Ομιλία του Στέφανου Στεφάνου, μέλους του Πολιτικού Γραφείου του ΑΚΕΛ, στην παρουσίαση του βιβλίου «Οι δημοσιογράφοι της Δημοκρατίας» 4 Μαΐου 2015, Δημοσιογραφική Εστία ------------------------------ Ο Αϊχάν Χικμέτ και ο Αχμέτ Μουζαφέρ Γκιουρκάν δολοφονήθηκαν από την ΤΜΤ τον Απρίλιο του 1962. Πέρασαν από τότε πενήντα τρία ολόκληρα χρόνια. Κάτι περισσότερο από μισό αιώνα. Ο βίος και η πολιτεία των Χικμέτ και Γκιουρκάν, αλλά και του Ντερβίς Αλί Καβάζογλου, του Φαζίλ Οντούρ Σελά (υπεύθυνος της αριστερής εφημερίδας Ινκιλαψί ο οποίος δολοφονήθηκε το 1958), του Αχμέτ Γιακγιά, του Χασάν Αλί, του Αχμέτ Ιμπραήμ καθώς κι άλλων πατριωτών Τουρκοκύπριων που θυσιάστηκαν για την Κύπρο, δεν διδάσκεται ούτε στα ελληνοκυπριακά ούτε και στα τουρκοκυπριακά σχολεία. Η ζωή τους, οι αγώνες τους, η θυσία τους δεν απασχολεί τα ΜΜΕ, πλην εξαιρέσεων που απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Το βιβλίο «Οι δημοσιογράφοι της Δημοκρατίας» το οποίο επιμελήθηκε ο Νιαζί Κιζιλγιουρέκ, με συμπυκνωμένο αλλά ξεκάθαρο τρόπο προβάλλει το όραμα των δύο δημοσιογράφων για μια κοινή πατρίδα Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων. Προβάλλει τη δέσμευση και την αφοσίωσή τους στη δημοκρατία και την κοινωνική πρόοδο για όλους, η οποία θα προκύψει (ή μάλλον, «θα προέκυπτε» αφού δυστυχώς αλλιώς εξελίχθηκαν τα πράγματα) μέσα από την κοινή προσπάθεια των Κυπρίων στο πλαίσιο της κοινής τους πατρίδας. Το βιβλίο ανήκει στην κατηγορία των αναγνωσμάτων που παρέχει πολλά ερεθίσματα αυτογνωσίας και αναστοχασμού της ιστορίας των πρώτων δύσκολων χρόνων της κυπριακής ανεξαρτησίας. Διαβάζοντας το βιβλίο πρέπει να ομολογήσω ότι μου προκλήθηκε έντονη θλίψη. Ο Χικμέτ και ο Γκιουρκάν, αλλά και όλοι οι αρθρογράφοι της Τζουμχουριέτ που παρελαύνουν στο βιβλίο, εκφράζουν μέσα από την αρθρογραφία τους μια αισιοδοξία για την προοπτική της ανεξαρτησίας εμποτισμένη όμως με πολλές ανησυχίες για τις προθέσεις και τη δράση των πολέμιων της. Η αισιοδοξία τους δεν δικαιώθηκε. Επιβεβαιώθηκαν οι ανησυχίες τους, εξού και η θλίψη που ανέφερα προηγουμένως.
2 Τα πιο βασικά από αυτά που έγραφαν τότε οι αρθρογράφοι της Τζουμχουριέτ δυστυχώς ισχύουν ακόμα και σήμερα. Και λέω δυστυχώς, γιατί αυτό αποδεικνύει πόσο λίγο έχουμε προχωρήσει ως κοινωνίες και ως λαός προς την κατεύθυνση της συναντίληψης και της αλληλοαποδοχής. Πόσο λίγο έχουμε προχωρήσει, πενήντα πέντε χρόνια μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, στο θέμα της αποδοχής του δικοινοτικού κυπριακού κράτους. Έχω πει ότι το όραμα και οι αγώνες των δύο δημοσιογράφων αλλά και πολλών άλλων για μια ανεξάρτητη κοινή πατρίδα που να την συνδιαχειρίζονται οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι δεν είναι και τόσο δημοφιλείς γι αυτό και δεν προβάλλονται. Δεν είναι δημοφιλείς γιατί δεν ταιριάζουν, δεν εξυπηρετούν και δεν ανατροφοδοτούν τον κυρίαρχο λόγο, την κυρίαρχη αφήγηση στις δύο κυπριακές κοινότητες. Ο κυρίαρχος λόγος περιορίζεται σε εθνικές παραμέτρους