Εφετείο Πειραιώς: 640/2001 Πηγή: Ε.Ν.. 29/01 σελ. 276

Σχετικά έγγραφα
Εφετείο Πειραιώς: 1166/1996 Πηγή: Νοµικό Βήµα, σελ. 814, τοµ. 45/97

Άρειος Πάγος: 1486/1995 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 4 (1996) σελ. 415, Ε.Ε..56/97, σ.325,.ε.ν. 52/96, σ. 238

Αριθµός απόφασης 7765/2010 www,dikigoros.gr

Εφετείου Θεσσαλονίκης: 1014/1996 Πηγή: Επιθ.Εργ. ικ. 56/97 σ. 570,.Ε.Ν 54/98 σ. 952,.Ε.Ε. 4/97, σ. 397

Με βάση τον ορισμό του «εργατικού ατυχήματος» όπως προκύπτει από το άρθρο 1 του Ν. 551/15, όπως έχει κωδικοποιηθεί και τροποποιηθεί μέχρι και σήμερα,

Εφετείο Πειραιά: 1253/88 Πηγή: Ε.Ν.. 19/1991, σελ. 106

Εφετείο Πειραιώς: 94/2002 Πηγή: Ε.Ν.. 30/2002 σελ. 286

Εφετείο Πειραιά: 958/92 Πηγή: Ε.Ν.. 21/93 σελ. 71

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/499/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 07/2018

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1091/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 4 /2019

Εφετείο Αθηνών 11116/1996 Πηγή: Ε.Ε.. 56/97, σ ΕΑΕ 2000, σελ. 959

Δίκτυο Υπηρεσιών Πληροφόρησης & Συμβουλευτικής Εργαζομένων

Εφετείο Πειραιώς: 1201/1995 Πηγή: Ε.Ε.. 55/96, σ.970.ε.ε.2/96, σ.195

Συµβούλιο της Επικρατείας: 4003/1992 (τµ. Α ) Πηγή: Ε..Κ.Α. ΛΕ' 1993, σ. 244

Εφετείου Πειραιά: 501/2001 Πηγή: Ε.Ν.. 29/01 σελ.437

Μονοµελές Πρωτοδικείο Πειραιά: 1269/92 Πηγή: Ε.Ν. 21/93 σελ. 396

Α Π Ο Φ Α Σ Η 13/2012

ΝΑΥΤΕΡΓΑΤΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΔΟΤΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΕΠΙΔΟΣΗ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΚΛΗΤΟ ΑΛΛΟΔΑΠΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ

Αρείου Πάγου 1185/1993 (Τµ. Β') Πηγή: Ε.Ε.. 54/95, σ.231,.ε.ν.52/96, σ.237&238

Α Π Ο Φ Α Σ Η 4/2014

Εφετείου Θεσσαλονίκης: 27/1995 Πηγή: ΕΕ 1 (1996) σελ. 76

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2012

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 96/2014

Αριθµός απόφασης 5819/2008 Αριθµός καταθέσεως αγωγής /2007 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟ ΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΕΙ ΙΚΗ ΙΑ ΙΚΑΣΙΑ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 74/2015

ικαστής: κ. Μ. ΙΩΑΚΕΙΜ (πρόεδρος Πρωτοδικών) ικηγόροι: κ.κ. Κ. Λιασίδης, Α. Πασιπουλαρίδης, Κ. Καταβάτης, Μ. Σωτηροπούλου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 56/2012

Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

Σελίδα 1 από 6 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

Α Π Ο Φ Α Σ Η 168/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 60/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 147/2011

Τριµ. ιοικ. Πρωτ. Χανίων 185/1989 Πηγή: Ε..Κ.Α. ΛΑ' 1989, σ. 705

Απόφαση ικαστηρίου. Πρόεδρος: κ. Α ΑΜ. ΦΑΡΜΑΚΗΣ Εισηγητής: κ. Θ. ΠΑΠΑΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ικηγόροι: κ.κ. Βικ. Χαριτάτος - Τυπάλδος, Χρ.

Αριθμός απόφασης 4013/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

ιατάξεις: άρθρα 2, 3 (παρ. 1), 6, 7 (παρ. 2) Ν. 1792/1988 (Σύµβαση Ρώµης), 25 ΑΚ, 1, 3, 5 (παρ. 1) ΑΝ 3276/1944, 83, 105 ΚΙΝ, Ν 551/1915

Συµβούλιο της Επικρατείας: 5847/1995 (Τµ.Α') Πηγή: Ε.Ε.. 55/96, σ. 883,.Ε.Ν. 53/97,σ. 1410, Νο.Β. 45/97, σ. 1063

Εφετείου Πειραιά: 75/03 Πηγή: Ε.Ν. 31/03 σελ. 99

Α Π Ο Φ Α Σ Η 128/2013

Εφετείου Πειραιά: 162/03 Πηγή: Ε.Ν. 31/03 σελ. 104

ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΘΡΑΚΗΣ Αριθμός απόφασης 91/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 31/2012

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Πρωτοδικείου Κω την για να δικάσει την ακόλουθη υπόθεση μεταξύ:

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/133-1/

Αριθμός Απόφασης 1499/2015 ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 16/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 37/2012

Περίληψη: Ο ναυτικός που υπέστη από εργατικό ατύχηµα ανικανότητα, έχει δικαίωµα να εγείρει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει πλήρη

2417/2015. Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη 8oϊei. Συμβουλίου Διοικήσεως του Ειρηνοδικείου Αθηνών χωρίς. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στην

Α Π Ο Φ Α Σ Η 152/2012

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4268/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 80/2011

