Η έννοια του «καταναλωτή» σήμερα ιδίως στις τραπεζικές πιστωτικές συμβάσεις, υπό το πρίσμα και της υπ αριθμ. 13/2015 απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου * Περίληψη: Η αποσαφήνιση του εύρους της νομοθετικής έννοιας του «καταναλωτή» είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη, αφού αποτελεί την προκριματικού χαρακτήρα ερμηνευτική και υπαγωγική διεργασία για την εφαρμογή ή μη, εν συνεχεία, του πλέγματος των διατάξεων που προϋποθέτουν ως δεδομένη, σε προγενέστερο στάδιο, την ιδιότητα του καταναλωτή. Η σχετική προβληματική φαίνεται, εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως, να λαμβάνει τέλος με την έκδοση της υπ αριθμ. 13/2015 απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (εφεξής ΑΠ Ολ 13/2015). Η εκτίμηση αυτή είναι, ωστόσο, εν μέρει ορθή, καθώς, όπως η ίδια η ΑΠ Ολ 13/2015 ρητώς διευκρινίζει, η οριοθέτηση της έννοιας του «καταναλωτή» στην οποία προβαίνει αφορά, αποκλειστικά, και μόνο τη σχετική έννοια, όπως είχε διαμορφωθεί στο πλαίσιο του Ν 2251/1994, ήτοι πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 1 5 του Ν 3587/2007. Η ως άνω διαπίστωση είναι κομβικής σημασίας. Όπως αναλύεται στη μελέτη, η έννοια του «καταναλωτή» μετά την οριοθέτηση του εύρους της προστασίας του «εγγυητή» με το άρθρο 1 5 του Ν 3587/2007, αλλά και την ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 48/2008/ΕΚ για την καταναλωτική πίστη, έχει υποστεί σημαντικές απομειώσεις. Οι εν λόγω συντελεσθείσες νομοθετικές μεταβολές επιτάσσουν, πλέον, την τελολογική συστολή της διάταξης του άρθρου 1 4 περ. α υποπερ. αα του Ν 2251/1994, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 5 του Ν 3587/2007, έτσι ώστε στην μεν πρώτη περίπτωση των πιστωτικών εν γένει συμβάσεων που εξασφαλίζονται με εγγύηση ο καταναλωτής να γίνεται αντιληπτός ως «το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δρα εκτός της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής του δραστηριότητας», ενώ στη δεύτερη περίπτωση των πιστωτικών συμβάσεων που καταλαμβάνει η Οδηγία 48/2008/ΕΚ ως «κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που συνάπτει, επιδιώκει σκοπούς που δεν σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητά του». Σε κάθε περίπτωση καταλυτικός θα είναι, πλέον, ο ρόλος της ΑΚ 281, η οποία καλείται να βάλει φραγμό σε περιπτώσεις «καταχρηστικής» επίκλησης της ιδιότητας του καταναλωτή εκ μέρους των συναλλασσομένων. Ευάγγελος Πουρνάρας, Δικηγόρος, ΔΝ 1. Τα κρίσιμα ζητήματα της υπό εξέταση προβληματικής εν συντομία Η αποσαφήνιση του εύρους της νομοθετικής έννοιας του «καταναλωτή» * Προδημοσίευση από τον Τιμητικό Τόμο Λεωνίδα Γεωργα-κόπουλου. Βλ. για την ΑΠ Ολ 13/2015 σε παρόν τεύχος, σελ. 1148. είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη, αφού αποτελεί την προκριματικού χαρακτήρα ερμηνευτική και υπαγωγική διεργασία για την εφαρμογή ή μη, εν συνεχεία, του πλέγματος των διατάξεων που προϋποθέτουν ως δεδομένη, σε προγενέστερο στάδιο, την ιδιότητα του καταναλωτή. Σε διαφορετική περίπτωση ο έλεγχος των εκάστοτε συμβατικών όρων δεν μπορεί να λάβει χώρα υπό το πρίσμα του πλέγματος διατάξεων για την προστασία του καταναλωτή, αλλά μόνον υπό τις διατάξεις του ΑΚ και ιδίως αυτή του άρθρου 281 ΑΚ ή τυχόν άλλες ειδικότερες και εφαρμοστέες στην εκάστοτε περίπτωση διατάξεις. Θεωρία και νομολογία επιχειρούν, διχασμένες αμφότερες, σχεδόν Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο ΕφΑΔ από το 2008 1065
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ από την επομένη της ψήφισης του N 2251/1994, με τον οποίο μεταφέρθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η Οδηγία 93/13ΕΟΚ «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές», να οριοθετήσουν την κρίσιμη για τον προσδιορισμό του υποκειμενικού εύρους της παρεχόμενης προστασίας έννοια του «καταναλωτή» κατ άρθρο 2 1 στ. α του N 2251/1994. Η πανσπερμία απόψεων, επιχειρημάτων και προσεγγίσεων που ερμηνεύουν τη σχετική διάταξη, άλλοτε de lege lata και, άλλοτε, κατ αποτέλεσμα, de lege ferenda, ό- πως διεξοδικά αναλύονται στην παρούσα μελέτη, φαίνεται, εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως, να λαμβάνει τέλος με την έκδοση της υπ αριθμ. 13/2015 απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (εφεξής ΑΠ Oλ 13/2015). Η εκτίμηση αυτή είναι, ωστόσο, εν μέρει ορθή. Όπως η ίδια η ΑΠ Ολ 13/2015 ρητώς διευκρινίζει, επιλύοντας αναφυέν ζήτημα διαχρονικού δικαίου που είχε παρεπεμθεί σε αυτήν, η οριοθέτηση της έννοιας του «καταναλωτή» στην οποία προβαίνει αφορά, αποκλειστικά, και μόνο τη σχετική έννοια, όπως είχε διαμορφωθεί στο πλαίσιο του Ν 2251/1994, ήτοι πριν από την τροποποίησή της με το άρθρο 1 5 του Ν 3587/2007 1. Η ως άνω διαπίστωση είναι κομβικής σημασίας. Όπως αναλύεται στη μελέτη, η έννοια του «καταναλωτή» μετά την οριοθέτηση του εύρους της προστασίας του «εγγυητή» με το άρθρο 1 5 του Ν 3587/2007, αλλά και την ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη της Οδηγίας 48/2008/ΕΚ για την καταναλωτική πίστη, έχει υποστεί σημαντικές απομειώσεις. Οι εν λόγω συντελεσθείσες νομοθετικές μεταβολές επιτάσσουν, πλέον, την τελολογική συστολή της διάταξης του άρθρου 1 4 περ. α υποπερ. αα του Ν 2251/1994, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 5 του Ν 3587/2007, έτσι ώστε στην μεν πρώτη περίπτωση των πιστωτικών εν γένει συμβάσεων που εξασφαλίζονται με εγγύηση ο καταναλωτής να γίνεται αντιληπτός ως «το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που δρα εκτός της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής του δραστηριότητας», ενώ στη δεύτερη περίπτωση των πιστωτικών συμβάσεων που καταλαμβάνει η Οδηγία 48/2008/ΕΚ ως «κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που συνάπτει, επιδιώκει σκοπούς που δεν 1. Ένα από τα ζητήματα που παραπέμφθηκαν στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την ΑΠ 1332/2012 ήταν «Αν η ιδιότητα του συμβληθέντος ως καταναλωτή κρίνεται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 1 4 Ν 2251/1994, όπως ίσχυαν κατά το χρόνο χρήσης (επίκλησης) του καταχρηστικού ΓΟΣ ή όπως ίσχυαν κατά το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρο 533 2 ΚΠολΔ)». Επί του ερωτήματος αυτού η ΑΠ Ολ 13/2015, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά το σκεπτικό της ΑΠ Ολ 15/2007, αποφάνθηκε ότι «Η ιδιότητα του καταναλωτή πρέπει να κριθεί σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο που γίνεται η χρήση (επίκληση) του καταχρηστικού ΓΟΣ από τον προμηθευτή». Με βάση τη θέση αυτή της ΑΠ Ολ 13/2015, κάθε διαφορά που αναφύεται το πρώτον μετά την θέση