2014 Εκδόσεις Ωκεανός



Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Κατανόηση προφορικού λόγου

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Το ημερολόγιό μου Πηνελόπη

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΕΛΠΙΔΑ. Είμαι 8 χρονών κα μένω στον καταυλισμό μαζί με άλλες 30 οικογένειες.

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

Ο Τόμπυ και οι Μέλισσες

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

Στην ζωή πρέπει να ξέρεις θα σε κάνουν να υποφέρεις. Μην λυγίσεις να σταθείς ψηλά! Εκεί που δεν θα μπορούν να σε φτάσουν.

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Μπελιμπασάκη Αγάπη του Παναγιώτη, 9 ετών

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Το παραμύθι της αγάπης

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Modern Greek Beginners

Σακιδη Δανάη του Αλέξανδρου, 13 ετών

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Συγγραφέας. Ραφαέλα Ρουσσάκη. Εικονογράφηση. Αμαλία Βεργετάκη. Γεωργία Καμπιτάκη. Γωγώ Μουλιανάκη. Ζαίρα Γαραζανάκη. Κατερίνα Τσατσαράκη

«Η νίκη... πλησιάζει»

Τα παραμύθια της τάξης μας!

21 ΜΑΡΤΙΟΥ 2016 ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΚΑΤΆ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΦΥΛΕΤΙΚΩΝ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

ΖΑΧΡΑ ΙΜΠΡΑΧΗΜ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΖΑΣ

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΠΑΡΕΝΟΧΛΗΣΗ. ΝΑΤΑΣΑ (Μέσα στην τάξη προς το τέλος του μαθήματος) ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ Η Γη, κυρία Νατάσα, έχει το σχήμα μιας σφαίρας.

Κοσωφίδης Γεώργιος-Ιωάννης, 11 ετών

Καλλιόπη Παπάζογλου του Δημητρίου, 12 ετών

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΚΗΣ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ. Εικονογράφηση Βίλλυ Καραμπατζιά

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Σταυροπούλου Φωτεινή του Θεοδώρου, 12 ετών

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 2 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ


Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου


Όσκαρ Ουάιλντ - Ο Ψαράς και η Ψυχή του

Ο Φώτης και η Φωτεινή

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΦΙΟΝΤΟΡΙΚΟ: Ήρθαμε τόσο μακριά γιατί εδώ έχει δουλειά. (αναστενάζουν, με βαριά καρδιά).

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Σακελλάρη Πελαγία του Εμμανουήλ, 12 ετών

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Τσιαφούλης Λεωνίδας του Αριστείδη, 10 ετών

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών

Μια ιστορία με αλήθειες και φαντασία

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Συγγραφή: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ: A1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ. ΑΠΟ:

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Λιουλης Χρήστος του Μελετίου, 8 ετών

Παπαγεωργίου Αννα-Μαρία του Αθανασίου, 10 ετών

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

Transcript:

Μ Ι Α Α Λ Λ Η Ε Π Ο Χ Η

Σειρά: Ελληνική Πεζογραφία Συγγραφέας: Λούλα Καλαϊτζόγλου Τίτλος: Μια άλλη εποχή Σελιδοποίηση: Αλίκη Τριανταφυλλίδου Επιµέλεια: Ανθή Μπίσσα Εκπόνηση Εξωφύλλου: Έλενα Ματθαίου Copyright εξωφύλλου: Εκδόσεις Ωκεανός Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, µερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχοµένου του βιβλίου µε οποιονδήποτε τρόπο, µηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούµενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόµος 2121/1993 και κανόνες του ιεθνούς ικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα. 2014 Λούλα Καλαϊτζόγλου & ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ Σόλωνος 136, 106 77, Αθήνα Τηλ.: 210 3829339 Φαξ: 2103829659 e-mail:info@oceanosbooks.gr www.oceanosbooks.gr ISBN 978-618-5104-23-8

Λ Ο ΥΛ Α Κ Α Λ Α Ϊ Τ Ζ Ο Γ Λ Ο Υ Μ Ι Α Α Λ Λ Η Ε Π Ο Χ Η

Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ : Το μυθιστόρημά μου αυτό τοποθετείται σε μια παλαιότερη εποχή. Ωστόσο, έχω την πεποίθηση ότι θα αγγίξει τις καρδιές όλων, διότι τα γεγονότα που περιγράφει είναι πέρα για πέρα αληθινά. Διαβάζοντάς τo, οι μνήμες των παλαιότερων θα ξαναζωντανέψουν και οι νεότεροι θα απορήσουν με τα στερεότυπα εκείνης της εποχής που λειτουργούσαν σαν βαρίδια εμποδίζοντας τους νέους να αποτάξουν τη διάθεση υποχωρητικότητας και υποταγής που ήταν ριζωμένες στην ψυχή τους από τα παιδικά τους χρόνια. Προσπάθησα να αποδώσω όσο το δυνατόν πιο πιστά και με απόλυτο σεβασμό τα ήθη και τα έθιμα του τόπου και της εποχής. Η επιλογή των ονομάτων είναι τυχαία και δεν αντιστοιχούν σε υπαρκτά πρόσωπα. Τέλος, τα ιστορικά στοιχεία που αναφέρω, είναι

ΛΟΥΛΑ Κ Α ΛΑΪΤΖΟΓΛ ΟΥ αυτά που σημάδεψαν την τότε εποχή, όπως τα βίωσα εγώ. Δεν ήμουν και δεν είμαι αρμόδια να κρίνω τις καταστάσεις. Πέρασαν αρκετοί «μικροί» και «μεγάλοι» πολιτικοί και ιστορικοί που είχαν την κρίση, τη γνώση και την εμπειρία να το κάνουν. D 8 E

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 : Τα παιδιά αγαπούσαν πολύ το χωριό που είχαν γεννηθεί, γιατί στα μάτια τους φάνταζε όμορφο. Χτισμένο στους πρόποδες του όρους Όθρυς, δίπλα σε μια κωμόπολη, πολύ κοντά στον Παγασητικό Κόλπο. Πολλές φορές έφτανε ένα παράξενο βουητό έως την πεδιάδα του Αλμυρού, όταν ο άνεμος μάλωνε με τα κύματα κι έκανε τη θάλασσα να φουσκώνει. Το δάσος, που απλωνόταν από την άλλη πλευρά της πεδιάδας, έδινε μια ιδιαίτερη ομορφιά στον τόπο, όταν, κάθε άνοιξη, οι βαλανιδιές γέμιζαν μπουμπούκια και κάτω τ ανθισμένα σπηρδούκλια απλώνονταν σε όλη την έκταση χαρίζοντας παντού το άρωμά τους. Ήταν επίσης η χαρά των πουλιών, γιατί εκεί έχτιζαν ελεύθερα τις φωλιές τους. Βρισκόμαστε στο 1950. Μπαίνει ο χειμώνας και