και δεν προσαρμόστηκε στις ανάγκες και τις προδιαγραφές των πολιτικών εξελίξεων και αναγκών. Έμεινε δογματικά και με εμμονή αγκιστρωμένος σε μια άλλη εποχή που είχε άλλα δεδομένα. Ορθά επισημαίνεται στο βιβλίο ότι «η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν το παράδειγμα ενός κράτους στο οποίο η εθνική θέληση δεν ταυτίστηκε ποτέ με την πολιτική πραγματικότητα» (σελ. 9). Αυτή είναι μια δυστυχής ιστορική αλήθεια. Πριν την κατάκτηση της ανεξαρτησίας, όραμα και στόχος των Ελληνοκυπρίων ήταν η ένωση. Στόχος της τουρκοκυπριακής ηγεσίας ήταν η διχοτόμηση. Η ανεξαρτησία ήλθε να ακυρώσει αυτούς τους στόχους. Οι κυρίαρχες δυνάμεις (αυτές δηλαδή που πήραν και διαχειρίστηκαν την εξουσία και που ανήκαν στη Δεξιά), δεν προσαρμόστηκαν σ αυτή τη νέα πραγματικότητα. Θεώρησαν την ανεξαρτησία σκαλοπάτι προς επίτευξη των στόχων τους. Οι δύο εθνικισμοί, όπως περιγράφει ο Νιαζί Κιζίλγιουρεκ σε ένα προηγούμενο βιβλίο του, βρέθηκαν σε αδιέξοδο. Ο τρόπος που έδρασαν αποδεικνύει ότι οι εθνικισμοί είναι ανίκανοι να αναγνώσουν ορθά τα νέα δεδομένα και παραμένουν προσκολλημένοι σε ένα οραματικό παρελθόν, που καμία σχέση δεν έχει με το παρόν και το μέλλον. Αυτό είναι χαρακτηριστικό όχι μόνο του ελληνικού ή του τουρκικού εθνικισμού. Είναι γενικό χαρακτηριστικό του εθνικισμού που το συναντούμε πάμπολλες φορές στη σύγχρονη ιστορία της ανθρωπότητας με ολέθριες επιπτώσεις. Έτσι είναι οι εθνικισμοί. Δογματικοί, ανεδαφικοί και επικίνδυνοι.
3 Ο ελληνικός και τουρκικός εθνικισμός βρέθηκαν σε αδιέξοδο το 1960. Το 1974 ηττήθηκαν καταστρέφοντας την Κύπρο. Από τότε όμως οι δύο εθνικισμοί αδυνατούν ορθά να αναγνώσουν τα νέα δεδομένα που προκλήθηκαν από το δίδυμο έγκλημα του φασιστικού πραξικοπήματος, της τουρκικής εισβολής και κατοχής. Αποδείχθηκαν ανίκανοι να ακολουθήσουν μια πολιτική που να έχει πραγματικές δυνατότητες να πετύχει. Συμφωνούν σε τι διαφωνούν. Διαφωνούν και απορρίπτουν το δικοινοτικό κράτος. Διαφωνούν και με την ομοσπονδία. Ο ένας όμως επιμένει για ελληνική Κύπρο κι ο άλλος για τουρκική Κύπρο. Στην ελληνοκυπριακή κοινότητα συνηθίζουμε να κατηγορούμε την τουρκοκυπριακή ηγεσία και την Τουρκία ότι υπέσκαπταν το ανεξάρτητο κυπριακό κράτος. Αυτό επίσης είναι μια ιστορική αλήθεια. Και, μάλιστα, την υπόσκαψη οι κυρίαρχες δυνάμεις στην τουρκοκυπριακή κοινότητα την συνόδευσαν με την καλλιέργεια ενός κλίματος φόβου, με εκβιασμούς και δολοφονίες για να σωπάσει κάθε δημοκρατική φωνή που προσπαθούσε να τροφοδοτήσει τη λογική ενάντια στο εθνικό μίσος και το σοβινιστικό παροξυσμό. Μια τέτοια δημοκρατική φωνή ήταν αυτή των Χικμέτ και Γιουρκάν, όπως εκφραζόταν μέσα από την εφημερίδα Τζουμχουριέτ, την οποία ίδρυσαν επί τούτου. Έγραψαν οι δύο πατριώτες στην πρώτη έκδοση της εφημερίδας: «Η εφημερίδα μας αρχίζει την πορεία της ταυτόχρονα με την ιστορική διαδρομή της Κυπριακής Δημοκρατίας συμβαδίζοντας με την αρχή του Μουσταφά Κεμάλ «Ειρήνη στην πατρίδα, ειρήνη στον κόσμο» και θα αγωνιστεί μέσω της δημοσιογραφίας