζεται ή αντιπροσωπεύει η Εταιρία στην Ελλάδα σε περίπτωση που λάβει από αυτούς απ ευθείας αιτήσεις συμμετοχής. Στις περιπτώσεις αυτές, η Εταιρία τηρεί και διαχειρίζεται η ίδια τον φάκελο του πελάτη. 1.2. Περιπτώσεις στις οποίες η Εταιρία δεν έρχεται σε άμεση επαφή με τον Πελάτη αλλά χρησιμοποιεί ένα τρίτο μέρος (διαμεσολαβητή), το οποίο συνιστά μέρος του δικτύου διάθεσης των οργανισμών συλλογικών επενδύσεων που η Εταιρία αντιπροσωπεύει. Ο διαμεσολαβητής μπορεί να είναι πιστωτικό ίδρυμα ή εταιρία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών ή εταιρία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ ή ασφαλιστική εταιρία ή ανώνυμη εταιρία επενδυτικής διαμεσολάβησης (ΑΕΕΔ) η οποία εδρεύει σε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε τρίτη χώρα που είναι μέλος της FATF, (πάντοτε στο πλαίσιο και σύμφωνα με τα οριζόμενα στις σχετικές πολιτικές του Ομίλου Amundi), εντός ή εκτός του Ομίλου Amundi. Στην περίπτωση αυτή, η Εταιρία: - Εφόσον η συναλλαγή στους ως άνω οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων γίνεται στο όνομα του Πελάτη: (α) Μπορεί να βασίζεται στον τρίτο αντισυμβαλλόμενο/διαμεσολαβητή για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων (i) της πιστοποίησης και επαλήθευσης της ταυτότητας του Πελάτη και (ii) την πιστοποίηση της ταυτότητας του πραγματικού δικαιούχου ή των πραγματικών δικαιούχων. Η τελική ευθύνη για την εκπλήρωση των εν λόγω υποχρεώσεων του διαμεσολαβητή βαρύνει την Εταιρία. Η Εταιρία θα διασφαλίζει ότι το τρίτο μέρος θα έχει άμεσα διαθέσιμη κάθε πληροφορία που αποκτά εφαρμόζοντας τα μέτρα δέουσας επιμέλειας για τον Πελάτη ή τρίτο για τον οποίο ενεργεί ο Πελάτης, ή για τον πραγματικό δικαιούχο και ότι το τρίτο μέρος θα παρέχει άμεσα στην Εταιρία, κατόπιν αίτησής της, κάθε αντίγραφο της πιστοποίησης και επαλήθευσης της ταυτότητας των ανωτέρω προσώπων που έχει αποκτήσει κατά την εφαρμογή των μέτρων δέουσας επιμέλειας. (β) Μπορεί να αναθέτει στο διαμεσολαβητή την εφαρμογή των μέτρων δέουσας επιμέλειας για λογαριασμό της Εταιρίας συνάπτοντας με αυτόν έγγραφη σύμβαση στην οποία περιγράφονται αναλυτικά τα δικαιώματα
και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών σύμφωνα με το άρθρο 4 της Απόφασης 34/586/26.5.2011 του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. - Εφόσον η συναλλαγή στους ως άνω οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που αντιπροσωπεύει η Εταιρία στην Ελλάδα γίνεται μέσω λογαριασμού «Omnibus» στο όνομα του τρίτου Αντιπροσώπου/Διαμεσολαβητή για λογαριασμό του Πελάτη: Διασφαλίζει αποκλειστικά και μόνο ότι ο τρίτος Αντιπρόσωπος/Διαμεσολαβητής έχει θεσπίσει και εφαρμόζει διαδικασίες δέουσας επιμέλειας σύμφωνα με το εκάστοτε ισχύον νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο που διέπει τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας Στη βάση των ανωτέρω, η Εταιρία θεσπίζει μέτρα δέουσας επιμέλειας τα οποία εφαρμόζει στους Πελάτες της. Πιο συγκεκριμένα: 2. Υποχρεώσεις δέουσας επιμέλειας της Εταιρίας 2.1. Απλουστευμένη δέουσα επιμέλεια: Εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που ο Πελάτης κατατάσσεται ως χαμηλού βαθμού κινδύνου, δηλαδή όταν ο Πελάτης είναι: πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ή πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικός οργανισμός που ευρίσκεται σε τρίτη χώρα η οποία επιβάλλει απαιτήσεις ισοδύναμες προς αυτές που προβλέπει η κοινοτική νομοθεσία και υπόκειται σε εποπτεία όσον αφορά τη συμμόρφωσή του προς τις απαιτήσεις αυτές, εταιρία της οποίας οι κινητές αξίες έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε μία ή περισσότερες οργανωμένες αγορές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 43 του ν. 3606/2007, ή της νομοθεσίας άλλου κράτους-μέλους, συμβατής με τις διατάξεις της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ. εταιρίες που λειτουργούν ως Οργανισμοί Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες, σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 4099/2012, και εταιρίες που λειτουργούν ως Οργανισμοί Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες, εδρεύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και διέπονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας του κράτους της έδρας τους που είναι συμβατές με τις διατάξεις της οδηγίας 2009/65/ΕΚ. ελληνική δημόσια αρχή ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή επιχείρηση ή οργανισμός που ανήκει κατά 51% τουλάχιστον στο Δημόσιο, δημόσιες αρχές ή δημόσιοι οργανισμοί που πληρούν τα ακόλουθα κριτήρια: - τους έχει ανατεθεί δημόσιο λειτούργημα, σύμφωνα με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Συνθήκες για τις Κοινότητες ή το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο, - η ταυτότητά τους είναι δημοσίως γνωστή, διαφανής και καθορισμένη, - οι δραστηριότητες και οι λογιστικές τους πρακτικές είναι διαφανείς - είτε είναι υπόλογοι σε κοινοτικό θεσμικό όργανο ή σε αρχές κράτους-μέλους είτε εφαρμόζονται κατάλληλες διαδικασίες που διασφαλίζουν την εποπτεία και τον έλεγχο της δραστηριότητάς τους. 2.2. Αυξημένη δέουσα επιμέλεια Εφαρμόζεται στις οποίες ο Πελάτης κατατάσσεται ως υψηλού βαθμού κινδύνου, δηλαδή στις παρακάτω περιπτώσεις: πολιτικώς εκτιθέμενα πρόσωπα, πελάτες των οποίων οι λογαριασμοί ανοίγουν χωρίς φυσική παρουσία, μη κάτοικοι,
νομικά πρόσωπα με έδρα χώρα εκτός Ενιαίου Οικονομικού Χώρου και FATF, υπεράκτιες εταιρίες, εταιρίες ειδικού σκοπού, εταιρίες με ανώνυμες μετοχές μη εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά, ενώσεις προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, στερούμενα νομικής προσωπικότητας σχήματα ή οντότητες που διαχειρίζονται κεφάλαια ή άλλες ομάδες περιουσιακών στοιχείων (μεταξύ των οποίων και καταπιστεύματα, ιδρύματα και λογαριασμοί υπέρ τρίτου), πελάτης με έδρα ή δραστηριότητα σε μία από τις χώρες που ο όμιλος Amundi ή CASA θεωρεί ως αυξημένου κινδύνου, κάθε άλλη περίπτωση η οποία κατατάσσεται σε αυτή την κατηγορία από τον Υπεύθυνο Συμμόρφωσης. 2.3. Συνήθης Δέουσα επιμέλεια Εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που ο πελάτης δεν υπάγεται στις περιπτώσεις εφαρμογής της απλουστευμένης ή αυξημένης δέουσας επιμέλειας σύμφωνα με τις παραγράφους 2.1 και 2.2 ανωτέρω, ούτε είναι μη αποδεκτός πελάτης σύμφωνα με την παράγραφο 2.4. Στην περίπτωση της παρούσας παραγράφου, ο πελάτης χαρακτηρίζεται ως μεσαίου κινδύνου. 2.4. Δυνητικά μη αποδεκτοί πελάτες- Διαδικασίες Η προβλεπόμενη στην παρούσα παράγραφο διαδικασία εφαρμόζεται σε δυνητικούς πελάτες: που επιμένουν να είναι ανώνυμοι, που περιλαμβάνονται στους καταλόγους που γνωστοποιούνται στην Εταιρία ή δημοσιοποιούνται από την Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, τα στοιχεία των οποίων, των εκπροσώπων αυτών ή των τελικών δικαιούχων αυτών εμφανίζονται σε μία από τις λίστες της Εταιρίας ή του ομίλου Amundi ή CASA ή των προσώπων που το όνομά τους περιλαμβάνεται στις ειδοποιήσεις που στέλνει κάθε φορά η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, είναι καζίνο και εταιρίες στοιχημάτων, συμπεριλαμβανομένων των εταιριών ηλεκτρονικών στοιχημάτων, που λειτουργούν χωρίς άδεια, είναι νομικά πρόσωπα που παρέχουν υπηρεσίες επενδυτικής και ασφαλιστικής διαμεσολάβησης που λειτουργούν χωρίς άδεια ή δεν εποπτεύονται από αρμόδια εποπτική αρχή, είναι νομικά πρόσωπα ο νόμιμος εκπρόσωπος των οποίων δεν εμφανίζεται στην Εταιρία, είναι εικονικές τράπεζες (shell banks). Στις ανωτέρω περιπτώσεις, η Εταιρία αποφεύγει τη διενέργεια συναλλαγών, την άσκηση δραστηριοτήτων ή την παροχή υπηρεσιών. Κατ εξαίρεση, εφόσον η Εταιρία κρίνει ότι η αποφυγή της διενέργειας, της άσκησης ή της παροχής είναι αδύνατη ή ενδέχεται να εμποδίσει τη δίωξη των πελατών, πραγματικών δικαιούχων ή των προσώπων για λογαριασμό των οποίων ενεργούν οι πελάτες, η Εταιρία εκτελεί τη συναλλαγή, ασκεί τις δραστηριότητες ή παρέχει τις υπηρεσίες, ενημερώνοντας ταυτόχρονα την Εθνική Επιτροπή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, εφαρμόζει δε μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας.