ΛΟΥΛΑ Κ Α ΛΑΪΤΖΟΓΛ ΟΥ στο χωριό ο κόσμος μαζεύεται νωρίς τα βράδια στα σπίτια του. Οι γονείς αγωνιούν να τελειώσουν τη σπορά. Έχουν φέρει ξύλα κι έχουν εφοδιάσει τα σπίτια με όλα τα απαραίτητα για τον χειμώνα. Η γιαγιά, αναστενάζοντας, παίρνει μια αγκαλιά ξύλα και πάει μέσα ν ανάψει τη σόμπα. Στα χείλη της ήρθε μια παροιμία, που θυμήθηκε απ την πατρίδα. Άϊ-Βαρβάρα φύσα, Άϊ-Σάββα τχάραξον και τ Άϊ-Νικόλα απουρπουνού έναν τρανόν σχον πίσων.* Κάθε χρόνο του Αγίου Νικολάου χιονίζει, σκέφτεται. Φέτος να μην το κάνει; αναρωτιέται. Μαζεύει τα κάρβουνα στη μέση, βάζοντας πρώτα τα ψιλά ξύλα και γεμίζει τη σόμπα. Σε δυο λεπτά οι φλόγες άρχισαν να σκορπούν γύρω τους τη ζεστασιά. Μ αήκον κρύον μέρ αχπάσκετε και πάτε;** τους είπε η γιαγιά. Δες τώρα που ο καιρός είναι έτοιμος να χιονίσει. Θα έρθουν τα εγγόνια της από το σχολείο, πρέπει να ζεστάνει το σπίτι και το φαγητό. Η Λουκία, που φέτος τελειώνει το σχολείο, έχει τ όνομά της. Η μικρή Αννούλα πάει στην τρίτη δημοτικού. Ο Λάμπρος μεγάλωσε πια, έγινε 15 χρονών και βοηθάει τον πατέρα του στα χωράφια. Σήμερα, όμως, δεν τον πήραν μαζί τους, * Αγία Βαρβάρα φύσα, Άγιε Σάββα ανακάτεψε τον καιρό και του Αγίου Νικολάου πρωί-πρωί γέμισε τον τόπο χιόνι. ** Με τέτοιο κρύο, πού ξεκινάτε να πάτε; D 10 E

Μ Ι Α ΑΛΛΗ Ε Π Ο ΧΗ γιατί είχε πολύ κρύο και λυπήθηκαν να τον ξυπνήσουν. Είναι ο μοναχογυιός τους και σ αυτόν στηρίζουν όλα τους τα όνειρα. Οι γονείς του περιμένουν πώς και πώς να μεγαλώσει, ώστε να τους ξεκουράσει λίγο. Οι δουλειές στο χωράφι είναι δύσκολες, ιδιαίτερα για τη μάνα. Ευτυχώς για κείνη που έχουν τη γιαγιά στο σπίτι κι έχει αναλάβει τα παιδιά. Είναι ξένοιαστη, γιατί ξέρει πόσο τ αγαπάει και τα φροντίζει. Όταν μιλάνε μεταξύ τους για τα παιδιά, καμαρώνουν, ιδιαίτερα για τον γυιό. Καλά είναι και τα κορίτσια, μα κάποια μέρα θα φύγουν. Ο γυιός τους είναι που θα μείνει στο σπίτι και θα φέρει τ όνομά τους. Αυτό τους γεμίζει υπερηφάνεια. Η γιαγιά ανοίγει την πόρτα για να βάλει τη γατούλα μέσα, γιατί φώναζε, απελπισμένη απ το κρύο, έξω από την πόρτα. Ούχι! Αδά σο κρύον μέρ επέμναν;* Το φαγητό το έχει ετοιμάσει από νωρίς. Είναι λαχανοσαρμάδες, που αρέσουν στα εγγόνια της. Καθάρισε πλιγούρι, έκοψε μέσα μπόλικο μαϊντανό, δυόσμο και στη θέση του κιμά έβρασε πατάτες. Τα ζύμωσε όλα μαζί κι άρχισε πρωί-πρωί να τυλίγει με μεράκι. Κάθε σαρμάς κι ένας καημός, κάθε θύμηση κι ένας πόνος. Όταν κάνει φαγητά που της θυμίζουν την πατρίδα, αφήνει τη νοσταλγία να την οδηγεί πίσω στα χρόνια της καταστροφής... * Αααχ! Σ αυτό το κρύο πού έμειναν; D 11 E

ΛΟΥΛΑ Κ Α ΛΑΪΤΖΟΓΛ ΟΥ Ζούσε με τους γονείς της στο Ακ-Δαγ-Μαδέν του Πόντου, στη Μ. Ασία. Οι γονείς της είχανε φούρνο και μ αυτόν συντηρούσαν την οικογένεια. Ως μικρότερη, την είχαν χαϊδεμένη και οι αδελφές της τη θεωρούσαν την πιο τυχερή. Ήταν η μοναδική που έστειλαν να μάθει γράμματα, μα δεν πρόλαβε να τελειώσει ούτε και κείνη. Αρρωσταίνοντας ο πατέρας της, ήρθαν σε πολύ δύσκολη θέση και, φεύγοντας εκείνος απ τη ζωή τους πολύ νωρίς, τη σταμάτησαν για να βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού. Αυτά που έμαθε, όμως, ήταν αρκετά για να μπορεί να γράφει και να διαβάζει. Όποτε χρειαζόταν, ήταν πρόθυμη να διαβάσει εφημερίδες και να ενημερώνει τους συγγενείς για τα γεγονότα. Ήρθαν πολύ δύσκολα χρόνια για τους Έλληνες εκεί, θυμάται η γιαγιά Λουκία. Την είχαν παντρέψει στα 18, μα σε δυο χρόνια έμεινε χήρα. Τις νύχτες βγαίναν τσετέδες* έξω, που λήστευαν, τρομοκρατούσαν και σκότωναν τους Έλληνες. Έτσι, έμεινε μόνη στα 20, μ ένα παιδί στην αγκαλιά. Ήταν τότε που η Μικρασιατική Καταστροφή είχε ξεκινήσει. Η ελληνική Ανατολή παραδόθηκε στο αίμα και στη φωτιά. Έχασαν ό,τι είχαν σε υλικά αγαθά, μα και τα σπίτια τους. Μέσα στο καλοκαίρι του 1921 ο ελληνικός στρατός, παρά την αντίσταση του κεμαλικού στρατού, προωθήθηκε βαθιά στη Μικρά Ασία, πλησιάζοντας στην Άγκυρα. Εκεί πα- * Τούρκοι αντάρτες. D 12 E