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/427-1/

Α Π Ο Φ Α Σ Η 136 /2017

Άρειος Πάγος B1' Πολιτικό Τμήμα Αριθμός αποφάσεως 15/2008

Α Π Ο Φ Α Σ Η 137/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 47/2016

Αρείου Πάγου: 1207/1992, Τµ. Β' Πηγή: Ε.Ε..53/94, σ.472,.ε.ν. 51/95, σ.121. Απόφαση ικαστηρίου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 143/2011

Εφετείο Αθηνών: 3553/1994 Πηγή: ΕΕργ / Τοµ.55 ος 1996, σελ. 273

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4841-2/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 144 /2017

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/65-2/

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Α Π Ο Φ Α Σ Η 85/2012

του..., κατοίκου Ασπροπύργου Αττικής, οδός... αρ..., ο οποίος δεν παραστάθηκε,

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Φεβρουαρίου 2011, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Αρείου Πάγου: 1014/2003, B2 Πολιτικό Τµήµα Πηγή: Ε.Ν. 31/03 σελ. 351

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 18 / 2015

Μον. Πρωτ. Πειραιώς: 1672/93 (Ασφ.µ.) Πηγή: Νοµικό Βήµα Τόµος 43/95, σελ. 573

Άρειος Πάγος: 166/1996 (Τµ. Β') Πηγή: ΕΕ 8-9, σελ. 867, 1996

Α Π Ο Φ Α Σ Η 145/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 66/2017 (Τµήµα)

Πρόεδρος: ο Πρωτοδίκης κ. Γεώργ. Μικρούδης ικηγόροι: οι κυρίες Κυριακή Μπάλτα-Παυλάκη, Μαρία Σωτηροπούλου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 63/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 159/2011

Εφετείου Πειραιώς 1112/1992, Απόφαση ικαστηρίου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 6/2012

Αθήνα, $$202$$ Αριθ. Πρωτ.: $$201$$

Α Π Ο Φ Α Σ Η 70/2013

Α Π Ο Φ Α Σ Η 38//2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 33/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 21 /2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 118/2011

Αθήνα, ΑΠ: Γ/ΕΞ/5792-1/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 153/2011

Εφετείου Θεσσαλονίκης: 111/2003 Πηγή: Αρµενόπουλος 11/03 σελ. 1648

Α Π Ο Φ Α Σ Η 20/2016

ΠΟΡΙΣΜΑ ΑΝΑΦΟΡΑΣ. Βοηθός Συνήγορος του Πολίτη: Δ.Ν. Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου Ειδικοί Επιστήμονες: Γιάννης Κωστής, Έλενα Σταμπουλή, Τασούλα Τοπαλίδου

Εφετείου Πειραιά: 44/2001 Πηγή: Ε.Ε.. 61/02 σελ. 1031

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ. Άρθρο 1 ο. Αντικείμενο της Σύμβασης

Α Π Ο Φ Α Σ Η 151/2011

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

Α Π Ο Φ Α Σ Η 59 /2015

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/3106/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 47/2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4266/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 79/2011

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/2313-1/

Α Π Ο Φ Α Σ Η 102/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 90/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 177/2014

ΕΠΕΙΓΟΝ

Transcript:

Εφετείο Πειραιώς: 640/2001 Πηγή: Ε.Ν.. 29/01 σελ. 276 Θάνατος υποπλοιάρχου από καρδιακή προσβολή. Όχι εργατικό ατύχηµα. Ναυτεργατικό ατύχηµα. εν αποτελεί η εκδήλωση ή επιδείνωση προϋπάρχουσας έστω και σε λανθάνουσα κατάσταση πάθησης του ναυτικού αν παρέχει την εργασία του υπό κανονικές συνθήκες. Αποτελεί αν την παρέχει υπό εξαιρετικές, έκτακτες, ανώµαλες, ασυνήθεις συνθήκες ή κατά παράβαση των ισχυόντων νόµων, διαταγµάτων ή κανονισµών που αφορούν τους όρους ασφαλείας των εργαζοµένων εξαιτίας των οποίων εκδηλώθηκε η προϋπάρχουσα ασθένεια. Αποτελεί και η επιδείνωση ασθένειας οφειλόµενης στην εξακολούθηση της ίδιας εργασίας υπό κανονικές όπως και πριν συνθήκες απασχόλησης που προσλαµβάνουν µετά τον κλονισµό της υγείας του ναυτικού ασυνήθιστων και εξαιρετικών δηλ. βίαιου συµβάντος, υπό την προϋπόθεση γνώσης της πρόνοιας πλοιοκτήτη για την υγεία και τη ζωή του ναυτικού στην εργασία του κατ άρθρ. 288 και 662 ΑΚ. Αιφνίδιος θάνατος υποπλοιάρχου από ισχαιµική καρδιακή νόσο. εν οφείλεται σε βίαιο και εξωτερικό συµβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορµής αυτής εφόσον δεν υπήρξε εξαντλητική απασχόληση του θανόντος ναυτικού και δεν αποδείχθηκε ότι προήλθε από εισπνοή δηλητηριωδών αερίων ή έλλειψη οξυγόνου λόγω µη τήρησης των όρων ασφαλείας. ε συνιστά εργατικό ατύχηµα. Πρόεδρος: ΙΩ. ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ Εισηγητής: ΧΡ. ΤΙΤΑΚΗΣ ικηγόροι: Γ. Λατσούδης, Ν. όµβρος Με την αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούµενη απόφαση, οι ενάγοντες, εκ των οποίων η πρώτη είναι σύζυγος και οι δεύτερη και τρίτος τέκνα του ναυτικού.μ. ιστορούσαν ότι µε προσύµβαση ναυτικής εργασίας, που συνήφθη στο Χαλάνδρι Αττικής µεταξύ της δεύτερης από τους εναγοµένους, η οποία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος, πράκτωρ και αντίκλητος της πρώτης από αυτούς, πλοιοκτήτριας του υπό Ελληνική σηµαία Φ/Γ πλοίου «Κ.Σ.», 89582 TDW, και του προαναφερθέντος ναυτικού, ο τελευταίος προσελήφθη και στις 11/4/1995 ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο ως Υποπλοίαρχος µε συνολικές µηνιαίες αποδοχές 1.176.860 δρχ και σύµφωνα µε τους λοιπούς όρους της αντίστοιχης Ελληνικής ΣΣΝΕ και ότι υπηρέτησε στο πλοίο αυτό µέχρι τις 3/9/1995, οπότε απεβίωσεν (επί του πλοίου) υπό τις εις την αγωγή διαλαµβανόµενες συνθήκες και περιστάσεις, που, κατά τους ισχυρισµούς των εναγόντων, συνιστούν εργατικό ατύχηµα οφειλόµενο στις αναφερόµενες πράξεις και παραλείψεις του πλοιάρχου. Με βάση δε το ιστορικό αυτό οι ενάγοντες να τους καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας (ο τρίτος τούτων υπό την ιδιότητα του νοµίµου εκπροσώπου της δεύτερης εναγόµενης) και µε το νόµιµο τόκο από 4/9/1995, άλλως από την επίδοση της αγωγής, τα εις την αγωγή αναγραφόµενα, και στον καθένα από αυτούς (ενάγοντες) αντισοιχούντα ποσά, ως αποζηµίωση του Ν. 551/1915 και χρηµατική ικανοποίηση. Το πρωτοβάθµιο µε την υπ αριθµ. 1689/1998 µη οριστική απόφασή του έκρινε νόµιµη την αγωγή, όπως και είναι (άρθρ. 53 επ. 66 παρ. 2, 84 ΚΙΝ, 1, 2, 3 παρ. 5, 6 Ν. 551/1915, 1 Ν. 762/1978, 648 επ. 914, 922, 926, 932, 299 και 346 ΑΚ, που εφαρµόζονται λόγω ρητής συµφωνίας των διαδίκων, περιληφθείσης στην εγγράφως καταρτισθείσα σύµβαση ναυτολογήσεως) και, ενόψει της αρνήσεως των εναγοµένων, διέταξε την διεξαγωγή πραγµατογνωµοσύνης από ένα ιατρό καρδιολόγο, θέτοντας και τα σχετικά ερωτήµατα προς αυτόν. Ακολούθως, µετά την διεξαγωγή της διαταχθείσης πραγµατογνωµοσύνης, την κατάρτιση και κατάθεση της σχετικής εκθέσεως από τον διορισθέντα πραγµατογνώµονα και τη διατύπωση παρατηρήσεων από τον επίσης νοµίµως διορισθέντα τεχνικό σύµβουλο των εναγοµένων (άρθρ. 391, 392 Κπολ ), η υπόθεση επαναφέρθηκε προς συζήτηση µε την από 15/12/1998 κλήση των εναγόντων, το δε πρωτοβάθµιο ικαστήριο, µετά την εκτίµηση όλων των αποδεικτικών στοιχείων απέρριψε µε την εκκαλούµενη απόφασή του την αγωγή ως αβάσιµη κατ ουσίαν. Κατά της κρίσεώς του αυτής παραπονούνται οι ενάγοντες µε την κρινόµενη έφεσή τους και, επικαλούµενοι µε τους λόγους αυτής νοµικές και ουσιαστικές