3. Εφαρμογή μέτρων δέουσας επιμέλειας από την Εταιρία Η Εταιρία εφαρμόζει τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη (πλέον των περιπτώσεων της παραγράφου 3.4. στο πλαίσιο της διαρκούς εποπτείας) στις εξής περιπτώσεις: (α) πριν συνάψει ή τροποποιήσει επιχειρηματική σχέση και ιδίως σύμβαση για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών αλλά και κατά τη διάρκεια της επιχειρηματικής σχέσης της με τον Πελάτη, (β) όταν διενεργεί συναλλαγές που ανέρχονται σε ποσό ίσο ή μεγαλύτερο από 15.000 Ευρώ ανεξάρτητα από το αν η συναλλαγή διενεργείται με μία μόνη πράξη ή με περισσότερες μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση, (γ) όταν υπάρχει υπόνοια διάπραξης των αδικημάτων της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όπως τα αδικήματα αυτά ειδικώς ορίζονται στο άρθρο 2 του Ν. 3691/2008 ανεξάρτητα από κάθε παρέκκλιση, εξαίρεση ή κατώτατο όριο ποσού, που προβλέπονται από τις διατάξεις του ως άνω νόμου (δ) όταν υπάρχουν αμφιβολίες για την ακρίβεια, την πληρότητα ή την καταλληλότητα των δεδομένων που έχουν συγκεντρωθεί στο παρελθόν για την πιστοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη, άλλου προσώπου για λογαριασμό του οποίου ενεργεί ο πελάτης και του πραγματικού δικαιούχου ή των πραγματικών δικαιούχων του πελάτη. Η Εταιρία απαγορεύεται να τηρεί μυστικούς, ανώνυμους ή μόνο αριθμημένους λογαριασμόυς που δεν έχουν το πλήρες όνομα του δικαιούχου τους, σύμφωνα με τα έγγραφα πιστοποίησης της ταυτότητας. Η Εταιρία, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν μπορεί να συμμορφωθεί προς τις διαδικασίες της δέουσας επιμέλειας οφείλει να μην εκτελέσει τη συναλλαγή, να διακόψει την επιχειρηματική σχέση με τον πελάτη και να εξετάσει την δυνατότητα υποβολής αναφοράς στην αρμόδια αρχή. 3.1. Εφαρμογή μέτρων συνήθους δέουσας επιμέλειας της Εταιρίας Τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη περιλαμβάνουν τουλάχιστον: (α) την πιστοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη, η οποία γίνεται βάσει εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών που συλλέγονται από ανεξάρτητη και αξιόπιστη πηγή, (β) την πιστοποίηση της ταυτότητας του πραγματικού δικαιούχου ή των πραγματικών δικαιούχων του πελάτη, τη συνεχή επικαιροποίηση των στοιχείων και τη λήψη εύλογων μέτρων, αναλόγως του βαθμού κινδύνου, για επαλήθευση των στοιχείων ταυτότητας τους ώστε να διασφαλίζεται ότι η Εταιρία γνωρίζει τον πραγματικό δικαιούχο ή τους πραγματικούς δικαιούχους. Τα ανωτέρω ισχύουν και για άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου ενεργεί ο πελάτης. Όσον αφορά άλλα νομικά πρόσωπα, εμπιστεύματα (trusts) και ανάλογα νομικά σχήματα, η Εταιρία λαμβάνει εύλογα μέτρα, αναλόγως του βαθμού κινδύνου, για να κατανοήσει τη διάρθρωση της κυριότητας και του ελέγχου του πελάτη. Ως κίνδυνος νοείται η σοβαρή πιθανότητα εμπλοκής του πελάτη σε διάπραξη ή απόπειρα διαπράξεως αδικήματος των άρθρων 2 και 3 του ν. 3691/2008, (γ) την μέριμνα της Εταιρίας, παράλληλα και πέραν των στοιχείων πιστοποίησης και επαλήθευσης ταυτότητας που περιέρχονται σε αυτήν από τρίτα μέρη, για την απευθείας λήψη από τον πελάτη ή τον πραγματικό δικαιούχο πρόσθετων στοιχείων και πληροφοριών που κρίνονται απαραίτητες για τη διαμόρφωση και επικαιροποίηση του οικονομικού/συναλλακτικού προφίλ του πελάτη, (δ) την αντιπαραβολή των στοιχείων των πελατών και δυνητικών πελατών με κατάλογο υπόπτων προσώπων που τηρείται τόσο από την ίδια την Εταιρία όσο και σε επίπεδο του ομίλου Amundi ή CASA, με βάση τις σχετικές Οδηγίες και κανονισμούς της Ε.Ε. και αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε. Ο κατάλογος συμπληρώνεται επίσης από ανακοινώσεις των αρμόδιων αρχών, δημοσιεύματα και άλλες πηγές για τον εντοπισμό ύποπτων προσώπων, (ε) τη συλλογή πληροφοριών για το σκοπό και τη σκοπούμενη φύση της επιχειρηματικής σχέσης ή σημαντικών συναλλαγών ή δραστηριοτήτων του πελάτη ή του πραγματικού δικαιούχου και την επαλήθευση των εισοδημάτων των ανωτέρω από τα πιστωτικά ιδρύματα με βάση προσκομιζόμενο πρόσφατο εκκαθαριστικό σημείωμα φορολογίας εισοδήματος, πλην των περιπτώσεων που ο πελάτης δεν υποχρεούται να υποβάλει δήλωση φόρου εισοδήματος,
(στ) τη δημιουργία του οικονομικού/συναλλακτικού προφίλ του πελάτη, στο οποίο περιλαμβάνονται τουλάχιστον: - ο σκοπός για τον οποίο ανοίγεται ο επενδυτικός λογαριασμός, - το προβλεπόμενο ύψος των κεφαλαίων προς επένδυση, - τα είδη των συναλλαγών που μπορεί να γίνουν, - ο τραπεζικός λογαριασμός στον οποίο τα κεφάλαια επιστρέφονται, - οι πηγές και το μέγεθος των εισοδημάτων και των περιουσιακών στοιχείων του πελάτη και - η περιγραφή της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας του πελάτη. (ζ) την άσκηση συνεχούς εποπτείας όσον αφορά την επιχειρηματική σχέση, με ενδελεχή εξέταση των συναλλαγών και δραστηριοτήτων των ως άνω προσώπων καθ` όλη τη διάρκεια της επιχειρηματικής σχέσης, προκειμένου η Εταιρία να διαπιστώνει ότι οι συναλλαγές ή δραστηριότητες συνάδουν με τις γνώσεις που έχει για τον πελάτη και τον πραγματικό δικαιούχο, τις επαγγελματικές δραστηριότητες τους και τα χαρακτηριστικά του εκτιμώμενου κινδύνου και εφόσον απαιτείται, την προέλευση των κεφαλαίων. Η Εταιρία διασφαλίζει επιπλέον την τήρηση ενημερωμένων εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών. Τα μέτρα δέουσας επιμέλειας αφορούν όλους τους δικαιούχους σε περίπτωση κοινού λογαριασμού. Σε περίπτωση άμεσης επαφής με Πελάτη (και όχι μέσω δικτύου διαμεσολαβητή), ο αρμόδιος Σύμβουλος Πελατείας που έρχεται σε επαφή με τον πελάτη οφείλει: - Να συμπληρώσει το έντυπο «γνώρισε τον πελάτη σου» - Να συγκεντρώσει το σύνολο των νομιμοποιητικών εγγράφων σύμφωνα με τις οδηγίες του Ομίλου αναφορικά με την κατηγορία στην οποία ανήκει ο Πελάτης - Να συμπληρώσει το ερωτηματολόγιο καταλληλότητας του πελάτη Τα στοιχεία αυτά χρησιμοποιούνται για την καταχώριση και ενημέρωση του αρχείου Πελατών που τηρεί η Εταιρία σε ηλεκτρονική μορφή και αντιπαραβάλλονται με τις βάσεις δεδομένων που χρησιμοποιεί η Εταιρία. Ο Υπεύθυνος Συμμόρφωσης της Εταιρίας, καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο από τον Υπεύθυνο Συμμόρφωσης, έχει ανά πάσα στιγμή πρόσβαση στα εν λόγω στοιχεία. Σε περίπτωση που συγκεκριμένα έγγραφα δεν έχουν υποβληθεί ο αρμόδιος Σύμβουλος Πελατείας αποστέλλει ανά τακτά χρονικά διαστήματα υπενθυμίσεις στον Πελάτη. Ειδικότερα κάθε αρχείο νέου Πελάτη υπόκειται στην ακόλουθη διαδικασία έγκρισης πριν την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε αυτόν: Ο αρμόδιος Σύμβουλος Πελατείας συγκεντρώνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία. Ο Διευθυντής Πωλήσεων επιβεβαιώνει ότι ο ανωτέρω αρμόδιος Σύμβουλος Πελατείας ακολούθησε όλες τις διαδικασίες αναγνώρισης του πελάτη μέσω της ηλεκτρονικής εφαρμογής. Ο Υπεύθυνος Συμμόρφωσης ελέγχει και πιστοποιεί ότι όντως ενημερώθηκε ο φάκελος του πελάτη. Ο Διευθύνων Σύμβουλος λαμβάνει την τελική απόφαση σε περίπτωση αμφιβολίας ή διαφωνίας. Η Εταιρία, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν μπορεί να συμμορφωθεί προς τις διαδικασίες της δέουσας επιμέλειας οφείλει να μην εκτελέσει τη συναλλαγή, να διακόψει την επιχειρηματική σχέση με τον πελάτη και να εξετάσει την δυνατότητα υποβολής αναφοράς στον αρμόδιο φορέα για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. Ο Πελάτης οφείλει επίσης σε κάθε σύμβαση που υπογράφει με την Εταιρία να βεβαιώνει ρητά μέσω όρου της σχετικής σύμβασης ότι τα κεφάλαιά του επί των οποίων η Εταιρία θα του παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες είναι νόμιμα και όχι προϊόν εγκληματικής δραστηριότητας ή σχετιζόμενα με την τρομοκρατία.