Μ Ι Α ΑΛΛΗ Ε Π Ο ΧΗ ρέμεινε έναν χρόνο και οι πολεμικές συρράξεις είχαν διακοπεί. Σ αυτό το χρονικό διάστημα, ο Κεμάλ αναδιοργάνωσε κι εξόπλισε τον στρατό του, με την υποστήριξη του τουρκικού κράτους. Εκείνη την περίοδο ο ελληνικός στρατός, που βρισκόταν στη Μικρά Ασία, παρουσίαζε σημάδια κόπωσης και ανεφοδιαζόταν με δυσκολία. Τα θυμάται κι ακόμη πονάει τους ανθρώπους που μαζεύονταν γύρω της, έχοντας ένα κομμάτι εφημερίδας κρυμμένο. Περίμεναν την ευκαιρία να τους το διαβάσει. Έτσι μάθαιναν τα νέα και ύστερα τα μετέφεραν από στόμα σε στόμα. Αααχ, αναστενάζει η γιαγιά! Ήταν τότε που ο Κεμάλ βρήκε την ευκαιρία κι εξαπέλυσε γενική επίθεση κατά του Ελληνισμού. Μια επίθεση πολύ καλά οργανωμένη. Στην κύρια μάχη, ο ελληνικός στρατός, ψυχικά και σωματικά καταπονημένος, νικήθηκε κι άρχισε να υποχωρεί. Ό,τι ακολούθησε εικονογραφεί μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες του Ελληνισμού. Αιχμαλώτιζαν τους Έλληνες σε τάγματα εργασίας. Δούλευαν σκληρά, με αυστηρή επιτήρηση, για την κατασκευή σιδηροδρόμων, λατομείων και ιδιωτικών αγροκτημάτων. Οι συνθήκες εργασίας ήταν απάνθρωπες. Τους θέριζε η πείνα, οι αρρώστιες και οι κακουχίες. Η γιαγιά νιώθει μια ανατριχίλα, ενθυμούμενη όλα αυτά, γιατί επρόκειτο για εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Μπροστά σ αυτήν την πραγματικότητα, οι Έλλη- D 13 E

ΛΟΥΛΑ Κ Α ΛΑΪΤΖΟΓΛ ΟΥ νες αρνούνταν να στρατευθούν και τους καταδίωκαν. Η τρομοκρατία ήταν μια καθημερινή πραγματικότητα. Εκτοπίσεις, φόνοι, βιασμοί, αρπαγές. Μαζί με όλα αυτά, αφαιρέθηκε και το δικαίωμα της λειτουργίας των σχολείων. Όλα τα ελληνικά σχολεία τέθηκαν υπό τον έλεγχο του τουρκικού Υπουργείου Παιδείας κι έγινε υποχρεωτική η διδασκαλία της τουρκικής γλώσσας. Κι έτσι έμειναν όλα τα παιδιά εκείνης της εποχής αγράμματα. Οι γονείς τους τα προτιμούσαν αγράμματα από το να μάθουν τα τούρκικα. Η νικημένη πια Ελλάδα υποχρεώθηκε να υπογράψει ανακωχή. Έτσι τελείωσε ο Ελληνοτουρκικός πόλεμος. Αυτό ήταν, όμως, μια πρόσκαιρη ανακωχή από την πλευρά των Τούρκων. Για την τύχη του Ελληνισμού μεγαλύτερη σημασία είχε η σύμβαση που υπογράφτηκε, ύστερα από απ ευθείας διαπραγματεύσεις, ανάμεσα στον Ελευθέριο Βενιζέλο και στον Ισμέτ Ινονού. Αυτοί ρύθμισαν το ζήτημα της ανταλλαγής των πληθυσμών. Το τέλος, όμως, της ιστορίας, που γεμίζει ακόμη δάκρυα και πόνο την ψυχή της, ήταν η αρχή μιας άλλης ιστορίας, αυτής της προσφυγιάς. Συνολικά, από το 1912 έως το 1925, περίπου 1.300.000 Έλληνες εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Μακεδονία. Σ αυτό το χωριό ήρθαν μόνο 80 οικογένειες. Η γιαγιά αφήνει το τύλιγμα του σαρμά και σκουπίζει τα μάτια της. D 14 E

Μ Ι Α ΑΛΛΗ Ε Π Ο ΧΗ Μόσε, ντ έπαθα οσήμερον;* Ένας κύκλος νοσταλγίας την παρασύρει. Προσθέτει νερό και λάδι στο φαγητό και το βάζει να βράσει. Παίρνει να πλέξει την κάλτσα της Αννούλας, να ξεχαστεί. Προσπαθεί, μιλώντας μόνη της, να τ αλλάξει αυτό, «μια καλή, μια ανάποδη». Μα οι αναμνήσεις θολώνουν τα μάτια της και δεν μπορεί να συνεχίσει. Έτσι δεν γίνεται εφικτό να διώξει τις σκέψεις από το μυαλό της. Εκείνο συνεχίζει να θυμάται. Τα προβλήματα που προέκυψαν ήταν η επείγουσα ανάγκη για αποκατάσταση των προσφύγων, που σήμαινε κυρίως στέγαση κι απασχόληση. Ήταν δύσκολο, γιατί η χώρα έβγαινε από μια πολεμική περίοδο δέκα ετών, που την είχε εξαντλήσει οικονομικά. Με την κρατική προσπάθεια και με τη βοήθεια διεθνών οργανισμών οδηγήθηκε σιγά-σιγά στην ομαλοποίηση της διαβίωσης των προσφύγων. Όλοι ήταν εργατικοί και προοδευτικοί άνθρωποι. Με την εργατικότητά τους προώθησαν την αγροτική οικονομία, κυρίως με νέες καλλιέργειες, όπως ήταν η καπνοκαλλιέργεια, συμβάλλοντας έτσι στην αύξηση της αγροτικής παραγωγής. Το μυαλό της έχει θολώσει απ όλες αυτές τις σκέψεις, μα, ακούγοντας βήματα στην αυλή, σκουπίζει τα μάτια της. Δεν θέλει να τη βλέπουν τα εγγόνια της να κλαίει. Φτάνουν τα όσα πέρασε εκείνη, ας αφήσει * Τί έπαθα σήμερα; D 15 E

ΛΟΥΛΑ Κ Α ΛΑΪΤΖΟΓΛ ΟΥ τη χαρά να κρατήσει μια θέση στην καρδιά της. Τώρα έχει τα παιδιά του γυιού της και βλέπει πως η ζωή έχει μέλλον κι αυτά θα τη συνεχίσουν. Πολλές φορές έχει μοιραστεί μαζί τους ιστορίες από την πατρίδα. Και νά, πρώτος ήρθε ο Λάμπρος κι έκατσε δίπλα στη σόμπα, τρίβοντας τα χέρια. Πω, πω, γιαγιά! Έχει πολύ κρύο και μου φαίνεται πως θα χιονίσει. Κι εσύ μερ έσνε, με τ αβούτον τον καιρόν;* Είχαμε πάει με τον Γιάννη στο Κουρί,** να σκοτώσουμε πουλιά, με το λάστιχο.*** Νέπρε με το λάστιχον σκοτούνταν πουλία;**** Κι αν αρρωστήσεις δεν έχεις υπομονή στο τρίψιμο. Όταν σε τρίβω με πετρέλαιο όλο φωνάζεις, «φτάνει γιαγιά» και «φτάνει γιαγιά» μου είσαι. Γιαγιά, άσ τα αυτά, γιατί πεινάω σαν λύκος. Βάλε μου να φάω. Κάτσε να ζεσταθείς πρώτα. Όπου νά ναι θά ρθουν κι οι αδελφές σου απ το σχολείο. Αρχίζει, όμως, να ετοιμάζει. Βάζει στη μέση το στρογγυλό τραπέζι και γύρω-γύρω αραδιάζει τα μικρά σκαμνάκια. Είναι από ξύλο, που τα έφτιαξε ο * Κι εσύ πού ήσουν, μ αυτόν τον καιρό; ** δάσος. *** σφενδόνα. **** Με τη σφενδόνα σκοτώνονται πουλιά; D 16 E