σε ισχύ του άρθρου 1 5 του Ν 3587/2007, θα κρίνεται με βάση τις επελθούσες με το νόμο αυτό μεταβολές στην έννοια του «καταναλωτή». EY. ΠΟΥΡΝΑΡΑΣ σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα του». Ο νομικός αντίκτυπος της ΑΠ Ολ 13/2015 δεν εξαντλείται, ωστόσο, μόνο στην οριοθέτηση της έννοιας του «καταναλωτή», τουλάχιστον όπως αυτή ίσχυε κατά το χρόνο πριν από την τροποποίηση του Ν 2251/1994 με το άρθρο 1 5 του Ν 3587/2007. Η οριοθέτηση εκ μέρους της, υπό τη μορφή obiter dictum, του πεδίου εφαρμογής της ΑΚ 281, υπό την ειδικότερη, εν προκειμένω, μορφή της καταχρηστικής επίκλησης της ιδιότητας του καταναλωτή, ανοίγει πλέον το δρόμο για μια πιο συνεπή και προβλέψιμη (υπό την έννοια της ασφάλειας δικαίου) μεταχείριση περιπτώσεων που αποκλίνουν κατά πολύ από το πρότυπο του προστατευτέου, κατά τον Έλληνα νομοθέτη, «καταναλωτή». Για το λόγο αυτό στην τελευταία ενότητα της μελέτης επιχειρείται να τυποποιηθούν οι κρίσιμες περιστάσεις που καθιστούν καταχρηστική, κατ άρθρο 281 ΑΚ, την επίκληση από τον ενδιαφερόμενο της ιδιότητας του «καταναλωτή». 2. Η ρύθμιση του υποκειμενικού πεδίου προστασίας του «καταναλωτή» από τον Έλληνα νομοθέτη 2.1. Οι διανοιγόμενες επιλογές Το ζήτημα του υποκειμενικού πεδίου εφαρμογής των διατάξεων που αποβλέπουν στην προστασία του «καταναλωτή» αναφέρεται στο εύρος του κύκλου των προστατευόμενων από την ειδική ρύθμιση προσώπων. Με λίγα λόγια, αφορά στην επιλογή των προσώπων εκείνων που θα προστατευτούν από την ειδική αυτή νομοθεσία. Ο Έλληνας νομοθέτης, καλούμενος να νομοθετήσει σχετικώς, είχε να επιλέξει, σχηματικά, ανάμεσα σε τρεις κύριες εκδοχές. Να παράσχει προστασία: α) είτε μόνο στο φυσικό πρόσωπο που αποκτά αγαθά για εξυπηρέτηση ιδιωτικών, δηλ. μη επαγγελματικών αναγκών του (στενή έννοια του καταναλωτή), β) είτε σε κάθε τελικό αποδέκτη αγαθών, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ανεξαρτήτως του αν τα προορίζει για επαγγελματική ή ιδιωτική χρήση (ευρεία έννοια του καταναλωτή), γ) είτε ακόμη και στον ενδιάμεσο έμπορο ή επαγγελματία ή στην επιχείρηση που θα προωθήσει περαιτέρω στην αγορά ή θα τα ενσωματώσει στις δικές της παροχές προς τους πελάτες της. Την πρώτη εκδοχή ακολουθούν η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ και πολλά άλλα κοινοτικά και εθνικά νομοθετήματα 2, τη δεύτερη υποστηρίζεται ότι την υιοθετεί ο ισπανικός νόμος 2. Βλ. Ελ. Αλεξανδρίδου, Ο Ν 2251/1994 γα την προστασία του καταναλωτή - Ομοιότητες και διαφορές από το Ν 1961/1991. Σχέσεις με το Ν 146/1914, Αρμ 1996, 290. 1066 ΕφΑΔ 12/2015 Έτος 8ο
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ για την προστασία του καταναλωτή του 1984 3, την δε τρίτη εκδοχή ακολουθεί εν μέρει ο γερμανός νομοθέτης και η Πρόταση Κανονισμού σχετικά με τη «θέσπιση κοινού ευρωπαϊκού δικαίου των πωλήσεων» που παρέχουν και στον ενδιάμεσο έμπορο ή επαγγελματία ένα μέρος της προβλεπόμενης για τον καταναλωτή προστασίας 4. 2.2. Η επιλογή του Έλληνα νομοθέτη όπως εκφράστηκε με το Ν 2251/1994 Η πρώτη εξειδικευμένη παρέμβαση του Έλληνα νομοθέτη στο πεδίο της προστασίας του καταναλωτή εκφράστηκε με το Ν 1961/1991. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 1 του Ν 1961/1991, με την οποία οριοθετήθηκε το υποκειμενικό εύρος προστασίας που παρείχε ο σχετικός νομός, «καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ένωση προσώπων που ενεργεί συναλλαγές με σκοπό την απόκτηση ή τη χρησιμοποίηση κινητών ή ακίνητων πραγμάτων ή υπηρεσιών για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών του αναγκών». Λίγα χρόνια αργότερα ο Έλληνας νομοθέτης κάνοντας μια ριζική στροφή, που για αρκετούς θεωρήθηκε αιφνιδιαστική 5, εγκατέλειψε την ως άνω έννοια του «καταναλωτή» 6. Σύμφωνα με το άρθρο 1 4 στ. α του Ν 2251/1994 «καταναλωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνε χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους». Κατά τον γράφοντα δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι ο Έλληνας νομοθέτης επέλεξε με την εν λόγω ρύθμιση την «ευρεία έννοια» του καταναλωτή. Πιο αναλυτικά: 3. Έτσι Δέλλιος, Γενικοί Όροι Συναλλαγών, 2013, σ. 106 επ. Όπως, όμως, επισημαίνει ο Μεντής, Γενικοί Όροι Συναλλαγών σε καταναλωτικές και εμπορικές συμβάσεις, 2000, σ. 9, (ούτε) στον ισπανικό νόμο για την προστασία των καταναλωτών (της 19.7.1984) δεν θεωρείται τελικώς αποδέκτης εκείνος ο οποίος «εντάσσει» το αγαθό ή την υπηρεσία στη δική του επιχείρηση. 4. Για τις διανοιγόμενες δυνατότητες βλ. Δέλλιο, Γενικοί Όροι Συναλλαγών, 2013, σ. 106 επ. με περαιτέρω παραπομπές. 5. Βλ. Ελ. Αλεξανδρίδου Αρμ 1996, 290 όπου αναφέρει «Πραγματικό αιφνιδιασμό αποτελεί ο προσδιορισμός της έννοιας του καταναλωτή από το Ν 2251. Δεν πρόκειται για τον καθιερωμένο προσδιορισμό του προσώπου που ενεργεί συναλλαγές για την ικανοποίηση μη επαγγελματικών αναγκών του, αλλά για το πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, ως τελικός αποδέκτης τους Η παραπάνω απόδοση της έννοιας του καταναλωτή, δεδομένου ότι περιλαμβάνει και τα νομικά πρόσωπα, είναι τόσο ευρεία, ώστε να διερωτάται κανείς αν υπάρχει κάποιο πρόσωπο που να μην θεωρείται καταναλωτής». 6. Ο νομοθέτης, βέβαια, του Ν 2251/1994 αφαίρεσε από την έννοια του «καταναλωτή» εκείνον που κάνει συναλλαγές με σκοπό την απόκτηση ή χρησιμοποίηση ακινήτου, τον οποίο προστάτευε ο Ν 1961/1991. Σε σύγκριση με την οριοθέτηση της έννοιας του «καταναλωτή» από το άρθρο 2 περ. β της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ αλλά και προς την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 2 1 του Ν 1961/1991, ο νέος ορισμός του «καταναλωτή», κατ άρθρο 1 4 του Ν 2251/1994, διευρύνει πρόδηλα τον κύκλο των προσώπων που εμπίπτουν στην έννοια του «καταναλωτή» για να περιλάβει ακόμη και κάθε έμπορο ή επαγγελματία που είναι στη συγκεκριμένη συναλλαγή τελικός αποδέκτης της παροχής του προμηθευτή, ανεξάρτητα αν η εν λόγω παροχή ικανοποιεί επαγγελματικές ή μη ανάγκες του 7. Η διευρυμένη αυτή έννοια του «καταναλωτή» δεν προκύπτει μόνον από την γραμματική (και συγκριτική) ερμηνεία του νόμου, αλλά και από την ίδια τη ρητώς εκπεφρασμένη βούληση του Έλληνα νομοθέτη να παράσχει προστασία σε έναν ευρύ κύκλο προσώπων. Στην εισηγητική έκθεση του Ν 2251/1994 (σελ. 4) επισημαίνεται «Άρθρο πρώτο: Γενικές διατάξεις Η παράγραφος 4 ορίζει τον καταναλωτή και τον προμηθευτή. Οι νομοθετικοί ορισμοί είναι ευρύτατοι, ώστε να οριοθετούν την έκταση εφαρμογής ενός νόμου που αποβλέπει σε πραγματική ρύθμιση της ύλης του. Όπως παρατηρήθηκε, οι αντίστοιχοι ορισμοί του Ν 1961/1991 απέκλειαν από την προστασία του νόμου ευρύτατες κατηγορίες καταναλωτών