3.2. Εφαρμογή μέτρων απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας της Εταιρίας Η Εταιρία συγκεντρώνει, σε κάθε περίπτωση, επαρκείς πληροφορίες ώστε να κρίνει εάν ο πελάτης μπορεί να εξαιρεθεί από την εφαρμογή των μέτρων συνήθους δέουσας επιμέλειας. Σημειώνεται ότι τα μέτρα απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας δεν εφαρμόζονται σε καμία περίπτωση όταν ο Πελάτης εδρεύει ή δραστηριοποιείται σε χώρες στις οποίες έχουν επιβληθεί εμπορικές ή οικονομικές κυρώσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή τις ΗΠΑ, ή οι οποίες περιλαμβάνονται στις χώρες, που ο όμιλος Amundi ή CASA θεωρεί ως αυξημένου κινδύνου. Για το σκοπό αυτό με τη διαδικασία που προβλέπεται ανωτέρω συμπληρώνεται το έντυπο «γνώρισε τον πελάτη σου», από το οποίο προκύπτει ότι ο πελάτης υπόκειται στο καθεστώς χαμηλού κινδύνου και άρα στις διαδικασίες απλουστευμένης δέουσας επιμέλειας. Ζητούνται: - Έγγραφα από τα οποία προκύπτει η νομιμοποίηση των εκπροσώπων του Πελάτη καθώς και των προσώπων που είναι αρμόδια για το χειρισμό του λογαριασμού του Πελάτη. - Δείγματα Υπογραφών - Επιβεβαίωση του καθεστώτος του Πελάτη ως εποπτευόμενου προσώπου ή εισηγμένης εταιρίας. (Τα στοιχεία αυτά μπορεί να προκύπτουν και από την ιστοσελίδα της αρμόδιας αρχής). Ερωτηματολόγιο καταλληλότητας του Πελάτη 3.3. Εφαρμογή μέτρων αυξημένης δέουσας επιμέλειας της Εταιρίας Η Εταιρία εφαρμόζει, ανάλογα με το βαθμό κινδύνου, αυξημένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, επιπλέον των μέτρων που αναφέρονται στην παράγραφο 3.1, στις περιπτώσεις οι οποίες, λόγω της φύσης τους, μπορούν να παρουσιάσουν υψηλότερο κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η Εταιρία εξετάζει με ιδιαίτερη προσοχή κάθε προϊόν ή συναλλαγή που ενδέχεται να ευνοήσει την ανωνυμία και η οποία από τη φύση της ή από στοιχεία που αφορούν το πρόσωπο ή την ιδιότητα του συναλλασσόμενου μπορεί να συνδεθεί με σχέδια διάπραξης των αδικημάτων του άρθρου 2 του ν. 3691/2008 και λαμβάνει μέτρα για την αποτροπή αυτού του κινδύνου. Σε κάθε περίπτωση, η Εταιρία εφαρμόζει αυξημένα μέτρα δέουσας επιμέλειας στις περιπτώσεις που αναλυτικά περιγράφονται ανωτέρω υπό 2.2., στην περίπτωση των δυνητικά μη αποδεκτών πελατών κατά τα οριζόμενα ανωτέρω υπό 2.4., καθώς και σε περιπτώσεις: α) επιχειρηματικών σχέσεων και συναλλαγών που ενέχουν αυξημένο κίνδυνο φοροδιαφυγής και β) συναλλαγών ή δραστηριοτήτων, οι οποίες από τη φύση τους ή από τα στοιχεία που αφορούν το πρόσωπο ή την ιδιότητα του συναλλασσόμενου θα μπορούσαν να συνδεθούν με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, εφαρμόζοντας τους ακόλουθους κανόνες, κατά περίπτωση: 3.3.1. Μη φυσική παρουσία πελάτη Όταν ο πελάτης δεν είναι παρών για να εξακριβωθεί η ταυτότητά του, η Εταιρία προβαίνει στην εξακρίβωση της ταυτότητας του πελάτη με πρόσθετα αποδεικτικά έγγραφα, δεδομένα ή πληροφορίες, όπως ενδεικτικά: διασφαλίζει ότι η ταυτότητα του Πελάτη επαληθεύεται με πρόσθετα αποδεικτικά έγγραφα, δεδομένα και πληροφορίες, λαμβάνει συμπληρωματικά μέτρα για την εξακρίβωση ή πιστοποίηση των υποβληθέντων στοιχείων, λαμβάνει επιβεβαιωτική πιστοποίηση από δημόσια αρχή, πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό που λειτουργεί σε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζητά η πρώτη πληρωμή, στο πλαίσιο της επιχειρηματικής σχέσης ή κάθε πληρωμή στο πλαίσιο των μεμονωμένων συναλλαγών, να πραγματοποιηθεί μέσω λογαριασμού ο οποίος έχει ανοιχθεί στο όνομα του πελάτη και τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα που λειτουργεί σε χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επαληθεύει ότι η εταιρία ή ο οργανισμός κατ αρχήν λειτουργεί στην διεύθυνση των γραφείων διαχείρισης που έχει δηλωθεί. 3.3.2. Πολιτικώς Εκτεθειμένα Πρόσωπα
Όταν η Εταιρία προβαίνει σε συναλλαγές ή συνάπτει επιχειρηματικές σχέσεις με πολιτικώς εκτιθέμενα πρόσωπα, όπως αυτά αναλυτικά περιγράφονται στο άρθρο 22 του ν. 3691/2008, οφείλει: να καθορίζει εάν ο πελάτης είναι πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο. Για το σκοπό αυτό ελέγχονται τόσο τα στοιχεία του πελάτη φυσικού προσώπου, όσο και τα στοιχεία των εκπροσώπων νομικού προσώπου και πραγματικών δικαιούχων, να απαιτεί την έγκριση από ανώτερα διοικητικά στελέχη για τη σύναψη επιχειρηματικών σχέσεων με τους πελάτες αυτούς, να λαμβάνει επαρκή μέτρα για να καθορίσει την προέλευση των κεφαλαίων τα οποία αφορά η επιχειρηματική σχέση ή η συναλλαγή, να διενεργεί αυξημένη και συνεχή παρακολούθηση της επιχειρηματικής σχέσης. Εφόσον ένα πρόσωπο της παρούσας κατηγορίας έχει πάψει να κατέχει δημόσιο λειτούργημα με την παράγραφο 1 του άρθρου 22 του ν. 3691/2008 κατ ελάχιστο για την περίοδο ενός έτους η Εταιρία παύει να το θεωρεί ως πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο. 3.3.3. Επιχειρηματικές σχέσεις και συναλλαγές που ενέχουν αυξημένο κίνδυνο φοροδιαφυγής. Α. Διαδικασίες που εφαρμόζει η Εταιρία. Η Εταιρία επιδεικνύει αυξημένη δέουσα επιμέλεια, εξετάζει με ιδιαίτερη προσοχή τις συναλλαγές και εφαρμόζει διαδικασίες συνεχούς παρακολούθησης επιχειρηματικών σχέσεων και συναλλαγών φυσικών ή νομικών προσώπων, τα οποία, σύμφωνα με τα κατωτέρω αναφερόμενα κριτήρια, ενέχουν αυξημένο κίνδυνο διάπραξης φοροδιαφυγής ή νομιμοποίησης του προκύπτοντος από το αδίκημα αυτό οφέλους. Τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη της η Εταιρία, σύμφωνα με την προηγούμενη πρόταση, έχουν ως ακολούθως: πηγή εισοδήματος φυσικού προσώπου (πχ ελεύθερο επάγγελμα, μισθωτές υπηρεσίες, επιτήδευμα κλπ). κλάδος ή είδος επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητας πελάτη. νομική μορφή και χώρα που εδρεύει το νομικό πρόσωπο. αριθμός και ύψος των καταθέσεων και αναλήψεων σε μετρητά στους επενδυτικούς λογαριασμούς του πελάτη. σημαντική απόκλιση του οικονομικού/συναλλακτικού προφίλ του πελάτη σε σχέση με τα κεφάλαια που διακινεί. πελάτες για τους οποίους έχει ληφθεί από φορολογικές, τελωνειακές, δικαστικές ή διωκτικές αρχές, αίτημα παροχής στοιχείων ή επιβολής προσωρινών