Μ Ι Α ΑΛΛΗ Ε Π Ο ΧΗ γυιός της με πολύ μεράκι. Τα πιάτα είναι από χοντρό αλουμίνιο για να μη σπάνε. Σε λίγο ήρθαν τα κορίτσια, τρέχοντας. Αααχ, γιαγιά! Παγώσαμε σήμερα! της παραπονέθηκαν. Κι ο δάσκαλος φώναζε, γιατί τα παιδιά δεν φέραν ξύλα, όπως κάθε μέρα. «Πώς θα σας ζεστάνω τώρα;» Αχ, να σε χαρώ! αναφώνησε η γιαγιά και στρίμωξε άλλο ένα ξύλο στη σόμπα. Μετά τους έβαλε στα πιάτα τους αχνιστούς σαρμάδες. Τα παιδιά στρώθηκαν στο τραπέζι και η γιαγιά πρόσθεσε μια βαθιά σουπιέρα με γιαούρτι στη μέση για όλους. Με το φαγητό στο τραπέζι, η κουβεντούλα άρχισε. Μμμ! Γιαγιά, πολύ νόστιμα τα σαρμαδάκια σου! της λένε. Ο Λάμπρος, συγχρόνως, πειράζει την Αννούλα, παίρνοντας από το πιάτο της δύο σαρμάδες. Γιαγιάαα! τσιρίζει εκείνη. Ο Λάμπρος μού τρώει το φαΐ μου Άσ τηνε! του λέει η γιαγιά, προσπαθώντας να κρατήσει τις ισορροπίες. Μ αφού κοίτα πώς τρώει Εγώ τελείωσα κι εκείνη είναι ακόμη στην αρχή! Σι γούλας ερούξεν νέπρε;* Μ αρέσει να την ακούω να τσιρίζει. * Κι εσένα τί σε νοιάζει; D 17 E

ΛΟΥΛΑ Κ Α ΛΑΪΤΖΟΓΛ ΟΥ Πρέπει να τρως όλο το φαγητό σου! Πώς αλλιώς θα γεμίσουν αυτά τα καλαμένια χεράκια; Κι εκτός απ αυτό, όταν αδειάζεις καλά το πιάτο σου, θα πάρεις όμορφο άνδρα. Νά, κοίτα, η Λουκία το έφαγε όλο, της είπε η γιαγιά με γλυκό ύφος. Η Αννούλα κοιτάζει την αδελφή της που βάζει την τελευταία μπουκιά στο στόμα της και γελάει από ευχαρίστηση. Α, γιαγιά, κι εγώ θέλω να πάρω όμορφο άνδρα! Άμα θέλεις, να τρως όλο το φαγητό σου. Γιαγιά, πρώτη θα παντρευτεί η Λουκία; Μα τί είναι αυτό που ρωτάς; Και βέβαια θα παντρευτεί πρώτη, γιατί είναι πιο μεγάλη από εσένα. Η γιαγιά τότε γυρίζει, κοιτάζει τη Λουκία και καμαρώνει. Ααχ! Μ αυτά τα όμορφα μάτια μόνο γι αρχοντοπαίδι κάνει. Ο Λάμπρος δυσανασχετεί Σιγά, σιγά τ αρχοντοπαίδι Πού θα το βρει; Στον ύπνο της; Εγώ είπα το κι εσύ μ ανασπάλτσα.* Τώρα, όμως, όλοι είστε μικροί ακόμη. Δεν θα σκέφτεστε τον γάμο, παρά μονάχα να μάθετε γράμματα. Θυμάται η γιαγιά πως το μοναχοπαίδι της έτυχε στον πόλεμο και δεν μπόρεσε να το στείλει στο σχο- * Εγώ το είπα και να το θυμάσαι. D 18 E

Μ Ι Α ΑΛΛΗ Ε Π Ο ΧΗ λείο. Το ίδιο και η νύφη της η Θοδώρα, μα και οι πιο πολλοί που ήρθαν σ αυτό το χωριό είναι αγράμματοι. Γιαγιά, πες μας ιστορίες από τα παλιά της ζήτησε η Λουκία. Αχ, ναι! συμπλήρωσε και η Αννούλα. Τότε, βοηθήστε με να μαζέψω για να σας κάνω το χατίρι. Τα κορίτσια προσφέρθηκαν, με μεγάλη τους ευχαρίστηση. Εν τω μεταξύ, η γιαγιά έριξε μια χούφτα ρεβίθια πάνω στη σόμπα, που εκείνη τη στιγμή μπουμπούνιζε για τα καλά. Τα έψησε στα γρήγορα, τα πασπάλισε με αλατισμένο νερό και τα τύλιξε στην ποδιά της να μαλακώσουν. Τα στραγάλια είναι απαραίτητα σε όλα τα σπίτια, όταν γίνεται μια καλή κουβεντούλα. Τα παιδιά πήραν τη θέση τους στον καναπέ και περιμένουν με ανυπομονησία. Η γιαγιά, όμως, που ανησυχεί για τον γυιό της, τα μάτια της τα έχει συνεχώς στο παράθυρο. Κοίτα, Λάμπρο, με την κουβέντα δεν προσέξαμε πως έξω άρχισε να χιονίζει. Να, εδώ να βάλεις μια παγίδα, να δεις πώς θα πιάσεις τσιροπούλια. Τα παιδιά έτρεξαν στο παράθυρο. Τράβηξαν το καμποτένιο κουρτινάκι και σκούπισαν με τα μανίκια τους το τζάμι, που ήταν θολό από τα χνώτα τους. Τώρα έβλεπαν πιο καθαρά. Το χιόνι είχε αρχίσει να σκεπάζει τα παγωμένα χόρτα κι άπλωνε σιγά-σιγά το κατάλευκο πέπλο του. Ο ουρανός είχε γίνει ένα με τη D 19 E