πληµµέλειες της εκκαλουµένης αποφάσεως, ζητούν την εξαφάνισή τους και την παραδοχή της αγωγής τους. Επειδή, από τις διατάξεις των άρθρ. 1, 2, 3 του κωδ. Ν. 551/1915 (Β 24-7/25-8-1920), που διατηρήθηκε σε ισχύ και µετά την εισαγωγή του ΑΚ µε το άρθρ. 38 ΕισΝΑΚ και, κατά τα άρθρα 1 εδ. β και 66 του Ν. 3816/1958 (ΚΙΝ ), εφαρµόζεται και στους ναυτικούς, προκύπτει ότι, κατ αρχήν, δεν συνιστά ατύχηµα εκ «βιαίου συµβάντος» κατά την εκτέλεση της εργασίας ή εξ αφορµής αυτής η εκδήλωση ή επιδείνωση προϋπαρχούσης παθήσεως ή νοσηρής εν γένει καταστάσεως του εργαζόµενου και όταν αυτή είναι συνέπεια της εκτελέσεως της εργασίας, η οποία έχει αναληφθεί δια της συµβάσεως και των σύµφυτων προς αυτήν δυσµενών επαγγελµατικών όρων υπό την προϋπόθεση πάντως ότι η τελευταία παρέχεται κάτω από κανονικές και προσιδιάζουσες στη φύση της συνθήκες (ΟλΑΠ 937/1975 ΝοΒ 23-1269, ΑΠ 1119/1976 και 1309/1976 Νο Β 25 σελ. 533 και 922). Αντιθέτως η εργασία αποτελεί «βίαιο συµβάν», εξωτερικό, δηλαδή, αίτιο ξένο προς τον οργανισµό του παθόντα κα το ατύχηµα που προκλήθηκε από αυτή είναι εργατικό κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, όταν παρέχεται κάτω από εξαιρετικές, έκτακτες και ανώµαλες ή ασυνήθεις συνθήκες ή κατά παράβαση των ισχυόντων νόµων, διαταγµάτων ή κανονισµών, που αφορούν τους όρους ασφαλείας των εργαζοµένων (ΑΠ 142/1981 ΕΝ 9.476, ΑΠ 444/1978 ΕΕργ 37.612). Ως ατύχηµα δε, το οποίο επήλθεν εξ αφορµής της εργασίας, κατά την έννοια των προαναφερθεισών διατάξεων, θεωρείται και εκείνο που δεν αποτελεί άµεση συνέπεια της εργασίας, όµως συνδέεται µε αυτή µε σχέση αιτίου και αποτελέσµατος ως εκ του ότι, ένεκα της εργασίας δηµιουργήθηκαν οι αναγκαίες εκείνες και ιδιαίτερες, για την επέλευσή του πραγµατική συνθήκες, οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία (Επειρ 887/1980 αδηµ, 244/1995, Νοµολ. Ναυτ. Τµηµ. Ε Πειρ 1994-1995 σελ. 272), χωρίς όµως να οφείλεται στη βαθµιαία εξασθένηση και φθορά του οργανισµού, λόγω της φύσεως και του είδους της παρεχόµενης εργασίας κάτω από κανονικές και όχι τελείως εξαιρετικές, ασυνήθιστες και ανώµαλες συνθήκες. Είναι όµως διαφορετική η περίπτωση, κατά την οποία η επιδείνωση της προϋπάρχουσας ασθενείας έχει ως γενεσιουργό αιτία την εξακολούθηση της εργασίας, ακόµη και υπό κανονικές συνθήκες, αφού η εξακολούθηση αυτή, ενόψει της εξασθενήσεως των δυνάµεων του εργαζοµένου και υπό την προϋπόθεση της γνώσεως αυτής εκ µέρους του εργοδότη, δεν επετρέπετο να αξιωθεί από αυτόν, σύµφωνα µε τα άρθρα 288 και 662 ΑΚ οπότε ο αυτές συνθήκες εργασίας, που προηγουµένως ήσαν κανονικές, προσλαµβάνουν, µετά τον εκδηλωθέντα κλονισµό της υγείας του εργαζοµένου, τον χαρακτήρα ασυνήθων και εξαιρετικών (ΑΠ 1280/1985 ΕΝ 14-311, ΑΠ 1090/1985 ΕΝ 14-313, ΑΠ 1673/1983, ΕΝ 13-395, Επειρ 244/1995, Νοµολ Ναυτ. Τµηµ. Επειρ 1994-1995 σελ. 272). Στην προκειµένη περίπτωση από την επανεκτίµηση της καταθέσεως του, κατόπιν προτάσεως των εναγόντων, ενόρκως εξετασθέντος µάρτυρος κατά τη συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβάθµιου δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθµα µε την εκκαλούµενη απόφαση πρακτικά συνεδριάσεως του ιδίου ικαστηρίου, της υπ αριθ. 5465/19-11-1997 ενόρκου βεβαιώσεως του πλοιάρχου του ανωτέρω πλοίου ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, η οποία έγινε µετά από νοµότυπη και εµπρόθεσµη κλήτευση των αντιδίκων 9βλ. υπ αριθ. 9365β/17-11-1997 έκθεση επιδόσεως της δικ. Επιµελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Ο.Β.) και όλων των επικαλουµένων και νοµίµως προσκοµιζοµένων εγγράφων, αποδείχθηκαν τα εξής: Με σύµβαση ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθη στις 7/4/1995 στο Χαλάνδρι Αττικής µεταξύ της δεύτερης από τους εναγόµενους, νόµιµος εκπρόσωπος της οποίας ήταν ο τρίτος εναγόµενος και η οποία ενεργούσε ως αντιπρόσωπος στην Ελλάδα της πρώτης εναγόµενης πλοιοκτήτριας του υπό Ελληνική σηµαία και 89582 TDW Φ/Γ πλοίου µεταφοράς χύδην φορτίων (Bulk Carrier) «Κ.Σ.» και του.μ., συζύγου της πρώτης από τους ενάγοντες και πατρός των λοιπών εναγόντων, ο τελευταίος προσελήφθη και στις 11/4/1995 ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο από το λιµάνι Κρίστοµπαλ του Παναµά ως υποπλοίαρχος µε µηνιαίες αποδοχές 300.000 δρχ. (συµπεριλαµβανοµένου του εκ δρχ 44.528 δώρου των πλοιοκτητών), πλέον αντιτίµου τροφής, επιδόµατος αδείας και αµοιβής για υπερωριακή απασχόληση και εκτέλεση εκτάκτων (έξτρα) εργασιών, ισχυόντων, κατά τα λοιπά, των όρων της αντίστοιχης Ελληνικής Συλλογικής Συµβάσεως Ναυτικής Εργασίας (δηλ. για τα πληρώµατα Φ/Γ πλοίων άνω των 450 τόνων TDW). Στις 27/6/1995 το πλοίο, προερχόµενο εκ