μέτρων, καθώς και τους άμεσους συγγενείς τους και τους στενούς συνεργάτες τους. δημοσιευμένες εκθέσεις ή μελέτες ή στατιστικά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, αρμόδιων δημόσιων υπηρεσιών ή ανεξάρτητων αρχών (περιλαμβανομένης της Αρχής του άρθρου 7 του ν. 3691/2008), καθώς και αναγνωρισμένων εθνικών ή διεθνών οργανισμών ή ερευνητικών κέντρων σχετικά με τα εισοδήματα και τους παρακρατούμενους φόρους που δηλώνουν ή αποδίδουν οι φορολογούμενοι στην Ελλάδα, μηχανισμούς φοροδιαφυγής και ύποπτες συναλλαγές σχετιζόμενες με τη φοροδιαφυγή. Β. Ύποπτες συναλλαγές/δραστηριότητες που ενδεχομένως συνδέονται ή σχετίζονται με φοροδιαφυγή 1. Πελάτης απρόθυμος να προσκομίσει το εκκαθαριστικό σημείωμα της φορολογικής δήλωσης φυσικού προσώπου ή την υποβληθείσα δήλωση φορολογίας εισοδήματος νομικού προσώπου ως προαπαιτούμενο για την διαμόρφωση του οικονομικού/συναλλακτικού του προφίλ, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις εκ μέρους της Εταιρίας. 2. Υπάρχουν πληροφορίες από εξωτερική πηγή (τοπική κοινωνία, μέσα ενημέρωσης, κλπ) ότι πελάτης εμπλέκεται σε δραστηριότητες που πιθανώς συνδέονται με φοροδιαφυγή ή ότι ο τρόπος διαβίωσής του είναι δυσανάλογα πολυτελής σε σχέση με τα προκύπτοντα, από τη φορολογική του δήλωση, στοιχεία.
3. Πραγματοποιούνται καταθέσεις στον επενδυτικό λογαριασμό πελάτη φυσικού προσώπου ιδιοκτήτη εταιρίας, που δεν είναι συμβατές με το ύψος του δηλωθέντος εισοδήματός του ή με τον τόπο κατοικίας του, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται υπόνοιες ότι οι καταθέσεις αυτές ενδεχομένως σχετίζονται με αποκρυβείσες πωλήσεις της εταιρίας του ή άλλα εταιρικά γεγονότα. 4. Διενεργούνται σημαντικού ύψους συναλλαγές σε επενδυτικό λογαριασμό πελάτη για τον οποίο η Εταιρία έχει λάβει αιτήματα από φορολογικές, τελωνειακές, δικαστικές ή διωκτικές αρχές, για την παροχή στοιχείων ή την επιβολή προσωρινών μέτρων διασφάλισης του Δημοσίου, ή σε επενδυτικούς λογαριασμούς μελών της οικογένειάς του ή στενών συνεργατών του. 5. Η συναλλακτική δραστηριότητα πελάτη για τον οποίο έχουν έρθει σε γνώση της Εταιρίας αιτήματα από φορολογικές, τελωνειακές, δικαστικές ή διωκτικές αρχές, για την παροχή στοιχείων ή την επιβολή μέτρων διασφάλισης του Δημοσίου, μεταφέρεται σε νέο επενδυτικό λογαριασμό που ανήκει στον ίδιο ή σε μέλη της οικογένειάς του ή σε στενούς συνεργάτες του ή σε εταιρεία που ανήκει, διοικείται ή εκπροσωπείται από αυτόν. 6. Διενεργούνται αλλεπάλληλες επενδύσεις σε μετοχές που δίνουν μέρισμα, ώστε να εμφανίζεται εισόδημα, χωρίς όμως να προκύπτει πραγματικό οικονομικό όφελος. 7. Ενδείξεις από το επόμενο εκκαθαριστικό σημείωμα της φορολογίας εισοδήματος του πελάτη ότι έχουν χρησιμοποιηθεί επιλεκτικά μόνο κερδοφόρα πινακίδια συναλλαγών για να δηλωθεί αυξημένο αφορολόγητο εισόδημα. 3.3.5. Συναλλαγές ή δραστηριότητες, οι οποίες από τη φύση τους ή από τα στοιχεία που αφορούν το πρόσωπο ή την ιδιότητα του συναλλασσόμενου θα μπορούσαν να συνδεθούν με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Η Εταιρία εξετάζει με ιδιαίτερη προσοχή κάθε συναλλαγή ή δραστηριότητα, η οποία από τη φύση της ή από τα στοιχεία που αφορούν το πρόσωπο ή την ιδιότητα του συναλλασσομένου μπορεί να συνδεθεί με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Στις συναλλαγές αυτές περιλαμβάνονται ιδίως οι πολύπλοκες ή ασυνήθιστα μεγάλες συναλλαγές και όλα τα ασυνήθιστα είδη συναλλαγών που πραγματοποιούνται χωρίς προφανή οικονομικό ή σαφή νόμιμο λόγο. Στις ανωτέρω περιπτώσεις, η Εταιρία ακολουθεί την εξής διαδικασία: (α) ενημερώνεται άμεσα ο Υπεύθυνος Συμμόρφωσης της Εταιρίας, ο οποίος συντάσσει ειδική έκθεση και εξετάζει την αναγκαιότητα υποβολής αναφοράς στην Εθνική Επιτροπή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και (β) αποφεύγεται η διενέργεια της συναλλαγής, η άσκηση της δραστηριότητας ή η παροχή της υπηρεσίας εκτός εάν κριθεί από τον Υπεύθυνο Συμμόρφωσης ότι η αποφυγή της διενέργειας, της άσκησης ή της παροχής είναι αδύνατη ή ενδέχεται να εμποδίσει τη δίωξη των πελατών, των πραγματικών δικαιούχων ή των προσώπων για λογαριασμό των οποίων ενεργούν οι πελάτες, οπότε η Εταιρία εκτελεί τη συναλλαγή, ασκεί τη δραστηριότητα ή παρέχει την υπηρεσία, ενημερώνοντας όμως ταυτόχρονα την Εθνική Επιτροπή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες. 3.4. Εφαρμογή μέτρων δέουσας επιμέλειας σε νομικά πρόσωπα. Όταν ο πελάτης είναι νομικό πρόσωπο, εξαιρουμένων των αναφερομένων ανωτέρω υπό 2.1., η Εταιρία οφείλει να διαπιστώσει τον τρόπο λειτουργίας του καθώς και ποιος ασκεί ουσιαστικά τον έλεγχο σε αυτό. (α) Όταν ο πελάτης είναι εταιρία, η Εταιρία τουλάχιστον διαπιστώνει την πραγματική ταυτότητα και την οικονομική κατάσταση των πραγματικών δικαιούχων της εταιρίας πριν το άνοιγμα του λογαριασμού, με τη βοήθεια αξιόπιστων και ανεξάρτητων πηγών και αν υπάρξει αλλαγή στους πραγματικούς δικαιούχους εξετάζει τη συνέχιση της επιχειρηματικής σχέσης. (β) Όταν ο πελάτης είναι υπεράκτια εταιρία (offshore), η Εταιρία πέραν των μέτρων της προηγούμενης παραγράφου λαμβάνει κατά τη σύναψη επιχειρηματικών σχέσεων και ιδίως κατά την κατάρτιση της σύμβασης παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, δήλωση του πελάτη σχετικά με την ταυτότητα του πραγματικού δικαιούχου και την σχέση που συνδέει τον πελάτη με τον πραγματικό δικαιούχο. Για τον καθορισμό των χωρών στις οποίες λειτουργούν εξωχώριες εταιρείες λαμβάνεται υπόψη η απόφαση του Υφυπουργού Οικονομικών 1108437/2565/ΔΟΣ (ΦΕΚ Β. 1590/16.11.2005). Ο Υπεύθυνος Συμμόρφωσης