ΛΟΥΛΑ Κ Α ΛΑΪΤΖΟΓΛ ΟΥ γη. Ο Λάμπρος έτρεξε να στήσει την παγίδα του. Εάν έπιανε ένα-δυο τσιροπούλια θα ήταν ό,τι πρέπει, σκέφτηκε. Έστησε μια μικρή συρμάτινη πόρτα στη μέση της αυλής και μ ένα κοντό πασαλάκι τη στήριξε λοξά. Έριξε κάτω άχυρο και λίγους σπόρους. Εκεί θα τα εγκλώβιζε, τραβώντας το σχοινί. Η γιαγιά άρχισε να διηγείται, γιατί τα κορίτσια δεν είχαν άλλη υπομονή... Όταν άρχισε ο ξεριζωμός, παιδιά μου, πήραμε μονάχα ό,τι μπορούσαμε μαζί μας. Μαζευτήκαμε στη θάλασσα κι εκεί περιμέναμε τα καράβια που θα μας μετέφεραν στην Ελλάδα. Το τί γινόταν εκεί Δεν μπορώ να σας μεταφέρω εκείνες τις εικόνες με δυο λόγια. Πολλοί χάθηκαν μεταξύ τους κατά τη μεταφορά. Μα το πιο ανατριχιαστικό ήταν όταν πέθαιναν άνθρωποι γύρω μας Να βλεπες πώς τους πετούσαν στη θάλασσα Δεν θυμάμαι πόσες ημέρες ταξιδεύαμε, γιατί είχα ζαλιστεί. Το μόνο που μ ενδιέφερε ήταν να μη χάσω το παιδί μου. Δηλαδή τον μπαμπά σας. Γιαγιά, πώς ήρθατε εδώ, σ αυτό το χωριό; Όλα θέλεις να τα μάθεις, Αννούλα μου. Η γιαγιά ξετυλίγει το κουβάρι της ζωής της. Τότε ήταν που εγώ έχασα τις αδελφές μου και τη μάνα μου. Μετά χρόνια, έμαθα πως βρίσκονται σ ένα χωριό της Δράμας. Άνω Βροντού λέγεται το χωριό κι από τότε αλληλογραφούμε και μαθαίνουμε τουλάχιστον πως είμαστε ζωντανές. Αυτό το χωριό που μας έφεραν, απ ό,τι έμαθα, χτίστηκε το 1906. Και χτί- D 20 E

Μ Ι Α ΑΛΛΗ Ε Π Ο ΧΗ στηκε αποκλειστικά για να φιλοξενήσει πρόσφυγες. Γι αυτό είναι όλα τα σπίτια όμοια μεταξύ τους και μικρά. Έπρεπε να φθάσουν για όλους. Έχει πολύ ωραίο σχέδιο το χωριό μας! Αυτό δεν πιστεύω να το συναντήσετε πουθενά αλλού! Ναι, γιαγιά, αυτό μας το είπε η ξαδέλφη μας, που ήρθε από τη Μακεδονία. Πως τέτοιο χωριό δεν ξαναείδε, να είναι όλα τα σπίτια στη σειρά. Μοιάζει με τρένο, είχανε πει τότε, γιατί τα σπίτια είναι σαν βαγόνια τρένου. Ναι, όπως σας έλεγα, χτίστηκε για να στεγάσει τους πρόσφυγες. Πρώτα ήρθαν οι Έλληνες από τη Βουλγαρία, την Ανατολική Ρωμυλία. Γιατί κι εκεί οι Έλληνες δέχονταν αφόρητες πιέσεις να εγκαταλείψουν τη χώρα. Μέχρι το 1920 ξερίζωναν τους ανθρώπους και τους έστελναν στην Ελλάδα. Εμείς ήρθαμε το 1922. Όλοι άνθρωποι νοικοκύρηδες και φιλόδοξοι. Τα όνειρα όλων είχαν γκρεμιστεί και στα χαλάσματα το μόνο που έψαχναν ήταν μια πατρίδα. Περάσαμε και περνάμε ακόμη μεγάλη φτώχεια, μα δεν λυγίσαμε. Πάντα με την ελπίδα για το καλύτερο, πέσαμε με τα μούτρα σε ό,τι δουλειά βρίσκαμε. Σιγά-σιγά άρχισε να γεμίζει το χωριό, γιατί κατέβαιναν και οι Σαρακατσαναίοι αφήνοντας πια τα κονάκια τους. Όλα αυτά τα χρόνια άλλοι φεύγαν, άλλοι έρχονταν! Ένα χωριό που χτίστηκε πάνω στα καλωσορίσματα και στους αποχαιρετισμούς. Εδώ διασταυρώθηκαν D 21 E

ΛΟΥΛΑ Κ Α ΛΑΪΤΖΟΓΛ ΟΥ πεπρωμένα, κοσμοαντιλήψεις, ήθη, έθιμα και ιδέες. Ήταν σαν να μας μεταφύτεψαν στον τόπο αυτόν, γι αυτό ακόμη και σήμερα διακρίνεις στα πρόσωπα όλων χαραγμένες τις μνήμες! Όλοι μαζί προσπαθούσαν να επουλώσουν τις πληγές τους για να μπορούν να συνυπάρχουν. Ένωσαν τον ξεριζωμό και τη φτώχεια, ξεκινώντας από την αρχή τις ζωές τους. Περάσαμε πόρτες και παράθυρα στα σπίτια για να ξεφύγουμε από το κρύο του χειμώνα. Γεμίσαμε με καλαμιές καμποτένια πανιά, φτιάχνοντας στρώματα και μαξιλάρια. Οι γυναίκες έμαθαν να υφαίνουν κι έφτιαξαν κουρελούδες για να ζεσταθούν τα παγωμένα σπίτια. Μα ο τόπος αυτός δεν λέει να πάρει τ απάνω του. Με πολύ μόχθο, καλλιεργούμε τα λίγα χωράφια που μας έδωσε το κράτος. Με δάνεια από τις τράπεζες αγόρασαν άλογα και κάρα για τη μεταφορά τους. Στα χωράφια κάνουν σχεδόν δύο ώρες να φτάσουν, γι αυτό και ξεκινάνε πολύ νωρίς το πρωί. Το δύσκολο είναι για τις μάνες, που έχουν μικρά παιδιά και δεν έχουν γιαγιά στο σπίτι, σαν κι εσάς. Ξυπνάνε τα παιδιά, στρώνουν στο κάρο κουρελούδες, τα τυλίγουνε, κι εκείνα προσπαθούν να κοιμηθούν στον δρόμο. Γιαγιά, ευτυχώς για μας που σ έχουμε! είπε η Αννούλα. Αχ, πουλίμ λελέβωσε!* * Αχ, πουλί μου, να σε χαρώ! D 22 E