και στερούσαν από οποιαδήποτε δυνατότητα εφαρμογής ολόκληρα κεφάλαια του νόμου. Με τους ορισμούς που προτείνονται, ο νόμος αποκτά πλήρη δυνατότητα εφαρμογής όπου υπάρχει αντίστοιχη νομοθετική ρυθμιστική ανάγκη» 8. Η παραπάνω έννοια του «καταναλωτή» κατά τον Ν 2251/1994 συνιστά, συνεπώς, δικαιοπολιτική επιλογή του Έλληνα νομοθέτη που αποσκοπεί στη διεύρυνση του καθ υποκείμενα πεδίου εφαρμογής των εν λόγω προστατευτικών κανόνων, ώστε να παρέχεται η προβλεπόμενη στο νόμο προστασία και στον έμπορο και στον επαγγελματία, όταν αυτός είναι ο τελικός αποδέκτης της παροχής, χωρίς μάλιστα να έχει σημασία αν αυτός είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο. Για τα πρόσωπα αυτά αποκλείεται η παρεχόμενη με το Ν 2251/1994 προστασία μόνον όταν είναι «ενδιάμεσοι» και όχι «τελικοί» αποδέκτες, όταν δηλαδή διαμεσολαβούν, απλώς, στη διακίνηση των αγαθών που αποκτούν από τον προμηθευτή. Αντίθετα, όταν έμποροι και επαγγελματίες είναι «τελικοί αποδέκτες» κρίνονται το ίδιο προστατευ- 7. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Δωρής, Ο χαρακτηρισμός αντισυμβαλλομένων τραπεζών ως καταναλωτών ως προϋπόθεση για την προστασία τους από καταχρηστικούς γενικούς όρους συναλλαγών, ΝοΒ 2004, 729-730 «Προστατευτέος κατά την αντίληψη του Έλληνα νομοθέτη είναι και ο έμπορος και ο επαγγελματίας, ακόμη και όταν η προς αυτόν παροχή του «προμηθευτή» συναρτάται με την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας (π.χ. αγορά εξοπλισμού ακτινολογικού ιατρείου). Αρκεί ότι αυτός κατά τη συγκεκριμένη εκάστοτε συναλλαγή με τον «προμηθευτή» είναι ο τελικός αποδέκτης της παροχής». 8. Είναι ενδιαφέρον ότι την εισηγητική έκθεση του Ν 2251/1994 επικαλείται και η ΑΠ Ολ 13/2015 προκειμένου να στηρίξει την ευρεία ερμηνεία που επιφυλάσσει στην έννοια του «καταναλωτή» κατά την ερμηνεία του άρθρου 1 4 του Ν 2251/1994. Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο ΕφΑΔ από το 2008 1067
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ τέοι με τους μη εμπόρους και μη επαγγελματίες τελικούς αποδέκτες της παροχής του προμηθευτή. Πρόκειται για μια αξιολογικά προσανατολισμένη επιλογή του νομοθέτη, ο οποίος ορθά αντιλαμβάνεται ότι στην ίδια δυσχερή θέση με τον μη έμπορο και μη επαγγελματία καταναλωτή βρίσκεται, κατ αρχήν, και ο έμπορος και επαγγελματίας, όταν αυτός είναι ο τελικός αποδέκτης της μαζικά προσφερόμενης από τον προμηθευτή παροχής 9. Στις μαζικές, άλλωστε, συναλλαγές, στις οποίες το περιεχόμενο των συμβάσεων δεν συνδιαμορφώνεται από τα μέρη, δεδομένου ότι αυτές συνάπτονται με την προσχώρηση του διαπραγματευτικά ασθενούς μέρους στο προδιατυπωμένο από το ισχυρό μέρος (με τους δικούς του ΓΟΣ κείμενο), παρατηρείται έλλειψη της βασικής προϋπόθεσης κανονικής λειτουργίας του συμβατικού μηχανισμού, της στοιχειώδους, δηλαδή, ισότητας στη διαπραγματευτική των συμβαλλόμενων ισχύ, η οποία είναι ελάττωμα εγγενές στη φύση της ρυθμιστέας βιοτικής σχέσης και συνεπώς ανεξάρτητο, κατ αρχήν, από το πρόσωπο του υποβαλλόμενου στους ΓΟΣ συμβαλλομένου 10. Η ως άνω ερμηνευτική τοποθέτηση ως προς την έννοια του «καταναλωτή» επιβεβαιώνεται και από τον τελολογικό συσχετισμό του νομοθετικού ορισμού του «καταναλωτή» στο άρθρο 1 4 στ. α Ν 2251/1994 με τη ratio του άρθρου 2. Ratio του άρθρου 2 του Ν 2251/1994 είναι, όλως συντόμως, η ανάγκη προστασίας εκείνου του συμβαλλόμενου μέρους που δεν έχει τη δύναμη να διαπραγματευτεί και να συνδιαμορφώσει το περιεχόμενο της σύμβασης. Την πίεση των ΓΟΣ την υφίσταται κάθε αποδέκτης παροχής προσφερόμενης στην αγορά με συμβάσεις προσχώρησης, συνεπώς και εκείνος που ικανοποιεί με την παροχή προσωπικές (μη επαγγελματικές) ανάγκες και εκείνος που ικανοποιεί επαγγελματικές ανάγκες 11. Πρόσθετη επιβεβαίωση της ανωτέρω προσέγγισης αντλείται και από το συστηματικό συσχετισμό της γενικής διάταξης του άρθρου 1 4 στ. α του Ν 2251/1994 προς τις λοιπές (πέραν του άρθρου 2) ειδικές διατάξεις των άρθρων 3-9 του Ν 2251/1994. Η παραπάνω ευρεία έννοια του καταναλωτή, ως «τελικού αποδέκτη», αποτελεί πρόδηλα την αφετηρία της νομοθετικής προσέγγισης. Από την αφετηρία αυτή αφίσταται ο νομοθέτης περιορίζοντας το εύρος του υποκειμένου της προστασίας, 9. Έτσι Δωρής, ΝοΒ 2004, 730. 10. Ειδικά για την περίπτωση των τραπεζικών συναλλαγών βλ. ΜΠρΘεσ 7940/2014 Αρμ 2015, 50, σύμφωνα με την οποία «Περαιτέρω, στο χώρο των τραπεζικών συναλλαγών η ανάγκη προστασίας της συμβατικής ισορροπίας και διασφάλισης της δικαιοπρακτικής αυτοδιάθεσης των αντισυμβαλλομένων των τραπεζών είναι ιδιαίτερα έκδηλη, λόγω της οικονομικής και οργανωτικής υπεροχής ή αλλιώς της εξουσιαστικής θέσης των τραπεζών, οι οποίες κατά κανόνα επιβάλλουν μονομερώς στους ασθενέστερους αντισυμβαλλόμενους τους, στη βάση του «πάρε το ή άφησε το», την κατάρτιση τυποποιημένων συμβάσεων με προδιατυπωμένους από τις ίδιες (ή από τρίτους για λογαριασμό τους) γενικούς όρους». 11. Έτσι Δωρής, ΝοΒ 2004, 739. EY. ΠΟΥΡΝΑΡΑΣ όποτε το κρίνει σκόπιμο με τις επιμέρους ρυθμίσεις του. Τέτοιου είδους περιορισμοί του εύρους του υποκειμένου της προστασίας τίθενται με τις ειδικότερες ρυθμίσεις για την προστασία του καταναλωτή «από συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος» και «από απόσταση» (άρθρα 3 και 4), από ελαττωματικά προϊόντα (άρθρα 6-7), από παροχή υπηρεσιών (άρθρο 8) και από «παραπλανητική» και «αθέμιτη διαφήμιση» (άρθρο 9). Το σχήμα δηλαδή που χρησιμοποιείται με το Ν 2251/1994 για τον προσδιορισμό του εύρους της παρεχόμενης στον «καταναλωτή» προστασίας είναι ένα σχήμα που συνδυάζει ένα γενικό (ευρύτατο) κανόνα στην αφετηρία της ρύθμισης, με ακολουθούσες ειδικότερες ρυθμίσεις που οριοθετούν το πεδίο εφαρμογής της παρεχόμενης με το νόμο προστασίας κατά κατηγορίες περιπτώσεων. Με το άρθρο 1 4 στ. α του Ν 2251/1994 επιλέγεται ο ευρύτερος δυνατός ορισμός του καταναλωτή «ως τελικού αποδέκτη» προϊόντων και υπηρεσιών για μια, κατ αρχήν, οριοθέτηση του καθ υποκείμενα πεδίου εφαρμογής της συνολικής (προστατευτικής του καταναλωτή) ρύθμισης του νόμου και, ακολούθως, εξειδικεύεται το πεδίο αυτό με τα άρθρα 3-9 του νόμου για κάθε ειδικότερη κατηγορία περιπτώσεων 12. Όλες οι ανωτέρω παράμετροι συντείνουν πρόδηλα και καταφανώς στο ότι η έννοια του καταναλωτή ως «τελικού αποδέκτη» προσφερόμενων στην αγορά αγαθών ή υπηρεσιών είναι πλήρως και παντελώς αποδεσμευμένη από το στοιχείο της ικανοποίησης αποκλειστικά προσωπικών του αναγκών. Αυτό ισχύει και για τις υπηρεσίες που παρέχουν οι τράπεζες. Επομένως κατά το ελληνικό δίκαιο, καταναλωτής θεωρείται κάθε «τελικός αποδέκτης»: είτε πρόκειται για φυσικό, είτε για νομικό πρόσωπο, είτε για ένωση προσώπων χωρίς νομική προσωπικότητα, είτε η παροχή ικανοποιεί προσωπικές, είτε επαγγελματικές του ανάγκες. Αποκλείονται δηλαδή μόνο οι ενδιάμεσοι, δηλαδή όσοι αποκτούν ένα αγαθό ή μια υπηρεσία για να τα προωθήσουν περαιτέρω στον τελικό χρήστη 13. 