παρακολουθεί την εξέλιξη της απόφασης αυτής και ενημερώνει την Εταιρία για το σχετικό κατάλογο των χωρών. Η Εταιρία εφαρμόζει τα μέτρα δέουσας επιμέλειας και ως προς τον πραγματικό δικαιούχο. (γ) Όταν ο πελάτης είναι νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, η Εταιρία: (i) βεβαιώνεται για τη νομιμότητα των καταστατικών σκοπών του πελάτη, (ii) διασφαλίζει ότι η επιχειρηματική σχέση ή οι συναλλαγές εμπίπτουν στους καταστατικούς σκοπούς του πελάτη. (δ) Για νομικά πρόσωπα, ή καταπιστεύματα τα οποία υπόκεινται σε μέτρα αυξημένης δέουσας επιμέλειας, ζητούνται επιπρόσθετα τα εξής στοιχεία: Τα στοιχεία των κυρίως μετόχων της εταιρίας. Βεβαίωση πραγματικού δικαιούχου υπογεγραμμένη από τον νόμιμο εκπρόσωπο Δείγμα υπογραφών και λοιπά νομιμοποιητικά έγγραφα για τους νόμιμους εκπροσώπους. Η τελευταία ετήσια έκθεση ΔΣ ή οι τελευταίες ετήσιες οικονομικές καταστάσεις. 3.5. Διαρκής εποπτεία Η Εταιρία εφαρμόζει τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας και ως προς υφιστάμενους πελάτες σε περιοδική βάση ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου κάθε πελάτη καθώς και σε έκτακτη βάση την κατάλληλη χρονική στιγμή. Τα στελέχη της Διεύθυνσης Πωλήσεων και ιδίως οι Σύμβουλοι Πελατείας θα πρέπει να βρίσκονται σε διαρκή επαφή με τον Πελάτη ή τον πραγματικό δικαιούχο και να επικαιροποιούν τα έγγραφα που έχουν συγκεντρώσει. Ειδικότερα: Ως προς τους υφιστάμενους πελάτες, τα μέτρα δέουσας επιμέλειας εφαρμόζονται στις περιπτώσεις υψηλού κινδύνου ανά τρία έτη, ενώ στις περιπτώσεις μεσαίου ή χαμηλού κινδύνου ανά 5 έτη. Για τους πελάτες, οι οποίοι είναι νομικά πρόσωπα, τα κάτωθι έγγραφα πρέπει να επικαιροποιούνται ετησίως (τακτική επικαιροποίηση): Εκπροσώπηση νομικού προσώπου Δείγματα υπογραφών, και Ερωτηματολόγιο καταλληλότητας Με τη συμπλήρωση ενός έτους από την ημερομηνία έγκρισης και διενέργειας της αρχικής συναλλαγής, η Διεύθυνση Πωλήσεων συγκεντρώνει από τους πελάτες τα στοιχεία που πρέπει να επικαιροποιηθούν κατά τη διαδικασία της τακτικής επικαιροποίησης. Τα αρμόδια στελέχη συμπληρώνουν εκ νέου τα ερωτηματολόγια καταλληλότητας ανά πελάτη, αναφέροντας όλες τις σημαντικές αλλαγές ανά πελάτη τις οποίες γνωρίζουν. Μετά την επικαιροποίηση τους, τα επικαιροποιημένα ερωτηματολόγια υπογράφονται από τον Διευθυντή Πωλήσεων και καταχωρούνται στο ηλεκτρονικό αρχείο της Εταιρίας. Επιπλέον η Διεύθυνση Πωλήσεων αποστέλλει ετησίως σε κάθε πελάτη επιστολή με την οποία του ζητούν τα προς επικαιροποίηση στοιχεία (εφόσον υπάρχει αλλαγή στα νομιμοποιητικά έγγραφα του πελάτη). Στην επιστολή αναφέρεται ρητά ότι εφόσον ο πελάτης δεν απαντήσει εντός 30 ημερών θεωρείται ότι καμία αλλαγή δεν έχει συντελεστεί. Γ. Εφαρμογή μέτρων δέουσας επιμέλειας σε έκτακτη βάση: Τα μέτρα δέουσας επιμέλειας θα εφαρμόζονται επίσης εκτάκτως την κατάλληλη χρονική στιγμή. Ως κατάλληλη χρονική στιγμή για την έκτακτη εφαρμογή των μέτρων θεωρούνται ενδεικτικά οι περιπτώσεις κατά τις οποίες: - ο πελάτης κάνει μία σημαντική για τα δεδομένα του συναλλαγή, - επέρχεται ουσιαστική αλλαγή στα στοιχεία του πελάτη,
- αλλάζει ο τρόπος που κινείται ο λογαριασμός του πελάτη και - η Εταιρία αντιλαμβάνεται ότι λείπουν αρκετές πληροφορίες για υφιστάμενο πελάτη. Όλα τα επικαιροποιημένα στοιχεία και πληροφορίες καθώς και τα σχετικά έγγραφα θα καταχωρούνται στο ηλεκτρονικό αρχείο της Εταιρίας, υπεύθυνη δε για την επικαιροποίηση του εν λόγω αρχείου παραμένει η Διεύθυνση Πωλήσεων. 4. Εφαρμογή των μέτρων δέουσας επιμέλειας από τρίτα μέρη Επιλογή διαμεσολαβητών 4.1. Η Εταιρία δύναται, στο πλαίσιο καλύτερης και αποτελεσματικότερης άσκησης των καθηκόντων της, να βασίζεται σε τρίτα μέρη για την εκπλήρωση της υποχρέωσης δέουσας επιμέλειας ως προς την πιστοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη και του/των πραγματικού/ών δικαιούχου/ων. Το τρίτο μέρος πρέπει να έχει ως δικό του πελάτη τον πελάτη της Εταιρίας και να ασκεί διαρκώς τη δέουσα επιμέλεια σύμφωνα με το ν. 3691/2008. Ωστόσο, η τελική ευθύνη για την εκπλήρωση των ανωτέρω υποχρεώσεων βαρύνει σε κάθε περίπτωση την Εταιρία. Ειδικότερα, η Εταιρία δύναται να βασίζεται σε τρίτα μέρη, κατά τα ανωτέρω, ως προς τις εξής ενέργειες: α) Συγκέντρωση όλων των εγγράφων που αφορούν στην πιστοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας των φυσικών και νομικών προσώπων, που απευθύνονται ως πελάτες στην Εταιρία και είτε είναι ήδη πελάτες του τρίτου προσώπου είτε προτίθενται να καταστούν, και ταυτόχρονα γίνονται και πελάτες της Εταιρίας, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις πολιτικές και διαδικασίες για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που το πρόσωπο αυτό έχει υιοθετήσει και τις οποίες οφείλει να γνωστοποιεί στην Εταιρία. β) Πιστοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη βάσει εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών από αξιόπιστες και ανεξάρτητες πηγές. γ) Πιστοποίηση της ταυτότητας του πραγματικού δικαιούχου ή των πραγματικών δικαιούχων, εφόσον ο Πελάτης είναι εταιρία, και ειδικότερα εξωχώρια εταιρία, ή εταιρία του Ν. 89/67, όπως αυτός ισχύει, ή για εταιρία ειδικού σκοπού, επικαιροποίηση των στοιχείων και λήψη εύλογων μέτρων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στις πολιτικές και διαδικασίες για την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας του προσώπου αυτού, όπως έχουν κοινοποιηθεί στην Εταιρία, ώστε να διασφαλίζεται ότι είναι γνωστό το/τα πρόσωπο/α του/των πραγματικού/ών δικαιούχου/ων. δ) Έλεγχος της ταυτότητας κάθε πελάτη μέσω πρόσβασης σε ηλεκτρονικό κατάλογο προσώπων ή οντοτήτων υποκείμενων σε περιοριστικά μέτρα, που εκδίδονται βάσει σχετικών Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ο οποίος συμπληρώνεται και επικαιροποιείται σε διαρκή βάση. Ο έλεγχος αφορά σε πελάτες που εισάγονται στην Εταιρία μέσω του προσώπου αυτού και γίνεται κατά το χρόνο εισαγωγής, οπότε ξεκινά και η συναλλακτική σχέση, ενώ σε τακτική βάση ελέγχεται η ταυτότητα του συνόλου των πελατών αυτών, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν κάποιος από τους υπάρχοντες πελάτες έχει ενταχθεί στον ως άνω κατάλογο. Ο έλεγχος της ταυτότητας των Πελατών με βάση τον ως άνω κατάλογο πραγματοποιείται από το τρίτο πρόσωπο και για τα πολιτικώς εκτιθέμενα πρόσωπα. 4.2. Ως «τρίτα μέρη» νοούνται α) τα πιστωτικά ιδρύματα, β) οι εταιρίες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών, γ) οι εταιρίες διαχείρισης αμοιβαίων κεφαλαίων και δ) οι ασφαλιστικές εταιρίες που ασκούν ασφαλίσεις ζωής ή/και παρέχουν υπηρεσίες σχετιζόμενες με επενδύσεις, μόνο ως προς τους ασφαλιστικούς διαμεσολαβητές, που εδρεύουν σε κράτος-μέλος της Ε.