Μ Ι Α ΑΛΛΗ Ε Π Ο ΧΗ Κάνει ό,τι μπορεί για να τους δείξει την αγάπη της. Ο Λάμπρος, που παρακολουθούσε συγχρόνως και την παγίδα, αναφώνησε, τραβώντας το σχοινί. Ωχ, γιαγιά, ετοιμάσου να καθαρίσεις σπουργίτια! Σίγουρα έχω πιάσει! φωνάζει και τρέχει χαρούμενος στην πόρτα. Τα κορίτσια, που τον παρακολουθούν απ το παράθυρο, βλέπουν να τους δείχνει δύο πουλάκια, όλος χαρά κι ενθουσιασμό. Τα φέρνει μέσα και η γιαγιά βάζει νερό σε μια κατσαρόλα και την τοποθετεί πάνω στη σόμπα. Αχ, γιαγιά, όχι διαμαρτυρήθηκαν τα κορίτσια. Θέλουμε να μάθουμε κι άλλα! Εγώ τά χω ξανακούσει! επεμβαίνει ο Λάμπρος. Τώρα προηγείται ο μεζές! Η γιαγιά τούς αφήνει να συνομιλούν μεταξύ τους κι εκείνη βγαίνει έξω για να δει τον καιρό. Ανησυχεί πολύ Παίρνει άλλη μια αγκαλιά ξύλα για να γεμίσει τη σόμπα. Μπαίνει μέσα μουρμουρίζοντας. Κι αυτός ο πατέρας σας πού είναι και δεν έρχονται, επιτέλους; Μ αφού, γιαγιά, είναι μακριά το χωράφι, πώς τους περιμένεις τόσο γρήγορα; ρωτάει η Λουκία. Μα δεν βλέπουν τον χιονιά; Έπρεπε να είχαν φύγει πιο νωρίς. Α! για στάσου, ακούστηκε το κάρο! σταυροκοπιέται η γιαγιά. Σήκω, σήκω, Λάμπρο, τρέξε να τους βοηθήσεις να ξεζέψουν για νά ρθουν γρήγορα μέσα να ζεσταθούνε. D 23 E

ΛΟΥΛΑ Κ Α ΛΑΪΤΖΟΓΛ ΟΥ Ο Λάμπρος είναι πάντα πρόθυμος σ αυτά. Πήγε κοντά τους, κατέβασε πράγματα απ το κάρο κι έτσι η κυρα-θοδώρα μπήκε μέσα τρέχοντας. Έβγαλε τις λαστιχένιες γαλότσες και στάθηκε για λίγο πάνω απ τη σόμπα. Μερ έστουνε με τατόν τον καιρόν;* Έπρεπε να τελειώσουμε, μάνα, για να είμαστε ξένοιαστοι. Το σβάρνισε κιόλας ο Χρήστος. Τώρα έχουμε καιρό μπροστά μας να καθόμαστε όλον τον χειμώνα. Ας χιονίσει, αφού έπεσε ο σπόρος στη γη, δεν θ ανησυχούμε. Μαζεύτηκε κι ο κυρ Χρήστος μέσα και άλλαξαν τα ρούχα τους, που, εκτός από παγωμένα, ήταν και βρεγμένα. Η γιαγιά τούς ετοιμάζει να φάνε. Μαζί με τους σαρμάδες, έριξε στο μικρό τηγανάκι και τους μεζέδες, όπως τους έλεγε ο Λάμπρος. Ωωω! Έχουμε και μεζέ! είπε ο κυρ Χρήστος. Εγώ τα έπιασα! είπε χαρούμενος ο Λάμπρος. Μπράβο, μπράβο! του είπε ο πατέρας του. Πήγαινε τώρα στο κελάρ** να μου βάλεις σ αυτό το κατσαρόλι λίγο κρασί. Πάει με τον μεζέ σου! Ο κυρ Χρήστος πάντα ήθελε ένα ποτηράκι κρασί μετά τη δουλειά του. Ένιωθε να τον ξεκουράζει. Η Αννούλα φωνάζει τη γιαγιά. * Πού ήσασταν μ αυτόν τον καιρό; ** αποθήκη. D 24 E

Μ Ι Α ΑΛΛΗ Ε Π Ο ΧΗ Έλα να μας τελειώσεις την ιστορία! Αααχ, γιαβρίμ, λελέβωσε!* Μα θα συνεχίσουμε αύριο. Όπως βλέπεις, το χιόνι πέφτει συνεχώς, θα κλείσει τους δρόμους και μάλλον δεν θα πάτε σχολείο. Όλοι μείνανε μέσα στο σπίτι την υπόλοιπη μέρα, γιατί άρχισε να νυχτώνει. Η κυρα-θοδώρα άναψε το καντήλι και προσευχήθηκε. Ξημέρωνε του Αγίου Νικολάου. Την άλλη μέρα, μέχρι που να ξυπνήσουν τα παιδιά, οι γείτονες είχαν ανοίξει στους δρόμους μονοπάτια. Στα παιδιά αρέσει πολύ το χιόνι. Σε όλες τις γειτονιές στήνουν χιονανθρώπους. Το παιχνίδι με το χιόνι τα κάνει χαρούμενα. Η κυρα-θοδώρα με τη γειτόνισσα πήγαν σιγά-σιγά στην εκκλησία. Η γιαγιά ετοίμασε το πρωινό στα παιδιά. Από ώρα έβραζε το βουνίσιο τσάι πάνω στη σόμπα σκορπίζοντας το άρωμά του μέσα στο μικρό καμαράκι. Τα παιδιά στρώθηκαν γύρω στο τραπέζι κι έτριψαν το ξερό ψωμί μέσα στα πιάτα, όπου η γιαγιά έριξε το βραστό τσάι, με μια κουταλιά ζάχαρη. Εκείνα έπεσαν με τα μούτρα στο πρωινό και μόνο η Αννούλα διαμαρτύρεται, όπως πάντα... Μμμ! στραβώνει τα χείλη της. Πότε θα έχουμε γάλα; Δεν μ αρέσει το τσάι. Όταν γεννήσουν οι γίδες. Τις περιμένουμε αυτές τις μέρες. Αννούλα μου, δεν θα λες «δεν μ αρέσει * Αχ, παιδί μου, να σε χαρώ! D 25 E

ΛΟΥΛΑ Κ Α ΛΑΪΤΖΟΓΛ ΟΥ αυτό ή το άλλο». Θα λες «Δόξα τω Θεώ» που έχουμε και σήμερα κάτι να φάμε. Εσύ ήσουνα μικρή, δεν θυμάσαι την πείνα που περάσαμε. Μόλις πάτησαν οι Γερμανοί το πόδι τους στην Ελλάδα, είπαμε το ψωμί ψωμάκι. Η Λουκία μπορεί και να θυμάται το χαστούκι που έφαγε από τον πατέρα της, γιατί δεν ήθελε να φάει την πασπαλόπιτα. Τί είναι η πασπαλόπιτα, γιαγιά; τη ρώτησαν τα δυο κορίτσια μαζί. Η μαμά σας είχε πάντα λίγο αλεύρι κρυμμένο. Μάζευε διάφορα χόρτα από τις αυλές, τα έπλενε καλά, έριχνε πάνω τους αλάτι και τα έτριβε για να φύγει η πικρίλα. Μετά πασπάλιζε λίγο αλεύρι, ίσα-ίσα να ενωθούν μεταξύ τους. Το άπλωνε σ ένα μεγάλο ταψί και το φούρνιζε. Το έκανε, όμως, πάντα νύχτα, γιατί η μυρωδιά του ψησίματος θα μάζευε κι άλλα παιδιά της γειτονιάς και δεν θα μας έφτανε. Κι ενώ πολλά παιδιά πεινούσαν, ο μπαμπάς σου θεωρούσε πως ήσασταν τυχερά, που είχατε να φάτε έστω και μια πασπαλόπιτα. Περάσαμε πολύ δύσκολα, όταν Γερμανοί και Ιταλοί μπήκαν να μας κατακτήσουν. Σκοτώθηκε πολύς κόσμος και τα παιδιά πέθαιναν απ την πείνα. Εμείς στο χωριό ήμασταν καλύτερα απ ό,τι στις πόλεις, γιατί είχαμε να φάμε κάτι. Μετά ήρθε ο εμφύλιος πόλεμος, ο ανταρτοπόλεμος Αυτός ήταν ακόμη χειρότερος! Άλλοι έφυγαν στα βουνά κι άλλοι τους πολεμούσαν από εδώ. D 26 E