12. Έτσι Δωρής, ΝοΒ 2004, 735 επ. 13. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει η ΑΠ Ολ 13/2015 «Ειδικότερα καταναλωτής, σύμφωνα με την προαναφερόμενη διάταξη του Ν 2251/1994, που είναι άξιος της σχετικής προστασίας του, είναι το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αποκτά το προϊόν ή τις υπηρεσίες για ικανοποίηση όχι μόνο των ατομικών αλλά και των επαγγελματικών του αναγκών, αρκούντος απλώς και μόνον του γεγονότος ότι είναι ο τελικός αποδέκτης τούτων. Τέτοιος δε τελικός αποδέκτης, και όχι ενδιάμεσος, είναι εκείνος που αναλίσκει ή χρησιμοποιεί το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, χωρίς να έχει την πρόθεση να το μεταβιβάσει αυτούσιο ή ύστερα από επεξεργασία σε άλλους αγοραστές, καθώς και αυτός που χρησιμοποιεί ο ίδιος την υπηρεσία και δεν τη διοχετεύει σε τρίτους». Ομοίως ΑΠ 1738/2009 ΕφΑΔ 2010, 439, ΑΠ 2273/2009 ΕφΑΔ 2010, 1237, Σταθόπουλος, Καταχρηστικές ρήτρες στις καταναλωτικές συμβάσεις-ισχύς της απόφασης επί συλλογικής αγωγής, ΧρΙΔ 2010, 499. 1068 ΕφΑΔ 12/2015 Έτος 8ο
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ 2.3. Οι αντιδράσεις της ελληνικής θεωρίας και νομολογίας στην ευρεία κατανόηση της έννοιας του «καταναλωτή» 2.3.1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις H κατά τα ως άνω ευρεία κατανόηση του «καταναλωτή» σύμφωνα με το άρθρο 1 4 στ. α του Ν 2251/1994 έχει επικριθεί σφοδρά με το επιχείρημα ότι η ευρύτητά του δημιουργεί ανασφάλεια στον ερμηνευτή και εφαρμοστή του δικαίου σχετικά με την χάραξη των ορίων του προστατευτικού πεδίου του νόμου καθώς και ότι υποσκάπτει τη κοινοτική ρύθμιση. Στο πεδίο, μάλιστα, των τραπεζικών υπηρεσιών και ιδίως της τραπεζικής υπηρεσίας παροχής πίστωσης έχει υποστηριχθεί, τόσο στην ελληνική θεωρία όσο και σε μεγάλο μέρος της νομολογίας, ότι η εγκατάλειψη του κριτηρίου του «μη επαγγελματικώς δρώντος» και η αναγωγή σε κρίσιμη παράμετρο αυτής του «τελικού αποδέκτη των παρεχόμενων υπηρεσιών» αποτελεί ανεπιτυχή επιλογή-κριτήριο, καθότι ο πιστούχος είναι πάντοτε ο τελικός αποδέκτης της τραπεζικής υπηρεσίας, αφού μόνον οι αποκλειστικώς αναφερόμενοι στο νόμο φορείς (π.χ. ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες και πιστωτικά ιδρύματα) δύνανται να παρέχουν πίστωση κατ' επάγγελμα, η δε, τρόπον τινά, υπεργολαβική παροχή πίστωσης από τον αρχικό πιστούχο, κατ` αρχάς, δεν είναι νοητή ή σε κάθε περίπτωση αποτελεί σπανιότατη περίπτωση. Αν, όμως, κάθε πιστούχος, ήτοι ακόμα και μία μεγάλη ανώνυμη εταιρία που λαμβάνει πίστωση για τις ανάγκες της επιχειρηματικής της δράσης από ένα πιστωτικό ίδρυμα, δύναται να θεωρηθεί καταναλωτής, τότε ο Ν 2251/1994 απόλλυται το ρόλο του ειδικού νομοθετήματος και μετεξελίσσεται σε τροποποιητικό των διατάξεων του ΑΚ νομοθέτημα, που αφορά οιοδήποτε αποδέκτη της τραπεζικής υπηρεσίας της πίστωσης ως τέτοιον, ιδιότητα που ipso facto δύναται να τον καταστήσει καταναλωτή, όπερ, κατά την σχετική άποψη, άτοπο 14. Αν επιχειρούσε κανείς να κατηγοριοποιήσει τα επιχειρήματα που βάλλουν κατά της καθιερωθείσας με το άρθρο 1 4 στ. α του Ν 2251/1994 ευρείας έννοιας του «καταναλωτή» θα διαπίστωνε ότι αυτά συνοψίζονται σε μια τριπλή ασυμβατότητα-προβληματικότητα του ορισμού του άρθρου 1 4 στ. α του Ν 2251/1994: Α) ασυμβατότητα προς τη στενή έννοια του «καταναλωτή» στις διάφορες κοινοτικές Οδηγίες και ιδίως στην Οδηγία 93/13/ΕΟΚ για τις καταχρηστικές ρήτρες Β) ασυμβατότητα προς τη στενή έννοια του «καταναλωτή» στα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου κοινοτικά νομοθετήματα (Συμβάσεις Βρυξελλών και Ρώμης, ήδη Κανονισμούς Βρυξέλλες Ι και Ρώμη Ι) καθώς και προς την ερμηνεία της έννοιας αυτής από το ΔΕΚ. Γ) ασυμβατότητα προς την νέα έννοια του «εγγυητήκαταναλωτή» που προστέθηκε με το άρθρο 1 5 του Ν 14. Βλ. ενδεικτικά ΠΠρΙωαν 206/2010 Αρμ 2012, 267, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και στη νομολογία. 3587/2007 αλλά και την στενή έννοια του «καταναλωτή» στην Οδηγία 2008/48/ΕΚ για τις πιστωτικές συμβάσεις. 2.3.2. Η στενή έννοια του «καταναλωτή» στην Οδηγία 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές 2.3.2.1. Οι προβαλλόμενες στη θεωρία και νομολογία τοποθετήσεις Ο κοινοτικός νομοθέτης εκκινεί στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων ρύθμισης ζητημάτων που αφορούν την προστασία των οικονομικών συμφερόντων του καταναλωτή από τη λεγόμενη στενή έννοια του «καταναλωτή». Η αφετηρία αυτή επιβεβαιώνεται και στο πλαίσιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5/4/1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές», την οποία μετέφερε ο Έλληνας νομοθέτης στο εσωτερικό δίκαιο με το Ν 2251/1994. Σύμφωνα με το άρθρο 2 β της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ «καταναλωτής είναι κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες». Αφετηριαζόμενοι από το γράμμα της ως άνω Οδηγίας αλλά και από ορισμένες αποφάσεις του ΔΕΚ, οι οποίες εκδόθηκαν σε σχέση με την έννοια του καταναλωτή κατά την εν λόγω Οδηγία, αρκετοί συγγραφείς αποκλείουν την ιδιότητα του καταναλωτή επικαλούμενοι, ακριβώς, το στενό αυτό ορισμό του «καταναλωτή» στην Οδηγία 93/13/ΕΟΚ. Όλως ενδεικτικά επισημαίνονται οι ιδιαίτερα αναλυτικές σκέψεις του Κοτσίρη 15, ο οποίος αποδίδοντας αλλά και διευρύνοντας την μέχρι τότε κριτική που είχε εκφραστεί σχετικώς υποστηρίζει ότι «Το σύστημα προστασίας που εγκαθιδρύει η Οδηγία για τις καταχρηστικές ρήτρες στηρίζεται στην ιδέα ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση σε σχέση με τον επαγγελματία, όσον αφορά στη δυνατότητα διαπραγμάτευσης όσο και σε επίπεδο πληροφόρησης, θέση η οποία τον υποχρεώνει να προσχωρήσει στους όρους που έχει εκ των προτέρων καταρτίσει ο επαγγελματίας, χωρίς να μπορεί να ασκήσει επιρροή επί του περιεχομένου τους (ΔΕΚ- απόφαση της 27.6.2000 υποθ. C-240/98 και C-244/98 Oceano Grupo Editorial κατά Salvat Editores σκέψη 25). Το εθνι- 15. Κοτσίρης, Η έννοια του καταναλωτή, ΔΕΕ 2005, 1128 επ. Ανάλογη είναι και η θέση που διατυπώνουν, μεταξύ άλλων, ο Παπανικολάου, Η έννοια του καταναλωτή σήμερα. Ιδίως στις καταρτιζόμενες με ΓΟΣ πιστωτικές συμβάσεις, ΔΕΕ 2010, 4 επ., Χριστοπούλου, Σημείωση για την ΕφΑθ 4682/2008, ΔΕΕ 2009, 700 επ., Λιβαδά, Η έννοια του προστατευτέου καταναλωτή σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, ΔΕΕ 2005, 1137 επ., Αντωνοπούλου, Τα όρια της προστασίας του αποδέκτη τραπεζικών υπηρεσιών κατά το σύγχρονο καταναλωτικό δίκαιο. Το παράδειγμα των συμβάσεων παράγωγων χρηματοοικονομικών προϊόντων, ΕλλΔνη 2003, 333 επ., Καλαμπούκα-Γιαννοπούλου, Η προστασία του επενδυτήκαταναλωτή από την εφαρμογή του PSI, ΔΕΕ 2012, 1012 επ. Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο ΕφΑΔ από το 2008 1069