Ε. ή σε τρίτη χώρα - μέλος της Ομάδας Χρηματοοικονομικής Δράσης (F.A.T.F.). Το «τρίτο μέρος» πρέπει να είναι πρόσωπο εποπτευόμενο από αρμόδια εθνική αρχή και να υπόκειται σε καθεστώς ελέγχου ως προς την τήρηση των απορρεουσών από το ν. 3691/2008 υποχρεώσεων. Ειδικότερα, η επιλογή του προσώπου στο οποίο η Εταιρία βασίζεται για την εκπλήρωση της υποχρέωσης δέουσας επιμέλειας, κατά τα ανωτέρω οριζόμενα, γίνεται κατόπιν αξιολόγησης της νομιμότητας λειτουργίας του στο πλαίσιο άσκησης των δραστηριοτήτων του, της καταλληλότητας, εμπειρίας, επάρκειας και εκπαίδευσης του προσωπικού που το πρόσωπο αυτό χρησιμοποιεί, της οικονομικής του κατάστασης, των εσωτερικών κανόνων που διέπουν τη λειτουργία του, με ιδιαίτερη έμφαση στην εξέταση και αξιολόγηση των εσωτερικών διαδικασιών που έχει υιοθετήσει και εφαρμόζει για την καταπολέμηση τη νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. 4.3. Η Εταιρία μπορεί να αναγνωρίζει και να βασίζεται στο αποτέλεσμα των διαδικασιών δέουσας επιμέλειας ως προς πελάτη σύμφωνα με την παράγραφο 4.1 εφόσον τα τρίτα μέρη δεσμεύονται α) να έχουν άμεσα διαθέσιμη κάθε πληροφορία που αποκτούν κατά την εφαρμογή των μέτρων δέουσας επιμέλειας για τον πελάτη, τυχόν τρίτο για λογαριασμό του οποίου ενεργεί ο πελάτης και τον πραγματικό δικαιούχο και β) να θέτουν αμέσως στη διάθεση της Εταιρίας, κατόπιν αίτησης της τελευταίας, κάθε
αντίγραφο της πιστοποίησης και επαλήθευσης της ταυτότητας των ανωτέρω προσώπων που απέκτησαν κατά την εφαρμογή των μέτρων δέουσας επιμέλειας. 4.4. Το πρόσωπο που αναλαμβάνει την εκπλήρωση των ανωτέρω υποχρεώσεων, οφείλει να αποστέλλει άμεσα, χωρίς καμία καθυστέρηση, στην Εταιρία, τα αποτελέσματα των ελέγχων που πραγματοποιούνται και κατά την έναρξη της σχέσης με τον πελάτη και κατά τη διάρκεια των τακτικών ελέγχων, εφόσον προκύψουν ευρήματα. 4.5. Ο Υπεύθυνος Συμμόρφωσης διαπιστώνει τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παραγράφου 4 και την πλήρη συμμόρφωση του τρίτου μέρους τόσο με την ισχύουσα νομοθεσία όσο και με τις συμβατικές του υποχρεώσεις. 4.6. Αν για οποιονδήποτε λόγο διακοπεί η επιχειρηματική σχέση του τρίτου μέρους με τον πελάτη, η Εταιρία προβαίνει η ίδια σε επαλήθευση των στοιχείων της ταυτότητας του πελάτη και εφαρμόζει όλα τα προβλεπόμενα μέτρα δέουσας επιμέλειας. 4.7. Δεν θεωρούνται τρίτα μέρη νομικά πρόσωπα που συνδέονται με την Εταιρία με σχέση εξωτερικής ανάθεσης (outsourcing) και αντιπροσώπευσης (agency). 5. Ανάθεση μέτρων δέουσας επιμέλειας σε φορείς παροχής εξωτερικής υπηρεσίας ή αντιπροσώπους 5.1. H Εταιρία δύναται, στο πλαίσιο της καλύτερης και αποτελεσματικότερης άσκησης των καθηκόντων της, να αναθέτει, δυνάμει σχετικής έγγραφης σύμβασης ανάθεσης, την εφαρμογή των μέτρων δέουσας επιμέλειας, στο σύνολό τους, σε φορέα παροχής εξωτερικής υπηρεσίας (ήτοι το νομικό πρόσωπο που είναι επιλέξιμο σύμφωνα με το άρθρο 23 του ν. 3691/2008, στο οποίο έχει ανατεθεί η εφαρμογή των μέτρων δέουσας επιμέλειας για λογαριασμό της Εταιρίας) ή αντιπρόσωπο/διαμεσολαβητή (ήτοι το νομικό πρόσωπο που είναι επιλέξιμο σύμφωνα με το άρθρο 23 του ν. 3691/2008, και το οποίο εφαρμόζει τα μέτρα δέουσας επιμέλειας, που σε διαφορετική περίπτωση, θα όφειλε να εφαρμόζει η ίδια η Εταιρία). Η ανάθεση αυτή θα λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τις επόμενες παραγράφους. 5.2. Πριν προβούν στην επιλογή του φορέα παροχής εξωτερικής υπηρεσίας ή του αντιπροσώπου και την υπογραφή της σύμβασης, το Διοικητικό Συμβούλιο ή τα ειδικά εξουσιοδοτημένα από αυτό πρόσωπα: (α) Προσδιορίζουν με ακρίβεια τις δραστηριότητες/υπηρεσίες που πρόκειται να ανατεθούν. (β) Αξιολογούν τους κινδύνους που ενδέχεται να ενέχει η ανωτέρω ανάθεση, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια: - τη σημασία που η Εταιρία αποδίδει στην προς ανάθεση υπηρεσία, -την ύπαρξη εναλλακτικών εταιριών - παρόχων υπηρεσιών για τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, -το χρόνο και το κόστος που απαιτείται για την ανάληψη της δραστηριότητας εκ νέου από την Εταιρία ή την ανάθεσή της σε άλλο φορέα παροχής εξωτερικής υπηρεσίας ή αντιπρόσωπο σε περίπτωση αθέτησης της σύμβασης από τον ήδη συμβεβλημένο φορέα παροχής εξωτερικής υπηρεσίας ή αντιπρόσωπο/διαμεσολαβητή, -τη δυνατότητα ασφαλιστικής κάλυψης για το σύνολο ή μέρος των αναλαμβανόμενων κινδύνων. (γ) Ελέγχουν την καταλληλότητα, τη νομιμότητα δραστηριοποίησης, καθώς και την επάρκεια του φορέα παροχής εξωτερικής υπηρεσίας ή του αντιπροσώπου/διαμεσολαβητή όσον αφορά την οικονομική κατάστασή της και την εφαρμογή επαρκών διαδικασιών λειτουργίας και ελέγχου, ώστε να διασφαλίζεται ότι το προς επιλογή πρόσωπο είναι σε θέση να παρέχει την απαιτούμενη ποιότητα υπηρεσιών. (δ) Αποφασίζουν τα μέτρα θα ληφθούν από την Εταιρία στην περίπτωση που ο φορέας παροχής εξωτερικής υπηρεσίας ή ο αντιπρόσωπος/διαμεσολαβητής δεν εκτελέσει προσηκόντως τις λειτουργίες/υπηρεσίες που του έχουν ανατεθεί. 5.3. Εφόσον το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρίας ή τα ειδικά εξουσιοδοτημένα από αυτό πρόσωπα διαπιστώσουν ότι ο υποψήφιος φορέας παροχής εξωτερικής υπηρεσίας ή αντιπρόσωπος/διαμεσολαβητής πληροί τις ανωτέρω προϋποθέσεις, η Εταιρία μπορεί να προχωρήσει στην υπογραφή της σύμβασης ανάθεσης με αυτόν. Το ελάχιστο περιεχόμενο της σύμβασης θα πρέπει να περιλαμβάνει τα εξής στοιχεία:
(α) Σαφή προσδιορισμό της δραστηριότητας που ανατίθεται, της ποιότητας των υπηρεσιών που ο φορέας παροχής εξωτερικής υπηρεσίας ή ο αντιπρόσωπος οφείλει να παρέχει, του τρόπου αξιολόγησης της απόδοσής του και τις συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των συμφωνηθέντων. (β) Τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών. (γ) Την υποχρέωση του φορέα παροχής εξωτερικής υπηρεσίας ή του αντιπροσώπου/διαμεσολαβητή να τηρεί το εκάστοτε ισχύον νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο. (δ) Την υποχρέωση του φορέα παροχής εξωτερικής υπηρεσίας ή του αντιπροσώπου/διαμεσολαβητή να καθιστά σαφές κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σε αυτή υπηρεσίας/δραστηριότητας ότι ενεργεί για λογαριασμό της Εταιρίας, ώστε να μη δημιουργείται η εντύπωση ότι ενεργεί για ίδιο λογαριασμό, να μη μεταβάλλεται η σχέση και οι υποχρεώσεις της Εταιρίας έναντι των πελατών της και να μη θίγονται οι όροι υπό τους οποίους η Εταιρία έλαβε άδεια λειτουργίας. (ε) Την τήρηση εκ μέρους του φορέα παροχής εξωτερικής υπηρεσίας ή του αντιπροσώπου/διαμεσολαβητή, της υποχρέωσης εμπιστευτικότητας αναφορικά με τις πληροφορίες που αφορούν την Εταιρία και τους πελάτες τους. (στ) Την περιγραφή των διαδικασιών του εσωτερικού ελέγχου, του σχεδίου έκτακτης ανάγκης, καθώς και των λοιπών μέτρων διαχείρισης κινδύνου που ο φορέας παροχής εξωτερικής υπηρεσίας ή ο αντιπρόσωπος/διαμεσολαβητής έχει υιοθετήσει και εφαρμόζει. (ζ) Τη δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης της Εταιρίας στις οικονομικές καταστάσεις, τις εκθέσεις των εσωτερικών και εξωτερικών ελεγκτών, καθώς και τα αρχεία ή τις πληροφορίες του φορέα παροχής εξωτερικής υπηρεσίας ή του αντιπροσώπου/διαμεσολαβητή, που αφορούν την ανατεθείσα δραστηριότητα. (η) Την υποχρέωση του φορέα παροχής εξωτερικής υπηρεσίας ή του αντιπροσώπου/διαμεσολαβητή να επιτρέπει την άμεση και απεριόριστη πρόσβαση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς στα αρχεία και στοιχεία που αφορούν την ανατιθέμενη δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας διενέργειας επιτόπιων ελέγχων. (η) Την υποχρέωση του φορέα παροχής εξωτερικής υπηρεσίας ή του αντιπροσώπου/διαμεσολαβητή να διαθέτει στην Εταιρία τα απαιτούμενα στοιχεία ή πληροφορίες, ώστε αυτή να είναι σε θέση να τηρεί τα αρχεία που αφορούν την ανατεθείσα δραστηριότητα και ο έλεγχος της εφαρμογής των μέτρων δέουσας επιμέλειας να καθίσταται εφικτός για τους εσωτερικούς και εξωτερικούς ελεγκτές της Εταιρίας, καθώς και για την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς. (θ) Τον τρόπο χειρισμού ενδεχόμενων διαφωνιών, τροποποιήσεων στην αρχική σύμβαση, καθώς και διακοπής της συνεργασίας μεταξύ της Εταιρίας και του φορέα παροχής εξωτερικής υπηρεσίας ή του αντιπροσώπου/διαμεσολαβητή. (ι) Την υποχρέωση του φορέα παροχής εξωτερικής υπηρεσίας ή του αντιπροσώπου/διαμεσολαβητή να γνωστοποιεί στην Εταιρία κάθε εξέλιξη που μπορεί να επηρεάσει ουσιαστικά την ικανότητά του να ασκεί αποτελεσματικά τις λειτουργίες που της έχουν ανατεθεί και να συμμορφώνεται με το ισχύον νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο. (κ) Απαγόρευση περαιτέρω ανάθεσης, ολικής ή μερικής, από τον φορέα παροχής εξωτερικής υπηρεσίας ή τον αντιπρόσωπο/διαμεσολαβητή σε τρίτο, νομικό ή φυσικό, πρόσωπο της υπηρεσίας/δραστηριότητας που η Εταιρία έχει αναθέσει σε αυτόν. Η προσήκουσα εκτέλεση των ανατεθειμένων σε φορέα παροχής εξωτερικής υπηρεσίας ή αντιπρόσωπο/διαμεσολαβητή λειτουργιών και η τήρηση της σύμβασης ανάθεσης και των σχετικών διαδικασιών παρακολουθείται από τον Εσωτερικό Ελεγκτή της Εταιρίας. 6. Ύποπτες και ασυνήθεις συναλλαγές 6.1. Ως ύποπτη συναλλαγή νοείται εν γένει η συναλλαγή ή δραστηριότητα εκείνη από την οποία εκτιμάται ότι προκύπτουν αποχρώσες ενδείξεις ή υπόνοιες για πιθανή απόπειρα ή διάπραξη των αδικημάτων του άρθρου 2 του ν. 3691/2008 ή για εμπλοκή του συναλλασσομένου ή του πραγματικού δικαιούχου σε εγκληματικές δραστηριότητες με βάση την αξιολόγηση των στοιχείων της συναλλαγής και του προσώπου. Ως ασυνήθης συναλλαγή ή δραστηριότητα νοείται η συναλλαγή ή δραστηριότητα που δεν συνάδει με τη συναλλακτική, επιχειρηματική ή επαγγελματική συμπεριφορά του συναλλασσομένου ή του πραγματικού δικαιούχου ή με την οικονομική τους επιφάνεια ή που δεν έχει προφανή σκοπό ή κίνητρο οικονομικής, επαγγελματικής ή προσωπικής φύσεως.
6.2. Η Εταιρία οφείλει να εξετάζει με ιδιαίτερη προσοχή κάθε ύποπτη συναλλαγή, το δε αρμόδιο στέλεχος την κοινοποιεί αμέσως στον Υπεύθυνο Συμμόρφωσης και στον Εσωτερικό Ελεγκτή. Σε κάθε περίπτωση, η Εταιρία εξετάζει τις επιχειρηματικές σχέσεις και συναλλαγές με πελάτες που προέρχονται από χώρες που χαρακτηρίζονται από τη FATF ως μη συνεργαζόμενες χώρες. Η Διεύθυνση Κανονιστικής Συμμόρφωσης της Amundi παρακολουθεί τις ανακοινώσεις της FATF ως προς τις μη συνεργαζόμενες χώρες και ενημερώνει τα εργαλεία ελέγχου του Ομίλου, τα οποία χρησιμοποιεί και η Εταιρία. Παράλληλα, η Εταιρία εξετάζει με ιδιαίτερη προσοχή τις επιχειρηματικές σχέσεις και συναλλαγές με πελάτες που προέρχονται από χώρες που, δυνάμει σχετικών ανακοινώσεων ή εκθέσεων αξιολόγησης της FATF, δεν εφαρμόζουν ή εφαρμόζουν ανεπαρκώς τις συστάσεις της. 6.3. Ενδείξεις συγκεκριμένων συναλλαγών/δραστηριοτήτων που πρέπει να θεωρούνται ασυνήθεις ή ύποπτες νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες μπορεί να αφορούν την ταυτότητα του πελάτη ή και τις κινήσεις του λογαριασμού του πελάτη όπως περιγράφεται στη σχετική ενδεικτική τυπoλογία. Τα παραδείγματα που περιλαμβάνονται είναι ενδεικτικά και δεν υποδεικνύουν απαραίτητα νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή / και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, είναι ωστόσο ενδείξεις ότι οι Εταιρία θα πρέπει να προβαίνει σε περαιτέρω διερεύνηση ενεργοποιώντας την προβλεπόμενη στις σχετικές διατάξεις διαδικασία. Σε κάθε περίπτωση, η Εταιρία πρέπει να επιδεικνύει αυξημένη επιμέλεια στην έρευνα και αξιολόγηση της φύσης και της νομιμότητας όλων των ύποπτων και ασυνήθων συναλλαγών. 