BRISBANE, ολοκλήρωσε την εκφόρτωση 59.816 Μ.Τ. κάρβουνου στο λιµάνι MURORAN της Ιαπωνίας και απέπλευσε για το λιµάνι TACOMA (ΗΠΑ) προς φόρτωση δηµητριακών (καλαµποκιού ) και µεταφορά αυτών στα λιµάνια KAOHSIUNG και TAICHUNG της TAIWAN. Στην TACOMP κατέπλευσε στις 8/7/1995 και αφού όλα τα κύτη εκρίθησαν κατάλληλα από τους επιθεωρητές άρχισε, στις 11/7/1995, η φόρτωση, η οποία ολοκληρώθηκε στις 12/7/1995 το πλοίο κατέπλευσε στο πρώτο από τα λιµάνια προορισµού και άρχισε η εκφόρτωση 27.193, 133 ΜΤ. Φορτίου, µετά την ολοκλήρωση της οποίας, στις 5/8/1995, το πλοίο απέπλευσε για το δεύτερο λιµάνι προορισµού (TAICHUNG), στο οποίο κατέπλευσε την 21.48 ώρα της 6/8/1995. Η εκφόρτωση του υπόλοιπου φορτίου στο λιµάνι αυτό ολοκληρώθηκε στις 16/8/1995 (ώρα 19.05) και ακολούθως το πλοίο απέπλευσε για PORT HEDLAND της Αυστραλίας, όπου κατέπλευσε στις 26/8/1995 και την 13.20 ώραν της ίδιας ηµέρας άρχισε η διενέργεια του DRAFT SURVEY, αφού ολοκληρώθηκε την 14.45 ώραν. Την 00.34 ώραν της 27/8/1995 και ενώ συνεχιζόταν η φόρτωση σιδηροµεταλλεύµατος στα κύτη Η1, Η3, Η5 και Η7, άρχισε ο έλεγχος PRELIMINARY DRAFTSURVEY, ο οποίος ολοκληρώθηκε την 01.54 ώραν, την δε 03.29 ώραν ολοκληρώθηκε και η φόρτωση 53.378 Μ.Τ. σιδηροµεταλλεύµατος και την 10.00 ώραν της 27/81995 το πλοίο απέπλευσε µε προορισµό την Τουρκία, µέσω του Σουέζ. Όλα τα ανωτέρω προκύπτουν από το επικαλούµενο και σε φωτοτυπικό αντίγραφο προσκοµιζόµενο ηµερολόγιο πλοίου, στο οποίο δεν αναγράφονται έκτακτα περιστατικά ή ασυνήθη συµβάντα, τα οποία να δηµιούργησαν, µε τη σειρά τους, εξαιρετικές, ανώµαλες και ασυνήθιστες συνθήκες, υπό τις οποίες το πλήρωµα προσέφερε τις υπηρεσίες του κατά το ανωτέρω χρονικό διάστηµα. Στις 3/9/1995, ενώ το πλοίο έπλεε προς τη διώρυγα του Σουέζ, ο υποπλοίαρχος.μ. που εκτελούσε την φυλακή του στη γέφυρα του πλοίου, συναντήθηκε περί ώραν 07.30 µε τον πλοίαρχο, µε τον οποίο συζήτησε για τις εργασίες που έπρεπε να εκτελεστούν την ηµέρα εκείνη από το προσωπικό καταστρώµατος (έξι ναύτες µετά του ναυκλήρου), χωρίς να αναφέρει σ αυτόν οτιδήποτε ή να εκφράσει κάποιο παράπονο ή αίτηµα σχετικά µε την κατάσταση της υγείας του. Ακολούθως περί ώραν 08.00 κατευθύνθηκε στην τραπεζαρία αξιωµατικών, για να λάβει πρωινό εκεί δε συναντήθηκε πρώτα µε τον Ανθ/ρχο.Κ, µε τον οποίο συζήτησε και «αστειεύτηκε», δείχνοντας ότι ήταν πολύ καλά την υγεία του και στη συνέχεια µε το δόκιµο µηχανικό Α.Λ., µε τον οποίο επίσης συζήτησε και ο οποίος δεν αντιλήφθηκε να αντιµετωπίζει κάποιο πρόβληµα υγείας ο προαναφερθείς (Υποπλοίαρχος). Περί ώραν 09.00 το τελευταίος εισήλθε στο κύτος Νο 4 του πλοίου για συνήθη επιθεώρηση αλλά µετά παρέλευση µικρού χρονικού διαστήµατος αισθάνθηκε αδιαθεσία και εξήλθε στο κατάστρωµα όπου έγινε αντιληπτός από το δόκιµο Πλοίαρχο Ν.Ψ. και τον αλλοδαπό ναύτη D.C., να κάθεται σε σκαλοπάτι, δήλωσε δε προς τον τελευταίο ότι «είχε κατεβεί στο αµπάρι Νο 4 και εκεί ένοιωσε ζαλάδα, αδιαθεσία και πόνους στο στήθος» αποδίδοντας την αδιαθεσία του στο γεγονός ότι είχε κρυώσει από το air condition (βλ. καταθέσεις εν πλω και προανακριτικές των ανωτέρω). Τα ίδια επανέλαβε αργότερα (ώρα 10.30) και στον µαγειροθαλαµηπόλο.μ. όταν, ανεβαίνοντας στην καµπίνα του για να ξεκουραστεί, τον συνάντησε στη σκάλα, εκείνος δε, δεν έκρινε σκόπιµο να ενηµερώσει τον Πλοίαρχο επειδή η κατάσταση της υγείας του Υποπλοιάρχου φαινόταν καλή και απεκόµισε την εντύπωση ότι υπέφερε απλά από κρυολόγηµα (βλ. την εν πλω κατάθεση του ανωτέρω, επιβεβαιωθείσα µε την από 28/9/1995 ένορρκη προανακριτική του κατάθεση). Περί την 11.20 ώραν ο προαναφερθείς µαγειροθαλαµηπόλος απέστειλε µε τον βοηθό θαλαµηπόλου E.D. νερό στην καµπίνα του Υποπλοιάρχου, τον οποίο ο προαναφερθείς βοηθός θαλαµηπόλου βρήκε «καθισµένο» στο κρεβάτι του. Προηγουµένως τον είχε επισκεφθεί ο ίδιος (µαγειροθαλαµηπόλος) για να διαπιστώσει αν ήθελε κάποια βοήθεια, του πρότεινε δε να του κάνει εντριβές, ο Υποπλοίαρχος όµως αρνήθηκε δηλώνοντας ότι είχε ήδη κάνει εντριβή µε οινόπνευµα και ότ αισθανόταν καλύτερα. Περί ώραν 12.20 απεστάλη και πάλιν ο ανωτέρω βοηθός θαλαµηπόλου για να ρωτήσει τον Υποπ/ρχο αν ήθελε να γευµατίσει, πλην όµως δεν τον ενόχλησε διότι, όπως δήλωσε, τον βρήκε να κοιµάται. Μετά παρέλευση πέντε λεπτών περίπου ο Πλοίαρχος διερχόµενος από τα µαγειρεία του πλοίου, πληροφορήθηκε για πρώτη φορά την αδιαθεσία του Υποπλ/ρχου και αµέσως διέταξε τον µαγειρ/πόλο να σπεύσει στην καµπίνα του (Υποπλ/ρχου) για να διαπιστώσει αν χρειαζόταν βοήθεια, εκείνος δε (µαγειρ/πόλος) φθάνοντας στην καµπίνα του Υποπλοιάρχου, διαπίστωσε ότι αυτός είχε χάσει