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ κό δικαστήριο υποχρεούται όταν εφαρμόζει διατάξεις του εθνικού δικαίου προγενέστερες ή μεταγενέστερες της Οδηγίας, να τις ερμηνεύει, κατά το μέτρο του δυνατού, υπό το φως του κειμένου και του σκοπού της Οδηγίας (ΔΕΚ ως άνω σκέψη 32). Η ορθή εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου επί του εσωτερικού δικαίου, καθώς και η ανάγκη εξασφάλισης της ομοιόμορφης εφαρμογής των κοινοτικών διατάξεων συνεπάγονται τον αποκλεισμό της εφαρμογής του αντίθετου κανόνα του εθνικού δικαίου. Επιβάλλεται η σύμφωνη ερμηνεία των διατάξεων του εθνικού δικαίου σε σχέση προς το σκοπό και το γράμμα της Οδηγίας στην οποία το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να προβεί, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όταν μια Οδηγία δεν έχει μεταφερθεί προσηκόντως στο εσωτερικό δίκαιο. Η στενή ερμηνεία της έννοιας του καταναλωτή με περιορισμό της μόνο «σε φυσικά πρόσωπα», άλλοτε λειτουργικά συνδεόμενα με «άσχετες προς τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες», όπως στο συμβατικό δίκαιο των καταχρηστικών ρητρών, άλλοτε όχι (ελαττωματικά προϊόντα), δεν είναι πρόσφατη ερμηνευτική προσέγγιση του ΔΕΚ αλλά ταυτίζεται με τη στενή ερμηνεία των διατάξεων της Σύμβασης των Βρυξελών του 1968 (απόφαση της 21.6.1978 υπόθ. 150/77, Societe Bertrand Paul Ott, απόφαση της 3.7.1996 υποθ. C-269/95, Fr.Benincasa κατά Dentalkit Srl, απόφαση της 19.1.1993 C-89/91, Shearson Lehman Hutton Inc. κατά TVB GmbH). Τέλος το ΔΕΚ, απαντώντας σε προδικαστικό ερώτημα με την απόφαση της 17.3.1998 (υποθ. C-45/96 Bayerische Hypothekn und Weckselbank AG κατά Edgar Dietzinger) σε σχέση με την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος σύμφωνα με την Οδηγία 85/577/ΕΟΚ, το άρθρο 2 της οποίας ορίζει ότι «για τους σκοπούς της παρούσας Οδηγίας καταναλωτής είναι το φυσικό πρόσωπο το οποίο, με τις συναλλαγές που καλύπτει η παρούσα Οδηγία, επιδιώκει σκοπούς που μπορούν να θεωρηθούν άσχετοι με την επαγγελματική του δραστηριότητα» δέχθηκε ότι «η Οδηγία δεν σκοπεί να προστατεύσει παρά τους καταναλωτές, ο εγγυητής δεν μπορεί να καλυφθεί από αυτήν, παρά μόνον εφόσον, σύμφωνα με το άρθρο 2 πρώτη περίπτωση, ανέλαβε υποχρεώσεις για σκοπό που μπορεί να θεωρηθεί άσχετος με την επαγγελματική του δραστηριότητα» (σκέψη 22). Και είναι αληθές ότι η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ για τις καταχρηστικές ρήτρες αποτελεί ελάχιστη εναρμόνιση και συνεπώς τα κράτη μέλη μπορούν να εξασφαλίσουν «μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή (άρθρο 8 Οδηγίας 93/13). Η ως άνω όμως επέκταση προστασίας πρέπει να αφορά αποκλειστικά τον «καταναλωτή», δηλαδή το φυσικό πρόσωπο, είτε επεκτείνοντας την προστασία του, όπως γίνεται δεκτό και σε «συμβάσεις διπλού σκοπού» (από κοινού οικογενειακής/επαγγελματικής φύσεως), είτε επεκτείνοντας την προστασία σε φυσικά μεν πρόσωπα έχοντα όμως ανάγκη αντίστοιχης προστασίας, όπως βιοτέχνες, μικρέμποροι, μικροί αγροκτήμονες, δηλαδή σε ισότιμες κατηγορίες φυσικών προσώπων που η δραστηριότητά τους εκφεύγει, λόγω του μικρού μεγέθους, της εμπορικής επιχείρησης και ιδιότητας. Συνέπεται ότι EY. ΠΟΥΡΝΑΡΑΣ γενική επέκταση της έννοιας του καταναλωτή σε κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, τελικό αποδέκτη προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιείται στο Ν 2251/1994 είναι, τουλάχιστον, ως προς την εφαρμογή των διατάξεων περί καταχρηστικών όρων συναλλαγών, αντίθετη προς το κοινοτικό δίκαιο. Τέλος προς άρση κάθε αμφιβολίας και για την περίπτωση που η εσωτερική νομοθεσία επεκτείνει την έννοια του καταναλωτή και σε νομικά πρόσωπα το ΔΕΚ είχε την ευκαιρία στην υπόθεση Cape και Idealservice να αποφανθεί επί ad hoc σχετικών ισχυρισμών της Ισπανικής Κυβέρνησης ότι «ναι μεν το κοινοτικό δίκαιο θεωρεί, κατ αρχήν, ότι τα νομικά πρόσωπα δεν είναι καταναλωτές, κατά την έννοια της Οδηγίας (93/13/ ΕΟΚ) δεν αποκλείει όμως να αποδοθεί ερμηνευτικά σ αυτά η ιδιότητα του καταναλωτή» (σκέψη 14) καθώς και της Γαλλικής Κυβέρνησης «ότι ο παρεχόμενος από την Οδηγία ορισμός του καταναλωτή δεν αποκλείει στα εθνικά δίκαια των κρατών μελών τη δυνατότητα, κατά τη μεταφορά της Οδηγίας, να θεωρήσουν μια εταιρία καταναλωτή» (σκέψη 14). Το Δικαστήριο όμως δεν δέχθηκε τους ισχυρισμούς αυτούς. Πρώτα, διέστειλε τον «καταναλωτή» ως «κάθε φυσικό πρόσωπο» από τον «επαγγελματία» (αντίστοιχη έννοιά του χρησιμοποιεί ο Ν 2251/1994, «προμηθευτής») ως έννοια που παραπέμπει τόσο σε φυσικά όσο και στα νομικά πρόσωπα (σκέψη 15) και στη συνέχεια δέχθηκε κατά τρόπο οριστικό και αμετάκλητο ότι «από το γράμμα του άρθρου 2 της Οδηγίας προκύπτει σαφώς ότι πρόσωπο άλλο πέραν του φυσικού προσώπου που συνάπτει σύμβαση με επαγγελματία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καταναλωτής κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης» (σκέψη 16). Τέλος με βάση το σκεπτικό αυτό αποφάνθηκε ότι «Η έννοια του καταναλωτή όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο β της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές, πρέπει να ερμηνευθεί ως αναφερόμενη αποκλειστικά στα φυσικά πρόσωπα». Με βάση τις ανωτέρω σκέψεις και επιχειρήματα ο Κοτσίρης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «Η έννοια του καταναλωτή, όπως αναφέρεται στο άρθρο 1 4 περ. α του Ν 2251/1994 πρέπει να ερμηνευθεί, σε σχέση με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 2 Ν 2251/1994 με τις οποίες μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο οι ρυθμίσεις της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ για τις καταχρηστικές ρήτρες συσταλτικά, ως αναφερόμενη αποκλειστικά σε φυσικά πρόσωπα και αυτά ως συμβαλλόμενα για σκοπούς άσχετους προς τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, και συνεπώς όχι σε εμπόρους ή νομικά πρόσωπα ή φυσικά πρόσωπα που συμβάλλονται με προμηθευτή σε σχέση με επαγγελματικές τους δραστηριότητες» 16. Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινείται και η επιχειρηματολογία που συναντά κανείς και σε πολλές δικαστικές αποφάσεις, όχι μόνο δικαστηρίων ουσίας 17, αλλά και του 16. Βλ. Κοτσίρη ΔΕΕ 2005, 1130. 17. Βλ. ΕφΑθ 1309/2012 ΕλλΔνη 2012, 818, ΕφΑθ 1159/2012 ΔΕΕ 2012, 676, ΕφΘεσ 312/2012 ΕλλΔνη 2012/1376, ΕφΛαρ 1070 ΕφΑΔ 12/2015 Έτος 8ο