6.4. Σε κάθε περίπτωση, η Εταιρία ενεργεί σύμφωνα με τις οδηγίες του Ομίλου σχετικά με τις επιχειρηματικές σχέσεις και συναλλαγές με πελάτες: α) που προέρχονται από χώρες που χαρακτηρίζονται από τη FATF ως μη συνεργαζόμενες χώρες, β) που προέρχονται από χώρες που θεωρούνται ως αυξημένου κινδύνου από τον όμιλο Amundi ή CASA, γ) που δραστηριοποιούνται σε κλάδους που θεωρούνται ως αυξημένου κινδύνου από τον όμιλο Amundi ή CASA. 6.5. Σε περίπτωση ύποπτης συναλλαγής ο υπάλληλος ο οποίος εντοπίζει αυτή: (α) ενημερώνει αμέσως τον Προϊστάμενό του και τον Υπεύθυνο Συμμόρφωσης, (β) απέχει από τη διενέργεια της εν λόγω συναλλαγής μέχρι να ολοκληρωθεί αξιολόγηση αυτής, (γ) υποβάλλει στον Υπεύθυνο Συμμόρφωσης το «Έντυπο Αναφοράς Ασυνήθους ή Ύποπτης Συναλλαγής» ή τον ενημερώνει με τις απαραίτητες πληροφορίες μέσω ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Τα αποτελέσματα της εξέτασης των ύποπτων ή ασυνήθων συναλλαγών τηρούνται εγγράφως ή σε ηλεκτρονική μορφή, για χρονικό διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ετών από το τέλος της επιχειρηματικής σχέσης μαζί με τα σχετικά έγγραφα τεκμηρίωσης. Οι σχετικές αναφορές των υπαλλήλων πρέπει να είναι αιτιολογημένες και να τηρούνται σε αρχείο. (δ) Κάθε περίπτωση αναφοράς ασυνήθους / ύποπτης συναλλαγής από υπάλληλο της Εταιρίας προς τον Υπεύθυνο Συμμόρφωσης, θα αξιολογείται ξεχωριστά προκειμένου να κριθεί εάν πρέπει ή όχι να διενεργηθεί αναφορά προς την Εθνική Επιτροπή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες. Ο Υπεύθυνος Συμμόρφωσης ενημερώνει αμελλητί την Εθνική Επιτροπή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες όταν, από την αξιολόγηση, προκύπτει γνώση ή σοβαρές ενδείξεις ή υποψίες ότι διαπράττεται, επιχειρείται να διαπραχθεί, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Σε κάθε περίπτωση, είτε λάβει χώρα αναφορά στην Εθνική Επιτροπή είτε όχι, ο Υπεύθυνος Συμμόρφωσης θα πρέπει να τηρεί το σχετικό αρχείο σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή. Η Διεύθυνση Κανονιστικής Συμμόρφωσης του Ομίλου ενημερώνεται σχετικά μέσω της ηλεκτρονικής εφαρμογής ή / και ηλεκτρονικής επικοινωνίας σε περίπτωση που η συναλλαγή θεωρείται πράγματι ύποπτη ή ασυνήθης. Ο Υπεύθυνος Συμμόρφωσης είναι αρμόδιος και υπεύθυνος να προσδιορίσει, σε συνεργασία με τις σχετικές Διευθύνσεις της Εταιρίας, τις επιμέρους προϋποθέσεις για την υλοποίηση της παρούσας διαδικασίας ελέγχου υπόπτων και ασυνήθων συναλλαγών. 6.6. Η Εταιρία υποχρεούται να αναπτύξει εφαρμογές, σύμφωνα με τα σχετικά πρότυπα του Ομίλου Amundi, που της επιτρέπουν την επεξεργασία και παραμετροποίηση των συναλλαγών με αντικείμενο μετοχές / μερίδια ΟΣΕΚΑ που αντιπροσωπεύει, με σκοπό τη συστηματικότερη ανάλυσή τους. Έλεγχοι διενεργούνται σε τακτική βάση, ενώ η Διοίκηση της Εταιρίας ενημερώνεται άμεσα για το αποτέλεσμά τους. 6.7. Τα αποτελέσματα των ελέγχων των υπόπτων ή ασυνήθων συναλλαγών σύμφωνα με τα ανωτέρω γνωστοποιούνται άμεσα στη Διοίκηση της Εταιρίας (στον Διευθύνοντα Σύμβουλο) και με ηλεκτρονική
επικοινωνία στη Διεύθυνση Κανονιστικής Συμμόρφωσης του Ομίλου Amundi σχετικά με τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η υπό έλεγχο συναλλαγή θεωρείται πράγματι ύποπτη ή ασυνήθης. 7. Αντιπαραβολή στοιχείων υπόπτων προσώπων 7.1. Η Εταιρία σε περίπτωση γνωστοποίησης στοιχείων ταυτότητας προσώπων ύποπτων για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες από εθνικές εποπτικές (π.χ. Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης) ή εισαγγελικές αρχές, αναλαμβάνει άμεσα την υποχρέωση να ελέγξει, να εντοπίσει και να επιβεβαιώσει την ύπαρξη ή μη αυτών των προσώπων, ως πελατών της Εταιρίας, ενημερώνοντας κατάλληλα τις εν λόγω αρχές, μέσω του Υπεύθυνου Συμμόρφωσης και ενεργώντας σύμφωνα με τις εντολές που έχουν λάβει από τις αρμόδιες αρχές. 7.2. Η Διεύθυνση Κανονιστικής Συμμόρφωσης του Ομίλου Amundi ενημερώνει την ηλεκτρονική εφαρμογή που χρησιμοποιεί και η Εταιρία με τους Ευρωπαϊκούς Καταλόγους που περιέχουν τα ύποπτα πρόσωπα για χρηματοδότηση τρομοκρατίας ή / και νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες. 7.3. Επιπροσθέτως, σε περίπτωση ειδήσεων από τα εγχώρια μέσα μαζικής ενημέρωσης, σχετικά με πρόσωπα (τα στοιχεία των οποίων δημοσιοποιούνται) και υποθέσεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ελέγχεται η τυχόν ύπαρξη των εν λόγω προσώπων ως πελατών της Εταιρίας. 7.4. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, για τον εντοπισμό ύποπτων προσώπων, ο έλεγχος διενεργείται με ανταλλαγή ηλεκτρονικής αλληλογραφίας μεταξύ του Υπεύθυνου Συμμόρφωσης και του Τομέα Προώθησης Επενδυτικών Προϊόντων και Υπηρεσιών με κοινοποίηση στη Διοίκηση της Εταιρίας ή μέσω της ηλεκτρονικής εφαρμογής ελέγχου του Ομίλου Amundi. 8. Τήρηση αρχείου 8.1. Η Εταιρία τηρεί για πέντε τουλάχιστον χρόνια από τη λήξη των επιχειρηματικών σχέσεών της με τους πελάτες, εκτός αν επιβάλλεται από διάταξη νόμου η τήρησή τους για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, τα ακόλουθα έγγραφα: τα στοιχεία πιστοποίησης και επαλήθευσης της ταυτότητας του πελάτη κατά τη σύναψη κάθε είδους σύμβασης, τα νομιμοποιητικά έγγραφα, τα αντίγραφα εγγράφων με βάση τα οποία έγινε η πιστοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη, καθώς και πρωτότυπα ή αντίγραφα παραστατικά κάθε είδους συναλλαγών, τα εσωτερικά έγγραφα που αφορούν εγκρίσεις ή διαπιστώσεις ή εισηγήσεις για υποθέσεις που σχετίζονται με την διερεύνηση των αδικημάτων του άρθρου 2 του ν. 3691/2008, είτε έχουν αναφερθεί στην Αρχή του άρθρου 7 του ν. 3691/2008 είτε όχι, τη σχετική αλληλογραφία με τους πελάτες και αντίγραφο εκκαθαριστικού σημειώματος φορολογίας εισοδήματος φυσικού προσώπου ή, σε περίπτωση νομικού προσώπου, της υποβληθείσας δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, όπου αυτά απαιτούνται προκειμένου να εξετασθεί η προέλευση των κεφαλαίων (παρ. 1στ αρθ. 13 ν. 3691/2008). 8.2. Στο πλαίσιο της συμμόρφωσής της με την υποχρέωση της προηγούμενης παραγράφου, φυλάσσονται από την Εταιρία, κατά τρόπο ώστε για το ανωτέρω χρονικό διάστημα να μπορούν ταχέως να αναπαραχθούν, τουλάχιστον τα παρακάτω στοιχεία: τα στοιχεία πιστοποίησης ταυτότητας των δικαιούχων του επενδυτικού λογαριασμού, τα στοιχεία πιστοποίησης ταυτότητας των πραγματικών δικαιούχων του επενδυτικού λογαριασμού, τα στοιχεία πιστοποίησης ταυτότητας των προσώπων που έχουν δικαίωμα χειρισμού του επενδυτικού λογαριασμού, τα νομιμοποιητικά έγγραφα των πάσης φύσεως νομικών προσώπων, τα στοιχεία πιστοποίησης ταυτότητας των διαχειριστών και των νομίμων εκπροσώπων που είναι εξουσιοδοτημένα να κινούν τον επενδυτικό λογαριασμό ενός νομικού προσώπου,