τις αισθήσεις του. Αµέσως ειδοποίησε τον Πλοίαρχο, που γευµάτιζε µε τον Α µηχανικό και αµφότεροι προσέτρεξαν για να προσφέρουν κάθε δυνατή βοήθεια στον ασθενή. Αµέσως διαπίστωσαν ότι αυτός δεν είχε επαφή µε το περιβάλλον, ανέπνεε δε αργά και µε «ρογχώη ήχο». Προσφέρθηκαν πάραυτα οι πρώτες βοήθειες (µαλάξεις καρδιάς, τεχνητή αναπνοή), αλλά η αναπνοή του ασθενούς συνεχώς γινόταν πιο αργή. Παράλληλα και ενώ συνεχιζόταν η παροχή πρώτων βοηθειών ζητήθηκε, µέσω INMARSAT, από την υπηρεσία MEDICO του Ερυθρού Σταυρού (Ιατρός Κ.Χ.) η παροχή οδηγιών, αφού γνωστοποιήθηκε η κατάσταση και τα συµπτώµατα που εµφάνιζε ο ασθενής, η αναπνοή του οποίου όµως είχε ήδη σταµατήσει και δεν υπήρχαν καρδιακοί παλµοί. Ο ανωτέρω ιατρός, µε τα δεδοµένα αυτά, διέγνωσε θάνατο από καρδιακή προσβολή. Ακολούθως το περιστατικό γνωστοποιήθηκε στους πλοιοκτήτες, οι οποίοι έδωσαν εντολή να προσεγγίσει το πλοίο στο πλησιέστερο λιµάνι (COLOMBO), προκειµένου να ακολουθήσει η διαδικασία αποστολής της σορού του νεκρού στην Ελλάδα, όπως και έγινε. Στο έντυπο για την αιτία θανάτου, που υπογράφεται από τον αλλοδαπό ιατρό P.R.P χωρίς να προσδιορίζεται η αρχή που το έχει εκδώσει και το οποίο επικαλούνται και προσκοµίζουν οι ενάγοντες σε νόµιµη µετάφραση από την Αγγλική γλώσσα στην Ελληνική (το όνοµα και το επώνυµο του ανακριτού είναι δυσανάγνωστα) αναγράφονται και τα εξής: «όνοµα θανόντος:.μ. έχω/δεν έχω διενεργήσει νεκροψία στο σώµα του νεκρού. Είµαι της γνώµης ότι αιτία θανάτου/πιθανή αιτία θανάτου είναι: Προχωρηµένη ισχαιµική καρδιοπάθεια». Περαιτέρω στο από 7/9/1995 πιστοποιητικό απόσυρσης νεκρού σώµατος-λείψανα εκλιπόντος.μ., του ηµοτικού Συµβουλίου Κολόµπο, το οποίο επικαλούνται και προσκοµίζουν σε επίσηµη µετάφραση της αρµόδιας υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος οι εναγόµενοι, ο επικεφαλής ιατρικός υπεύθυνος υγείας του ανωτέρω ηµ. Συµβουλίου πιστοποιεί, µεταξύ άλλων, ότι «τα λείψανα του εκλιπόντος.μ. ο οποίος απεβίωσε πριν την εισαγωγή στο Γενικό Νοσοκοµείο εις Κολόµπο, Σρι Λάνκα, στις 5 Σεπτεµβρίου 1995, του οποίου η αιτία θανάτου οφείλετο σε ΠΡΟΧΩΡΗΜΕΝΗ ΙΣΧΑΙΜΙΚΗ ΚΑΡ ΙΑΚΗ ΝΟΣΟ διατηρήθηκε από τα γραφεία A.F.P. ΕΠΕ αυτής της πόλης». Επηκολούθησε η διενέργεια προανακρίσεως από την αρµόδια Ελληνική Λιµενική Αρχή, προς διακρίβωση των αιτίων και των συνθηκών θανάτου του ανωτέρω ναυτικού, κατά την οποία εξετάσθηκαν ενόρκως τα µέλη του πληρώµατος του πλοίου, που έχουν ήδη αναφερθεί ανωτέρω, καθώς και άλλα τα οποία βεβαίωσαν ότι ο αποθανών ουδέποτε είχε παραπονεθεί για την υγεία του ότι πρωτοστατούσε στη διεξαγωγή των διαφόρων εργασιών, χωρίς να αναφερθεί οποιαδήποτε πίεση ή υπεραπασχόλησή του από τον πλοίαρχο, ότι κάπνιζε αρκετά και ότι ο θάνατός του ήταν αναπάντεχος, στην συνταχθείσα δε υπ αριθ.. σχετική έκθεση ο διενεργήσας την προανάκριση κατέληξε στο συµπέρασµα ότι ο υποπλοίαρχος απεβίωσε στις 30901995 από ισχαιµική καρδιακή νόσο και ότι για το θάνατό του δεν προέκυψαν ευθύνες εις βάρος του πλοίου ή µέλους του πληρώµατός του, γι αυτό, άλλωστε, και δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη από τον αρµόδιο Εισαγγελέα (βλ. την υπό στοιχ.. Αναφορά της Εισαγγελέως Πληµ/κών Πειραιώς προς τον Εισαγγελέα Εφετών Πειραιώς). Επειδή από τα ίδια αποδεικτικά στοιχεία δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη δηλητηριωδών αερίων και έλλειψη οξυγόνου στο κύτος Νο 4 κατά την είσοδο του αποβιώσαντος ναυτικού σ αυτό. Ο πρωτοδίκως εξετασθείς µάρτυς (δόκιµος πλοίαρχος Ν.Ψ.) απλώς κατέθεσε ότι το κύτος αυτό ήταν κενό φορτίου (µετά την εκφόρτωση του µεταφερθέντος φορτίου καλαµποκιού) και ότι ο ίδιος δεν είδε να γίνεται έλεγχος αερίων σ αυτό. Εξ αυτού όµως και µόνον δεν αποδεικνύεται ότι πράγµατι στο κύτος αυτό υπήρχαν δηλητηριώδη αέρια και έλλειψη οξυγόνου, όπως ισχυρίζονται οι ενάγοντες και ότι τούτο το γεγονός απετέλεσε την πραγµατική αιτία θανάτου του ατυχούς ναυτικού. Στην κρίση αυτή άγεται το ικαστήριο όχι µόνον εκ του ότι το προηγούµενο φορτίο ήτο ξηρό και δεν εδικαιολογείτο η ύπαρξη καταλοίπων στο ανωτέρω κύτος του πλοίου, αλλά και διότι κανένα από τα προανακριτικώς εξετασθέντα µέλη του πληρώµατος αναφέρθηκε σε τέτοιο ενδεχόµενο. Ακόµη και ο, κατόπιν προτάσεως των εναγόντων, εξετασθείς µάρτυς κατέθεσε, ως προς την αιτία θανάτου του θανόντος ναυτικού, ότι «εγώ ακόµα και σήµερα δεν έχω σχηµατίσει άποψη για το λόγο θανάτου του Μ.». εξάλλου η συνεχής και εξαντλητική εργασία, την οποία επικαλούνται οι ενάγοντες ως µία εκ των αιτιών που συνέβαλαν στον θάνατο του.μ., και η οποία έφθανε µέχρι και του σηµείου της απαγορευόµενης από το νόµο εκτελέσεως χειρωνακτικής