για να καταστεί η Κύπρος μας, η πατρίδα μας, το ωραιότερο υπόδειγμα ειρήνης στη Μεσόγειο» (σελ.11). Το όραμά τους το στέγασαν σ ένα άρθρο τους κάτω από τον πολύ επίκαιρο τίτλο «Η Κύπρος ανήκει στους Κυπρίους» στο οποίο γράφουν τα εξής: «το καθήκον κάθε Κύπριου, Έλληνα και Τούρκου, που αγαπά την πατρίδα και το έθνος του, είναι ο αμοιβαίος σεβασμός των δικαιωμάτων του άλλου. Η ανεξαρτησία της Κύπρου σημαίνει η Κύπρος να διοικείται από Κύπριους και όχι προσάρτησή της σε ένα άλλο έθνος ή κράτος» (σελ. 12). Άλλοι βέβαια είχαν εντελώς διαφορετικούς στόχους και ήθελαν να κλείσουν το στόμα σ αυτές τις «εθνικά απαράδεκτες φωνές». «Πρέπει να επιβληθεί η εθνική γραμμή στους αντιπολιτευόμενους κύκλους της κοινότητας. Πρέπει να πάψουν να εξυπηρετούν τα
4 ελληνικά συμφέροντα. Αν δεν πιστεύουν στην εθνική υπόθεση θα πρέπει να τους κλείσουμε το στόμα», αναφέρει ο Ραούφ Ντενκτάς σε έγγραφο που απέστειλε στο «Γραφείο Ειδικού Πολέμου» της Τουρκίας, καταγγέλλοντας τον Χικμέτ και τον Γκιουρκάν (σελ. 13). Οι εθνικιστές, ανεξαρτήτως εθνικότητας, σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο. Όταν κάποιος έχει διαφορετική άποψη από αυτούς, εξυπηρετεί τα συμφέροντα των εχθρών. Αυτά για την τουρκοκυπριακή κοινότητα. Στην ελληνοκυπριακή κοινότητα τι συνέβαινε όμως τότε; Εδώ υπάρχει ένα πέπλο σιωπής, το οποίο απλώνεται μέσα από μια επιλεκτική και αποσπασματική συγγραφή της «επίσημης» ιστορίας. Από την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας συνήθως γίνεται ένα χρονικό άλμα στις δικοινοτικές συγκρούσεις του 1963-64, τις οποίες ο κυρίαρχος λόγος ονομάζει «τουρκανταρσία». Κάτω από αυτό τον ορισμό καλύπτονται τα πάντα. Ασφαλώς, η τουρκοκυπριακή ηγεσία επιχειρούσε παντοιοτρόπως να τουμπάρει την ανεξαρτησία. Το είπε άλλωστε ξεκάθαρα ο Ντενκτάς το 1962: «Δεν θα βιαστούμε να διχοτομήσουμε το νησί. Θα περιμένουμε. Η ευκαιρία θα μας δοθεί στο πιάτο». Τα λόγια του Ντενκτάς προφανώς δεν ανησύχησαν πολλούς στους ηγετικούς κύκλους της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Αρκετοί, μάλιστα, που διαδραμάτιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη διοίκηση του κράτους, συμμετείχαν στο σχεδιασμό για ανατροπή των Συμφωνιών και να επιτευχθεί η ένωση με την Ελλάδα ή τουλάχιστον να μετατραπεί η Κύπρος σ ένα δεύτερο ελληνικό κράτος. Διάφορα γράφονται και λέγονται, για παράδειγμα, για την Οργάνωση «Ακρίτας» στην οποία συμμετείχε η αφρόκρεμα της ελληνοκυπριακής ηγεσίας υπό την αρχηγία του τότε ισχυρού άντρα, Πολύκαρπου Γιωρκάτζιη (αναφορά γι αυτό γίνεται στη σελ. 14 του βιβλίου με αφορμή τη βομβιστική επίθεση κατά των τζαμιών Ομεριέ και Μπαϊρακτάρ). Μετά τις δικοινοτικές συγκρούσεις του 1963 64 υπήρξε η στοχευμένη πολιτική της τουρκοκυπριακής ηγεσίας και της Τουρκίας να εγκλείσουν τους Τουρκοκύπριους σε θύλακες, για να πετύχουν επί του εδάφους τον πληθυσμιακό διαχωρισμό. Και σ αυτή την περίοδο η ελληνοκυπριακή ηγεσία δεν ανταποκρίθηκε με επάρκεια στις ανάγκες της περιόδου.