Μ Ι Α ΑΛΛΗ Ε Π Ο ΧΗ Γιαγιά, ποιοί ήταν αυτοί και ποιοί οι άλλοι; ρώτησε η Λουκία. Αααχ... δεν ξέρω... Το μόνο που ξέρω είναι πως οι πρόσφυγες οι πιο πολλοί ήταν μ αυτούς που έφυγαν στο βουνό. Ο μπαμπάς σας δεν έφυγε, γιατί εγώ τον παρακαλούσα κλαίγοντας, δεν ήθελα να τον χάσω. Πολλές φορές, όμως, έβαζε τη μαμά σας να ζυμώνει κι εκείνος τους πήγαινε το ψωμί. Κι οι αντάρτες στα βουνά πεινούσαν κι αναγκάζονταν να κατεβαίνουν στα χωριά και να κλέβουν. Έκλεβαν ό,τι έβρισκαν, ακόμη και άλογα. Γέλασαν τα κορίτσια. Χα, χα, χα! Τί, έτρωγαν και άλογα; ρώτησαν γεμάτα περιέργεια. Όχι, τα άλογα τα χρειάζονταν για τις μεταφορές τους, γιατί με τα πόδια ήταν δύσκολο να διανύουν τόσο μεγάλες αποστάσεις. Μια φορά, μάλιστα, θυμάμαι πως είχανε κλέψει και το δικό μας. Ήταν νύχτα. Εγώ είχα πάντα τον νου μου έξω και, ενώ όλοι μέσα κοιμόντουσαν, είδα τη Μάρω έτσι τη φωνάζαμε τη φοράδα που είχαμε, μια κόκκινη, νέα φοράδα, γεμάτη ζωντάνια, που την έβλεπες και λαχταρούσες να την καβαλήσεις. Τη βλέπω λοιπόν να κατευθύνεται προς τον φράχτη. Κάποιοι, προφανώς, την είχαν λύσει και τραβούσαν το σκοινί για να τους ακολουθήσει. Εγώ δεν είδα ποιός ήταν και πήγαινα προς το μέρος της για να δω πού πάει, φωνάζοντας «Έλα, Μάρω, έλα, Μά- D 27 E

ΛΟΥΛΑ Κ Α ΛΑΪΤΖΟΓΛ ΟΥ ρω!», μα εκείνη κάνει ένα άλμα και πηδάει τον φράχτη. Τότε είδα που την καβάλησε κάποιος κι έφυγε τρέχοντας. Πήγα και ξύπνησα τον μπαμπά σας, έντρομη. «Κάποιος μας έκλεψε τη Μάρω!» του φώναξα. Εκείνος, όμως, δεν ανησύχησε πολύ. «Δεν πειράζει!» είπε, «ο Λάζαρος θα την αφήσει να φύγει μόλις τη γνωρίσει!» Ο Λάζαρος ήταν ένας φίλος του. Έτσι κι έγινε: Σε δυο μέρες η Μάρω γύρισε στο σπίτι μόνη της. Τώρα, όμως, όλα αυτά περάσανε. Εύχομαι να έχουμε ησυχία και μέχρι να μεγαλώσετε θα έχουν ξεχαστεί. Ο Λάμπρος σηκώνεται να φύγει. Τα ξέρει όλα αυτά, γιατί πολλές φορές τά χουνε πει με τον πατέρα του. Η γιαγιά τον τράβηξε κοντά της. Στάσου! Αυτό που θα πω αφορά εσένα. Εκείνος κοντοστάθηκε. Για πες μου, θυμάσαι εκείνο το καλοκαίρι, που ο μπαμπάς έλειπε στην Αλβανία; Είχαμε πάει όλοι μαζί να μείνουμε στο χωράφι, που είναι κοντά στη θάλασσα. Όχι μόνον εμείς. Ήταν κι άλλες οικογένειες με τα παιδιά τους. Ο φόβος των Ιταλών μας έκανε να εγκαταλείψουμε τα σπίτια μας. Φτιάξαμε καλύβες με καλάμια και βούρλα και κοιμόμασταν εκεί. Η μάνα σας όλη μέρα μέσα στο χωράφι σκάλιζε και φύτευε ντομάτες, πιπεριές, καρπούζια. Έπρεπε να έχουμε κάτι να τρώμε. Σ αυτό τη βοηθούσα κι εγώ, όσο μπορούσα, με το να προσέχω την Αννούλα και να τρέχω πίσω από τη Λουκία. Εσένα σου άρεζαν πολύ τα D 28 E

Μ Ι Α ΑΛΛΗ Ε Π Ο ΧΗ καρπούζια. Έτρεχες ξοπίσω της, προσπαθώντας να τη βοηθήσεις. Και πάντα της έλεγες πως το πιο μεγάλο καρπούζι θα είναι δικό σου. Η χαρά σου ήταν απερίγραπτη, όταν οι μικρές ρίζες άπλωσαν κι έγιναν μεγάλες, γεμίζοντας λουλούδια και μικρά καρπουζάκια. Κάθε μέρα πήγαινες και τα κοίταζες... Είχες μεγάλη αγωνία να τα δεις να μεγαλώνουν. Μα, μόλις μεγάλωσαν τα καρπούζια και οι ντομάτες άρχισαν να κοκκινίζουν, τότε έγινε το κακό: Μια μέρα είδαμε καβαλάρηδες να τρέχουν και να κατευθύνονται στο χωράφι μας. Φοβισμένοι, σας μαζέψαμε όλους και μπήκαμε στην καλύβα. Την Αννούλα, που ήταν πολύ μωρό, η μαμά σου την έβαλε στο βυζί της να θηλάσει για να μην κλαίει. Η Λουκία ζάρωσε φοβισμένη σε μια γωνία, ενώ εσύ δεν έλεγες να ησυχάσεις. «Μαμά!» φώναζες «μήπως μας πάρουν το μεγάλο καρπούζι; Δικό μου είναι! Μην τους αφήσεις!» «Σσσου!» σου έλεγε η μαμά, σε αυστηρό τόνο. «Μη μιλάς!» Εσύ, όμως, δεν καταλάβαινες τον κίνδυνο και συνέχιζες να φωνάζεις «Το καρπούζι μου, σου λέω!...». Η μαμά σου κι εγώ ξέραμε πολύ καλά πως δεν θα έμενε τίποτε όρθιο. Βλέποντας από μια χαραμάδα της καλύβας, διακρίναμε πως ήταν Ιταλοί, που μάλλον κάποιον έψαχναν. Έτρεχαν αλλόφρονες μια πάνω, μια κάτω. Όταν έφυγαν, πολύ τρομαγμένοι, ανοίξαμε την πόρτα της καλύβας και μόνο το τρίξιμό της μας έφερε ανατριχίλα. Δεν είχαμε άδικο που φοβηθήκαμε, D 29 E