εργασίας, επίσης δεν προέκυψε από τα αναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία. Το γεγονός ότι ο αποβιώσας ναυτικός πραγµατοποιούσε αυξηµένο αριθµό ωρών υπερωριακής απασχολήσεως δεν µπορεί αναγκαίως να οδηγήσει σε αντίθετο αποτέλεσµα, αφού τούτο είναι συµφυές µε το ναυτικό επάγγελµα και όπως αποδείχθηκε, ο θανών επιζητούσε την πραγµατοποίηση υπερωριακής εργασίας. Όσον δε αφορά τη δήθεν εκτέλεση χειρωνακτικών εργασιών ο εξετασθείς µάρτυς αναφέρθηκε σε µία µόνο περίπτωση την οποία µάλιστα δεν ηδυνήθη να προσδιορίσει χρονικώς και κατά την οποία, λόγω υπάρξεως κάποιων υπολειµµάτων του µεταφερθέντος φορτίου σε υψηλό σηµείο ενός αµπαριού του πλοίου, επελήφθη ο ίδιος, προφανώς ως έχων την ευθύνη των σχετικών εργασιών, µάλλον για να υποδείξει στους, κατά τον ίδιο µάρτυρα, απασχολούµενους µε τις εργασίες αυτές έξι ναύτες υπό το ναύκληρο του ποίου τον τρόπο εκτελέσεώς των στο συγκεκριµένο σηµείο. Οµοίως, δεν µπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετική κρίση το ικαστήριο τα όσα αναφέρονται στην επικαλούµενη από τους ενάγοντες και προσκοµιζόµενη από 24/11/1997 επιστολή του Α Μηχανικού του πλοίου Σ.Κ. προς την πρώτη από τους ενάγοντες, σχετικώς µε τη χειρωνακτική εργασία, την υπεραπασχόληση και την καταπίεση, δήθεν, του πλοιάρχου προς τον αποβιώσαντα, που όπως υπαινίσσεται ο ανωτέρω (Α Μηχανικός), συνέτειναν στην επέλευση του θανάτου, δεδοµένου ότι ο ίδιος (Α Μηχανικός), τόσο στην εν πλω, όσο και στην προανακριτική κατάθεσή του, αν και ρωτήθηκε σχετικώς, ουδέν από τα ανωτέρω κατέθεσε. Σηµειούται, επίσης, ότι όπως αποδείχθηκε, την πρόσκαιρη αναπλήρωση του ελλείποντος Ανθυποπλοιάρχου ζήτησε ο ίδιος ο θανών από τον Πλοίαρχο, ο οποίος σκόπευε να αναπληρώσει ο ίδιος προσωρινώς βεβαίως, τον ελλείποντα Ανθ/ρχο. Ανεξαρτήτως όµως, του γεγονότος ότι δεν αποδείχθηκε ύπαρξη δηλητηριωδών αερίων ή έλλειψη οξυγόνου στο Νο 4 κύτος του πλοίου, η ευθύνη για τη σχετική έρευνα και λήψη των αναγκαίων µέτρων βάρυνε κατά το νόµο τον ίδιο τον θανόντα (άρθρ. 32 Β 806/1970), ο οποίος µετά τον σχετικό έλεγχο θα ανέφερε στον Πλοίαρχο το αποτέλεσµα αυτού. Πλέον τούτων ο θανών, ως έµπειρος ναυτικός µε ικανή προϋπηρεσία, θα είχε αντιληφθεί ευθύς αµέσως κατά την κάθοδό του στο κύτος Νο 4 την έλλειψη οξυγόνου κλπ και ασφαλώς θα είχε αναφέρει κάτι για τις άκρως δυσµενείς συνθήκες που επικρατούσαν στον χώρο αυτό στα δύο µέλη του πληρώµατος (δόκιµο πλοίαρχο Ν.Ψ. και ναύτη D.C.), όταν ρωτήθηκε από εκείνους αν ένοιωθε καλά στην υγεία του. Αντιθέτως, τόσον στους προαναφερθέντες όσο και στα άλλα µέλη του πληρώµατος, που τον συνάντησαν, δήλωσε ότι η αδιαθεσία που ένοιωσε οφειλόταν στο air condition. Κατόπιν τούτων, δεν µπορεί να γίνει αποδεκτή η γνώµη του πραγµατογνώµονος που διορίσθηκε από το ικαστήριο, κατά τον οποίο το προκάλεσαν το θάνατο του ατυχούς ναυτικού ισχαιµικό επεισόδιο οφειλόταν στην υποξία, την οποία εδηµιούργησε η έλλειψη οξυγόνου στο κύτος Νο 4 του πλοίου, αφού λαµβάνει ως δεδοµένη την (µη αποδειχθείσα) έλλειψη οξυγόνου και, πάντως, αντικρούεται από τη γνωµοδότηση του διορισθέντος από τους εναγόµενους τεχνικού συµβούλου, αποδίδοντας τον θάνατο του ανωτέρω ναυτικού, όπως άλλωστε και ο το πρώτον επιληφθείς αλλοδαπός ιατρός, σε ισχαιµικό επεισόδιο, η γνώµη δε του τελευταίου τούτου συνάδει προς τα, κατά τα ανωτέρω, αποδειχθέντα πραγµατικά περιστατικά. Επειδή, κατόπιν όλων όσων εκτέθηκαν ανωτέρω και, όπως γίνεται δεκτό, προέκυψαν από τις αποδείξεις, ο υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες επελθών θάνατος του Υποπ/ρχου.Μ. δεν οφείλεται σε βίαιο και εξωτερικό συµβάν κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορµής αυτής και, συνεπώς, δεν συνιστά εργατικό ατύχηµα υπό την εκτεθείσα στη νοµική σκέψη της παρούσης έννοια, ώστε να δικαιολογείται η καταβολή τις από τις διατάξεις του Ν. 551/1915 προβλεποµένης αποζηµιώσεως και πολύ περισσότερο, η επιδίκαση χρηµατικής ικανοποιήσεως (αφού ουδέν πταίσµα βαρύνει τους εναγόµενους). Συνεπώς το πρωτοβάθµιο ικαστήριο, που µε διαφορετική εν µέρει αιτιολογίας κατέληξε στο ίδιο συµπέρασµα και απέρριψε την αγωγή ως αβάσιµη κατ ουσίαν δεν έσφαλε, ως προς την εκτίµηση των αποδείξεων και την εφαρµογή του νόµου, οι δε λόγοι της εφέσεως, µε τους οποίους οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι, 1) κατ εσφαλµένην εκτίµηση των αποδείξεων απορρίφθηκε ως αβάσιµος κατ ουσίαν ο ισχυρισµός των ότι ο θάνατος του συζύγου και πατρός των προήλθε από ισχαιµικό επεισόδιο, που οφειλόταν σε αίτιο εξωτερικό και άσχετο µε τον οργανισµό του (εισπνοή δηλητηριωδών αερίων, έλλειψη οξυγόνου, λόγω µη τηρήσεως ισχυόντων νόµων κλπ για τους όρους ασφαλείας), για τη συνδροµή του οποίου ευθυνόταν ο Πλοίαρχος 2) ότι, επίσης κατ εσφαλµένη εκτίµηση των αποδείξεων και ψευδή