5 Αντί να απαντήσει αποφασιστικά με μέτρα και πολιτικές που να αγκαλιάζουν την τουρκοκυπριακή κοινότητα, υιοθέτησε ρητορική και πολιτικές που την έσπρωχναν στις αγκάλες της Τουρκίας. Η ελληνοκυπριακή πλευρά επέστρεψε ανοικτά και επίσημα στη γραμμή της ένωσης, η οποία επιχειρήθηκε να επιτευχθεί με το «κομμάτι». Αντί να υπάρχει επιμονή στην πιστή εφαρμογή των Συμφωνιών, λήφθηκαν αποφάσεις που συγκρούονταν μ αυτές, καθώς και με το χαρακτήρα του δικοινοτικού κράτους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός της εξαφάνισης έστω και των λιγοστών κυπριακών σημαιών από δημόσια κτήρια και η αντικατάστασή τους με ελληνικές, όπως και η υιοθέτηση του ελληνικού εθνικού ύμνου, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου το 1966, για ύμνο του κυπριακού κράτους που κατά τα άλλα ήταν δικοινοτικό. Το 1964 μέχρι το 1968 κωδικοποιήθηκε ιστορικά ως η περίοδος της «πολιτικής του ευκταίου». Ήταν μια περίοδος που χαρακτηρίστηκε από φοβερή έξαρση του εθνικισμού και σοβινισμού και στις δύο κοινότητες. Αυτή η έξαρση επηρέασε αρνητικά ακόμα και πολιτικές δυνάμεις που τάχθηκαν και αγωνίζονταν υπέρ της στήριξης και ολοκλήρωσης της ανεξαρτησίας, αλλά και της συνεργασίας και της αδελφοσύνης μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Μιλώ για το ΑΚΕΛ, το οποίο αργότερα με θάρρος, διαφάνεια και ειλικρίνεια έκανε την αυτοκριτική του για τη λανθασμένη στροφή προς την ένωση που έκανε αυτή την περίοδο. Με την υπόσκαψη του νόμιμου κράτους και τις διάφορες προσπάθειες ανατροπής της συνταγματικής τάξης φτάσαμε στο 1974, όταν διαδραματίστηκε η τελευταία πράξη της κυπριακής τραγωδίας. Το πραξικόπημα της Χούντας των Αθηνών και της ΕΟΚΑ Β έφερε στην Κύπρο την Τουρκία η οποία δια πυρός και σιδήρου επέβαλε τη ντε φάκτο διχοτόμηση. Έκτοτε το μεγάλο στοίχημα είναι η επίλυση του Κυπριακού που θα τερματίσει την κατοχή και θα επανενώσει τον τόπο και το λαό. Φίλοι και φίλες, Η αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν, την οποία προκαλεί το βιβλίο μάς οδηγεί σ ένα πολύ σημαντικό συμπέρασμα πολύ χρήσιμο για το σήμερα. Η εθνική θέληση πρέπει να ταυτιστεί με τις ανάγκες και τις επιταγές της εποχής. Αυτό σημαίνει πρώτα απ όλα να τιμήσουμε τις Συμφωνίες που έχουμε συνομολογήσει με την τουρκοκυπριακή κοινότητα για μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας σ ένα διζωνικό, δικοινοτικό ομοσπονδιακό
6 κράτος, στο πλαίσιο του οποίου Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μπορούν να ζήσουν και να δημιουργήσουν μαζί. Αυτή είναι η πολιτική παρακαταθήκη του Χικμέτ και του Γκιουρκάν, που έζησαν μόνο τα προεόρτια της διαίρεσης και η οποία διατυπώνεται σε ένα άρθρο τους με τον τίτλο «Το μέλλον της Κύπρου», γραμμένο το Φεβρουάριο του 1961: «Η ζωή αποδεικνύει στην πράξη ότι το μέλλον της όμορφής μας Κύπρου εξαρτάται από την ειλικρινή συνεργασία στη βάση της αμοιβαίας κατανόησης και του σεβασμού των δύο κύριων κοινοτήτων, Ελλήνων και Τούρκων, του νησιού. Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος για τους Κύπριους, Τούρκους και Έλληνες, οι οποίοι ζουν στα ίδια εδάφη, αναπνέουν τον ίδιο αέρα και βγάζουν το ψωμί τους καλλιεργώντας την ίδια γη» (σελ. 75). Η έκδοση του βιβλίου συμπίπτει με την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων. Αυτή τη φορά ελπίζουμε να φτάσουμε στην Ιθάκη μας την οποία αναζητούμε όχι για δέκα, αλλά για σαράντα ένα ολόκληρα χρόνια. Ο Αρχαίος Έλληνας Φιλόσοφος Δημόκριτος έγραψε: «Άνθρωποι τύχης είδωλον επλάσαντο, πρόφασιν ιδίης αβουλίης». Δηλαδή, «Οι άνθρωποι επινόησαν τη Θεά της Τύχης, για να δικαιολογήσουν τη δική τους έλλειψη θέλησης». Ας δείξουμε θέληση και αποφασιστικότητα κι ας μην αφήσουμε άλλους να καθορίσουν την τύχη μας. Ας διαπραγματευτούμε με ρεαλισμό που να στηρίζεται σε αρχές, με σύνεση και αποφασιστικότητα για να φτάσουμε σε λύση, που να τερματίζει την κατοχή και επανενώνει τον τόπο και το λαό, σύντομα.