ΛΟΥΛΑ Κ Α ΛΑΪΤΖΟΓΛ ΟΥ γιατί οι Ιταλοί καβαλάρηδες ποδοπάτησαν όλο το μποστάνι, δεν άφησαν τίποτε όρθιο! Ναι, γιαγιά... απάντησε ο Λάμπρος. Αυτήν την εικόνα δεν την έχω ξεχάσει. Ακόμη θυμάμαι τη μαμά μου πώς έκλαιγε. «Τί θα ταΐσω τώρα τα παιδιά μου;» φώναζε. Θυμάμαι, όμως, και τη θεία Πελαγία, στο διπλανό χωράφι. Κι εκείνη τα ίδια φώναζε. Κι εγώ είχα στενοχωρηθεί πολύ για το καρπούζι μου. Ήταν μέρες που το είχα βάλει στο μάτι... Ατά τα χρόναι άλλο να μην έρταν.* Εσείς να μη δείτε ποτέ πώς είναι ο πόλεμος. Άντε, τώρα, να παίξετε με το χιόνι και, μόλις κρυώσετε, να μαζευτείτε μέσα. Εγώ θα πάω να καθαρίσω το μαντρί έως ότου γυρίσει η μαμά σας από την εκκλησία. Τα παιδιά φόρεσαν τις γαλότσες και βγήκαν χαρούμενα στον δρόμο να συναντήσουν τους φίλους τους. Σε λίγο το χιόνι θ άρχιζε να λιώνει και να χάνεται. Την ημέρα μαλάκωνε κι έκανε τις σταλαμίδες να πέφτουν από τα κεραμίδια των σπιτιών, σαν δάκρυα της θλιμμένης Φύσης, θέαμα που έκανε το χωριό να φαίνεται ονειρεμένο. Στα 1950 ο κόσμος ησύχασε από τ αντάρτικο, μα στο χωριό επικρατούσε μια καλά κουκουλωμένη ανησυχία. Ένα μίσος υπέβοσκε μέσα τους, γιατί το κάθε σπίτι είχε τους δικούς του λόγους. Άλλοι έχασαν αγα- * Αυτά τα χρόνια να μην ξανάρθουν. D 30 E

Μ Ι Α ΑΛΛΗ Ε Π Ο ΧΗ πημένα τους πρόσωπα κι άλλοι δεν γύρισαν ποτέ απ το βουνό, φοβούμενοι μην τους φυλακίσουν. Ακολουθώντας τις ιδέες τους, έφυγαν σε κομμουνιστικές χώρες, εγκαταλείποντας πίσω τους γυναίκες με παιδιά. Όλοι πρόσεχαν μεταξύ τους να μην εκδηλώνονται, ένας αόρατος εχθρός κρατούσε τα στόματα κλειστά. Μη μιλάς! έλεγε κάθε τόσο στον άνδρα της η Θοδώρα. Ό,τι έγινε, έγινε! Εμείς θα βγάλουμε το φίδι απ την τρύπα; Εκείνος, όμως, όταν συναντιόταν με συγγενείς που τους εμπιστευόταν, όλο για πολιτική μιλούσε. Έπαιρνε μαζί του τον Λάμπρο, γιατί θεωρούσε σωστό ο γυιός του να μαθαίνει και ν ακολουθεί τις ιδέες του. Ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς και το κρύο τσουχτερό, όταν έπεφτε το σκοτάδι. Οι λάμπες άναβαν νωρίς στα σπίτια και οι γείτονες μαζεύονταν καθημερινά σε διαφορετικό σπίτι, κάνοντας παρέα ο ένας στον άλλον. Η μια κουβέντα έφερνε την άλλη και κατέληγαν σε κουτσομπολιά. Ενώ άρχιζε η κυρα-σταυρούλα, συνέχιζε η κυρα-θοδώρα, παίρνοντας με τη σειρά όλα τα κορίτσια της γειτονιάς και λίγο παραπέρα. Η Σοφούλα πολύ καλό κορίτσι, νοικοκυρά πρώτη! Αν δεις τί κεντήματα έχει κάνει στην προίκα της... Μπράβο, μπράβο! έπαιρνε τον λόγο η κυρα- Σταυρούλα. Είδες η Μαρία που μπαινόβγαινε στης Πελαγίας; Όσο κι αν τη μάλωνε η μάνα της, εκείνη δεν μαζευόταν. Αγαπήθηκε με τον γυιό της τον μεγά- D 31 E

ΛΟΥΛΑ Κ Α ΛΑΪΤΖΟΓΛ ΟΥ λο. Σούσουρο έγινε στο χωριό. Ο πατέρας της δεν ήθελε με τίποτε τον γυιό της Πελαγίας. «Κομμουνιστή δεν βάζω στο σπίτι μου!», της έλεγε. Εκείνη, όμως, τον έγραψε στα παλιά της τα παπούτσια κι έκανε αυτό που ήθελε. Ο Ηλίας αναγκάστηκε να την κλέψει κι έφυγαν απ το χωριό, μακριά απ όλους... Η Λουκία, που ήταν ακόμη μικρή, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν έπρεπε ν αγαπηθούν. Εκείνη αφοσιωνόταν σ ένα ξήλωμα που έπρεπε να μεταποιήσει. Η μαμά της την έστελνε να μάθει μοδίστρα, αλλά τώρα, που ακόμη μαθαίνει, ξηλώνει και διορθώνει ό,τι παλιό έχουνε. Σ αυτά θα μάθεις! της έλεγε, κι εκείνη που ήταν υπάκουο παιδί, έκανε τις προσπάθειές της. Ο χειμώνας ήταν ο καιρός που έπρεπε να τελειώσουν ό,τι δουλειά είχανε στο χέρι, όπως πλεχτά, κεντήματα και να γνέσουν μαλλί, φτιάχνοντας κλωστή για τα υφαντά. Έτσι, ετοίμαζαν την προίκα των κοριτσιών. Μα σαν ερχόταν ο Μάρτιος, η Φύση τούς έστελνε το πιο γλυκό μήνυμα. Πρώτες άνθιζαν οι αμυγδαλιές στην αυλή κι έτσι τους φάνταζε πως ερχόταν πιο γρήγορα η άνοιξη. Τα δένδρα έδειχναν ανυπόμονα να γεμίσουν με μπουμπούκια τα κλαδιά τους. Γέμιζαν οι στέγες των σπιτιών με φωλιές χελιδονιών και στο καμπαναριό τα λελέκια έχτιζαν την πιο μεγάλη τους φωλιά. Χτυπούσαν το ράμφος τους από ευχαρίστηση κι ακουγόταν σε όλο το χωριό. Πάντα τέτοιον D 32 E