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ίδιου του Αρείου Πάγου. Όλως ενδεικτικά η ΑΠ 904/2011 δέχτηκε σχετικώς ότι «Εξάλλου, κατ' άρθρο 2 β' της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές καταναλωτής είναι Κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα οδηγία, ενεργεί για σκοπούς, οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες. Επίσης με το άρθρο 8 της οδηγίας αυτής παρέχεται η δυνατότητα στα Κράτη μέλη «να θεσπίζουν ή διατηρούν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία αυστηρότερες διατάξεις σύμφωνα προς την συνθήκη για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή». Η ευχέρεια όμως δεν φθάνει σε τέτοιο βαθμό, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στα Κράτη μέλη να διευρύνουν τον κύκλο των προσώπων που ορίζονται ως καταναλωτές» 18. Τη στενή έννοια του «καταναλωτή» κατ' άρθρο 2 β' της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ καθώς και τη συναφή νομολογία του ΔΕΚ αξιοποιούν κατ αποτέλεσμα, αν και με κάπως διαφορετικό τρόπο σε σχέση με αυτόν που προέκρινε η ΑΠ 904/2011, αρκετές αποφάσεις δικαστηρίων της ουσίας προκειμένου να δικαιολογήσουν την, κατά τη γνώμη τους, επιβαλλόμενη συστολή του γράμματος του άρθρου 1 4 στ. α του Ν 2251/1994, ώστε αυτό να προσεγγίσει τη στενή έννοια του «καταναλωτή» κατ' άρθρο 2 β' της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ. Οι σχετικές αποφάσεις στέκονται, κυρίως, στην ακαταλληλότητα του κριτηρίου του «τελικού αποδέκτη» να επιτελέσει τον επιδιωκόμενο ρόλο διάκρισης μεταξύ «καταναλωτών» και μη «καταναλωτών» στον τομέα της παροχής τραπεζικής πίστωσης και εν συνεχεία επιχειρούν, αξιοποιώντας τη στενή έννοια του «καταναλωτή» στην Οδηγία 93/13/ΕΟΚ και στη νομολογία του ΔΕΚ, να δικαιολογήσουν την ανάγκη συσταλτικής ερμηνείας της έννοιας του «καταναλωτή» κατ άρθρο 1 4 στ. α του Ν 2251/1994. Ιδιαίτερα αναλυτική και αντιπροσωπευτική της σχετικής ερμηνευτικής προσέγγισης είναι η επιχειρηματολογία που διαλαμβάνεται στην ΠΠρΙωαν 206/2010 19 σύμφωνα με την οποία «Ενόψει του πρωταρχικού στόχου εναρμόνισης των εθνικών δικαίων 806/2010 ΕπισκΕΔ 2011, 461, ΕφΘεσ 317/2009 ΔΕΕ 2009, 819, ΜΠρΧαλκ 32/2006 ΔΕΕ 2006, 804. 18. ΑΠ 904/2011 ΝΟΜΟΣ. Η απήχηση που συνάντησε η σχετική επιχειρηματολογία ήταν τόσο μεγάλη ώστε να υιοθετηθεί τόσο από την Εισηγήτρια Αρεοπαγίτη, κα Ευφημία Λαμπροπούλου, κατά τη συζήτηση της αίτησης αναίρεσης επί της οποίας εκδόθηκε η υπ αριθμ. ΑΠ 1332/2013, η οποία τελικώς παρέπεμψε το ζήτημα της «έννοιας του καταναλωτή» στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, όσο και από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, κα Ευτέρπη Κουτζαμάνη, στην Εισήγησή της κατά τη συζήτηση της σχετικής υπόθεσης ενώπιον της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, επί της οποίας εκδόθηκε τελικώς η υπ αριθμ. 13/2015 απόφαση, η οποία απέρριψε τελικώς τις σχετικές τοποθετήσεις. Σημειωτόν ότι σε αμφότερες τις ως άνω συζητήσεις της υπόθεσης, Πρόεδρος του (Α2 Πολιτικού) Τμήματος και εν συνεχεία της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ήταν ο κος Αθανάσιος Κουτρουμάνος. 19. ΠΠρΙωαν 206/2010 Αρμ 2012, 267 επ. προς τις Κοινοτικές Οδηγίες, άλλωστε, προκύπτει και η υποχρέωση ερμηνείας των επιμέρους διατάξεων στις κατ' ιδίαν εθνικές νομοθεσίες κατά τρόπο που να συνάδει με το σκοπό και το πνεύμα των αντίστοιχων Οδηγιών [βλ και την απόφαση της 27.06.2000 του ΔΕΚ στην υπόθεση Occeano Gruppo Editorial (C-240/1998 και C-244/1998, ΣυλλΝομ 2000, 1-4941), που εξεδόθη με αφορμή την Οδηγία 93/13/ ΕΟΚ, στη σκέψη 32, όπου και τονίζεται ότι το δικαστήριο κράτους - μέλους που εφαρμόζει διατάξεις του εθνικού δικαίου προγενέστερες ή μεταγενέστερες μιας Οδηγίας υποχρεούται, στο μέτρο του δυνατού, να τις ερμηνεύει υπό το φως του κειμένου και της σχετικής Οδηγίας, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος, που ελλοχεύει, να εκλαμβάνονται οι ρυθμίσεις της Οδηγίας με διαφορετικό τρόπο σε κάθε Κράτος - μέλος και εντεύθεν με διαφορετικά έννομα αποτελέσματα για τους καταναλωτές από Κράτος σε Κράτος.Το ΔΕΚ, μάλιστα, που με την ερμηνεία των οικείων κανόνων δίδει τον προεξάρχοντα βηματισμό στην ερμηνεία των σχετικών κοινοτικής προέλευσης διατάξεων, έχει αρνηθεί να προσδώσει ευρύτερες διαστάσεις στην έννοια του καταναλωτή από την ανωτέρω ήδη μνημονευθείσα (εννοεί τη στενή έννοια του καταναλωτή κατ άρθρο 2 της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ). Στην από 20.01.2005 απόφαση του, μάλιστα, (υπόθεση C-464/2001, ΣυλλΝομ 2005,1 00439 - Johann Gruber v Bay Wa AG) υιοθέτησε μία εξόχως στενή ερμηνεία της έννοιας του καταναλωτή, αφού απέκλεισε την έννοια του καταναλωτή ακόμα και στην περίπτωση που η σχετική με αγαθά σύμβαση, που έχει συνάψει ένα πρόσωπο, προορίζονται εν μέρει για ιδιωτική χρήση και εν μέρει για επαγγελματική. Στην υπ' αριθμ. 39 σκέψη του εκφέρει δε την κρίση ότι η έννοια του καταναλωτή στις περιπτώσεις αυτές είναι δυνατόν να καταφαθεί, μόνον εφόσον η επαγγελματική χρήση είναι περιθωριακή και δη μέχρι σημείου, ώστε να παίζει αμελητέο ρόλο στο σύνολο της δικαιοπραξίας, αδιάφορου όντος του αν κατά τα λοιπά προέχει ο σκοπός ιδιωτικής χρήσης Μέσα στο ανωτέρω πλαίσιο, συνεπώς, παρίσταται εύλογη η διατυπωθείσα στη θεωρία θέση, που βρήκε απήχηση εν τινι μέτρω και στη νομολογία, για την ανάγκη συσταλτικής ερμηνείας της υιοθετούμενης στο Ν 2251/1994 έννοιας του καταναλωτή ως του τελικού αποδέκτη αγαθών ή υπηρεσιών Ειδικώς, μάλιστα, καθόσον αφορά στο πεδίο των τραπεζικών υπηρεσιών και ιδίως της τραπεζικής υπηρεσίας παροχής πίστωσης σε επιχειρήσεις για τις ανάγκες της επιχειρηματικής τους δράσης, το «κριτήριο» του τελικού αποδέκτη αποδεικνύεται ως εκ της φύσεως του παντελώς απρόσφορο για να επιτελέσει ρόλο διάκρισης του καταναλωτή από το μη έχοντα την ιδιότητα αυτή, στην περίπτωση της παροχής των τραπεζικών υπηρεσιών, ο πιστούχος δεν δύναται παρά να είναι πάντοτε ο τελικός αποδέκτης της υπηρεσίας, αφού μόνον οι αποκλειστικώς αναφερόμενοι στο νόμο φορείς (π.χ. ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες και πιστωτικά ιδρύματα) δύνανται να παρέχουν πίστωση κατ' επάγγελμα, η δε, τρόπον τινά, υπεργολαβική παροχή πίστωσης από τον αρχικό πιστούχο κατ' αρχάς δεν είναι νοητή. Αν, όμως, κάθε πιστούχος, ήτοι ακόμα και μία μεγάλη ανώνυμη εταιρία που Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο ΕφΑΔ από το 2008 1071
ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ λαμβάνει πίστωση για τις ανάγκες της επιχειρηματικής της δράσης από ένα πιστωτικό ίδρυμα, δύναται να θεωρηθεί καταναλωτής, τότε ο Ν 2251/1994 απόλλυται το ρόλο του ειδικού νομοθετήματος, και μετεξελίσσεται σε τροποποιητικό των διατάξεων του ΑΚ νομοθέτημα, που αφορά οιοδήποτε αποδέκτη της τραπεζικής υπηρεσίας της πίστωσης ως τέτοιο, ιδιότητα που ipso facto δύναται να τον καταστήσει καταναλωτή, όπερ, όμως, άτοπο. Η εγγενής αδυναμία, συνεπώς, του «τελικού αποδέκτη» να επιτελέσει παντελώς ρόλο «διάκρισης» στον τομέα της παροχής τραπεζικής πίστωσης αντιφάσκει στην ιδιότητα του ως υιοθετούμενου «κριτηρίου» από το Ν 2251/1994 και καθιστά επιτακτικότερη από οπουδήποτε αλλού την ανάγκη συσταλτικής ερμηνείας, που, άλλωστε, συνάδει κατά τα προαναφερθέντα και με την υιοθετούμενη από τα κοινοτικά κείμενα στενότερη έννοια του καταναλωτή. Η μεταφερθείσα με το Ν 2251/1994 επίμαχη εν προκειμένω Οδηγία 93/13/ΕΟΚ, βέβαια, κινείται στην κατεύθυνση των παλαιότερων κυρίως Οδηγιών αποτελώντας Οδηγία ελάχιστης εναρμόνισης, που επιτάσσει την υιοθέτηση ενός minimum επιπέδου προστασίας για τον καταναλωτή, χωρίς να εμποδίζει την επέκταση της προστασίας αυτής και σε άλλες περιπτώσεις, που με βάση τα κοινοτικά μόνο κείμενα πιθανώς να μην ενέπιπταν στην κοινοτική έννοια του καταναλωτή (βλ. Περάκη, ό.π. σελ. 55 στον αριθμό περιθ. 99). Το επιχείρημα αυτό, όμως, δε δύναται να κλονίσει τη διαπίστωση της ανάγκης συσταλτικής ερμηνείας και τούτο διότι η τελευταία αυτή διαπίστωση προέρχεται από μόνη την εφαρμογή του ελληνικού νομοθετήματος, το οποίο κατά την γραμματική του ερμηνεία θα αυτοακυρωνόταν στο πεδίο της παροχής τραπεζικής πίστωσης με τη θεώρηση παντός πιστούχου ως καταναλωτή, ερμηνεία που για τους προεκτεθέντες λόγους πρέπει να αποκρουσθεί (πρβλ. ΕφΑΘ 8217/2006 ΔΕΕ 2007. 462, καθώς και Κοτσίρη, ό.π. σελ. 1128). Η διαπίστωση αυτή, βέβαια, ενισχύεται εν συνεχεία και από τις ανωτέρω επισημάνσεις αναφορικά με την ανάγκη ερμηνευτικής ενότητας στο ευρωπαϊκό κοινοτικό δίκαιο, αλλά και από την πλέον πρόσφατη εξέλιξη σε ευρωπαϊκό επίπεδο για έκδοση ως επί το πλείστον Οδηγιών πλήρους εναρμόνισης (βλ, ως προς την ανάγκη υιοθέτησης τέτοιου είδους Οδηγιών ήδη σε απόφαση Tabak του ΔΕΚ C-376/1998 ΣυλλΝομ 2000, Ι 8419, αριθμ. 104), μεταξύ των οποίων και η επί καιρώ αναμενόμενη να εκδοθεί τροποποιητική για την καταναλωτική πίστη Οδηγία 2008/48/ ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2008 για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (βλ και τις παλαιότερες 87/102/ΕΟΚ, 90/88/ΕΟΚ και 98/7/ΕΚ Οδηγίες), σύμφωνα με το αρ. 3 στ. α' της οποίας «Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί α) «καταναλωτής»: κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, με τις δικαιοπραξίες που καλύπτει η παρούσα οδηγία, επιδιώκει σκοπούς που είναι άσχετοι με την εμπορική, επιχειρηματική ή επαγγελματική δραστηριότητα του...». Ενόψει των ανωτέρω, από την έννοια του καταναλωτή κατά το Ν 2251/1994 πρέπει να αποκλεισθεί στην περίπτωση της τραπεζικής EY. ΠΟΥΡΝΑΡΑΣ υπηρεσίας παροχής πιστώσεως τουλάχιστον το φυσικό ή νομικό εκείνο πρόσωπο που χρηματοδοτεί τις ανάγκες της εμπορικής και επιχειρηματικής του δράσης συνάπτοντας συμβάσεις ανοίγματος πίστωσης ή άλλες πιστωτικού χαρακτήρα συμβάσεις» 20. 20. Βλ επίσης και ΠΠρΧαν 61/2009 2009 ΕΕμπΔ 2009, 270, σύμφωνα με την οποία «Σύμφωνα με την διάταξη του αρ. 1 παρ. 4 περ. α' του Ν 2251/1994 περί προστασίας του καταναλωτή, με τον οποίο νόμο μεταφέρθηκαν στην ελληνική νομοθεσία οι ρυθμίσεις της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές», «καταναλωτής» νοείται «κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που προσφέρονται στην αγορά ή το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών, εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη της». Σύμφωνα δε με το αρ. 2 παρ. β' της ως άνω Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, καταναλωτής είναι «κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά τις συμβάσεις που καλύπτει η παρούσα Οδηγία, ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες». Επίσης, με το αρ. 8 της Οδηγίας αυτής παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη - μέλη «να θεσπίζουν ή διατηρούν, στον τομέα που διέπεται από την παρούσα Οδηγία, αυστηρότερες διατάξεις, σύμφωνες προς την Συνθήκη, για να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη προστασία του καταναλωτή». Η ευχέρεια αυτή, όμως, δεν εξικνείται σε τέτοιο βαθμό ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στα κράτη - μέλη να διευρύνουν τον κύκλο των προσώπων που ορίζονται ως καταναλωτές και στα νομικά πρόσωπα. Αυθεντική ερμηνεία ως προς το ζήτημα αυτό γίνεται από το ΔΕΚ στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-541/99 και C-542/99 της 22.11.2001 (βλ. ΕλλΔ 43, 551), το οποίο, σε σχετικό προδικαστικό ζήτημα που του τέθηκε, αποφαίνεται ότι η έννοια του καταναλωτή, όπως ορίζεται στο αρ. 2 στοιχ. β' της ανωτέρω Οδηγίας, πρέπει να ερμηνευθεί ως αναφερόμενη αποκλειστικά στα φυσικά πρόσωπα (σκέψη 17). Ειδικότερα, η παραπάνω απάντηση δίδεται αφού αναφέρεται ο ισχυρισμός της Γαλλικής Κυβέρνησης ότι ο παρεχόμενος από την οδηγία ορισμός του καταναλωτή δεν αποκλείει στα εθνικά δίκαια των κρατών - μελών την δυνατότητα, κατά τη μεταφορά της οδηγίας, να θεωρήσουν μια εταιρία ως καταναλωτή, ισχυρισμός που όμως δεν γίνεται δεκτός, καθώς επισημαίνεται από το ΔΕΚ ότι το αρ. 2, στοιχ. β' της οδηγίας ορίζει τον καταναλωτή ως κάθε φυσικό πρόσωπο που συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής, ενώ το αρ. 2 στοιχ. γ' της οδηγίας ορίζει τον επαγγελματία παραπέμποντας τόσο στα φυσικά όσο και στα νομικά πρόσωπα (σκέψη 15) και ότι από το γράμμα του αρ. 2 της οδηγίας προκύπτει σαφώς ότι πρόσωπο άλλο πέραν του φυσικού προσώπου, που συνάπτει σύμβαση με επαγγελματία, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καταναλωτής κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως (σκέψη 16). Συνεπώς, αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων του αρ. 2 του Ν 2251/1994, με τις οποίες μεταφέρθηκαν στο εσωτερικό δίκαιο οι ρυθμίσεις της οδηγίας 93/13/ ΕΟΚ για τις καταχρηστικές ρήτρες, η έννοια του καταναλωτή, όπως αναφέρεται στο αρ. 1 παρ. 4 περ. α' του εν λόγω Ν 2251/1994, πρέπει να ερμηνευθεί συσταλτικά και υπό το φως της ως άνω Οδηγίας, ως αναφερόμενη αποκλειστικά σε φυσικά πρόσωπα και αυτά ως συμβαλλόμενα για σκοπούς άσχετους προς τις επαγγελματικές τους δραστηριότητες, και συνεπώς όχι σε εμπόρους ή νομικά πρόσωπα ή φυσικά πρόσωπα που συμβάλλονται με προμηθευτή σε σχέση με επαγγελματικές τους δραστηριότητες. 1072 ΕφΑΔ 12/2015 Έτος 8ο
Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΤΙΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΕΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΜΕΛΕΤΕΣ - ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ 2.3.2.2. Κριτική προσέγγιση των προβαλλόμενων τοποθετήσεων Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά που εμφανίζουν οι Οδηγίες που έχουν εκδοθεί στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων του καταναλωτή είναι ότι στην πλειοψηφία τους είναι οριζόντιου χαρακτήρα, δεν αφορούν δηλ. τη ρύθμιση κάποιου ειδικού τομέα δραστηριότητας, αλλά εφαρμόζονται σε όλους τους τομείς που κατά περίπτωση υπάγονται στο αντικείμενό τους 21. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί, μάλιστα, η κρίσιμη εν προκειμένω Οδηγία 93/13/ΕΟΚ, η οποία τυγχάνει εφαρμογής, ενδεικτικά, στον τραπεζικό κλάδο, στον ασφαλιστικό τομέα, στον τομέα της κινητής τηλεφωνίας, αλλά και σε όλους τους τομείς που γίνεται χρήση ΓΟΣ. Όπως ακριβώς η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ, έτσι και ο Ν 2251/1994 με τον οποίο ενσωματώθηκε η σχετική οδηγία στο ελληνικό δίκαιο καταλαμβάνει άμεσα κάθε τομέα όπου γίνεται χρήση ΓΟΣ. Το επιχείρημα, συνεπώς, που προβάλλεται ειδικά για τις παρεχόμενες από τα πιστωτικά ιδρύματα υπηρεσίες, ήτοι ότι το επιλεγέν από τον Έλληνα νομοθέτη (άρθρο 1 4 περ. α του Ν 2251/1994) κριτήριο του «τελικού αποδέκτη» της υπηρεσίας, είναι απρόσφορο να διακρίνει εν προκειμένω τους «καταναλωτές» από τους μη «καταναλωτές», καθότι όποιος συναλλάσσεται με ένα πιστωτικό ίδρυμα είναι εκ της φύσεως του πράγματος «ο τελικός αποδέκτης της παρεχόμενης υπηρεσίας» 22, αποτελεί περισσότερο μια de lege ferenda αντίρρηση, παρά ένα de lege lata επιχείρημα που μπορεί να οδηγήσει στη συστολή της έννοιας του καταναλωτή, όπως προκύπτει από το άρθρο 1 4 στ. α του Ν 2251/1994. Καθόλα αναμενόμενα, συνεπώς, η ΑΠ Ολ 13/2015 δέχτηκε ότι «Περαιτέρω στο πλαίσιο της ελληνικής έννομης τάξης δεν έχουν θεσπισθεί ειδικές νομοθετικές ρυθμίσεις που να αφορούν αμέσως τις προϋποθέσεις και την έκταση του ελέγχου των ΓΟΣ τραπεζών. Δεδομένης όμως της διαρκούς επέκτασης των μαζικών συναλλαγών με συνέπεια τη συνηθέστατη προσχώρηση Λόγω δε της υποχρέωσης για σύμφωνη προς την οδηγία ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου και της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, ο εφαρμοστής του δικαίου, προς τον οποίο και απευθύνεται η κοινοτική επιταγή, υποχρεούται σχετικώς να μην εφαρμόσει το εσωτερικό δίκαιο (αποκλεισμός εφαρμογής), δηλαδή εν προκειμένω τον ευρύ ορισμό της έννοιας του καταναλωτή του αρ. 1 παρ. 4 περ. α' Ν 2251/1994, αλλά αποκλειστικά την στενή έννοια του καταναλωτή ως φυσικού προσώπου (για το θέμα βλ. σχετικά γνωμοδότηση Λάμπρου Κοτσίρη, Η έννοια του καταναλωτή, ΔΕΕ 2005, 1128, και από την νομολογία βλ. ΑΠ 113/2007, ΕφΑθ 3884/2006, 8217/2006 και 5881/2006, δημοσιευμένες στην ΝΟΜΟΣ )». 21. Εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα αποτελούν μερικές μόνο νομικές πράξεις που εφαρμόζονται κατεξοχήν στο χρηματοπιστωτικό τομέα, όπως η Οδηγία 2008/48/ΕΚ για την καταναλωτική πίστη, η Σύσταση 2001/193/ΕΚ για τη στεγαστική πίστη, η Οδηγία 2002/65/ΕΚ για την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών κλπ. 22. Βλ. ΠΠρΙωαν 206/2010, Αρμ 2012, 267 επ. του ασθενέστερου οικονομικά μέρους σε μονομερώς διατυπωμένους όρους πρέπει να γίνει δεκτή η επέκταση της προστασίας του καταναλωτή και στις τραπεζικές συναλλαγές. Και τούτο διότι από την ευρεία, ως ανωτέρω, διατύπωση της διάταξης του άρθρου 4 περ. α του Ν 2251/1994 δεν συνάγεται οποιαδήποτε πρόθεση του νομοθέτη να αποκλείσει από το πεδίο εφαρμογής του νόμου τις συναλλαγές αυτές. Εξάλλου οι συνήθεις τραπεζικές υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και η χορήγηση δανείων και πιστώσεων, απευθύνονται πάντοτε στον τελικό αποδέκτη τους, διότι αναλώνονται με τη χρήση τους αποκλείοντας το στάδιο της περαιτέρω μεταβίβασής τους». Ένα άλλο κύριο χαρακτηριστικό της μεγάλης πλειοψηφίας των Οδηγιών στον τομέα της προστασίας των οικονομικών συμφερόντων του καταναλωτή είναι ότι μέσω αυτών καθιερώνεται η αρχή της ελάχιστης εναρμόνισης ή μέτρα στοιχειώδους προστασίας, όπως αναφέρεται σε μερικές εξ αυτών 23. Η υιοθέτηση της αρχής της ελάχιστης εναρμόνισης έχει σημαντικές επιπτώσεις στην εφαρμογή των Οδηγιών σε εθνικό επίπεδο, καθώς αρκετά κράτη μέλη, κατά τη μεταφορά των Οδηγιών στην έννομη τάξη τους, τείνουν να υιοθετούν αυστηρότερες ρυθμίσεις από τις προβλεπόμενες σε αυτές, με αποτέλεσμα το ρυθμιστικό πλαίσιο που τελικά διαμορφώνεται να διαφοροποιείται σημαντικά ανά κράτος μέλος 24. Και μπορεί το σχετικό ζήτημα να απασχολεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή εδώ και δεκαπέντε περίπου έτη 25, η οποία μάλιστα στην Ανακοίνωσή της για τη στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την πολιτική καταναλωτών 2007-2013 26 επανήλθε στο θέμα επισημαίνοντας ότι η πολιτική 23. Βλ. ενδεικτικά Οδηγία 87/102/ΕΟΚ άρθρο 15, Οδηγία 85/577/ΕΟΚ άρθρο 8. Βλ. επίσης Γκόρτσο, Η αρχιτεκτονική για τη διασφάλιση της σταθερότητας του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, 2004, σ. 202. Μερική εξαίρεση αποτελούν, για παράδειγμα, η Οδηγία 2002/65/ΕΚ για την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, η Οδηγία 2002/29/ΕΚ για αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και εν μέρει η οδηγία 2008/48/ΕΚ για την καταναλωτική πίστη. Η μερική εξαίρεση συνίσταται στο ότι στις Οδηγίες αυτές καθιερώνεται μεν η αρχή της πλήρους εναρμόνισης, όχι όμως για το σύνολο των ρυθμίσεων ή των υπηρεσιών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής τους. 24. Είναι ενδεικτική η επισήμανση της Επιτροπής στην Πράσινη Βίβλο για την προστασία των καταναλωτών (COM 2006, 744 υπό 3.2) στην Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με την οποία «Οι υπάρχουσες Οδηγίες της ΕΕ για την προστασία των καταναλωτών, σε σύγκριση με την εθνική νομοθεσία, δεν αποτελούν ένα συνεκτικό ρυθμιστικό πλαίσιο για τις εμπορικές πρακτικές μεταξύ των επιχειρήσεων και των καταναλωτών, κάτι που αποτελεί βασικό στόχο της προστασίας των καταναλωτών. Αν και η εστίαση σε ορισμένους τομείς είναι αποτελεσματική, άλλοι τομείς-κλειδιά δεν καλύπτονται από κανόνες της Ε.Ε.». 25. Βλ. ανακοίνωση της Επιτροπής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο, στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή των Περιφερειών «Στρατηγική για την πολιτική υπέρ των καταναλωτών 2002-2006» (COM (2002), 208) υπό 3.1.2.1. 26. Ανακοίνωση της Επιτροπής (2007β) υπό 4 σ. 9 επ. Αποκτήστε πλήρη online πρόσβαση στο ΕφΑΔ από το 2008 1073