ερµηνεία του νόµου, το πρωτοβάθµιο ικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρξε εξαντλητική απασχόληση του θανόντος ναυτικού, η οποία, αντικειµενικώς κρινόµενη, αποτέλεσε βίαιο συµβάν, συνδεόµενο αιτιωδώς µε το θάνατο αυτού, 3) ότι εσφαλµένως, τέλος, το ίδιο ικαστήριο µε την εκκαλούµενη απόφασή του απέρριψε τον ισχυρισµό αυτών περί παραβάσεως των υπηρεσιακών καθηκόντων του Πλοιάρχου, ως εκ της καθυστερήσεως αναζητήσεως και παροχής ιατρικής βοήθειας στον ασθενήσαντα ναυτικό, η οποία (καθυστέρηση) απέβη µοιραία γι αυτόν, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιµα κατ ουσίαν, απορριπτοµένης, ακολούθως, για τον ίδιο λόγο της εφέσεως στο σύνολό της. Επειδή η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθµού πρέπει να συµψηφιστεί µεταξύ των διαδίκων, διότι το ικαστήριο κρίνει ότι οι εκκαλούντες αµφέβαλαν ευλόγως ως προς την έκβαση της επί της εφέσεώς των δίκης (άρθρ. 179 και 183 Κπολ ).